Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Κ
καβαλάω
κωφάλαλος

Καβαλάω & -ώ -ιέμαι: (μτβ.) 1 κάθομαι πάνω σε κτ (ζώο, όχημα, άνθρωπο), έτσι ώστε τα πόδια μου να κρέμονται από τη μια και την άλλη πλευρά: ~ μηχανή / άλογο. 2 [οικ.] (μτφ., για πρόσ.) επιβάλλομαι: Τα παιδιά με έχουν καβαλήσει. ~ το καλάμι: αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου: Καβάλησε το καλάμι μετά την προαγωγή του. καβάλα η. καβαλάρης ο, -ισσα η. καβαλαρία η: ιππικό. καβάλα (επίρρ.). καβαλικεύω: [οικ.] (μτβ.) ανεβαίνω σε άλογο=ιππεύω.

κάβος ο: 1 ακρωτήριο: Άμα περάσεις τον ~, κόβει ο άνεμος. 2 ειδικά χοντρά σχοινιά με τα οποία δένουν τα πλοία: Λύστε τους κάβους, φεύγουμε!

καγχάζω: (αμτβ.) γελώ με έντονο τρόπο και κοροϊδευτικά σε βάρος κπ: Θα οδηγήσεις το αυτοκίνητο εσύ; Ας καγχάσω! καγχασμός ο.

καημός ο: 1 μεγάλη στενοχώρια: Όλο καημούς και βάσανα ήταν η ζωή της. 2 (μτφ.) έντονη επιθυμία που μένει ανεκπλήρωτη: Καημό το είχε να δει τον γιο της γιατρό!

καθαιρώ -ούμαι παθ. αόρ. καθαιρέθηκα, απαρ. καθαιρεθεί, μππ. καθαιρεμένος: (μτβ.) αφαιρώ από κπ το αξίωμα, τον βαθμό, τον τίτλο: Καθαιρέθηκε όλη η ηγεσία του οργανισμού. καθαίρεση η.

καθαίρω -ομαι παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος: [επίσ.] (μτβ.) εξαγνίζω: Με την εξομολόγηση ένιωσε ότι έχει πια καθαρθεί. κάθαρση η. καθαρτήριο το: τόπος εξαγνισμού των ψυχών.

καθαρεύουσα η: ΓΛΩΣΣ η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους έως το 1976, η οποία ήταν μείγμα από νεοελληνικά και αρχαιοελληνικά στοιχεία, σε αντιδιαστολή προς τη δημοτική.

καθαρός -ή & [σπάν. σε εκφρ.] -ά -ό: 1 α. αυτός που δεν έχει βρομιές, μουντζούρες κτλ. βρόμικος: ~ σπίτι / τζάμι. β. αυτός που δεν έχει αναμειχθεί με άλλα υλικά=ανόθευτος: ~ χρυσάφι / οινόπνευμα. γ. αυτός που δεν περιέχει βλαβερά στοιχεία: ~ αέρας μολυσμένος. 2 αυτός που δεν προκαλεί ρύπανση ρυπογόνος: Ο αέρας ανήκει στις ~ πηγές ενέργειας. 3 (για εικόνες, ήχους) αυτός που φαίνεται ή ακούγεται με ευκρίνεια=ευκρινής: Δεν ήταν ~ η φωτογραφία, ήταν κουνημένη. θαμπός, θολός. 4 αυτός από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί τα πρόσθετα στοιχεία μεικτός: ~ μισθός (χωρίς τις κρατήσεις). ~ βάρος (για προϊόντα, χωρίς το βάρος της συσκευασίας). 5 (μτφ.) α. αυτός που είναι ηθικά έντιμος, ενάρετος: ~ συνείδηση. β. αυτός που είναι σύμφωνος με τον νόμο ή τους κανόνες της ηθικής: Θέλω ~ δουλειές, χωρίς μπλεξίματα! 6 (μτφ.) αυτός που δεν αμφισβητείται: Ήταν ~ νίκη με απόλυτη πλειοψηφία. 7 (μτφ.) αυτός που είναι σαφής: Δε μας έδωσε ~ απάντηση, αν τελικά θα έρθει ή όχι. Καθαρή / -ά Δευτέρα: η πρώτη Δευτέρα της Σαρακοστής, με την οποία ξεκινά η περίοδος της νηστείας πριν από το Πάσχα. καθαρά (επίρρ., κυρ. στις σημ. 3 έως 7). καθαρίζω -ομαι: 1 α. (μτβ.) αφαιρώ τις βρομιές από κτ ή κπ βρομίζω, λερώνω: ~ το πρόσωπο / το πάτωμα. β. (αμτβ.) έχω την ικανότητα να καθαρίζω (σημ. 1α): Το καθαριστικό αυτό δεν ~ καλά. γ. (αμτβ.) γίνομαι καθαρός βρομίζω, λερώνω: Δεν ~ εύκολα αυτό το ύφασμα. δ. (αμτβ., για βρομιές) αφαιρούμαι=βγαίνω: Δεν ~ με τίποτα ο λεκές του κρασιού. 2 (μτβ.) αφαιρώ από κτ άχρηστες ή ξένες ουσίες: ~ όσπρια / φρούτα=ξεφλουδίζω. 3 α. (μτβ.) αφαιρώ από κτ βλαβερά στοιχεία: Το αεράκι καθάρισε λίγο την ατμόσφαιρα. β. (αμτβ.) αφαιρούνται τα βλαβερά στοιχεία που περιέχω βρομίζω: Χάρη στον βιολογικό καθαρισμό, η θάλασσα καθάρισε. 4 [προφ.] (μτβ.) σκοτώνω κπ: Λέγεται ότι τον καθάρισε η μαφία. καθαριότητα η: 1 η ιδιότητα του καθαρού, κυρ. στη σημ. 1α. 2 το να καθαρίζει κπ κτ, κυρίως χώρους σπιτιού. καθαρότητα η: η ιδιότητα του καθαρού, κυρ. στις σημ. 1β, 1γ, 3, 5, 6 & 7. καθάρισμα το: το να καθαρίζει κπ: Το σπίτι θέλει ~. καθαρισμός ο: καθάρισμα: ~ προσώπου / βιολογικός ~. καθαριστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τον καθαρισμό χώρων. καθαριστικός -ή -ό: αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει. καθαριστικό το: ουσία κυρίως για καθάρισμα χώρων. καθαριστήριο το: κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο, σιδέρωμα ή στεγνό καθάρισμα ρούχων κτλ.

κάθε (αντων. αόρ.) άκλ.: 1 αναφέρεται αόριστα στα μέλη ενός συνόλου ξεχωριστά=καθένας: ~ άνθρωπος θέλει να πετύχει. Απευθύνεται σε ~ γυναίκα. 2 δηλώνει το τακτό χρονικό διάστημα στο οποίο γίνεται κτ: Πληρώνεται ~ τέλος του μήνα. Παίρνει αντιβίωση ~ οκτώ ώρες. 3 (κυρ. σε αρνητ. προτ.) δηλώνει αόριστα κπ ή κτ, όταν δεν έχει σημασία ποιος ή τι είναι=οποιοσδήποτε: Δεν μπορεί να μιλάς έτσι σε ~ άνθρωπο! ~ άλλο παρά: για να αναφέρουμε κτ τελείως αντίθετο με αυτό που ακολουθεί: ~ να φύγω θέλω, λέω να μείνω όλο το καλοκαίρι! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

κάθειρξη η: ποινή φυλάκισης που επιβάλλεται για κακουργήματα: Καταδικάστηκε σε δεκαετή ~.

Από την ΑΕ λ. εἱρκτή «φυλακή».

καθένας καθεμιά & καθεμία καθένα (αντων. αόρ.): αναφέρεται αόριστα σε όλα τα μέλη ενός συνόλου ξεχωριστά=κάθε: Έδωσε σε ~ τους από τριάντα ευρώ. καθένας ο: 1 αναφέρεται αόριστα σε κάθε πρόσωπο, σε όλους γενικά: Ο ~ μπορεί να λέει ό,τι θέλει. 2 [μειωτ.] δηλώνει πρόσωπο που θεωρούμε ακατάλληλο για κτ ή ασήμαντο=οποιοσδήποτε: Δεν είναι ο ~, πατέρας σου είναι και πρέπει να τον ακούς! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

καθεστώς το: 1 α. το πολίτευμα μιας χώρας: δημοκρατικό / δικτατορικό ~. Πολλά καθεστώτα αρνούνται στις μειονότητες τα πολιτικά τους δικαιώματα. β. η ισχύουσα πολιτική, κοινωνική, οικονομική κατάσταση: Στόχευαν στην ανατροπή του καθεστώτος. 2 η ισχύουσα και νομικά κατοχυρωμένη κατάσταση σε συγκεκριμένο τομέα: φορολογικό / νομικό / εργασιακό ~. 3 κατάσταση που έχει καθιερωθεί: Η παραπαιδεία έχει γίνει πλέον ~. καθεστωτικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με το καθεστώς στη σημ. 1: Στην Ελλάδα το ~ ζήτημα λύθηκε με δημοψήφισμα. 2 αυτός που υποστηρίζει το καθεστώς αντικαθεστωτικός: ~ εφημερίδες. καθεστωτικός ο, η.

Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μππ. του AE ρ. καθίστημι.

καθετί (αντων. αόρ.) μόνο ον. & αιτ. εν.: αναφέρεται αόριστα σε κάθε πράγμα ξεχωριστά ή γενικά σε όλα: Του αρέσει ~ το περίεργο. Θέλω να μάθω το ~glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

κάθετος -η -ο: 1 αυτός που βρίσκεται ή κατευθύνεται κατακόρυφα προς την επιφάνεια της γης οριζόντιος: Η μπάλα χτύπησε στο ~ δοκάρι. 2 αυτός που τέμνει ευθεία ή επιφάνεια σχηματίζοντας γωνία 90 μοιρών οριζόντιος: ΓΕΩΜ ~ ευθεία / επίπεδο. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι ~ στην Κηφισίας. 3 (μτφ., για στατιστικά μεγέθη, ποσά κτλ.) αυτός που παρουσιάζει απότομη μεταβολή: Παρατηρείται ~ άνοδος των αφίξεων των τουριστών. 4 (μτφ., για άνθρ. ή συμπεριφορά) αυτός που είναι απόλυτος, κατηγορηματικός: Είναι ~ στις απόψεις του, δεν μπορείς να του αλλάξεις γνώμη. κάθετα & καθέτως (επίρρ.). κάθετη & [επίσ.] κάθετος η: κάθετη ευθεία. καθετότητα η.

καθηγητής ο, -ήτρια η: 1 εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: ~ γυμνασίου / λυκείου / πανεπιστημίου. 2 εκπαιδευτικός που διδάσκει συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο: ~ αγγλικών / ζωγραφικής. καθηγητικός -ή -ό.

καθήκον το: 1 αυτό που πρέπει να κάνουμε, επειδή το θεωρούμε ηθική μας υποχρέωση ή επειδή το επιβάλλει ο νόμος=χρέος: Είναι ~ όλων μας να προστατεύουμε το περιβάλλον. 2 πληθ. το έργο που πρέπει να εκτελέσει κπ, συνήθως αξιωματούχος ή κρατικός υπάλληλος: Ανέλαβε καθήκοντα προέδρου.

καθηλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 αναγκάζω κπ να μείνει ακίνητος: Μετά το ατύχημα, έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι για μήνες. 2 προκαλώ έντονη εντύπωση σε κπ, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει: Η ταινία ήταν τόσο συναρπαστική, που μας καθήλωσε. 3 (μτφ.) εμποδίζω την εξέλιξη ή την ανάπτυξη δραστηριότητας, κατάστασης κτλ.: Οι μισθοί έχουν καθηλωθεί. καθήλωση η. glass σχ. ήλος.

καθημερινός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή χρησιμοποιείται κάθε μέρα=ημερήσιος: Βγαίνω για τον ~ μου περίπατο. 2 αυτός που είναι συνηθισμένος, επειδή γίνεται (σχεδόν) κάθε μέρα: Τα μικρά ~ προβλήματα τον έχουν κουράσει. καθημερινά & -ώς (επίρρ. στη σημ. 1). καθημερινή η: κάθε ημέρα της εβδομάδας, εκτός Σαββάτου και Κυριακής. καθημερινότητα η: 1 η καθημερινή ζωή. 2 κατάσταση πληκτική λόγω της επανάληψης των ίδιων πραγμάτων κάθε μέρα=ρουτίνα.

καθησυχάζω: (μτβ.) απαλλάσσω κπ από ανησυχία, φόβο ή μειώνω την ένταση ανησυχίας, φόβου κτλ.: Προσπαθούσε να μας καθησυχάσει, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να γίνει άλλος σεισμός. καθησυχαστικός -ή -ό: αυτός που καθησυχάζει. καθησυχαστικά (επίρρ.).

καθιερώνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ να επιβληθεί, να επισημοποιηθεί ή να γίνει δεκτό ως θεσμός=θεσπίζωκαταργώ: Πότε καθιερώθηκε η πενθήμερη εργασία; 2 κάνω κπ να αναγνωριστεί, να επιβληθεί σε έναν τομέα: Καθιερώθηκε ως ένας από τους πρωτοπόρους λογοτέχνες της εποχής. 3 κάνω κτ συστηματικά, ως συνήθεια: Έχουν καθιερώσει να βγαίνουν τα Σάββατα. καθιερωμένα τα: αυτά που έχουν γίνει γενικώς αποδεκτά: Πρόκειται για ανατρεπτικό έργο που ξεφεύγει από τα ~. καθιέρωση η.

καθίζηση η: 1 ΓΕΩΛ βύθιση τμήματος του εδάφους: Το έδαφος έπαθε ~. 2 ΧΗΜ κατακάθισμα στον πυθμένα δοχείου στερεών ουσιών που αιωρούνται μέσα σε υγρό.

Από το AE ρ. καθιζάνω «κάθομαι κάτω».

καθιστώ, καθίσταμαι αόρ. κατέστησα, παθ. αόρ. κατέστην: [επίσ.] (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: Σας ~ υπεύθυνο για την ασφάλεια των παιδιώνglass σχ. ενίσταμαι.

κάθοδος η: 1 [επίσ.] κίνηση από ψηλά προς τα χαμηλά, από τα βόρεια προς τα νότια, από την περιφέρεια προς το κέντρο ή από τα ηπειρωτικά προς τα παράλια=κατάβαση άνοδος: Η ~ γίνεται αποκλειστικά από τις σκάλες. η ~ των Δωριέων. 2 ΦΥΣ αρνητικά φορτισμένο ηλεκτρόδιο άνοδος. 3 συμμετοχή σε εκλογές: Είναι βέβαιη η κάθοδός του στις εκλογές. καθοδικός -ή -ό. καθοδικά (επίρρ.).

καθολικός -ή -ό: 1 αυτός που αφορά ή επηρεάζει το σύνολο=γενικός μερικός: αρχές με ~ ισχύ. 2 αυτός που σχετίζεται με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. καθολικά (επίρρ.). καθολικότητα η: η ιδιότητα του καθολικού με τη σημ. 1. Καθολικός ο, & [λαϊκ.] -ιά η: πιστός που ανήκει στον καθολικισμό. καθολικισμός ο: ΘΡΗΣΚ το δόγμα της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και το σύνολο των καθολικών πιστών με τη σημ. 2. καθολικό το: ΕΚΚΛ 1 σε ορθόδοξη εκκλησία, ο κυρίως ναός. 2 ο κεντρικός ναός μονής.

καθόλου: (επίρρ.) 1 (σε αρνητ. πρότ., για έμφαση) για να δηλώσει απόλυτη άρνηση ή έλλειψη: ~ δε μου άρεσε που έφυγες. Δεν έχω ~ χρόνο. 2 (σε ερωτ. προτ., για έμφαση) λίγο, τουλάχιστον: Χόρεψες ~ στο πάρτι;

κάθομαι αόρ. κάθισα & έκατσα, μππ. καθισμένος: (αμτβ.) 1 βρίσκομαι σε θέση με τους γλουτούς να στηρίζονται σε καρέκλα, πάγκο κτλ. και την πλάτη μου να είναι όρθια σηκώνομαι, στέκομαι: ~ στην καρέκλα / οκλαδόν. 2 έχω κπ μέρος ως μόνιμο τόπο κατοικίας=κατοικώ, μένω: ~ στην οδό Αριστοτέλους. 3 βρίσκομαι κάπου για κπ χρονικό διάστημα: Δε θα καθίσω πολύ - είμαι βιαστική. 4 μένω άπρακτος, δεν κάνω τίποτα: Έχασε τη δουλειά του και ~ τώρα δυο μήνες. 5 έχω ορισμένη συμπεριφορά: ~ ήσυχος / φρόνιμος. 6 ασχολούμαι με κτ: Δεν ~ να διαβάσει. 7 κάνω υπομονή μέχρι να συμβεί κτ=περιμένω: Κάθισε πρώτα να βγουν τα αποτελέσματα, και μετά αποφασίζεις. 8 παύω να αιωρούμαι και πέφτω κάτω=κατακάθομαι: Η σκόνη κάθισε στα έπιπλα. καθίζω αόρ. κάθισα: (μτβ.) βάζω ή βοηθώ κπ να καθίσει: Τους κάθισε όλους γύρω από το τραπέζι. κάθισμα το: 1 έπιπλο που χρησιμεύει για να καθίσει κπ: Το ~ είναι αναπαυτικό. 2 το να καθίζει κανείς κπ ή να κάθεται: Πιάστηκε η μέση μου από το ~. καθιστός -ή -ό: αυτός που κάθεται όρθιος. καθιστικός -ή -ό: αυτός που γίνεται από καθιστή στάση ή που δεν περιλαμβάνει πολλή κίνηση: Κάνει ~ ζωή, όλη μέρα στο γραφείο. καθιστικό το: δωμάτιο σπιτιού με καναπέδες, πολυθρόνες κτλ.=σαλόνι. καθισιό το: το να μην κάνει κπ τίποτα: Δεν του αρέσει καθόλου το ~, θέλει πάντα κάτι να κάνειglass  σχ. ίζημα.

καθομιλουμένη η: η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι ομιλητές, σε αντίθεση προς τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στον επίσημο λόγο: Στην ~, το «εξ απαλών ονύχων» το λέμε «από μικρό παιδί».

καθορίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ορίζω με ακρίβεια κτ: Καθορίστηκε ανώτατο όριο τιμής πώλησης του πετρελαίου.=προσδιορίζω. 2 επηρεάζω αποφασιστικά κατάσταση, δράση κτλ.: Τα αποτελέσματα των εξετάσεων θα καθορίσουν τις επόμενες ενέργειές της. καθορισμός ο: το να καθορίζει κπ κτ (σημ. 1)=προσδιορισμός. καθοριστικός -ή -ό: αυτός που καθορίζει (σημ. 2)=αποφασιστικός. καθοριστικά (επίρρ.).

καθρέφτης & [επίσ.] καθρέπτης ο: 1 γυάλινη επιφάνεια με ειδικό υλικό στο πίσω μέρος, η οποία αντανακλά την εικόνα αντικειμένου που βρίσκεται μπροστά της. 2 (μτφ.) κτ που δίνει την εικόνα μιας κατάστασης: Το δέρμα είναι ~ της υγείας. καθρεφτίζω & [επίσ.] καθρεπτίζω -ομαι: (μτβ.) 1 αντανακλώ την εικόνα αντικειμένου που βρίσκεται μπροστά μου = αντικατοπτρίζω: Στο τζάμι καθρεφτιζόταν η φιγούρα του. 2 (μτφ.) αποδίδω πιστά την εικόνα μιας κατάστασης=αντικατοπτρίζω: Το έργο αυτό ~ την κατάσταση της χώρας. 3 παθ. κοιτάζομαι στον καθρέφτη. καθρέφτισμα το. καθρεφτάκι το.

καθυστερώ: 1 (αμτβ.) φτάνω κάπου πιο αργά από όσο έπρεπε=αργοπορώ, αργώ: Πάλι καθυστέρησε το λεωφορείο, θα είχε πολλή κίνηση στον δρόμο! 2 (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να καθυστερήσει: Μη με ~ άλλο, βιάζομαι πολύ! 3 (μτβ.) κάνω κτ πιο αργά από όσο έπρεπε=αργώ: Καθυστέρησε να πληρώσει το πρόστιμο. καθυστερημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 αυτός που καθυστερεί ή που καθυστέρησε. 2 αυτός που εξελίσσεται με αργό ρυθμό: Πολλές χώρες στην Αφρική είναι οικονομικά ~. 3 αυτός που διανοητικά αναπτύσσεται με πιο αργό ρυθμό από τον κανονικό. καθυστερημένα (επίρρ.). καθυστέρηση η: 1 το να καθυστερεί κπ ή κτ: Η πτήση είχε μεγάλη ~. 2 η κατάσταση του καθυστερημένου στη σημ. 3.

καθώς1 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 γεγονός που συμβαίνει την ίδια στιγμή με ή διακόπτεται από κπ άλλο=όπως, ενώ: Σκέφτομαι ~ γράφω. ~ μιλούσαμε, άκουσα έναν θόρυβο. 2 την αιτία για κτ=επειδή, αφού: ~ δε με είχαν καλέσει, δεν μπορούσα και να πάω! καθώς2 (επίρρ.): με τον ίδιο τρόπο που = όπως: Όλα έγιναν ~ τα λες.

και & [προφ.] (πριν από φωνήεν) κι (σύνδ.): 1 συνδέει αντίστοιχες λέξεις, φράσεις ή προτάσεις: Να παίρνετε το φάρμακο πρωί, μεσημέρι ~ βράδυ. Ήπιε ~ έφαγε. 2 συνδέει γεγονότα που γίνονται το ένα μετά το άλλο: Σηκώθηκε, ντύθηκε ~ πλύθηκε. 3 δηλώνει το αποτέλεσμα, τη συνέπεια για κτ: Είναι αγαθός ~ τον ξεγελούν όλοι.=γι’ αυτό. Με κάνει ~ γελάω.=να. 4 προσθέτει κτ: Δύο ~ ένα κάνουν τρία.=συν μείον, πλην. Είναι συμμαθητής μου, αλλά ~ ο καλύτερός μου φίλος. Θέλω ~ δύο ακόμα ποτήρια. 5 συνδέει δύο αντίθετα γεγονότα, καταστάσεις κτλ.=αλλά: Άλλος κλαίει ~ άλλος γελάει. 6 συνδέει δύο γεγονότα που γίνονται (σχεδόν) την ίδια στιγμή: Έμπαινε ο ένας ~ έβγαινε ο άλλος. = την ώρα που. 7 χρησιμοποιείται για να δώσουμε έμφαση σε κτ: ~ βέβαια, θα έρθω! Είναι ~ ο πρώτος μαθητής! 8 (με επανάληψη της λέξης) χρησιμοποιείται για να δώσουμε έμφαση σε ποσότητα, βαθμό κτλ. ή να δείξουμε ότι κπ γεγονός συνεχίζεται, έχει διάρκεια: Χρόνια ~ χρόνια πέρασαν χωρίς να έχουμε νέα του.

καινός -ή -ό: [επίσ.] καινούριος, κυρ. στις εκφρ. α. (εισάγω) καινά δαιμόνια: φέρνω νέες ιδέες που συχνά ανατρέπουν την υπάρχουσα κατάσταση. β. Καινή Διαθήκη: το δεύτερο μέρος της Βίβλου, που περιγράφει τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού.

Το επίθ. καινός συναντάται σε διάφορα σύνθετα: καινοτομώ, καινούριος, εγκαίνια κτλ.
Προσοχή στη διαφ. σημ. και ορθογρ. του κενός!

καινοτομώ: (αμτβ.) χρησιμοποιώ πρώτος νέες και πρωτότυπες ιδέες σε κπ τομέα: Με το νέο του έργο ο σκηνοθέτης ~. καινοτόμος -α -ο & καινοτομικός -ή -ό: αυτός που καινοτομεί. καινοτόμος ο, η: άνθρωπος που καινοτομεί, κυρίως στον επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα. glass σχ. καινός.

καινούριος -α -ο:=νέος παλιός 1 αυτός που δημιουργήθηκε, εμφανίστηκε ή αποκτήθηκε πρόσφατα ή για πρώτη φορά: Ωραίο το ~ σου παντελόνι! 2 αυτός που αντικαθιστά κπ ή κτ που υπήρχε παλιότερα: Πήγα σε ~ δουλειά. 3 αυτός που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά μεταχειρισμένος: Τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα είναι πιο φτηνά από τα ~glass  σχ. καινός.

Παρότι προτείνεται η γραφή καινούριος, η σωστότερη ετυμολογικά γραφή είναι σε -γιος, από το ελνστ. επίθ. καινουργής (AE ρ. καινουργῶ < καινός + ἔργον).

καίριος -α -ο: 1 αυτός που γίνεται την κατάλληλη χρονική στιγμή άκαιρος. 2 αυτός που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός: Κατάφερε ~ πλήγμα κατά των ανταγωνιστών του. 3 αυτός που είναι ιδιαίτερα σημαντικός, κρίσιμος: ~ πρόβλημα. καίρια (επίρρ.).

καιρός ο: 1 α. η κατάσταση της ατμόσφαιρας (θερμοκρασία, υγρασία, ταχύτητα αέρα κτλ.) σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή: καλός / κακός / βροχερός / ζεστός ~. β. δελτίο πρόγνωσης καιρού στα ΜΜΕ: Ακούσατε τον ~; του καλού καιρού: πάρα πολύ ή πολύ βαθιά: Βρέχει / κοιμάται ~. 2 η κατάλληλη χρονική στιγμή = εποχή: Τώρα που είσαι άνεργος δεν είναι ~ για σπατάλες! 3 χρονική περίοδος στην οποία έγινε ή συνέβη κτ: Το έπιπλο αυτό είναι από τον ~ του παππού μου. 4 α. το πέρασμα του χρόνου: Με τον ~ θα ξεχάσεις. β. χρονικό διάστημα στο οποίο κάνουμε κτ = χρόνος: Έχεις ~ να πάμε βόλτα; 5 α. χρονικό διάστημα μεταξύ δύο γεγονότων ή από ένα γεγονός μέχρι τώρα: Δεν έχω πολύ ~ που μετακόμισα. β. μεγάλο χρονικό διάστημα: Χαθήκαμε, έχω ~ να σας δω! καιρικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον καιρό στη σημ. 1.

καίω -ομαι & -γομαι ενστ. καις, καίει, πρτ. έκαιγα, αόρ. έκαψα, παθ. αόρ. κάηκα, μππ. καμένος: 1 (μτβ.) καταστρέφω ή προκαλώ ζημιά σε κτ με φωτιά ή με υψηλή θερμοκρασία: Άγνωστοι έκαψαν το δάσος. Έκαψα το φαγητό. 2 (αμτβ.) έχω ή εκπέμπω υψηλή θερμοκρασία: ~ ο ήλιος σήμερα, βάλε καπέλο! 3 (μτβ.) προκαλώ έγκαυμα σε κπ: Έπεσε πάνω του καυτό νερό και τον έκαψε. 4 (για μηχανές, συσκευές) α. (μτβ.) χρησιμοποιώ κπ ύλη (ξύλα, πετρέλαιο κτλ.), ως καύσιμο: Το αυτοκίνητό μου ~ πολλή βενζίνη. β. (αμτβ.) είμαι αναμμένος ή σε λειτουργία: Γιατί καίνε όλες οι λάμπες; γ. (μτβ.) χρησιμοποιώ κπ ύλη ή αντίστοιχη μηχανή ή συσκευή, για να φωτίσω ή να ζεστάνω έναν χώρο: Φέτος καίμε πολύ το καλοριφέρ. 5 (αμτβ., για φαγητό) έχω έντονη γεύση που προκαλεί ερεθισμό ή πόνο σε κπ: Καίνε οι πιπεριές; 6 α. παθ. (αμτβ., για συσκευές, μηχανές) χαλάω λόγω υπερθέρμανσης: Από τις συχνές διακοπές ρεύματος κάηκε η τηλεόραση. β. (μτβ.) κάνω κτ να χαλάσει προκαλώντας υπερθέρμανση: Μην αναβοσβήνεις το φως, θα κάψεις τη λάμπα! 7 (μτφ., μτβ. & με παράλ. αντικ.) παρουσιάζω έντονο ενδιαφέρον για κπ: Η ακρίβεια είναι ένα θέμα που ~. 8 (μτφ., μτβ.) α. κάνω κτ που προκαλεί κακό σε κπ: Μην πεις σε κανέναν τίποτα, γιατί θα με κάψεις! β. προκαλώ πόνο, λύπη σε κπ: Η θλίψη σου μού καίει την καρδιά! 9 παθ. (μτφ., αμτβ.) α. βρίσκομαι σε μεγάλη ή άμεση ανάγκη: ~, πρέπει να με βοηθήσεις! β. επιθυμώ κτ πάρα πολύ: Η ομάδα μας ~ για τη νίκη. γ. (σε παιχνίδι με χαρτιά) χάνω: Τριανταδύο, κάηκες! κάψιμο το: 1 το να καίει κπ κτ ή να καίγεται κτ: ~ των χαρτιών. 2 έντονος πόνος από κτ που είναι καυτό: Ακούμπησα την εξάτμιση της μηχανής κι ένιωσα ένα ~ στο πόδι. 3 σημάδι στο δέρμα από επαφή με φωτιά ή κτ που καίει: Ακόμη να φύγει το ~ στο χέρι μου από τη φωτιά. κάψα η: υπερβολική ζέστη και η αίσθηση που προκαλεί = λάβρα. καυτός -ή -ό: 1 αυτός που είναι υπερβολικά ζεστός: Πιες το τσάι σου ~. ~ ήλιος = θερμός. 2 (μτφ.) αυτός που είναι κρίσιμος ή καθοριστικός και προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον: το ~ θέμα του ασφαλιστικού. ~ επικαιρότητα. 3 (μτφ.) αυτός που είναι ιδιαίτερα προκλητικός: ~ μίνιglass σχ. ζεστός. καυτερός -ή -ό: (για φαγητά) αυτός που έχει πικάντικη γεύση, που καίει με τη σημ. 5: ~ πιπεριά / σούπα.

κακεντρεχής -ής -ές: (για πρόσ.) αυτός που θέλει να κάνει κακό στους άλλους ή που χαίρεται όταν οι άλλοι παθαίνουν κτ κακό=κακός, μοχθηρός. glass  σχ. αγενής. κακεντρέχεια η: η ιδιότητα του κακεντρεχούς ή η κακεντρεχής πράξη.

κακίζω: (μτβ.) κατακρίνω κπ για πράξη ή ενέργεια που δε θεωρώ σωστή=κατηγορώ, μέμφομαι: Δεν τον ~ που δε μου μιλάει - έχει περάσει τόσα!

κακιώνω μππ. κακιωμένος: (μτβ. + γεν./με) θυμώνω με κπ και του κρατάω κακία: Μας κάκιωσε και δε μας μιλάει. κάκιωμα το.

κακο- & κακό-: ως α΄συνθ. προσδίδει αρνητική σημασία στο β΄ συνθ. και δηλώνει συγκεκριμένα: 1 αυτόν που είναι άσχημος, δυσάρεστος ή βλαβερός: κακάσχημος, κακόκεφος, κακομεταχειρίζομαι. 2 αυτόν που περιέχει ή χαρακτηρίζεται από κακία: κακόγνωμος. 3 αυτόν που δεν είναι σωστός ή όπως πρέπει: κακοστρωμένος.


Σύνθετα με κακό-
άσχημος, δυσάρεστος, βλαβερός με κακία όχι όπως πρέπει
κακόγουστος
κακοδιάθετος
κακοζωισμένος
κακόηχος
κακοκαιρία
κακοκαρδίζω
κακοπαντρεύω
κακοπέραση
κακοπερνώ
κακοπέφτω
κακορίζικος
κακοσμία
κακότυχος
κακόφημος
κακολογώ
κακομιλώ
κακόπιστος
κακοπροαίρετος
κακότροπος
κακόψυχος
κακοαναθρεμμένος
κακογραμμένος
κακομαθαίνω
κακοντυμένος
κακοπληρωτής
κακοραμμένος
κακότεχνος
κακοφτιαγμένος
κακοχτενισμένος

κακόβουλος -η -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που θέλει το κακό κπ άλλου. 2 αυτός που γίνεται από κπ με σκοπό το κακό κπ άλλου: Η κριτική του για το έργο μου ήταν ~ λόγω προσωπικών μας διαφωνιών. κακόβουλα (επίρρ.).

κακοήθης -ης κακόηθες: 1 (για πρόσ.) αυτός που είναι κακός και ανήθικος. 2 αυτός που γίνεται με κακία και χωρίς ήθος. 3 ΙΑΤΡ αυτός που θεραπεύεται δύσκολα ή καθόλου και οδηγεί συνήθως στον θάνατο του ασθενούς: ~ όγκος καλοήθης. κακοήθεια η: η ιδιότητα του κακοήθους ή η κακοήθης πράξη.

κακομοίρης -α -ικο & κακόμοιρος -η -ο: αυτός που είναι άξιος λύπησης, γιατί του έχει συμβεί κτ κακό=καημένος: Κάτι ~ τουρίστες κοιμούνται στο σταθμό. κακομοίρης ο, η: πρόσωπο άξιο λύπησης: Ο ~ θα στενοχωρηθεί που δεν πέρασε στις εξετάσεις. γίνεται / έγινε της ~: γίνεται / έγινε μεγάλη φασαρία=γίνεται / έγινε της τρελής. κακομοιριά η: η κατάσταση του κακομοίρη ή κατάσταση που προκαλεί λύπηση. κακομοιριασμένος -η -ο: 1 κακομοίρης. 2 αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση. κακομοίρικος -η -ο: αυτός που ταιριάζει στον κακομοίρη.

κακοποιώ -ούμαι: (μτβ.) 1 χτυπάω κπ πολύ και βίαια, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσω άσχημα: Δυστυχώς, πολλά παιδιά κακοποιούνται από την οικογένειά τους. 2 εξαναγκάζω κπ σε σεξουαλική πράξη με τη βία=βιάζω. 3 (μτφ.) κάνω κακό σε κτ κάνοντάς το να φανεί διαφορετικό από αυτό που είναι ή χρησιμοποιώντας το με λανθασμένο τρόπο: Συχνά κατηγορούν τους νέους ότι ~ τη γλώσσα. ~ την αλήθεια.=παραποιώ, αλλοιώνω, διαστρέφω. κακοποιός -ά & [επίσ.] -ός -ό: αυτός που προκαλεί κακό: ~ στοιχεία προξένησαν τις φασαρίες. κακοποιός ο: πρόσωπο που κάνει εγκληματικές πράξεις=εγκληματίας. κακοποίηση η.

κακός -ή & -ιά -ό συγκρ. χειρότερος, υπερθ. χείριστος: καλός 1 αυτός που είναι μοχθηρός ή αντίθετος στην ηθική: ~ άνθρωπος / πράξη=κακεντρεχής ενάρετος, αγαθός. 2 αυτός που δεν έχει καλή ποιότητα ή δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες: Το φαγητό ήταν ~ και δε φάγαμε. 3 αυτός που δεν είναι ικανός στο έργο του: ~ μαθητής / ηθοποιός. 4 αυτός που προξενεί δυστυχία, βλάβη ή πλήγμα: Ήταν μια ~ συγκυρία, με ολέθρια αποτελέσματα. η κακιά η ώρα: στιγμή κατά την οποία συμβαίνει κτ κακό. 5 αυτός που είναι δυσάρεστος ή μη ευνοϊκός ή προξενεί δυσάρεστα συναισθήματα: Ο ~ καιρός δε μας άφησε να κάνουμε βόλτες στην πόλη. 6 αυτός που έχει ή δείχνει αρνητική στάση απέναντι σε κπ ή κτ: Έχω τη χειρότερη γνώμη για τέτοιους τύπους.=αρνητικός θετικός. κακώς (επίρρ.). κακό το: 1 οτιδήποτε είναι αντίθετο στην ηθική: Η μάχη ανάμεσα στο καλό και το ~. 2 δυσάρεστη κατάσταση, συμφορά: Τον βρήκαν πολλά κακά. κακία η.

κακούργος -α -ο: αυτός που είναι σκληρός, βάναυσος ή εγκληματίας, ή αυτός που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα, απονιά: Ο ~, τη σκότωσε! Έτσι είναι η ~ η ζωή, σκληρή!

καλάθι το: 1 δοχείο από πλεγμένο καλάμι που χρησιμοποιείται για μεταφορά ή φύλαξη πραγμάτων: Μας έφερε ένα ~ μήλα. 2 γενικότερα, δοχείο σε σχήμα καλαθιού: ~ αχρήστων / σκουπιδιών. 3 ΑΘΛ α. δίχτυ ανοιχτό στο κάτω μέρος, που στηρίζεται σε μεταλλική στεφάνη, μέσα στο οποίο προσπαθούν οι παίκτες του μπάσκετ να ρίξουν την μπάλα. β. επιτυχημένη βολή στο μπάσκετ: βάζω ~. καλαθιά η: 1 ΑΘΛ επιτυχημένη βολή στο μπάσκετ. 2 ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε καλάθι.

καλαμάρι1 το: είδος μαλακίου με πλοκάμια.

καλαμάρι2 το: [παρωχ.] δοχείο για μελάνη=μελανοδοχείο. χαρτί και ~: με κάθε λεπτομέρεια: Μας τα είπε όλα ~.

καλάμι1 το: 1 α. φυτό με βλαστό ευλύγιστο και ανθεκτικό που αναπτύσσεται σε υγρά εδάφη. β. ο αποξηραμένος βλαστός αυτού του φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καλαθιών κτλ. καβαλάω το ~: θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο. 2 βέργα που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα: ~ ψαρέματος. καλαμένιος -α -ο: αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι. καλαμωτή η: κατασκευή από καλάμια. καλαμιά1 η: συστάδα από καλάμια. σαν την ~ στον κάμπο: τελείως μόνος.

καλάμι2 το: [οικ.] κόκαλο της κνήμης: Του έδωσε μια γερή κλωτσιά στο ~. καλαμιά2 η: κλοτσιά στο καλάμι.

καλημέρα: (επιφ.) χαιρετισμός που χρησιμοποιούμε τις πρωινές ώρες: ~ σας! καλημέρα η: ο χαιρετισμός με ~. κόβω την ~: δε μιλώ σε κπ: Από τότε που μάλωσαν, είχαν κόψει μεταξύ τους και την ~. καλημερίζω -ομαι: (μτβ.) λέω καλημέρα σε κπ.

καληνύχτα: (επιφ.) χαιρετισμός που χρησιμοποιούμε τις βραδινές ώρες, όταν αποχωριζόμαστε κπ, ή πριν από τον βραδινό ύπνο: ~ σας! καληνύχτα η: χαιρετισμός με ~: Είπε μια ~ βιαστικά και έφυγε. καληνυχτίζω -ομαι & καληνυχτώ αόρ. καληνύχτισα & -ησα: (μτβ.).

καλησπέρα: (επιφ.) χαιρετισμός που χρησιμοποιούμε τις απογευματινές ή πρώτες βραδινές ώρες, όταν συναντούμε κπ: ~ σας! καλησπέρα η: χαιρετισμός με ~: Στέλνω την ~ μου σε όσους μας ακούν. καλησπερίζω -ομαι (μτβ.).

καλλιγραφία η: α. τρόπος γραφής με φροντισμένα και περίτεχνα γράμματα: Προσπαθεί να μάθει ~. β. καλλιτεχνική αντιγραφή βιβλίων ή κωδίκων στον Μεσαίωνα: Η αγιορείτικη παράδοση της ~ σημείωσε πολύ αξιόλογες επιδόσεις κατά την Τουρκοκρατία. καλλιγραφικός -ή -ό. καλλιγραφικά (επίρρ.). καλλιγράφος ο, η.

καλλιεργώ -ούμαι: (μτβ.) 1 ασχολούμαι συστηματικά με γεωργικές εργασίες και την παραγωγή αγροτικών προϊόντων: Στην περιοχή ~ καπνά. 2 βοηθώ με τεχνητά μέσα κπ βιολογικό είδος να αναπτυχθεί: ~ οπωροκηπευτικά / ψάρια. 3 (μτφ.) διαμορφώνω κπ με την κατάλληλη αγωγή ή εκπαίδευση: Έχεις ταλέντο, αλλά πρέπει να το καλλιεργήσεις κιόλας. 4 (μτφ.) φροντίζω να αναπτυχθεί κτ: Καλλιεργήθηκε η αλληλεγγύη και συνεργασία μεταξύ τους. καλλιέργεια η. καλλιεργημένος -η -ο: μππ. ως επίθ. 1 αυτός που έχει καλλιεργηθεί με τις σημ. 1 & 2. 2 αυτός που έχει πνευματική καλλιέργεια. καλλιεργήσιμος -η -ο. καλλιεργητής ο, -ήτρια η. καλλιεργητικός -ή -ό.

Το ρ. καλλιεργώ είναι σημδ. από το γαλλ. cultiver και προέρχεται από το ελνστ. παθ. καλλιεργοῦμαι (για χωράφι) «καλά δουλεμένο» (μσν. μτχ. οἱ καλλιεργοῦντες «αυτοί που πράττουν καλά έργα»).

καλλιτέχνης ο, -ιδα & [επίσ.] καλλιτέχνις η: 1 αυτός που ασχολείται με τις τέχνες ή τα γράμματα: Στη συναυλία συμμετέχουν πολλοί ~. 2 (μτφ.) αυτός που κάνει κτ πολύ καλά: Ο Γιάννης είναι ~ στη μαγειρική. καλλιτεχνικός -ή -ό. καλλιτεχνικά (επίρρ.). καλλιτέχνημα το: καλλιτεχνικό έργο. καλλιτεχνία η.

καλλονή η: 1 όμορφη γυναίκα: Γνώρισε μια ξανθή ~. 2 ιδιότητα όμορφου ανθρώπου, πράγματος, τοποθεσίας κτλ.=ομορφιά ασχήμια: περιοχή ξεχωριστής ~.

κάλλος το κάλλους, κάλλη: 1 ιδιότητα ή σύνολο χαρακτηριστικών προσώπου ή πράγματος που ευχαριστούν τις αισθήσεις και την ψυχή μας=ομορφιά: Το σωματικό ~ χάνεται, το ηθικό ~ όμως είναι άφθαρτο. 2 πληθ. τα φυσικά προσόντα κπ: τα πάχη μου, τα ~ μου.

καλλωπίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ ή κτ όμορφο: Στέκεται και ~ μπροστά στον καθρέφτη με τις ώρες. καλλωπισμός ο. καλλωπιστικός -ή -ό.

Από το καλλ(ι)+ωπίζω (< ὤψ «πρόσωπο»).

καλο- & καλό-: ως α΄ συνθ. προσδίδει στο β΄ συνθ. 1 την ιδιότητα του καλού ή του ωραίου: καλόκαρδος, καλοφτιαγμένος. 2 την έννοια της πληρότητας ή της ορθότητας (συχνά με άρνηση): καλοβλέπω, καλοβουρτσισμένος.


Σύνθετα με καλό-
καλός, ωραίος πληρότητα, όπως πρέπει
καλόβολος
καλόβουλος
καλόγνωμος
καλοδεχούμενος
καλοδιάθετος
καλοζωισμένος
καλοκάγαθος
καλοκαιρία
καλοκαρδίζω
καλοκοιτάζω
καλομαθαίνω
καλοντυμένος
καλοπαντρεύω
καλοπέραση
καλοπερνώ
καλοπέφτω
καλοπιάνω
καλόπιστος
καλοπληρώνω
καλοπροαίρετος
καλορίζικος
καλότροπος
καλότυχος
καλοφαγάς
καλόψυχος
καλοαναθρεμμένος
καλοβαλμένος
καλοδουλεμένος
καλοθρεμμένος
καλοκάθομαι
καλοστέκομαι
καλοσυγυρισμένος
καλοσυνηθίζω
καλοχτενισμένος
καλοψήνω

καλόγερος1 & -γηρος ο, καλόγρια & καλογριά η: άτομο που εγκαταλείπει τα εγκόσμια και αφοσιώνεται στον Θεό=μοναχός, μοναχή. καλογερικός -ή -ό. καλογερίστικος -η -ο. καλογερεύω: (αμτβ.) γίνομαι καλόγερος. καλογερική η: η ζωή του καλόγερου.

καλόγερος2 ο: ΙΑΤΡ φλεγμονή του δέρματος γεμάτη με πύον.

καλόγερος3 ο: μακρόστενο φορητό έπιπλο για το κρέμασμα ρούχων.

καλοήθης -ης καλόηθες: 1 (για πράξεις, ενέργειες κτλ.) αυτός που γίνεται με καλοσύνη και ήθος. 2 ΙΑΤΡ αυτός που δεν είναι θανατηφόρος: ~ όγκος κακοήθης. καλοήθεια η: η ιδιότητα του καλοήθους.

καλοκαίρι το: 1 μία από τις τέσσερις εποχές του έτους. 2 καλός καιρός, με υψηλές θερμοκρασίες: Έπιασε ~. καλοκαιρινός -ή -ό. καλοκαιριάζει: απρόσ. έρχεται καλοκαίρι. καλοκαιριάτικος -η -ο. καλοκαιριάτικα (επίρρ.): κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

καλός -ή -ό συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος: κακός 1 (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) αυτός που είναι ηθικός, με ψυχικά προτερήματα και ευγενικά συναισθήματα προς τους άλλους, ή σύμφωνος με την ηθική: Είναι πολύ ~ κι ευγενική γυναίκα.=αγαθός. Οι γονείς δίνουν το ~ παράδειγμα στα παιδιά. 2 αυτός που είναι καλής ποιότητας: Τον σπούδασαν στα καλύτερα σχολεία. 3 αυτός που είναι επιτυχημένος ή έχει διακριθεί σε κπ τομέα: Οι ~ μαθητές πήραν βραβείο. 4 αυτός που είναι ταιριαστός ή ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και ικανοποιεί τις απαιτήσεις: Ήταν πολύ ~ στον ρόλο του. ~ φίλος. 5 αυτός που είναι ευχάριστος ή ευνοϊκός: ~ καιρός άσχημος. 6 συνήθως σε προσφωνήσεις προσώπων αγαπημένων: ~ μου παιδί, άκουσέ με! 7 σε ευχές: η ώρα η ~: ευχή σε κπ που πρόκειται να παντρευτεί. με το ~: ευχή σε κπ που περιμένει κτ: ~ να τους δεχτείτε! ~ Πάσχα / Χριστούγεννα / Χρονιά: ευχές στις αντίστοιχες γιορτές. καλός ο, η: αγαπημένο πρόσωπο, σύντροφος: Περίμενε τον ~ της να έρθει. καλό το: 1 α. αυτό που είναι σύμφωνο με την ηθική: το ~ και το κακό. β. πράξη ή ενέργεια που συμφωνεί με την ηθική: Κάνε το ~ και ρίξτο στον γιαλό. 2 αυτό που είναι ωφέλιμο για κπ: Το κάνω για το ~ σου. καλή η: η εξωτερική πλευρά υφάσματος ή ρούχου, η πλευρά που φαίνεται όταν το φοράμε ανάποδη: Γύρισε το φόρεμα από την ~, να το δω. γνωρίζω / ξέρω κπ ή κτ από την ~ και από την ανάποδη: τον γνωρίζω καλά. μια και ~: οριστικά και για πάντα. καλά & καλώς καλύτερα, κάλλιστα (επίρρ.). καλυτερεύω αόρ. -ευσα & -εψα: (αμτβ. & μτβ.) γίνομαι καλύτερος ή κάνω κτ καλύτερο=βελτιώνομαι ή βελτιώνω χειροτερεύω: Ο καιρός ~. Βλέπω ότι καλυτέρευσες τον γραφικό σου χαρακτήρα. καλυτέρευση η. καλοσύνη η: 1 χωρίς πληθ. η ψυχική διάθεση του καλού ανθρώπου. 2 με πληθ. η καλή πράξη: Κάνεις πολλές ~ τελευταία, τι τρέχει; καλοσυνάτος -η -ο. καλοσυνάτα (επίρρ.).

καλπάζω: (αμτβ.) 1 (για άλογο) προχωρώ με βηματισμό γρήγορο, τρέχοντας: εικόνες αλόγων που ~ αγέρωχα. 2 (μτφ.) έρχομαι, συμβαίνω ή εξελίσσομαι με πολύ γρήγορο ρυθμό, τρέχω: Η φαντασία σου ~. καλπασμός ο. καλπάζων -ουσα -ον: αυτός που έρχεται, συμβαίνει ή εξελίσσεται με πολύ γρήγορο ρυθμό: ~ αύξηση του πληθωρισμού / λευχαιμία.

κάλπη η: 1 ειδικό κουτί με σχισμή στο επάνω μέρος, μέσα στο οποίο ρίχνονται τα ψηφοδέλτια κατά τις εκλογές. 2 η διαδικασία και το αποτέλεσμα των εκλογών: Στη μάχη της ~ ρίχνονται τα κόμματα.

κάλπικος -η -ο: αυτός που δεν είναι αληθινός=κίβδηλος, ψεύτικος, πλαστός: ~ νόμισμα / ~ αγάπη.

καλύπτω -ομαι αόρ. κάλυψα, μππ. καλυμμένος: (μτβ.) 1 σκεπάζω εντελώς κτ με κτ άλλο, ώστε να μη φαίνεται ή να είναι προστατευμένο: Κάλυπτε με τα χέρια το πρόσωπό της, για να μην την παίρνουν οι κάμερες. 2 (μτφ.) προσπαθώ να αποκρύψω τη δράση ή τις ενέργειες κπ, ώστε να μην υποστεί τις συνέπειες: Μην προσπαθείς να τον καλύψεις, ξέρω ότι είναι ένοχος. 3 (μτφ.) ικανοποιώ ή αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές, συναισθηματικές κτλ. απαιτήσεις: Κάλυψε όλα τα έξοδα του ταξιδιού. 4 περιγράφω, αναπτύσσω ένα θέμα με λεπτομέρεια: Η παρουσίαση κάλυψε το θέμα από όλες τις πλευρές. Όλα τα κανάλια θα καλύψουν το γεγονός. κάλυμμα το: 1 αντικείμενο ή εξάρτημα που χρησιμοποιείται για το κλείσιμο ή την προστασία άλλου. 2 ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει επιφάνεια: το ~ του κρεβατιού. κάλυψη η.

καλώ -ούμαι: (μτβ.) 1 ζητώ από κπ να έρθει στον χώρο όπου μένω ή εργάζομαι ή εκεί όπου βρίσκομαι=προσκαλώ: Τους καλέσαμε στο σπίτι για φαγητό. 2 φωνάζω δυνατά, για να ακουστώ: Καλούσε απελπισμένος τους περαστικούς σε βοήθεια. 3 (μτφ.) προσελκύω κπ ή κτ, ασκώ έλξη: Η άγρια φύση τον καλούσε. 4 προσπαθώ να επικοινωνήσω με κπ μέσω τηλεφώνου: Σε καλούν στο τηλέφωνο. 5 ως ανώτερη αρχή διατάζω κπ να παρουσιαστεί κάπου για κπ σκοπό: Τον κάλεσαν στον στρατό. Κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης. κλήση η: 1 τηλεφωνική επικοινωνία: Η Πυροσβεστική δέχτηκε πολλές κλήσεις. αστική /υπεραστική ~. 2 έγγραφη ειδοποίηση από αρχή: ~ για υπερβολική ταχύτητα. κάλεσμα το.

Το ουσ. κλήση προέρχεται από το ΑΕ κλῆσις «πρόσκληση στο δικαστήριο». Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα εκκλησία, έγκλημα, κλητήρας κτλ.
Προσοχή στην ορθογ. και σημασιολογική διαφορά με το ουσ. κλίση, που προέρχεται από το κλίνω ( glass λ.).

καμάρι το: 1 αίσθημα υπερηφάνειας: Κοιτούσε με ~ το δημιούργημά του. 2 α. οτιδήποτε για το οποίο υπερηφανεύεται κπ=καύχημα: Το νέο μοντέλο είναι το ~ της αυτοκινητοβιομηχανίας. β. (συνεκδ.) παιδί: Το ~ μας δε γύρισε ακόμα. καμαρώνω: 1 (μτβ.) νιώθω υπερήφανος για κπ ή κτ = καυχιέμαι: Καμάρωνε τα παιδιά της καθώς μεγάλωναν. 2 (αμτβ.) έχω αίσθημα υπερηφάνειας. καμαρωτός -ή -ό. καμαρωτά (επίρρ.).

κάμερα η: μηχανή που χρησιμοποιείται για τη λήψη εικόνων στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή τη φωτογραφία: Είναι σκηνοθέτης που ξέρει να χειρίζεται πολύ επιδέξια την ~.

καμπάνα η: 1 μεταλλική κατασκευή που παράγει ήχο και χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες για κάλεσμα των πιστών στις ακολουθίες: Χτύπησαν οι ~ της Μητρόπολης. φωνή ~: δυνατή και καθαρή φωνή. για ποιον χτυπά η ~: για κπ που έρχεται η σειρά του για κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο: Είπαν ότι κάποιον θα διώξουν· για να δούμε ~! 2 βαριά ποινή που επιβάλλεται για σοβαρό παράπτωμα: Το δικαστήριο έριξε βαριές ~ στους εμπόρους του λευκού θανάτου.

καμπάνια η: εκστρατεία με σκοπό την ενημέρωση του κοινού για κτ: Άρχισε η προεκλογική ~ του κυβερνώντος κόμματος.

καμπή η: 1 το σημείο όπου κάμπτεται μια ευθεία: Ο δρόμος κάνει ~ σ’ αυτό το σημείο. 2 (μτφ.) χρονική στιγμή καθοριστικών εξελίξεων που αλλάζουν τη μέχρι τώρα πορεία: Η στιγμή της επιλογής επαγγέλματος είναι μία κρίσιμη ~ της ζωής.

κάμπος ο: πεδιάδα: ο θεσσαλικός ~. καμπίσιος -α -ο: αυτός που κατοικεί ή συνδέεται με τον κάμπο: Εσείς οι ~ πού να ξέρετε από ορειβασία!

Από το μσν. κάμπος, και αυτό από το λατ. campus «πεδιάδα».

κάμποσος & [προφ.] καμπόσος -η -ο (αντων. αόρ.): δηλώνει αρκετά ικανοποιητική ποσότητα χωρίς ακριβή προσδιορισμό: Ήταν ~ μαζεμένοι. ~ φρούτα χάλασαν. κάνω τον καμπόσο: συμπεριφέρομαι σαν να είμαι σπουδαίος: Τώρα που έφυγε ο αντίπαλος, ~ και καυχιέται πως θα τον νικήσειglass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. κάμποσο & [προφ.] καμπόσο (επίρρ.).

κάμπτω -ομαι παθ. αόρ. κάμφθηκα: (μτβ.) 1 [επίσ.] λυγίζω κτ ισιώνω: Αυτή η σιδερένια βέργα δεν κάμπτεται εύκολα! 2 (μτφ.) κάνω κπ ή κτ να υποχωρήσει: Οι παρακλήσεις έκαμψαν τις αντιστάσεις των γονέων μας και μας επέτρεψαν να πάμε στην εκδρομή. κάμψη η: 1 λύγισμα ενός μέλους του σώματος ή της σπονδυλικής στήλης: η ~ της μέσης. 2 (μτφ.) μείωση ή πτώση αύξηση: Διαπιστώθηκε ~ των εξαγωγών το τελευταίο εξάμηνο.

καμπύλος -η -ο: αυτός που μοιάζει με σχήμα τόξου: ~ τροχιά. καμπύλη η: 1 ΓΕΩΜ η καμπύλη γραμμή. 2 πληθ. τα καμπύλα μέρη του γυναικείου σώματος (στήθος, γοφοί κτλ.): γυναίκα με ωραίες ~. καμπυλότητα η. καμπυλωτός -ή -ό: αυτός που έχει σχήμα καμπύλης: Το σκέπασμα του δοχείου είναι ~.

Από το ΑΕ καμπῦλος < καμπή < ρ. κάμπτω.

καν (επίρρ.): χρησιμοποιείται για να δώσουμε έμφαση σε άρνηση: Έφυγε χωρίς ~ να μου μιλήσει. Ούτε ~ μας ρώτησε αν συμφωνούμε μαζί του!

κανάλι το: 1 βαθύ και μακρύ αυλάκι για τη μεταφορά νερού που χρησιμοποιείται για πότισμα μιας περιοχής. 2 φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα σε θάλασσα, ποταμό κτλ., (και ειδικ.) η διώρυγα. 3 (μτφ.) ζώνη συχνότητας από την οποία εκπέμπονται σήματα εικόνας και ήχου, και (συνεκδ.) σταθμός μετάδοσης στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο: τηλεοπτικό / ραδιοφωνικό / κρατικό / ιδιωτικό ~. 4 (μτφ.) μέσο επικοινωνίας: Ανοίγει ~ επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και εργαζομένων.

κανένας & κανείς καμία & καμιά κανένα (αντων. αόρ.): 1 (σε αρνητ. προτ.) χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε αόριστα ότι ούτε για ένα πρόσωπο ή πράγμα δεν ισχύει ό,τι αναφέρεται στην πρόταση: ~ δεν ήρθε σήμερα. ~ στιγμή δεν ήταν καλύτερη από αυτή. 2 αναφέρεται αόριστα και γενικά σε πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ.=κάποιος: Μίλησε ~; Θες να παίξουμε ~ παιχνίδι; Αν δεν έρθει ~ γνωστός σύντομα, θα φύγουμε. 3 (με αριθμούς, ποσοτικά ουσ. κτλ.) δηλώνει κοντινό μέγεθος, ποσότητα κτλ.: Ήταν ~ δεκαριά γνωστοί. Το ταξίδι διαρκεί ~ δίωρο. κανένας ο: γενικά και αόριστα ο καθένας, όλοι: Όταν ~ θέλει κάτι πολύ, το πετυχαίνειglass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

κάννη η: σωλήνας πυροβόλου όπλου μέσα από τον οποίο εκτοξεύεται το βλήμα: Έβαλε την ~ στον κρόταφο και απειλούσε να αυτοκτονήσει.

κανόνας ο: 1 αρχές με βάση τις οποίες λειτουργεί κτ: ~ της Γραμματικής. Σέβομαι τους άγραφους ~. 2 ό,τι συμβαίνει συνήθως ή ό,τι έχει καθιερωθεί να γίνεται εξαίρεση: Η σημερινή κακή εμφάνιση της ομάδας ήταν η εξαίρεση, όχι ο ~. κατά ~: συνήθως: Δεν έρχεται ~, αλλά για σένα θα κάνει μια εξαίρεση. 3 όργανο με το οποίο χαράζουμε ευθείες γραμμές ή μετράμε το μήκος=χάρακας. 4 ύμνος της εκκλησίας. κανονικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σύμφωνος με τους υπάρχοντες κανόνες: Έτρεχα με ~ ταχύτητα. 2 αυτός που είναι φυσιολογικός, που δεν παρουσιάζει ανωμαλία: Η θερμοκρασία σου είναι ~. 3 αυτός που είναι κοντά στον μέσο όρο: Να μου βάλεις μια ~ μερίδα. κανονικά: (επίρρ.) 1 σύμφωνα με τον νόμο, με τους κανόνες: ~, πρέπει να σε τιμωρήσω γι’ αυτό που έκανες. 2 ακριβώς, όπως προβλέπεται: Tα σχολεία θα λειτουργήσουν ~ αύριο, παρά την κακοκαιρία. κανονικότητα η: η ιδιότητα του κανονικού. κανονίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ορίζω τους κανόνες που ρυθμίζουν κτ: Έχω κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες. 2 προγραμματίζω, σχεδιάζω κτ με άλλον: Πότε κανονίσατε να βγούμε; 3 αναγκάζω κπ να συμμορφωθεί = τιμωρώ: Όταν έλθει ο πατέρας σου, θα σε κανονίσει! κανονισμός ο: 1 σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τη λειτουργία ενός οργανισμού κτλ., καθώς και το σχετικό έντυπο: ο ~ της Βουλής. Κοίτα στην πρώτη σελίδα του ~ της πολυκατοικίας. κανονιστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την τήρηση ή την επιβολή κανονισμού.

κανόνι το: 1 πυροβόλο όπλο που εκτοξεύει μεγάλα βλήματα σε μεγάλες αποστάσεις. 2 (μτφ.) πρόσωπο που είναι πολύ καλό σε κτ: Είναι ~ στη Φυσική. κανονάκι το: 1 μικρό κανόνι. 2 ΜΟΥΣ παραδοσιακό μουσικό όργανο. κανονιά η: βολή κανονιού και ο κρότος που ακολουθεί: Η έκρηξη της φιάλης υγραερίου έμοιαζε με ~. κανονιέρης ο: 1 ο πυροβολητής. 2 (μτφ.) ποδοσφαιριστής που βάζει πολλά γκολ. κανονιοβολώ -ούμαι: (μτβ.) ρίχνω βολές με κανόνι εναντίον κπ. κανονιοβολισμός ο: κανονιά: Την ώρα της παρέλασης ακούστηκαν ~ από τον Λυκαβηττό.

κάνω μππ. καμωμένος: (μτβ.) 1 φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώ: Έκανα και λίγα κουλούρια. 2 α. γεννώ: Έκανε κοριτσάκι. β. παράγω: Η ροδακινιά δεν έκανε φέτος ροδάκινα. 3 τακτοποιώ, καθαρίζω: Θα ~ πρώτα τα τζάμια και μετά το υπόλοιπο δωμάτιο. 4 αποκτώ: Έχω κάνει καλούς φίλους στην Κέρκυρα. 5 προσφέρω: Τι δώρο να σου ~; = χαρίζω. 6 συχνά το ρ. κάνω με ουσιαστικό είναι συνώνυμο με ρήμα ομόρριζο με το ουσιαστικό: ~ ταξίδι: ταξιδεύω. ~ συζήτηση: συζητώ. ~ θόρυβο: θορυβώ. 7 ασκώ κπ επάγγελμα: Για ένα διάστημα έκανα πωλήτρια. 8 καταβάλλω προσπάθειες, προκειμένου να πετύχω κτ: Θα ~ ό,τι μπορώ! ~ το χρέος μου. 9 ενεργώ εναντίον κπ: Αν σε πειράξει, θα δεις τι θα του ~! 10 φέρνω κπ σε κάποια ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση: Υπόσχομαι να σε ~ ευτυχισμένη. 11 αναγκάζω κπ να κάνει κτ: Θα τον ~ να σου ζητήσει αμέσως συγγνώμη. 12 έχω σημαντική επίδραση σε κπ ή κτ, συμβάλλω αποφασιστικά σε κτ: Έκανε το κόμμα πρώτη πολιτική δύναμη. 13 διορίζω, εκλέγω: Tον έκαναν αρχηγό της ομάδας. 14 προσποιούμαι: ~ πως δεν έχει λεφτά. 15 είμαι κατάλληλος για κπ ή κτ: Δεν ~ για πρόεδρος. 16 σε ερώτηση για την υγεία κπ: Tι κάνετε; 17 διανύω μια απόσταση: Έκανα δύο χιλιόμετρα μέχρι να βρω φαρμακείο. 18 χρειάζομαι ορισμένο χρόνο για κτ: Έκαναν δύο μήνες να βγάλουν τα αποτελέσματα. 19 προξενώ κτ σε κπ: Το πολύ ξενύχτι δεν ~ καλό. 20 τριτοπρ. κοστίζει, έχει: Πόσο ~ αυτό; κάνει: απρόσ. α. για καιρικές συνθήκες: Το Πάσχα έκανε πολύ κρύο. β. επιτρέπεται: Δεν ~ να μιλάς έτσι!

καπέλο το: 1 κάλυμμα του κεφαλιού, το οποίο φοράμε για λόγους κομψότητας, προφύλαξης ή επαγγελματικούς: Φορούσε ένα κόκκινο ~. 2 (μτφ.) παράνομη αύξηση στην τιμή προϊόντος: Πουλούσε τα κεράσια με ~. καπελώνω -ομαι: (μτβ.) 1 φοράω καπέλο σε κπ. 2 (μτφ.) επιβάλλω τις θέσεις μου σε άλλους: Κατηγόρησε το Δημοτικό Συμβούλιο ότι έχει καπελωθεί από τα κόμματα. καπέλωμα το: το να επιβάλλει κπ τις θέσεις του σε μια ομάδα. καπελάς ο, -ού η: πρόσωπο που κατασκευάζει ή πουλάει καπέλα.

καπετάνιος ο, -ισσα η: 1 κυβερνήτης πλοίου = πλοίαρχος: Ο ~ έχει ανέβει στο κατάστρωμα. 2 θηλ. α. σύζυγος καπετάνιου. β. γυναίκα καπετάνιος. 3 ΙΣΤ αρχηγός σώματος οπλισμένων ανδρών=οπλαρχηγός: Ήταν ~ στο αρματολίκι της Ρούμελης. καπετάν ο άκλ.: [οικ.] (με όνομα προσώπου) καπετάνιος: o ~ Ανδρέας. ~ φασαρίας: πρόσωπο που προκαλεί μεγάλη φασαρία ή αναστάτωση.

καπηλειό το: μικρή ταβέρνα. κάπελας ο: ιδιοκτήτης καπηλειού.

Από το ΑΕ καπηλεῖον «ταβέρνα».

καπηλεύομαι: (μτβ.) εκμεταλλεύομαι ιδεολογίες, ιδανικά ή πρόσωπα για το δικό μου συμφέρον: Κάποιοι δικαστές καπηλεύονται την εξουσία που έχουν και ευνοούν άνομα συμφέροντα. καπηλεία η. κάπηλος ο: αυτός που καπηλεύεται κπ ή κτ.

καπιταλισμός ο: ΠΟΛ οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο τα κεφάλαια των ιδιωτών αποτελούν τον βασικό παράγοντα της οικονομικής ζωής=κεφαλαιοκρατία. καπιταλιστικός -ή -ό. καπιταλιστής ο, -ίστρια η: οπαδός του καπιταλισμού.

Από το γαλλ. capitalisme, το οποίο προέρχεται από το capital κι αυτό με τη σειρά του από το λατ. capitalis (caput «κεφάλι»).

καπνός ο πληθ. καπνά (στη σημ. 2): 1 μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια, το οποίο βγαίνει όταν καίμε κτ: Ο ~ του τσιγάρου με ενοχλεί. γίνομαι ~: εξαφανίζομαι: Ο κλέφτης πήρε το πορτοφόλι και έγινε ~. 2 φυτό του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τσιγάρων, πούρων κτλ.: Τα ελληνικά ~ είναι καλής ποιότητας. 3 προϊόν από επεξεργασμένα φύλλα καπνού που το καπνίζουν ή το μασούν: αρωματικός ~. καπνίζω -ομαι: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ., για άνθρ.) εισπνέω και εκπνέω καπνό από τσιγάρο, πούρο κτλ.: ~ δύο πακέτα την ημέρα. ~ σαν φουγάρο. 2 (μτβ.) εκθέτω κπ ή κτ στην επίδραση του καπνού: Το ταβάνι είναι καπνισμένο από τα κεριά. 3 (μτβ.) συντηρώ ορισμένες τροφές με έκθεσή τους σε καπνό που προέρχεται από φωτιά: ~ κρέας χοιρινό. 4 (αμτβ., για πργ.) βγάζω καπνό: Το τζάκι ~. κάπνισμα το: το να καπνίζει κανείς: Aπαγορεύεται το ~. καπνιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που συνηθίζει να καπνίζει. καπνιστήριο το: ειδικός χώρος για κάπνισμα. κάπνα η: 1 καπνός: Τσούζαν τα μάτια μας από την ~. 2 καπνιά, αιθάλη: Έπεσε ~ από την καπνοδόχο στο τζάκι. καπνιά η: η μαύρη σκόνη που αφήνει ο καπνός: Η σόμπα γέμισε ~.

κάποιος -α -ο (αντων. αόρ.) & (κυρ. σε θέση ουσ.) [προφ.] γεν. εν. καποιανού, πληθ. καποιανών: 1 αναφέρεται αόριστα και γενικά σε πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ.: Σε ζήτησε ~ στο τηλέφωνο. Για να μην έρθει, ~ πρόβλημα θα έχει! 2 δηλώνει ποσότητα, μέγεθος κτλ. που δεν είναι μεγάλο ή πολύ, αλλά ούτε και τόσο μικρό ή λίγο, ώστε να το αγνοήσουμε: Βρήκα ~ δυσκολίες, αλλά όχι πολλές. 3 δηλώνει μέρος ενός συνόλου: ~ μπορεί να δεχθούν, αλλά όχι όλοι. 4 (ως επίθ., για πρόσ.) αυτός που είναι σπουδαίος, που έχει σημαντική θέση, δύναμη ή αξία: Από τότε που κέρδισε το λαχείο, νομίζει ότι είναι ~glass  αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

κάποτε (επίρρ.): σε κπ χρονική στιγμή που δεν προσδιορίζεται, στο παρελθόν ή στο μέλλον: Ήταν ~ ένας βασιλιάς. Θα σου απαντήσει ~, αλλά δεν ξέρω πότε.

κάπου (επίρρ.): 1 σε κπ σημείο που δεν προσδιορίζεται ακριβώς: ~ μέσα στο γραφείο είναι, αλλά δεν το βλέπω! (και μτφ.) ~ πρέπει να έχω σφάλει κι εγώ! 2 (με επανάληψη) μερικές φορές, όχι συχνά: ~ ~ μας θυμάται και παίρνει τηλέφωνο. 3 (σε αριθμ. έκφρ.) για ποσότητα που δεν προσδιορίζεται ακριβώς = περίπου: Είναι ~ δέκα μαθητές.

κάπως (επίρρ.): 1 με κάποιον τρόπο που δεν προσδιορίζεται: ~ πρέπει να το λύσουμε και αυτό το θέμα. ~ έτσι έγινε και… 2 σε μικρό βαθμό ή ποσότητα=λίγο: Είναι ~ φοβισμένη. Ζαλίζομαι ~.

καραβάνι το: 1 ομάδα ταξιδιωτών που ταξιδεύουν μαζί, κυρίως στην έρημο, με καμήλες και άλλα ζώα: ~ Βεδουΐνων διασχίζουν τη Σαχάρα. 2 (μτφ.) μεγάλη ομάδα ανθρώπων που μετακινούνται προς μια περιοχή: ~ προσφύγων.

Από τη μσν. λ. καραβάνι και αυτή με τη σειρά της από την περσική karwan.

καραντίνα η: απομόνωση ανθρώπων ή ζώων όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να μεταδώσουν επιδημίες: Τα κοπάδια μπήκαν σε ~, επειδή εντοπίστηκε κρούσμα μελιταίου πυρετού.

καρατομώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κόβω το κεφάλι κπ = αποκεφαλίζω: Στη Γαλλική Επανάσταση πολλοί αντίπαλοι του Ροβεσπιέρου καρατομήθηκαν. 2 (μτφ.) διώχνω κπ από τη θέση του = απολύω: Μετά τις αποκαλύψεις του Τύπου, καρατομήθηκε η ηγεσία της Αστυνομίας. καρατόμηση η.

Από το AE ρ. καρατομῶ, σύνθετο από τα κάρα «κεφάλι» + τομῶ (< τομή < ρ. τέμνω «κόβω»).

κάρβουνο το: στερεό καύσιμο που είτε βγαίνει από τη γη είτε παράγεται από το κάψιμο ξύλου=[επίσ.] άνθρακας. καρβουνιάζω: (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο.

καρδιά η: 1 ΙΑΤΡ κοίλο μυϊκό όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος και βρίσκεται στο αριστερό μέρος του ανθρώπινου θώρακα: εγχείρηση καρδιάς. 2 το κέντρο των συναισθημάτων του ανθρώπου: Θα περάσεις καλά μαζί του, έχει χρυσή ~. από καρδιάς / με όλη μου την ~ / από τα βάθη της καρδιάς μου: με πλήρη ειλικρίνεια και αγάπη. γελώ με την ~ μου: γελάω πάρα πολύ. πήγε να σπάσει η ~ μου: φοβήθηκα πολύ. το λέει η ~ του: έχει πολύ θάρρος. 3 το κέντρο, το μέσο (τοπικά ή χρονικά): στην ~ της Βενετίας, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Στην ~ του καλοκαιριού ξέσπασε μια απίστευτη κακοκαιρία. 4 (μτφ.) το κεντρικό στοιχείο, η ουσία: Η ~ της κρίσης εντοπίζεται στις κακές τους σχέσεις. 5 το εσωτερικό τμήμα, το τρυφερό μέρος ενός φυτού ή καρπού: η ~ του μαρουλιού. καρδιακός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με την καρδιά και τη λειτουργία της: Υπέστη βαρύ ~ επεισόδιο. 2 αυτός με τον οποίο μας συνδέουν στενοί συναισθηματικοί δεσμοί: Μεγαλώσαμε μαζί, είμαστε φίλοι ~. καρδιακός ο, η: πρόσωπο που πάσχει από την καρδιά του.

καρέκλα η: 1 έπιπλο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα για ένα άτομο και έχει στήριγμα για την πλάτη: Αγόρασε καινούριες ~ για το γραφείο του. 2 (μτφ.) αξίωμα ή θέση: Δε νοιάζεται για τον λαό, τον ενδιαφέρει μόνο η ~ του υπουργού.

καρκίνος ο: 1 ΙΑΤΡ κακοήθης όγκος που δημιουργείται στους ιστούς των ανθρώπων ή των ζώων: ~ των πνευμόνων. 2 Καρκίνος ο: α. ΑΣΤΡΟΝ ονομασία αστερισμού. β. ΑΣΤΡΟΛ το τέταρτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό. καρκινογόνος -ος & [προφ.] -α -ο: αυτός που προκαλεί ή ευνοεί την εμφάνιση της ασθένειας του καρκίνου: Σε πολλά τρόφιμα ανιχνεύτηκαν ~ ουσίες.

καρπός ο: 1 προϊόν φυτού: Tο κεράσι είναι ~ της κερασιάς. 2 (μτφ.) προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας: Tο βιβλίο αυτό είναι ~ έρευνας δέκα ετών. Απολαμβάνει τους ~ των κόπων του. 3 ΑΝΑΤ το τμήμα του χεριού ανάμεσα στο μπράτσο και στο χέρι. καρπερός -ή -ό: 1 αυτός που δίνει πολλούς καρπούς: ~ χωράφι=γόνιμος, εύφορος. 2 (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που γεννά πολλά παιδιά: ~ αγελάδα. καρπίζω: (αμτβ.) βγάζω καρπούς. καρπώνομαι: (μτβ.) αποκομίζω κέρδος ή ωφέλεια από κτ: Δουλεύουν όλοι, αλλά πάντα αυτός ~ τη δόξα.

καρποφόρος -α -ο: 1 αυτός που παράγει καρπούς: ~ δέντρο. 2 (μτφ., για ενέργεια κτλ.) αυτός που αποβαίνει ωφέλιμος=γόνιμος: H συνάντησή τους ήταν πολύ ~. καρποφορώ: (αμτβ.) 1 παράγω καρπούς: Οι λεμονιές αυτές ~ δύο φορές τον χρόνο. 2 (μτφ., για ενέργεια, δραστηριότητα) έχω θετικά αποτελέσματα=αποδίδω: Καρποφόρησαν οι διαπραγματεύσεις. καρποφορία η.

κάρτα η: 1 μικρό ορθογώνιο κομμάτι από σκληρό χαρτί ή πλαστικό στο οποίο αναγράφονται ή πιστοποιούνται τα στοιχεία του κατόχου: ~ απεριορίστων διαδρομών (σε μέσο μαζικής μεταφοράς). επαγγελματική ~ (δηλώνει το επάγγελμα, τη διεύθυνση, το τηλέφωνο κτλ. κπ). πιστωτική ~ (χρησιμοποιείται αντί χρημάτων). 2 ορθογώνιο κομμάτι από σκληρό χαρτί με κπ παράσταση στη μια πλευρά, το οποίο στέλνουμε ταχυδρομικά σε φίλους ή γνωστούς: χριστουγεννιάτικη ~. 3 ΑΘΛ κόκκινη /κίτρινη ~: κάρτα με την οποία ο διαιτητής βγάζει από το παιχνίδι ή προειδοποιεί παίκτη. 4 ΤΕΧΝΟΛ εξάρτημα του υπολογιστή: ~ ήχου / γραφικών.

καρύδι το: 1 καρπός της καρυδιάς. κάθε καρυδιάς ~: πλήθος ανθρώπων κάθε είδους: Στο πάρτι είχε μαζευτεί ~. σκληρό ~: άτομο που έχει χαρακτήρα και συμπεριφορά σκληρή ή προβάλλει ισχυρή αντίσταση σε κτ. 2 [οικ.] προεξοχή στη μέση του λαιμού. καρυδιά η: είδος δέντρου. καρυδένιος -α -ο: αυτός που είναι από ξύλο καρυδιάς. καρυδώνω: (μτβ.) πιέζω κπ στον λαιμό, στο καρύδι, για να τον σκοτώσω=στραγγαλίζω.

καρφί το: 1 μακρόστενο μεταλλικό αντικείμενο με μια μυτερή και μια πιο πλατιά πλευρά, το οποίο χρησιμεύει στη στήριξη ή συναρμολόγηση αντικειμένων ή κατασκευών: Κρέμασα τον πίνακα με ένα ~. 2 [μειωτ.] (μτφ.) άνθρωπος που αποκαλύπτει σε τρίτους πράξεις άλλου: Αν το πεις στον διευθυντή, θα είσαι μεγάλο ~. 3 [προφ.] (μτφ.) προσβλητικό σχόλιο που με πλάγιο τρόπο δηλώνει αυτό που πραγματικά θέλουμε να πούμε: Συνεχώς έριχνε ~ στην πεθερά της. 4 ΑΘΛ (στο βόλεϊ, τένις κτλ.) αιφνιδιαστικό και δυνατό χτύπημα της μπάλας προς την αντίπαλη περιοχή. καρφώνω -ομαι (μτβ.). κάρφωμα το. καρφωτός -ή -ό. καρφωτά (επίρρ.).

καρφίτσα η: 1 μικρή και λεπτή μεταλλική βελόνα, μυτερή από τη μια πλευρά και με στρογγυλή κεφαλή από την άλλη, που χρησιμοποιείται στη ραπτική. δεν πέφτει ~: για μέρος που έχει πάρα πολύ κόσμο. 2 κόσμημα που φοριέται συνήθως στο πέτο. καρφιτσώνω -ομαι (μτβ.). καρφίτσωμα το.

κάστρο το: κτίσμα περιστοιχισμένο από πανύψηλους τοίχους, που προστάτευε την πόλη και τους κατοίκους της από τους εισβολείς = φρούριο, οχυρό: το ~ της Δημητσάνας.

κατα- κατ- καθ- & κατά- κάτ- κάθ-: ως α΄συνθ. δηλώνει: 1 α. κάτω, προς τα κάτω: κατέρχομαι. β. (μτφ.) ηρεμία, σταμάτημα κπ αναταραχής: καταλαγιάζω. 2 ότι αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ. γίνεται ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό ή απολύτως: κατακοκκινίζω, κατάκαρδα. 3 το μέσο της χρονικής περιόδου που δηλώνει το β΄ συνθ.: κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο. 4 εναντιότητα, βία, πίεση: καταπιέζω. 5 κατάταξη: καταμετρώ.


Σύνθετα με κατα-
προς τα κάτω σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ βία, εναντίον κατάταξη
κατέρχομαι καταβρέχω
καταδυναστεύω
κατάκοπος
κατάπαυση
καταπραϋντικό
κατάσβεση
κατατρομάζω
κατατρομοκρατώ
καταχαρούμενος
κατάχλωμος
καταχρεωμένος
καταψύκτης
κατάψυξη
καταψύχω
κατεπειγόντως
κατεπείγων
καταδιωκτικό
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδίωξη
καταναγκάζω
καταναγκασμός
καταναγκαστικός
καταπίεση
καταπιεστής
καταπιεστικός
κατατρέχω
καταψηφίζω
καταψήφιση
καταμέτρηση

κατά1 & (πριν από φωνήεν) κατ’ & καθ’ (πρόθ.): δηλώνει 1 (+ αιτ.) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κτ: ~ λάθος / τύχη / σύμπτωση / κανόνα. 2 (+ γεν.) αντίθεση, εναντίωση σε κτ ή κπ=εναντίον υπέρ: Είναι ~ της θανατικής ποινής. 3 (+ αιτ.) αναφορά σε ορισμένη θεωρία ή άποψη κάποιου=σύμφωνα με: ~ τον Αριστοτέλη / γενική ομολογία. 4 (+ αιτ. / επίρρ.) τοπικό ή χρονικό σημείο κοντινό σε αυτό που αναφέρουμε: Θα έλθει ~ τις 10. Έλα ~ δω. 5 (+ αιτ.) επιμερισμό, κατανομή ενός συνόλου σε μέρη: Έφτασαν ~ ομάδες και όχι όλοι μαζί. κατά2 (επίρρ.): αρνητικά, εχθρικά = εναντίον υπέρ: Ψήφισε ~. κατά τα: αρνητικά σημεία μιας κατάστασης=μειονεκτήματα υπέρ: Βρήκα περισσότερα τα ~ της πρότασής του, οπότε αρνήθηκα.

καταβάλλω -ομαι πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, μππ. καταβεβλημένος & [σπάν.] καταβλημένος: (μτβ.) 1 νικώ, φθείρω κπ: Μην αφήσεις το άγχος να σε ~. Τον κατέβαλε η αρρώστια.=καταπονώ. 2 διαθέτω τις σωματικές ή ψυχικές μου δυνάμεις σε κτ: ~ υπεράνθρωπες προσπάθειες να είμαι υπομονετικός. 3 [επίσ.] δίνω χρηματικό ποσό εισπράττω: Τα χρήματα καταβάλλονται στην τράπεζα. καταβολή η.

καταγγέλλω -ομαι πρτ. κατήγγελλα, αόρ. κατήγγειλα & κατάγγειλα, παθ. αόρ. καταγγέλθηκα: (μτβ.) 1 κάνω μήνυση εναντίον κπ: Κατήγγειλαν τη ληστεία στο αστυνομικό τμήμα. 2 αναφέρω παράνομη πράξη, εκφράζω δημόσια την αντίθεσή μου εναντίον προσώπου ή ενέργειας: Οι οικολόγοι κατήγγειλαν την καταστροφή. καταγγελία η.

καταγίνομαι μόνο ενστ. και πρτ.: (αμτβ.) ασχολούμαι σοβαρά και με επιμονή με κτ: Τελευταία ~ με την ποίηση.

κάταγμα το: ΙΑΤΡ σπάσιμο κόκαλου: ~ της σπονδυλικής στήλης / κρανίου.

κατάγομαι μόνο ενστ. και πρτ.: (αμτβ.) προέρχομαι από κάπου (τόπο, οικογένεια, φυλή): ~ από την Ελλάδα. ~ από μεγάλη οικογένεια πολιτικών. καταγωγή η.

καταγράφω -ομαι αόρ. κατέγραψα, παθ. αόρ. καταγράφηκα & -φτηκα, μππ. καταγραμμένος & [επίσ.] καταγεγραμμένος: (μτβ.) 1 γράφω επίσημα στοιχεία κατά σειρά ή σε κατάλογο: ~ στατιστικά στοιχεία. 2 παρατηρώ και σημειώνω ειδικά στοιχεία, γεγονότα: Οι σεισμογράφοι ~ από χθες σεισμικές δονήσεις. 3 εκθέτω γραπτά εντυπώσεις, απόψεις κτλ.: Ο ποιητής ~ εντυπώσεις της παιδικής του ηλικίας. 4 αποτυπώνω εικόνες, ήχους χρησιμοποιώντας τεχνικά μέσα (κάμερα, μαγνητόφωνο, φωτογραφική μηχανή κτλ.): Οι κάμερες κατέγραψαν τα επεισόδια. καταγραφή η.

καταδεικνύω - ομαι: [επίσ.] (μτβ.) δείχνω, φανερώνω κτ με σαφήνεια=αποδεικνύω: Θα καταδείξω ευθύς αμέσως την ορθότητα του συλλογισμού μου. κατάδειξη η. καταδεικτικός -ή -ό.

καταδέχομαι: (μτβ.) 1 (συνήθ. για άνθρ. διαφορετικής κοινωνικής τάξης) συναναστρέφομαι κπ ή έχω επαφή με κπ χωρίς να δείχνω υπεροψία: Σε αντίθεση με την οικογένειά της, η Μαρία πάντα μας καταδεχόταν. 2 δέχομαι να κάνω κτ που κανονικά δε θεωρώ αντάξιό μου: Δεν καταδέχεται να μας απαντήσει! καταδεκτικός -ή -ό ακατάδεκτος. καταδεκτικότητα η.

καταδίδω: (μτβ.) φανερώνω σε κπ πράξεις άλλων, συνήθως παράνομες ή μυστικές=προδίδω: Κατέδωσε τους συνεργάτες του στον εχθρό. καταδότης ο, -τρια η.

καταδικάζω -ομαι: (μτβ.) 1 μετά από δίκη, κρίνω κπ ένοχο και του επιβάλλω ποινή αθωώνω: Το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε τριετή φυλάκιση. 2 εκφράζω δημόσια και με έντονο τρόπο την αντίθεσή μου σε κπ ή κτ επιδοκιμάζω: Οι φοιτητές ~ τον πόλεμο στο Ιράκ. 3 εμποδίζω κτ να έχει καλή εξέλιξη: Τα ελαττώματά του καταδίκασαν τη σχέση του. καταδίκη η. καταδικαστικός -ή . καταδικαστικά (επίρρ.). καταδικαστέος -α -ο: αυτός που πρέπει να καταδικάζεται ή να καταδικαστεί.

καταδύομαι: (αμτβ.) βυθίζομαι στο νερό αναδύομαι: Οι δύτες ~ σε μεγάλο βάθος. κατάδυση η: 1 βύθιση στο νερό. 2 ΑΘΛ πληθ. άθλημα κατά το οποίο οι αθλητές βουτούν σε πισίνα από βατήρα. καταδύτης ο, -ύτρια η.

καταζητώ -ούμαι: (μτβ.) αναζητώ κπ που έχει διαπράξει αδίκημα, για να τον συλλάβω: Ο ληστής ~ από τις αρχές. καταζητούμενος ο, η.

καταθέτω -τίθεμαι αόρ. κατέθεσα & κατάθεσα, αόρ. κατατέθηκα & [επίσ.] κατετέθην, μππ. κατατεθειμένος: (μτβ.) 1 δίνω πληροφορίες για κπ γεγονός στην αστυνομία ή στο δικαστήριο: Όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν υπέρ της. 2 δίνω χρηματικό ποσό σε τράπεζα για αποταμίευση, δωρεά κτλ.: Κατέθεσα στον λογαριασμό του 3.000 ευρώ. 3 τοποθετώ κτ κάπου με επισημότητα: Οι μαθητές κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο. 4 δίνω, παρουσιάζω σε δημόσιο οργανισμό ή υπηρεσία επίσημα έγγραφα ή άλλα στοιχεία: Κατέθεσα όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Κατατέθηκε νομοσχέδιο προς ψήφιση. glass σχ. θέτω. κατάθεση η. καταθέτης ο, -τρια η: πρόσωπο που καταθέτει (σημ. 2).

Από το AE ρ. κατατίθημι, κατατίθεμαι «αποθέτω, τοποθετώ κάτω, πληρώνω», το οποίο ήδη κατά την ελνστ. εποχή σήμαινε «δίνω μαρτυρία».

καταθλίβω -ομαι αόρ. κατέθλιψα, απαρ. καταθλίψει: (μτβ.) προκαλώ σε κπ πολύ μεγάλη θλίψη, έντονα άσχημη διάθεση: Τα έρημα τοπία με ~. κατάθλιψη η: ΨΥΧΟΛ ψυχική αρρώστια που χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία, απογοήτευση και απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. καταθλιπτικός -ή -ό. καταθλιπτικά (επίρρ.). καταθλιπτικός ο, η: πρόσωπο που υποφέρει από κατάθλιψη.

Από το AE ρ. καταθλίβω «προκαλώ κατάθλιψη».

καταιγίδα η: έντονη βροχή με δυνατό άνεμο και αστραπές=νεροποντή: Σφοδρή ~ ξέσπασε.

Από το AE ρ. καταιγίζω «εφορμώ σαν θύελλα».

καταιγισμός ο: 1 το να ρίχνει κπ αντικείμενα εναντίον στόχου ασταμάτητα και με ορμή: Οι διαδηλωτές δέχτηκαν ~ από πέτρες και ξύλα. 2 (μτφ.) χαρακτηρισμός για κτ που μας έρχεται με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα = χείμαρρος, πληθώρα: ~ ειδήσεων/πληροφοριών. καταιγιστικός -ή -ό: ~ πυρά. καταιγιστικά (επίρρ.).

κατάκοιτος -η -ο: αυτός που παραμένει στο κρεβάτι, επειδή έχει κπ σοβαρή αρρώστια ή λόγω γηρατειών: Η γιαγιά τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν ~.

κατακόρυφος -η -ο: 1 αυτός που έχει φορά προς το κέντρο της γης, τέμνοντας νοητά τον ορίζοντα κάθετα οριζόντιος: ~ γραμμή / άξονας. 2 (μτφ.) απότομος και πολύ μεγάλος: Σημειώθηκε ~ άνοδος της ανεργίας. κατακόρυφος η: (ενν. γραμμή). κατακόρυφο το: το ανώτερο σημείο=αποκορύφωμα: H αγωνία έχει φτάσει στο ~. κατακόρυφα (επίρρ.).

κατακραυγή η: έντονη δημόσια αντίθεση σε πράξη ή γεγονός που δε μας αρέσει ή με το οποίο διαφωνούμε: Τα σκληρά αυτά μέτρα προκάλεσαν την ~ όλου του πολιτικού κόσμου.

κατακρίνω -ομαι πρτ. και αόρ. κατέκρινα: (μτβ.) εκφράζω την αντίθεσή μου, αποδοκιμάζω τις πράξεις ή τη συμπεριφορά κπ: Tην ~ για το ψέμα που είπε. κατακριτέος -α -ο: αυτός που πρέπει να κατακρίνεται.

κατακτώ & -άω -ιέμαι & -ώμαι: (μτβ.) 1 με στρατιωτικές δυνάμεις υποτάσσω και έχω στην κυριαρχία μου χώρα ή περιοχή: Oι Γερμανοί κατέκτησαν πολλές ευρωπαϊκές πόλεις την περίοδο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. 2 καταφέρνω να πετύχω έναν δύσκολο στόχο: Οι Σοβιετικοί κατέκτησαν πρώτοι το διάστημα. 3 (μτφ.) καταφέρνω να κερδίσω την εμπιστοσύνη, την καλή γνώμη ή τη συμπάθεια κπ: Με την εργατικότητά του κατέκτησε τους συναδέλφους του. κατάκτηση η: το να κατακτά κανείς κπ ή κτ και αυτό που κατακτά. κατακτητής ο, -ήτρια η. κατακτητικός -ή -ό. κατακτητικά (επίρρ.). κατακτητικότητα η.

καταλαβαίνω αόρ. κατάλαβα: (μτβ.) 1 κατανοώ κτ, χρησιμοποιώ το μυαλό για να συλλάβω το νόημά του: Δεν μπορεί να καταλάβει τα νομικά θέματα. Δεν ~ ισπανικά. κάνω ό,τι ~: κάνω ό,τι νομίζω ότι είναι σωστό. 2 αντιλαμβάνομαι κπ ή κτ με τις αισθήσεις μου: Δεν είχα καταλάβει ότι το φαγητό ήταν καυτό. 3 συναισθάνομαι τα ιδιαίτερα προβλήματα ή τις ανησυχίες κπ: ~ την απογοήτευσή του. Οι γονείς του δεν τον ~. καταληπτός -ή -ό: αυτός που τον καταλαβαίνουμε εύκολα.

Από το AE ρ. καταλαμβάνω «συλλαμβάνω με τον νου, κατανοώ» (< κατά + λαμβάνω).glass σχ. καταλαμβάνω.

καταλαμβάνω -ομαι αόρ. κατέλαβα, απαρ. καταλάβει, παθ. αόρ. καταλήφθηκα & [επίσ.] κατελήφθην, απαρ. καταληφθεί, μππ. κατειλημμένος: (μτβ.) 1 κυριεύω μια χώρα, περιοχή κτλ.: Αμερικανικά στρατεύματα κατέλαβαν τις βόρειες περιοχές του Ιράκ. 2 μπαίνω κάπου παράνομα και δεν επιτρέπω να γίνεται οποιαδήποτε εργασία μέχρι να γίνει αυτό που απαιτώ, κάνω κατάληψη: Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το δημαρχείο, ζητώντας την απόσυρση του μέτρου. 3 αποκτώ αξίωμα ή θέση: Η ομάδα κατέλαβε την τρίτη θέση στο πρωτάθλημα. 4 έχω έκταση: Το άρθρο του ~ το ένα τρίτο του περιοδικού. 5 (για έντονο συναίσθημα, ψυχική κατάσταση, κυρίως αρνητική) κυριεύω: Τον κατέλαβε η μελαγχολία. ~ κπ εξαπίνης/εξ απροόπτου [επίσ.]: αιφνιδιάζω κπ, τον βρίσκω απροετοίμαστο. κατάληψη η: η πράξη του καταλαμβάνω με τις σημ. 1, 2 & 3 και ο χώρος που καταλαμβάνεται με τη σημ. 2. καταληψίας ο, η.

καταλαβαίνω - καταλαμβάνω: εκτός από τη σημασιολογική διάκριση, προσοχή και στη μορφολογική διαφορά, καθώς σχηματίζουν διαφορετικά τον αόρ.: καταλαβαίνω - κατάλαβα, αλλά καταλαμβάνω - κατέλαβα.

καταλήγω αόρ. κατέληξα: (αμτβ.) 1 έχω ως τέρμα ή τελικό αποτέλεσμα=φτάνω, οδηγώ: Ο δρόμος ~ σε αδιέξοδο. 2 (μτφ.) οδηγούμαι σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή συμπέρασμα: Μετά από πολύωρες συνομιλίες, κατέληξαν σε κοινή απόφαση. 3 οδηγούμαι σε άσχημη κατάσταση=καταντώ: Με τις παρέες που έμπλεξε ήταν λογικό να καταλήξει στη φυλακή. 4 [επίσ.] πεθαίνω: Ο ασθενής κατέληξε στις 12:30. κατάληξη η: 1 τελικό ή οριστικό αποτέλεσμα=τέλος, τελείωμα έναρξη, αρχή: Η προσπάθειά του να σώσει τον εγκλωβισμένο είχε τραγική ~. 2 ΓΛΩΣΣ το μέρος μιας κλιτής λέξης που μεταβάλλεται: Η ~ του ρήματος λέω είναι -ω. καταληκτικός -ή -ό. καταληκτικά (επίρρ.).

κατάλληλος -η -ο: αυτός που ταιριάζει σε κπ ή κτ ή αυτό που καλύπτει απόλυτα τις ανάγκες για κτ=πρόσφορος, ταιριαστός ακατάλληλος, αταίριαστος: Το φόρεμα είναι ~ μόνο για δεξιώσεις. καταλληλότητα η: η ιδιότητα του κατάλληλου ακαταλληλότητα: Εξετάστηκε η ~ των προϊόντων για κατανάλωση. κατάλληλα & καταλλήλως (επίρρ.).

καταλογίζω -ομαι: (μτβ.) 1 θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ: Του καταλόγισαν τη χρεωκοπία της εταιρείας. 2 χρεώνω κτ σε κπ, υπολογίζω: Ο διαιτητής δεν καταλόγισε το πέναλτι. καταλογισμός ο: 1 το να καταλογίζεται σε κπ η ευθύνη για κτ: ~ ευθυνών. 2 ΝΟΜ η ικανότητα του ατόμου να έχει συναίσθηση των πράξεών του και των συνεπειών τους: Το δικαστήριο θεώρησε ότι λόγω ψυχασθένειας δεν είχε ικανότητα για ~. 3 χρέωση, υπολογισμός ενός πράγματος σε κπ: ~ του πέναλτι.

Από το AE ρ. καταλογίζω «λογαριάζω, αποδίδω», που αρχικά είχε θετική σημασία, ενώ στη ΝΕ έχει πάρει αρνητική χροιά.

κατάλογος ο: 1 λίστα με ονόματα ή στοιχεία ταξινομημένα με ορισμένο τρόπο, συνήθως με αλφαβητική σειρά: αλφαβητικός / τηλεφωνικός / εκλογικός ~. Κρύος ιδρώτας έλουσε τους μαθητές όταν ο καθηγητής έβγαλε τον ~. 2 λίστα με τα προϊόντα και τις τιμές τους σε εστιατόριο, μπαρ κτλ.=μενού: Μπορείτε να μας φέρετε έναν ~, για να παραγγείλουμε;

κατάλοιπος -η -ο: αυτός που απομένει=υπόλοιπος. κατάλοιπο το: 1 οτιδήποτε απομένει μετά από χημική ή βιομηχανική επεξεργασία = υπόλειμμα: Τα ραδιενεργά ~ από το πυρηνικό εργοστάσιο είναι η κύρια αιτία των ασθενειών στην περιοχή. 2 (μτφ.) αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει από μια παλαιότερη κατάσταση ή προηγούμενη περίοδο: Το έθιμο του καρναβαλιού θεωρείται ~ πανάρχαιας διονυσιακής γιορτής.

Από το AE ρ. καταλείπω «αφήνω πίσω».

καταλύω1: (αμτβ.) μένω προσωρινά, βρίσκω καταφύγιο: Κατέλυσε σε πολυτελέστατο ξενοδοχείο. κατάλυμα το: χώρος προσωρινής διαμονής ή παραμονής=στέγη, καταφύγιο: Οι παραδοσιακοί οικισμοί του Πηλίου αποτελούν αγαπημένο ~ των τουριστών.

καταλύω2 -ομαι: (μτβ.) ενεργώ έτσι, ώστε κτ να πάψει να λειτουργεί=καταργώ, ανατρέπω: Τέτοιου είδους πραξικοπηματικές ενέργειες ~ το δημοκρατικό πολίτευμα. κατάλυση η. κααλύτης ο: 1 ΧΗΜ ουσία που επιταχύνει χημική αντίδραση. 2 (μτφ.) καθετί που επιταχύνει την εξέλιξη μιας κατάστασης. 3 ΜΗΧΑΝ ειδικό εξάρτημα του αυτοκινήτου που φιλτράρει και κατακρατά τις ουσίες των καυσαερίων οι οποίες ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. καταλυτικός -ή -ό. καταλυτικό το: αυτοκίνητο με καταλύτη (σημ. 3). καταλυτικά (επίρρ. με τη σημ. 2).

καταμερισμός ο: απόδοση ή ανάθεση σε κπ του μεριδίου που του αναλογεί=κατανομή, [οικ.] μοιρασιά: Ο διευθυντής απαίτησε ~ ευθυνών για το σκάνδαλο στην εταιρεία. καταμερίζω -ομαι (μτβ.).

καταναλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 χρησιμοποιώ κτ, για να καλύψω κπ ανάγκη=ξοδεύω, δαπανώ: ~ χρήματα / χρόνο / αγαθά. Καταναλώθηκαν όλα μας τα τρόφιμα. 2 χρησιμοποιώ κτ ως πηγή ενέργειας, για να λειτουργήσω, να κινηθώ, να παραγάγω κτλ.: Το αυτοκίνητό μου ~ πολλή βενζίνη.=καίω. glass σχ. δαπανώ. κατανάλωση η. καταναλωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που καταναλώνει αγαθά ή χρησιμοποιεί προϊόντα και υπηρεσίες. καταναλωτικός -ή -ό. καταναλωτικά (επίρρ.). καταναλωτισμός ο: τάση να καταναλώνει (σημ. 1) κπ υπερβολικά.

Από το AE ρ. καταναλίσκω «δαπανώ, ξοδεύω» (<κατ(ά)+ ἀναλίσκω).

κατανέμω -ομαι αόρ. κατένειμα, παθ. αόρ. κατανεμήθηκα: (μτβ.) διαιρώ σε μέρη=χωρίζω, επιμερίζω: Το συνολικό ποσό του δανείου κατανεμήθηκε σε 40 δόσεις. Ο πατέρας κατένειμε την περιουσία του στα τρία του παιδιά. κατανομή η.

κατανοώ -ούμαι: (μτβ.) 1 καταλαβαίνω σε βάθος=αντιλαμβάνομαι: Μετά τη δεύτερη ανάγνωση κατανόησαν οι μαθητές το αρχαίο κείμενο. 2 αντιμετωπίζω με επιείκεια ή αντιλαμβάνομαι το λόγο για τον οποίο κπ έκανε ή είπε κτ=καταλαβαίνω, συμπονώ, συμμερίζομαι: ~ απόλυτα την αγωνία σου. κατανόηση η. κατανοητός -ή -ό: αυτός που μπορεί να κατανοηθεί=αντιληπτός ακατανόητος.

καταντώ & -άω: 1 (αμτβ.) οδηγούμαι σε ταπεινωτική ή άθλια κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη=ξεπέφτω: Έτσι όπως κατάντησε, ντρεπόταν να βγει έξω. 2 (αμτβ. με κατηγ.) γίνομαι κτ χειρότερο από αυτό που ήμουν: Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, η ζωή του κατάντησε εφιάλτης. 3 (μτβ. με κατηγ.) κάνω κπ χειρότερο, τον οδηγώ σε ηθικό ή κοινωνικό εξευτελισμό: Με τις παράλογες απαιτήσεις της, τον κατάντησε μπατίρη! κατάντημα το & κατάντια η: απόλυτος ηθικός ξεπεσμός, ταπεινωτική κατάληξη=εξευτελισμός, [οικ.] ξεφτίλα: Ντρέπεται για το ~ του γιου της που μπήκε φυλακή.

κατάνυξη η: αίσθημα βαθιάς θρησκευτικής ευλάβειας, συγκίνησης ή συντριβής=ψυχική ανάταση: Οι πιστοί παρακολούθησαν τη λειτουργία με ~. κατανυκτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί ή γίνεται με κατάνυξη. κατανυκτικά (επίρρ.).

Από το κατάνυξις, το οποίο προέρχεται από το AE ρ. κατανύσσω «τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο» και (μτφ.) «συγκινώ».

καταπατώ: (μτβ.) 1 αθετώ ή παραβαίνω δέσμευση ή συμφωνία: Στη χώρα αυτή καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. 2 καταλαμβάνω παράνομα ή κάνω δική μου ξένη εδαφική περιουσία=[επίσ.] σφετερίζομαι: Καταπάτησε το οικόπεδο του γείτονα. καταπάτηση η: το να καταπατά κπ κτ: ~ του όρκου τήρηση. ~ εδαφικών εκτάσεων=σφετερισμός. καταπατητής ο, -ήτρια η.

καταπέλτης ο: 1 ΙΣΤ πολιορκητική μηχανή στην αρχαιότητα, που πετούσε με μοχλό πέτρες ή φλεγόμενα ογκώδη αντικείμενα εναντίον του εχθρού. 2 (μτφ.) οτιδήποτε είναι ιδιαίτερα καταδικαστικό ή επικριτικό για κπ: Το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ υπήρξε ~ για τον βουλευτή. 3 (σε πλοίο) μεγάλη πόρτα που πέφτει στην προβλήτα για να επιβιβαστούν και να αποβιβαστούν οχήματα και επιβάτες: Μόλις έριξαν τον ~, οι επιβάτες ξεχύθηκαν στο λιμάνι.

Από το ΑΕ καταπέλτης, σύνθ. από τα κατά + πάλτης (< πάλλω «δονώ»).

καταπίνω -ομαι αόρ. κατάπια: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) κατεβάζω φαγητό ή ποτό από το φάρυγγα προς το στομάχι. 2 (μτφ.) αποδέχομαι παθητικά, χωρίς αντιρρήσεις: ~ προσβολή / πίκρα / ψέματα. κατάποση η: το να καταπίνει κανείς με τη σημ. 1: ~ τροφής / φαρμάκων.

καταπίπτω & (σημ. 2) καταπέφτω αόρ. κατέπεσα, μππ. καταπεσμένος: (αμτβ.) 1 [επίσ.] πέφτω από μεγάλο ύψος: Βρέθηκαν τα συντρίμμια από το ελικόπτερο που κατέπεσε χθες. 2 εμφανίζω μείωση των δυνάμεων λόγω έντονης ψυχικής ή σωματικής κούρασης = καταβάλλομαι, καταρρέω: Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, κατέπεσε τελείως. 3 [επίσ.] παύω να ισχύω: Κατέπεσαν όλες οι εναντίον του κατηγορίες. κατάπτωση η: 1 πλήρης σωματική ή ψυχική εξασθένηση=εξάντληση. 2 (μτφ.) ηθική ή πνευματική παρακμή=εκφυλισμός: ~ αρχών / αξιών / ηθών.

κατάπληξη η: αίσθημα έντονης έκπληξης, θαυμασμού ή απορίας=σάστισμα: Μου προκάλεσε μεγάλη ~ το γεγονός ότι τον βάλανε φυλακή. καταπλήσσω & καταπλήττω -ομαι αόρ. κατέπληξα, παθ. αόρ. [επίσ.] κατεπλάγην: (μτβ.) προκαλώ σε κπ κατάπληξη=εκπλήσσω, εντυπωσιάζω: Η ψυχραιμία της με έχει καταπλήξει. κατάπληκτος -η -ο: αυτός που αισθάνεται κατάπληξη = άναυδος, άφωνος, εμβρόντητος: μένω ~. καταπληκτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί κατάπληξη λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων του, αυτός που είναι υπερβολικά ωραίος, καλός, ικανός, ευχάριστος κτλ. = εκπληκτικός: ~ έργο / καιρός.=υπέροχος, [οικ.] τρομερός. καταπληκτικά (επίρρ.).

καταπνίγω -ομαι αόρ. κατέπνιξα: (μτβ.) 1 εμποδίζω κπ να επικρατήσει ή μία εκδήλωση να ξεσπάσει, συνήθως με δραστικά ή βίαια μέσα=καταστέλλω: Ο καπετάνιος δεν πρόλαβε να καταπνίξει την ανταρσία προτού αυτή ξεσπάσει. 2 εμποδίζω συναίσθημα ή τάση να εκδηλωθεί: Προσπαθούσα να καταπνίξω την αντιπάθειά μου για κείνον.

καταπολεμώ & -άω -ούμαι & -ιέμαι: (μτβ.) αγωνίζομαι επίμονα να εξουδετερώσω κπ ή κτ=εξολοθρεύω, εξοντώνω: Με τη βοήθεια της θεραπείας καταπολέμησε την αρρώστια. καταπολέμηση η: έντονη προσπάθεια για την οριστική εξάλειψη ή τη δραστική αντιμετώπιση προβλήματος=εξαφάνιση: Τα μέτρα συντελούν στην ~ της εγκληματικότητας.

καταπονώ -ούμαι: (μτβ.) 1 προκαλώ ψυχική ή σωματική κούραση και εξάντληση=εξαντλώ, καταβάλλω ξεκουράζω, χαλαρώνω: Από την πολύωρη ορθοστασία καταπονήθηκε η μέση της. 2 χρησιμοποιώ ένα υλικό με τρόπο που προκαλεί φθορά. καταπόνηση η.

καταπραΰνω -ομαι: (μτβ.) ηρεμώ ή μετριάζω σωματικό ή ψυχικό πόνο=καθησυχάζω, ανακουφίζω, κατευνάζω: Για να ~ τους αφόρητους πόνους, έπαιρνε παυσίπονα. καταπραϋντικός -ή -ό. καταπραϋντικά (επίρρ.).

κατάρα η: 1 ευχή να συμβεί κτ κακό σε κπ ευλογία, ευχή: δίνω / ρίχνω ~ σε κπ. Την ~ μου να’ χεις! 2 (μτφ.) πολύ δυσάρεστη κατάσταση: Στην Κατοχή έζησε την ~ της φτώχειας. = συμφορά, δυστυχία, μάστιγα ευτυχία, ευλογία. καταριέμαι: (μτβ.) δίνω την κατάρα μου σε κπ, εύχομαι να του συμβεί κτ κακό: Ποιος με καταράστηκε και μου έχουν έρθει τόσες συμφορές;

καταργώ -ούμαι αόρ. κατάργησα & [επίσ.] κατήργησα: (μτβ.) 1 κάνω κτ να μη συμβαίνει ή να μην υπάρχει πλέον, παύω οριστικά την ισχύ ή εφαρμογή του: Με το νέο σύστημα καταργήθηκαν οι εξετάσεις. καθιερώνω. 2 διακόπτω λειτουργία ή χρήση=σταματώ: Τον χειμώνα καταργούνται ορισμένα δρομολόγια πλοίων. κατάργηση η.

καταρράκτης & [προφ.] καταρράχτης ο: 1 νερά ποταμού που πέφτουν απότομα και ορμητικά από ιδιαίτερα μεγάλο ύψος: Επισκεφθήκαμε τους ~ του Νιαγάρα. 2 (μτφ.) οτιδήποτε συμβαίνει χωρίς σταματημό και χωρίς έλεγχο: Η αποκάλυψη αυτή οδήγησε σε ~ εξελίξεων.=χείμαρρος. 3 ΙΑΤΡ αρρώστια των ματιών που εκδηλώνεται με θόλωση του φακού: Έβλεπε θολά και του είπαν ότι έχει ~. καταρρακτώδης -ης -ες: αυτός που θυμίζει ή μοιάζει με καταρράκτη=ορμητικός: ~ βροχήglass σχ. αγενής. καταρρακτωδώς (επίρρ.): σαν καταρράκτης.

καταρρακώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ κουρέλι, τον κάνω να χάσει το κουράγιο του ή μειώνω την αξιοπρέπειά του: Η ήττα καταρράκωσε το ηθικό των στρατιωτών. καταρράκωση η.

Από το AE ρ. καταρρακόω -ῶ, σύνθετο από τα κατά + ῥάκος «κουρέλι».

καταρρέω αόρ. κατέρρευσα: (αμτβ.) 1 (για κτίριο) μετατρέπομαι σε ερείπια=πέφτω, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι: Κατέρρευσε η στέγη του κτιρίου και πλάκωσε πέντε εργάτες. 2 (μτφ.) με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου τελείως: Μόλις άκουσε την τραγική είδηση, κατέρρευσε. 3 (μτφ.) φθείρομαι ή παύω να υπάρχω=καταστρέφομαι, διαλύομαι: Το δικτατορικό καθεστώς κατέρρευσε χάρη στην αντίσταση των αγωνιστών. κατάρρευση η.

καταρρίπτω -ομαι αόρ. κατέρριψα, παθ. αόρ. καταρρίφθηκα: [επίσ.] (μτβ.) 1 προκαλώ την πτώση αντικειμένου που πετάει: Κατά την αερομαχία καταρρίφθηκαν δύο πολεμικά αεροσκάφη. 2 (μτφ.) ανατρέπω θεωρία ή αναιρώ ισχυρισμό=αντικρούω, ανασκευάζω τεκμηριώνω, αποδεικνύω: Στη δίκη κατέρριψε όλες τις κατηγορίες εις βάρος του και αθωώθηκε. 3 ΑΘΛ (μτφ.) ξεπερνώ προηγούμενο: Κατέρριψε το ρεκόρ των 400 μ. δρόμου μετ’ εμποδίων. κατάρριψη η. καταρριπτικός -ή -ό. καταρριπτικά (επίρρ.).

καταρτίζω -ομαι αόρ. κατάρτισα & [επίσ.] κατήρτισα, μππ. καταρτισμένος & [επίσ.] κατηρτισμένος: (μτβ.) 1 φτιάχνω, συγκροτώ, οργανώνω ή συντάσσω κτ μετά από μελέτη = εκπονώ: ~ σχέδιο για την προώθηση της εταιρείας. 2 παρέχω σε κπ τις απαραίτητες γνώσεις για κτ: Οι υπάλληλοι θα καταρτιστούν σε εφαρμογές πληροφορικής. κατάρτιση η: ~ λίστας / προγράμματος. ~ ενηλίκων.

καταρχήν & κατ’ αρχήν (επίρρ.): ως προς τα βασικά σημεία=επί της ουσίας: Οι εργαζόμενοι συμφώνησαν ~ με τον προϊστάμενο, αλλά για τα δευτερεύοντα θα μιλούσαν με τον διευθυντή.

Το καταρχήν χρησιμοποιείται συχνά, αλλά λανθασμένα, αντί του κατ’ αρχάς, με τη σημ. «πρώταπρώτα, αρχικά». Ομοίως και το καταρχάς χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του καταρχήν.

κατασκευάζω -ομαι: (μτβ.) 1 φτιάχνω, δημιουργώ: Καθημερινά ~ διακόσια ζευγάρια παπούτσια. Φέτος η εταιρεία κατασκεύασε πέντε νέες οικοδομές. 2 βγάζω κτ από το μυαλό μου = επινοώ, σοφίζομαι, μηχανεύομαι: κατασκευασμένο άλλοθι / δικαιολογία. κατασκεύασμα το: 1 οτιδήποτε κατασκευάζεται από κπ και δε δημιουργείται μόνο του=δημιούργημα, έργο. 2 (μτφ.) οτιδήποτε βγάζει κπ από το μυαλό του=επινόημα: Οι κατηγορίες ήταν ~ της φαντασίας του. κατασκευή η: το να κατασκευάζει κπ κτ, καθώς και αυτό που κατασκευάζεται: Η ~ της οικοδομής διήρκεσε τρία χρόνια. Οι ~ του είναι πολύ γερές. κατασκευαστικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την κατασκευή. κατασκευαστής ο, -άστρια η.

κατασκοπεύω -ομαι: (μτβ.) παρακολουθώ κρυφά τις πράξεις ή τις κινήσεις κπ: Μ’ ακολουθεί παντού και με ~ συνεχώς. Μυστικοί πράκτορες ~ τα πυραυλικά συστήματα. κατασκοπεία η. κατάσκοπος ο, η: πρόσωπο που κατασκοπεύει. κατασκοπευτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την κατασκοπία: ~ αεροσκάφος / δορυφόρος. κατασκοπευτικά (επίρρ.).

Η λ. κατασκοπία παράγεται από το κατάσκοπος και όχι από το ρ. κατασκοπεύω, και γι’ αυτό η ορθή γραφή της είναι -ία (πρβ. ακόλουθος - ακολουθία, διπρόσωπος - διπροσωπία κτλ.).

κατάσταση η: 1 ο τρόπος ύπαρξης ανθρώπου ή πράγματος σε σχέση με την εμφάνιση ή τη λειτουργία του σε δεδομένη χρονική στιγμή: Η Μαρία γύρισε χτυπημένη και σε κακή ~. 2 οι φυσικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο: Μετά τον πόλεμο, η οικονομική ~ της χώρας επιδεινώθηκε. 3 ΦΥΣ η βασική μορφή των υλικών σωμάτων: υγρή / στερεή / αέρια ~. 4 στοιχεία που έχουν καταγραφεί σε πίνακα=λίστα, κατάλογος: Δημοσιεύθηκαν οι καταστάσεις με τους επιτυχόντες στις εξετάσεις.

καταστατικός -ή -ό: αυτός που ρυθμίζει την ίδρυση, την οργάνωση και διοίκηση οργανισμού, θεσμού κτλ.: Στις ~ διατάξεις αναφέρεται η εκλογή διοικητικού συμβουλίου. ~ χάρτης: α. το Σύνταγμα ενός κράτους. β. οι διατάξεις που ρυθμίζουν την ίδρυση οργανισμού. καταστατικό το: επίσημο κείμενο στο οποίο ορίζονται οι διατάξεις για τη σύσταση εταιρείας, οργανισμού κτλ.: Διάβασες το ~ ίδρυσης της εταιρείας;

καταστέλλω -ομαι αόρ. κατέστειλα, παθ. αόρ. κατεστάλην: [επίσ.] (μτβ.) 1 εμποδίζω το ξεκίνημα ή σταματώ κπ δραστηριότητα (κίνημα, επανάσταση κτλ.): Ο στρατός κατέστειλε βίαια την εξέγερση. 2 μειώνω την ένταση ψυχικής ή σωματικής λειτουργίας: Το φάρμακο αυτό ~ τους πόνους. καταστολή η. κατασταλτικός -ή -ό. κατασταλτικά (επίρρ.).

κατάστημα το: 1 εμπορική επιχείρηση και ο χώρος στον οποίο στεγάζεται=μαγαζί. 2 χώρος στον οποίο βρίσκεται δημόσια υπηρεσία, οργανισμός κτλ., καθώς και η αντίστοιχη υπηρεσία, οργανισμός κτλ.: Πρέπει να πάτε στο πλησιέστερο ~ της τράπεζας. καταστηματάρχης ο, -ισσα η: ιδιοκτήτης καταστήματος (σημ. 1).

καταστρέφω -ομαι μππ. κατεστραμμένος: (μτβ.) 1 προκαλώ μεγάλες ζημιές σε κτ, σε σημείο που να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά ή να πάψει να υπάρχει: Ο πάγος κατέστρεψε τα σπαρτά. 2 προξενώ μεγάλο κακό, βλάβη σε κπ ή σε μια κατάσταση: Τον κατέστρεψαν τα ναρκωτικά. 3 προκαλώ μεγάλη οικονομική απώλεια: Η πτώση του χρηματιστηρίου κατέστρεψε την επιχείρησή του. καταστροφή η. καταστροφέας ο, η. καταστροφικός -ή -ό. καταστροφικά (επίρρ.). καταστρεπτικός -ή -ό. καταστρεπτικά (επίρρ.).

κατάσχεση η: δέσμευση, με δικαστική απόφαση, της περιουσίας κπ ή προϊόντων που έχει παράνομα στην κατοχή του: Η τράπεζα προχώρησε σε ~ του σπιτιού λόγω του μεγάλου του χρέους. κατάσχω -ομαι: (μτβ.) κάνω κατάσχεση.

Το κατάσχω προέρχεται από την υποτ. του αορ. β΄ κατέσχον του ΑΕ ρ. κατέχω.

κατατάσσω -ομαι αόρ. κατέταξα, παθ. αόρ. κατατάχθηκα & -χτηκα & [επίσ.] κατετάγην: (μτβ.) 1 βάζω κπ ή κτ σε ορισμένη σειρά ή κατηγορία: Ο επιστήμονας ~ τα δείγματα σε τρεις κατηγορίες. Το ρήμα αυτό κατατάσσεται στα απρόσωπα. 2 παθ. παρουσιάζομαι στον στρατό για να υπηρετήσω τη θητεία μου: Κατατάχτηκε στο πεζικό. κατάταξη η. κατατακτήριος -α -ο: αυτός που κατατάσσει: ~ εξετάσεις.

κατατοπίζω -ομαι: (μτβ.) δίνω σε κπ λεπτομερείς οδηγίες και πληροφορίες για έναν τόπο ή για ένα θέμα=ενημερώνω: Μας κατατόπισε για τις εξελίξεις. κατατόπιση η. κατατοπιστικός -ή -ό. κατατοπιστικά (επίρρ.).

κατατρέχω μππ. κατατρεγμένος: (μτβ.) προσπαθώ να εξοντώσω κπ, τον καταδιώκω: Με ~ η ατυχία. Τι σου ’χω κάνει και με κατατρέχεις;

κατατροπώνω -ομαι: (μτβ.) νικώ ολοκληρωτικά κπ: Οι συμμαχικές δυνάμεις κατατρόπωσαν τον εχθρό. κατατρόπωση η.

Από το ελνστ. κατατροπῶ, σύνθετο ρ. με την πρόθ. κατά + τροπῶ «τρέπω σε φυγή» (και, κατά συνέπεια, νικώ ολοκληρωτικά).

κατατρύχω μόνο ενστ. & πρτ.: συνήθ. παθ. [επίσ.] (μτβ.) βασανίζω κπ ψυχικά ή σωματικά: Κατατρύχεται από τύψεις.

Προσοχή στη διαφ. σημ. των σχεδόν ομόηχων κατατρύχω και κατατρέχω.

καταυλισμός ο: περιοχή με σκηνές ή άλλες πρόχειρες κατασκευές για την προσωρινή διαμονή ανθρώπων: ~ προσφύγων.

κατάφαση η: θετική απάντηση άρνηση: Περίμενα ~, αλλά άκουσα ένα μεγαλοπρεπές «όχι». καταφατικός -ή -ό αρνητικός. καταφατικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. φημί «λέω» παράγονται πολλές λέξεις, όπως απόφαση, έμφαση, κατάφαση, πρόφαση κτλ.

καταφέρνω αόρ. κατάφερα: (μτβ.) 1 κάνω, ολοκληρώνω ή πραγματοποιώ κτ με επιτυχία = κατορθώνω, πετυχαίνω αποτυγχάνω: Κατάφερα να διαβάσω, παρόλο που με διέκοπταν συνεχώς. 2 πείθω κπ να κάνει κτ: Κατάφερε τον πατέρα της να της πάρει αυτοκίνητο. καταφερτζής ο, -ού η: πρόσωπο που τα καταφέρνει γενικά.

καταφέρομαι: (αμτβ.) λέω άσχημα πράγματα για κπ κατηγορώντας τον για κτ: Καταφέρθηκε εναντίον του με πολύ άσχημα λόγια.

καταφέρω: αόρ. κατάφερα & κατέφερα: [επίσ.] (μτβ.) δίνω χτύπημα ή (μτφ.) προκαλώ ζημιά σε κπ: Η αστυνομία ~ σημαντικό πλήγμα κατά της τρομοκρατίας.

καταφεύγω αόρ. κατέφυγα: (αμτβ.) 1 πηγαίνω κάπου ή σε κπ, για να βρω προστασία και ασφάλεια: Κατέφυγαν στη σπηλιά, για να γλιτώσουν από τα κύματα. 2 χρησιμοποιώ κτ ως τελευταίο μέσο για να πετύχω κτ: Κατέφυγε σε εκβιασμούς και απειλές. καταφύγιο το: 1 τόπος ή χώρος στον οποίο πηγαίνει κπ για να προστατευθεί από κτ: Κοιμηθήκαμε σε ένα ορεινό ~. 2 (μτφ.) πρόσωπο ή μέσο στο οποίο καταφεύγει κπ για προστασία και ασφάλεια: Βρήκε ~ στη θρησκεία για να ηρεμήσει.

καταφρονώ -ούμαι μππ. καταφρονημένος & [οικ.] καταφρονεμένος: (μτβ.) θεωρώ κπ ή κτ κατώτερο, ασήμαντο ή χωρίς αξία=περιφρονώ: ~ τους αδύνατους. καταφρόνια η. καταφρονητικός & -ετικός -ή -ό. καταφρονητικά & -ετικά (επίρρ.).

κατάφωρος -η -ο: (για κτ αρνητικό) αυτός που είναι ολοφάνερος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: Έγινε ~ αδικία εις βάρος του αθλητή. κατάφωρα (επίρρ.).

Το μτγν. επίθ. κατάφωρος, από τα κατά + φωρος (< ρίζα φώρ «κλέφτης»), είχε αρχική σημασία «αυτός που συλλαμβάνεται τη στιγμή που διαπράττει κτ».

καταχθόνιος -α -ο: αυτός που προκαλεί κακό με ύπουλα μέσα=δόλιος, κακός, σκοτεινός, ύπουλος: ~ δυνάμεις δρουν μυστικά εναντίον της ειρήνης. καταχθόνια (επίρρ.).

Η λ. καταχθόνιος σημαίνει κυριολεκτικά «κάτω από τη γη», αφού είναι σύνθ. από τα κατά + χθών «έδαφος, γη». Η σύνδεση της έννοιας του «ύπουλου» με την έννοια «κάτω από το έδαφος, από την επιφάνεια» είναι συχνή - πρβ. υποχθόνιος, υποσκάπτω κτλ.

καταχρώμαι: (μτβ.) 1 κρατώ για δικά μου χρήματα που δε μου ανήκουν=ιδιοποιούμαι: Συνελήφθη ο ταμίας, επειδή καταχράστηκε ένα μεγάλο ποσό από την επιχείρηση. 2 κάνω υπερβολική ή κακή χρήση δικαιώματος ή προνομίου που μου έχουν δώσει=εκμεταλλεύομαι: Καταχράστηκε την εμπιστοσύνη μας και μας κορόιδεψε. κατάχρηση η: 1 το να καταχράται κπ χρήματα. 2 το να καταχράται κπ δικαίωμα ή προνόμιο που έχει: Έκανες ~ της επιείκειάς μου. 3 το να χρησιμοποιεί κπ κτ υπερβολικά ή με κακό τρόπο: Η ~ αλκοόλ τον οδήγησε στον θάνατο. 4 πληθ. υπερβολικές υλικές απολαύσεις εγκράτεια: Αρρώστησε από τις πολλές καταχρήσεις. καταχρηστικός -ή -ό: 1 αυτός που ξεπερνά τα επιτρεπτά ή κανονικά όρια: Η απεργία κηρύχθηκε παράνομη και ~. 2 αυτός που γίνεται ή λέγεται κατ’ εξαίρεση του κανόνα: ~ σημασία μιας λέξης. καταχρηστικά & -ώς (επίρρ.). καταχραστής ο, καταχράστρια η.

Από AE ρ. καταχρῶμαι, σύνθ. από τα κατά + χρήομαι-ῶμαι «εξαντλώ, χρησιμοποιώ πλήρως».

καταχωρίζω -ομαι & καταχωρώ -ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) 1 γράφω κτ στην κατάλληλη θέση (σε βιβλίο, κατάλογο κτλ.): Ο λογιστής καταχώρισε τα στοιχεία στο βιβλίο. 2 δημοσιεύω (αγγελία, διαφήμιση κτλ.) σε εφημερίδες ή περιοδικά: Η αγγελία του γάμου του καταχωρίσθηκε στην εφημερίδα. καταχώριση & καταχώρηση η.

Η διαφ. γραφή των κλιτών τύπων και των παραγώγων (καταχωρίζω → καταχώρισα, καταχώριση, ενώ καταχωρώ → καταχώρησα, καταχώρηση) οφείλεται στη διαφορετική τους ετυμολογία: ο τ. καταχωρίζω προέρχεται από το AE ρ. καταχωρίζω «βάζω κτ στη θέση του», ενώ ο τ. καταχωρώ από το ελνστ. καταχωρῶ «υποχωρώ σε αίτημα» - γι’ αυτό και σωστότερος για τη σημ. αυτή είναι ο τ. καταχωρίζω και τα παράγωγά του.

κατεβάζω: (μτβ.) 1 μετακινώ κπ ή κτ από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο ανεβάζω: Κατέβασε τα βιβλία από τα ράφια για να τα καθαρίσει. 2 μειώνω την ένταση, την αξία, την τιμή, την ποιότητα κτλ. ανεβάζω: Το φάρμακο κατέβασε τον πυρετό. 3 α. βγάζω ή κάνω κπ να βγει από όχημα=αποβιβάζω επιβιβάζω, ανεβάζω: Ο οδηγός τούς κατέβασε από το λεωφορείο, γιατί έκαναν φασαρία. β. κινώ κπ ή κτ από τα βόρεια προς τα νότια ή προς το κέντρο: Δεν ~ το αυτοκίνητο στο κέντρο, γιατί δε βρίσκω να παρκάρω. 4 καταναλώνω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού ή ποτού: Κατέβασε κάμποσα πιάτα φαΐ! 5 σκέφτομαι, έχω ιδέες: Κατέβασε καμία ωραία ιδέα, ώστε να μαζέψουμε χρήματα για την εκδρομή! ~ ο νους / το κεφάλι / το ξερό μου: είμαι επινοητικός, έχω πολλές και καλές ιδέες. 6 μεταφέρω κτ που κινείται με μεγάλη ορμή: Το βουνό ~ αέρα. 7 [οικ.] παρουσιάζω κπ ή κτ: Τα δύο κόμματα θα κατεβάσουν κοινό υποψήφιο στις εκλογές.

κατεβαίνω: 1 ανεβαίνω α. (αμτβ.) κινούμαι από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο: Κατέβηκε από τον πάνω όροφο για να μας υποδεχτεί. β. (μτβ.) κινούμαι σε κατηφορικό έδαφος: ~ την πλαγιά. 2 (αμτβ.) μειώνεται η ένταση, η αξία, η τιμή, η ποιότητά μου κτλ. = πέφτω ανεβαίνω: Κατέβηκαν οι τιμές των προϊόντων. 3 (αμτβ.) α. βγαίνω από όχημα = αποβιβάζομαι επιβιβάζομαι, ανεβαίνω. β. κινούμαι προς τα νότια ή προς το κέντρο: Για να κάνεις αυτά τα ψώνια, πρέπει να κατεβείς στο κέντρο. 4 (αμτβ.) συμμετέχω σε κτ: ~ στις εκλογές (ως υποψήφιος). Η ομάδα κατέβηκε στο γήπεδο με νέα σύνθεση. 5 (αμτβ.) φτάνω ως ένα σημείο που βρίσκεται χαμηλότερα: Οι φούστες φέτος ~ μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο. κατέβασμα το: το να κατεβάζει ή να κατεβαίνει κπ ή κτ. κατάβαση η: το να κατεβαίνει κπ ή κτ ανάβαση. κατεβατό το: πολύ μεγάλο κείμενο.

κατεδαφίζω -ομαι: (μτβ.) μετατρέπω κτίριο σε ερείπια=γκρεμίζω: Αύριο θα κατεδαφίσουν το ετοιμόρροπο σπίτι. κατεδάφιση η. κατεδαφιστέος -α -ο: αυτός που πρέπει να κατεδαφιστεί.

κατεξοχήν & κατ’ εξοχήν: (επίρρ.) κυρίως, κατά κύριο λόγο: Ο ~ υπαίτιος του ατυχήματος διώκεται ποινικά.

κατεργάζομαι: (μτβ.) δουλεύω κπ υλικό, ώστε να είναι κατάλληλο για ορισμένη χρήση: ~ χρυσό / ασήμι / δέρμα. κατεργασία η.

κατεστημένο το: 1 στον πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό τομέα, κατάσταση που είναι πλέον σταθερή ή μόνιμη και δεν μπορεί να αλλάξει ή να εξελιχθεί: Παλεύει να ανατρέψει το ~. 2 άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία και είναι ενάντιοι στην εξέλιξη, στις αλλαγές: Το πολιτικό ~ αντέδρασε στα νέα νομοσχέδια.

Από το ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μππ. του ΑΕ ρ. καθίσταμαι, με βάση τον αόρ. β΄ κατέστην.

κατευθείαν & κατ’ ευθείαν: (επίρρ.)=απευθείας 1 σε ευθεία γραμμή, ίσια, χωρίς να φύγουμε από την πορεία μας ή χωρίς διακοπές ή στάσεις: Πήγε ~ σπίτι του, χωρίς να περάσει από πουθενά. Κοίταζε ~ μπροστά του, δε γύριζε αριστερά ή δεξιά. 2 (μτφ.) χωρίς να μεσολαβήσει κανείς ή τίποτα: Η μετάφραση είναι από τα αγγλικά και όχι ~ από το γαλλικό πρωτότυπο.

κατευθύνω -ομαι πρτ. και αόρ. κατεύθυνα & κατηύθυνα: (μτβ.) 1 α. οδηγώ κπ ή κτ προς ορισμένο σημείο: Κατηύθυνε το πλοίο προς το λιμάνι. β. παθ. κινούμαι προς ορισμένο σημείο: ~ προς την πόρτα. 2 (μτφ.) επιδρώ πάνω σε κπ ή κτ με τρόπο ώστε να καθορίζω τη συμπεριφορά, τις ενέργειες, τη διαμόρφωση ή την εξέλιξή του: ~ τη συζήτηση στα θέματα που με ενδιαφέρουν. Οι γονείς του τον ~ σε όλες του τις επιλογές. κατεύθυνση η: 1 η πορεία που ακολουθεί κπ ή κτ για να φτάσει σε ορισμένο σημείο: Το πλοίο έχει ~ προς τα ανατολικά. 2 (μτφ.) η πορεία εξέλιξης μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας: Η ~ που έχει πάρει η υπόθεση δε θα οδηγήσει στη λύση της. κατευθυντήριος -α -ο: αυτός που είναι κατάλληλος να κατευθύνει.

κατέχω -ομαι πρτ. & αόρ. κατείχα & [προφ., κυρ. στη σημ. 4] κάτεχα, παθ. μόνο ενστ. & πρτ.: (μτβ.) 1 έχω κτ (συνήθως περιουσιακά στοιχεία ή έγγραφα): Φορολογική δήλωση υποβάλλουν όσοι ~ περιουσιακά στοιχεία. 2 έχω θέση, αξίωμα, τίτλο, ιδιότητα κτλ.: ~ σημαντική θέση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. 3 (για στρατό) κυριεύω και ελέγχω έδαφος ξένης χώρας: Η περιοχή αυτή κατέχεται από ξένες δυνάμεις. 4 γνωρίζω κτ καλά: ~ την τέχνη της ρητορικής. 5 συνήθ. παθ. έχω έντονο συναίσθημα: Κατέχεται από το άγχος της αποτυχίας. κατοχή η: 1 το να έχει κπ κτ στην ιδιοκτησία του: Βρήκαν στην ~ του παράνομα εμπορεύματα. 2 προσωρινή κυριότητα εδάφους από ξένη δύναμη: στρατός κατοχής. Κατοχή η: ΙΣΤ περίοδος (1941 1944) στην οποία η Ελλάδα ήταν υπό γερμανική κατοχή στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. κάτοχος ο, η: πρόσωπο που κατέχει κτ (σημ. 1, 2 και 4). κατοχικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός ή αναφέρεται στην κατοχή στη σημ. 2. κατεχόμενος -η -ο: αυτός που κατέχεται από κπ άλλο με τη σημ. 3: η ~ βόρεια Κύπρος.

κατηγορώ -ούμαι: (μτβ.) 1 θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ κακό ή λάθος: Τον ~ για την αποτυχία της εκδήλωσης. 2 αποδίδω σε κπ ενοχή για πράξη που διώκεται ποινικά: Κατηγορείται για φόνο. κατηγορώ το: άκλ. έντονη καταγγελία εναντίον κπ για κτ: Εξαπέλυσαν δριμύ ~ εναντίον του ιδιοκτήτη της εταιρείας για τις μαζικές απολύσεις. κατηγορία & [προφ.] (σημ. 1α) κατηγόρια η: 1 α. απόδοση ευθύνης σε κπ ή κτ: Ακούγονται πολλές κατηγορίες εναντίον του, αλλά δεν είναι όλες αληθινές. β. απόδοση ενοχής σε κπ για πράξη που διώκεται ποινικά, και η σχετική επίσημη διατύπωση: Συνελήφθη με την ~ της εμπορίας ναρκωτικών. 2 α. σύνολο πραγμάτων ή προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά = τάξη: Το βιβλίο αυτό ανήκει στην ~ των αστυνομικών μυθιστορημάτων. β. βαθμός, επίπεδο κατάταξης: ξενοδοχείο Α΄ κατηγορίας. κατήγορος ο, η: 1 ΝΟΜ αυτός που κατηγορεί κπ για κτ στη σημ. 2 κατηγορούμενος. δημόσιος ~: δικαστικός που εκτελεί χρέη εισαγγελέα σε πταισματοδικείο. 2 αυτός που κατηγορεί κπ για κτ (σημ. 1)=επικριτής. κατηγορούμενος -η -ο: αυτός που κατηγορείται για κτ, κυρ. για πράξη που διώκεται ποινικά. κατηγορούμενος ο, κατηγορουμένη & κατηγορούμενη η: πρόσωπο που κατηγορείται. κατηγορητήριο το: ΝΟΜ διατύπωση κατηγορίας σε δικαστήριο και το αντίστοιχο επίσημο έγγραφο.

κατήφορος ο: 1 έδαφος ή δρόμος με κλίση προς τα κάτω=κατηφόρα, κατηφοριά ανήφορος. 2 (μτφ.) πορεία προς τα κάτω, προς την καταστροφή: Έμπλεξε με ναρκωτικά, πήρε τον ~. κατηφορίζω: ανηφορίζω 1 (μτβ. & αμτβ.) κινούμαι σε δρόμο με κλίση προς τα κάτω: ~ τον δρόμο / προς το λιμάνι. 2 (αμτβ.) έχω κλίση προς τα κάτω: Ο δρόμος σε αυτό το σημείο ~ απότομα. κατηφόρα & κατηφοριά η: κατήφορος ανηφόρα, ανηφοριά, ανήφορος. κατηφορικός -ή -ό: αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω ανηφορικός. κατηφορικά & -ώς (επίρρ.). κατηφόρισμα το ανηφόρισμα.

Από το μτγν. κατώφορος, μεταπλ. επίθ. του ΑΕ κατωφερής, το οποίο σχηματίζεται από τα κάτω + φέρω.

κάτι (αντων. αόρ.) άκλ.: 1 αναφέρεται αόριστα σε πράγμα, κατάσταση, γεγονός κτλ. = [προφ.] κατιτί: Θέλω ~ να σου πω. Έγινε ~ πολύ σπουδαίο. 2 (+ ουσ. στον πληθ.) δηλώνει αόριστα ποσότητα προσώπων ή πραγμάτων=κάποιοι, μερικοί: Του δάνεισα ~ βιβλία. 3 χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε έκπληξη, θαυμασμό, απορία κτλ.: Έχει ~ μάτια, που σου κλέβουν την καρδιά! Λέει ~ τρελά ώρες ώρες! 4 α. (σε εκφρ. ποσού, ποσότητας κτλ.) δηλώνει απροσδιόριστο ποσό, λίγο μεγαλύτερο ή μικρότερο από αυτό που αναφέρουμε: Είναι δώδεκα και ~. Ζυγίζει πενήντα κιλά παρά ~. β. (ως επίρρ.) λίγο: Ζυγίζει ~ παραπάνω από τριάντα κιλά. κάτι το: στοιχείο που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα κπ ή κτ: Έχει αυτό το ~ που σε κάνει να την προσέχεις. το ~ άλλο: για να αναφερθούμε σε κτ που θεωρούμε ότι έχει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: Είναι ~ αυτός ο άνθρωπος, πανέξυπνος, πανέμορφος! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

κατιτί & [λαϊκ.] κατιτίς (αντων. αόρ.) μόνο ον. & αιτ. εν.: [προφ.] αναφέρεται αόριστα σε πράγμα, κατάσταση, γεγονός κτλ.=κάτι: Θέλει το ~ για να δείξει πιο όμορφο το δωμάτιο. glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

κατοικώ -ούμαι: 1 (αμτβ.) μένω κάπου μόνιμα: ~ στην Αθήνα / στη λεωφόρο Αλεξάνδρας / σε μια μονοκατοικία. 2 συνήθ. παθ. (μτβ.) χρησιμοποιώ κτίσμα, περιοχή κτλ. για διαμονή: Το σπίτι αυτό το κατοικούν πρόσφυγες. Το κέντρο της πόλης άρχισε πάλι να κατοικείται. κατοικία η: [επίσ.] κτίσμα που χρησιμοποιείται για να μένει κπ [επίσ.] οικία: κύρια / εξοχική ~. κάτοικος ο, η: πρόσωπο που κατοικεί κάπου: ~ Θεσσαλονίκης. κατοικήσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να κατοικηθεί. κατοικίδιος -α -ο: (για ζώα) αυτός που έχει εξημερωθεί και ζει μαζί με τον άνθρωπο.

κατολίσθηση η: ΓΕΩΛ φαινόμενο κατά το οποίο σωροί από χώματα ή πέτρες ξεκολλούν από τις πλαγιές βουνών και πέφτουν προς τα κάτω: Οι βροχές προκάλεσαν ~ που έκλεισε τον δρόμο.

κατόπιν1 (επίρρ.): στη συνέχεια, μετά από κπ γεγονός=ύστερα, έπειτα, μετά πριν: Έδωσε τη διάλεξη και ~ έγινε συζήτηση. κατόπιν2 (πρόθ.): [επίσ.] (+ γεν.) δηλώνει χρονικό σημείο που ορίζεται από κπ γεγονός, μετά το οποίο και ως συνέπεια του οποίου γίνεται κτ: Το έργο θα δοθεί ~ διαγωνισμού. ~ εντολής του διευθυντή, απολύεστε! ~ εορτής: καθυστερημένα, μετά το τέλος ενός γεγονότος. κατοπινός -ή -ό: αυτός που ακολουθεί προηγούμενος: Τα ~ γεγονότα απέδειξαν ότι είχε πει την αλήθεια.

κάτοπτρο το: 1 επιφάνεια από γυαλί στην οποία αντανακλούν οι ακτίνες φωτός που πέφτουν πάνω της: το ~ του τηλεσκοπίου. 2 [επίσ.] επιφάνεια στην οποία εικονίζεται το είδωλο των αντικειμένων που βρίσκονται μπροστά της=καθρέφτης.

Από το ΑΕ κάτοπτρον, με ρίζα από τον πρκ. β΄ ὄπωπα του ρ. ὁράω -ῶ.

κατορθώνω: (μτβ.) πετυχαίνω κτ μετά από προσπάθεια και κόπο: Μετά από πολύωρη συζήτηση, κατόρθωσε να τους πείσει. κατόρθωμα το: 1 πράξη που απαίτησε πολλή κούραση ή ιδιαίτερη προσπάθεια για να επιτευχθεί: Τέτοια νίκη θα πρέπει να θεωρηθεί ~. 2 [ειρων.] πράξη που κατακρίνουμε: Αυτά είναι τα νέα κατορθώματα του γιου σου! κατορθωτός -ή -ό.

κατοχυρώνω -ομαι: (μτβ.) εξασφαλίζω την αναγνώριση από τρίτους ή τη συνέχιση και νομιμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης: Η ελευθερία του Τύπου ~ από το Σύνταγμα. κατοχύρωση η.

κατσαρός -ή -ό: (για μαλλιά) αυτά που σχηματίζουν μπούκλες=σγουρός ίσιος. τρίχες κατσαρές: ανοησίες. κατσαρώνω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω τα μαλλιά κατσαρά. 2 (αμτβ.) γίνομαι κατσαρός. κατσάρωμα το.

κάτω (επίρρ.): 1 σε σημείο που βρίσκεται χαμηλά (συνήθως στην επιφάνεια του εδάφους) ή χαμηλότερα από κάπου ή κάποιον επάνω: Έπεσε ~ στο πάτωμα / ~ από την καρέκλα. (& ως επίθ.) Μένει στον (από) ~ όροφο. ~ Γλυφάδα άνω. ~ άκρα: τα πόδια άνω ~. ~ Χώρες: η Ολλανδία και το Βέλγιο. 2 (με πρόθ.) στην επιφάνεια, στο τέρμα ή στην κατεύθυνση επάνω: Το νερό κυλά προς τα ~. Το ασανσέρ πάει ως ~ στο υπόγειο. 3 (+ γεν. / από) σε μικρότερο βαθμό, ποσότητα κτλ. από κτ άλλο άνω: Ταινία ακατάλληλη για άτομα ~ των 18. 4 (σε επιφ. προτ.) δηλώνει αποδοκιμασία: ~ οι τύραννοι! άνω- ~: ακατάστατα ή σε σύγχυση: Το δωμάτιό σου είναι ~, όλα στη μέση. Ήταν ~ που έφυγε ο γιος της. πάνω ~: περίπου: Ήταν ~ τριάντα ετών. έρχονται / φέρνω τα πάνω ~: γίνονται ή δημιουργώ μεγάλες αλλαγές. στο ~-~: για έκφραση αγανάκτησης: ~ κανένας δε σου το ζήτησε - μόνος σου ήρθες. κατώτερος -η & [επίσ.] -τέρα -ο: αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο (τοπικό, αξίας, ποιότητας, ιεραρχίας κτλ.) ανώτερος: Αποδείχθηκε ~ από τις προσδοκίες μας, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την εργασία. κατώτατος -η & [επίσ.] -τάτη -ο: αυτός που βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο (τοπικό, αξίας, ποιότητας, ιεραρχίας κτλ.) ανώτατος: ~ όριο μισθού. κατωτέρω (επίρρ.). κατωτερότητα η: η ιδιότητα αυτού που είναι κατώτερος ανωτερότητα: αίσθημα / σύμπλεγμα ~.

κατώφλι το: 1 σκαλοπάτι που οδηγεί στην πόρτα της εισόδου: Η μητέρα τον περίμενε στο ~ του σπιτιού. 2 (μτφ.) πρόθυρα, είσοδος σε κατάσταση, εποχή κτλ.: Βρισκόμαστε στο ~ μιας καινούριας εποχής.

Από τα κάτω + -φλιον < φλιά «δοκάρι που προσαρμόζεται στο τοίχωμα πόρτας».

καυσαέριο το: αέριο το οποίο προέρχεται από την καύση του υλικού που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία μηχανής: Ρύπανση προκαλείται και από τα ~ των αυτοκινήτων.

καύση η: 1 η διαδικασία του καψίματος: Η θρησκεία τους επιτρέπει την ~ των νεκρών. 2 ΧΗΜ χημική αντίδραση του οξυγόνου με άλλες ουσίες, κατά την οποία ελευθερώνεται θερμότητα και παράγεται φως: βραδεία / ατελής / εσωτερική ~. 3 συνήθ. πληθ. οξειδώσεις που συντελούνται στα κύτταρα του οργανισμού: Δεν παχαίνει, γιατί κάνει πολλές καύσεις. καύσιμος -η -ο: αυτός που είναι κατάλληλος για καύση, για παραγωγή θερμότητας και παροχή ενέργειας. καύσιμο το: υλικό που χρησιμοποιείται για την παροχή ενέργειας σε κινητήρα: υγρό / αέριο ~. καυστήρας ο: συσκευή στην οποία γίνεται καύση υλικών για την παραγωγή θερμότητας, ενέργειας κτλ.

καυστικός ή -ό: 1 ΧΗΜ χημική ένωση που μπορεί να προκαλέσει διάβρωση, κάψιμο ή διάλυση: ~ υγρό καθαρισμού. 2 (μτφ.) αυτός που χρησιμοποιεί σαρκασμό στην κρίση ή κριτική του: Οι γελοιογραφίες συχνά είναι καυστικότερες από την αρθρογραφία. καυστικά (επίρρ.). καυστικότητα η.

καύσωνας ο: καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες.

καυτηριάζω -ομαι: (μτβ.) 1 ΙΑΤΡ καίω ιστούς με ειδικό εργαλείο για θεραπευτικούς σκοπούς. 2 (μτφ.) κρίνω αρνητικά και με έντονο τρόπο κπ ή κτ=στηλιτεύω: Στα γραπτά του ~ τη διαφθορά της πολιτικής. καυτηρίαση η.

καυχιέμαι & [επίσ.] -ώμαι καυχιέσαι & καυχάσαι, αόρ. καυχήθηκα: (αμτβ.) περηφανεύομαι για κτ, συχνά και χωρίς πραγματικό λόγο=καμαρώνω, παινεύομαι, κομπάζω: Καυχιέται ότι μόνος του τα κατάφερε τόσο καλά. καύχημα το: αυτό για το οποίο παινεύεται κπ = καμάρι, τιμή ντροπή, όνειδος: Τέτοιοι άξιοι άνθρωποι αποτελούν το ~ της μικρής μας κοινωνίας. καυχησιάρης -α -ικο: αυτός που παινεύεται για τον εαυτό του. καυχησιάρικα (επίρρ.).

καφές ο: 1 καρπός φυτού ο οποίος χρησιμοποιείται μετά από ειδική επεξεργασία για την παρασκευή ροφήματος. 2 το καβουρδισμένο και αλεσμένο προϊόν το οποίο προέρχεται από κόκκους καφέ. 3 ρόφημα που κατασκευάζεται με βρασμένο νερό και καφέ με τη σημ. 2. καφενείο το & [λαϊκ.] καφενές ο & (κυρ. για νέους) καφετέρια & καφετερία η: μαγαζί όπου σερβίρονται καφέδες, αναψυκτικά κτλ. καφετζής ο, -ού η: ιδιοκτήτης καφενείου. καφετιέρα η: μηχανή που φτιάχνει καφέ.

καχυποψία η: η υποψία κπ ότι οι άλλοι προσπαθούν να τον βλάψουν: Μας κοιτούσε με ~, δε μας πίστευε. καχύποπτος -η -ο. καχύποπτα (επίρρ.).

Από το ΑΕ καχύποπτος < κακός + ὕποπτος.

κείμαι μόνο ενστ., κείσαι, κείται, κείμεθα, κείσθε, κείνται, μπε. κείμενος: [επίσ.] (αμτβ.) 1 βρίσκομαι: Το χωριό κείται στους πρόποδες του βουνού. 2 (για νεκρό) είμαι θαμμένος. ενθάδε κείται: εδώ βρίσκεται θαμμένος (επιγραφή σε τάφους). κείμενος -η -ο: (μπε. ως επίθ.) ΝΟΜ αυτός που είναι σε ισχύ: οι κείμενοι νόμοι. τα κακώς κείμενα: απαράδεκτες καταστάσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν: Θίγονται ξανά τα ~ του εκπαιδευτικού συστήματος.

κείμενο το: σύνολο προτάσεων με λογικό ειρμό, που αποτελούν ολόκληρη ενότητα ή υποενότητα προφορικού ή γραπτού λόγου με ολοκληρωμένο νόημα: Ήρθε σήμερα στη δημοσιότητα το ~ του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. κειμενικός -ή -ό.

Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μπε. του ρ. κείμαι.

κειμήλιο το: αντικείμενο παλαιότερης περιόδου, με συναισθηματική, ιστορική, καλλιτεχνική, ηθική ή χρηματική αξία, που διατηρεί κπ με ιδιαίτερη φροντίδα: Αυτή η εικόνα είναι ~ από τη γιαγιά μου.

κείτομαι μόνο ενστ. & πρτ.: βρίσκομαι ξαπλωμένος στο έδαφος: Τα κιονόκρανα κείτονται πια στο έδαφος.

κεκτημένος -η -ο: αυτός τον οποίο έχει αποκτήσει κπ και τον διατηρεί, μόνο στις εκφρ. ~ ταχύτητα /δικαίωμα.

Πρόκειται για τη μππ. του AE ρ. κτῶμαι «αποκτώ».

κελί το: μικρό δωμάτιο α. σε φυλακή, στο οποίο κρατούνται οι φυλακισμένοι. β. μοναχού ή μοναχής σε μοναστήρι.

κενός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει τίποτε στο εσωτερικό του=άδειος γεμάτος, πλήρης: Συμπληρώστε τα ~ τετράγωνα. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει πνευματικό περιεχόμενο ή ηθικές αξίες: άνθρωπος ~ και επιφανειακός. 3 αυτός που δεν έχει καταληφθεί, δεν έχει συμπληρωθεί: Θα προσληφθούν καθηγητές για την πλήρωση των ~ θέσεων. 4 (μτφ.) αυτός που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η ζωή της φαίνεται ~, χωρίς νόημα. κενό το: 1 χώρος όπου δεν υπάρχει τίποτε: ~ αέρος. Κοιτούσε αφηρημένος το ~. 2 χώρος που εκτείνεται προς τα κάτω, σε μεγάλο βάθος, καθώς τον αντικρίζει κπ από πολύ ψηλά: Στάθηκε στην άκρη της ταράτσας κι έπεσε στο ~. 3 έλλειψη συνέχειας: Μετά το ατύχημα, η μνήμη της παρουσιάζει κενά. 4 θέση που δεν έχει καλυφθεί: Οι νέοι καθηγητές θα καλύψουν τα ~ στις δυσπρόσιτες περιοχές.

Προσοχή στη διαφορετική σημ. και γραφή των καινός και κενός!

κεντρί το: όργανο στο κεφάλι ή στο πίσω μέρος του σώματος εντόμων, που μοιάζει με βελόνα και χρησιμεύει για άμυνα ή επίθεση: Μια μέλισσα τον τσίμπησε με το ~ της. κεντρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 τσιμπώ κπ με κεντρί ή αιχμηρό όργανο: Ο σκορπιός τον κέντρισε στο πόδι. 2 (μτφ.) παρακινώ, εξάπτω κπ ή κτ: Η εισαγωγή του βιβλίου κέντρισε το ενδιαφέρον μου. κέντρισμα το.

κέντρο το: 1 ΓΕΩΜ σημείο στο εσωτερικό κύκλου, το οποίο απέχει ίση απόσταση από κάθε σημείο της περιφέρειας. 2 (μτφ.) σημείο ή τόπος γύρω από τον οποίο βρίσκονται ή κινούνται άλλα πράγματα ή πρόσωπα: Η Ιωνία υπήρξε στην αρχαιότητα ~ του εμπορίου και της φιλοσοφίας. 3 περιοχή πόλης στην οποία βρίσκεται η διοίκηση, η οικονομική ζωή κτλ.: Πολλοί ζουν στα προάστια της πόλης, αλλά έρχονται στο ~ για δουλειά. εμπορικό ~: συγκρότημα κτιρίων ή περιοχή με συγκεντρωμένα εμπορικά καταστήματα. 4 χώρος με εγκαταστάσεις και υπηρεσίες για συγκεκριμένο σκοπό: ερευνητικό / εκλογικό ~. 5 κατάστημα ψυχαγωγικού χαρακτήρα: κοσμικό / νυχτερινό ~. 6 ΠΟΛ ο μεσαίος πολιτικός χώρος. 7 ~ βάρους: ΦΥΣ το νοητό σημείο ενός σώματος στο οποίο εφαρμόζεται η συνισταμένη των δυνάμεων έλξης της γης επάνω στο σώμα. κεντρικός -ή -ό: 1 αυτός που βρίσκεται στο κέντρο. 2 βασικός, κύριος: ~ ιδέα. κεντρικά (επίρρ.). κεντρώος -α -ο: ΠΟΛ αυτός που αρμόζει ή ανήκει στον μεσαίο πολιτικό χώρο.

κεραία η: 1 αισθητήριο όργανο εντόμων στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) ιδιαίτερη ικανότητα αντίληψης: Οι ευαίσθητες ~ του καλλιτέχνη έπιαναν κάθε αλλαγή. 3 ΤΕΧΝΟΛ συσκευή που αποτελείται από σύρμα ή ράβδους, σε κατάλληλη διάταξη, για την εκπομπή ή λήψη ηλεκτρομαγνητικών ηχητικών και οπτικών σημάτων: ~ τηλεόρασης / τηλεφώνου. δορυφορική ~.

Το ουσ. κεραία προέρχεται από το ΑΕ κεραία, ενώ στη σημ. 3 είναι σημδ. από το γαλλ. antenne.

κεραυνοβολώ -ούμαι: (μτβ.) 1 προκαλώ έντονη και δυσάρεστη έκπληξη, ξαφνιάζω κπ αρνητικά: Κεραυνοβολημένος έμεινε ο Βασίλης, όταν πληροφορήθηκε το συμβάν. 2 ρίχνω σε κπ επιτιμητικό και άγριο βλέμμα, ώστε να τον καθηλώσω: Με κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του για το λάθος μου. κεραυνοβόλος -α & [επίσ.] -ος -ο: αυτός που είναι σφοδρός, ξαφνικός και ακαριαίος σαν κεραυνός, κυρ. στην έκφρ. ~ έρωτας. κεραυνοβόλα (επίρρ.). κεραυνοβόλημα το.

κεραυνός ο: 1 ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα στο έδαφος και σε σύννεφα με αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο, η οποία συνοδεύεται από λάμψη και πολύ δυνατό ήχο: Έπεσε ~. 2 (μτφ.) γεγονός που έρχεται ξαφνικά και προκαλεί έκπληξη: είδηση ~. ~ εν αιθρία: εντελώς ξαφνικά.

κέρδος το: 1 υλική ωφέλεια σε χρήμα που έχει κπ όταν πουλάει κτ ή όταν προσφέρει κπ υπηρεσία με αμοιβή και αφού αφαιρέσει το κόστος ζημία: καθαρό / γρήγορο ~. Η επιχείρηση σημείωσε σημαντικά κέρδη. 2 ηθικό όφελος: Το ~ για την Κύπρο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. κερδίζω -ομαι (μτβ.) χάνω: 1 έχω κέρδος υλικό ή ηθικό. 2 βγαίνω νικητής σε αγώνα ή παιχνίδι=νικώ.

κερί το: 1 λιπαρή και εύπλαστη ουσία που παράγεται από μέλισσες και λιώνει με τη θερμότητα. 2 μικρός κύλινδρος από κερί (σημ. 1) ή από άλλα υποκατάστατα, με φιτίλι στη μέση, το οποίο, καθώς καίγεται, παράγει φως: Διάβαζε τη νύχτα στο φως του ~. κέρινος -η -ο: 1 αυτός που είναι κατασκευασμένος από κερί: ~ ομοίωμα. 2 (μτφ.) αυτός που έχει το υποκίτρινο χρώμα του κεριού: Το πρόσωπό της ήταν ~ από τον τρόμο. κερώνω -ομαι: 1 (μτβ.) αλείφω κτ με κερί: ~ τα έπιπλα. 2 (αμτβ.) γίνομαι ωχρός σαν κερί από φόβο, αγωνία κτλ.: Μόλις είδα το φριχτό θέαμα, κέρωσα!

κερκίδα η: σειρά καθισμάτων σε γήπεδο ή αρχαίο θέατρο και (συνεκδ.) οι θεατές αγώνα σε γήπεδο: Η ~ επευφημούσε και εμψύχωνε τους παίκτες της ομάδας.

κερνώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 προσφέρω κτ (συνήθως ποτό, γλυκό κτλ.) σε επισκέπτη ή καλεσμένο: Να σας κεράσω ένα γλυκό; 2 πληρώνω τα έξοδα γεύματος, ποτού κτλ. ενός ή πολλών ατόμων: Θα μας κεράσει για την επιτυχία του στις εξετάσεις. κέρασμα το: η πράξη που κάνει αυτός που κερνάει, και (συνεκδ.) αυτό που κερνάει: Άμα κερδίσω, έχετε ~. Το κρασί είναι ~ από το μαγαζί.

Από το AE ρ. κεράννυμι «ανακατεύω (κρασί με νερό)». Από την ίδια ρίζα προέρχονται επίσης τα κρασί, κράμα, κράση.

κεφάλαιο το: 1 μεγάλο χρηματικό ποσό που χρησιμοποιείται για κατάθεση, δανεισμό ή επένδυση: Να δανειστείς το ~ που χρειάζεσαι από την τράπεζα. 2 η κοινωνική τάξη που κατέχει τον πλούτο σε μια κοινωνία=καπιταλιστές. 3 (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται πολύτιμο για το άτομο ή το κοινωνικό σύνολο, σε πνευματικό ή ηθικό επίπεδο: H βυζαντινή μουσική αποτελεί σημαντικό ~ της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. 4 καθεμία από τις ενότητες στις οποίες χωρίζεται ένα βιβλίο, ένα σύγγραμμα: Το βιβλίο έχει επτά ~. 5 (μτφ.) κομμάτι της ζωής ή της πορείας ενός ατόμου, μιας ομάδας κτλ.: Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση άνοιξε ένα νέο ~ στην κυπριακή ιστορία.=σελίδα.

κεφαλαίος -α -ο: κυρ. στο κεφαλαίο γράμμα: μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου, με το οποίο αρχίζουν τα κύρια ονόματα ή οι λέξεις στην αρχή περιόδου: Με μικρό ή με κεφαλαίο Α γράφεται; κεφαλαίο το: Να γράψεις τον τίτλο με κεφαλαία!

κεφάλι το: 1 το ανώτερο τμήμα του σώματος ανθρώπων και ζώων, στο οποίο βρίσκονται το κρανίο με τον εγκέφαλο, τα μάτια, η μύτη, το στόμα και τα αυτιά. μου ανέβηκε το αίμα στο ~: θύμωσα πολύ. σκύβω το ~: υποτάσσομαι. 2 η ανθρώπινη ζωή: Έτσι που τρέχεις με τη μηχανή, θα το φας το ~ σου! κόβω το ~ μου: βάζω στοίχημα ακόμα και τη ζωή μου για κτ. 3 το μυαλό ως κέντρο της ανθρώπινης νόησης: Είναι μαθηματικό ~. αγύριστο / ξερό ~: άνθρωπος ξεροκέφαλος. 4 [προφ.] αυτός που έχει εξουσία: Για ένα τόσο σοβαρό θέμα θα αποφασίσουν τα μεγάλα ~. 5 (μτφ.) ό,τι έχει σχήμα κεφαλιού: Βάζουμε και δύο ~ σκόρδο. κεφαλή η: 1 [επίσ.] το κεφάλι: στροφή ~ δεξιά! ζητώ την κεφαλήν κπ επί πίνακι: ζητώ την παραδειγματική τιμωρία κπ. κατά κεφαλήν: ανά άτομο: Αυξήθηκε το ~ εισόδημα στη χώρα μας φέτος. 2 (μτφ.) αρχηγός, ηγέτης: Ο Χριστός είναι η ~ της εκκλησίας. 3 η άκρη του βλήματος, που περιέχει τον εκρηκτικό μηχανισμό: Αυτός ο πύραυλος φέρει πυρηνικές ~. κεφαλιά η: χτύπημα με το κεφάλι (κυρίως στο ποδόσφαιρο): Mε δυνατή ~ πέτυχε το 1-0.

κέφι το: 1 χαρούμενη διάθεση: Νομίζεις ότι μ’ αυτά που λες θα μου χαλάσεις το ~; κάνω κπ / κτ ~: μου αρέσει. 2 διάθεση, όρεξη για κτ: Έχεις ~ για βόλτα; κεφάτος -η -ο: 1 αυτός που έχει κέφι: Γιατί είσαι τόσο ~ σήμερα; 2 αυτός που δημιουργεί κέφι: Βάλτε κανένα ~ τραγούδι!

κηδεμόνας ο, η: πρόσωπο που έχει τη φροντίδα και την επιμέλεια ανήλικου παιδιού, ο γονέας ή κπ άλλος, όταν απουσιάζουν ή έχουν πεθάνει οι γονείς: Σύλλογος γονέων και ~. κηδεμονία η: 1 ΝΟΜ η ανάληψη της επιμέλειας ανηλίκου με βάση τον νόμο. 2 [μειωτ.] προστασία και επιβολή επάνω σε κπ: Η χώρα ήταν υπό την ~ της Αγγλίας. κηδεμονεύω -ομαι: (μτβ.) 1 αναλαμβάνω την κηδεμονία ανηλίκου. 2 [μειωτ.] καθοδηγώ κπ επιβάλλοντάς του αυτό που πρέπει να κάνει: Αυτή η οργάνωση ~ από κυβερνητικά στελέχη.

Από το AE ρ. κήδομαι «φροντίζω», απ’ όπου και τα κηδεία, κηδεύω.

κηδεύω -ομαι: (μτβ.) κάνω την ταφή κπ που πέθανε=θάβω, ενταφιάζω: Τον κήδεψαν χθες στην ιδιαίτερη πατρίδα του. κηδεία η: η τελετή της εκφοράς και της ταφής ενός νεκρού: Η ~ θα γίνει αύριο στις πέντε. glass σχ. κηδεμόνας.

κηλίδα η: 1 μικρό σημάδι με διαφορετικό χρώμα που εμφανίζεται σε μια επιφάνεια=λεκές: Εντοπίστηκε ~ πετρελαίου στον Σαρωνικό. 2 ΑΣΤΡΟΝ οι σκοτεινές περιοχές της επιφάνειας των ουράνιων σωμάτων: ηλιακές ~. 3 (μτφ.) στίγμα για την τιμή και το κύρος κπ: Η ήττα αυτή αποτελεί μαύρη ~ στην ιστορία της ομάδας. κηλιδώνω -ομαι: (μτφ., μτβ.)=στιγματίζω, σπιλώνω, αμαυρώνω τιμώ: Με την πράξη του αυτή κηλίδωσε το όνομα της οικογένειάς του.

κήπος ο: περιφραγμένη συνήθως έκταση γης, όπου καλλιεργούνται λουλούδια, οπωροφόρα δέντρα, λαχανικά: Ασχολούμαι με τα φυτά του ~ μας. κηπευτικός -ή -ό: αυτός που χρησιμοποιείται ή που καλλιεργείται σε κήπο: ~ προϊόν. κηπευτικά τα: τα λαχανικά: Αυξήθηκαν πάλι οι τιμές των ~. κηπουρός ο: αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια φυτών και τη φροντίδα των κήπων. κηπουρικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το έργο του κηπουρού: ~ εργαλείο. κηπουρική η: ενασχόληση, κυρίως επαγγελματική, με την καλλιέργεια του κήπου: Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια ~.

κηρύσσω & κηρύττω -ομαι: (μτβ.) 1 [επίσ.] ανακοινώνω κτ επίσημα και δημόσια: ~ την έναρξη του συνεδρίου. Tο Εφετείο τον κήρυξε ένοχο. ~ πόλεμο. 2 κάνω κήρυγμα, διαδίδω ιδέες: Οι ιερείς ~ τον λόγο του Ευαγγελίου. κήρυξη η: επίσημη ανακοίνωση, γνωστοποίηση: η ~ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. κήρυγμα το: 1 λόγος με θρησκευτικό περιεχόμενο που εκφωνείται στις εκκλησίες: το ~ του Αρχιεπισκόπου. 2 λόγος με τον οποίο κπ προσπαθεί φορτικά να προβάλει τις θέσεις του: Ζητήσαμε τη γνώμη του και εκείνος άρχισε να μας κάνει ~. κήρυκας ο: 1 πρόσωπο που κάνει κήρυγμα. 2 ο αγγελιαφόρος: Έστειλε ~, να μεταφέρουν τη δυσάρεστη είδηση. 3 πρόσωπο που επιδιώκει τη διάδοση μιας ιδεολογίας, ενός δόγματος κτλ.: ~ ειρήνης.

κίβδηλος -η -ο: 1 αυτός που δεν είναι γνήσιος = πλαστός, κάλπικος, ψεύτικος γνήσιος: ~ νόμισμα. 2 (μτφ.) αυτός που είναι ανειλικρινής ή ψεύτικος: ~ χαρακτήρας.

Από το ΑΕ κίβδος «σκουριά».

κιβωτός η: 1 μεγάλο κιβώτιο για τη φύλαξη κυρίως ιερών θρησκευτικών κειμηλίων. ~ της Διαθήκης: ιερό κειμήλιο των Ισραηλιτών. ~ του Νώε. 2 (μτφ.) χώρος ή μέσο διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς: Η εκκλησία ήταν η ~ διατήρησης της ταυτότητάς μας στην Τουρκοκρατία.

κιλό το: μονάδα μέτρησης βάρους ίση με χίλια γραμμάρια=[επίσ.] χιλιόγραμμο: Θα μου πάρεις ένα ~ μέλι;

κίνδυνος ο: 1 οτιδήποτε απειλεί τη ζωή ή την ασφάλεια προσώπου ή πράγματος: Είναι βαριά τραυματισμένος, η ζωή του βρίσκεται σε ~. σήμα κινδύνου: σήμα το οποίο εκπέμπει πλοίο, αεροπλάνο κτλ. καλώντας σε βοήθεια, και (μτφ.) προειδοποίηση για κίνδυνο που πλησιάζει. έξοδος κινδύνου: βοηθητική έξοδος σε χώρους στους οποίους συγκεντρώνονται πολλοί άνθρωποι και που χρησιμεύει για να διαφεύγουν σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. 2 η πιθανότητα να συμβεί κτ κακό: Υπάρχει ~ επεισοδίων στον αυριανό αγώνα. κινδυνεύω: 1 (αμτβ.) βρίσκομαι σε κίνδυνο, απειλούμαι: Η υγεία σου ~ από το κάπνισμα. 2 (μτβ.) αντιμετωπίζω τον κίνδυνο να…: ~ να χάσω τάξη λόγω απουσιών.

κίνημα το: 1 ενέργεια ομάδας ανθρώπων, που αποσκοπεί στην αλλαγή ή βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή στον επηρεασμό της πολιτικής ζωής=πραξικόπημα: Το ~ των στρατιωτικών είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της κυβέρνησης. 2 ομάδα ανθρώπων που εργάζονται για έναν κοινό σκοπό ή για τη διάδοση ενός συνόλου ιδεών: φεμινιστικό ~. κινηματίας ο.

κινηματογράφος ο: 1 τεχνική που επιτρέπει την αποτύπωση σε φιλμ κινούμενων εικόνων και ήχου, καθώς και η προβολή τους σε οθόνη: Είναι μια ταινία της εποχής του βωβού ~. 2 η τέχνη της δημιουργίας κινηματογραφικών έργων: Μου αρέσουν οι ταινίες του ελληνικού ~. 3 ο χώρος προβολής κινηματογραφικών ταινιών: Θα πάμε σε θερινό ~. κινηματογραφικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με τον κινηματογράφο: ~ κριτική. 2 (μτφ.) αυτός που εξελίσσεται πολύ γρήγορα, όπως η εναλλαγή εικόνων στον κινηματογράφο: Οι εξελίξεις στη Γενετική γίνονται με ~ ταχύτητα. κινηματογραφώ -ούμαι: (μτβ.) αποτυπώνω κτ σε κινηματογραφική ταινία: Θα δούμε κινηματογραφημένα στιγμιότυπα από τη ζωή του ποιητή. κινηματογραφιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που ασχολείται με το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών. κινηματογραφικά (επίρρ.).

κινητήρας ο: μηχανή που μεταδίδει κίνηση σε άλλο μηχανισμό: Το αυτοκίνητο έχει βλάβη στον ~. κινητήριος -α -ο: αυτός που θέτει σε κίνηση ή σε λειτουργία κτ: ~ ιμάντας. ~ δύναμη: Το χρήμα είναι η ~ της αγοράς.

κινητοποιώ -ούμαι: (μτβ.) ενεργοποιώ κπ ή ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων, ώστε να πετύχουν έναν στόχο: Αν δεν κινητοποιηθείς εσύ, κανένας δε θα σε βοηθήσει να βρεις εργασία. κινητοποίηση η: H άμεση ~ της Πυροσβεστικής απέτρεψε την εξάπλωση της πυρκαγιάς.

κίνητρο το: 1 ό,τι ωθεί κπ σε μια πράξη ή συμπεριφορά: Μοναδικό του ~ είναι η κατάληψη της εξουσίας. 2 οποιαδήποτε παροχή (οικονομική, ηθική κτλ.) με στόχο την ενίσχυση μιας δραστηριότητας: Να δοθούν οικονομικά ~ στους υπαλλήλους, ώστε να είναι πιο παραγωγικοί.

κινώ -ούμαι 1 (μτβ.) α. θέτω σε κίνηση ή σε λειτουργία: Μπορείς να κινήσεις τα χέρια σου; Αυτή η αντλία κινείται με ηλεκτρισμό. β. προκαλώ έντονο συναίσθημα: Μου κίνησε τον οίκτο η όψη του. 2 (αμτβ.) α. παθ. μετακινούμαι, προχωρώ: Τα αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλες ταχύτητες στην εθνική οδό. β. ενεργώ, λειτουργώ: Οι εκπτώσεις θα κινήσουν την αγορά. κίνηση η: 1 η αλλαγή θέσης προσώπου ή πράγματος σε συγκεκριμένο χρόνο και σε σχέση με ένα σταθερό σημείο ακινησία: η ~ της Γης γύρω από τον ήλιο. 2 κυκλοφορία ατόμων ή οχημάτων: Έχει πολλή ~ στον δρόμο. Τις γιορτές έχει ~ στα εμπορικά καταστήματα. 3 δραστηριότητες ή γεγονότα που συμβαίνουν σε κπ τομέα: καλλιτεχνική ~. κινητός -ή -ό: ακίνητος 1 αυτός που μπορεί να κινείται, να μετακινείται ή να μεταφέρεται: ~ γέφυρα. 2 ΕΚΚΛ ~ εορτή: θρησκευτική γιορτή που δεν εορτάζεται σε καθορισμένη ημερομηνία. 3 αυτός που χρησιμοποιεί ειδικό όχημα για να μετακινείται: ~ μονάδα αιμοληψίας. κινητό το: συσκευή τηλεφώνου που λαμβάνει σήμα από οποιοδήποτε σημείο. κινητικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την κίνηση: Να βοηθάτε τα άτομα με ~ προβλήματα. ~ ενέργεια: ΦΥΣ η ενέργεια που διαθέτει ένα σώμα λόγω της κίνησής του. κινητικότητα η: 1 η ικανότητα κπ να κινείται: Τα μικρά παιδιά παρουσιάζουν αυξημένη ~. 2 (μτφ.) μετακίνηση: Διαπιστώνεται ~ του πληθυσμού από την επαρχία προς την Αθήνα. 3 (μτφ.) έντονη δραστηριότητα=ενεργοποίηση αδράνεια: Παρατηρείται μεγάλη ~ στο διπλωματικό πεδίο.

Από το ΑΕ κινητός «αυτός που μπορεί να μετακινηθεί» < ρ. κινῶ.

κιόλας (επίρρ.): 1 αμέσως: Aύριο ~ θα πάω. 2 ήδη: Eίναι ~ μεσάνυχτα. 3 για κτ που γίνεται νωρίτερα ή γρηγορότερα από το αναμενόμενο: Τέλειωσες το διάβασμα ~; 4 επιπρόσθετα, επιπλέον: Δε φτάνει που τα έκανες θάλασσα, ζητάς ~ και τα ρέστα;

κίονας ο: ΑΡΧΙΤ κολόνα: Ο ναός του Δία στηριζόταν σε δέκα κίονες δωρικού ρυθμού.

κίτρινος -η -ο: 1 αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου λεμονιού. ~ φυλή: μία από τις τέσσερις φυλές, στην οποία ανήκουν οι Kινέζοι, οι Iάπωνες και οι Mογγόλοι, με κύριο χαρακτηριστικό το κίτρινο χρώμα του προσώπου και τα σχιστά μάτια. 2 αυτός που έχει χλωμό πρόσωπο: Μόλις άκουσε τη δυσάρεστη είδηση, έγινε ~ σαν (το) κερί. κίτρινο το: το κίτρινο χρώμα: Μαρία, δε σου πάνε τα ~! κιτρινίζω: 1 (μτβ.) κάνω ή βάφω κτ κίτρινο: Ο ήλιος ~ τα φύλλα. 2 (αμτβ.) αποκτώ κίτρινο χρώμα: Τα φύλλα ~ το φθινόπωρο. 3 (μτφ.) χλωμιάζω, γίνομαι ωχρός: Κιτρίνισε μόλις είδε τον γκρεμό. κιτρινίλα η: 1 λεκές που φαίνεται σαν κίτρινο σημάδι. 2 ωχρότητα του προσώπου. κιτρίνισμα το.

κλαδί το: προέκταση του κορμού δέντρων ή θάμνων, από την οποία φυτρώνουν τα φύλλα και οι καρποί: Αυτή η κερασιά έχει πυκνά ~, να τα αραιώσεις! κλαδεύω -ομαι: (μτβ.) κόβω τα ξερά και περιττά κλαδιά ενός φυτού: Είναι η εποχή που ~ τα αμπέλια. κλάδεμα το. κλαδευτήρι το: εργαλείο που μοιάζει με ψαλίδι και χρησιμοποιείται για το κλάδεμα των φυτών.

Από το ΑΕ κλάδος.

κλάδος ο: 1 [επίσ.] κλαδί φυτού. ~ ελαίας: πρόταση για ειρήνη. μετά βαΐων και κλάδων: επίσημα, θριαμβευτικά. 2 (μτφ.) υποδιαίρεση επιστήμης=τομέας: H Γενετική είναι ~ της Βιολογίας. 3 σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές δραστηριότητες: Τα νέα μέτρα προκάλεσαν αναταραχή στον ~ των εμπόρων. κλαδικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση ή που ανήκει σ' έναν κλάδο με τη σημ. 3: ~ οργάνωση.

κλαίω -γομαι αόρ. έκλαψα, παθ. αόρ. κλαύτηκα, μππ. κλαμένος: 1 (αμτβ.) χύνω δάκρυα από λύπη, πόνο, χαρά κτλ.: Οι γονείς μου έκλαιγαν από χαρά, μόλις έμαθαν ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο. Το παιδί χτύπησε κι έκλαιγε. ~ και οδύρομαι: κλαίω έντονα. 2 (μτβ.) θρηνώ κπ ή κτ: Όλοι κλάψαμε το νέο παιδί που χάθηκε σε τροχαίο ατύχημα. 3 παθ. παραπονιέμαι χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος = μεμψιμοιρώ: Όλο κλαίγεται πως δεν έχει λεφτά. κλάμα το. για κλάματα: για κπ ή κτ που είναι σε αξιοθρήνητη κατάσταση. κλάψα η: συνήθ. πληθ. παράπονο που εκφράζεται με ενοχλητικό τρόπο: Δεν αντέχω τις ~ της! κλαψιάρης -α -ικο: αυτός που βάζει τα κλάματα εύκολα ή παραπονιέται συχνά. κλαψιάρικος -η -ο: αυτός που ταιριάζει στον κλαψιάρη: ~ ύφος. κλαψουρίζω: (αμτβ.) κλαίω σιγανά και παρατεταμένα. κλαψούρισμα το: το να κλαψουρίζει κπ και ο ήχος που βγάζει: Δεν αντέχω πια αυτό το ~!

κλασικός -ή -ό: 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο και στα έργα της ακμής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας: Να μελετήσετε τα έργα των αρχαίων ~! Τη μετάφραση της Αντιγόνης έκανε ένας ~ φιλόλογος. 2 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόσωπα ή τα έργα συγγραφέων ή καλλιτεχνών με αξεπέραστη συνεισφορά και αξία: Το έργο του Ντοστογιέφσκι θεωρείται πλέον ~. ~ μουσική: η έντεχνη δυτικο-ευρωπαϊκή μουσική του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. 3 αυτός που τηρεί το μέτρο, που δεν απομακρύνεται από τους καθιερωμένους κανόνες: Προτιμά το ~ ντύσιμο από το μοντέρνο. 4 αυτός που έχει όλες τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του είδους του=τυπικός: Πρόκειται για ~ περίπτωση ανθρώπου με ψυχική διαταραχή. κλασικά (επίρρ., στη σημ. 3). κλασικισμός ο. κλασικιστής ο, -ίστρια η. κλασικιστικός -ή -ό.

κλάσμα το: 1 ΜΑΘ το πηλίκο δύο αριθμών α και β, το οποίο συμβολίζεται με την παράσταση α/β: Σήμερα μάθαμε αφαίρεση κλασμάτων. 2 τμήμα, μέρος ενός συνόλου. σε κλάσμα(τα) δευτερολέπτου: πολύ γρήγορα. κλασματικός -ή -ό: ΜΑΘ αυτός που σχετίζεται με το κλάσμα: ~ αριθμός.

Από το ελνστ. κλάσμα «απόσπασμα» < AE ρ. κλάω- ῶ «σπάζω, χτυπώ».

κλέβω -ομαι: 1 (μτβ.) αφαιρώ από κπ κτ με παράνομο τρόπο: Mου έκλεψαν το πορτοφόλι μέσα από την τσάντα. 2 (μτβ.) παίρνω κπ με τη βία με σκοπό να κερδίσω χρήματα: Οι κακοποιοί έκλεψαν τη γυναίκα του επιχειρηματία και ζήτησαν λύτρα. 3 (μτβ.) παρουσιάζω ως δικό μου έργο κτ το οποίο ανήκει σε άλλον=ιδιοποιούμαι: Διαμαρτύρεται ότι του έκλεψαν την ιδέα. 4 (μτφ., μτβ.) καταφέρνω να πάρω κτ: Ο αμυντικός του έκλεψε την μπάλα. ~ την καρδιά κπ: τον γοητεύω. 5 (αμτβ.) κάνω κλοπές, εξαπατώ: Η πείνα με οδήγησε να κλέψω. Kλέβει στο τάβλι. 6 παθ. φεύγω κρυφά από το σπίτι για να παντρευτώ, χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών: Κλέφτηκαν η Μαρία με τον Τάσο! κλέφτης ο, -τρα η: άτομο που κλέβει κτ από κπ: ~ μπήκαν στο διπλανό μαγαζί και το άδειασαν. κλέφτης ο: ΙΣΤ μέλος άτακτων ομάδων που κατά την Tουρκοκρατία αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους: οι ~ και οι αρματολοί. κλοπή η: παράνομη αφαίρεση πράγματος που ανήκει σε άλλον: Κατηγορείται για κλοπές. κλοπιμαίος -α -ο: αυτός που προέρχεται από κλοπή. κλοπιμαία τα: αντικείμενα που έχουν κλαπεί: Η αστυνομία βρήκε τα ~. κλέφτικος -η -ο: αυτός που συνδέεται με τους κλέφτες με τη σημ. 2: ~ τραγούδια. κλέψιμο το & κλεψιά η: το να κλέβει κπ κτ.

κλειδί το: 1 μικρό μεταλλικό αντικείμενο το οποίο ανοίγει ή ασφαλίζει κλειδαριά: Άνοιξε με το δικό σου ~, γιατί ξέχασα το δικό μου. 2 εργαλείο με το οποίο σφίγγει ή ξεβιδώνει μια βίδα ή συνδέεται και αποσυνδέεται ένας μηχανισμός: τα ~ για την αλλαγή των ελαστικών του αυτοκινήτου. 3 (μτφ.) πρόσωπο ή στοιχείο που έχει μεγάλη σημασία σε κπ υπόθεση, ζήτημα κτλ.: Tο ~ της υπόθεσης είναι ο περίεργος ρόλος του υπηρέτη. θέση / άνθρωπος / φράση κτλ. ~: σημαντική θέση / κατάλληλος άνθρωπος / σημαντική φράση για την κατανόηση ενός κειμένου. κλειδώνω -ομαι: (μτβ.) 1 ασφαλίζω με κλειδί: ~ το αυτοκίνητο. 2 βάζω κτ σ' έναν ασφαλισμένο χώρο: Έχω τα έγγραφα κλειδωμένα στο γραφείο μου. 3 κλείνω κπ ή κτ σε περιορισμένο χώρο, το(ν) κρατώ σε περιορισμό: Οι ληστές τους κλείδωσαν στο υπόγειο κι έφυγαν. 4 παθ. απομονώνομαι σ' έναν χώρο: Έχει κλειδωθεί από το πρωί στο δωμάτιό της. κλειδαριά η: μεταλλικός μηχανισμός ο οποίος, με τη βοήθεια κλειδιού ή συνδυασμού, ασφαλίζει πόρτα, συρτάρι, αυτοκίνητο κτλ.: Έσπασε το κλειδί μέσα στην ~. κλειδαράς ο: ο επαγγελματίας που κατασκευάζει κλειδιά και επιδιορθώνει ή ανοίγει κλειδαριές: Κάλεσα ~, γιατί είχα κλειστεί έξω από το σπίτι. κλείδωμα το. κλειδωνιά η: κλειδαριά.

κλείνω -ομαι 1 (μτβ.) βάζω στο άνοιγμα μιας κατασκευής κτ, ώστε να μην επικοινωνεί ο εσωτερικός χώρος με τον εξωτερικό ανοίγω: Κλείσε το παράθυρο, κάνει κρύο! 2 (μτβ. και αμτβ.) εμποδίζω τη συγκοινωνία, το πέρασμα ανοίγω: Ο δρόμος έκλεισε από τους διαδηλωτές. Ένα φορτηγό μού είχε κλείσει τον δρόμο. 3 (μτβ.) περιορίζω ή βάζω μέσα σε έναν χώρο: Έκλεισε τα κοσμήματα σε μια παλιά ντουλάπα. 4 (μτβ.) τελειώνω κτ που είχα αρχίσει: Kλείνοντας την ομιλία μου, αξίζει να αναφέρω… 5 (αμτβ. & μτβ.) συμπληρώνω κπ χρονικό διάστημα: Το 1996 έκλεισαν εκατό χρόνια από την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Τον Μάιο θα κλείσει τα τέσσερα και θα μπει στα πέντε. 6 (μτβ.) αγοράζω από πριν, κάνω κράτηση: Έχεις κλείσει εισιτήρια για τη συναυλία; 7 (μτβ.) σταματώ τη λειτουργία μιας συσκευής ή μηχανήματος: Κλείσε το φως! 8 (αμτβ. & μτβ., για επιχείρηση ή οργανισμό) σταματώ προσωρινά ή μόνιμα τη λειτουργία μου ή κάνω να σταματήσει η λειτουργία: Έκλεισε το εργοστάσιο που δούλευα. Πότε κλείνουν τα σχολεία; Έκλεισε την επιχείρηση για λόγους υγείας. κλείσιμο το: 1 το να κλείνει κανείς κτ που είναι ανοιχτό: το ~ της πόρτας. το ~ της βρύσης. το ~ του ματιού. 2 διακοπή, σταμάτημα της λειτουργίας: το ~ της εταιρείας. 3 απαγόρευση ή αδυναμία ελεύθερης μετάβασης σε τόπο: το ~ των συνόρων. 4 ο περιορισμός σ' έναν χώρο: το ~ στη φυλακή. 5 το τελευταίο μέρος: το ~ της διάσκεψης. κλειστός -ή -ό: ανοιχτός. 1 αυτός που δεν επικοινωνεί με τον γύρω του χώρο: ~ συρτάρι / πόρτα / σπίτι. 2 αυτός που δεν επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία ή συγκοινωνία: O δρόμος είναι ~. 3 αυτός που είναι στεγασμένος: Ο αγώνας θα διεξαχθεί στο ~ γήπεδο. 4 (μτφ.) αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν επικοινωνεί εύκολα με τους άλλους: Eίναι πολύ ~ παιδί. 5 (για μηχάνημα ή μηχανισμό) αυτός που έχει σταματήσει να λειτουργεί: Γιατί είναι ~ η τηλεόραση; 6 αυτός που έχει σταματήσει μόνιμα ή προσωρινά να λειτουργεί: Tα μαγαζιά σήμερα είναι ~. 7 αυτός που στρίβει απότομα: Ο δρόμος αυτός έχει πολλές ~ στροφές.

Από το μσν. κλείνω που προέρχεται από το ΑΕ κλείω.

κλεψύδρα η: όργανο μέτρησης του χρόνου στην αρχαιότητα, που αποτελείται από δύο γυάλινους κώνους που επικοινωνούν μέσω ενός πολύ λεπτού σωλήνα. Το νερό ή η άμμος που υπάρχει στον ένα κώνο αδειάζει στον άλλο, μέσω του σωλήνα, σε συγκεκριμένο χρόνο.

Από το ΑΕ κλεψύδρα < κλέπτω + ὕδωρ.

κλήμα το: το φυτό του αμπελιού, από το οποίο παράγεται το σταφύλι.

κληρικός ο: ο ιερωμένος κάθε βαθμίδας λαϊκός. κλήρος1 ο: το σύνολο των κληρικών: Ο κατώτερος ~ χρειάζεται την οικονομική στήριξη της Πολιτείας.

κληροδοτώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αφήνω την περιουσία μου ή μέρος της περιουσίας σε κπ: Κληροδότησε όλη την περιουσία της στο ίδρυμα. 2 (μτφ.) δίνω κπ αγαθό ή χαρακτηριστικό μου στους απογόνους μου: Πολλά από τα φιλοσοφικά έργα βασίζονται στα ζητήματα που μας κληροδότησαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. κληροδότημα το.

κληρονομώ - ούμαι: (μτβ.) 1 αποκτώ κτ (συνήθως περιουσία) από κπ και γίνομαι ο νόμιμος κάτοχός του: Κληρονόμησε από τη γιαγιά του μεγάλη περιουσία. 2 γίνομαι κληρονόμος κπ: Κληρονόμησε τη θεία του, που είχε μεγάλη περιουσία. 3 (μτφ.) αποκτώ τα σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά χαρακτηριστικά των προγόνων μου: Την αγάπη της για τη ζωγραφική την κληρονόμησε από τη μητέρα της. κληρονόμος ο, η: πρόσωπο που παίρνει την περουσία κπ μετά τον θάνατό του. κληρονομιά η: αυτό που κληρονομεί κπ. κληρονομικός -ή -ό. κληρονομικά (επίρρ.). κληρονομικότητα η: ΒΙΟΛ το να κληρονομεί κπ τα βιολογικά χαρακτηριστικά των προγόνων του.

Προσοχή! Το ρ. κληροδοτώ έχει ως υποκείμενο το πρόσωπο που αφήνει την περουσία του σε κπ άλλον, ενώ το κληρονομώ εκείνον που τη δέχεται.

κλήρος2 ο: μικρό χαρτί που συμμετέχει σε κλήρωση, πάνω στο οποίο είναι σημειωμένα κπ στοιχεία (όνομα, αριθμός κτλ.). κλήρωση η: διαδικασία επιλογής, που γίνεται διαλέγοντας τυχαία έναν ή περισσότερους κλήρους ανάμεσα σε πολλούς. κληρώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κλήρωση.

κλίμα το: 1 το σύνολο των μετεωρολογικών χαρακτηριστικών και των συνθηκών της ατμόσφαιρας μιας περιοχής, ενός τόπου: μεσογειακό / εύκρατο / ηπειρωτικό / ξηρό / ήπιο ~. 2 (μτφ.): οι συνθήκες μέσα στις οποίες συμβαίνει κτ: Ο διάλογος έγινε σε ήπιο ~.

κλίμακα η: 1 α. σύστημα μέτρησης φυσικών μεγεθών με υποδιαιρέσεις σε ακολουθία: σεισμική δόνηση έξι βαθμών της κλίμακας Pίχτερ. β. η ακολουθία των υποδιαιρέσεων σε όργανο μέτρησης: θερμομετρική ~. 2 η αναλογία ανάμεσα στο πραγματικό μέγεθος και στο σχέδιο που το απεικονίζει: χάρτης της Ελλάδας σε ~ 1 προς 5.000 (1:5.000). 3 ΜΟΥΣ καθορισμένη σειρά μουσικών φθόγγων ή διαστημάτων που συγκροτούν μια οκτάβα (οκτώ νότες, σε ανιούσα ή κατιούσα σειρά): ελάσσων / μείζων ~. 4 κατάταξη σε συνεχή σειρά με βάση κριτήρια αξιολόγησης: ιεραρχική / μισθολογική / φορολογική ~. 5 (μτφ.) εύρος: παγκόσμια / πανελλήνια ~. 6 [επίσ.] σκάλα. κλιμακώνω -ομαι (μτβ.). κλιμάκωση η. κλιμακωτός -ή -ό. κλιμακωτά (επίρρ).

κλιμάκιο το: 1 τμήμα ενός οργανωμένου ιεραρχικά συνόλου: Κυβερνητικό ~ επισκέφθηκε τις πληγείσες περιοχές. 2 υποδιαίρεση της κλίμακας (σημ. 4): Βρίσκομαι στο κατώτατο μισθολογικό ~.

Προέρχεται από το ΑΕ κλιμάκιον «μικρή σκάλα», υποκορ. της λ. κλίμαξ.

κλινικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την εφαρμογή της ιατρικής σε ασθενείς, σε αντίθεση με την εργαστηριακή έρευνα: ~ γιατρός /εξέταση. κλινικά (επίρρ.): Είναι ~ νεκρός. κλινική η: 1 τμήμα νοσοκομείου: Παιδιατρική ~. 2 (καταχρ.) νοσοκομείο: Πρέπει να πάμε σε μια ~.

κλίνω1 πρτ. & αόρ. έκλινα, μππ. [επίσ.] κεκλιμένος: 1 (αμτβ.) γέρνω, έχω κλίση: Ο πύργος ~ ελαφρώς προς τα δεξιά. 2 (μτφ., αμτβ.) προτιμώ κτ από άλλα: ~ περισσότερο προς την άποψη της Λίας. 3 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) στρέφω, γυρίζω προς τα κάτω ή τα πλάγια: ~ το κεφάλι. Kλίνατε επ΄ αριστερά! κλίση1 η. glassσχ. καλώ.

κλίνω2 -ομαι πρτ. & αόρ. έκλινα, παθ. αόρ. κλίθηκα, μππ. κλιμένος: ΓΛΩΣΣ (μτβ.) σχηματίζω τους τύπους μιας λέξης που έχουν αριθμό, πτώσεις, χρόνους κτλ.: Ας κλίνουμε το ρήμα «γίνομαι»! κλίση2 η. κλιτός -ή -ό: αυτός που κλίνεται άκλιτος. κλιτικός -ή -όglass  σχ. καλώ.

Προσοχή! Δεν πρέπει να μπερδεύουμε την ορθογρ. και τις σημ. των ρ. κλίνω και κλείνω!

κλοιός ο: κυκλικός σχηματισμός που αναπτύσσεται γύρω από κπ ή κτ και περιορίζει τη μετακίνησή του: Ο ~ της αστυνομίας γύρω από τους τρομοκράτες γινόταν ολοένα και πιο ασφυχτικός.

κλονίζω -ομαι: (μτβ.) 1 διαταράσσω την ισορροπία, τη σταθερότητα: Το κτίριο κλονίστηκε από την ισχυρή σεισμική δόνηση. 2 (μτφ.) διαταράσσω την αρμονία, την ομαλή λειτουργία κτλ.: Η γενική απεργία κλόνισε την οικονομία της χώρας. 3 (μτφ.) προκαλώ αστάθεια, διαταράσσω: Το συμβάν κλόνισε την εμπιστοσύνη που του έτρεφα. Κλονίστηκε η υγεία της. κλονισμός o.

κλοτσώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 χτυπάω κπ ή κτ δυνατά με το πόδι: Ο ποδοσφαιριστής κλότσησε την μπάλα. 2 (μτφ.) δείχνω περιφρόνηση σε κτ: Kλότσησε την τύχη της. κλοτσιά η. κλότσος ο: κλοτσιά. του κλότσου και του μπάτσου: για κπ που τον περιφρονούν. κλότσημα το. κλοτσηδόν (επίρρ.): με τις κλοτσιές.

κλώνος1 ο: [επίσ.] κλαδί φυτού.

κλώνος2 ο: ΒΙΟΛ οργανισμός που δημιουργήθηκε με εργαστηριακές μεθόδους αναπαραγωγής από ένα μόνο κύτταρο άλλου οργανισμού και είναι πανομοιότυπος με τον αρχικό. κλωνοποιώ -ούμαι: (μτβ.) αντιγράφω τον γενετικό κώδικα ζωντανού οργανισμού και δημιουργώ το πιστό αντίγραφό του: Κάποιοι επιστήμονες δε θα δίσταζαν να κλωνοποιήσουν ακόμη και ανθρώπους. κλωνοποίηση η.

Από το αγγλ. clone, και αυτό από το ελνστ. κλῶνος (με τη σημ. κλώνος1).

κλωστή η: λεπτό νήμα που χρησιμοποιούμε για να ράψουμε: Θα ράψω το κουμπί με την κόκκινη ~. κρέμομαι από μια ~: βρίσκομαι σε πολύ κρίσιμη, οριακή κατάσταση.

κόβω -ομαι παθ. αόρ. κόπηκα, απαρ. κοπεί, μππ. κομμένος: 1 (μτβ.) διαιρώ κτ σε μικρότερα μέρη χρησιμοποιώντας μαχαίρι ή άλλο κοφτερό αντικείμενο: Θα κόψεις το κρέας; ~ ξύλα για το τζάκι. 2 (μτβ.) αποσπώ, αφαιρώ κτ από ένα σύνολο: ~ μήλα / τα νύχια μου / τα μαλλιά μου. Του έκοψαν το χέρι.=ακρωτηριάζω. 3 α. (μτβ.) μειώνω την ένταση σε κτ: Kόψε ταχύτητα! Το κουλούρι μού έκοψε την όρεξη. β. (αμτβ.) μειώνεται η ένταση σε κτ: Έκοψε ο αέρας.=κοπάζω. 4 (μτβ.) τραυματίζω με αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο: Έκοψε το δάχτυλό της με το σπασμένο γυαλί. 5 (μτβ.) κάνω έκπτωση: Μου έκοψε συνολικά 30 ευρώ. 6 (μτβ.) νιώθω πολύ δυσάρεστο συναίσθημα (φόβο, λύπη κτλ.): Το νέο τού έκοψε τα πόδια. 7 (αμτβ., για τρόφιμα) παρουσιάζω αλλοίωση: Έκοψε το γάλα / η σάλτσα. 8 σταματώ μια (κακή συνήθως) συμπεριφορά, συνήθεια: Έκοψε το κάπνισμα / την γκρίνια. 9 διακόπτω ή σταματώ κτ ή κπ: Ας κόψουμε αυτήν τη συζήτηση! 10 (μτβ.) σταματώ την παροχή κπ αγαθού: Η ΔΕΗ μας έκοψε το ρεύμα. 11 α. (μτβ.) απορρίπτω κπ σε εξέταση: Με έκοψε στα μαθηματικά. β. παθ. (αμτβ.) αποτυγχάνω: Κόπηκα στα γαλλικά. ~ δρόμο: ακολουθώ συντομότερη διαδρομή. κόψη η: αιχμηρή άκρη εργαλείου: ~ μαχαιριού. στην ~ του ξυραφιού: σε κρίσιμο σημείο. κόψιμο το: 1 το να κόβει κπ κτ και το σημείο όπου κόβεται: Αρχίζει το ~ της τούρτας! Σε πονάει το ~; 2 [οικ.] διάρροια. κομμάτι1 το: 1 τμήμα ή μέρος αντικειμένου που προέρχεται από σπάσιμο, κόψιμο, σχίσιμο κλπ: Έκοψα ένα ~ ψωμί. (για) ένα ~ ψωμί: με πολύ μικρό, ευτελές αντίτιμο: Δουλεύει ~. 2 υποσύνολο ενός συνόλου: ~ του εκλογικού σώματος απείχε από τις εκλογές. 3 αντικείμενο που αποτελεί μέλος μιας κατηγορίας πραγμάτων: Συλλέγει παλιά έπιπλα και έχει αξιόλογα ~ στην κατοχή της. Τα φρούτα πουλιούνται με το κιλό ή με το ~; 4 ΜΟΥΣ μουσικό έργο, τραγούδι: Ακούσαμε ένα παλιό ~ του συγκροτήματος. κομμάτι2 (επίρρ.): [προφ.] λίγο, κάπως: ~ δύσκολο μου φαίνεται. κομματιάζω -ομαι: (μτβ.) κόβω, σπάζω ή χωρίζω κτ σε κομμάτια ή τμήματα. κομμάτιασμα το. κομματιαστός -ή -ό. κομματιαστά (επίρρ.). κοπή η: κόψιμο: η ~ της πίτας. κοπτικός -ή -ό: αυτός που μπορεί να κόβει, που είναι κατάλληλος για κόψιμο. κοφτός -ή -ό: 1 αυτός που είναι κομμένος: ~ μακαρονάκι. 2 (μτφ.) αυτός που είναι απότομος: ~ φωνή /μπαλιά / απάντηση. κοφτά (επίρρ.). κοφτερός -ή -ό: 1 αυτός που κόβει καλά. 2 (μτφ.) πολύ έξυπνος: ~ μυαλό. κοφτερά (επίρρ.). κόφτης ο: εργαλείο που κόβει.

κόγχη η: 1 ΑΝΑΤ κοιλότητα οστού ή οργάνου του σώματος: ~ οφθαλμού: καθεμία από τις δύο κοιλότητες, μέσα στις οποίες βρίσκονται τα μάτια. 2 διακοσμητικό, συνήθως ημικυκλικό βαθούλωμα σε τοίχο. 3 ΑΡΧΙΤ το ημικυκλικό τμήμα χριστιανικού ναού στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα.

κοιλιά η: 1 ΑΝΑΤ μέρος του σώματος ανθρώπων και ζώων μέσα στο οποίο περιέχονται τα σπλάχνα: Έχω πόνους στην ~. 2 (συνεκδ.) το πάχος στην περιοχή της κοιλιάς: Αδυνάτισες κι έπεσε η ~. 3 κοίλωμα που δημιουργείται σε μια επιφάνεια, ένα υλικό κτλ.: Δε στερέωσες καλά το καλώδιο και κάνει ~. κοιλιακός -ή -ό. κοιλαράς -ού -άδικο: αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.

κοιλία η: ΑΝΑΤ 1 ονομασία διαφόρων κοιλοτήτων οργάνων του σώματος: οι κοιλίες της καρδιάς. 2 κοιλιά: υπερηχογράφημα άνω και κάτω κοιλίας.

κοίλος -η -ο: αυτός που έχει επιφάνεια με βαθούλωμα, εσοχή προς τα μέσα κυρτός: ~ κάτοπτρο. κοίλον το: ΙΣΤ χώρος του αρχαίου θεάτρου προορισμένος για τους θεατές. κοιλότητα η.

κοιμάμαι & -ούμαι μππ. κοιμισμένος: (αμτβ.) 1 βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: ~ βαριά / βαθιά / σαν πουλάκι. ~ του καλού καιρού / τον ύπνο του δικαίου: [ειρων.] δε βλέπω την πραγματικότητα. ~ όρθιος: α. είμαι πολύ κουρασμένος. β. έχω περιορισμένη αντίληψη. 2 πέφτω για ύπνο: Η Μαρία ~ νωρίς. 3 δείχνω αδιαφορία=αδρανώ: Η διοίκηση ~ και δεν ασχολείται με τα προβλήματα της εταιρείας. 4 ΕΚΚΛ αόρ. (για αγίους, μοναχούς) πεθαίνω. κοίμηση η: ΕΚΚΛ θάνατος αγίου. κοιμητήριο το: νεκροταφείο. κοιμίζω (μτβ.) βάζω κπ να κοιμηθεί.

κοινόβιο το: 1 είδος μοναστικής ζωής, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι μοναχοί ακολουθούν κοινό πρόγραμμα ζωής και διοικούνται από τον ηγούμενο. 2 μορφή κοινής συμβίωσης ανθρώπων χωρίς συγγενική σχέση: τα ~ των νέων της Αμερικής της δεκαετίας του 60. κοινοβιακός -ή - ό.

κοινοβούλιο το:=βουλή 1 ΠΟΛ σώμα από εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού, το οποίο ασκεί τη νομοθετική εξουσία. 2 (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται: Το ~ της Γαλλίας βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα. κοινοβουλευτικός -ή - ό. κοινοβουλευτισμός ο: ΠΟΛ πολίτευμα που στηρίζεται στην ύπαρξη κοινοβουλίου.

κοινοποιώ - ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ γνωστό στο κοινό με επίσημο τρόπο: Η κυβέρνηση κοινοποίησε την απόφασή της για αλλαγή του νόμου. 2 δίνω σε κπ επίσημο έγγραφο: ~ διορισμό / μετάθεση / καταγγελία / απόλυση. κοινοποίηση η.

κοινός -ή -ό: 1 αυτός που ανήκει σε πολλούς, μοιράζεται ή χρησιμοποιείται από πολλούς: ~ τραπεζικός λογαριασμός. Eίναι ~ μας φίλη. 2 αυτός που γίνεται από δύο ή περισσότερα μέρη συγχρόνως: ~ αγώνας / απόφαση / προσπάθεια. από κοινού: μαζί, σε συνεργασία. 3 αυτός που είναι πολύ συνηθισμένος, δε διαθέτει καμία πρωτοτυπία: Τα σχόλιά του ήταν πολύ ~.=κοινότοπος. 4 αυτός που δηλώνει τον μέσο όρο: ~ λογική / θνητός. 5 αυτός που είναι σχετικός με το σύνολο της κοινωνίας: οργανισμός ~ ωφελείας. ~ όνομα: ΓΛΩΣΣ ουσιαστικό που δεν είναι κύριο όνομα προσώπου, τοποθεσίας κτλ. κοινό το: 1 ο κόσμος, η μεγάλη μάζα του πληθυσμού: Το μουσείο θα παραμείνει κλειστό για το ~. 2 το σύνολο των ανθρώπων που παρακολουθούν μια εκδήλωση ή στους οποίους απευθύνεται κτ: Το αναγνωστικό ~ υποδέχθηκε με ενθουσιασμό το νέο του βιβλίο. 3 το σύνολο των θαυμαστών ενός καλλιτέχνη ή μιας σημαντικής προσωπικότητας: Ο Χατζιδάκις έχει το ~ του. κοινά τα: ό,τι σχετίζεται, αφορά και είναι στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου: Ήθελε πάντα να ασχοληθεί με τα ~ . κοινώς (επίρρ.)

κοινότητα η: 1 οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με κοινά στοιχεία (καταγωγή, γλώσσα κτλ.), που ζουν στον ίδιο τόπο: η ελληνική ~ των Ηνωμένων Πολιτειών. 2 σύνολο ανθρώπων με κοινές επιδιώξεις, δικαιώματα, υποχρεώσεις: μαθητικές ~. θεραπευτική / πανεπιστημιακή ~. 3 κατώτερη βαθμίδα διοικητικής διαίρεσης: Οργανισμός Δήμων και ~. 4 Κοινότητα η: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, παλαιότερη ονομασία της ΕΕ=ΕΟΚ. κοινοτικός -ή -ό.

κοινοτοπία η: σκέψη, λόγος ή τρόπος έκφρασης χωρίς πρωτοτυπία: Η ομιλία του ήταν βαρετή, γεμάτη κοινοτοπίες. κοινότοπος -η -ο.

Αντί του ορθού κοινότοπος και κοινοτοπία συχνά λέγεται και γράφεται, λανθασμένα, κοινότυπος και κοινοτυπία.

κοινωνία1 η: 1 σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα σύμφωνα με κάποιους κανόνες και νόμους: αστική / σοσιαλιστική / αταξική ~. πατριαρχική / μητριαρχική ~. 2 σύνολο ζώων που ζουν ομαδικά και οργανωμένα: η ~ των μυρμηγκιών. 3 σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά (ιδεολογικά, πολιτικά, ταξικά, εθνικά κτλ.): υψηλή / γαλλική / ελληνική / καταναλωτική ~. Kοινωνία των Eθνών: διεθνής οργανισμός που είχε ιδρυθεί μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για τη διατήρηση και προάσπιση της ειρήνης μεταξύ των λαών, πρόδρομος του ΟΗΕ. κοινωνικός -ή -ό αντικοινωνικός. κοινωνικότητα η αντικοινωνικότητα. κοινωνικά (επίρρ.). κοινωνός ο, η: μέτοχος.

Το επίθ. κοινωνικός και το ουσ. κοινωνικότητα δηλώνουν τον χαρακτήρα, την ικανότητα κπ να συναναστρέφεται, να βρίσκεται με άλλους ή την ικανότητα να ζει και να υπακούει σε κανόνες που ορίζει ένα σύνολο.

κοινωνία2 η: ΕΚΚΛ Aγία /Θεία Kοινωνία: η μετάληψη. κοινωνώ & -άω: 1 (αμτβ.) λαμβάνω τη Θεία Κοινωνία=μεταλαβαίνω: Πρέπει να νηστέψεις πριν πας να κοινωνήσεις. 2 (μτβ., για ιερέα) δίνω σε κπ τη Θεία Κοινωνία: Ο παπάς αρνήθηκε να τον κοινωνήσει.

κοιτάζω -ομαι & κοιτώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 στρέφω το βλέμμα μου κάπου: ~ τη θέα από το παράθυρο. Κοίταξε τι σου έφερα! ~ αφ' υψηλού: με περιφρόνηση, υπεροπτικά. ~ τη δουλειά μου: δεν είμαι περίεργος, δεν ασχολούμαι με τους άλλους. 2 βλέπω με προσοχή κπ ή κτ: Έστεκε σιωπηλός και κοίταζε τον πίνακα πολλή ώρα. 3 (για γιατρό) εξετάζω ασθενή: Πρέπει να σε κοιτάξει γιατρός. 4 φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κπ ή κτ: Πρέπει να κοιτάξεις το συμφέρον σου. Ποιος θα ~ τα παιδιά όσο θα λείπεις; κοίταγμα το.

Το ρ. κοιτάζω προέρχεται από το AE ρ. κοιτάζω «πάω στο κρεβάτι ή στρατοπεδεύω» (από το κοίτη «κρεβάτι»), ενώ η σημερινή σημ. του ίσως οφείλεται στην εικόνα του φρουρού που έχει την κοίτη του κοντά στη σκοπιά του και επαγρυπνά.

κοίτασμα το: συσσώρευση ορυκτών που βρίσκονται στο υπέδαφος και προσφέρονται για εκμετάλλευση: Κοιτάσματα πετρελαίου ανακαλύφθηκαν στην περιοχή.

κοίτη η: κοιλότητα του εδάφους στην οποία τρέχει ποταμός, χείμαρρος ή ρυάκι: η ~ του ποταμού.

κοιτίδα η: η τοποθεσία όπου γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε κτ για πρώτη φορά=λίκνο: H Eλλάδα είναι ~ του πολιτισμού.

Από το κοιτίς -ίδος «μικρό κρεβάτι».

κόκαλο το: 1 σκληρό τμήμα του σκελετού των σπονδυλωτών ζώων και του ανθρώπου = [επίσ.] οστό: Έσπασε το ~ του χεριού. πετσί και ~: πολύ αδύνατος. 2 μικρό κοίλο αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούμε για να φορέσουμε τα παπούτσια. κοκαλάκι το: 1 μικρό κόκαλο. 2 μικρό αντικείμενο με το οποίο στερεώνουμε τα μαλλιά. κοκάλινος -η -ο & κοκαλένιος -α -ο.

Η σημ. 2 της λ. κόκαλο οφείλεται στο γεγονός ότι παλαιότερα το αντικείμενο αυτό κατασκευαζόταν από κόκαλο.

κόκκινος - η -ο: αυτός που έχει το χρώμα του αίματος: ~ κρασί / μήλο. κόκκινο το: το κόκκινο χρώμα: σκούρο / ανοιχτό ~. Εμφανίστηκε ντυμένος στα κόκκινα. ~ φανάρι: το χρώμα του σηματοδότη που απαγορεύει τη διέλευση πεζών ή οχημάτων: Πέρα με ~. κοκκινίζω (μτβ. & αμτβ.). κοκκίνισμα το. κοκκινωπός -ή -ό: ελαφρώς κόκκινος.

Το επίθ. κόκκινος προέρχεται από το ΑΕ ουσ. κόκκος «βελανίδι βαφής», το οποίο χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν το κόκκινο χρώμα.

κόκκος ο: 1 μικροσκοπικό σωματίδιο: ~ άμμου / σκόνης. 2 (μτφ.) ελάχιστη ποσότητα: Στα λόγια σου δεν υπάρχει ~ αλήθειας. = ίχνος. 3 είδος μικροσκοπικού καρπού και ειδικ. σπόρος δημητριακών: ~ σταριού / ρυζιού.

κολάζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να αμαρτήσει, τον βάζω σε πειρασμό=σκανδαλίζω: Το ντύσιμό της και άγιο ~! κόλαση η: 1 τόπος όπου τιμωρούνται οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων μετά τον θάνατό τους παράδεισος: Με τη ζωή που κάνεις, στην ~ θα πας! 2 (μτφ.) χώρος τιμωρίας ή βασανισμού, συνθήκες ζωής στις οποίες κανείς υποφέρει: η ~ των φυλακών. Μου έκανε τη ζωή ~. κολαστήριο το: τόπος βασανισμού και τιμωρίας: (μτφ.) Η φυλακή ήταν πραγματικό ~. κολάσιμος -η -ο: αυτός που είναι άξιος τιμωρίας = αξιόποινος. κολασμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 αυτός που έχει καταδικαστεί να ζει στην κόλαση, και (κατ' επέκτ.) ο αμαρτωλός: ~ ψυχή. 2 αυτός που προκαλεί ή χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα άσχημες συνθήκες: Κάνει μια ~ ζέστη! ~ ατμόσφαιρα του γηπέδου.

κολακεύω -ομαι: (μτβ.) 1 παινεύω πάρα πολύ κπ, ακόμα και αν δεν αξίζει, για να κερδίσω κτ = [προφ.] γλείφω: Κολακεύοντας τους καθηγητές του, έπαιρνε πάντα τον καλύτερο βαθμό. 2 ταιριάζω, τονίζω την ομορφιά ή αξία κπ: Τα εφαρμοστά φορέματα πάντα την ~. 3 προξενώ ικανοποίηση σε κπ: Η πρότασή σας με ~. κολακεία η: ο υπερβολικός και συνήθως ανειλικρινής έπαινος που αποσκοπεί στο να κερδίσουμε κτ=φιλοφρόνηση [προφ.], γλείψιμο: Χάρη στις κολακείες έφτασε τόσο ψηλά. κόλακας ο, η: πρόσωπο που συνηθίζει να κολακεύει=[προφ.] γλείφτης. κολακευτικός -ή -ό: 1 αυτός που λέγεται ή γίνεται για να κολακέψει: ~ σχόλιο. 2 αυτός που τονίζει την ομορφιά κπ: ~ ντύσιμο / πόζα. κολακευτικά (επίρρ.).

κολλώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) α. ενώνω κτ με κτ άλλο ή σταθεροποιώ κτ πάνω σε κτ άλλο με κολλητική ουσία: ~ αφίσες / το σκισμένο βιβλίο. β. (μτφ.) ενοχλώ κπ, γίνομαι φορτικός: Μη μου ~ πολύ, γιατί θα σε δείρω! γ. (μτφ.) παρενοχλώ κπ ερωτικά: ~ στην κοπέλα όλο το βράδυ. δ. (μτφ.) μεταδίδω κτ αρνητικό, κυρίως ασθένεια ή συνήθεια: Δε σε φιλάω, μην τυχόν σε κολλήσω γρίπη. 2 (αμτβ.) α. επιμένω σε κτ σε ενοχλητικό βαθμό ή για μεγάλο διάστημα: ~ σε λεπτομέρειες.=[επίσ.] εμμένω. β. γίνομαι κολλώδης: Το πάτωμα ~, γιατί έπεσε σιρόπι. γ. σταματώ, παύω να λειτουργώ ή μπλοκάρω: Ο υπολογιστής / το μυαλό μου κόλλησε. δ. ταιριάζω ή συνδέομαι με κπ ή κτ: Αυτή η απάντηση πώς κολλάει με τη συζήτηση; κόλλημα το: το να κολλάει κπ κτ ξεκόλλημα. κόλλα η: 1 ουσία, συνήθως ρευστή, που έχει την ιδιότητα να κολλά σώματα τα οποία φέρνουμε σε επαφή. 2 φύλλο χαρτιού: ~ αναφοράς. κολλητός -ή -ό: 1 αυτός που έχει κολληθεί με κτ άλλο. 2 αυτός που εφαρμόζει ή εφάπτεται σε επιφάνεια: ~ μπλουζάκι / σπίτια / οικόπεδα. κολλητός ο, η: [οικ.] αχώριστος φίλος. κολλητά (επίρρ.). κολλητικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι κατάλληλος για να κολλήσει κτ με κτ άλλο: ~ ταινία. 2 αυτός που είναι μεταδοτικός: ~ ασθένεια / γέλιο.

κολόνα η: 1 στύλος κατασκευασμένος από σκληρό υλικό (ξύλο, μάρμαρο κτλ.) ο οποίος στηρίζει ή διακοσμεί κτ: ~ της ΔΕΗ. 2 οτιδήποτε έχει σχήμα κολόνας: ~ πάγου. ~ του σπιτιού: ο αρχηγός ή το στήριγμα της οικογένειας.

κολοσσός ο: 1 άγαλμα τεραστίων διαστάσεων: ο ~ της Ρόδου. 2 (μτφ.) κπ ή κτ που έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις: Η εταιρεία εξελίχθηκε σε ~. 3 (μτφ.) αυτός που έχει μια θετική ιδιότητα ή χαρακτηριστικό σε υπέρμετρο βαθμό: Θεωρείται ~ της τζαζ μουσικής. κολοσσιαίος -α -ο: πολύ μεγάλος=γιγαντιαίος, τεράστιος, πελώριος.

κόλπο το: 1 έξυπνο τέχνασμα: Τελικά, το ~ που σκαρφιστήκαμε δεν έπιασε! 2 μελετημένο σχέδιο για παράνομη ενέργεια=κομπίνα, απάτη: Είχαν καταστρώσει το μεγαλύτερο ~ στην ιστορία του Χρηματιστηρίου. 3 πληθ. νάζια: Τον έχει τρελάνει με τα ~ της! κολπατζής ο, -τζού η: πρόσωπο που ξέρει να κάνει κόλπα.

Η λ. κόλπο είναι αντιδάνειο από το ιταλικό colpo (< λατ. colaphus < ΑΕ κόλαφος). Με βάση τη σημ. της λ. κόλαφος εξηγείται και η αρχική σημ. της λ. κόλπο («χτύπημα»). Από την ίδια λ. προέρχεται και η λ. κόλπος2.

κόλπος1 ο: 1 τμήμα της ξηράς στο οποίο εισχωρεί η θάλασσα: Θερμαϊκός ~. 2 πληθ. (μτφ.) το εσωτερικό περιβάλλον ενός οργανωμένου συνόλου: στους κόλπους της κοινωνίας / της Εκκλησίας. 3 ΑΝΑΤ α. τμήμα του γεννητικού συστήματος της γυναίκας, κοιλότητα μεταξύ της μήτρας και του αιδοίου. β. όνομα διαφόρων κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος: καρδιακός ~. κολπικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον κόλπο με τη σημ. 3: ~ υπέρηχος / λοίμωξη. κολπικά & -ώς (επίρρ.).

κόλπος2 ο: [οικ.] εγκεφαλικό, αποπληξία: μου ήρθε ~: ξαφνιάζομαι υπερβολικά ή παθαίνω σοκ από δυσάρεστη είδηση=[οικ.] μου ήρθε ταμπλάς. glass σχ. κόλπο.

κολυμπώ & -άω: (αμτβ.) 1 κουνώ τα χέρια και τα πόδια έτσι ώστε να επιπλέω μέσα στο νερό: ~ σαν ψάρι από πέντε χρονών. 2 (μτφ.) έχω ή εμφανίζω κτ σε πολύ μεγάλο βαθμό ή ποσότητα: ~ στο χρήμα / στα χρέη / στον ιδρώτα. κολύμβηση η: 1 το να κολυμπάει κπ με τη σημ. 1. 2 το αντίστοιχο άθλημα. κολύμπι το: 1 η κολύμβηση (σημ. 1). 2 το μπάνιο στη θάλασσα. κολυμβητής ο, -ήτρια η. κολυμβητήριο το: χώρος με πισίνα για προπονήσεις ή αγώνες κολύμβησης. κολυμβητικός -ή -ό.

κόμβος ο: 1 α. διασταύρωση οδικών ή σιδηροδρομικών αρτηριών: Θα κατασκευαστεί ανισόπεδος ~ για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. β. (μτφ.) σημείο όπου διασταυρώνονται ή συναντώνται ιδέες, άνθρωποι: Η πόλη εξελίχτηκε σε διαμετακομιστικό ~. 2 μονάδα μέτρησης ταχύτητας πλοίου, ίση με ένα ναυτικό μίλι την ώρα. κομβικός -ή -ό: κεντρικός, πολύ σημαντικός: Το μαγαζί είναι σε ~ σημείο.

κομήτης ο: ΑΣΤΡΟΝ μικρό νεφελώδες ουράνιο σώμα που, διαγράφοντας τροχιά γύρω από τον ήλιο, αποκτά μια φωτεινή «ουρά» (κόμη).

κόμμα το: 1 ΠΟΛ οργάνωση ατόμων με κοινές πολιτικές αρχές και πεποιθήσεις που έχουν ως στόχο τη διακυβέρνηση ενός κράτους: δημοκρατικό / φιλελεύθερο / σοσιαλιστικό ~. 2 ΜΑΘ η υποδιαστολή πριν από τα δεκαδικά ψηφία ενός αριθμού. 3 ΓΛΩΣΣ σημείο στίξης που χωρίζει προτάσεις ή όρους πρότασης και αντιστοιχεί σε μικρή παύση ομιλίας. κομματικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε ή σχετίζεται με κάποιο πολιτικό κόμμα: ~ συμφέρον / παρέμβαση. κομματικά (επίρρ.).

κομουνισμός ο: ΠΟΛ κοινωνικο-οικονομική θεωρία και σύστημα που βασίζεται στις αρχές της κοινοκτημοσύνης και της κατάργησης των κοινωνικών τάξεων. κομουνιστής ο, -ίστρια η. κομουνιστικός -ή -ό: ~ κόμμα / ιδεολογία.

Με απλοποίηση από την παλαιότερη γραφή κομμουνισμός.

κομπάζω: (αμτβ.) εκφράζομαι με υπέρμετρη υπερηφάνεια για τον εαυτό μου ή για κπ ή κτ, χωρίς όμως να αξίζει=περηφανεύομαι, επαίρομαι, καυχιέμαι: Πάντοτε κόμπαζε για τη δήθεν αριστοκρατική καταγωγή της. κομπασμός ο:=έπαρση, καυχησιολογία σεμνότητα, ταπεινότητα, μετριοφροσύνη: Επιδόθηκε σε έναν ατέλειωτο ~ για την επιτυχία του.

κομπιάζω: (αμτβ.) δυσκολεύομαι ή διστάζω να μιλήσω, κυρίως λόγω έντονης ψυχικής κατάστασης ή αμηχανίας: Κόμπιασε λίγο, βούρκωσε, αλλά μετά μου απάντησε. κόμπιασμα το: δυσκολία στην ομιλία, που συνοδεύεται από μικρές παύσεις.

κομπιούτερ το & [σπαν.] ο άκλ.: ηλεκτρονικός υπολογιστής: Πρέπει να συνδέσω το ~ με τον εκτυπωτή. κομπιουτεράκι το: υποκορ. μικρή συσκευή για αριθμητικές πράξεις.

κόμπλεξ το άκλ.: ΨΥΧΟΛ ψυχικό σύμπλεγμα: Δεν μπορεί να ξεπεράσει το ~ του ότι είναι υπερβολικά κοντός. κομπλεξάρω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ σε κπ αίσθημα κατωτερότητας: Μη σε κομπλεξάρουν τα σχόλιά του! κομπλεξικός -ή -ό: αυτός που διακατέχεται από κόμπλεξ: ~ συμπεριφορά. κομπλεξικά (επίρρ.).

Δάνειο από το αγγλ. complex (< λατ. complexus «αγκάλιασμα»).

κόμπος ο: 1 εξόγκωμα που σχηματίζεται στο δέσιμο σχοινιού, κλωστής κτλ., καθώς και το σφίξιμο στο σημείο αυτό: λύνω / κάνω ~. δένω κτ ~: παίρνω κτ σαν δεδομένο: Μην το δένεις ~ ότι θα πάμε διακοπές το καλοκαίρι. 2 [λαϊκ.] (για υγρό) ελάχιστη ποσότητα=σταγόνα, στάλα: ένας ~ λάδι 3 (μτφ.) δυσκολία στην αναπνοή ή κατάποση λόγω συναισθηματικής φόρτισης: ~ στον λαιμό.

κομψός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από λεπτό γούστο και καλαισθησία: ~ ντύσιμο = καλαίσθητος. 2 (για περιγραφή, δήλωση κτλ.) αυτός που είναι διακριτικός ή πνευματώδης άκομψος, άγαρμπος, χοντροκομμένος: Η ~ περιγραφή των γεγονότων οφειλόταν στο ότι παρακολουθούσαν και παιδιά. κομψά (επίρρ.). κομψότητα η: η ιδιότητα του κομψού.

κοντά (επίρρ.): 1 (+ σε)=[επίσ.] πλησίον μακριά: σε σημείο που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από κπ ή κτ άλλο, τοπικά ή χρονικά: Πήγε ~ στο δέντρο. Έλα ~ μου. Τα γενέθλιά μου είναι ~ στα Χριστούγεννα. 2 [οικ.] (+ αριθμητικό) περίπου: Το ταξίδι διαρκεί ~ τρεις ώρες. 3 (+ σε) μαζί με: Πέρασε ~ στους δικούς του τα τελευταία του χρόνια. κοντινός -ή -ό: μακρινός 1 αυτός που βρίσκεται σε μικρή απόσταση: Πήγε με τα πόδια μέχρι το κοντινότερο βενζινάδικο. 2 αυτός που έχει στενή συγγενική σχέση: Μας επισκέφθηκαν οι πιο κοντινοί συγγενείς. κοντεύω: 1 (αμτβ.) πλησιάζω σε σημείο (χρονικό ή τοπικό): Αρχίσαμε τις ετοιμασίες μιας και ο γάμος ~. 2 (μτφ., μτβ.) είμαι κοντά σε κπ κατάσταση: ~ να τελειώσω την εργασία. Κόντεψε να μου βγει η ψυχή, μέχρι να έρθεις! 3 (μτβ.) φτάνω σε ηλικία=πλησιάζω: Η κόρη μου ~ τα εφτά.

κοντός -ή -ό συγκρ. κοντότερος & κοντύτερος: αυτός που έχει μικρό ύψος ή μήκος: ~ άνθρωπος ψηλός. ~ φούστα / μαλλί μακρύς. κονταίνω αόρ. κόντυνα: 1 (μτβ.) ελαττώνω το μήκος ή το ύψος μακραίνω: ~ το παντελόνι. 2 (αμτβ.) γίνομαι πιο κοντός: Η φούστα κόντυνε μετά το πλύσιμο. κόντεμα & κόντυμα το.

κοπάδι το: 1 πλήθος ομοειδών ζώων ή ψαριών = [επίσ.] αγέλη: Ο τσοπάνος έβγαζε το ~ από το μαντρί για βοσκή. 2 [μειωτ.] (μτφ.) πλήθος ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης=[οικ.] μπουλούκι: Κοπάδια-κοπάδια οι οπαδοί έβγαιναν από το γήπεδο.

κοπάζω: (αμτβ.) 1 (κυρίως για έντονα καιρικά φαινόμενα ή αρνητικές καταστάσεις) παρουσιάζω εξασθένηση=καταλαγιάζω: Μόνο όταν κόπασε η τρικυμία, βγήκαν τα καΐκια στα ανοιχτά. 2 (μτφ.) μειώνεται η έντασή μου: Ποτέ δεν κόπασε η οργή της μάνας για τον θάνατο του παιδιού της.

κοπανώ & -άω -ιέμαι αόρ. κοπάνησα, μππ. κοπανημένος: (μτβ.) 1 χτυπώ κτ για να λιώσει = κοπανίζω: Κοπάνησε αμύγδαλα, για να βάλει στο γλυκό. 2 χτυπώ κπ=δέρνω: Κοπάνησε έναν συμμαθητή του στο κεφάλι. 3 (μτφ.) υπενθυμίζω συνέχεια κτ σε κπ με έντονο και επικριτικό τρόπο=χτυπώ: Μη μου το ~ συνέχεια που δε σε βοήθησα όταν με χρειάστηκες! 4 χτυπώ κτ προκαλώντας θόρυβο: Κοπάνησε την πόρτα πίσω του κι έφυγε. την κοπανάω: [προφ.] φεύγω από κάπου κρυφά ή αφήνοντας κτ ανολοκλήρωτο=το σκάω: Την κοπάνησε από το σχολείο, για να πάει να παίξει ποδόσφαιρο. κοπανίζω -ομαι αόρ. κοπάνισα, μππ. κοπανισμένος: (μτβ.) κοπανώ (μόνο στη σημ. 1). κοπάνα η: αδικαιολόγητη απουσία από το σχολείο ή τη δουλειά=σκασιαρχείο: Έκαναν ~ από το μάθημα, προκειμένου να μη γράψουν διαγώνισμα. κόπανος ο: 1 [παρωχ.] μεγάλο χοντρό ξύλο με πλατιά τη μία άκρη, με το οποίο χτυπούσαν στο πλύσιμο τα ρούχα για να καθαρίσουν 2 [μειωτ.] άξεστος ή ανόητος άνθρωπος=βλάκας, κουτός. κοπανιστός -ή -ό: αυτός που τον έχουν κοπανίσει. αέρας ~: αερολογίες ή ανόητες πράξεις. κοπάνισμα το.

κοπέλα η: 1 νεαρή γυναίκα, συνήθως άγαμη = νέα, [προφ.] κοπελιά: Στα εικοσιπέντε της ήταν πλέον μια ~ ώριμη να παντρευτεί. 2 η γυναίκα με την οποία κπ διατηρεί ερωτικό δεσμό=φιλενάδα, [λαϊκ.] γκόμενα: Η ~ του τού ζήτησε να χωρίσουν. κοπελιά η: [προφ.] κοπέλα.

κοπιάζω1: [οικ.] (αμτβ.) πλησιάζω, πηγαίνω κάπου, κυρίως στην προστ. κόπιασε / κοπιάστε: πρόσκληση ή πρόκληση σε κπ να πλησιάσει ή να μπει κάπου: ~ στο φτωχικό μας! ~ αν είσαι άντρας!

κόπος ο: έντονη προσπάθεια και η κούραση την οποία αυτή προκαλεί=μόχθος: άδικος / μάταιος / τζάμπα ~. κοπιάζω2: (αμτβ.) καταβάλλω μεγάλο κόπο=μοχθώ, παιδεύομαι: Κόπιασε πολύ για να χτίσει αυτό το σπίτι. κοπιαστικός -ή -ό: αυτός που απαιτεί ή προκαλεί κόπο=επίπονος, κουραστικός άκοπος: ~ εργασία / ταξίδι. κοπιαστικά (επίρρ.). κοπιώδης -ης -ες: [επίσ.] αυτός που απαιτεί κόπο=κοπιαστικός άκοπος. glass σχ. αγενής.

κόπτομαι μόνο ενστ. και πρτ.: [ειρων.] (αμτβ.) εκδηλώνω έντονο ενδιαφέρον, το οποίο όμως είναι προσποιητό ή κρύβει προσωπικό συμφέρον: Έκανε εμπόριο όπλων, ενώ ~ για την επικράτηση της ειρήνης.

Από το ΑΕ κόπτω «σπάζω, κόβω», από το οποίο προέρχονται και τα κοπή, κοπιάζω, κόπος, κόμμα.

κόπωση η: αίσθημα αδυναμίας λόγω υπερβολικής δραστηριότητας, σωματικής ή ψυχικής έντασης=κούραση: Μετά την ταλαιπωρία της μετακόμισης, αισθάνθηκε έντονη ~. τεστ / δοκιμασία κοπώσεως: ιατρική δοκιμασία για τον έλεγχο της αντοχής της καρδιάς.

κορεσμός ο: 1 κατάσταση απόλυτης ικανοποίησης μιας επιθυμίας, τάσης, συναισθήματος: Μετά από τόσο φαγητό, ήταν λογικό να επέλθει ~. 2 (μτφ.) κατάσταση πληρότητας: Η περιφερειακή οδός έχει φτάσει ήδη σε επίπεδο ~. 3 ΦΥΣ ΧΗΜ κατάσταση κατά την οποία ένα φυσικό ή χημικό μέγεθος έχει πάρει τη μέγιστη τιμή του. κορεννύω -ομαι δύσχρηστο στον ενστ., αόρ. κόρεσα, παθ. αόρ. κορέστηκα, μππ. κορεσμένος & [επίσ.] κεκορεσμένος: (μτβ.) 1 ικανοποιώ απόλυτα μια επιθυμία, τάση ή συναίσθημα: Το πάθος του δεν μπορεί να κορεστεί! = [οικ.] χορταίνω. 2 φτάνω κτ σε κατάσταση πληρότητας. 3 ΧΗΜ διαλύω σε διαλύτη τη μέγιστη δυνατή ποσότητα ουσίας. (κε)κορεσμένο διάλυμα: αυτό που έχει κορεστεί ακόρεστος.

Από το ΑΕ κορέννυμι «γεμίζω».

κόρη η: 1 παιδί θηλυκού γένους=θυγατέρα, κορίτσι γιος, αγόρι: Έχει έναν γιο και μια ~. 2 πολύ νεαρή γυναίκα=κοπέλα, [προφ.] κοπελιά, νέα: ~ μου, βοήθησέ με να περάσω τον δρόμο. 3 ΙΣΤ άγαλμα ντυμένης γυναίκας σε όρθια στάση. 4 ΑΝΑΤ το κεντρικό άνοιγμα της ίριδας του ματιού. ως ~ οφθαλμού: ως κτ πολύτιμο, που το προσέχουμε ιδιαιτέρως.

κορίτσι το: 1 παιδί θηλυκού γένους: Τα δύο ~ πήγαιναν σχολείο. 2 η κοπέλα με την οποία κάποιος διατηρεί ερωτικό δεσμό=φιλενάδα, κοπέλα, [λαϊκ.] γκόμενα: Ο γιος μας έχει πάει διακοπές με το ~ του. κοριτσίστικος -η -ο.

κορμί το: 1 α. το ανθρώπινο σώμα: Είδαμε το άψυχο ~ της πεσμένο στο χώμα. β. (συνεκδ.) ο ίδιος ο άνθρωπος: Έβλεπες στον δρόμο βασανισμένα ~ να περπατούν σκυφτά. χαμένο ~: άχρηστος και ανίκανος άνθρωπος, παλιάνθρωπος. 2 το κυρίως σώμα, χωρίς τα άκρα και το κεφάλι=κορμός (σημ. 2): Όρθωσε περήφανα το ~ του και προχώρησε.

κορμός ο: 1 το κύριο μέρος του δέντρου από το έδαφος μέχρι τα κλαδιά. 2 ΑΝΑΤ το σώμα ανθρώπου ή ζώου, χωρίς τα άκρα και το κεφάλι=κορμί (σημ. 2): Γι' αυτές τις ασκήσεις ο ~ πρέπει να είναι τεντωμένος. 3 (μτφ.) το κύριο μέρος, ο πυρήνας: Ο ~ της διαδήλωσης βρισκόταν ακόμη στην αρχή της λεωφόρου. 4 είδος γλυκού με κυλινδρικό σχήμα.

κοροϊδεύω -ομαι αόρ. κορόιδεψα: (μτβ.) 1 προκαλώ γέλιο ή αρνητικά σχόλια σε βάρος κπ=περιγελώ, εμπαίζω: Μη με ~, γιατί μπορεί και εσύ να πάθεις τα ίδια! 2 παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να πιστέψει κπ ψέμα=ξεγελώ, εξαπατώ: Με κορόιδεψε - τα φρούτα που μου πούλησε ήταν σάπια. κοροϊδία η & κορόιδεμα το. κορόιδο το: πρόσωπο που γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας: πιάστηκε ~. κοροϊδευτικός -ή -ό: περιπαιχτικός: ~ σχόλιο / χαμόγελο. κοροϊδευτικά (επίρρ.).

κορυφή & κορφή η: 1 το υψηλότερο σημείο: Ανεβήκαμε στην ~ του βουνού. 2 ΓΕΩΜ το σημείο σχήματος ή σώματος που βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από τη βάση: η ~ τριγώνου / πυραμίδας 3 (μτφ.) πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία=ηγεσία βάση: η ~ της παράταξης / της ιεραρχίας. 4 για πρόσωπο που είναι ο καλύτερος στο είδος του: Είναι ~ στην χειρουργική. κορυφώνω -ομαι: (μτβ.) οδηγώ κτ στην κορυφή ή στο αποκορύφωμα: Λόγω της οικονομικής κρίσης, ο ανταγωνισμός στην αγορά έχει κορυφωθεί. κορυφαίος -α -ο: αυτός που βρίσκεται στην κορυφή = εξέχων: ~ επιστήμονας / συγγραφέας. κορυφαίος ο, η: ΦΙΛΟΛ ο / η επικεφαλής του χορού σε αρχαίο ελληνικό δράμα. κορύφωση η.

κόσμιος -α & κοσμία -ο: [επίσ.] αυτός που είναι σύμφωνος με τους κανόνες καλής συμπεριφοράς=ευπρεπής: Δυστυχώς, η συμπεριφορά τους δεν ήταν ~. διαγωγή κοσμιοτάτη / κοσμία: χαρακτηρισμός που αναγράφεται στο ενδεικτικό ενός μαθητή και αφορά στην πολύ καλή / μέτρια συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. κόσμια & κοσμίως (επίρρ.). κοσμιότητα η.

Από το ΑΕ κόσμος «στολίδι».

κόσμος ο: 1 ο πλανήτης στον οποίο ζούμε=υφήλιος, οικουμένη: Γύρισε τον κόσμο όλο, πήγε σε μέρη γνωστά και άγνωστα. φέρνω / έρχομαι στον ~: γεννάω (παιδί) / γεννιέμαι. 2 το σύνολο των ουράνιων σωμάτων=σύμπαν: η δημιουργία του κόσμου. 3 α. το σύνολο των ανθρώπων πάνω στη γη=ανθρωπότητα: Ο ξαφνικός θάνατος του καλλιτέχνη συγκλόνισε τον ~. β. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά: καλλιτεχνικός / επιστημονικός ~. γ. σύνολο λαών με κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά: αρχαιοελληνικός / αραβικός / δυτικός ~. Τρίτος ~: οι οικονομικά υπανάπτυκτες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Ν. Αμερικής. δ. οι άνθρωποι του άμεσου περιβάλλοντός μας, ο κοινωνικός περίγυρος: Δε με νοιάζει τι θα πει ο ~. ε. πολλοί άνθρωποι μαζί=πλήθος: Δεν είχε ~ στα μαγαζιά. 4 το περιβάλλον, το πλαίσιο στο οποίο ζει κπ: ο ~ της φαντασίας. Ο δικός του ~ είναι διαφορετικός από τον δικό μας. 5 η ζωή στην κοινωνία, κοντά σε ανθρώπους: Ζει σ' ένα μικρό χωριό, μακριά από τον ~. κοσμάκης ο: υποκορ. οι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι. κοσμικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με κοινωνικές εκδηλώσεις κυρίως της υψηλής κοινωνίας: ~ ζωή / γεγονός. 2 αυτός που είναι σχετικός με τον κόσμο στη σημ. 5=εγκόσμιος, επίγειος: ~ τέχνη. εκκλησιαστικός. 3 αυτός που σχετίζεται με τον κόσμο στη σημ. 2: ~ ακτινοβολία: που προέρχεται από το διάστημα.

κοσμώ -ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) 1 στολίζω: Πίνακες ~ τους τοίχους της αίθουσας. 2 (μτφ.) δίνω με την ύπαρξη ή την παρουσία μου αξία, τιμή σε εκδήλωση, ομάδα, δραστηριότητα κτλ.: Προσωπικότητες της τέχνης κόσμησαν την εκδήλωση. κόσμημα το: 1 αντικείμενο, φτιαγμένο συνήθως από πολύτιμα υλικά (μέταλλα ή / και πέτρες), που φοράμε ως στολίδι στον λαιμό, στα αυτιά, στα χέρια ή στα δάχτυλα: Δε φορά ποτέ της κοσμήματα. 2 (μτφ.) οτιδήποτε στολίζει ή διακοσμεί κτ = στολίδι: Το κτίριο αυτό είναι ~ για την περιοχή. κοσμητικός -ή -ό: αυτός που κοσμεί.

Από το ΑΕ κόσμος «στολίδι».

κόστος το: 1 χρηματικό ποσό που απαιτείται για να αγοραστεί ή να φτιαχτεί κτ: Το ~ κατασκευής της γέφυρας ήταν υπέρογκο. 2 χρηματική αξία εμπορεύματος ή υπηρεσίας χωρίς την προσθήκη του εμπορικού κέρδους: Πουλά σε τιμές κόστους. 3 οι αρνητικές συνέπειες μιας ενέργειας: Όποιο κι αν είναι το ~, υλικό ή ηθικό, εγώ θα σε βοηθήσω! κοστίζω:=στοιχίζω 1 (αμτβ.) έχω χρηματική αξία =αξίζω: Το βραχιόλι αυτό ~ 100 ευρώ. Τα χειροποίητα αντικείμενα ~. 2 (μτφ., μτβ.) έχω ως κόστος, τίμημα (κυρ. με αρνητική σημ.): Οι βομβιστικές επιθέσεις κόστισαν τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους. 3 (μτφ., αμτβ.) προκαλώ μεγάλη στενοχώρια: Η αποτυχία στις εξετάσεις τού κόστισε πολύ.

κουβαλώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 μεταφέρω κτ (συνήθως βαρύ και μεγάλο) από ένα σημείο σε άλλο: Κουβάλησε τις καρέκλες μόνος του και κουράστηκε. 2 φέρω κτ πάνω μου ή μαζί μου: Δεν ~ ποτέ πολλά χρήματα πάνω μου. 3 α. πηγαίνω κάπου κπ ανεπιθύμητο ή απρόσκλητο: Κουβάλησε κι ένα σωρό ξένους μαζί του στο πάρτι! β. πηγαίνω κπ κάπου με το ζόρι: Τι με ~ μαζί σου, ενώ έχω δουλειές! κουβάλημα το. κουβαλητός -ή -ό: αυτός που κουβαλιέται, κυρ. με τη σημ. 3β. κουβαλητής ο: πρόσωπο που κουβαλάει, κυρίως αυτός που φέρνει τα απαραίτητα αγαθά για την οικογένειά του.

κουβάρι το: 1 νήμα ή κλωστή που έχει τυλιχθεί σε σχήμα μικρής μπάλας: Η γάτα ξετύλιξε το ~ παίζοντας. 2 (μτφ.) πράγματα ή πρόσωπα που έχουν ανακατευτεί: Έγιναν ~ παλεύοντας. γίνομαι μαλλιά κουβάρια (με κπ): τσακώνομαι έντονα με κπ. 3 (μτφ.) κπ ή κτ που μαζεύεται και παίρνει σχήμα κουβαριού: Έκανε ~ το σεντόνι και το πέταξε στα άπλυτα. ~ είχε γίνει από τον πόνο στη μέση του. κουβαριάζω -ομαι: 1 (μτβ.) τυλίγω κτ σε κουβάρι. 2 παθ. (αμτβ.) μαζεύομαι, παίρνω το σχήμα κουβαριού: Κουβαριάστηκε σε μια γωνιά κι αποκοιμήθηκε. κουβάριασμα το.

κουβέντα η: 1 συζήτηση για καθημερινά θέματα: Πιάσαμε ~ για τη δουλειά. 2 κτ που λέει κπ=λόγος: Σ' όλη τη διαδρομή ~ δεν είπε! κουβεντιάζω -ομαι: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) συζητώ με κπ, συνήθως για καθημερινά θέματα: Τι κουβέντιαζες με τη φίλη σου; 2 (μτβ.) σχολιάζω αρνητικά, κουτσομπολεύω κπ ή κτ: Όλη η γειτονιά ~ τα καμώματά του. κουβεντιαστός -ή -ό: αυτός που γίνεται με κουβέντα. κουβεντιαστά (επίρρ.).

κουδούνι το: 1 μικρό μεταλλικό όργανο, σαν μικρή καμπάνα, με ένα μακρύ κρεμαστό γλωσσίδι στο εσωτερικό, που παράγει ήχο όταν χτυπάει στα πλευρά, και (συνεκδ.) ο ήχος που βγάζει: Ο δικαστής χτυπούσε το ~, για να ησυχάσει τον κόσμο. 2 ηλεκτρική συσκευή που με το πάτημα κουμπιού παράγει στιγμιαίο ήχο και ο αντίστοιχος ήχος: Χτύπησε το ~ της πόρτας. κουδουνίζω & [προφ.] κουδουνάω: (αμτβ.) βγάζω ήχο αντίστοιχο με αυτόν του κουδουνιού: ~ το τηλέφωνο - θα το σηκώσεις; κουδούνισμα το. κουδουνιστός -ή . κουδουνιστά (επίρρ.).

κουζίνα η: 1 χώρος σε σπίτι ή εστιατόριο για το μαγείρεμα και τις σχετικές ασχολίες. 2 ειδική συσκευή με εστίες και φούρνο για το μαγείρεμα: ~ ηλεκτρική / γκαζιού. 3 τρόπος μαγειρέματος=μαγειρική: Η ελληνική ~ έχει πολλά λαχανικά.

κουκούλα η: 1 το μέρος πανωφοριού που καλύπτει το κεφάλι: Φόρεσε την ~ σου, βρέχει! 2 σκούφος που καλύπτει όλο το κεφάλι εκτός από τη μύτη και τα μάτια: Ο ληστής φορούσε ~, για να μην τον αναγνωρίσουν. 3 προστατευτικό κάλυμμα: ~ αυτοκινήτου. κουκουλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 σκεπάζω κτ ή κπ τελείως ξεσκεπάζω: Τον κουκούλωσε με το σεντόνι και δε φαινόταν. 2 (μτφ.) καλύπτω παράνομη ή δυσάρεστη ενέργεια αποκαλύπτω: Κουκούλωσε την ιστορία πριν βγει στις εφημερίδες. κουκούλωμα το.

κουκούτσι το: 1 σκληρός πυρήνας ή σπέρμα ορισμένων καρπών: ~ ελιάς / σταφυλιού / ροδάκινου. 2 (ως επίρρ., μτφ.) πολύ λίγο, κυρ. στην έκφρ. ~ μυαλό: Καλά, ~ δεν έχεις και δέχτηκες την πρότασή του χωρίς να ξέρεις τις λεπτομέρειες;

κουλούρα η: 1 ψωμί σε στρογγυλό σχήμα με τρύπα στη μέση. 2 οποιοδήποτε αντικείμενο σε σχήμα δακτυλίου: Μάζεψε το καλώδιο σε ~. 3 [προφ.] ο βαθμός μηδέν ως σχολικός βαθμός: Πήρα ~ στην αριθμητική. κουλούρι το: 1 μικρό ψωμί στρογγυλού σχήματος με τρύπα στη μέση, συνήθως με σουσάμι: Το κυλικείο πουλάει ~, λουκουμάδες και γλυκά. 2 κουλούρα με τη σημ. 3. κουλουράκι το: 1 υποκορ. μικρό κουλούρι. 2 μικρό γλύκισμα φτιαγμένο από ζύμη: πασχαλινό / σμυρνέικο ~. κουλουράς & κουλουρτζής ο: πωλητής κουλουριών. κουλουριάζω -ομαι: 1 παθ. (για ανθρ. και ζώα) μαζεύω τα πόδια μου πολύ κοντά στο στήθος μου, θυμίζοντας το σχήμα κουλούρας: Κουλουριάστηκε μπροστά στο τζάκι. 2 (μτβ.) μαζεύω κτ σε σχήμα κουλούρας.

Η λ. κουλούρα προέρχεται από το ελνστ. κολλούρα, από το ΑΕ κολλύρα «μικρό στρογγυλό ψωμί», αλλά γράφεται με ένα -λ- λόγω ορθογραφικής απλοποίησης.

κουλτούρα η: 1=παιδεία α. η πνευματική καλλιέργεια ενός προσώπου: Είναι άνθρωπος με μεγάλη ~. β. το σύνολο των γνώσεων που έχει αποκτήσει κπ σε συγκεκριμένο τομέα: Δεν πάει συχνά θέατρο και γι' αυτό δεν έχει θεατρική ~. 2 το σύνολο των εθίμων, παραδόσεων, αρχών κτλ. ενός λαού=πολιτισμός: ευρωπαϊκή / αμερικάνικη ~. κουλτουριάρης ο, η: [μειωτ.] πρόσωπο που παριστάνει τον διανοούμενο. κουλτουριάρικος -η -ο. κουλτουριάρικα (επίρρ.).

Από το λατ. cultura «καλλιέργεια».

κουμπί το: 1 μικρό, σκληρό και συνήθως στρογγυλό αντικείμενο που ράβεται πάνω σε ρούχα και χρησιμεύει για να κλείνει κπ άνοιγμα, περνώντας μέσα από ειδική τρύπα, ή και ως διακοσμητικό. 2 μικρό αντικείμενο σε σχήμα κουμπιού, με το οποίο βάζουμε σε λειτουργία μηχανισμό ή συσκευή: Πάτησε το ~, για να έρθει το ασανσέρ. βρίσκω το ~ κπ: βρίσκω τον τρόπο να τον χειριστώ. κουμπώνω -ομαι: 1 (μτβ.) ξεκουμπώνω: περνώ τα κουμπιά ρούχου μέσα από τις κουμπότρυπες: ~ το παλτό. 2 παθ. κλείνω όλα τα κουμπιά του ρούχου που φορώ ξεκουμπώνομαι: Κουμπώθηκε καλά, γιατί κρύωνε. 3 παθ. (μτφ.) κρατώ επιφυλακτική στάση: Μόλις είδε ότι υπήρχαν και ξένοι στη συνάντηση, κουμπώθηκε. κούμπωμα το. κουμπωτός -ή -ό: αυτός που κλείνει με κουμπιά.

κούνια η: 1 κρεβάτι για μωρά, που συνήθως μπορεί να κουνιέται αργά για να τα κοιμίζει. 2 α. κάθισμα που κρεμιέται από κάπου ψηλά, για να κουνιέται αυτός που κάθεται σε αυτό. β. πληθ. ειδικός υπαίθριος χώρος με διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες κτλ.)=παιδική χαρά.

Η λ. κούνια προέρχεται από το μσν. κούνα (< λατ. cunae «λίκνο») και δε συνδέεται με το ρ. κουνώ (από το μσν. κουνῶ < ΑΕ κινῶ).

κουνώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ ή κπ να κινείται από τη μια πλευρά στην άλλη συνεχώς: Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. 2 (αμτβ.) έχω αστάθεια, δεν ισορροπώ καλά ή προκαλώ ρυθμική κίνηση=ταλαντεύομαι: Το τραπέζι έχει ένα πόδι κοντύτερο και κουνάει / κουνιέται. Το πλοίο κουνάει. 3 [προφ.] α. (μτβ.) μεταφέρω κτ=μετακινώ: Ποιος κούνησε την καρέκλα από τη θέση της; δεν το ~ από κάπου: δε φεύγω, δε μετακινούμαι. β. παθ. πηγαίνω σε άλλο σημείο=μετακινούμαι: Όσο έλειπα δεν κουνήθηκε από εκεί που την έβαλα!  glass σχ. κούνια. κούνημα το: 1 το να κουνάει κπ κτ. 2 πληθ. το να κουνάει κπ το σώμα του προκλητικά: Όλο κουνήματα είσαι! κουνιστός -ή -ό: 1 αυτός που (μπορεί να) κουνιέται: ~ πολυθρόνα. 2 (για άνθρ.) αυτός που κουνιέται υπερβολικά όταν περπατά: ~ και λυγιστός: αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, αλλά και επιδεικτικά=κουνάμενος σεινάμενος.

κούπα η: 1 μεγάλο φλιτζάνι ή κύπελλο φαρδύ και μακρύ, συνήθως για ροφήματα, και (συνεκδ.) η ποσότητα που μπορεί να περιέχει μια κούπα: Έβγαλε κούπες για τον καφέ και φλιτζάνια για το τσάι.Ήπιε μια ~ καφέ. 2 μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας, με σύμβολο την καρδιά: ντάμα / ρήγας ~. 3 ΑΘΛ (καταχρ.) το κύπελλο που δίνεται στον νικητή διοργάνωσης.

κουπί το: 1 μακρύ ξύλο με πλατύ το ένα άκρο, το οποίο χρησιμοποιούμε για να κινήσουμε τη βάρκα πάνω στο νερό: Μου 'φυγε το ένα ~, τώρα πώς θα γυρίσω στη στεριά; 2 [προφ.] μετακίνηση βάρκας με κουπί=κωπηλασία: Ξέρεις ~;

κούραση η: αίσθημα αδυναμίας και εξάντλησης, που προκαλείται από υπερβολική εργασία ή έντονη σωματική, πνευματική ή ψυχική δραστηριότητα=[επίσ.] κόπωση: Είναι λογικό να νιώθεις ~ μετά από τόση δουλειά. κουράζω -ομαι: (μτβ.) ξεκουράζω 1 α. προκαλώ κούραση σε κπ: Με κούρασε η γυμναστική. β. παθ. νιώθω κούραση: Κουράστηκα να κολυμπάω τόση ώρα. 2 α. προκαλώ ενόχληση, δυσαρέσκεια ή βαρεμάρα: Μας κούρασες με την πολυλογία σου. β. παθ. νιώθω ψυχική κούραση ή βαριέμαι: Κουράστηκα να προσπαθώ να τον πείσω για το δίκιο μου. κουραστικός -ή -ό: κοπιαστικός. κουραστικά (επίρρ.).

κουρδίζω & [προφ.] κουρντίζω -ομαι: (μτβ.) ξεκουρδίζω 1 γυρίζω ειδικό κλειδί ή κουμπί ρολογιού, παιχνιδιού κτλ. έτσι ώστε να αρχίσει να λειτουργεί: ~ το ρολόι. Κούρδισε το παιχνιδάκι για να περπατήσει. 2 τεντώνω με ειδικό κλειδί τις χορδές μουσικού οργάνου, για να το ρυθμίσω στον σωστό τόνο: ~ το πιάνο. 3 [προφ.] (μτφ.) κάνω κπ να νευριάσει: Με κούρδισε με αυτά που είπε κι έφυγα. κούρδισμα & [προφ.] -ντισμα το. κουρδιστός & [προφ.] κουρντιστός -ή -ό. κουρδιστήρι & [προφ.] -ντιστήρι το.

κουρέλι το: 1 κομμάτι από παλιό, φθαρμένο ύφασμα και (κατ' επέκτ.) αντίστοιχο ρούχο. 2 (μτφ.) για κπ που έχει φθαρεί, ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ σωματικά ή ψυχικά: ~ μ' έκανε, με ξεφτίλισε! ~ μου έκανε τα νεύρα, να τον περιμένω και να μην έρχεται! κουρελιάζω -ομαι (μτβ., κυρ. στη σημ. 2).

κουτί το: δοχείο από σκληρό υλικό, συνήθως με καπάκι, για να βάζουμε διάφορα πράγματα, και (συνεκδ.) η ποσότητα που χωράει: Βάλε στο ~ τα βιβλία. Έφαγε ένα ολόκληρο ~ γλυκά!

κουτός -ή -ό: 1 αυτός που έχει μειωμένη πνευματική ικανότητα=ανόητος, ηλίθιος, χαζός, βλάκας έξυπνος: Τι ~ που είναι - κι ένα παιδί μπορεί να τον κοροϊδέψει! 2 αυτός που δείχνει αφέλεια, ευπιστία=αφελής πονηρός: Φάνηκες ~ κι άφησες να σε παρασύρουν. κουτά (επίρρ.). κουταμάρα η: 1 η ιδιότητα του κουτού. 2 κουτή ενέργεια ή κουβέντα.

κουτσός -ή -ό: αυτός που έχει αναπηρία στο ένα ή και στα δύο πόδια: Το ατύχημα την άφησε ~ από το αριστερό πόδι. κουτσά (επίρρ.): κυρ. στις εκφρ. ~ στραβά: όπως όπως, δύσκολα: ~ στραβά τα βγάζει πέρα. ~, στραβά κι ανάποδα: άσχημα, δυσάρεστα. κούτσα-κούτσα: 1 κουτσαίνοντας. 2 αργά, με δυσκολία: ~ κατάφεραν να κερδίσουν το παιχνίδι με έναν πόντο διαφορά. κουτσό το: παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο ο παίκτης προσπαθεί να ισορροπήσει στο ένα πόδι κάνοντας μικρά πηδήματα. κουτσαίνω -ομαι: 1 (αμτβ.) βαδίζω χωρίς να πατώ καλά το ένα πόδι: ~ από το δεξί πόδι. 2 (μτβ.) κάνω κπ κουτσό ή να πονέσει πολύ στο πόδι: Μου έδωσε μια κλοτσιά στο καλάμι, που με κούτσανε! 3 παθ. γίνομαι κουτσός: Το άλογο πάτησε κάτι και κουτσάθηκε.

κούφιος -α -ο: 1 αυτός που είναι άδειος ή χαλασμένος εσωτερικά: ~ τοίχος / καρύδι. 2 (μτφ.) αυτός που είναι χωρίς περιεχόμενο: ~ λόγια / άνθρωποςglass σχ. κουφώνω. κουφάλα η: 1 βαθούλωμα σε κορμό δέντρων ή βράχο. 2 το κούφιο μέρος χαλασμένου δοντιού. 3 [κακόσ.] (μτφ.) πονηρός, ύπουλος άνθρωπος.

κουφός -ή -ό: αυτός που δεν ακούει καλά ή καθόλου. glass σχ. κουφώνω. κουφό το: [προφ.] κτ περίεργο, παράξενο: Άκου τι ~ μου συνέβη σήμερα! κουφαίνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ κουφό: Έκανε τόση φασαρία, που μας κούφανε! 2 (μτφ.) ξαφνιάζω: Μας κούφανες με τα νέα σου! κουφαμάρα η: [προφ.] η ιδιότητα του κουφού=βαρηκοΐα.

κουφώνω μππ. κουφωμένος: (μτβ.) μισοκλείνω (κυρίως παντζούρια) με τρόπο που να μπαίνει λίγο φως και αέρας. κούφωμα το: 1 βαθούλωμα σε τοίχο, έπιπλο κτλ. 2 κενό στον τοίχο που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο, το πλαίσιο που τοποθετείται σε αυτό και η ίδια η πόρτα και το παράθυρο: Θα βάλετε ξύλινα ή αλουμινένια κουφώματα; κουφωτός -ή -ό: 1 (για παντζούρια) αυτός που έχουμε κουφώσει=κουφωμένος, μισόκλειστος. 2 αυτός που έχει κούφωμα στη σημ. 1.

Οι λ. κούφιος και κουφώνω και τα παράγωγά τους, καθώς και σύνθετα όπως το ανακουφίζω, προέρχονται από το ελνστ. κοῦφος «ελαφρύς, ευκίνητος», ενώ η λ. κουφός και τα δικά της παράγωγα από το ΑΕ κωφός.

κραδασμός ο: 1 παλμική κίνηση=[οικ.] κούνημα, δόνηση: Ένιωθε τους κραδασμούς κάθε φορά που το αυτοκίνητο έπεφτε σε λακκούβες. 2 (μτφ.) έντονη αναταραχή, διατάραξη μιας σταθερής κατάστασης: Η παραίτηση του βουλευτή προκάλεσε ~ στην κυβέρνηση.

κράμα το: 1 μείγμα από λιώσιμο μετάλλων: Ο μπρούντζος είναι ~ χαλκού και κασσίτερου. 2 (μτφ.) μείγμα διαφορετικών στοιχείων: Οι θεωρίες του δεν είναι παρά ένα ~ διαφόρων ιδεολογιώνglass  σχ. κερνώ, κράση.

κρανίο το: ΑΝΑΤ τα οστά του κεφαλιού που περιβάλλουν τον εγκέφαλο. τα παίρνω στο ~: θυμώνω πολύ έντονα. κρανιακός -ή -ό.

κράνος το: προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού από σκληρό υλικό (για στρατιώτες, πυροσβέστες, εργάτες, οδηγούς μοτοσικλετών κτλ.).

κράση η: 1 το σύνολο των φυσικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου: Έχει γερή ~, δεν αρρωσταίνει εύκολα. 2 [επίσ.] ανάμειξη στοιχείων. glass σχ. κερνώ.

Η λ. κράση προέρχεται από το ΑΕ κρᾶσις, που έχει το ίδιο θέμα με το ΑΕ κρᾶμα και το οποίο δηλώνει «ανάμειξη». Η σημ. 1 εξηγείται από την πεποίθηση των ΑΕ Ελλήνων ότι η γενική κατάσταση του ανθρώπου προσδιορίζεται από την ανάμειξη των σωματικών χυμών.

κρασί το: αλκοολούχο ποτό που παράγεται από σταφύλια=[επίσ.] οίνος. glass  σχ. κερνώ.

Από το ΑΕ κρᾶσις, από το κεκραμένος οἶνος «νερωμένο κρασί» που προσφερόταν στα συμπόσια.

κραταιός -ή & [επίσ.] -ά -ό: αυτός που είναι πολύ δυνατός=ισχυρός: Οι ΗΠΑ είναι μια σύγχρονη ~ αυτοκρατορία.

Από το AE ρ. κρατέω -ῶ «εξουσιάζω».

κρατήρας ο: 1 α. ΓΕΩΛ το άνοιγμα στο πάνω μέρος ηφαιστείου, από το οποίο βγαίνουν υλικά όπως λάβα, αέρια κτλ. β. άνοιγμα που μοιάζει με κρατήρα: Ένας μικρός ~ άνοιξε στο έδαφος από την έκρηξη. 2 ΙΣΤ μεγάλο αρχαίο ελληνικό αγγείο για την ανάμειξη κρασιού με νερό.

Από το ΑΕ κρατήρ, με ίδιο θ. με τη λ. κράμα.

κράτος το: 1 α. οι άνθρωποι που κατοικούν σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο κάτω από κοινή οργανωμένη πολιτική εξουσία: ανεξάρτητο / ομοσπονδιακό ~. β. η γεωγραφική περιοχή που καταλαμβάνει μια χώρα: ελληνικό ~. τα κράτη της Ευρώπης. 2 πολιτική εξουσία: το ~ και ο πολίτης. ~ και εκκλησία. 3 [επίσ.] εξουσία: το ~ του νόμου. υπό το ~: υπό την επήρεια: Δεν ηρεμούσε, ήταν ~ πανικού. κατά ~: ολοκληρωτικά: Μας νίκησε ~. κρατίδιο το: (υποκορ.) μικρή σε έκταση χώρα: το ~ της Ανδόρρας. κρατικός -ή -ό: 1 αυτός που ανήκει ή είναι σχετικός με το κράτος=δημόσιος ιδιωτικός: ~ οργανισμός / τηλεόραση. 2 αυτός που γίνεται από ή για το κράτος: ~ προϋπολογισμός / έλεγχοςglass  σχ. κραταιός.

κρατώ & -άω -ιέμαι & (κυρ. στη σημ. 1ζ) -ούμαι: 1 (μτβ.) α. έχω κτ ή κπ στο χέρι ή στα χέρια μου με τρόπο που να μην μπορεί να φύγει ή να πέσει: ~ το σκοινί. β. έχω κτ ή κπ μαζί ή επάνω μου=κουβαλάω: Δεν ~ πολλά χρήματα. γ. έχω κτ στην κατοχή μου ή στην εξουσία, υπό τον έλεγχό μου: Οι εχθροί ~ την πόλη. δ. κάνω κπ ή κτ να συνεχίσει να είναι στην ίδια θέση ή κατάσταση=διατηρώ: ~ την πόρτα ανοιχτή, για να περάσετε. Τον ~ σε αγωνία. ε. φυλάω κτ και δεν το πετώ ή δεν το δίνω: Κράτησε για τον εαυτό της το σπίτι κι έδωσε τα κτήματα. στ. εμποδίζω κπ να κάνει κτ=συγκρατώ: Τον ~ να μη σε χτυπήσει. ζ. στερώ την ελευθερία κπ: Τον κρατούν στην αστυνομία για ανάκριση. η. εμποδίζω κτ να εκδηλωθεί=συγκρατώ: Ίσα που ~ τον θυμό μου. Το χώμα δεν ~ καλά το νερό. θ. αντέχω βάρος: Δε θα σε κρατήσει το σκοινί, θα πέσεις! ι. στηρίζω κπ ψυχικά σε δύσκολη στιγμή: Το μόνο που με ~ είναι η σκέψη του παιδιού μου. κ. είμαι συνεπής, κάνω αυτό που έχω υποσχεθεί: ~ τον όρκο / την υπόσχεσή μου. λ. εξασφαλίζω (θέση, τραπέζι κτλ.)=κλείνω: Κράτησα ένα τραπέζι για οκτώ. μ. αναλαμβάνω την ευθύνη φύλαξης: Έχω γυναίκα να μου ~ τα παιδιά. 2 παθ. (αμτβ.) α. πιάνομαι από κάπου και στηρίζομαι: Για να μην πέσει, κρατήθηκε από την καρέκλα. β. (για πρόσ.) συνεχίζω να είμαι σε καλή κατάσταση=διατηρούμαι: Κρατιέται καλά, παρά τα χρόνια της! γ. δεν αφήνομαι να εκδηλώσω κτ=συγκρατούμαι: Κρατήθηκα να μη βάλω τα γέλια. 3 (αμτβ.) α. (για πργ.) συνεχίζω να είμαι σε καλή κατάσταση=διατηρούμαι: Δεν ~ το γάλα εκτός ψυγείου. β. δείχνω αντοχή σε δοκιμασία: Δε θα κρατήσει πολύ ακόμα, θα ξεσπάσει. γ. κατάγομαι από: ~ από μεγάλο σόι. κράτημα το: 1 το να κρατάει κπ κτ ή να κρατιέται κπ: Πόνεσε το χέρι μου από το ~. 2 ιδιότητα οχήματος να είναι σταθερό σε βρεγμένο δρόμο και σε στροφές. κράτηση η: 1 ΝΟΜ ποινή στέρησης της ελευθερίας κπ: Βρίσκεται υπό ~. 2 πληθ. ποσό που κρατείται από τον μισθό εργαζομένου (για ασφάλιση, φορολογία κτλ.). 3 εξασφάλιση θέσης, εισιτηρίου κτλ.: Κάνω ~ σε ξενοδοχείο /εστιατόριο. κρατούμενος ο, & [επίσ.] κρατουμένη η: πρόσωπο που κρατείται στη φυλακή=φυλακισμένος. κρατούμενο το: ΜΑΘ ο αριθμός που κρατάμε στη μνήμη για λίγο, για να τον προσθέσουμε στη συνέχεια, όταν κάνουμε αριθμητικές πράξεις. κρατητήριο το: χώρος σε αστυνομικό τμήμα για κράτηση (σημ. 1).

κραυγή η: πολύ δυνατή φωνή=ξεφωνητό. κραυγάζω: (αμτβ.) βγάζω κραυγές=ουρλιάζω, ξεφωνίζω. κραυγαλέος -α -ο: [μειωτ.] αυτός που είναι εξαιρετικά έντονος, προκλητικός και, συνεπώς, ολοφάνερος: Οι διαφορές είναι ~, αμέσως φαίνονται! κραυγαλέα (επίρρ.).

κρέας το: 1 η σάρκα των ζώων που τρώει ο άνθρωπος: Το μοσχαρίσιο ~ είναι πολύτιμη πηγή σιδήρου. 2 [οικ.] σάρκα: Δεν έχει και πολύ ~ πάνω της, τίποτα δεν τρώει! κρεάτινος -η -ο & κρεατένιος -α -ο.

κρεβάτι το: 1 έπιπλο στο οποίο ξαπλώνουμε για ύπνο, ξεκούραση, εξέταση από γιατρό κτλ. 2 κρεβάτι νοσοκομείου ή ξενοδοχείου ως μονάδα μέτρησης για τα άτομα που μπορεί να περιθάλψει ή να φιλοξενήσει=[επίσ.] κλίνη: Το νοσοκομείο διαθέτει τριάντα ~. κρεβατώνω -ομαι: (μτβ., για αρρώστια) κάνω κπ να μείνει στο κρεβάτι: Η γρίπη με κρεβάτωσε για δέκα μέρες.

κρέμα η: 1 λιπαρό παράγωγο του γάλακτος, από το οποίο γίνεται το βούτυρο και το οποίο χρησιμοποιούμε σε γλυκά ή τρόφιμα: ~ γάλακτος. 2 γλυκό που φτιάχνεται με γάλα, ζάχαρη κτλ.: ~ καραμελέ. ~ για μωρά. 3 καλλυντικό που βάζουμε στο δέρμα μας για περιποίηση, θεραπεία κτλ.: ~ προσώπου / σώματος.

κρεμώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) στερεώνω κτ από σημείο που βρίσκεται ψηλά, χωρίς στήριξη από κάτω: Κρέμασε το παλτό σου στον καλόγερο! 2 (μτβ.) αφήνω κτ να αιωρείται: Κρεμασμένες στα μπαλκόνια οι σημαίες ανέμιζαν. 3 (μτβ.) σκοτώνω κπ πνίγοντάς τον με σκοινί που κρέμεται στο κενό=απαγχονίζω: Κρέμασαν τους αιχμαλώτους. 4 (αμτβ., για ρούχο, ύφασμα) προεξέχω προς τα κάτω: Οι πιέτες ήταν κακοραμμένες και κρεμούσαν. 5 παθ. (αμτβ.) στερεώνομαι από ψηλά, ώστε να αιωρούμαι: Οι ορειβάτες είχαν κρεμαστεί με σχοινιά, για να σκαρφαλώσουν στον βράχο. κρέμομαι μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) 1 είμαι στερεωμένος από ψηλά: Φρούτα κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων. 2 αιωρούμαι από ψηλά: Τα πόδια μας κρέμονταν έξω από τη γέφυρα. 3 (μτφ.) εξαρτώμαι από κπ: ~ από σένα για βοήθεια. ~ από τα χείλη / το στόμα κπ: προσέχω πολύ, δίνω σημασία σε ό,τι λέει κπ: Μας περιέγραφε τις περιπέτειές του, κι εμείς κρεμόμασταν από τα χείλη του. κρέμασμα το. κρεμαστός -ή -ό. κρεμάλα η: 1 θηλιά στερεωμένη σε στύλο, από την οποία περνάει το κεφάλι ανθρώπου που πρόκειται να θανατωθεί. 2 παιχνίδι με λέξεις.

κρίκος ο: 1 μεταλλικός δακτύλιος: οι ~ της αλυσίδας. 2 (μτφ.) συνδετικό στοιχείο σε μία ακολουθία, το οποίο είναι σημαντικό για τη συνοχή της: Κάθε οργανισμός είναι απαραίτητος ~ στην τροφική αλυσίδα.

κρίμα το: 1 παράπτωμα, παραβίαση της ηθικής τάξης: Καθένας θα λογοδοτήσει για τα κρίματά του. 2 (ως επιφ.) για να εκφράσουμε απογοήτευση, λύπη: ~, τόσος κόπος να πάει χαμένος! είναι ~ να: είναι λυπηρό ή δυσάρεστο: Είναι ~ να βασανίζεσαι τόσο.

κρίνω -ομαι: (μτβ.) 1 εκφράζω άποψη μετά από προσεκτική μελέτη=νομίζω, πιστεύω, εκτιμώ: ~ ότι πρέπει να περιμένουμε, ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα. 2 α. ασκώ κριτική σε κπ ή κτ: Στο άρθρο του ~ το έργο της κυβέρνησης. β. εκφράζω άποψη για την αξία προσώπου ή πράγματος=αξιολογώ: ~ υποψήφιο. 3 καταλήγω σε απόφαση για κπ: Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο. 4 παίζω καθοριστικό ρόλο: Από τον αγώνα αυτό θα κριθεί η πορεία της ομάδας. κριτής ο, η: πρόσωπο που αξιολογεί και κρίνει, συνήθως ως μέλος κριτικής επιτροπής: Οι ~ αποφάσισαν τον αποκλεισμό του αθλητή. κριτική η: έκφραση γνώμης για την αξιολόγηση προσώπου, πράγματος κτλ.: Ασκεί δριμεία ~ στην κυβέρνηση. Η ταινία πήρε θετικές και αρνητικές ~. κριτικός -ή -ό. κριτικά (επίρρ.). κριτικός ο, η: πρόσωπο που κρίνει ως ειδικός λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα.

κριός ο: 1 [επίσ.] κριάρι. 2 ΙΣΤ πολιορκητικός ~: είδος αρχαίας πολεμικής μηχανής για το γκρέμισμα πυλών και τειχών. 3 Kριός ο: α. ΑΣΤΡΟΝ ονομασία αστερισμού. β. ΑΣΤΡΟΛ το πρώτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό.

κρίση η: 1 ενέργεια ή ικανότητα του μυαλού με την οποία κπ εκτιμά τα δεδομένα και διαμορφώνει στη συνέχεια άποψη για πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση: Με τα παιχνίδια αυτά ασκείται η ~ των μαθητών. 2 γνώμη ή απόφαση που παίρνει κπ μετά από σκέψη: Κατά την ~ μας αυτό θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. 3 αξιολόγηση για την επιλογή ή απόρριψη κπ: Πότε γίνεται η ~ για τον προβιβασμό σου; Ημέρα / ώρα της Κρίσεως: η Δευτέρα Παρουσία. 4 κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σημαντικά προβλήματα ή έντονες δυσκολίες: Έγιναν προσπάθειες επίλυσης της πολιτικής ~. 5 ΙΑΤΡ απότομη εμφάνιση συμπτωμάτων μιας ασθένειας ή ξαφνική και οξεία επιδείνωση της κατάστασης αρρώστου: Έχει ~ σκωληκοειδίτιδας. Βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής ~. κρίσιμος -η -ο: 1 καθοριστικός: Η παρέμβασή του στάθηκε ~ για την έκβαση της υπόθεσης. 2 επικίνδυνος, σοβαρός: Η κατάσταση του ασθενούς είναι ~.

κριτήριο το: σταθερό μέτρο, γνώμονας με τον οποίο κρίνει κανείς κπ ή κτ: Βασικό ~ για την επιλογή των υποψηφίων είναι η προϋπηρεσία.

κρούω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) χτυπώ, κυρ. στην έκφρ. ~ τον κώδωνα του κινδύνου: προειδοποιώ ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος. κρούση η: 1 χτύπημα, συνήθως με βίαιο τρόπο: Η ταχύτητα ~ είναι τόσο μεγάλη, ώστε τα σώματα διαλύονται. 2 (μτφ.) προσπάθεια να καταλάβει κπ τις διαθέσεις άλλων: Έγιναν κάποιες κρούσεις με στόχο να δούμε πώς θα αντιδράσουν. κρουστικός -ή -ό. κρούσμα το: 1 εκδήλωση συμπτωμάτων αρρώστιας: ~ μηνιγγίτιδας. 2 εκδήλωση αρνητικού φαινομένου: Νέο ~ κλοπής παρατηρήθηκε στην πόλη μας.

κρύβω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω κπ ή κτ σε κπ μέρος, ώστε να μη το(ν) βλέπουν άλλοι: Έκρυψε τα πράγματα, για να μην τα δούμε. 2 καλύπτω κτ, ώστε να μη φαίνεται: Με τα χέρια του έκρυβε το πρόσωπο. 3 δε φανερώνω, αποσιωπώ κτ: Προσπάθησε να κρύψει την αλήθεια. 4 περιλαμβάνω κτ που δε φαίνεται: Η ορειβασία ~ πολλούς κινδύνους. 5 α. παθ. προσπαθώ να μη με βρουν, να μη γίνω αντιληπτός: Κρύβεται από τους δανειστές του. β. παύω να είμαι ορατός: Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα. κρύπτη η: 1 μέρος όπου μπορεί κπ να κρυφτεί. 2 καταφύγιο ή λειψανοθήκη μαρτύρων κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. κρύψιμο το. κρυφός -ή . κρυφά (επίρρ.). κρυψώνα η: μέρος όπου μπορεί κπ να κρυφτεί ή να κρύψει κτ.

κρύος -α -ο: 1 αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία ή είναι παγωμένος=ψυχρός ζεστός, θερμός: Τα χέρια του είναι πάντα ~ τον χειμώνα. 2 (μτφ.) αυτός που δε δείχνει φιλικότητα=ψυχρός ζεστός, θερμός, εγκάρδιος: Μας έκαναν μία ~ υποδοχή, χωρίς εγκαρδιότητες. 3 (μτφ., για αστείο, ανέκδοτο κτλ.) ανόητος, άνοστος. κρύα (επίρρ.). κρύο το: 1 κατάσταση κατά την οποία επικρατεί θερμοκρασία πιο χαμηλή από το ανεκτό ζέστη. 2 συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) χρονική περίοδος κατά την οποία επικρατεί κρύο: Με τα πρώτα ~, οι λιγοστοί κάτοικοι κλείνονταν στα σπίτια. κρυάδα η: 1 συνήθ. πληθ. ρίγος ή ανατριχίλα στο σώμα που προέρχεται από αίσθημα κρύου: Είχα ~ σε όλο μου το σώμα. 2 πληθ. (μτφ.) ανόητα ή σαχλά αστεία: Κανείς δε γελούσε με τις ~ του. κρυώνω: 1 (αμτβ.) έχω την αίσθηση του κρύου ζεσταίνομαι: Άρχισα να ~, η θερμοκρασία έπεσε. 2 (αμτβ.) γίνομαι (πιο) κρύος ζεσταίνομαι: Άσε τη σούπα να κρυώσει λίγο, θα καείς! 3 (μτφ., αμτβ.) παύω να νιώθω φιλικά απέναντι σε κπ: Η φιλία μας κρύωσε, τίποτε δε μας έδενε πια. 4 (αμτβ.) παθαίνω κρυολόγημα. 5 (μτβ.) κάνω κτ (πιο) κρύο ζεσταίνω: ~ τη σούπα / το φαγητό. κρύωμα το: ίωση του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος=κρυολόγημα: Ντύσου, θα αρπάξεις κανένα ~!

κτήμα το: 1 ιδιόκτητη έκταση γης η οποία καλλιεργείται: Στο ~ του καλλιεργούσε αμπέλια. 2 οτιδήποτε ανήκει σε κπ=ιδιοκτησία: Νομίζει ότι η γυναίκα είναι ~ του άντρα. κτηματικός -ή -ό. κτηματίας ο, η: πρόσωπο που κατέχει μεγάλες εκτάσεις γης.

κτηνίατρος ο, η: γιατρός με ειδίκευση στην πρόληψη και θεραπεία ασθενειών των ζώων. κτηνιατρικός -ή -ό. κτηνιατρική η: η σχετική επιστήμη.

κτήνος το: 1 ζώο συνήθως μεγάλου μεγέθους. 2 (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου βάναυσου ή απάνθρωπου: ~! Μας κατέστρεψες τη ζωή! κτηνώδης -ης -ες: αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά ή που ταιριάζει σε κτήνος. glass σχ. αγενής. κτηνωδώς (επίρρ.). κτηνωδία η: πράξη απάνθρωπη και βάναυση.

κτηνοτροφία η: ενασχόληση με τη συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων με στόχο την οικονομική εκμετάλλευση αυτών και των προϊόντων τους. κτηνοτρόφος ο, η: αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την κτηνοτροφία. κτηνοτροφικός -ή -ό.

κτίριο το: οικοδομικό κατασκεύασμα, προορισμένο να στεγάσει κατοικίες, εταιρείες κτλ. κτιριακός -ή -ό.

κτήση η: 1 το να αποκτά ή να έχει κπ κτ: ~ αγαθών. 2 χώρα η οποία βρίσκεται υπό την κατοχή άλλης: Η Κύπρος υπήρξε για πολλά χρόνια αγγλική ~. κτήτορας ο, η: πρόσωπο που έχει κτ στην ιδιοκτησία του=ιδιοκτήτης. κτητικός -ή -ό: αυτός που θέλει να έχει κτ στην κατοχή του ή (μτφ.) είναι πολύ ζηλιάρης στις σχέσεις του, και (συνεκδ.) η αντίστοιχη συμπεριφορά. 3 ΓΛΩΣΣ αυτός που δηλώνει κτήση. κτητικά & -ώς (επίρρ.).

κυβερνώ & -άω -ιέμαι & -ώμαι: (μτβ.) 1 έχω την πολιτική εξουσία σε μια χώρα: Ο λαός με την ψήφο του έδωσε εντολή να κυβερνήσουμε τη χώρα. 2 (μτφ.) έχω καθοριστικό ρόλο: Το χρήμα ~ τη ζωή του. κυβέρνηση η: σύνολο ανθρώπων από το ίδιο πολιτικό κόμμα (υπουργοί και υφυπουργοί) που ασκούν την εξουσία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα: Ανακοινώθηκαν τα νέα μέτρα της ~. κυβερνήτης ο, η. κυβερνητικός -ή -ό.

κύβος ο: 1 α. ΓΕΩΜ ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο στερεό σώμα με έξι έδρες, οι οποίες είναι ίσα τετράγωνα. β. ΜΑΘ (για αριθμό) το γινόμενο τριών παραγόντων ίσων με τον αριθμό αυτό: Το 2 υψωμένο στον ~ είναι 8. 2 οτιδήποτε έχει σχήμα κύβου με τη σημ. 1α: ~ ζάχαρης. κυβικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τον κύβο (σημ. 1β). ~ μέτρο: μονάδα μέτρησης όγκου. 2 αυτός που μοιάζει με κύβο στο σχήμα. κυβικό το: το κυβικό μέτρο: Πόσα ~ χωράει η δεξαμενή;

κύηση η: ΙΑΤΡ η διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου στη μήτρα της μητέρας από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τον τοκετό=εγκυμοσύνη: ~ υψηλού κινδύνου.

Από το AE ρ. κυέω -ῶ «φουσκώνω, πρήζομαι», απ' όπου και το έγκυος.

κύκλος ο: 1 ΓΕΩΜ κλειστή καμπύλη γραμμή, της οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση από το κέντρο, και (συνεκδ.) το επίπεδο σχήμα που περικλείεται από αυτήν. 2 οτιδήποτε έχει το σχήμα κύκλου ή διαγράφει κυκλική κίνηση: Κάθησαν όλοι σε έναν ~. 3 (μτφ.) ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα, κοινωνικός περίγυρος: Ο ~ μας αποτελείται από καλλιεργημένους ανθρώπους. 4 (μτφ.) περιοδική επανάληψη φαινομένων, καταστάσεων κτλ.: ο ~ των εποχών. ~ εργασιών: σύνολο εμπορικών συναλλαγών σε μία συγκεκριμένη περίοδο. 5 (μτφ.) φυσική πορεία που ακολουθείται από την έναρξη μέχρι τη λήξη ενός φαινομένου: Η ίωση θα κάνει τον ~ της και θα περάσει. 6 (μτφ.) σύνολο συναφών μεταξύ τους πραγμάτων: Φέτος ολοκληρώνετε τον πρώτο ~ σπουδών. κυκλικός -ή -ό. κυκλικά (επίρρ.). κυκλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω κτ μέσα σε κύκλο: Με μολύβι κυκλώστε τη σωστή απάντηση! 2 σχηματίζω κλοιό γύρω από κπ ή κτ, περιβάλλω από όλες τις πλευρές = περικυκλώνω: Η αστυνομία κύκλωσε την περιοχή για τη σύλληψη των δραστών. κυκλωτικός -ή -ό. κυκλωτικά (επίρρ.).

κυκλοφορώ: 1 (αμτβ.) κινούμαι: Στον πεζόδρομο ~ μόνο οι πεζοί. Το αίμα δεν ~ καλά στις αρτηρίες. 2 (αμτβ.) είμαι διαθέσιμος ή διαδίδομαι στο κοινό: Η εφημερίδα αυτή ~ μόνο την Κυριακή. Κυκλοφορούν φήμες για ανασχηματισμό. 3 (μτβ.) εκδίδω ή διαθέτω στο κοινό, ετοιμάζω κτ για να πουληθεί: Η εταιρεία κυκλοφόρησε ένα νέο επαναστατικό προϊόν. κυκλοφορία η. κυκλοφοριακός -ή -ό. κυκλοφοριακό το. κυκλοφορικός -ή -ό. κυκλοφορικό το.

Το ρ. κυκλοφορώ προέρχεται από το ουσ. κυκλοφορία με προέλευση από την ΑΕ λ. κυκλοφορία («κυκλική κίνηση»). Το επίθ. κυκλοφοριακός προέρχεται από το ουσ. κυκλοφορία, ενώ το επίθ. κυκλοφορικός πρέρχεται από το ρ. κυκλοφορώ. Παρόλο που και τα δύο σχετίζονται σημασιολογικά με την κυκλοφορία, το επίθ. κυκλοφοριακός αναφέρεται στην κίνηση πεζών ή οχημάτων, ενώ το κυκλοφορικός αναφέρεται στην κυκλοφορία του αίματος.

κύκλωμα το: 1 ΦΥΣ συνδυασμός που αποτελείται από μία πηγή ρεύματος και συσκευές σε διάταξη οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: ανοικτό / κλειστό ~. 2 [μειωτ.] (μτφ.) κλειστή ομάδα ατόμων που δραστηριοποιείται σε έναν τομέα για την υποστήριξη των συμφερόντων της και τον αποκλεισμό ξένων ή για την προώθηση αγαθών που διακινούνται παράνομα: ~ διακίνησης ναρκωτικών.

κυλώ & -άω -ιέμαι αόρ. κύλησα, παθ. αόρ. κυλίστηκα, μππ. κυλισμένος: 1 (μτβ.) μετακινώ κτ με περιστροφικές κινήσεις πάνω σε επιφάνεια: Κύλησε τη βαριά πέτρα μέχρι την άκρη του δρόμου. 2 (μτβ.) σέρνω κτ στο πάτωμα: Μην κυλάς την πετσέτα κάτω! 3 (αμτβ.) κινούμαι διαγράφοντας περιστροφική τροχιά: Πέτρες ξεκόλλησαν από τον βράχο και κύλησαν κάτω με θόρυβο. 4 (αμτβ.) περνώ: Ο καιρός κυλούσε ήρεμα στην εξοχή. 5 (αμτβ., για υγρά) κινούμαι αργά, ρέω: Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. 6 παθ. (αμτβ.) σέρνομαι ή ξαπλώνω στο πάτωμα: Μην κυλιέσαι κάτω, θα λερωθείς! κύλισμα το. κυλιόμενος -η -ο: 1 (για μηχανικές κατασκευές) αυτός που κινείται περιστρεφόμενος πάνω σε επιφάνεια: ~ σκάλα. 2 (μτφ.) αυτός που συμβαίνει ή επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: ~ ωράριο.

Το ρ. κυλώ προέρχεται από το AE ρ. κυλίω, από την κλίση του οποίου παράγονται οι τύποι της παθητικής.

κύμα το: 1 α. μάζα νερού που κινείται από τον αέρα ή από άλλη δύναμη προς την ξηρά: Πέρασε το καράβι και σηκώθηκε ~. β. η ακροθαλασσιά: Τρώγαμε δίπλα στο ~. 2 (μτφ.) φαινόμενο που εκδηλώνεται με έντονο τρόπο ή μαζικά: νέο ~ ανατιμήσεων στην αγορά. Οι αρχές φοβούνται νέο ~ τρομοκρατικών επιθέσεων. 3 ΦΥΣ παλμική κίνηση από μόριο σε μόριο με την οποία μεταδίδονται ή διαδίδονται στον χώρο μορφές ενέργειας: ηλεκτρομαγνητικό / ηχητικό ~. κυμαίνομαι: (αμτβ.) κινούμαι ή παρουσιάζω αυξομειώσεις ανάμεσα σε ένα κατώτατο και ένα ανώτερο όριο: Η θερμοκρασία κυμάνθηκε μεταξύ 16 οC και 19 οC. κύμανση η. κυματίζω: 1 (αμτβ.) κινούμαι σαν κύμα: Στα μπαλκόνια κυμάτιζαν οι σημαίες. 2 (μτβ.) κινώ κτ στον αέρα δίνοντας την εικόνα του κύματος: Κυματίζαμε τις σημαίες. κυματιστός -ή -ό. κυματισμός ο.

κυνήγι το: 1 το να καταδιώκει κπ άγρια ζώα για να τα πιάσει ή για να τα σκοτώσει: Απαγορεύεται το ~ της αρκούδας. 2 ζώο που θανατώνεται μετά από καταδίωξη και προορίζεται συνήθως για τροφή: Η ταβέρνα σερβίρει και ~. = θήραμα. 3 καταδίωξη με σκοπό τη σύλληψη: Το ~ του κλέφτη από την αστυνομία συνεχίστηκε στους δρόμους της πόλης. 4 (μτφ.) έντονη και συντονισμένη προσπάθεια με κάθε μέσο για την εκπλήρωση στόχου, επίμονη επιδίωξη: Βγήκαν οι δημοσιογράφοι στο ~ της είδησης. κυνηγώ -άω -ιέμαι (μτβ.). κυνηγός ο, η. κυνηγετικός -ή . κυνήγημα το. κυνηγητό το: 1 το να κυνηγά κανείς κπ ή κτ. 2 παιδικό παιχνίδι.

κυνικός -ή -ό: 1 ΦΙΛΟΣ αυτός που αναφέρεται στη φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι η ολιγάρκεια και οι στερήσεις οδηγούν στην αρετή: ~ φιλόσοφος / φιλοσοφία. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από ωμότητα, τραχύτητα και έλλειψη ευαισθησίας: Την αγνόησε μ' ένα ~ χαμόγελο. κυνικά (επίρρ.). κυνισμός ο. κυνικότητα η.

κύπελλο το: 1 δοχείο από το οποίο μπορεί κπ να πιει. 2 τρόπαιο το οποίο δίνεται ως έπαθλο σε αγώνες ομαδικών συνήθως αθλημάτων. κυπελλούχος ο, η: ομάδα που ήρθε πρώτη σε αγώνες και παίρνει το κύπελλο (σημ. 2). glass σχ. έχω.

κυρίαρχος -η -ο: 1 αυτός που κατέχει και ασκεί εξουσία με άμεσο ή έμμεσο τρόπο: ~ λαός / τάξη. 2 αυτός που επικρατεί: ~ κουλτούρα. κυριαρχώ -ούμαι: (αμτβ.) επικρατώ, δεσπόζω: Κυριάρχησε επί μισόν αιώνα στην καλλιτεχνική σκηνή του τόπου. κυριαρχία η. κυριαρχικός -ή -ό. κυριαρχικά (επίρρ.).

κυριολεκτώ: (αμτβ.) 1 χρησιμοποιώ λέξη ή φράση με την ακριβή της σημασία. 2 εκφράζομαι με σαφήνεια, με ακρίβεια, χωρίς υπερβολές=ακριβολογώ: Για να κυριολεκτούμε, αυτό δεν ήταν διάλογος, αλλά μονόλογος. κυριολεξία η μεταφορά: η βασική, η κύρια σημασία μιας λέξης, σε αντιδιαστολή με τη μεταφορική της σημασία: Στην ~ της η λέξη «ύαινα» σημαίνει αιμοβόρο ζώο. κυριολεκτικός -ή -ό: Ποιο είναι το ~ νόημα της φράσης; μεταφορικός. κυριολεκτικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.): πραγματικά, χωρίς υπερβολή: Ήταν ~ εκτός εαυτού.

Από το ελνστ. κυριολεκτέω -ῶ, σύνθ. από τα κύριος + λεκτῶ < λέγω.

κύριος1 ο, κυρία η: 1 πρόσωπο που έχει την εξουσία, ο κυρίαρχος: Ο κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας του. 2 πρόσωπο που έχει κτ στην κατοχή του=ιδιοκτήτης: Είναι ~ μεγάλης περιουσίας. 3 λέξη που συνοδεύει το όνομα ή το επώνυμο άντρα ή γυναίκας: O ~ Δήμου. 4 ευγενική προσφώνηση σε άγνωστο πρόσωπο: Tι θα πάρετε, κύριε; 5 προσφώνηση του ή της εκπαιδευτικού από τους μαθητές: Κυρία, βάλατε καλούς βαθμούς; 6 σοβαρός και αξιοπρεπής άνθρωπος: Μου φέρθηκε σαν ~. Κύριος ο: ο Θεός: Ας τον φωτίσει ο ~! κυριότητα η: ΝΟΜ η άμεση και απόλυτη εξουσία κπ επάνω σε περιουσιακό στοιχείο, αναγνωρισμένη από τον νόμο: Έχω την πλήρη ~ του οικοπέδου. κυριεύω -ομαι: (μτβ.) 1 κατακτώ, γίνομαι κύριος ενός χώρου μετά από αγώνες, κοπιαστική προσπάθεια: Οι πειρατές κυρίευσαν το κάστρο. 2 (μτφ., για συναίσθημα ή πάθος) καταλαμβάνω κπ εξ ολοκλήρου: Μόλις άκουσε την άδικη απόφαση, τον κυρίευσε ο θυμός.

Από το AE κύριος «ιδιοκτήτης».

κύριος2 -α -ο: αυτός που κρίνεται ως ο πιο σημαντικός, ο πρώτος σε κπ ιεραρχία=πρωταρχικός, βασικός: ~ μέλημά μας είναι η ανατροφή των παιδιών. κυρίως (επίρρ.) 1 χρησιμοποιείται για να τονίσουμε αυτό που θεωρούμε πιο σημαντικό=προπαντός, ιδιαίτερα, πρωταρχικά, ιδίως: Αυτό που με απασχολεί ~ είναι οι εξετάσεις. 2 κατά κύριο λόγο=κατεξοχήν: Διασκεδάζει ~ με ελληνική μουσική. (& ως επίθ.) Το ~ γεύμα είναι το μεσημεριανό.

κύρος το χωρίς πληθ.: αναγνωρισμένη από όλους αξία, εκτίμηση, υπόληψη=ισχύς, γόητρο: Θεωρείται επιστήμονας διεθνούς κύρους.

κυρτός -ή -ό: 1 αυτός του οποίου η επιφάνεια σχηματίζει καμπύλη προς τα έξω κοίλος: ~ κάτοπτρο. 2 αυτός που καμπουριάζει: Ήταν πια πολύ γερασμένος, με ~ ώμους.

κύτταρο το: 1 ΒΙΟΛ η βασική λειτουργική μονάδα κάθε ζωντανού οργανισμού: Ο πυρήνας είναι ένα από τα βασικά μέρη ενός ~. 2 (μτφ.) το βασικό στοιχείο ενός οργανωμένου συνόλου: Η οικογένεια είναι το ~ της ελληνικής κοινωνίας. κυτταρικός -ή -ό.

κώδικας ο: 1 σύνολο συμβόλων που αποτελούν ένα σύστημα, με βάση το οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν: γλωσσικός ~. 2 σύνολο αρχών, κανόνων, διατάξεων ή οδηγιών που αναφέρονται σε ένα ζήτημα ή ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων σε μια ομάδα ή κοινωνία: ~ οδικής κυκλοφορίας. υπαλληλικός ~. κωδικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον κώδικα με τη σημ. 1: ~ αριθμός. κωδικός ο: κωδικός αριθμός: Ποιος είναι ο ~ πρόσβασης στον υπολογιστή;

κώλος ο: [προφ.] το πίσω μέρος της λεκάνης = πισινός, πισινά [επίσ.] οπίσθια.

κώμα το: ΙΑΤΡ παθολογική κατάσταση με τη μορφή λήθαργου, κατά την οποία, λόγω εγκεφαλικής βλάβης, παρατηρείται απώλεια της συνείδησης, της νόησης, της ικανότητας κίνησης και των βασικών αισθήσεων: Έχει πέσει σε ~. κωματώδης -ης -εςglass σχ. αγενής.

κωμωδία η: 1 θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο με ευχάριστο περιεχόμενο που προκαλεί το γέλιο: Απόψε η τηλεόραση προβάλλει μια ξεκαρδιστική ελληνική ~. 2 ΦΙΛΟΛ ένα από τα τρία είδη της δραματικής ποίησης που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία Aθήνα: οι ~ του Aριστοφάνη. 3 (μτφ.) γεγονός, πράξη ή κατάσταση που είναι γελοία ή προκαλεί το γέλιο: Αρνούμαι να συμμετέχω σ' αυτή την ~. κωμικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί το γέλιο. κωμικός ο, η: ηθοποιός που παίζει κωμικούς ρόλους. κωμικά (επίρρ.).

κώνειο το: 1 είδος δηλητηριώδους φυτού. 2 το δηλητήριο που παράγεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη θανάτωση των καταδικασμένων: O Σωκράτης προτίμησε να πιει το ~ από το να παραβεί τους νόμους.

κώνος ο: 1 ΓΕΩΜ στερεό γεωμετρικό σώμα με κυκλική βάση και κυρτή επιφάνεια που καταλήγει σε οξεία κορυφή. 2 οποιοδήποτε σώμα με σχήμα κώνου: ο ~ του ηφαιστείου της Αίτνας. κωνικός -ή -ό: αυτός που έχει τη μορφή κώνου: ~ καπέλο.

κωνοφόρος -α & [επίσ.] -ος -ο: δέντρο που παράγει καρπούς σε σχήμα κώνου: Tο έλατο είναι ~ δέντρο.

Από το ελνστ. κωνοφόρος < κῶνος + φέρω.

κωπηλατώ: (αμτβ.) κινώ σκάφος με τη βοήθεια κουπιών. κωπηλασία η: 1 κίνηση σκάφους με τη βοήθεια κουπιών. 2 άθλημα αγώνα ταχύτητας με ειδικά κωπήλατα σκάφη: Πήρε αργυρό μετάλλιο στους αγώνες ~. κωπηλάτης ο, -τρια & -ισσα η: 1 πρόσωπο που κινεί σκάφος με τα κουπιά. 2 αθλητής κωπηλασίας. κωπήλατος -η -ο: αυτός που κινείται με κουπιά. κωπηλατικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την κωπηλασία ή τους κωπηλάτες. κωπηλατικά (επίρρ.)

Από το AE ρ. κωπηλατῶ που προέρχεται από τα κώπη («κουπί») + -ηλατῶ (< ρ. ἐλαύνω).

κωφάλαλος -η -ο: αυτός που από τη γέννησή του ή σε πολύ μικρή ηλικία έχασε την ακοή του, επομένως και την ικανότητα της ομιλίας.

Από το κωφός + άλαλος (άφωνος). Σήμερα, πλέον, οι περισσότεροι που έχουν (εκ γενετής ή από πολύ μικρή ηλικία) προβλήματα ακοής μαθαίνουν να μιλούν, και κατά συνέπεια δε χαρακτηρίζονται ως κωπηλατώ: (αμτβ.) κινώ σκάφος με τη βοήθεια κωφάλαλοι, αλλά κωφοί.