Κείμενο 15
ήλι-ος nn {18D} (και ή-λιος) {18B} 1. sun: έχω τον ήλιο στα μάτια μου,have the sun is one's eyes. κάθομαι στον ήλιο, sit in the sun. μην κάθεσαι στον ήλιο / φύγε από τον ήλιο! Come out of the sun. σηκώνομαι με την ανατολή του ~ ου, rise with the sun, τράβα τις κουρτίνες να κλείσεις τον ήλιο / να μπει μέσα ο ήλιος, draw the curtains to shut out / to let in the sun. ο ~ ος του μεσονυχτίου, the midnight sun, καπέλο του ήλιου, sun-bonnet, sunhat. κάσκα του ήλιου, sunhelmet. γυαλιά ~ ου, sunglasses. Ομπρέλα του ήλιου, sunshade. |
|
τέντα του ήλιου, sun-awning. Ο θεός - ~ ος, the sun-god. (Π.Δ.) ο ~ ος της δικαιοσύνης, the sun of righteousness. θα 'χουμε ήλιο ή βροχή αύριο; will it be sunny or wet tomorrow? η γάτα έψαχνε για λίγο ήλιο, the cat was looking for a sunny spot / for a suntrap, δεν έχω μοίρα στον ήλιο, have no place in the sun, ουδέν κρυπτόν υπό τον ~ ον*, murder wiil out.
2. βοτ. sunflower. |
|
Λεξικό Oxford, Greek-English Learner's Dictionary, D.N. Stavropoulos & A. S. Hornby, Oxford University Press 1977
■ σημασίες
■παράδειγμα και μετάφραση του παραδείγματος
■ επιστημονικός κλάδος
Κείμενο 16
417. ΣΥΜΠΑΝ
[…]
418. ΑΣΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ
[…]
419. ΗΛΙΟΣ
|
Οὐσ. ἥλιος. [ποιητ.] ἅρμα ἡλίου, ἄστρον τῆς ἡμέρας, μύδρος διάπυρος, Φαέθων, Φοῖβος, Φοῖβος Ἀπόλλων, Ὑπερίων | δίσκος τοῦ ἡλίου. [ἡ φωτεινή ἐπιφάνειά του] φωτόσφαιρα, φωτοσφαῖρα | κηλῖδες ἡλίου, <ἡλιόφως, 770>.
ἀνατολή ἡλίου, κ. λιόβγαλμα | δύσις ἡλίου, δυσμαί, κ. δύση, γέρμα-, γύρισμα- τοῦ ἥλιου, (ἡλιο)βασίλεμα, ἡλιόγερμα.
Ρ.ἀμ. <ἀνατέλλω, 418>, <μεσουρανῶ, 421>, <δύω, 418>.
Ἐπίθ. ἡλιακός. [ὁ παρά τον ἥλιον] παρήλιος, <ἀνήλιος, 770>. |
[…]
ΕΙΔΗ ΦΥΤΩΝ
511. ΚΟΣΜΗΤΙΚΑ
|
Οὐσ. αἰγό-, κ. ἁγιό-κλημα | ἀκακία ἡ φαρνεσιανή, κ. γαζία | ἀκακία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κ. γκιουλμπρισίμι | ἀλθαία ἡ ροδανθής, κ. δεντρομολόχα | ἀμάραντον, κ. σταθούρι | ἀνεμώνη, κ. ἀγριοπαπαρούνα | ἀντίρρινον, λυκόστομο, σκυλάκι | βαλσαμίνη, κ. σκουλαρίκια τῆς βασίλισσας | βατράχιον, κ. νεραγκούλα | βεγονία, κ. μπιγκόνια | γαρδενία, κ. γαρδένια | γεράνι(ον)! γλαδίολος, κ. γλαδιόλα, γκλαγέλ, | δάλεια, κ. ντάλια | δαφνοκέρασος (ἡ), νήριον, κ. ροδοδ-άφνη, -αφνιά, πικροδάφνη | ἡλίανθος, κ. ἥλιος|ἡλιοτρόπιον, κ. λιόδρομο, λιοστρόφι | ἴασμος, κ. γιασεμί | ἴασμος ὁ ἀραβικός, κ. φούλι | ἰξός, κ. μελιός, γκί | ἴον το ἄγριον, κ. γιοφύλλι | ἴον το εὔοσμον, κ. γιούλι | μανουσάκι, μενεξές. [το ἄνθος] ἴανθος (ὁ) | ἴον το τρίχρουν, κ. πανσές | ἶρις (ἡ), κ. κρίνος | κάκτος | καμέλια | κρίνον, κ. κρίνος | κυκλάμινον, κ. κυκλαμιά, λαγουδάκι | λείλιον, λείριον | λευκάνθεμον, κ. αστ-, ασπ-ρολούλουδο, ἄστρο, μαργαρίτα | ματθαιολία, κ. βιόλα, βιολέτα | μελία ἡ ἀζεδαράχη, κ. πασχαλιά | μήκων ἡ ροιάς, κ. λαλές, παπαρούνα | μιμηλή-, μιμόζα- ἡ αἰδήμων, κ. μή μου ἅπτου | μυοσώτις, κ. μή με λησμόνει | μυρσίνη, μύρτος (ή), κ. (σ)μυρτιά | νάρκισσος, κ. ζαμπάκι, μανουσάκι | νοῦφαρ, νυμφαία, κ. ν(ο)ύφαρο | ἀρτανσία, ὀρτενσία, ὀρτάντζα | πελαργόνιον, κ. ἀμπαρόριζα | πολυανθές το κονδυλόρριζον, κ. για-, δια-τσέντο | πυράκανθα I ροδῆ, κ. ροδωνιά, τριανταφυλλιά. [το ἄνθος] ρόδον, κ. τριαντάφυλλο. [ποικιλ.] ἑκατόμφυλλον | ροδόδενδρον | σχοῖνος ὁ μόλλειος, κ. (ψευτο)πιπεριά | ταγήτης, ταγίτης, κ. κατιφές τουλίπ-η, κ. -α | ὑάκινθος, κ. ζουμπούλι | φουξία, κ. φούξια | χρυσάνθεμον. '
Επιθ. ροδοστεφ-ανωμένος, -άνωτος, -ής | ροδοσκέπαστος | ροδοειδής. [ἀποτελούμενος ἐκ ρόδων] ρόδινος, κ. τριανταφυλ-λένιος, <ροδόχρους, 782. |
Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης του Θεολ. Βοσταντζόγλου, 1990 (2η έκδοση)
■ ρήματα σχετικά με τον ήλιο
■ παράγωγα επίθετα
|