Νεοελληνική Γλώσσα (Β΄ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Γ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής εικόνα

Γ1 Τα είδη των συνθέτων

  • Η σύνθεση είναι η διαδικασία δημιουργίας νέων λέξεων (βλ.βίντεο) από δύο ή περισσότερες άλλες λέξεις. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να συνθέσουν τη νέα λέξη λέγονται συνθετικά και η λέξη που σχηματίζεται λέγεται σύνθετη λέξη ή σύνθετο.

    α΄ συνθετικό + β΄ συνθετικό σύνθετο ή σύνθετη λέξη

εικόνα

 

εικόναΑκούω και μιλώ

  1. Δείτε στα κείμενα της ενότητας τις λέξεις: κατάκαρδα, στομαχόπονο (κείμ. 1), μεγαλουπόλεων (κείμ. 2), ξαναβρούν (κείμ. 4). Μπορείτε να ανακαλύψετε τα συνθετικά τους; Πώς συνδυάζονται αυτά για να δώσουν τη σημασία της σύνθετης λέξης;
  2. Από το κείμενο 3:
    – ιδιότροπος = αυτός που έχει ιδιαίτερους (περίεργους) τρόπους.
    Πώς λέγεται αυτός που έχει μεγάλο σώμα;
    – πειραματόζωο = το ζώο που χρησιμοποιείται για πειράματα.
    Πώς λέγεται το ποτήρι που χρησιμοποιείται για κρασί;

εικόναΜαθαίνω για τη σημασία των συνθέτων

εικόνα



 

Γ2 Η μορφή των συνθέτων: το συνδετικό φωνήεν

  • Το -ο- που εμφανίζεται συνήθως ανάμεσα στο θέμα του πρώτου συνθετικού (όταν αυτό είναι κλιτό) και στο δεύτερο συνθετικό (όταν αυτό αρχίζει με σύμφωνο) λέγεται συνδετικό φωνήεν (γυναίκες + παιδιά
    γυναικ -ό- παιδα).
  • Το βλέπουμε επίσης και σε πολλά επιρρήματα (κρυφ-ά + μιλώ κρυφομιλώ).
  • Ωστόσο, όταν το δεύτερο συνθετικό αρχίζει με φωνήεν (κυρίως α ή ο), το συνδετικό -ο- συνήθως δεν εμφανίζεται:
    δεκαπέντε + Αύγουστος Δεκαπενταύγουστος    γλυκός + ανάλατος γλυκανάλατος
    αλλά έχουμε και
    βόρειος + ανατολικός βορειοανατολικός


εικόναΔιαβάζω και γράφω

Στα σύνθετα της δραστηριότητας 1 (Ακούω και μιλώ) της ίδιας υποενότητας κατάκαρδα, στομαχόπονος, μεγαλούπολη, ξαναβρίσκω  γράψτε τα δύο συνθετικά τους.

α΄ συνθετικό
……………….....
……………….....
……………….....
……………….....
β΄ συνθετικό
……………….....
……………….....
……………….....
……………….....

Σχηματίστε νέες σύνθετες λέξεις, χρησιμοποιώντας το ένα από τα δύο συνθετικά καθεμίας και αλλάζοντας το άλλο συνθετικό, π.χ. στομαχ-ό-πονος - κοιλ-ό-πονος.