Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα (Β Γυμνασίου) - βιβλίο μαθητή (εμπλουτισμένο)

ραψωδία Τ

Μήνιδος ἀπόρρησις
(Ο Αχιλλέας αποκηρύσσει την οργή του)

Περιληπτική αναδιήγηση

Το ξημέρωμα της 27ης μέρας της Ιλιάδας (4η της μάχης) η Θέτιδα φέρνει τα ολοκαίνουρια όπλα στον Αχιλλέα, που θρηνεί ακόμη το νεκρό φίλο του. Η θεά στάζει αμβροσία και νέκταρ στα ρουθούνια του νεκρού, ώστε να μείνει αναλλοίωτος, και συμβουλεύει το γιο της να συγκαλέσει συνέλευση, να συμφιλιωθεί με τον Αγαμέμνονα και μετά να οπλιστεί για τη μάχη.
    Ακολουθώντας τις υποδείξεις της, ο Αχιλλέας συγκαλεί την αγορά των Αχαιών και παίρνει πρώτος το λόγο· ο ήρωας αποκηρύσσει την οργή του και ζητάει από τον Αγαμέμνονα να παρατάξει αμέσως το στρατό, γιατί βιάζεται να εκδικηθεί. Ο αρχηγός του στρατού με ύφος απολογητικό δηλώνει μετανιωμένος και έτοιμος να επανορθώσει, δίνοντας στον Πηλείδη τα δώρα που του υποσχέθηκε την προηγούμενη μέρα ο Οδυσσέας. Ο Αχιλλέας όμως βιάζεται· εκείνο που προέχει γι' αυτόν είναι η εκδίκηση. Τότε παρεμβαίνει ο Οδυσσέας, για να υποστηρίξει ότι πρέπει να γευματίσει πρώτα ο στρατός και ο Αγαμέμνονας να ικανοποιήσει ηθικά και υλικά τον Αχιλλέα. Ακολουθεί θυσία και όρκος του Αγαμέμνονα, ενώ ο Αχιλλέας υποχωρεί και δέχεται να γίνουν όλα με τάξη.
    Μετά το τέλος της συνέλευσης, οι Μυρμιδόνες οδηγούν τη Βρισηίδα μαζί με όλα τα δώρα στη σκηνή του Αχιλλέα, όπου αυτή βλέπει το νεκρό Πάτροκλο και ξεσπάει σε μοιρολόι. Στο μεταξύ οι Αχαιοί ετοιμάζονται έχοντας και τον Αχιλλέα ανάμεσά τους. Ο ποιητής μάς παρουσιάζει με λεπτομέρειες την εμφάνιση του ήρωα, την καινούρια πανοπλία του και την ετοιμασία του αμαξιού του με ηνίοχο τον Αυτομέδοντα. Ο γιος του Πηλέα είναι πανέτοιμος να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του, αν και ξέρει ότι αυτό θα φέρει πιο κοντά και το δικό του τέλος. Του το θυμίζει άλλωστε με τρόπο «θαυμαστό» το άλογό του, ο Ξάνθος. Το όμορφο άλογο, με φωνή που του έδωσε η Ήρα, προφητεύει το θάνατο του ήρωα. Ο Αχιλλέας, ωστόσο, έχει πάρει την απόφασή του και ορμάει στη μάχη.

 

ραψωδία Τ  1-152

Η συμφιλίωση του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα

  • Μια ακόμη συνάντηση Αχιλλέα και Θέτιδας: ο ήρωας δέχεται από τη μητέρα του την καινούρια πανοπλία και συμβουλές
  • Η απόρρησις της μήνιδος - Η συμφιλίωση
  • Τη θέση του θυμού παίρνει η δίψα για εκδίκηση

 

«Ἠώς μέν κροκόπεπλος ἀπ’ Ὠκεανοῖο ῥοάων
ὅρνυθ’, ἵν’ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν·
ἥ δ’ ἐς νῆας ἵκανε θεοῦ πάρα δῶρα φέρουσα.»

(Τ 1-3)

Εικόνα 33. Η Θέτιδα παραδίδει τα όπλα στον Αχιλλέα. Μελανόμορφος αμφορέας γύρω στο 525 π.Χ. Βοστόνη, Μουσείο Καλών τεχνών (αντίγραφο)
  Εικόνα 33. Η Θέτιδα παραδίδει τα όπλα στον Αχιλλέα. Μελανόμορφος αμφορέας γύρω στο 525 π.Χ. Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών (αντίγραφο).
Η Θέτιδα παραδίδει στον Αχιλλέα τη νέα πανοπλία του Άφηνε του Ωκεανού τα βάθ' η ροδισμένη
Ηώς να φέρει των Θεών το φως και των ανθρώπων·
κι έφερ' η Θέτις του θεού τα δώρ' αυτά στα πλοία
Ήβρε σιμά στον Πάτροκλο τον ποθητόν υιόν της
πικρά να κλαίει, και πολλοί τριγύρω του εθρηνούσαν
σύντροφοι, κι η ασύγκριτη θεά σιμά τους ήλθε.
Το χέρι του 'πιασε σφικτά, προσφώνησέ τον κι είπε:
«Παιδί μου, αυτόν ν' αφήσομε, με όλο μας τον πόνο,
να κείτεται, ως τον δάμασε η βουλή των αθανάτων·
του Ηφαίστου τώρα δέξου εσύ τ' άρματα τα ωραία,
που όμοια δεν εφόρεσε κανείς θνητός ακόμη».
Είπε και καθώς έθεσεν εμπρός στον Αχιλλέα
τ' άρματα τα καλότεχνα, κείν' αντηχήσαν όλα.
Οι Μυρμιδόνες τρόμαξαν, κανείς να τ' αντικρίσει
δεν ετολμούσε κι έφυγαν· και άμα τα είδ' εκείνος,
μέσα του εχόχλασε η χολή βαθύτερα και αστράψαν
ωσάν φωτιά τα μάτια του· κι ευφραίνετο να πιάνει
τα ωραία δώρα του θεού· και αφού να τα θωράει
τα εξαίσια κείνα θαύματα μες στην ψυχήν του ευφράνθη,
είπε προς την μητέρα του: «Τ' άρματα, ως μητέρα,
τέτοια τα χάρισε ο θεός, καθώς να είναι αρμόζει
έργα θεών, και οπού θνητός δεν τα κατασκευάζει.
Και τώρα εγώ θ' αρματωθώ· μόνον πολύ φοβούμαι
μήπως εις τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου

στες ανοικτές λαβωματιές αισχρές βοηθήσουν μύγες
και τα σκουλήκια γεννηθούν και τον νεκρόν να φθείρουν,
αφού τον άφησε η ψυχή, και όλο σαπεί το σώμα».
Κι η ασημόποδη θεά σ' εκείνον αποκρίθη:
«Παιδί μου, αυτόν τον στοχασμόν ποσώς μη βάλει ο νους σου.
Από τες μύγες, άγριες σπορές που κατατρώγουν
τον σκοτωμένο μαχητήν, εγώ θα τον φυλάξω·
κι εάν σταθεί κειτόμενος, όσο να κλείσει ο χρόνος,
άβλαπτο και καλύτερο θα στέκεται το σώμα.
Κάλεσε ωστόσο εις σύνοδον των Αχαιών τους πρώτους
και βάλε κάτω τον θυμόν που έχεις στον Ατρείδη,
κι ευθύς ρίξου στον πόλεμον και περιζώσου ανδρείαν».
Είπε και τον εγέμισεν ανδραγαθία και θάρρος
και στα ρουθούνια του νεκρού ρόδινο στάζει νέκταρ
και αμβροσίαν
, άφθαρτο το σώμα να κρατήσει.




5




10




15




20




25




30




35
Ο Αχιλλέας συγκαλεί συνέλευση του στρατού Και παίρνει την ακρογιαλιάν ο θείος Αχιλλέας
και με κραυγή τρομακτική σηκώνει τους Αργείους.
Και αυτοί που πάντοτ' έμεναν στην περιοχή των πλοίων,
και όσοι τα πλοία κυβερνούν και στρέφουν το πηδάλι,
οι οικονόμοι, οι μοιρασταί του σίτου, ετρέξαν όλοι

στην σύνοδον που εφάνηκε και πάλιν ο Πηλείδης
που τόσον έλειπε καιρόν απ' τον σκληρόν αγώνα.
Με χωλό πόδι εβάδιζαν του Άρη δυο βλαστάρια,
Τυδείδης ο ανδράγαθος και ο θείος Οδυσσέας,
και ακούμπαν στα κοντάρια τους, ως ήσαν λαβωμένοι,
και της συνόδου εκάθισαν στες έδρες που 'ναι οι πρώτες.
Κατόπιν ήλθεν ύστερος ο μέγας Αγαμέμνων,
είχε κι εκείνος λάβωμα που στον σκληρόν αγώνα
με κονταριά τού άνοιξεν ο Αντηνορίδης Κόων·
40




45




50
Η συμφιλίωση:
Ο λόγος του Αχιλλέα
και ως όλοι ομού συνάχθηκαν οι Αχαιοί, σηκώθη
στη μέση τους και ομίλησεν ο θείος Αχιλλέας:
«Ατρείδη, τάχα ωφέλησεν εκείνο εμάς τους δύο,
εσέ, κι εμέν' ότ' άναψε φαρμακερή διχόνοια
τα σωθικά μας και ο θυμός, εξ αφορμής της κόρης;
Να 'χε την σβήσ' η Άρτεμις με βέλος την ημέρα
που επόρθησα την Λυρνησσόν, και δούλη την επήρα·
τότε δεν θα εδάγκαναν τόσοι Αχαιοί το χώμα
κάτω απ' τες λόγχες των εχθρών, κι ήτ' ο θυμός μου αιτία.
Ο Έκτωρ απ' την έχθρα μας εκέρδισε και οι Τρώες,
αλλ' οι Αχαιοί πολύν καιρόν θαρρώ θα την θυμούνται.
Αλλ' ό,τι εγίνη αφήνομεν, αν και μας έχει πλήξει
και πρέπει να δαμάσομεν στα στήθη την ψυχή μας.
Παύω εγώ τώρα την χολήν ότι ποσώς δεν πρέπει
θυμόν να τρέφω αιώνιον· συ μην αργείς ωστόσο
στον πόλεμον τους Αχαιούς αμέσως να σηκώσεις·
ότι τους Τρώας άντικρυ θα δοκιμάσω αν θέλουν
να ξενυκτούν στα πλοία μας· θαρρώ που όσοι προφθάσουν
να φύγουν απ' τη λόγχη μου και απ' τον δεινόν αγώνα
πολλή χαρά θενά αισθανθούν τα γόνατα να κλίνουν».
Είπεν αυτά κι εχάρηκαν οι Αχαιοί γενναίοι
που άφησε ο μεγαλόψυχος Πηλείδης το θυμό του.

55




60




65




70




75
Ο λόγος του Αγαμέμνονα Και προς αυτούς ομίλησεν ο μέγας Αγαμέμνων
εκείθεν όπου εκάθονταν, χωρίς να προχωρήσει:
«Ήρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,
ν' ακούετ' ανεμπόδιστος όποιος τον λόγον έχει
η τάξις θέλει· κι έμπειρον η διακοπή πειράζει·
να ειπεί, ν' ακούσει ποιος μπορεί στον θόρυβον που κάνουν
τα πλήθη; Και ψηλόφωνος δειλιάζει δικηγόρος.
Εις τον Πηλείδην τώρα εγώ θα εξηγηθώ κι οι άλλοι
Αργείοι κείνο οπού θα ειπώ καλά νοήσετ' όλοι.
Πολλές φορές οι Αχαιοί μ' ονείδισαν για τούτο,
αλλ' αίτιος δεν είμ' εγώ· αλλά είναι ο Ζευς κι η Μοίρα
και η νυκτοπλάνητη Ερινύς, που την αγρίαν Άτην
τότε μέσα στη σύνοδον εβάλαν εις τον νουν μου,
και του Αχιλλέως πήρα εγώ ο ίδιος το βραβείον.
Και τι θα έκανα; Ο θεός τα πάντα κατορθώνει.
Σεβαστή κόρη του Διός η Άτ' η ολεθρία
κατάρατη αερόποδη, το χώμα δεν εγγίζει
ανάερ' από τες κεφαλές γυρίζει των ανθρώπων
για να τους βλάψει, και άσφαλτα έν' απ' τους δυο τους δένει·
τον Δί' ακόμη έβλαψε, που υπέρτατον τον λέγουν
και οι θνητοί και οι αθάνατοι· όμως και αυτόν η Ήρα
απάτησε, αν και αδύνατη, με δόλον την ημέραν
εκείνην, οπού έμελλε στην πυργωμένη Θήβην
του Ηρακλή την δύναμιν η Αλκμήνη να γεννήσει.
Ότ' είπε αυτός καυχώμενος στους αθανάτους όλους:
"Σεις όλοι αθάνατοι θεοί, θεές και σεις, ακούτε
ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με·
θα φέρει σήμερα στο φως η ωδινοφόρα Ειλείθυια
άνδρα που γύρω των λαών θα βασιλεύσει όλων·
κατάγεται απ' το αίμα μου και από την γενεάν μου".
Κι η Ήρα του 'πε η σεβαστή με δόλον εις τον νουν της:
"Θα φανείς ψεύτης, δεν θα ιδείς ο λόγος σου να γίνει.
Κι όρκον, Ολύμπιε, δυνατόν, αν θέλεις όμοσέ μου
που όλων τριγύρω των λαών θα βασιλεύσει εκείνος
που μες στα πόδια γυναικός την σήμερον θα πέσει
που να 'ναι από το αίμα σου και από την γενεάν σου".
Είπε και δεν ενόησεν ο Ζευς ποσώς τον δόλον,
και όρκον μέγαν όμοσε, και αυτό κακό τού εγίνη.
Κι η Ήρ' από την κορυφήν του Ολύμπου εχύθη στ' Άργος
το Αχαϊκόν, που εγνώριζεν εκεί του Περσηιάδου
Σθενέλου
την ασύγκριτην γυναίκα, οπού βαστούσε
μες στην γαστέρα της παιδί κι εμέτρα επτά φεγγάρια·
και αν και λειπόμηνον, στο φως τον έβγαλεν η Ήρα
και της Αλκμήνης κράτησε τη γέννα και τους πόνους
κι η ίδια το 'πε του Διός: "Πατέρ' αστραποφόρε,
άκουσε κάτι· πρόωρα άνδρας λαμπρός γεννήθη
ο Ευρυσθεύς, που βασιλεύς θα είναι των Αργείων,
πατέρας του είναι ο Σθένελος και πάππος ο Περσέας,
γένος σου· και του στέκεσαι το σκήπτρο των Αργείων".
Είπε· στα σπλάχνα του Διός δριμύς εμπήκε πόνος.
Την Άτην άρπαξεν ευθύς απ' τες λαμπρές πλεξίδες
με την χολήν εις την καρδιά και όμοσε μέγαν όρκον:
"Ποτέ στ' αστέρια τ' ουρανού και στες κορφές του Ολύμπου
η Άτη, όλεθρος κοινός, στο εξής να μην πατήσει".
Είπε και με το χέρι του την πέταξε από τ' άστρα
σφενδονιστικά κι έφθασε αυτή στους τόπους των ανθρώπων.
Πάντοτ' εστέναζε απ' αυτήν όταν τον ποθητόν του
εβασανίζαν οι απρεπείς αγώνες του Ευρυσθέως.
Ομοίως κι εγώ πάντοτε όταν ο μέγας Έκτωρ
ακράτητος εθέριζε στες πρύμνες τους Αργείους,
η Άτη, που μ' ετύφλωσε δεν έβγαινε απ' τον νου μου.
Κι εάν τότ' ετυφλώθηκα και ο Ζευς τον νου μου επήρε,
να το διορθώσω θέλω εγώ με ξαγοράν πλουσίαν·
αλλά σήκω στον πόλεμον και σήκωσε τα πλήθη.
Και όλα τα δώρα είν' έτοιμα, κείνα που στη σκηνή σου
εχθές που ήλθε σου 'ταξεν ο θείος Οδυσσέας
·
και, αν θέλεις, στάσου, κράτησε της μάχης την ορμή σου,
τα δώρα οι θεράποντες απ' το δικό μου πλοίον
θενά σου φέρουν για να ιδείς που εξαίσια θα τα δώσω».




80




85




90




95




100




105




110




115




120




125




130




135




140
Ο Αχιλλέας βιάζεται
να μπει στη μάχη
Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ' εκείνον αποκρίθη:
«Τα δώρα είναι στο χέρι σου να δώσεις, ως αρμόζει,
ή να κρατήσεις· τώρα εμείς στην μάχην ας χυθούμε·
δεν πρέπει εδώ να τρίβομε με λόγια τον καιρό μας·
το μέγα έργον άπρακτον ακόμη μένει οπίσω·
και όπως και πάλι πρόμαχον θα ιδείτε τον Πηλείδην
να κόβει με τη λόγχη του τες φάλαγγες των Τρώων·
μ' αυτό στον νουν ανδράγαθα καθείς ας πολεμήσει».

145




150
στ. 2 Ηώς: η αυγή. Η εμφάνιση της Αυγής στην αρχή της ραψωδίας υπονοεί ίσως την αλλαγή στην εξέλιξη της δράσης, αφού σε λίγο ο Αχιλλέας θα εγκαταλείψει το θυμό του.
στ. 9 ως τον δάμασε η βουλή των αθανάτων: αφού σκοτώθηκε με τη θέληση των θεών.
στ. 16 μέσα του εχόχλασε η χολή βαθύτερα: αγρίεψε βαθιά μέσα του η δίψα για εκδίκηση πιο πολύ, γιατί τώρα είχε μπροστά του τα όπλα με τα οποία θα μπορούσε να την ικανοποιήσει.
στ. 23-24 πολύ φοβούμαι... υιόν του Μενοιτίου: ο Αχιλλέας δε βιάζεται να φορέσει τη νέα πανοπλία, αλλά ενδιαφέρεται για το νεκρό σώμα του Πάτροκλου: η ιδιότητα του στρατιώτη υποχωρεί μπροστά στη φιλία.
στ. 29 ποσώς: καθόλου.
στ. 38-39 νέκταρ και αμβροσίαν: όπως και στην περίπτωση του Σαρπηδόνα ( Π 670), το νέκταρ και η αμβροσία χρησιμοποιούνται εδώ ως μύρα που προφυλάσσουν τον νεκρό από τη σήψη.
στ. 42 κ.εξ. Η πάνδημη συμμετοχή (πρβ. στ. 54), ακόμη και των μη μάχιμων, τονίζει τη μεγάλη σημασία αυτής της συνόδου.
στ. 47 με χωλό πόδι: κουτσαίνοντας. Ο Διομήδης πληγώθηκε από τον Πάρη (Λ 375 κ.εξ.), ο Οδυσσέας από τον Σώκο (Λ 434 κ.εξ.) και ο Αγαμέμνονας από τον Κόωνα (Λ 251 κ.εξ.).
στ. 61 δεν θα εδάγκαναν τόσοι Αχαιοί το χώμα: δε θα πέθαιναν τόσοι Αχαιοί.
στ. 73 τα γόνατα να κλίνουν: να ξαπλώσουν για να ξεκουραστούν.
στ. 77 εκείθεν όπου εκάθονταν: ο Αγαμέμνονας μιλάει από τη θέση του, χωρίς να προχωρήσει στο κέντρο της συνέλευσης, στο βήμα, ίσως επειδή τον πονούσε το τραύμα του.
στ. 80 κι έμπειρον η διακοπή πειράξει: ακόμη κι έναν έμπειρο ρήτορα είναι δυσάρεστο να τον διακόπτουμε, όταν μιλάει.
στ. 82 ψηλόφωνος δικηγόρος: ρήτορας με δυνατή φωνή.
στ. 87 η νυκτοπλάνητη Ερινύς: η θεά που τιμωρεί τους άδικους. Επειδή ήταν θεά του Κάτω κόσμου χαρακτηρίζεται εδώ νυκτοπλάνητη (= που περπατάει στα σκοτεινά). Ο Αγαμέμνονας αποδίδει τη συμπεριφορά του σε υπερφυσικές δυνάμεις: στον Δία, στη Μοίρα και στην Άτη.
στ. 91 η Άτ’ η ολεθρία: η Άτη, την οποία περιγράφει αλληγορικά εδώ ο ποιητής, ήταν κόρη του Δία και ασκούσε τη δύναμή της ακόμη και εναντίον του. Πρόκειται για την παραφορά και την τύφλωση του νου που στέλνει η θεία δίκη, όταν θέλει να τιμωρήσει κάποιον. Τις συμφορές που προκαλούσε μπορούσαν να τις επανορθώσουν μόνο οι Λιτές (= ικεσίες), πρβ. Ι 504 κ.εξ.
στ. 98 πυργωμένη: που την περικλείουν τείχη.
στ. 103 η ωδινοφόρα Ειλείθυια: η θεά της γέννας που έδινε τις ωδίνες, δηλαδή τους πόνους του τοκετού.
στ. 115-116 του Περσηιάδου Σθενέλου: στην Αργολίδα, πριν από τον Ατρέα την εξουσία είχε η γενιά του Περσέα, του οποίου γιος ήταν ο Σθένελος (αυτός δεν είχε καμιά σχέση με τον Σθένελο το γιο του Καπανέα και σύντροφο του Διομήδη).
στ. 117 εμέτρα επτά φεγγάρια: ήταν επτά μηνών έγκυος.
στ. 119 της Αλκμήνης τη γέννα: τη γέννηση του Ηρακλή.
στ. 140-141 Βλ. Ι 121 κ.εξ.
στ. 149 το μέγα έργον: η εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου, ο φόνος δηλαδή του Έκτορα.

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Η Άτη (Τύφλωση) και οι Παρακλήσεις (Λιτές)

Ο Φοίνικας, δάσκαλος του Αχιλλέα, προσπαθεί να πείσει τον ήρωα να αποκηρύξει την οργή του και να δεχτεί τα δώρα και τη συγγνώμη του Αγαμέμνονα:

«Γιατί 'ναι κόρες κι οι Παράκλησες του Δία τον τρισμεγάλου, 
κουτσές, με αλλήθωρα τα μάτια τους, με μούτρα ζαρωμένα, 
και πολεμούν να φτάσουν τρέχοντας ξοπίσω από την Τύφλα. 
Μα η Τύφλα, δυνατή, με ολόγερα ποδάρια, τρέχει απ' όλες 
πολύ πιο μπρος στη γης αλάκερη, και στους θνητούς προφταίνει 
κακό να κάνει, κι οι Παράκλησες ξοπίσω τους γιατρεύουν. 
Κι όποιος του Δία τις κόρες σέβεται, μπροστά του ως καταφτάνουν, 
έχει απ' αυτές μεγάλο τ' όφελος κι ακούνε τις ευκές του. 
Μα ο που τις διώξει πεισματώνοντας και τις παραψηφίσει, 
πάνε στο γιο του Κρόνου τρέχοντας, στο Δία, παρακαλώντας 
τη συφορά να στείλει πίσω του, να πάθει, να πλερώσει».

Ιλιάδα Ι  502-512, μτφρ. Ν.Κ. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής, ΟΕΔΒ 1983)

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ

1. Στο έπος συναντάμε συχνά το στοιχείο του «θαυμαστού», αυτού δηλαδή που συμβαίνει «καθ' υπέρβασιν» της φυσικής τάξης και των φυσικών νόμων. Να επισημάνετε το στοιχείο του «θαυμαστού» στους στ. 1-39 και να το περιγράψετε με λίγα λόγια.

2. Ποιες είναι οι υποδείξεις της Θέτιδας προς το γιο της (στ. 29-36); Να επισημάνετε στη συνέχεια της ενότητας (στ. 40-153) τους στίχους στους οποίους ο Αχιλλέας υλοποιεί τις εντολές της μητέρας του.

3. Να συγκρίνετε την εικόνα του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα όπως παρουσιάζονται και οι δύο στην πρώτη συνέλευση των Αχαιών (Α 56 κ.εξ.) με την εικόνα τους στην παρούσα (Τ 54 κ.εξ.). Να σημειώσετε τις ομοιότητες και να δικαιολογήσετε τις διαφορές.

4. Ο Αγαμέμνονας για να δικαιολογηθεί αποδίδει τη συμπεριφορά του στην Άτη και αναφέρει ένα ανάλογο πάθημα του ίδιου του Δία. Να διηγηθείτε με λίγα λόγια το πάθημα του θεού και να σημειώσετε τις αντιστοιχίες που παρατηρείτε με την περίπτωση του Αγαμέμνονα.

5. Λαμβάνοντας υπόψη σας τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε για να ηθογραφήσουμε ένα πρόσωπο (βλ. παραπάνω, σελ. 54), να ηθογραφήσετε τον Αχιλλέα:
α) από τη συμπεριφορά του απέναντι στο νεκρό φίλο του, β) από τα λόγια και τη στάση του απέναντι στη μητέρα του και γ) από τους λόγους του στη συνέλευση των Αχαιών. Να στηρίξετε τις απόψεις σας με στοιχεία από το κείμενο της ενότητας (στ. 1-152).

6. Ο ομηρικός άνθρωπος, για να δικαιολογήσει την ανάρμοστη συμπεριφορά του, αποδίδει κάποιες άσχημες πράξεις του στην Άτη, στην τύφλωση δηλαδή του νου που παρασύρει τον άνθρωπο να πει λόγια που δε θα έλεγε, να κάνει πράξεις που δε θα έκανε, αν ήταν κύριος του εαυτού του.
α) Αφού διαβάσετε τους στ. 91-94 της ενότητας και Ι 502-512 (βλ. Παράλληλο κείμενο), να δώσετε τα κύρια χαρακτηριστικά της Τύφλωσης (Άτης) και να προσδιορίσετε τη σχέση της με τις Παρακλήσεις (Λιτές). β) Καταφεύγοντας ο ομηρικός άνθρωπος στην Άτη για να δικαιολογήσει την άσχημη συμπεριφορά του, απαλλάσσεται από την ευθύνη των ενεργειών του; Να αιτιολογήσετε τις σκέψεις σας με στοιχεία από το κείμενο.

Παράλληλη αναζήτηση στα λεξικά Παράλληλα αναζήτηση σε σώματα κειμένων Αναζήτηση στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott [πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα]

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ - ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Αφού χωριστείτε σε τέσσερις ομάδες, φανταστείτε ότι είστε παρόντες στη συνέλευση των Αχαιών και ότι παίρνετε το λόγο μετά τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα.
Η πρώτη ομάδα θα ασκήσει κριτική στον Αγαμέμνονα επιμένοντας στο απολογητικό ύφος του λόγου του και προσπαθώντας να δείξει ότι δεν έχει πειστεί για την ειλικρίνειά του, ενώ η δεύτερη ομάδα θα κάνει το ίδιο προς τον Αχιλλέα, κάνοντας αναφορά σε αποφάσεις και ενέργειες του ήρωα από την πρώτη κιόλας συνέλευση των Αχαιών στην Α ραψωδία μέχρι τώρα. Οι δύο άλλες ομάδες θα στηρίξετε τους λόγους, τις αποφάσεις και τις ενέργειες του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα αντίστοιχα, προσθέτοντας και άλλα επιχειρήματα, ώστε οι λόγοι τους να γίνουν πιο πειστικοί.

 

ραψωδία Υ

Θεομαχία
(Συμμετοχή των θεών στη μάχη)

Περιληπτική αναδιήγηση

Ο ποιητής καθυστερεί την τελική σύγκρουση του Αχιλλέα με τον Έκτορα, για να προκαλέσει περισσότερο το ενδιαφέρον μας και να δείξει και άλλες πλευρές του πολέμου. Με τους πρώτους στίχους της ραψωδίας μάς μεταφέρει στον Όλυμπο σε μια νέα, την τρίτη, συνέλευση των θεών (πότε έγιναν οι δύο προηγούμενες και ποια ήταν τα θέματά τους;). Ο Δίας αίρει την απαγόρευση που είχε επιβάλει στους άλλους θεούς και τους επιτρέπει να πάρουν μέρος στη μάχη (θεομαχία). Οι θεοί χωρίζονται και κατεβαίνουν στο πεδίο της μάχης, άλλοι στο πλευρό των Αχαιών και άλλοι με το μέρος των Τρώων. Ο Αχιλλέας επιθυμεί να χτυπηθεί με τον Έκτορα, αλλά ο Απόλλωνας θα σπρώξει προς το μέρος του τον Αινεία. Προτού αρχίσουν να μονομαχούν οι δύο ήρωες, σύμφωνα πάντα με την ομηρική τακτική, συζητούν μεταξύ τους, αυτοεπαινούνται και αναφέρονται στην καταγωγή τους. Ακολουθεί η σύγκρουση, αλλά την κρίσιμη στιγμή, ενώ ο Αινείας βρίσκεται σε δεινή θέση, επεμβαίνει ο Ποσειδώνας και τον σώζει. Ακολουθεί φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στους δύο στρατούς, με πρωταγωνιστή τον οργισμένο Αχιλλέα, που σκοτώνει αρκετούς Τρώες. Έρχεται μάλιστα αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Έκτορα, αλλά, τη στιγμή που ετοιμάζεται να τον κτυπήσει, επεμβαίνει ο Φοίβος και τον αρπάζει σκεπάζοντάς τον ταυτόχρονα με ομίχλη. Η σύγκρουση που περιμένουμε αναβάλλεται για μιαν άλλη φορά. Η ραψωδία τελειώνει με το μανιασμένο Αχιλλέα να κυνηγά πάνω στο άρμα του τους Τρώες και να σκορπά το θάνατο σε όλο τον κάμπο.

 

ραψωδία Φ

Μάχη παραποτάμιος
(Μάχη στις όχθες του ποταμού Σκάμανδρου)

Περιληπτική αναδιήγηση

Η μάχη εξακολουθεί και πολλοί Τρώες πέφτουν νεκροί από το σπαθί του Αχιλλέα. Ανάμεσα στα θύματά του είναι ο γιος του Πρίαμου Λυκάονας και ο Αστεροπαίος, εγγονός του ποταμού Αξιού. Ο Σκάμανδρος παραπονιέται ότι έχει γεμίσει νεκρούς και δεν μπορεί να κυλήσει τα νερά του, αλλά ο Αχιλλέας του απαντά περιφρονητικά. Τότε ο ποταμός φουσκώνει τα νερά του και ορμά να τον πνίξει. Ο ήρωας σώζεται με την παρέμβαση της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, αλλά ο Σκάμανδρος ζητάει τη συνδρομή του ποταμού Σιμόεντα· τα δυο ποτάμια πλημμυρίζουν τον κάμπο και ο Πηλείδης κινδυνεύει και πάλι. Ο Ήφαιστος όμως, ύστερα από παράκληση της Ήρας, ανάβει πελώρια φλόγα, καίει τα δέντρα στις όχθες του Σκάμανδρου και δαμάζει τον ποταμό. Για λίγο ο ποιητής μάς παρουσιάζει τους θεούς να μάχονται, άλλοι με το μέρος των Αχαιών και άλλοι με το μέρος των Τρώων. Μετά τη θεομαχία, που έχει μάλλον κωμικό χαρακτήρα, ο ποιητής επιστρέφει στον Αχιλλέα, ο οποίος έχει φτάσει κιόλας μπροστά στις πύλες της Τροίας. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Απόλλωνας εμψυχώνει τον ανδρείο Αγήνορα να σταθεί να αντιμετωπίσει τον ήρωα. Ο αγώνας όμως είναι άνισος και, τη στιγμή που ο Αχιλλέας ετοιμάζεται να σκοτώσει τον Τρώα, ο Φοίβος παίρνει τη μορφή του Αγήνορα και τρέχει προς τον ποταμό. Ο Αχιλλέας παραπλανιέται και τον κυνηγά. Έτσι οι Τρώες βρίσκουν την ευκαιρία να μπουν στην πόλη. Ο ποιητής μ' αυτό τον τρόπο αδειάζει την πεδιάδα· σε λίγο θα αναμετρηθούν εκεί ο Αχιλλέας με τον Έκτορα.