Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα (Β Γυμνασίου) - βιβλίο μαθητή (εμπλουτισμένο)

ραψωδία Ζ

Ἕκτορος καί Ἀνδρομάχης ὁμιλία
(Ο Έκτορας συναντά την Ανδρομάχη)

Περιληπτική αναδιήγηση

Ο αγώνας συνεχίζεται στο πεδίο της μάχης, χωρίς τους θεούς τώρα πια. Οι Αχαιοί επικρατούν, με πρώτους τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον Διομήδη. Ο Μενέλαος συλλαμβάνει ζωντανό τον Τρώα Άδραστο και αυτός προσπέφτει ικέτης για να του χαριστεί η ζωή. Μάταια όμως, γιατί επεμβαίνει ο Αγαμέμνονας και τον σκοτώνει. Στο μεταξύ ο στρατός, ύστερα από μια σύντομη παραίνεση του Νέστορα, συνεχίζει την καταδίωξη. Οι Τρώες πλέον βρίσκονται σε δυσχερέστατη θέση και ο γιος του Πρίαμου Έλενος, ο πιο καλός μάντης των Τρώων, στέλνει τον Έκτορα στην πόλη με την εντολή η μητέρα τους Εκάβη να κάνει δέηση με δώρα και τάματα στην Αθηνά για να σωθεί η πόλη από τον Διομήδη, που δείχθηκε πιο φοβερός και από τον Αχιλλέα. Ο Έκτορας, αφού εμψυχώνει το στρατό, φεύγει τρεχάτος για την πόλη.
    Τότε παρουσιάζονται ανάμεσα στις δυο παρατάξεις ο Γλαύκος και ο Διομήδης για να χτυπηθούν. Η συνάντηση αυτή όμως έχει μια παράδοξη κατάληξη: οι δύο ήρωες στους λόγους που προηγούνται από τη σύγκρουσή τους ανακαλύπτουν ότι είναι ξένοι (= φίλοι) λόγω των παππούδων τους και αποφασίζουν να μη μονομαχήσουν και να ανταλλάξουν τα όπλα τους, ανανεώνοντας έτσι την πατρογονική φιλία. Στο μεταξύ ο Έκτορας έχει φτάσει στην πόλη και εκτελεί την εντολή του Έλενου: η Εκάβη οργανώνει με τις άλλες αρχόντισσες ικεσία στην Αθηνά, η οποία ωστόσο δεν εισακούγεται. Την ίδια ώρα ο Έκτορας επισκέπτεται τον Πάρη στο παλάτι του και τον βρίσκει στο θάλαμο της Ελένης να ασχολείται με τα όπλα του. Ο Έκτορας επιπλήττει τον αδελφό του που μένει μακριά από τον πόλεμο (θυμάστε πότε και με ποιον τρόπο εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης ο Πάρης;) και τον καλεί να επιστρέψει μαζί του. Αφού αρνείται ευγενικά την πρόσκληση της Ελένης να μείνει περισσότερη ώρα μαζί τους, σπεύδει να δει την οικογένειά του, τη γυναίκα και το παιδί του, ίσως για τελευταία φορά, όπως προσθέτει με μια δόση απαισιοδοξίας.
    Η Ανδρομάχη όμως δε βρίσκεται στο σπίτι τους· έχει τρέξει ανήσυχη στον πύργο των Σκαιών πυλών μαζί με το μικρό γιο τους, γιατί φοβάται για τον άντρα της. Εκεί τελικά θα συναντηθούν, καθώς ο Έκτορας θα κατευθύνεται βιαστικά προς το πεδίο της μάχης. Η Ανδρομάχη προσπαθεί να τον πείσει να μείνει μέσα στο κάστρο και να επιλέξει την αμυντική τακτική· εκείνος όμως, αν και ξέρει πως η Τροία είναι καταδικασμένη, δεν μπορεί, λέει, να μην εκπληρώσει το χρέος του. Παρηγορεί τη σύζυγο του, χορεύει στα χέρια του το μικρό γιο τους, δίνοντάς του ευχές για το μέλλον του, και αποχωρίζονται: εκείνη κατευθύνεται στο σπίτι, όπου θα τον θρηνήσει ζωντανό, και εκείνος για το πεδίο της μάχης. Πιο κάτω θα τον προλάβει τρέχοντας ο Πάρης και θα βγουν μαζί στην τρωική πεδιάδα.

Ο Αίαντας «τείχος» των Αχαιών

«Αἴας δέ πρῶτος Τελαμώνιος, ἕρκος Ἀχαιῶν,
Τρώων ῥῆξε φάλαγγα, φόως δ’ ἑτάροισιν ἔθηκεν.»

(Ζ 5-6)

ραψωδία Ζ 119-236

Το επεισόδιο Γλαύκου και Διομήδη
(ανάγνωση)

Ὁ ἂνθρωπος ὡσεί χόρτος

«οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί ἀνδρῶν,
φύλλα τά μέν τ’ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ 
    θ’ ὕλη
τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη·
ὥς ἀνδρῶν γενεή ἡ μέν φύει ἡ δ’ ἀπολήγει.»

(Ζ 146-149)

Ο ομηρικός ηρωικός κώδικας

«αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων,
μηδέ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν.»

(Ζ 208-209)

 

Η έκπληξη του Διομήδη










Και του Τυδέως ο υιός και ο Γλαύκος του Ιππολόχου
των δύο στρατών ανάμεσα να κτυπηθούν ορμήσαν·
και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθησαν αντίκρυ,
στον άλλον πρώτος έλεγεν ο ανδρείος Διομήδης:
«Απ' όσους έχ' η γη θνητούς, ω θαυμαστέ, ποιος είσαι;
Στην μάχην, δόξαν των ανδρών, ποτέ δεν σ' είδ' ακόμη·
και τώρα με την τόλμην σου κάθ' άλλον υπερβαίνεις,
αφού συ στο μακρόσκιον κοντάρι μου αντιστέκεις·
τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν.
Αλλ' αν αθάνατος θεός κατέβης ουρανόθεν,
μάθε ότι εγώ δεν μάχομαι με τους επουρανίους.

120




125
Ένας υβριστής τιμωρείται:
η ιστορία του Λυκόοργου
Και ο τρομερός Λυκόοργος, του Δρύαντος ο γόνος
εφιλονείκα με θεούς, αλλ' έζησεν ολίγο,
που έναν καιρό του μανικού Διονύσου τες βυζάστρες
σκόρπισε στα πανάγια βουνά του Νυσηΐου·
με βούκεντρ' ο Λυκόοργος τες έπληττε ο φονέας,
ώστε τους κλάδους έριξαν, και ο Διόνυσος στα βάθη
της θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις στην αγκάλην
τον δέχθηκε που ετρόμαζεν ακόμη απ' την βοήν του.
Αυτόν οι μάκαρες θεοί κατόπιν οργισθήκαν
και ο Δίας τον ετύφλωσε· και ολίγες είδε ημέρες,
αφού στο μίσος έπεσε των αθανάτων όλων·
ουδ' εγώ θέλω πόλεμον με τους επουρανίους.
Και αν θνητός είσαι και καρποί της γης και σένα τρέφουν,
πλησίασε, ταχύτερα να ιδείς τον όλεθρόν σου».
130




135




140

Η απάντηση του Γλαύκου - Τα κατορθώματα του Βελλερεφόντη  Σ' αυτόν απάντησε ο λαμπρός του Ιππολόχου γόνος·
«Την γενεάν μου τι ερωτάς, ατρόμητε Τυδείδη;
Και των θνητών η γενεά των φύλλων ομοιάζει·
των φύλλων άλλα ο άνεμος χαμαί σκορπά και άλλα
φυτρώνουν, ως η άνοιξη τα δένδρ' αναχλωραίνει·
και των θνητών μια γενεά φυτρώνει και άλλη παύει.
Και μάθε, αφού το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις
την ιδικήν μας γενεάν, αφού πολλοί την ξέρουν·
υπάρχει πόλις Έφυρα μες στο ιπποτρόφον Άργος
κι είχε τον δολιότερον απ' όλους τους ανθρώπους,
τον Αιολίδην Σίσυφον, που εγέννησε τον Γλαύκον,
και ο Γλαύκος τον Ασύγκριτον λαμπρόν Βελλερεφόντην·
κάλλος του δώσαν οι θεοί, χάριν ομού και ανδρείαν,
αλλά κρυφίως όλεθρον ο Προίτος του εσοφίσθη.
Απ' τ' Άργος τον εξόρισεν, ως ήτο ανώτερός του,
ότ' είχ' επάνω στον λαόν το σκήπτρο από τον Δία.
Από τον πόθον άναψε κρυφά μ' αυτόν να σμίξει
η δέσποιν' Άντεια, γυνή του Προίτου· αλλά σ' εκείνην
δεν έστεργε ο καλόγνωμος χρηστός Βελλερεφόντης
κι η Άντεια ψευδολόγησε του Προίτου: «Ν' αποθάνεις»,
του είπε, «ω Προίτε, ή φόνευσε συ τον Βελλερεφόντην,
που θέλ' εμέν' αθέλητην εκείνος να φιλήσει».
Και ο βασιλέας χόλωσε, πλην να φονεύσει ξένον
εντράπη και τον έστειλε να υπάγει στην Λυκίαν·
και μέσα εις κλειστόν πίνακα του έδωκε σημεία,
που χάραξε κακόβουλα με νόημα θανάτου,
του πενθερού του να δειχθούν, διά να τον αφανίσει·
και με το άγιο των θεών προβάδισμα κινούσε
προς την Λυκίαν κι έφθασεν εκεί που ο Ξάνθος ρέει·
και ο βασιλέας πρόθυμα τον τίμησε κι εννέα
ημέρες τον εξένισε κι έσφαξ' εννέα μόσχους.
Αλλ' ως η αυγή στον ουρανόν ερόδισε η δεκάτη,
εκείνος τον εξέτασε κι εζήτα να γνωρίσει
ό,τι σημάδι του 'φερεν απ' τον γαμβρόν του Προίτον.
Και ως έλαβε τ' ολέθριο σημάδι του γαμβρού του,
πρώτον την φρικτήν Χίμαιραν τον στέλνει να φονεύσει·
και αυτή γένος ανθρώπινο δεν ήταν, αλλά θείον,
δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στην μέσην αίγα,
κι ήσαν τα σπλάχνα της φωτιά και φλόγες η πνοή της.
Την φόνευσ' όμως, θαρρετός στα θεϊκά σημεία·
δεύτερον, επολέμησε τους δοξαστούς Σολύμους,
κι εις μάχην τόσον τρομερήν δεν είχεν έμπει ακόμη·
τρίτον τες ανδρικότατες εφόνευσε Αμαζόνες.
Και ως γύριζεν, επιβουλήν του πλέκει εκείνος άλλην·
καρτέρι σταίνει διαλεκτών ανδρών απ' την Λυκίαν,
αλλ' απ' αυτούς δεν γύρισε κανείς εις την πατρίδα·
τους έστρωσ' όλους του λαμπρού Βελλερεφόντ' η λόγχη.
Και όταν καλώς ενόησε πως ήταν θεού γόνος,
τον κράτησε στο σπίτι του, τον έκαμε γαμβρόν του
και την βασιλική τιμήν εμοίρασε μαζί του·
και οι Λύκιοι του χώρισαν εξαίσιο περιβόλι
να το 'χει κήπον εύμορφον και κάρπιμο χωράφι.
Τρία παιδιά γεννήθηκαν από την νυμφευτήν του·
ο Ίσανδρος, ο Ιππόλοχος, κι η Λαοδάμεια, κόρη
οπού σιμά της πλάγιασεν ο πάνσοφος Κρονίδης,
κι έλαβ' υιόν τον μαχητήν ισόθεον Σαρπηδόνα.
Αλλ' όταν όλ' οι αθάνατοι κι εκείνον εμισήσαν,
να φύγει ανθρώπου πάτημα παράδερνε στο Αλήιον
πεδίον μόνος κι έτρωγε τα έρμα σωθικά του.
Τον Ίσανδρον μαχόμενον με τους λαμπρούς Σολύμους
ο Άρης τού εθανάτωσε· στην κόρην του εχολώθη
η χρυσοχάλινη Άρτεμις και την ζωήν της πήρε·
ο Ιππόλοχος εγέννησεν εμέ, κι αυτός στην Τροίαν
μ' έστειλε και πολύ θερμά μου έχει παραγγείλει
πάντοτε μέγας να φανώ και των ανδρείων πρώτος,
και ως πρέπει των πατέρων μας το γένος να τιμήσω,
που έλαμψαν και στην Έφυραν και στην πλατιάν Λυκίαν.
Την γενεάν, το αίμ’ αυτό, καυχώμαι εγώ πως έχω».

145




150




155




160




165




170




175




180




185




190




195




200




205




210
Οι δύο αντίπαλοι είναι
κληρονομικοί φίλοι
Στα λόγια τούτα εχάρηκεν ο ανδρείος Διομήδης,
κι εστύλωσε την λόγχην του στην γην την πολυθρέπτραν,
και εις τον ποιμένα των λαών γλυκομιλούσε κι είπε:
«Μάθε ότι ξένος παλαιός μού είσαι πατρικός μου·
ότι άλλοτε τον άψεγον λαμπρόν Βελλερεφόντην
ο Οινεύς εφιλοξένησεν είκοσ' ημέρες όλες·
και λαμπρά δώρα εχάρισεν ο ένας προς τον άλλον,
ο Οινεύς ζωστήρα πορφυρόν και ο πάππος σου ποτήρι
δίκουπο του 'δωκε χρυσό που, εκείθεν όταν ήλθα,
στα δώματά του εσώζονταν· αλλ' όμως τον Τυδέα
δεν τον θυμούμαι, ότι μικρόν στο σπίτι μ' έχει αφήσει,
όταν στες Θήβες ο λαός εχάθη των Αργείων.
Όθεν στο Άργος μέσα εγώ φίλος σού είμαι ξένος
και συ σ' εμένα, στον λαόν αν έλθω των Λυκίων.
Και ας μη σμιχθούν οι λόγχες μας ουδ' όπου η μάχη βράζει·
πολλοί 'ναι Τρώες κι ένδοξοι βοηθοί, διά να φονεύω
όποιον θεός μού φέρει εμπρός κι οι πόδες μου προφθάσουν·
και Αχαιοί πάλι, αν δυνηθείς, δεν λείπουν να φονεύσεις·
και τ' άρματα ας αλλάξομεν, όπως και τούτοι μάθουν
που 'μαστε ξένοι πατρικοί κι είναι τιμή δική μας».
Είπαν· και από τ' αμάξι των επήδησαν και οι δύο,
τα χέρια πιάσαν κι έδωκαν βεβαίωσιν φιλίας.
Του Γλαύκου τότε αφαίρεσε τες φρένες ο Κρονίδης
έλαβε χάλκιν' άρματα, που εννέα βόδι' αξίζαν,
κι έδωκεν άρματα χρυσά, που αξίζαν ενενήντα.



215




220




225




230




235

Βελλερoφόντης Γλαύκος