ραψωδία Α 307-349 |
Η ιστορία της Χρυσηίδας τελειώνει |
Στες πρύμνες του και στες σκηνές εγύρισ' ο Πηλείδης και οι σύντροφοί του οπίσω του με τον Μενοιτιάδη· κι έριξ' ο Ατρείδης γρήγορο στην θάλασσαν καράβι με κουπηλάτες είκοσι κι επάνω εκατόμβην προς τον θεόν και ανέβασε την κόρην Χρυσηίδα· και αρχηγός ο συνετός ανέβηκε Οδυσσέας. |
|
Καθαρμοί στο αχαϊκό στρατόπεδο |
Κι ενώ στα πλάτη αρμένιζαν εκείνοι της θαλάσσης, ο Ατρείδης να καθαρισθούν παράγγειλε τα πλήθη· κι εκείνοι εκαθαρίζονταν και τ' αποπλύματ' όλα έριχναν μες στην θάλασσαν, και τέλειες εκατόμβες ταύρων κι ερίφων έκαιαν ακρόγιαλα του Φοίβου και ανέβαιν' ως τον ουρανόν καπνός ευωδιασμένος. |
315 |
Η Βρισηίδα | Τούτα ενεργούσαν στον στρατόν, και ασάλευτος ο Ατρείδης σ' ό,τι εφοβέρισε απ' αρχής να κάμει του Αχιλλέως είπε προς τον Ταλθύβιον και προς τον Ευρυβάτην, που ήσαν αυτοί κήρυκες και ακόλουθοι δικοί του: «Εις του Πηλείδη την σκηνήν αμέτε, του Αχιλλέως, και από το χέρι πάρετε την κόρην Βρισηίδα, και αν δεν την δώσει, με πολλούς θα έλθω να την πάρω εγώ· μ' αυτό χειρότερα θα ταραχθεί η ψυχή του». Είπε και τους ξαπόστειλε με δυνατές φοβέρες· άθελα εκείνοι παίρνοντας την άκραν της θαλάσσης στων Μυρμιδόνων τες σκηνές και τα καράβια φθάσαν. Καθήμενον εις την σκηνήν σιμά και στο καράβι τον ήβραν και να τους ιδεί δεν χάρηκε ο Πηλείδης. Τότε από φόβον κι εντροπήν εμπρός στον βασιλέα εκείνοι εμέναν άφωνοι και δεν τον ερωτούσαν· τους νόησε και «χαίρετε, ω κήρυκες», τους είπε, «αγγελιοφόροι του Διός και των θνητών ανθρώπων· ελάτ' εμπρός, δεν φταίτε σεις, ο Αγαμέμνων φταίει πόστειλε σας να πάρετε την κόρην του Βρισέως. Πάτροκλε διογέννητε, την κόρην έξω βγάλε και να την πάρουν δώσε την και ας είναι αυτοί μαρτύροι προς τους θεούς, προς τους θνητούς και προς τον βασιλέα εκείνον τον σκληρόψυχον, αν ποτέ φθάσει ανάγκη από αχρείον όλεθρον να σώσω εγώ τους άλλους· τωόντι αυτός λυσσομανεί με λογικά χαμένα και δεν γνωρίζει τα εμπρός να ιδεί και τα κατόπι, πώς να του μάχοντ' οι Αχαιοί γεροί σιμά στα πλοία». Και απ' την σκηνήν ο Πάτροκλος την κόρην Βρισηίδα έβγαλε και την έδωκε στα χέρια των κηρύκων, κι ευθύς εκείνοι γύρισαν στων Αχαιών τα πλοία, κι η ωραία κόρη εβάδιζε κατόπι λυπημένη· |
320 325 330 335 340 345 |
ραψωδία Α 350-431α Η συνάντηση Αχιλλέα - Θέτιδας |
---|
|
|
|
|
Εικόνα 9. Η Θέτιδα παρηγορεί τον Αχιλλέα. Σχέδιο του Β. Genelli, 1840/1844 (αντίγραφο). |
Δέηση του Αχιλλέα και εμφάνιση της μητέρας του |
τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ' ακρογιάλι μόνος καθήμενος εκοίταζε τ' απέραντα πελάγη και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια: «Μητέρ', αφού κοντόχρονον με έχεις γεννημένον, έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίσει ο Δίας τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ' έχει αυτός τιμήσει ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων, ότι μου άρπαξεν αυτός το δώρο μου και το 'χει». Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα στα βάθη όπ' έμενε σιμά στον γέροντα γονέα και σαν ομίχλη ανέβηκε μέσ' από τ' άσπρο κύμα. Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία, τον χάιδεψε, κατ' όνομα τον έκραξε και του 'πε: «Τι κλαις, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ' ήβρε; Ειπέ μου ευθύς, μην το 'χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω». |
350 355 360 |
Ο Αχιλλέας παραπονείται | Κι ο Αχιλλεύς στενάζοντας της είπε: «Τα γνωρίζεις, τι απ' αρχής να σου τα ειπώ; Την πόλιν την αγίαν την Θήβην, που εβασίλευσεν ο μέγας Ηετίων, πατήσαμε, κι εφέραμεν εδώ τα λάφυρά της· κι ως έπρεπεν οι Αχαιοί τα μοιρασθήκαν όλα και του Ατρείδη εδιάλεξαν την κόρην Χρυσηίδα· ο ιερέας έπειτα του μακροβόλου Φοίβου ο Χρύσης ήλθε στα γοργά των Αχαιών καράβια με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρην του να λύσει, και του θεού στο χέρι του τα στέφανα κρατώντας στο σκήπτρο επάνω το χρυσό επρόσπεσεν εις όλους τους Αχαιούς, αλλ' έξοχα στους βασιλείς Ατρείδες· τοτ' είπαν όλοι οι Αχαιοί τον γέροντ' ιερέα να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν· αλλά τούτο δεν έστερξεν ο Ατρείδης Αγαμέμνων, και τον απόδιωξε κακά με δυνατές φοβέρες· έφυγε ο γέρος με χολήν και τες ευχές του ο Φοίβος άκουσ' ευθύς, ότι ο θεός πολύ τον αγαπούσε· και στους Αργείους έριξε βέλος κακό, κι επέφταν σωρός τα πλήθη, ως του θεού τα βέλη ολού πετούσαν στο απέραντο στρατόπεδο των Αχαιών, και ο μάντις ο γνώστης μάς φανέρωσεν ό,τι του είπε ο Φοίβος· τότε ο θεός να ιλεωθεί συμβούλευσα εγώ πρώτος· με τούτο σφόδρα εθύμωσεν ο Ατρείδης κ' εσηκώθη και λόγον είπε φοβερόν, που είναι τελειωμένος. Κι οι Αχαιοί προβόδησαν με γρήγορο καράβι και προσφορές για τον θεόν την κόρην εις την Χρύσην, αλλ' από τώρ' απ' την σκηνήν την κόρην του Βρισέως, δώρο σ' εμέ των Αχαιών, οι κήρυκες μου επήραν· και, αν δύνασαι, προστάτευσε συ το καλό παιδί σου· ανέβα ευθύς στον Όλυμπον και πρόσπεσε στον Δία, αν χάριν του 'καμες ποτέ με λόγον ή με έργον· συχνά στο σπίτι του πατρός σ' άκουσα να καυχάσαι ότι τον μαυροσύννεφον Κρονίδην εσύ μόνη των αθανάτων έσωσες απ' όλεθρον αχρείον, όταν οι άλλοι Ολύμπιοι επήγαν να τον δέσουν, η Ήρα με την Αθηνάν και ο Ποσειδών ακόμη, και συ, θεά, τον λύτρωσες που φώναξες αμέσως τον μέγαν εκατόγχειρον στες κορυφές του Ολύμπου· απ' τους θεούς Βριάρεως, και απ' τους θνητούς Αιγαίων λέγεται και στην δύναμιν περνά και τον πατέρα· μ' έπαρσιν κάθισεν αυτός στο πλάγι του Κρονίδη, και από τον φόβον του οι θεοί δεν έδεσαν τον Δία. Τα γόνατά του αγκάλιασε και τούτα ενθύμισέ του, στους Τρώας ίσως βοηθός θελήσει αυτός να γίνει, και ακρόγιαλα τους Αχαιούς να κλείσει προς τες πρύμνες να σφάζονται για να χαρούν τον βασιλιά τους όλοι. Να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων πόσο ετυφλώθη ν' αψηφά των Αχαιών τον πρώτον». |
365 370 375 380 385 390 395 400 405 410 |
Η Θέτιδα θα μεσολαβήσει στον Δία |
Και δάκρυα χύνοντας πολλά του απάντησεν η Θέτις: «Υιέ μου, τι σ' ανάσταινα τον πικρογεννημένον; Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες, αφού δεν θέλ' η μοίρα σου πολύν καιρόν να ζήσεις· αλλ' είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος σαν κανείς άλλος· άμοιρα στο σπίτι σ' εγεννούσα· κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ του βροντοφόρου Δία, στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ' ακούσει· συ ωστόσο από τον πόλεμον τραβήξου και στες πρύμνες ησύχαζε, των Αχαιών να δείξεις τον θυμόν σου· και ο Δίας στον Ωκεανόν, που τον καλούν οι θείοι Αιθίοπες κατέβη χθες και όλ' οι θεοί μαζί του· και μετά ημέρες δώδεκα στον Όλυμπον θα γύρει, και τότε στα χαλκόστρωτα θ' ανέβω δώματά του, να του προσπέσω ταπεινά κι ελπίζω να μ' ακούσει. Είπε κι εκεί τον άφησε περίσσια χολωμένον, οπού την ομορφόζωνην του επήραν κορασίδα δυναστικώς. |
415 420
|
Εικόνα 10. Πηλεύς και Θέτις, του Ν. Εγγονόπουλου, 1976. Συλλογή Ε. Εγγονοπούλου. |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ |
Η προσευχή του Τηλέμαχου |
|
|