Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next

 

EΠΙΜΕΤΡΟ

ΚΑΤAΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΧΝΟΤΕΡΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜAΤΩΝ

Ενεστώτας

Αόριστος
ενεργητικής φωνής

Αόριστος
παθητικής φωνής
Μετοχή
παθητικής φωνής

αγανακτώ/αγαναχτώ

αγανάκτησα/αγανάχτησα

αγανακ(/χ)τισμένος

-αγγέλλω1

-άγγειλα/-ήγγειλα,

υποτ. -αγγείλω

-αγγέλθηκα

-αγγελμένος

αγρυπνώ/αγρυπνάω

αγρύπνησα

αγρυπνισμένος

-άγω

-ήγαγα, υποτ. -αγάγω

-άχθηκα/ήχθην

-ηγμένος

αίρω

ήρα, υποτ. άρω

άρθηκα/ήρθην

-αιρώ

-αίρεσα/-ήρεσα,

υποτ. -αιρέσω

-αιρέθηκα

-ηρημένος/αιρεμένος

ακουμπώ/ακουμπάω

ακούμπησα, προστ. ακούμπα/ ακούμπησε, ακουμπήστε

ακουμπισμένος

ακούω

άκουσα, προστ. άκου(σε), ακούστε

ακούστηκα

ακουσμένος

ακριβαίνω

ακρίβυνα

αμαρτάνω/αμαρταίνω

αμάρτησα

αναγγέλλω, βλ. - αγγέλλω

αναιρώ, βλ. -αιρώ

αναμειγνύω

ανάμειξα/ανέμειξα

αναμείχθηκα

αναμειγμένος/

αναμεμειγμένος

ανασαίνω

ανάσανα

ανατέλλω

ανάτειλα/ανέτειλα

ανεβαίνω

ανέβηκα, υποτ. ανέβω/ανεβώ, προστ. ανέβα, ανεβείτε

ανεβασμένος

ανέχομαι

ανέχτηκα

ανήκω, παρατ. ανήκα

αντέχω

άντεξα

αξίζω, παρατ. άξιζα

απαλλάσσω

απάλλαξα/απήλλαξα

απαλλάχτηκα,

υποτ. απαλλαγώ/

απαλλαχτώ

απα(/η)λλαγμένος

απελαύνω

απέλασα/απήλασα,

υποτ. απελάσω

απελάθηκα

αποθαρρύνω

παρατ. αποθάρρυνα

αποθαρρύνθηκα

αποθαρρυμένος

απολαμβάνω

απόλαυσα/απήλαυσα,

υποτ. απολαύσω

απονέμω, βλ. -νέμω

αποσπώ

απέσπασα

αποσπάστηκα

αποσπασμένος

αποτυγχάνω/αποτυχαίνω

απέτυχα,

υποτ. αποτύχω

αποτυχημένος

αρέσω

παρατ. άρεσα

αρκώ

άρκεσα/ήρκεσα

αρκέστηκα

αρρωσταίνω

αρρώστησα

αρρωστημένος

αυξάνω/αυξαίνω

αύξησα

αυξήθηκα

αυξημένος

αφαιρώ, βλ. -αιρώ

αφήνω

άφησα, προστ. άφησε/άσε, αφήστε/άστε

αφέθηκα

αφημένος

αφορώ, παρατ. αφορούσα

βάζω

έβαλα

βάλθηκα

βαλμένος

-βαίνω

-έβην, υποτ. -βώ

-βάλλω

-έβαλα

-βλήθηκα

-βλημένος/

-βεβλημένος

βαραίνω

βάρυνα

βαριέμαι

βαρέθηκα

βαρώ/βαράω

βάρεσα,

 προστ .βάρα/βάρεσε,

βαρέστε

βαρεμένος

βαστώ/βαστάω

βάστηξα/βάσταξα,

προστ. βάστα(ξε)/βάστηξε,

βαστάξ(/χ)τε/βαστήξ(/χ)τε

βαστήχτηκα/

βαστάχτηκα

βαστη(/α)γμένος

βάφω

έβαψα

βάφηκα/βάφτηκα

βαμμένος

βγάζω

έβγαλα

βγάλθηκα

βγαλμένος

βγαίνω

βγήκα, υποτ. βγω,προστ.

βγες/έβγα, βγείτε/βγέστε

βγάλθηκα

βγαλμένος

βλέπω

είδα, υποτ. δω,

προστ. δες, δέστε/δείτε

ειδώθηκα,

υποτ. ιδωθώ

ιδωμένος

βογκώ/βογκάω

βόγκηξα/βόγκησα

βόσκω

βόσκησα

βοσκήθηκα

βοσκημένος

βουτώ/βουτάω

βούτηξα, προστ.βούτα/βούτηξε,

βουτήξτε/βουτήχτε

βουτήχτηκα

βουτηγμένος

βρέχω

έβρεξα

βράχηκα/

βρέχτηκα

βρεγμένος/

βρεμένος

βρίσκω

βρήκα, υποτ. βρω, προστ.

βρες, βρείτε/ βρέστε

βρέθηκα

βροντώ/βροντάω

βρόντηξα/βρόντησα

βυζαίνω

βύζαξα

βυζάχτηκα

βυζαγμένος

γδέρνω

έγδαρα

γδάρθηκα

γδαρμένος

γελώ/γελάω

γέλασα, προστ. γέλα/γέλασε, γελάστε

γελάστηκα

γελασμένος

γέρνω

έγειρα

γερμένος

γερνώ/γερνάω

γέρασα

γερασμένος

γίνομαι

έγινα/γίνηκα,

υποτ. γίνω/γενώ

γινωμένος

γλυκαίνω

γλύκανα

γλυκάθηκα

γλυκαμένος

γράφω

έγραψα

γράφηκα/γράφτηκα

γραμμένος

γυρνώ/γυρνάω/γυρίζω

γύρισα

γυρισμένος

-δεικνύω

-έδειξα

-δείχθηκα

-δειγμένος/

-δεδειγμένος

δέρνω

έδειρα

δάρθηκα

δαρμένος

-δέω

-δεσα/-έδεσα

-δέθηκα

-δεμένος/-δεδεμένος

διαιρώ, βλ. -αιρώ

διακόπτω

διέκοψα

διακόπηκα

διακεκομμένος

διαλέγω

διάλεξα

διαλέχτηκα

διαλεγμένος

διαμαρτύρομαι

διαμαρτυρήθηκα

διαμαρτυρημένος

διαρρέω

διέρρευσα

διδάσκω

δίδαξα

διδάχτηκα

διδαγμένος

-δίδω

-έδωσα

-δόθηκα/-εδόθην

-δομένος/-δεδομένος

δίνω

έδωσα

δόθηκα

δοσμένος/δεδομένος

διψώ/διψάω

δίψασα

διψασμένος

δρω

έδρασα

δυστυχώ

δυστύχησα

δυστυχισμένος

εγκαθιστώ

εγκατέστησα/εγκατάστησα

εγκαταστάθηκα

εγκαταστημένος/

εγκατεστημένος

είμαι, παρατ. ήμουν

εκλέγω

εξέλεξα, υποτ. εκλέξω

εκλέχτηκα,

υποτ. εκλεγώ

εκλεγμένος

εκπλήσσω

εξέπληξα

εξεπλάγην,

υποτ. εκπλαγώ

εκρήγνυμαι

εξερράγην,

υποτ. εκραγώ

εκτείνω

εξέτεινα

εκτάθηκα

εκτεταμένος

εμπνέω

ενέπνευσα

εμπνεύστηκα

εμπνευσμένος

εξαιρώ, βλ. -αιρώ

επαινώ/παινεύω

επαίνεσα/παίνεσα/παίνεψα

επαινέθηκα/παινέθηκα/παινεύτηκα

παινεμένος

επαναλαμβάνω,

βλ. λαμβάνω

επεμβαίνω

επενέβην/επενέβηκα,

υποτ. επεμβώ/επέμβω

επιδρώ, βλ. δρω

έρχομαι,

μτχ. ερχόμενος

ήλθα/ήρθα

υποτ. έλθω/έρθω, προστ.

ευτυχώ

ευτύχησα

ευτυχισμένος

εφευρίσκω

εφεύρα, εφύηρα

υποτ. εφεύρω

εφευρέθηκα

εφευρη(/ε)μένος

έχω, παρατ. είχα

ζεσταίνω

ζέστανα

ζέσταθηκα

ζεσταμένος

ζουλώ/ζουλάω

ζούληξα

ζουλήχτηκα

ζουληγμένος

ζω

έζησα

θέλω

θέλησα

ηθελημένος/

θελημένος

θερμαίνω

θέρμανα

θερμάνθηκα

θερμασμένος

θέτω

έθεσα

τέθηκα

-θέτω

-έθεσα

-τέθηκα

-τεθειμένος/-θεμένος

θίγω

έθιξα

θίχτηκα/εθίγην

θιγμένος

θρέφω/τρέφω

έθρεψα

τράφηκα

θρεμμένος

καθαίρω, βλ.-αιρώ

καθίζω

κάθισα

καθισμένος

καθιστώ/καθίσταμαι

κατέστησα

-καταστάθηκα/

κατέστην,

υποτ. καταστώ

κατεστημένος

κάθομαι

κάθισα/έκατσα, προστ.

κάθισε/κάτσε, καθίστε

καθισμένος

καίω

έκαψα

κάηκα, υποτ. καώ

καμένος

-καλώ

-κάλεσα

-κλήθηκα

-κεκλημένος

καλώ

κάλεσα

καλέστηκα

καλεσμένος

κάνω, παρατ. έκανα

καμωμένος

καταγέλλω,

βλ. -αγγέλω

καταλαβαίνω

κατάλαβα

καταλαμβάνω

κατέλαβα

καταλήφθηκα

κατειλημμένος

καταναλίσκω/-λώνω

κατανάλωσα

καταναλώθηκα

καταναλωμένος

καταπίνω

κατάπια, υποτ. καταπιώ

καταριέμαι

καταράστηκα

καταραμένος

κατάσχω

κατάσχεσα

κατασχέθηκα

κατασχεμένος

καταφρονώ/

καταφρονάω

καταφρόνησα/

καταφρόνεσα

καταφρονήθηκα/

καταφρονέθηκα

καταφρονη(/ε)μένος

κατεβαίνω

κατέβηκα,

υποτ. κατεβώ/κατέβω,

προστ. κατέβα, κατεβείτε

κατεβασμένος

κερνάω/κερνώ

κέρασα

κεράστηκα

κερασμένος

κλάιω

έκλαψα

κλαύτηκα

κλαμένος

κλέβω

έκλεψα

κλάπηκα/κλέφτηκα

κλεμμένος

κλείνω/-κλείω

έκλεισα

κλείστηκα

κλεισμένος

κόβω/- κόπτω

έκοψα

κόπηκα

κομμένος /

-κεκομμένος

κοιμάμαι/κοιμούμαι

κοιμήθηκα

κοιμισμένος

κοιτάζω/κοιτώ

κοίταξα, προστ.κοίτα(ξε)

κοιτάχτηκα

κοιταγμένος

κοιτάξτε/κοιτάχτε

κουφαίνω

κούφανα

κουφάθηκα

κουφαμένος

κρεμώ/κρεμάω

κρέμασα,

προστ. κρέμα(σε), κρεμάστε

κρεμάστηκα

κρεμασμένος

κυλώ/κυλάω

κύλησα

κυλίστηκα

κυλισμένος

λαμβάνω/λαβαίνω

έλαβα

λήφθηκα/ελήφθην

ειλημμένος

λέγω

-έλεξα

-λέχθηκα/

-λέχτηκα/-έλεγην

-λεγμένος

λεπταίνω/λεπτύνω

λέπτυνα

λεπτύνθηκα

(εκ)λεπτυσμένος

λέω

είπα, υποτ. πώ, πρόστ.

πες

ειπώθηκα/

λέχθηκα

ειπωμένος

λιπαίνω

λίπανα

λιπάνθηκα

λιπασμένος

μαθαίνω

έμαθα

μαθεύτηκα

μαθημένος

μακραίνω/-μακρύνω

μάκρυνα

(από)μακρύνθηκα

(από)μακρυσμένος

μαραίνω

μάρανα

μαράθηκα

μαραμένος

μεθώ/μεθάω

μέθυσα

μεθυσμένος

μένω

έμεινα

μικραίνω

μίκρυνα

μολύνω

μόλυνα

μολύνθηκα

μολυσμένος

μπαίνω

μπήκα, υποτ. μπω, προστ.

μπες/έμπα,μπέστε/μπείτε/

μπάτε

μπασμένος

μπορώ

μπόρεσα

-νέμω

-ένειμα

-νεμήθηκα

-νεμημένος

ντρέπομαι

ντράπηκα

ξέρνω/ξερνάω

ξέρασα

ξέρω, παρατ. ήξερα

ξεχνώ/ξεχνάω

ξέχασα

ξεχάστηκα

ξεχασμένος

ξεψυχώ/ξεψυχάω

ξεψύχησα

ξεψυχισμένος

παθαίνω

έπαθα

(παθημένος)

παινεύω, βλ. επαινώ

παίρνω

πήρα, υποτ. πάρω, προστ.

πάρε, πάρτε

πάρθηκα

παρμένος

παραγγέλλω/παραγγέλνω βλ.-αγγέλω

παραπονιέμαι/

παραπονούμαι

παραπονέθηκα

παραπονεμένος

παρασταίνω/παριστάνω

παράστησα/παρέστησα

παραστάθηκα

παραστημένος

παρελαύνω

παρήλασα/παρέλασα

παρεμβαίνω

παρενέβην,

υποτ.παρέμβω

παρέχω, παρατ. παρείχα

παρασχέθηκα

πάσχω

έπαθα

πεθαίνω

πέθανα

πεθαμένος

πεινώ/πεινάω

πείνασα

πεινασμένος

πειράζω

πείραξα

πειράχτηκα

πειραγμένος

περνώ/περνάω

πέρασα

περάστηκα

περασμένος

πετώ/πετάω

πέταξα, προστ. πέτα(ξε),

πετάξτε/πετάχτε

πετάχτηκα

πεταγμένος/ πεταμένος

πέφτω/- πίπτω

έπεσα

πεσμένος

πηγαίνω/πάω

πήγα, υποτ. πάω

(πηγεμένος)

πηδώ/πηδάω

πήδηξα/πήδησα, προστ.

πήδα/πήδηξε/πήδησε,

πηδήξτε/πηδήχτε/πηδήστε

πηδήχτηκα

πηδη(γ)μένος

πικραίνω

πίκρανα

πικράθηκα

πικραμένος

πίνω

ήπια, υποτ. πιω, προστ. πιες

,πιέστε/πιείτε

πιωμένος

πλάθω/πλάσσω

έπλασα

πλάστηκα

πλασμένος

πλανώ/πλανεύω

πλάνεψα

πλανήθηκα/

πλανεύτηκα

πλανη(/ε)μένος

πλένω

έπλυνα

πλύθηκα

πλυμένος

πλέω

έπλευσα

πλήττω

έπληξα

επλήγην,

μτχ. πληγείς

πνίγω

έπνιξα

πνίγηκα/πνίχτηκα

πνιγμένος

πονώ/πονάω

πόνεσα

πονεμένος

πρέπει, παρατ. έπρεπε

πρήζω

έπρηξα

πρήστηκα

πρησμένος

προβαίνω

προέβην, υποτ. προβώ

πρόκεται,

παρατ. επρόκειτο

προτείνω

πρότεινα

προτάθηκα,

μτχ. προταθείς

ρουφώ/ρουφάω

ρούφηξα

ρουφήχτηκα

ρουφηγμένος

ρυπαίνω

ρύπανα

ρυπάνθηκα

σέβομαι

σεβάστηκα

σέρνω/σύρω

έσυρα

σύρθηκα

συρμένος

σημαίνω

σήμανα

σημάνθηκα

σεσημασμένος

σιωπώ

σιώπησα

(από)σιωπήθηκα

(από)σιωπημένος

σκουντώ/σκουντάω

σκούντησα/σκούντηξα

σκουντήχτηκα

(/σκουντήθηκα)

σκουντηγμένος

σπάζω/σπάω/σπω

έσπασα

-σπάστηκα

σπασμένος

σπέρνω

έσπειρα

σπάρθηκα

σπαρμένος

στέκομαι/στέκω

στάθηκα, προστ.

στάσου, σταθείτε

στέλνω/-στέλλω

έστειλα

στάλθηκα/-εστάλην

σταλμένος/

-έσταλμενος

στενοχωρώ/

στενο(/α)χωράω

στενοχώρησα/

στενο(/α)χώρεσα

στενοχωρέθηκα/

στενο(/α)χωρέθηκα

στενο(/α)χωρημένος

στρέφω

έστρεψα

στράφηκα

στραμμένος

συγχαίρω

συγχάρηκα/συνεχάρην

συμπεραίνω

συμπέρανα

συναιρώ, βλ.-αιρώ

συνδέω

συνέδεσα/σύνδεσα

συνδέθηκα

συνδεμένος/

συνδεδεμένος

σφάλλω

έσφαλα

εσφαλμένος

σχόλ(/ν)ώ/σχολνάω

σχόλασα

σχολασμένος

σώζω

έσωσα

σώθηκα

σωσμένος

σωπαίνω

σώπασα, προστ.

σώπα/σώπασε,

σωπάτε/σωπάστε

τείνω

έτεινα

-τάθηκα

τεταμένος

τελώ

τέλεσα

τελέστηκα

τελεσμένος/

τετελεσμένος

τράβω/τράβαω

τράβηξα, προστ.τράβα/τραβήξε, τραβήξτε/τραβήχτε

τραβήχτηκα

τραβηγμένος

τρέπω

έτρεψα

τράπηκα

(επι)τετραμμένος

τρέφω, βλ. θρέφω

τρέχω

έτρεξα

τρώω/τρώγω

έφαγα, υποτ. φάω,

προστ. φάε, φάτε

φαγώθηκα

φαγώμενος

τυχαίνω

έτυχα

υπάρχω

υπήρξα, υποτ. υπάρξω

υπόσχομαι

υποσχέθηκα

υπεσχημένος

υφίσταμαι

υπέστην,

υποτ. υποστώ

φαίνομαι

φάνηκα/ εφάνην

φέρνω/φέρω

έφερα

φέρθηκα

φερμένος

φεύγω

έφυγα

φθείρω

έφθειρα

φθάρθηκα/εφθάρην

φθαρμένος/

(δι)φθαρμένος

φοβάμαι/φοβούμαι

φοβήθηκα

φοβισμένος

φορώ/φοράω

φόρεσα,προστ.φόρα/φόρεσε,

φορέστε

φορέθηκα

φορεμένος

φταίω

έφταιξα

φυλώ/φυλάω/φυλάγω

φύλαξα, προστ. φύλα(ξε),

φυλάξτε/φυλάχτε

φυλάχτηκα

φυλαγμένος

φυσώ/φυσάω

φύσηξα/φύσησα

φυσημένος

χαίρομαι/χαίρω

χάρηκα

χαλώ/χαλάω

χάλασα

χαλάστηκα

χαλασμένος

χορταίνω

χόρτασα

χορτασμένος

χωρώ/χωράω

χώρεσα

ψέλνω

έψαλα

ψάλθηκα

ψαλμένος



1. Οι τύποι που αρχίζουν με παύλα στον παρόντα κατάλογο συναντώνται συνήθως, ή κυρίως, μόνο σε σύνθετα ρήματα, π.χ. παρ-άγγειλα/παρ-ήγγειλα.