Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
6. ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Το ρήμα: λειτουργία και χρήση

Τα παρεπόμενα (διαθέσεις, φωνές, εγκλίσεις, χρόνοι, ποιόν ενέργειας, αριθμοί,

πρόσωπα)

Ο σχηματισμός (θέμα, κατάληξη, χαρακτήρας, αύξηση, βοηθητικά ρήματα)

Παραδείγματα κλίσης. Μορφολογική ποικιλία

Τα θέματα

Ρήματα ιδιόκλιτα, ελλειπτικά, απρόσωπα, αποθετικά, ανώμαλα

Οι μετοχές

6.1
Ορισμός - Λειτουργία - Χρήση

Το ρήμα είναι ένα μέρος του λόγου που δείχνει ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή απλώς βρίσκεται σε μια δεδομένη κατάσταση. Το πρόσωπο, το ζώο, το πράγμα ή η έννοια ονομάζεται υποκείμενο και μαζί με το ρήμα δημιουργούν λεκτικές ενότητες που έχουν ένα πλήρες νόημα και ονομάζονται προτάσεις. Το υποκείμενο (ή τα υποκείμενα) μπορεί να είναι παρόν στον λόγο, π.χ. Ο Νίκος διαβάζει, μπορεί όμως και να απουσιάζει, όταν εννοείται από τα συμφραζόμενα, π.χ. Η ελευθερία αποτελεί ιδεώδες του ανθρώπου· είναι μια αξία πανανθρώπινη. Είναι ευνόητο ότι το ρήμα είναι πολύ συχνό στον λόγο, αφού αποτελεί απαραίτητο συστατικό της πρότασης, γύρω από το οποίο οργανώνεται το μήνυμα που μεταδίδεται στην επικοινωνία.

6.2
Μορφολογία

α. Τα παρεπόμενα του ρήματος

Το ρήμα αποτελεί το πιο σύνθετο μέρος του μορφολογικού συστήματος της νέας ελληνικής. Με τις μορφολογικές διαφοροποιήσεις του εκφράζεται η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο, ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται μια πράξη, ο αριθμός των προσώπων που μετέχουν σε μια ενέργεια, η διάθεση του υποκειμένου κ.ά. Πρόκειται για τις ακόλουθες γραμματικές κατηγορίες: τις διαθέσεις, τις φωνές, τις εγκλίσεις, το ποιόν ενέργειας, τους χρόνους, τους αριθμούς και τα πρόσωπα.

Oι διαθέσεις

Διάθεση είναι μια ιδιότητα του ρήματος με την οποία φαίνεται αν το υποκείμενο ενεργεί ή παθαίνει ή απλώς βρίσκεται σε μια δεδομένη κατάσταση. Οι διαθέσεις είναι τέσσερις: η ενεργητική, η παθητική, η μέση και η ουδέτερη.

Οι φωνές

Φωνές ονομάζονται οι ομάδες μορφολογικών τύπων των ρημάτων. Η νέα ελληνική έχει δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική.

Η ενεργητική φωνή περιλαμβάνει το σύνολο των ρηματικών τύπων που στο πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα έχουν κατάληξη , π.χ. θέλω, ζω.

Η παθητική φωνή περιλαμβάνει το σύνολο των ρηματικών τύπων που στο πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα έχουν κατάληξη -μαι, π.χ. γελιέμαι, μιμούμαι, μοιράζομαι, χαίρομαι.

Πολλά ρήματα έχουν ρηματικούς τύπους και στις δύο φωνές, π.χ. κλείνω – κλείνομαι. Υπάρχουν και ρήματα που έχουν τύπους μόνο σε μία φωνή. Τα ρήματα που έχουν μόνο παθητική φωνή ονομάζονται αποθετικά, π.χ. έρχομαι, γίνομαι. Σύμφωνα με ορισμένες γραμματικές περιγραφές αποθετικά θεωρούνται όσα έχουν μόνο παθητική φωνή με ενεργητική διάθεση και χρησιμοποιούνται ως μεταβατικά με αντικείμενο σε αιτιατική, π.χ. αισθάνομαι, υπόσχομαι.

Οι εγκλίσεις

Εγκλίσεις ονομάζονται οι μορφές που παίρνει ένα ρήμα προκειμένου να δηλωθεί η στάση του ομιλητή απέναντι σε ό,τι σημαίνει το ρήμα. Με αυτές εκφράζονται συχνά διάφορες τροπικότητες, δηλαδή σημασιολογικές λειτουργίες που δείχνουν την υποκειμενική στάση του ομιλητή. Οι εγκλίσεις είναι δύο ειδών: οι προσωπικές και οι απρόσωπες.

Οι προσωπικές εγκλίσεις έχουν ξεχωριστούς μορφολογικούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα του ρήματος και είναι η οριστική, η υποτακτική και η προστακτική.

Οι απρόσωπες εγκλίσεις είναι αυτές που δε διαθέτουν ξεχωριστούς μορφολογικούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα του ρήματος. Είναι το απαρέμφατο και η μετοχή.

– Το απαρέμφατο είναι άκλιτος τύπος του ρήματος και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό ορισμένων χρόνων στην ενεργητική και την παθητική φωνή, π.χ. έχω δέσει, είχε δεθεί.

– Η μετοχή αποτελεί μια ακόμα έγκλιση. Στην ενεργητική φωνή παρουσιάζει έναν άκλιτο τύπο σε-(ο)ώντας, π.χ. γράφοντας, τραγουδώντας. Στην παθητική φωνή παρουσιάζει κλιτούς τύπους και στα τρία γένη, π.χ. γραμμένος, -η, -ο.

Οι χρόνοι

Χρόνοι ονομάζονται οι μορφολογικοί τύποι του ρήματος με τους οποίους δηλώνεται πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Οι χρόνοι είναι τριών ειδών: α) οι παροντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται στο παρόν (ενεστώτας, παρακείμενος), β) οι παρελθοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι έγινε στο παρελθόν (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος) και γ) οι μελλοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον (συνοπτικός μέλλοντας, εξακολουθητικός μέλλοντας, συντελεσμένος μέλλοντας). Πρέπει να επισημανθεί ότι τη χρονική αυτή διάσταση την εκφράζουν κυρίως οι τύποι της οριστικής έγκλισης.

Το ποιόν ενέργειας

Ποιόν ενέργειας είναι μια μορφολογική κατηγορία που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο ομιλητής το αν η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα εμφανίζεται ως ολοκληρωμένη, ως εξελισσόμενη, ως μοναδικό γεγονός κτλ. Ως προς το ποιόν ενέργειας στην οριστική διακρίνονται τρία είδη χρόνων: α) οι μη συνοπτικοί ή εξακολουθητικοί (ενεστώτας, παρατατικός και εξακολουθητικός μέλλοντας), β) οι συνοπτικοί ή στιγμιαίοι (αόριστος και συνοπτικός μέλλοντας) και γ) οι συντελεσμένοι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας). Στην υποτακτική διακρίνονται: η υποτακτική ενεστώτα (λέγεται και εξακολουθητική υπoτακτική), η υποτακτική αορίστου (λέγεται και συνοπτική υποτακτική) και η υποτακτική παρακειμένου (λέγεται και συντελεσμένη υποτακτική). Στην προστακτική διακρίνονται: η προστακτική ενεστώτα (λέγεται και εξακολουθητική προστακτική) και η προστακτική αορίστου (λέγεται και συνοπτική προστακτική).

Οι αριθμοί

Οι μορφολογικοί τύποι του ρήματος που δείχνουν την ποσότητα των υποκειμένων του ρήματος, αν δηλαδή είναι ένα ή πολλά, δηλώνουν αυτό που στη Γραμματική ονομάζεται αριθμός. Οι αριθμοί του ρήματος της νέας ελληνικής είναι δύο: ο ενικός και ο πληθυντικός.

Τα πρόσωπα

Ο μορφολογικός τύπος του ρήματος που δείχνει το πρόσωπο της ομιλίας λέγεται πρόσωπο. Τα πρόσωπα της ομιλίας είναι τρία:

Το πρώτο πρόσωπο, π.χ. Εγώ μπαίνω στο σχολείο. Εμείς διαβάζουμε.

Το δεύτερο πρόσωπο, π.χ. Εσύ αναπνέεις. Εσείς παίζετε.

Το τρίτο πρόσωπο, π.χ. Αυτό αξίζει. Αυτοί τρέχουν.

β. Ο σχηματισμός του ρήματος

Για να σχηματιστεί ένας ρηματικός τύπος, πρέπει να συνδυαστούν μεταξύ τους είτε ορισμένες λέξεις (π.χ. έχω + απαρέμφατο), οπότε έχουμε περιφραστικούς ρηματικούς τύπους, είτε ορισμένα μορφήματα, κομμάτια δηλαδή της λέξης, που, όταν συνδυάζονται με άλλα κομμάτια, αποκτούν κάποιο νόημα (π.χ. έ-βλεπ-α), οπότε έχουμε μονολεκτικούς ρηματικούς τύπους. Αυτές οι λέξεις και αυτά τα μορφήματα παίρνουν κάποιες ονομασίες ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν. Καθεμιά κατηγορία από αυτές έχει έναν ιδιαίτερο λόγο στον σχηματισμό των ρηματικών τύπων. Παρακάτω θα δούμε τις ονομασίες και τους ρόλους που παίρνουν αυτές οι λέξεις και αυτά τα μορφήματα.


Θέμα, κατάληξη και χαρακτήρας

Θέμα ονομάζεται το πρώτο μέρος του ρηματικού τύπου, το οποίο κατά την κλίση του ρήματος μένει αμετάβλητο, π.χ. το δηλών- στους τύπους δηλώνω, δηλώνεις κτλ., το ακουσ- στους τύπους άκουσα, άκουσες κτλ. Τα θέματα του ρήματος είναι δύο ειδών: το ενεστωτικόκαι το αοριστικό, π.χ. για το ρήμα δηλώνω το ενεστωτικό είναι το δηλών- και για το αοριστικό τα δήλωσ- (για τον ενεργητικό αόριστο) και δηλώθ- (για τον παθητικό αόριστο).

Από το ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται ο ενεστώτας, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας,
π.χ. από το δηλών-

ενεστώτας

δηλών-ω 

δηλών-ομαι

παρατατικός

δήλων-α

δηλών-ομαι

εξακολ. μέλλοντας

θα δηλών-ω

θα δηλών-ομαι.

Από το αοριστικό θέμα του ενεργητικού αόριστου σχηματίζονται ο αόριστος, ο συνοπτικός μέλλοντας και το απαρέμφατο της ενεργητικής φωνής,
π.χ. από το δήλωσ-

αόριστος

δήλωσα

συνοπτικός μέλλοντας

θα δηλώσω

απαρέμφατο

(έχω) δηλώσει.

Από το αοριστικό θέμα του παθητικού αορίστου σχηματίζονται ο αόριστος, ο συνοπτικός μέλλοντας και το απαρέμφατο της παθητικής φωνής,
π.χ. από το δηλώθ-

αόριστος

δηλώθηκα

συνοπτικός μέλλοντας

θα δηλωθώ

απαρέμφατο

(έχω) δηλωθεί.

Κατάληξη είναι το τελευταίο μέρος του ρηματικού τύπου, το οποίο κατά την κλίση του ρήματος αλλάζει, π.χ. τα -ω, -εις στο δηλών-ω, δηλών-εις και τα , -ες στο άκουσ-α, άκουσ-ες.

Χαρακτήρας ονομάζεται ο τελευταίος φθόγγος του θέματος, π.χ. το ν στο δηλών-ω. Ο χαρακτήρας του ενεστωτικού θέματος ονομάζεται ενεστωτικός χαρακτήρας, ενώ του αοριστικού αοριστικός χαρακτήρας.

Θεματικό φωνήεν ονομάζεται το φωνήεν (ή δίψηφο) που βρίσκεται στην τελευταία συλλαβή πριν από την κατάληξη, π.χ. το θεματικό φωνήεν του τηγανίζω είναι το -ι.

Αύξηση, εξωτερική και εσωτερική

Αύξηση ονομάζεται ένα μέρος του μορφολογικού τύπου του ρήματος, που μπαίνει πριν από το θέμα στον παρατατικό και στον αόριστο οριστικής και με το οποίο δηλώνεται ότι η πράξη που εκφράζει το ρήμα έγινε στο παρελθόν, π. χ. λέω → έλεγα, καταγράφω → κατέγραψα. Το μόρφημα της αύξησης μπορεί να πραγματώνεται με το ε ή, σπάνια, με το η, π.χ. έ-παιζα, ή-ξερα.

Η αύξηση διακρίνεται σε δύο είδη: σε εξωτερική και εσωτερική. Εξωτερική είναι η αύξηση που μπαίνει στην αρχή του ρηματικού τύπου, ενώ εσωτερική στο εσωτερικό του ρηματικού τύπου των σύνθετων ρημάτων και πάντα πριν από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. γράφω → έγραφα, ξέρω → ήξερα (εξωτερική), προβλέπω → προέβλεπα, συντάσσει → συνέτασσε (εσωτερική).

Το μόρφημα της αύξησης παραμένει, όταν τονίζεται, και χάνεται συνήθως, όταν δεν τονίζεται, π.χ. έλεγα, έλεγες, αλλά λέγαμε, προέβλεπες, αλλά προβλέπαμε. Αυτό προκύπτει από τη γενικότερη τάση των τύπων των παρελθοντικών χρόνων να τονίζονται στην προπαραλήγουσα. Έτσι, ο ρηματικός τύπος που προκύπτει από το θέμα και την κατάληξη, όταν είναι τρισύλλαβος, δε χρειάζεται αύξηση (π.χ. δώσαμε), ενώ, όταν είναι δισύλλαβος, τη χρειάζεται (π.χ. έδωσα).

Τα ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο φωνήεν δεν παίρνουν αύξηση, αλλά διατηρούν το αρχικό φωνήεν ή δίψηφο, π.χ. ιδρύω → ίδρυσα, ευτυχώ → ευτύχησα. Εξαιρούνται τα ρήματα έχω (είχα), έρχομαι (ήρθα) και είμαι (ήμουν).

γ. Βοηθητικά στοιχεία σχηματισμού

Οι περιφραστικοί χρόνοι των ρημάτων σχηματίζονται είτε με το μόριο θα και το ρήμα είτε με τα (βοηθητικά) ρήματα έχω και είμαι και το απαρέμφατο. Παρακάτω παρατίθενται τα βοηθητικά ρήματα έχω και είμαι σε όλα τα πρόσωπα του ενεστώτα, παρατατικού και μέλλοντα.

Το βοηθητικό ρήμα έχω

Μονολεκτικοί χρόνοι

Ενεστώτας

Παρατατικός

Οριστική

Υποτακτική (να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Μετοχή

έχω

έχω

είχα

έχεις

έχεις

έχε

είχες

έχει

έχει

είχε

έχουμε

έχουμε

έχοντας

είχατε

έχετε

έχετε

έχετε

είχατε

έχουν (ε)

έχουν (ε)

είχαν(ε)

Περιφραστικός χρόνος

θα έχω, θα έχεις, θα έχει,

Μέλλοντας

θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν(ε)

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να είχα, να είχες κτλ.

 

Το βοηθητικό ρήμα είμαι

Μονολεκτικοί χρόνοι

Ενεστώτας

Παρατατικός

Οριστική

Υποτακτική (να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Μετοχή

είμαι

είμαι

ήμουν(α)

είσαι

είσαι

ήσουν(α)

είναι

είναι

ήταν(ε)

είμαστε

είμαστε

όντας

ήμασταν/-στε

είσαστε

είσαστε

ήσασταν/-στε

είναι

είναι

ήταν(ε)

Περιφραστικός χρόνος

θα είμαι, θα είσαι, θα είναι,

Μέλλοντας

θα είμαστε, θα είσαστε/είστε, θα είναι

 

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να ήμουν(α), να ήσουν(α) κτλ.

Η προστακτική αναπληρώνεται από τύπους της υποτακτικής: να (ας) είσαι, να είναι, να είσαστε/είστε, να είναι.

Μορφολογική ποικιλία

Ρήμα έχω

Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του μέλλοντα της οριστικής, παρουσιάζεται πολύ σπάνια στον λόγο και συνήθως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα ο τύπος έχομε.

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και του παρατατικού της οριστικής και του ενεστώτα της υποτακτικής, καθώς και του μέλλοντα της οριστικής, παρουσιάζονται οι τύποι έχουν, είχαν, αλλά και έχουνε, είχανε. Οι πρώτοι συνηθίζονται στον γραπτό λόγο κυρίως σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι δεύτεροι είναι πολύ συνηθισμένοι στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.

Ρήμα είμαι

Στο β΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του μέλλοντα της οριστικής, παρουσιάζονται οι τύποι είσαστε και είστε, οι οποίοι χρησιμοποιούνται πολύ συχνά χωρίς ουσιαστική υφολογική διαφορά.

Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα δύο τύπους. Οι πρώτοι τύποι των προσώπων του ενικού αριθμού και του γ΄ πληθυντικού χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι δεύτεροι σε οικείο ύφος. Πολύ σπάνια παρουσιάζονται στον λόγο για το α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο οι τύποι ήμαστε και ήσαστε.

δ. Η κλίση. Οι συζυγίες

Τα ρήματα της νέας ελληνικής διακρίνονται σε δύο συζυγίες.

Στην πρώτη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που έχουν κατάληξη στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής και -ομαι στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της παθητικής φωνής, π.χ. λύν-ω –λύν-ομαι, βάφ-ω – βάφ-ομαι. Τα ρήματα αυτής της συζυγίας τονίζονται στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα στην παραλήγουσα και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του παθητικού ενεστώτα στην πρoπαραλήγουσα, π.χ. λύνω – λύνομαι, βάφω– βάφομαι.

Στη δεύτερη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που έχουν κατάληξη -ώ (-άω) στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής και -ιέμαι ή -ούμαι στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της παθητικής φωνής, π.χ. αγαπ-ώ (-άω) – αγαπ-ιέμαι, θεωρ-ώ – θεωρ-ούμαι. Τα ρήματα αυτής της συζυγίας τονίζονται στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα στη λήγουσα (ή στην παραλήγουσα, όταν λήγουν σε -άω) και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του παθητικού ενεστώτα στην παραλήγουσα, π.χ. αδικώ – αδικούμαι, πουλώ – πουλιέμαι.

Συζυγίες ρημάτων

ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ

ΤΟΝΙΣΜΟΣ

Ενεστώτας

ενεργητικής

Ενεστώτας

παθητικής

Ενεστώτας

ενεργητικής

Ενεστώτας

παθητικής

Α΄συζυγία

π.χ. λύνω

-ομαι

λύνομαι

παραλήγουσα

λύνω

προπαραλήγουσα

 λύνομαι

Β΄συζυγία

π.χ. αδικώ

-ώ/-άω

π.χ.αγαπώ/αγαπάω

-ούμαι, -ιέμαι

αδικούμαι,

αγαπιέμαι

λήγουσα

αδικώ

(παραλήγουσα

αγαπάω)

παραλήγουσα

αδικούμαι

ε. Παραδείγματα κλίσης

Ρήματα της πρώτης συζυγίας

Ενεργητική φωνή

λύνω

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική

(να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

λύνω

λύνεις

λύνει

λύνουμε

λύνετε

λύνουν(ε)

να λύνω

να λύνεις

να λύνει

να λύνουμε

να λύνετε

να λύνουν(ε)

λύνε

λύνετε

Παρατατικός

έλυνα

έλυνες

έλυνε

λύναμε

λύνατε

έλυναν/λύναν(ε)

Αόριστος

έλυσα

έλυσες

έλυσε

λύσαμε

λύσατε

έλυσαν/λύσαν(ε)

να λύσω

να λύσεις

να λύσει

να λύσουμε

να λύσετε

να λύσουν(ε)

λύσε

λύστε

 

απαρέμφατο αορίστου: λύσει

μετοχή ενεστώτα: λύνοντας


Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική

(να, όταν κτλ.)

Eξακολουθητικός

Μέλλοντας

θα λύνω

θα λύνεις

θα λύνει

θα λύνουμε

θα λύνετε

θα λύνουν(ε)

Συνοπτικός Μέλλοντας

θα λύσω

θα λύσεις

θα λύσει

θα λύσουμε

θα λύσετε

θα λύσουν(ε)

Συντελεσμένος

Μέλλοντας

θα έχω λύσει

θα έχεις λύσει

θα έχει λύσει

θα έχουμε λύσει

θα έχετε λύσει

θα έχουν(ε) λύσει

(ή: θα έχω λυμένο, -η, -ο κτλ.)

Παρακείμενος

έχω λύσει

έχεις λύσει

έχει λύσει

έχουμε λύσει

έχετε λύσει

έχουν(ε) λύσει

(ή: έχω λυμένο, -η, -ο κτλ.)

να έχω λύσει

να έχεις λύσει

να έχει λύσει

να έχουμε λύσει

να έχετε λύσει

να έχουν(ε) λύσει

(ή: να έχω λυμένο, -η, -ο κτλ)

Υπερσυντέλικος

είχα λύσει

είχες λύσει

είχε λύσει

είχαμε λύσει

είχατε λύσει

είχαν(ε) λύσει

(ή: είχα λυμένο, -η, -ο κτλ.)

 

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να έλυνα, να έλυσα, να είχα λύσει, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής έλυνα, έλυσα, είχα λύσει.

Παθητική φωνή
λύνομαι

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

λύνομαι

λύνεσαι

λύνεται

λυνόμαστε

λύνεστε/-όσαστε

λύνονται

να λύνομαι

να λύνεσαι

να λύνεται

να λυνόμαστε

να λύνεστε/-όσαστε

να λύνονται

(λύνου)

(λύνεστε)

Παρατατικός

λυνόμουν(α)

λυνόσουν(α)

λυνόταν(ε)

λυνόμασταν/-τε

λυνόσασταν/-τε

λύνονταν/λυνόντουσαν

Αόριστος

λύθηκα

λύθηκες

λύθηκε

λυθήκαμε

λυθήκατε

λύθηκαν/λυθήκαν(ε)

να λυθώ

να λυθείς

να λυθεί

να λυθούμε

να λυθείτε

να λυθούν(ε)

λύσου

λυθείτε

Εξακολουθητικός
Μέλλοντας

θα λύνομαι

θα λύνεσαι

θα λύνεται

θα λυνόμαστε

θα λύνεστε/-όσαστε

θα λύνονται

Συνοπτικός Μέλλοντας

θα λυθώ

θα λυθείς

θα λυθεί

θα λυθούμε

θα λυθείτε

θα λυθούν(ε)

 

απαρέμφατο αορίστου: λυθεί

 

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Συντελεσμένος
Μέλλοντας

θα έχω λυθεί

θα έχεις λυθεί

θα έχει λυθεί

θα έχουμε λυθεί

θα έχετε λυθεί

θα έχουν(ε) λυθεί

 (ή: θα είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)

Παρακείμενος

έχω λυθεί

έχεις λυθεί κτλ.

(ή: είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)

να έχω λυθεί κτλ.

(ή: να είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)

Υπερσυντέλικος

είχα λυθεί,

είχες λυθεί κτλ.

 (ή: ήμουν λυμένος, -η, -ο κτλ.)

 

μετοχή παρακειμένου: λυμένος, -η, -ο

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να λυνόμουν(α), να λύθηκα, να είχα λυθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής λυνόμουν(α), λύθηκα, είχα λυθεί.

Σύμφωνα με το λύνω – λύνομαι κλίνονται τα ρήματα: απλώνω, δένω, διορθώνω, ενώνω, θαμπώνω, ιδρύω, λιώνω, ντύνω, οργώνω, παίζω, πληρώνω, φορτώνω, σηκώνω, χάνω, ψήνω κ.ά.

Μορφολογική ποικιλία

Ενεργητική φωνή

Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του εξακολουθητικού και συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής αορίστου, παρουσιάζονται πολύ σπάνια στον λόγο και συνήθως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα τύποι σε -ομε, π.χ. λύνομε, θα λύσομε κτλ.

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του εξακολουθητικού και του συνοπτικού μέλλοντα και του αορίστου της υποτακτικής, παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουν και -ουνε, π.χ. λύνουν / λύνουνε, να λύσουν / να λύσουνε. Ο πρώτος συνηθίζεται στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του παρατατικού και του αορίστου της οριστικής παρουσιάζονται δεύτεροι τύποι χωρίς αύξηση σε -αν και σε -ανε, π.χ. έλυναν / λύναν(ε), έλυσαν / λύσαν(ε). Οι τύποι χωρίς αύξηση λύναν(ε), λύσαν(ε) είναι συνηθισμένοι στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας, ενώ οι τύποι έλυναν, έλυσαν εμφανίζονται στον γραπτό λόγο κυρίως, σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος.

Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω λυμένο, -η, -ο.

Στο β΄ πρόσωπο πληθυντικού της προστακτικής του αορίστου ορισμένα ρήματα, των οποίων το αοριστικό θέμα λήγει σε λ, ρ, σ, ξ, ψ, παρουσιάζουν διπλούς τύπους σε -ετε και -τε, ενώ άλλα μόνο σε-τε, π.χ. λύσετε / λύστε, γράψετε /γράψτε, αλλά καθίστε. Οι τύποι σε -ετε χρησιμοποιούνται σε πολύ τυπικό ύφος.

Στο β΄ πρόσωπο πληθυντικού της προστακτικής του αορίστου τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε ξ ή ψ ορισμένες φορές παρουσιάζουν σε οικείο ύφος και τύπους με αλλαγμένα τα σύμφωνα ξ και ψ σε χ και φ αντίστοιχα, π.χ. ρίχτε και ρίξτε, αλείψτε και αλείφτε.

Οι τύποι της προστακτικής του ενεστώτα χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια.

 

Παθητική φωνή

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και του αορίστου της υποτακτικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν / -ούνε, π.χ. να λυθούν / να λυθούνε. Ο πρώτος συνηθίζεται στον γραπτό λόγο, σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.

Στο β΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα παρουσιάζεται, εκτός από τον τύπο σε -εστε, που χρησιμοποιείται σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, και ο τύπος σε -όσαστε, που εμφανίζεται σε οικείο ύφος. Eπίσης, χρησιμοποιείται μερικές φορές και ο τύπος σε -εσθε (λύνεσθε), μόνο σε τυπικό ύφος.

Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα του ενικού και στο γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού δύο τύπους. Οι πρώτοι τύποι χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, οι υπόλοιποι σε οικείο ύφος. Επίσης, εμφανίζονται σπάνια και οι τύποι σε -στε για το α΄ και το β΄ πρόσωπο πληθυντικού του παρατατικού, π.χ. λυνόμασταν / λυνόμαστε.

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής αορίστου παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. λύθηκαν / λυθήκαν(ε). Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ το λυθήκαν(ε) σε οικείο, καθημερινό ύφος.

Στους συντελικούς χρόνους (συντελεσμένος μέλλοντας, παρακείμενος, υπερσυντέλικος) παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. ήμουν λυμένος, -η, -ο.

Για τους τύπους του αορίστου της οριστικής και της μετοχής ορισμένων ρημάτων μερικές φορές χρησιμοποιούνται σε τυπικό ύφος τύποι που προέρχονται από την αρχαία ελληνική, π.χ. αντί για τον τύπο λύθηκε χρησιμοποιείται ο τύπος ελύθη, για το ανακοινώθηκε ο τύπος ανεκοινώθη, αντί του εγκαταλειμμένος ο τύπος εγκαταλελειμμένος, αντί του πεισμένος το πεπεισμένος κτλ.

Ρήματα της δεύτερης συζυγίας

Τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας διακρίνονται σε δύο ομάδες, που συνηθίζεται να ονομάζονται τάξεις. Στην πρώτη τάξη ανήκουν τα ρήματα που οι καταλήξεις των τριών πρώτων προσώπων ενεστώτα της ενεργητικής φωνής τους είναι -ώ / -άω, -άς, -ά / -άει και της παθητικής -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, π.χ. χτυπώ / -άω, χτυπάς, χτυπά / -άει και χτυπιέμαι, χτυπιέσαι, χτυπιέται. Στη δεύτερη τάξη ανήκουν τα ρήματα που οι καταλήξεις ενεστώτα των τριών πρώτων προσώπων της ενεργητικής φωνής τους είναι -ώ, -είς, -εί και της παθητικής -ούμαι, -είσαι, -είται, π.χ. θεωρώ, θεωρείς, θεωρεί και θεωρούμαι, θεωρείσαι, θεωρείται. Ορισμένα ρήματα της δεύτερης συζυγίας σχηματίζουν την παθητική φωνή με τύπους και των δύο τάξεων, π.χ. βοηθώ / -άω → βοηθούμαι και βοηθιέμαι, αδικώ → αδικούμαι και αδικιέμαι. Στην ίδια συζυγία ανήκουν και τα αποθετικά ρήματα σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / -ούμαι.

Α´ τάξη. Ενεργητική φωνή
χτυπώ

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική

(να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

χτυπώ/-άω

χτυπάς

χτυπά/-άει

χτυπάμε/-ούμε

χτυπάτε

χτυπούν(ε)/χτυπάν(ε)

να χτυπώ/-άω

να χτυπάς

να χτυπά/-άει

να χτυπάμε/-ούμε

να χτυπάτε

να χτυπούν(ε)/χτυπάν(ε)

χτύπα

χτυπάτε

Παρατατικός

χτυπούσα/χτύπαγα

χτυπούσες/χτύπαγες

χτυπούσε/χτύπαγε

χτυπούσαμε/-πάγαμε

χτυπούσατε/-πάγατε

χτυπούσαν(ε)/χτύπαγαν

Αόριστος

χτύπησα

χτύπησες

χτύπησε

χτυπήσαμε

χτυπήσατε

χτύπησαν/χτυπήσαν(ε)

να χτυπήσω

να χτυπήσεις

να χτυπήσει

να χτυπήσουμε

να χτυπήσετε

να χτυπήσουν (ε)

χτύπησε

χτυπήστε

 

απαρέμφατο αορίστου: χτυπήσει

μετοχή ενεστώτα: χτυπώντας

 

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Εξακολουθητικός
  Μέλλοντας

θα χτυπώ/-άω

θα χτυπάς

θα χτυπά/-άει

θα χτυπάμε/-ούμε

θα χτυπάτε

θα χτυπούν(ε)/ θα χτυπάν(ε)

Συνοπτικός Μέλλοντας

θα χτυπήσω

θα χτυπήσεις

θα χτυπήσει

θα χτυπήσουμε

θα χτυπήσετε

θα χτυπήσουν(ε)

 

Συντελεσμένος
Μελλοντας

θα έχω χτυπήσει

θα έχεις χτυπήσει

θα έχει χτυπήσει

θα έχουμε χτυπήσει

θα έχετε χτυπήσει

θα έχουν(ε) χτυπήσει

(ή: θα έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)

Παρακείμενος

έχω χτυπήσει

έχεις χτυπήσει

έχει χτυπήσει

έχουμε χτυπήσει

έχετε χτυπήσει

έχουν(ε) χτυπήσει

(ή: έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)

να έχω χτυπήσει

να έχεις χτυπήσει

να έχει χτυπήσει

να έχουμε χτυπήσει

να έχετε χτυπήσει

να έχουν(ε) χτυπήσει

(ή: να έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)

Υπερσυντέλικος

είχα χτυπήσει

είχες χτυπήσει

είχε χτυπήσει

είχαμε χτυπήσει

είχατε χτυπήσει

είχαν(ε) χτυπήσει

(ή: είχα χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπούσα/χτύπαγα, να χτύπησα, να είχα χτυπήσει, που κλίνονται όπως οι αντίστοιχοι τύποι της οριστικής.

Μερικά ρήματα αυτής της τάξης έχουν συνήθως τύπους μόνο σε -άω, π.χ. σπάω, σχολάω, σκάω. Τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ουδέτερο και, συχνότερα, σε οικείο ύφος.

Α´ τάξη. Παθητική φωνή
χτυπιέμαι

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν
κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

χτυπιέμαι

χτυπιέσαι

χτυπιέται

χτυπιόμαστε

χτυπιέστε/-ιόσαστε

χτυπιούνται/-ιόνται

να χτυπιέμαι

να χτυπιέσαι

να χτυπιέται

να χτυπιόμαστε

να χτυπιέστε/-ιόσαστε

να χτυπιούνται/-ιόνται

Παρατατικός

χτυπιόμουν(α)

χτυπιόσουν(α)

χτυπιόταν(ε)

χτυπιόμασταν/-τε

χτυπιόσασταν/-τε

χτυπιόνταν(ε)/

-ιόντουσαν/χτυπιούνταν(ε)

Αόριστος

 

χτυπήθηκα

χτυπήθηκες

χτυπήθηκε

χτυπηθήκαμε

χτυπήθηκατε

χτυπήθηκαν/χτυπηθήκαν(ε)

να χτυπηθώ

να χτυπηθείς

να χτυπηθεί

να χτυπηθούμε

να χτυπηθείτε

να χτυπηθούν(ε)

 

χτυπήσου

 

 

χτυπηθείτε

Εξακολουθητικός
Μέλλοντας

θα χτυπιέμαι

θα χτυπιέσαι

θα χτυπιέται

θα χτυπιόμαστε

θα χτυπιέστε/-ιόσαστε

θα χτυπιούνται/-ιόνται

 

απαρέμφατο αορίστου: χτυπηθεί

 

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική

(να, όταν κτλ.)

Εξακολουθητικός
  Μέλλοντας

θα χτυπηθώ

θα χτυπηθείς

θα χτυπηθεί

θα χτυπηθούμε

θα χτυπηθείτε

θα χτυπηθούν(ε)

Συνοπτικός Μέλοντας

θα έχω χτυπηθεί

θα έχεις χτυπηθεί

θα έχει χτυπηθεί

θα έχουμε χτυπηθεί

θα έχετε χτυπηθεί

θα έχουν(ε) χτυπηθεί

(ή: θα είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)

 

Παρακείμενος

έχω χτυπηθεί

έχεις χτυπηθεί κτλ.

(ή: είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)

να έχω χτυπηθεί

να έχεις χτυπηθεί κτλ.

(ή: να είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)

Υπερσυντέλικος

είχα χτυπηθεί,

είχες χτυπηθεί κτλ.

(ή: ήμουν χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)

 

μετοχή παρακειμένου: χτυπημένος, -η, -ο

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπιόμουν(α), να χτυπήθηκα, να είχα χτυπηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής χτυπιόμουν(α), χτυπήθηκα, είχα χτυπηθεί.

Σύμφωνα με το χτυπώ – χτυπιέμαι κλίνονται και τα ρήματα: αγαπώ, ρωτώ, γελώ, κρατώ κ.ά.

Η κλίση της α΄ συζυγίας διαφέρει από εκείνη της β΄ συζυγίας μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό της ενεργητικής και της παθητικής φωνής.

Μορφολογική ποικιλία

Ενεργητική φωνή

Στο α΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε και -άω, π.χ. χτυπώ / χτυπάω. Οι δύο τύποι δεν παρουσιάζουν σημαντική υφολογική διαφορά.

Στο γ΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε και -άει, π.χ. χτυπά / χτυπάει. Και σ' αυτήν την περίπτωση δεν είναι σημαντική η υφολογική διαφορά μεταξύ των δύο τύπων.

Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -άμε και -ούμε, π.χ. χτυπάμε / χτυπούμε. Ο δεύτερος τύπος συνήθως χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος.

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν(ε) και -άν(ε), π.χ. χτυπούν(ε) / χτυπάν(ε). Ο τύπος σε -ούν (χτυπούν) συνήθως χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, οι άλλοι σε λιγότερο τυπικό ή σε οικείο ύφος.

Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι σε -ούσα κτλ. και ο τύπος σε -ούσαν χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι τύποι σε -αγα, -αγες κτλ. χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος.

Στο γ΄ πληθ. του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής αορίστου παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουν και -ουνε, π.χ. θα χτυπήσουν / θα χτυπήσουνε. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος, ενώ ο δεύτερος σε οικείο και ουδέτερο ύφος.

Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου οριστικής παρουσιάζονται δεύτεροι τύποι σε -αν και -ανε με παράλληλη μετακίνηση του τόνου, π.χ. χτύπησαν / χτυπήσαν / χτυπήσανε. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, ενώ οι άλλοι δύο σε πιο οικείο ή και λαϊκό ύφος, κυρίως στον προφορικό λόγο.

Στο α΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουμε και -ομε, π.χ. να χτυπήσουμε / να χτυπήσομε. Ο πρώτος τύπος είναι πιο συνηθισμένος, ενώ ο δεύτερος εμφανίζεται σπάνια και ακούγεται συνήθως από ομιλητές που προέρχονται από τη νότια Ελλάδα.

Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και της μετοχής του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω χτυπημένο, -η, -ο.

 

Παθητική φωνή

Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι του ενικού και πληθυντικού σε -όμουν, -όσουν κτλ. είναι πιο συνηθισμένοι στον λόγο και χρησιμοποιούνται σε τυπικό, ουδέτερο αλλά και σε οικείο ύφος. Οι τύποι του ενικού σε -όμουνα, -όσουνα, -ότανε και του γ΄ πληθυντικού σε -όντανε και -όντουσαν χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος.

Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -έστε και -όσαστε, π.χ. χτυπιέστε / χτυπιόσαστε. Οι δύο τύποι δεν παρουσιάζουν υφολογικά σημαντική διαφορά.

Το γ΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζει τους τύπους σε -ούν και -ούνε, π.χ. θα χτυπηθούν / θα χτυπηθούνε. Ο τύπος σε -ούν χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε σε οικείο ύφος και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.

Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής του αορίστου παρουσιάζεται β΄ τύπος σε -θήκαν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. χτυπήθηκαν / χτυπηθήκαν(ε). Ο πρώτος τύπος είναι αυτός που χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος σε οικείο, καθημερινό ύφος.

Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. είμαι χτυπημένος, -η, -ο.

Ορισμένα ρήματα που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα σχηματίζουν πολύ συχνά την οριστική και υποτακτική του ενεστώτα με τύπους των ρημάτων της αρχαίας ελληνικής. Τέτοια ρήματα είναι τα: απατώμαι, αποπειρώμαι, διασπώμαι, διερωτώμαι, εγγυώμαι, εξαρτώμαι (αλλά και εξαρτιέμαι), ηττώμαι, καταχρώμαι, περιπλανώμαι (αλλά και περιπλανιέμαι), τιμώμαι. Παράδειγμα: εγγυώμαι, εγγυάσαι, εγγυάται, εγγυώμεθα / εγγυόμαστε, εγγυάσθε / -άστε, εγγυώνται.

Β´ τάξη. Ενεργητική φωνή
θεωρώ

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

θεωρώ

θεωρείς

θεωρεί

θεωρούμε

θεωρείτε

θεωρούν(ε)

να θεωρώ

να θεωρείς

να θεωρεί

να θεωρούμε

να θεωρείτε

να θεωρούν(ε)

 

 

 

θεωρείτε

Παρατατικός

θεωρούσα

θεωρούσες

θεωρούσε

θεωρούσαμε

θεωρούσατε

θεωρούσαν(ε)

Αόριστος

 

θεώρησα

θεώρησες

θεώρησε

θεωρήσαμε

θεωρήσατε

θεώρησαν/θεωρήσαν(ε)

να θεωρήσω

να θεωρήσεις

να θεωρήσει

να θεωρήσουμε

να θεωρήσετε

να θεωρήσουν(ε)

 

θεώρησε

 

 


θεωρήστε

 

απαρέμφατο αορίστου: θεωρήσει

μετοχή ενεστώτα: θεωρώντας


Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Eξακολουθητικός
Μέλλοντας

θα θεωρώ

θα θεωρείς

θα θεωρεί

θα θεωρούμε

θα θεωρείτε

θα θεωρούν(ε)

Συνοπτικός
Μέλλοντας

θα θεωρήσω

θα θεωρήσεις

θα θεωρήσει

θα θεωρήσουμε

θα θεωρήσετε

θα θεωρήσουν(ε)

Συντελεσμένος
Μέλλοντας

θα έχω θεωρήσει

θα έχεις θεωρήσει

θα έχει θεωρήσει

θα έχουμε θεωρήσει

θα έχετε θεωρήσει

θα έχουν(ε) θεωρήσει

(ή: θα έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)

Παρακείμενος

έχω θεωρήσει

έχεις θεωρήσει

έχει θεωρήσει

έχουμε θεωρήσει

έχετε θεωρήσει

έχουν(ε) θεωρήσει

(ή: έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)

να έχω θεωρήσει

να έχεις θεωρήσει

να έχει θεωρήσει

να έχουμε θεωρήσει

να έχετε θεωρήσει

να έχουν(ε) θεωρήσει

(ή: να έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)

Υπερσυντέλικος

είχα θεωρήσει

είχες θεωρήσει

είχε θεωρήσει

είχαμε θεωρήσει

είχατε θεωρήσει

είχαν(ε) θεωρήσει

(ή: είχα θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούσα, να θεώρησα, να είχα θεωρήσει, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούσα, θεώρησα, είχα θεωρήσει.

Β´ τάξη. Παθητική φωνή
θεωρούμαι

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

θεωρούμαι

θεωρείσαι

θεωρείται

θεωρούμαστε

θεωρείστε

θεωρούνται

να θεωρούμαι

να θεωρείσαι

να θεωρείται

να θεωρούμαστε

να θεωρείστε

να θεωρούνται

Παρατατικός

θεωρούμουν

θεωρούσουν

θεωρούνταν(ε)

θεωρούμασταν/-τε

θεωρούσασταν/-τε

θεωρούνταν(ε)

Αόριστος

θεωρήθηκα

θεωρήθηκες

θεωρήθηκε

θεωρηθήκαμε

θεωρηθήκατε

θεωρήθηκαν/

θεωρηθήκαν(ε)

να θεωρηθώ

να θεωρηθείς

να θεωρηθεί

να θεωρηθούμε

να θεωρηθείτε

να θεωρηθούν(ε)

 

θεωρήσου

 

 

 

θεωρηθείτε

Εξακολουθητικός
Μέλλοντας

θα θεωρούμαι

θα θεωρείσαι

θα θεωρείται

θα θεωρούμαστε

θα θεωρείστε

θα θεωρούνται

Συνοπτικός
Μέλλοντας

θα θεωρηθώ

θα θεωρηθείς

θα θεωρηθεί

θα θεωρηθούμε

θα θεωρηθείτε

θα θεωρηθούν(ε)

 

απαρέμφατο αορίστου: θεωρηθεί

μετοχή ενεστώτα: θεωρούμενος, -η, -ο

 

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Συντελεσμένος
Μέλλοντας

θα έχω θεωρηθεί

θα έχεις θεωρηθεί

θα έχει θεωρηθεί

θα έχουμε θεωρηθεί

θα έχετε θεωρηθεί

θα έχουν(ε) θεωρηθεί

(ή: θα είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)

Παρακείμενος

έχω θεωρηθεί

έχεις θεωρηθεί

έχει θεωρηθεί κτλ.

 (ή: είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)

να έχω θεωρηθεί κτλ.

(ή: να είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)

Υπερσυντέλικος

είχα θεωρηθεί,

είχες θεωρηθεί

είχε θεωρηθεί κτλ.

(ή: ήμουν θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)

 

μετοχή παρακειμένου: θεωρημένος, -η, -ο

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούμουν, να θεωρήθηκα, να είχα θεωρηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούμουν, θεωρήθηκα, είχα θεωρηθεί.

Σύμφωνα με το θεωρώ – θεωρούμαι κλίνονται τα ρήματα: αδικώ, επαινώ, κινώ, μισώ, πληροφορώ, στερώ κ.ά.

Μορφολογική ποικιλία

Ενεργητική φωνή

Στο γ΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, της υποτακτικής αορίστου και του εξακολουθητικού και συνοπτικού μέλλοντα παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν / -ούνε και -ουν /-ουνε, π.χ. θεωρούν / θεωρούνε. Ο τύπος σε -ούν ή -ουν χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε ή -ουνε σε οικείο ύφος και είναι πολύ συνηθισμένος σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.

Στο γ΄ πληθυντικό του παρατατικού παρουσιάζονται οι τύποι σε -αν και -ανε, π.χ. θεωρούσαν / θεωρούσανε. Ο τύπος σε -αν χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ανε σε οικείο ύφος και είναι πολύ συνηθισμένος σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.

Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θεώρησαν / θεωρήσαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ οι υπόλοιποι σε ουδέτερο και οικείο ύφος.

Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω θεωρημένο, -η, -ο.

 

Παθητική φωνή

Ο παρατατικός δεν είναι πολύ συνηθισμένος στον λόγο. Παρουσιάζει σπάνια και δεύτερους τύπους. Οι τύποι του γ΄ ενικού και πληθυντικού σε -ούντανε χρησιμοποιούνται σε οικείο ύφος. Οι τύποι του α΄ και β΄ πλ. σε -ούμαστε και -ούσαστε είναι σπάνιοι και χρησιμοποιούνται κυρίως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα. Τέλος, οι τύποι του α΄ και β΄ ενικού σε -ούμουνα, -ούσουνα αντίστοιχα χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος. Σε πολύ τυπικό ύφος χρησιμοποιούνται και ο τύπος εθεωρείτο για το γ΄ ενικό και εθεωρούντο για το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο.

Στο α΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούμαστε και -ούμεθα, π.χ. θεωρούμαστε / θεωρούμεθα. Οι τύποι σε -ούμαστε είναι οι πλέον κοινοί στον λόγο, ενώ οι τύποι σε -ούμεθα παρουσιάζονται σπάνια, συνήθως σε πολύ τυπικό ή σε περιπαικτικό ύφος.

Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται τύποι σε -είστε και -είσθε, π.χ. θεωρείστε / θεωρείσθε. Οι τύποι σε -είστε είναι οι πλέον κοινοί στον λόγο, ενώ οι τύποι σε -είσθε παρουσιάζονται σπάνια, συνήθως σε πολύ τυπικό ή σε περιπαικτικό ύφος.

Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θεωρήθηκαν / θεωρηθήκαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ οι άλλοι, με παράλληλη μετακίνηση του τόνου, σε λιγότερο τυπικό ή σε πιο οικείο ύφος.

Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της υποτακτικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν και -ούνε, π.χ. να θεωρηθούν / να θεωρηθούνε. Οι τύποι σε -ούν εμφανίζονται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι τύποι σε -ούνε σε οικείο ύφος.

Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. είμαι θεωρημένος, -η, -ο.

Δεύτερη συζυγία – Αποθετικά ρήματα

θυμάμαι / θυμούμαι

Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Προστακτική

Ενεστώτας

θυμάμαι/-ούμαι

θυμάσαι

θυμάται

θυμόμαστε/-ούμαστε

θυμόσαστε/-άστε

θυμούνται

να θυμάμαι/-ούμαι

να θυμάσαι

να θυμάται

να θυμόμαστε/-ούμαστε

να θυμόσαστε/-άστε

να θυμούνται

Παρατατικός

θυμόμουν(α)

θυμόσουν(α)

θυμόταν(ε)

θυμόμασταν/-τε

θυμόσασταν/-τε

θυμούνταν(ε)

Αόριστος

θυμήθηκα

θυμήθηκες

θυμήθηκε

θυμηθήκαμε

θυμηθήκατε

θυμήθηκαν/θυμηθήκαν(ε)

Εξακολουθητικός
Μέλλοντας

θα θυμάμαι/-ούμαι

θα θυμάσαι

θα θυμάται

θα θυμόμαστε/-ούμαστε

θα θυμόσαστε/-άστε

θα θυμούνται

να θυμηθώ

να θυμηθείς

να θυμηθεί

να θυμηθούμε

να θυμηθείτε

να θυμηθούν(ε)

 

θυμήσου

 

 


θυμηθείτε

Συνοπτικός Μέλλοντας

θα θυμηθώ

θα θυμηθείς

θα θυμηθεί

θα θυμηθούμε

θα θυμηθείτε

θα θυμηθούν(ε)

 

απαρέμφατο αορίστου: θυμηθεί

μετοχή ενεστώτα: θυμούμενος, -η, -ο


Χρόνοι

Εγκλίσεις

Οριστική

Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)

Συντελεσμένος
Μέλλοντας

θα έχω θυμηθεί

θα έχεις θυμηθεί

θα έχει θυμηθεί

θα έχουμε θυμηθεί

θα έχετε θυμηθεί

θα έχουν(ε) θυμηθεί

Παρακείμενος

έχω θυμηθεί

έχεις θυμηθεί

έχει θυμηθεί

έχουμε θυμηθεί

έχετε θυμηθεί

έχουν(ε) θυμηθεί

να έχω θυμηθεί

να έχεις θυμηθεί

να έχει θυμηθεί

να έχουμε θυμηθεί

να έχετε θυμηθεί

να έχουν(ε) θυμηθεί)

Υπερσυντέλικος

είχα θυμηθεί

είχες θυμηθεί

είχε θυμηθεί

είχαμε θυμηθεί

είχατε θυμηθεί

είχαν(ε) θυμηθεί

 

Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θυμόμουν(α), να θυμήθηκα, να είχα θυμηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θυμόμουν(α), θυμήθηκα, είχα θυμηθεί.

Η προστακτική ενεστώτα αναπληρώνεται από τύπους της υποτακτικής: να θυμάσαι, να θυμάται, να θυμόσαστε / θυμάστε, να θυμούνται.

Το ρήμα θυμάμαι / θυμούμαι δεν έχει τύπο για τη μετοχή του παρακειμένου. Άλλα όμως αποθετικά ρήματα διαθέτουν τύπους μετοχής παρακειμένου, π.χ. φοβάμαι → φοβισμένος, κοιμάμαι → κοιμισμένος.

Σύμφωνα με το θυμάμαι / θυμούμαι κλίνονται τα ρήματα φοβάμαι / -ούμαι, κοιμάμαι / -ούμαι, λυπάμαι / -ούμαι.

Μορφολογική ποικιλία

Στο α΄ ενικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / θυμούμαι. Ο τύπος σε –άμαι είναι ο πλέον συνηθισμένος, ενώ ο τύπος σε -ούμαι χρησιμοποιείται σε πολύ τυπικό ύφος.

Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα παρουσιάζονται οι τύποι σε -άστε / -όσαστε, π.χ. θυμάστε / θυμόσαστε.

Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι σε -όμουν, -όσουν κτλ. χρησιμοποιούνται σε τυπικό, ουδέτερο αλλά και οικείο ύφος. Οι τύποι του ενικού σε -όμουνα, -όσουνα, -ότανε, του α΄ πληθυντικού σε -ούμασταν και του γ΄ πληθυντικού σε -όντανε, -ούντανε και –όντουσαν χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος, καθώς και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας. Τέλος, πολύ σπάνια και κυρίως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα, χρησιμοποιούνται στο α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο οι τύποι σε -όμαστε και -όσαστε.

Το γ΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζει τους τύπους σε -ούν και -ούνε, π.χ. θα θυμηθούν / θα θυμηθούνε. Ο τύπος σε -ούν χρησιμοποιείται περισσότερο σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε σε οικείο ύφος και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.

Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -θήκαν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θυμήθηκαν / θυμηθήκαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ ο τύπος σε -θήκαν(ε) σε ουδέτερο και οικείο ύφος.

στ. Τα θέματα

Τα θέματα από τα οποία σχηματίζονται όλοι οι ρηματικοί τύποι είναι τρία: το ενεστωτικό, τοαοριστικό του ενεργητικού αορίστου και το αοριστικό του παθητικού αορίστου.

Το ενεστωτικό θέμα βρίσκεται, αν αφαιρεθεί από το α΄ πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα η κατάληξη (-ω, -ομαι, -ιέμαι, -ούμαι), π.χ. λύν-ω, λύν-ομαι, χτυπ-ιέμαι, θεωρ-ούμαι. Τα ρήματα, ανάλογα με τον χαρακτήρα του ενεστωτικού θέματος, παίρνουν διάφορες ονομασίες, π.χ. φωνηεντόληκτα, αν ο χαρακτήρας τους είναι φωνήεν, οδοντικόληκτα, αν ο χαρακτήρας τους είναι οδοντικό σύμφωνο κ.ο.κ.

Το αοριστικό θέμα του ενεργητικού αορίστου βρίσκεται, αν αφαιρεθεί η κατάληξη και η αύξηση, π.χ. έ-λυσ-α. Ο αόριστος διακρίνεται σε σιγματικό αόριστο (αν λήγει σε -σα) και σε άσιγμο (αν λήγει σε ), π.χ. χτύπη-σα, έφυγ-α. Ορισμένες κατηγορίες ρημάτων (φωνηεντόληκτα, χειλικόληκτα κτλ.) σχηματίζουν σιγματικό αόριστο σε -σα, -ησα, -ασα, -εσα, -ξα, -αξα, -ηξα και -ψα, -εψα, π.χ. ακούω → άκου-σα, γράφωέγρα-ψα, ενώ άλλες (ρινικόληκτα κτλ.) σχηματίζουν άσιγμο αόριστο σε , π.χ. μένω → έμειν-α.

Το αοριστικό θέμα του παθητικού αορίστου παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τα ρήματα και βρίσκεται, αν αφαιρεθεί η κατάληξη του πρώτου προσώπου -ηκα, π.χ. λύθ-ηκα, λούστ-ηκα, κρύφτ-ηκα, κοιτάχτ-ηκα κ.ά.

 

ζ. Ιδιόκλιτα (συνηρημένα) ρήματα

Τα ρήματα ακούω, καίω, λέω, τρώ(γ)ω, φυλά(γ)ω, πάω, φταίω παρουσιάζονται με συναίρεση στο β΄ ενικό πρόσωπο και σε όλα τα πρόσωπα του πληθυντικού του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και σε ορισμένους τύπους προστακτικής. Παρακάτω παρουσιάζεται η κλίση δύο αντιπροσωπευτικών ιδιόκλιτων ρημάτων σε όλες τις εγκλίσεις του ενεστώτα.

Ρήμα λέω

Ενεστώτας

Οριστική

Υποτακτική

Προστακτική

λέω

λες

λέει

λέμε

λέτε

λεν/λένε

να λέω

να λες

να λέει

να λέμε

να λέτε

να λεν/λένε

 

λέγε

 

 

λέτε/λέγετε

Ρήμα ακούω

Ενεστώτας

Οριστική

Υποτακτική

Προστακτική

ακούω

ακούς

ακούει

ακούμε

ακούτε

ακούν(ε)

να ακούω

να ακούς

να ακούει

να ακούμε

να ακούτε

να ακούν(ε)

 

άκου(γε)

 

 

ακούτε

η. Ρήματα ελλειπτικά , απρόσωπα και αποθετικά

Ελλειπτικά ονομάζονται τα ρήματα που δεν παρουσιάζουν τύπους σε όλους τους χρόνους ή τις εγκλίσεις ή και σε όλα τα πρόσωπα. Με την έννοια αυτή τα ελλειπτικά ρήματα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α)τα καθαρά ελλειπτικά, β) τα απρόσωπα και γ) τα αποθετικά.

Καθαρά ελλειπτικά ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στους εξακολουθητικούς χρόνους, π.χ. ανήκω, είμαι, έχω, μάχομαι, μέλλω, ξέρω, οφείλω, περιμένω, χρωστώ κ.ά. Οι ρηματικοί τύποι που λείπουν μπορούν να συμπληρώνονται από συνώνυμα ρήματα ή περιφράσεις, π.χ. ως αόριστος του ρήματος ξέρω χρησιμοποιείται το γνώρισα, του είμαι το υπήρξα, του μάχομαι το πολέμησα κ.ο.κ.

Απρόσωπα ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στο τρίτο ενικό πρόσωπο, π.χ. πρέπει, πρόκειται, μέλλει (βλ. και σ. 130).

Αποθετικά ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στην παθητική φωνή, π.χ. αισθάνομαι, αρνούμαι, αφηγούμαι (βλ. και σ. 75).

θ. Ρήματα ανώμαλα

Ανώμαλα ονομάζονται τα ρήματα της νέας ελληνικής που στον σχηματισμό και την κλίση δεν ακολουθούν τους κανόνες των άλλων ρημάτων, π.χ. βγαίνω – βγήκα, διψώ – δίψασα. Για τον σχηματισμό αυτών των ρημάτων βλ. στο Επίμετρο.

ι. Οι μετοχές

Η νέα ελληνική διαθέτει κατά βάση τους εξής τύπους μετοχής: α) τη μετοχή του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής, β) τη μετοχή του ενεστώτα της παθητικής φωνής και γ) τη μετοχή του παρακειμένου της παθητικής φωνής.

Η μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής έχει κατάληξη -ο(ώ)ντας και είναι άκλιτη, π.χ. Η Άσπα διαβάζει βλέποντας τηλεόραση.

Η μετοχή του ενεστώτα της παθητικής φωνής έχει κατάληξη -ά (-ό, -ώ, -ού)μενος, -ά (-ό, -ώ, -ού)μενη,-ά (-ό, -ώ, -ού)μενο. Κλίνεται ως επίθετο σε όλες τις πτώσεις και στα τρία γένη, π.χ. Η κ. Παπαδοπούλου πήρε δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ορισμένες από αυτές τις μετοχές έχουν γίνει ουσιαστικά, π.χ. Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου είναι καταπληκτικό.

Η μετοχή του παρακειμένου της παθητικής φωνής έχει κατάληξη -μένος, -μένη, -μένο. Κλίνεται στους δύο αριθμούς και στα τρία γένη, π.χ. Τις τελευταίες ημέρες ο Δημήτρης είναι πολύ στενοχωρημένος. Πολλά ρήματα παθητικής φωνής δε σχηματίζουν αυτήν τη μετοχή (π.χ. σκέφτομαι), ενώ τη σχηματίζουν ορισμένα ρήματα που συναντώνται μόνο στην ενεργητική φωνή (π.χ. ανθίζω → ανθισμένος).

Στους τύπους της μετοχής μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τους περιφραστικούς τύπους του παρακειμένου της ενεργητικής και της παθητικής φωνής, οι οποίοι σχηματίζονται με τη μετοχή του ενεστώτα του ρήματος έχω και το απαρέμφατο της αντίστοιχης φωνής, π.χ. Ο Γιάννης το αποφάσισε έχοντας θεωρήσει ότι όλα είναι καλά. Επιλέχτηκε αυτό το διδακτικό βιβλίο ως το καταλληλότερο έχοντας δοκιμαστεί προηγουμένως πολλές φορές στην πράξη.

Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται, σε πολύ τυπικό ύφος, κατά κανόνα σε κείμενα θεολογικού περιεχομένου αλλά και στον δημοσιογραφικό λόγο, ορισμένοι τύποι μετοχών που προέρχονται από την Καθαρεύουσα και κλίνονται σύμφωνα με τα αντίστοιχα επίθετα της αρχαίας ελληνικής. Τέτοιοι τύποι παρουσιάζονται:

Στη μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής σε -ων, -ουσα, -ον (π.χ. ελπίζων) ή σε -ών, -ούσα, -όν /-ούν (π.χ. αναιρών).

Στη μετοχή του αορίστου της ενεργητικής φωνής σε -ας, -ασα, -αν, π.χ. αμαρτήσας, ποθήσας κ.ά.

Στη μετοχή του αορίστου της παθητικής φωνής σε -είς, -είσα, -έν, π.χ. υποσχεθείς, δανεισθείς κ.ά.

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:

 

Η μετοχή του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής γράφεται με ο, όταν δεν τονίζεται στην παραλήγουσα, και με ώ, όταν τονίζεται, π.χ. λέγοντας, αλλά τραγουδώντας.

Παρατηρώ και... καταλαβαίνω...

 

1. Η νέα ελληνική έχει δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική. Πολλά ρήματα έχουν μόνο μια φωνή, ενώ άλλα  έχουν και τις δυο φωνές. Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται ορισμένα ρήματα και από τις δύο κατηγορίες.

 

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ

ΠΑΘΗΤΙΚΗ

αντιδρώ

βελτιώνω

βήχω

βυθίζω

γεννώ

δανείζω

ενώνω

ζεσταίνω

θέλω

θυμίζω

ιδρύω

ικετεύω

κολακεύω

λύνω

πιέζω

αγωνίζομαι

βελτιώνομαι

βυθίζομαι

γεννιέμαι

γίνομαι

δανείζομαι

δέχομαι

έρχομαι

ενώνομαι

ζεσταίνομαι

ιδρύομαι

κείτομαι

κολακεύομαι

λύνομαι

ντρέπομαι

πιέζομαι

2. Κάθε ρηματικός τύπος απαρτίζεται από μορφολογικά στοιχεία (θέμα, κατάληξη, άλλα μορφήματα) που δίνουν πληροφορίες για τη σημασία, για τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται, για τη διάρκεια (ποιόν ενέργειας), για τη στάση του ομιλητή (έγκλιση), για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ενεργούν (πρόσωπο και αριθμός). Όλα αυτά τα στοιχεία, που ονομάζονται παρεπόμενα του ρήματος, δεν είναι πάντα ευδιάκριτα από μόνα τους, αλλά σε σύγκριση με άλλους μορφολογικούς τύπους του ίδιου ρήματος.

Παρακάτω παρατίθενται προτάσεις, οι οποίες περιέχουν ρηματικούς τύπους, και επισημαίνονται τα μορφολογικά στοιχεία που δίνουν πληροφορίες για τα παρεπόμενα του ρήματος.

Ο Τάσος ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου.

– το μόρφημα ανεβ- του θέματος μας δίνει τη σημασία της λέξης, δηλαδή τη σημασία του ανεβαίνω.

– το μόρφημα της κατάληξης μας δίνει την πληροφορία ότι πρόκειται για ένα άτομο (αριθμός ενικός) και ούτε για το εγώ ούτε για το εσύ αλλά για το αυτός, -ή, -ό, δηλαδή τρίτο πρόσωπο.

 – το μόρφημα -ηκ- μας δίνει την πληροφορία ότι η ενέργεια που δείχνει το μόρφημα του θέματος έγινε στο παρελθόν και ολοκληρώθηκε (χρόνος αόριστος).

Φέτος την άνοιξη η Σοφία θα μαζέψει κεράσια.

– το θέμα μαζεψ- του θέματος μας δίνει τη σημασία της λέξης, δηλαδή τη σημασία του μαζεύω και, παράλληλα, με το μόρφημα -ψ- [πσ] δίνεται από τον ομιλητή έμφαση στην πραγματοποίηση της πράξης (ποιόν ενέργειας συνοπτικό ή στιγμιαίο).

– το μόριο θα δείχνει ότι η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα θα γίνει στο μέλλον (μέλλοντας).

– το μόρφημα -ει δείχνει ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο (ενικός αριθμός) που δεν είναι ούτε το εγώ ούτε το εσύ, αλλά ένα τρίτο πρόσωπο.

 

3. Η αύξηση στη νέα ελληνική αποτελεί ένα μόρφημα που δηλώνει την έννοια του παρελθόντος. Το πιο συνηθισμένο μόρφημα της αύξησης είναι το ε. Σε μερικά ρήματα το μόρφημα της αύξησης είναι το η. Στον παρακάτω πίνακα παρατηρήστε τις διάφορες μορφές της αύξησης. Η δεύτερη στήλη περιέχει ρηματικούς τύπους με εξωτερική αύξηση, ενώ η τρίτη ρηματικούς τύπους με εσωτερική αύξηση.

 

Εξωτερική αύξηση

Εσωτερική αύξηση

βάζω

απάγω

βήχω

διασχίζω

γράφω

εκπέμπω

δένω

εξαγγέλλω

δίνω

καταθέτω

παραμένω

λέω

παραγγέλλω

πλέω

περιπλέω

σπάω

προβάλλω

έβαζα (πρτ.)

έβηξα (αόρ.)

έγραφα (πρτ.)

έδενα (πρτ.)

έδινα (πρτ.)

έκαιγα(πρτ.)

έλεγα(πρτ.)

έπλεα(πρτ.)

έσπαγα (πρτ.)

 

απήγαγα (αόρ.)

 

διέσχισα (αόρ.)  
           

εξέπεμπα (πρτ.)


εξήγγειλα (αόρ.)


κατέθετα (πρτ.)


παρέμενα (πρτ.)


παρήγγειλα (αόρ.)


περιέπλεα (πρτ.)

προέβαλλα (πρτ.)

4. Η μορφολογική ποικιλία του ρήματος της νέας ελληνικής είναι μεγάλη. Παρακάτω παρατίθενται δείγματα από την ποικιλία του ρήματος και κάθε δείγμα εντάσσεται στην αντίστοιχη κατηγορία ύφους ή στο αντίστοιχο κειμενικό είδος.

1α. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην Αρχαία Λίνδο οι αρχαιολόγοι εντόπισαν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας θησαυρό [σε ύφος ουδέτερο τόσο –κυρίως– στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο].

1β. Οι αρχαιολόγοι σκάβοντας στην Αρχαία Λίνδο εντοπίσανε μεγάλο αρχαιολογικό θησαυρό [σε προφορικό λόγο και σε ύφος χαλαρό και οικείο].

2α.Οι Ευρωπαίοι επιστήμονες την περίοδο της Αναγέννησης μεταχειρίστηκαν ορισμένες λέξεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα για να ονοματίσουν νέες επιστημονικές έννοιες [ύφος ουδέτερο, τυπικό, κυρίως στον γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο].

2β.Οι ξένοι επιστήμονες στην Αναγέννηση μεταχειριστήκανε πολλές ελληνικές λέξεις για να δώσουν ονόματα σε νέες επιστημονικές έννοιες [σε προφορικό λόγο και σε ύφος χαλαρό και οικείο].

3α. Ο κ. Παυλίδης στο παρελθόν ντυνόταν με αρκετά εξεζητημένο τρόπο [ουδέτερο ύφος, στον γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο].

3β. Ο κ. Παυλίδης παλιά ντυνότανε αρκετά περίεργα [σε προφορικό λόγο και σε ύφος οικείο].

4α. Όταν γράφομε, δίνομε ιδιαίτερη προσοχή στην ορθογραφία [τυπικό ύφος, ίσως επηρεασμένο από Καθαρεύουσα ή και από νότια ιδιώματα].

4β.Όταν γράφουμε, προσέχουμε την ορθογραφία [ουδέτερο, καθημερινό ύφος].

5α.Ο δάσκαλος πρέπει να αγαπά την εργασία του και τα παιδιά [ουδέτερο ύφος].

5β. Ο δάσκαλος πρέπει να αγαπάει τη δουλειά του και τα παιδιά [πιο χαλαρό ύφος].

6α. Λυπάμαι για την αποτυχία της προσπάθειάς σας [ουδέτερο ύφος].

6β. Λυπούμαι για την αποτυχία της προσπάθειάς σας [τυπικό ύφος].

Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει ότι αφενός η μορφολογική ποικιλία του ρήματος της νέας ελληνικής είναι μεγάλη και αφετέρου ότι οι διαφορές οφείλονται στο διαφορετικό ύφος, χωρίς αυτές να είναι πάντα ευδιάκριτες.

 

5. Στη νέα ελληνική σπάνια χρησιμοποιούνται μετοχές που προέρχονται από την Καθαρεύουσα. Οι μετοχές αυτές χρησιμοποιούνται σε τυπικό ύφος και συχνά στον δημοσιογραφικό λόγο. Παρατηρήστε τα παρακάτω αποσπάσματα από διάφορα κειμενικά είδη.

Από δημοσιογραφικό γραπτό λόγο.
Οι καταδικασθέντες σε ισόβια δεσμά έκαναν έφεση κατά της απόφασης.

Από βιογραφικό.
Ο ποιητής Ο. Ελύτης, γεννηθείς το 1911, έλαβε βραβείο Νόμπελ το 1979.

Από οδηγίες σε προφορικό λόγο.
Παρακαλούνται οι ανήκοντες στις ομάδες αλληλοβοηθείας να συγκεντρωθούν στο κέντρο της αίθουσας.
Οι αποφοιτήσαντες φοιτητές να παραδώσουν τις φοιτητικές τους ταυτότητες.

Από δημοσιογραφικό προφορικό λόγο.
Οι επιζήσαντες από το αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη χθες το πρωί είναι μόνον οκτώ.
Οι διασωθέντες του ναυαγίου στον Ατλαντικό Ωκεανό αναχώρησαν.

Από λόγο δημόσιας διοίκησης.
Οι διατελέσαντες στο παρελθόν υπουργοί Παιδείας συνήθιζαν να στέλνουν χαιρετισμούς στους μαθητές και τις μαθήτριες κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς.

Οι προσληφθέντες εφέτος δασολόγοι υπερβαίνουν τους εκατό.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΛΙΣΗΣ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΣΥΖΥΓΙΕΣ/
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΦΩΝΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Α΄ συζυγία

Ενεργητική

Παθητική

, π.χ λύνω

-ομαι, π.χ. λύνομαι

-σα, π.χ. έλυσα

-θηκα, π.χ. λύθηκα

Β΄ συζυγία

Α΄ τάξη

Ενεργητική

Παθητική

-ώ/-άω, π.χ. χτυπώ/χτυπάω

-ιέμαι, π.χ. χτυπιέμαι

-ησα, π.χ. χτύπησα

-ήθηκα, π.χ. χτυπήθηκα

Β΄ τάξη

Ενεργητική

Παθητική

, π.χ. θεωρώ

-ούμαι, π.χ. θεωρούμαι

-ησα, π.χ. θεώρησα

-ήθηκα, π.χ. θεωρήθηκα

Αποθετικά

 

-άμαι/-ούμαι, π.χ. θυμάμαι/θυμούμαι

-ήθηκα, π.χ. θυμήθηκα

Ιδιόκλιτα
(συνηρημένα)

λέω, λες, λέει κτλ.
ακούω, ακούς, ακούει κτλ.