ΕΝΤΙΤΑ ΜΟΡΡΙΣ Τα λουλούδια της Χιροσίμα Η υπόθεση του μυθιστορήματος Τα λουλούδια της Χιροσίμα εκτυλίσσεται 15 χρόνια μετά την 6η Αυγούστου 1945, ημέρα της ατομικής έκρηξης στη Χιροσίμα. O Σαμ, ένας νεαρός Αμερικανός, μπαίνει οικότροφος σε ένα σπίτι Γιαπωνέζων. Η νεαρή οικοδέσποινά του Γιούκα προσπαθεί να του κρύψει τα φρικτά της εγκαύματα, το σωματικό και ψυχικό μαρτύριο της οικογένειάς της που υποφέρει από τις συνέπειες της ραδιενέργειας. O Σαμ, μέσα από τη συναναστροφή του με τη Γιούκα, ανακαλύπτει σταδιακά το οικογενειακό τους δράμα, νιώθει αλληλέγγυος με τα θύματα και συμμερίζεται τις αξίες και το στόχο της ζωής της: να συντηρεί τη μνήμη του ολοκαυτώματος και να αγωνίζεται για την ειρήνη, ενάντια στην ανθρώπινη βαρβαρότητα. Νάτα που γεννήθηκαν και τα
μικρά σκιουράκια! Βγάζουν τη μύτη τους από την τρύπα του δέντρου,
ακριβώς ίδια με τον ευτυχισμένο πατέρα τους. Η Οχάτσου κι εγώ τους
φέραμε ένα σακουλάκι φουντούκια. Τώρα δε θα χρειαστεί να πάνε στον
μπακάλη! Θα μπορούν να μένουν ολημέρα καθισμένα στην άκρη του παραθυριού
του νοσοκομείου, θυμίζοντας στο Φούμιο και τους συντρόφους του πως
υπάρχει ακόμη ευτυχία πάνω στη γη. Δεν είναι παράξενο το ότι οι άνθρωποι
και οι σκίουροι έχουν στο βάθος τις ίδιες επιθυμίες, την αγάπη, την
υγεία και την ειρήνη; Πώς γίνεται όμως στις μέρες μας τα ουσιαστικά αυτά
αγαθά να μπορούν να τα χαίρονται πιο εύκολα οι σκίουροι παρά οι
άνθρωποι;
- Ευχαριστώ για την επίσκεψή σας, Νακαμούρα-σαν, μου λέει γρήγορα, σπρώχνοντάς με προς την πόρτα για να συντομέψει τους χαιρετισμούς. Ελπίζω να σας ξαναδώ σύντομα. Βρισκόμαστε και οι δυο στο δρόμο, συνοδευόμενες από τον Σαμ-σαν. Η Οχάτσου, στο φως της μέρας, φαίνεται πιο άσπρη ακόμα, απ' ό,τι στο σκοτεινό δωμάτιο του γιατρού. Σφίγγει τα χέρια πάνω στο στήθος, κάνοντας αυτήν τη συγκινητική κίνηση που είναι μόνο δική της. - Πρέπει να βιαστώ, μου λέει. Σε δέκα λεπτά χρειάζεται να 'μαι στη δουλειά μου. Η ώρα είναι μόλις μία και δουλειά πιάνει συνήθως στις δύο. Θα ήθελα πολύ να περπατήσει λίγο μαζί μας, αλλ' αυτή δεν ακούει τίποτα. Το σκάζει τρέχοντας. Θεέ μου! Για μια στιγμή με πιάνει πανικός και για ένα δευτερόλεπτο δοκιμάζω να τρέξω πίσω της. Σε τέτοιες ώρες κατάπτωσης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει στο κεφάλι της η Οχάτσου. - Γιούκα, πάψτε ν' ανησυχείτε για την Οχάτσου. Έτσι κι αλλιώς έχετε αρκετές φροντίδες, λέει ο Σαμ-σαν, σφίγγοντάς μου φιλικά το χέρι. Αυτό το παιδί είναι ερωτευμένο, αυτό είν' όλο. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως έχει δίκιο, ξέρω όμως πως στο βάθος οι φόβοι μου είναι δικαιολογημένοι. Η Οχάτσου δεν μπορεί να 'ναι ευτυχισμένη ύστερα απ' αυτό που έμαθε. Ωστόσο δε θέλω να το συζητήσω με τον Αμερικάνο. Κατεβαίνουμε αργά προς την όχθη κι ακολουθούμε την καινούρια γέφυρα. Ακριβώς κάτω από μας, στην όχθη, ένας ανθρωπάκος ψαρεύει. Ρίχνει το δίχτυ του αδιάκοπα στο νερό, το τραβάει έξω, το ξαναρίχνει πάλι. Κάθε φορά το νερό τινάζεται και ξαναπέφτει σε λεπτές σταγονίτσες και οι ομόκεντροι κύκλοι πλαταίνουν γύρω από το δίχτυ του. Κοντά στην όχθη διακρίνω ένα μπουκέτο λουλούδια που μένει σκαλωμένο ανάμεσα σε δυό πέτρες. Ελπίζω πως ο Σαμ-σαν δε θα το διακρίνει και δοκιμάζω να βιάσω το βήμα μου. - Κοιτάξτε, λέει, βλέπω ένα μπουκέτο λουλούδια όπως και την άλλη φορά. Είναι απίστευτο, αλλά θα 'λεγε κανείς πως το 'βαλαν εκεί επίτηδες. Αγαπημένη μαμά, θα χρειαστεί να του το εξηγήσω. Ανατριχιάζω στη σκέψη πως θ' αναφέρω το πολυαγαπημένο σου όνομα μπροστά σ' έναν ξένο, το ξέρεις, όμως ο Σαμ-σαν έγινε τώρα δικός μας. Έχει το δικαίωμα να ξέρει. Χάρη σ' αυτόν, θα μάθουνε κι άλλοι τι έγινε εδώ. Αγαπημένη μαμά, συγχώρεσέ με αν διηγηθώ σ' αυτό τον Αμερικάνο τις τελευταίες σου ώρες, το τι υπέφερες σ' αυτό το ποτάμι. Συγχώρεσέ με, μαμά. - Έχετε δίκιο, Σαμ-σαν. Αυτό το μπουκέτο το ακούμπησε εκεί η Οχάτσου, λέω με χαμηλή φωνή στο Σαμ-σαν, που κοιτάζει πάντα εκεί. - Η Οχάτσου;, ρωτάει απορημένος. - Ναι, λέω, βάζει εδώ κάθε πρωί ένα καινούριο μπουκέτο, όπως πάει για τη δουλειά της. Κι αρχίζω να ιστορώ στο Σαμ-σαν ό,τι θα ήταν αδύνατο να του πω μερικές μέρες πριν. Όλα αυτά τα χρόνια δε μίλησα σε κανέναν, ούτε μια φορά, γι' αυτό το πράγμα. Και τώρα εξηγώ στο Σαμ-σαν, πως, σ' αυτό ακριβώς το μέρος, η μητέρα μας ρίχτηκε, σαν ένας ζωντανός πυρσός, στο ποτάμι, μετά την έκρηξη της βόμβας. - Άλλες είκοσι χιλιάδες άνθρωποι ξεκουράζονται στο βάθος αυτού του ποταμιού. Όπως η μαμά, όρμησαν κι αυτοί τυλιγμένοι από τις φλόγες μέσα στα νερά. Οι άνθρωποι έρχονται σήμερα κι αφήνουν λουλούδια στην επιφάνεια του ποταμιού. Είναι ο μόνος τάφος που μπορούν να στολίσουν με λουλούδια. Ο Σαμ-σαν μού σφίγγει τα χέρια. Δε λέει λέξη. Το 'ξερα πως δε θα μπορούσε να πει λέξη. Τώρα καταλαβαίνει γιατί, κείνη την πρώτη μέρα που πέρασε απ' το σπίτι, η Οχάτσου τού άρπαξε ξαφνικά απ' τα χέρια το λουλούδι που της πήρε απ' το μπουκέτο της. - Σαμ-σαν, θέλω να σας διηγηθώ τις τελευταίες στιγμές της μαμάς. Θέλω να σας τις ιστορίσω γιατί είναι η μοίρα που μέλλεται ίσως σε πολλούς από μας κι ίσως ακόμη και στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Προσπαθώ να του περιγράψω τη σκηνή αυτή που τη θυμάμαι τόσο καλά: την πόλη της Χιροσίμα στις φλόγες. Του μιλώ γι' αυτή την τρομαγμένη φυγή μέσα από τους δρόμους τη μέρα εκείνη, μαζί με τη θεία Ματσούι και τη μαμά, που είχε στην πλάτη της τη μικρή Οχάτσου, μόλις τριών χρονών τότε. Είμαστε σχεδόν γυμνές, τα ρούχα μας τα είχε αρπάξει ο άνεμος της έκρηξης. Μπάλες φωτιάς αυλάκωναν τον αέρα, τίναζαν φλόγινους πίδακες, που έκαναν ν' ανάβουν όλα όσα άγγιζαν, τα δέντρα, τα σπίτια και τους ανθρώπους που τρέχανε προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι δρόμοι είχαν θερμανθεί, η άσφαλτος έβραζε, πολλοί σκύλοι ψήθηκαν ζωντανοί, γιατί δεν μπόρεσαν να ξεκολλήσουν από κάτω τα πόδια τους. Θυμάμαι τα τρομαχτικά ουρλιαχτά των φτωχών αυτών ζώων. Κ' η μαμά πρέπει να φώναζε κι αυτή πριν πηδήσει, αναμμένη, στο ποτάμι. - Γιούκα, σωπάστε. Είναι πάνω από τις δυνάμεις σας. Πρέπει να βρω τη δύναμη να μιλήσω. Πρέπει να τα ξέρει όλα, μια και τώρα βρίσκεται εδώ μ' αυτούς που επιζήσανε. Ένα κλαδί δέντρου έπεσε πάνω μου, αφήνοντάς με λιπόθυμη και σώζοντάς με ίσως από το θάνατο. Έτσι, το τέλος της μαμάς το έμαθα από τη διήγηση της θείας μου. Αυτή την ίδια διήγηση επαναλαμβάνω λοιπόν στο Σαμ-σαν. - Η θεία Ματσούι λέει πως ποτέ δε θα μπορέσει να ξεχάσει τα ουρλιαχτά φρίκης, ούτε την ανυπόφορη μυρωδιά της σάρκας που καιγόταν. Αυτή περιμάζεψε την Οχάτσου από την όχθη, όπου την πέταξε η μαμά πριν πηδήσει στο νερό. Μέσα στο πλήθος των απελπισμένων, η μαμά έστρεψε για τελευταία φορά το ωραίο της πρόσωπο προς τη μικρή της κόρη. Φώναξε για τελευταία φορά το όνομα της Οχάτσου και βυθίστηκε, βγάζοντας μια κραυγή απελπισίας. Ήταν ακριβώς στο μέρος που βλέπετε αυτά τα λουλούδια, τα λουλούδια της Οχάτσου. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Δεν μπορώ. Ω μαμά, το μαυρισμένο σου πρόσωπο με κοιτάζει πάντα, μες από το γκρίζο νερό. Υπάρχει ένα φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι σου, από τα φλόγινά σου μαλλιά. Ορκίζομαι, μαμά, στο καρβουνιασμένο σου πρόσωπο, και στα λαμπαδιασμένα σου μαλλιά, ορκίζομαι ν' αφιερώσω την υπόλοιπή μου ζωή, να εμποδίσω να επαναληφθούν τέτοιες φρικαλεότητες. Α μαμά, μου χαμογελάς; Αυτό περίμενες από την κόρη σου; Την υπόσχεσή της ότι θ' αφιερωθεί σ' αυτή την προσπάθεια; Αυτό, λοιπόν, έγινε. Σου το υπόσχομαι. Το πρόσωπό σου με την επιθανάτια αγωνία του χάθηκε τώρα μέσα στα κυματάκια του ποταμού και το μόνο που μένει πια, είναι το μπουκέτο της Οχάτσου, τα άνθη της Χιροσίμα. Κοιμάσαι εν ειρήνη, αγαπημένη μαμά; Κοιμάσαι πραγματικά εν ειρήνη; Ε. Μόρρις, Τα λουλούδια της Χιροσίμα, |
|
Εντίτα Μόρρις (1902-1988) Σουηδή μυθιστοριογράφος, σύζυγος του Αμερικανού ειρηνιστή συγγραφέα Ίρα Μόρρις. Το μυθιστόρημά της Τα λουλούδια της Χιροσίμα (1965) αναφέρεται στο δράμα αυτών που επέζησαν ως φορείς των καταστροφικών συνεπειών της ραδιενέργειας. Μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες και ευαισθητοποίησε χιλιάδες αναγνώστες για τη φρικαλεότητα του ατομικού πολέμου. Αποδόθηκε στα ελληνικά από τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, μεγάλο μέρος της ποίησης του οποίου εκφράζει αντίστοιχο κοινωνικό προβληματισμό για τον ανθρωπισμό και την ειρήνη. |