Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β΄ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Eμπλουτισμένο)

ΤΑΣΟΣ ΚΑΛΟΥΤΣΑΣ  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]

Με το λεωφορείο

         Στο παρακάτω διήγημα, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τ. Καλούτσα, Το καινούριο αμάξι (1995), ο κύριος Μ., αστυνομικός διευθυντής των ΜΑΤ στη Θεσσαλονίκη, παρατηρεί τους συνεπιβάτες του στο αστικό λεωφορείο, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι πρόσφυγες. O κύριος Μ. σχηματίζει έτσι μια άμεση εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας και προβληματίζεται θετικά για τη συνύπαρξη και τη θέση αυτών των (κοινωνικά και πολιτισμικά) διαφορετικών ομάδων που ζουν και εργάζονται στην πατρίδα μας.

Τηλεφώνησε στη γυναίκα του ότι, λόγω μιας ξαφνικής βλάβης που έπαθε το αμάξι τους -είχε σπάσει η ντίζα του συμπλέκτη-, θα πήγαινε με το λεωφορείο. Λίγο αργότερα, ο κύριος Μ., αστυνομικός διευθυντής των ΜΑΤ,* που διένυε το μεσοδιάστημα των καλοκαιρινών του διακοπών, ξεκινούσε μες στο καταμεσήμερο για το παραθαλάσσιο προάστιο στ' ανατολικά της πόλης.
         Στην αφετηρία ο υπάλληλος, υπομειδιώντας σαρκαστικά*, του έκανε νόημα να στριμωχτεί στην ουρά, όπου τον πήρε αμέσως σβάρνα* ένα πολυθόρυβο τσούρμο ανθρώπων. Ο κύριος Μ., που είχε πολλά χρόνια να πατήσει το πόδι του σε λεωφορείο αυτής της γραμμής, ένιωσε τον εαυτό του να υφαρπάζεται, ν' ανυψώνεται από 'να δυνατό κύμα και τέλος να ξεβράζεται, ζουλιγμένος στη μέση του ανθρωποσωρού, μπροστά στον εισπράχτορα. Έπιασε το αυτί του τη σιγανή φωνή μιας γυναίκας, που παραπονιόταν δίπλα του πως οι μυρωδιές του ιδρώτα τής έφερναν ξινίλα, κι έβαλε το χέρι του πάνω στις μεγάλες στάμπες που είχαν ποτίσει το πουκάμισό του, σα να 'θελε να τις κρύψει.
         Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, άρχισε τις σκέψεις. Όλο αυτό το ανθρωπολόι γύρω του το αποτελούσαν, χωρίς αμφιβολία, πρόσφυγες. Τους γνώριζε από την κοψιά τους, διάβαζε τις φάτσες τους, άκουγε τις φωνές τους. Τον έσπρωξαν κι άλλο και προχώρησε στο βάθος. Πήρε το μάτι του μια άδεια θέση, βιάστηκε να κάτσει, αλλά την τελευταία στιγμή είδε πεταγμένο πάνω στο κάθισμα ένα τσαλακωμένο πεντακοσάρικο. «Κάθονται», του είπε κοφτά ένας τύπος, με τετράγωνο σαγόνι. Χειρονομούσε σ' ένα φίλο του, πίσω του, κι εκείνος τού έγνεφε συνωμοτικά. Ο κύριος Μ. κούνησε το κεφάλι του και κρεμάστηκε από τα λουριά πάνω από την καπαρωμένη* θέση. Του ερχόταν να γελάσει.

Παναγιώτης Γράββαλος, Κεφάλι νέον
Παναγιώτης Γράββαλος,
Κεφάλι νέου
         Σκέφτηκε το μάκρος της διαδρομής και τα γόνατά του λύγισαν. Θα μπορούσε ασφαλώς να επικαλεστεί την κοινή λογική ή οτιδήποτε άλλο (κάτι θα έβρισκε), για να αποδείξει στον τύπο με το ταυρίσιο κορμί ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό. Κάποιος άλλος στη θέση του μπορεί και να νευρίαζε ή, στην ανάγκη, να έκανε ακόμα και χρήση του αξιώματος του, όμως ο κύριος Μ., μόνο που του πέρασε αυτή η σκέψη, ένιωσε αλλεργία. Ποτέ δε θα έπεφτε τόσο χαμηλά. Στο κάτω κάτω, έβρισκε τη συμπεριφορά του πρόσφυγα γνήσια ρωμέικη και μάλλον διασκεδαστική. [...] Έτσι, περίμενε υπομονετικά, κι όταν ο χοντρολαίμης φίλος του εμφανίστηκε, παραμέρισε για να καθίσει, κι ας ήταν αρκετά χρόνια νεότερός του.
         Σε λίγο ξεκίνησαν. Μπροστά του, στο σημείο που βρισκόταν η φυσούνα του λεωφορείου, μια ζωηρή παρέα νεαρών σχημάτιζε κύκλο. Μελετούσε τα ρούχα τους, τις κινήσεις, τις εκφράσεις του προσώπου τους, που άλλαζαν διαρκώς. Οι περισσότεροι φορούσαν φτηνά πουκάμισα, σκούρα ή πολύχρωμα, που κρέμονταν έξω από τα παντελόνια, ή τα φαρδιά σαλβάρια* τους, μακό σταμπωτά μπλουζάκια και ξώφτερνα πέδιλα ή σαγιονάρες. Πιαστήκανε στις πλάκες και τα χωρατά. Ένα τεράστιο μαγνητόφωνο που κουβαλούσε κάποιος στον ώμο του, έπαιζε σαν δαιμονισμένο αμερικάνικη χορευτική μουσική. [...]
         Από πού είχαν ξεφυτρώσει όλα αυτά τα παιδιά, αυτός ο καινούριος κόσμος, αναρωτιόταν συχνά. Πολλούς τους φόβιζε η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ξαφνικά, τα τελευταία χρόνια. Άλλοι πάλι λέγαν πως ήταν φυσιολογικά αναμενόμενο αυτό το ορμητικό προσφυγικό ξέσπασμα,* ύστερα από τις αλλαγές και όλη την ανακατωσιά στις ανατολικές χώρες. Πιο αναμενόμενο μάλιστα από άλλοτε - γιατί δεν ήταν, βέβαια, ιστορικά άγνωστο το φαινόμενο. Το θέμα ωστόσο ήταν άλλο, σκεφτόταν ο κύριος Μ., που παρακολουθούσε τα γεγονότα ως θεατής, και δε διέθετε κανένα άλλο ιδιαίτερο τεκμήριο φυλετικής συγγένειας μαζί τους. Ποιος ή ποιοι μπόρεσαν να ψυχανεμιστούν, όταν έπρεπε, τις συνέπειες, ώστε να προλάβουν, έγκαιρα, να κάνουν κάτι; Κι αυτά που έγιναν έστω μετά, ήταν όσα έπρεπε να γίνουν; Και τι θα γινόταν τώρα με αυτά τα παιδιά που ψάχναν στα τυφλά μια θέση στον ήλιο, μια δουλειά, μια ταυτότητα;
         Έβλεπε το προσφυγικό κύμα που φούσκωνε κι έσκαζε γλείφοντας τις παρυφές* της πόλης, μα σταματούσε εκεί, χωρίς να καταφέρνει να γλιστρήσει και στο εσωτερικό της, στη ζωή της. Η κοινωνία αυτής της πόλης έμοιαζε να περιφρουρεί ζηλότυπα τα άδυτά* της, ενώ κρατούσε για τους πρόσφυγες κλειστή ακόμα και την πίσω πόρτα. Στη γειτονιά του είχανε πιάσει όλα τα υπόγεια, μέχρι και το ρημαδιακό* της γωνίας, με τους μισογκρεμισμένους σοβάδες, και αργά το σούρουπο, βγάζαν στο κατώφλι τους μια δυο καρέκλες ή κάθονταν στο κότσι δίπλα στο πεζοδρόμιο και κουβέντιαζαν ώρες ατέλειωτες για χαμαλοδουλειές.* Αν πέρναγες από μπροστά τους, σε κοίταζαν στα μάτια κι έλεγαν πρώτοι «καλησπέρα». Συχνά, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους ανέβαινε ένας σκοπός λυπητερός -τραγουδούσαν οι ίδιοι- ή έβαζαν στο πικάπ ένα αλέγρο* ρώσικο τραγούδι. Από τα δωμάτια, όπου κοίμιζαν τα παιδιά τους, αναδινόταν μια βαριά μυρωδιά υγρασίας και μούχλας. Κάποτε, θυμόταν ο κύριος Μ., έμενε κι εκείνος σε μια υπόγεια, πατωμένη κάμαρη που μύριζε μούχλα. Στο μεταξύ, όμως, η ελληνική κοινωνία είχε αλλάξει και μόνο αυτοί μοιάζανε τώρα σαν να μην το είχανε πάρει χαμπάρι. Δημιούργησαν τη νέα φτωχολογιά· μπαίναν και στοιβάζονταν στ' ανήλια υπόγεια και τις χθαμαλές κάμαρες του αλλοτινού καιρού, απ' όπου, λίγο πολύ, τα είχαν καταφέρει να ξεγλιστρήσουν οι ντόπιοι.
         Μήπως πόσοι από τους τελευταίους δεν είχαν αποκτήσει στο μεταξύ το δικό τους αυτοκινητάκι και πόσοι τάχα ακόμη προτιμούσαν να μπαίνουν στα λεωφορεία, για να πάρουν το μπάνιο τους στα θολόνερα των προαστίων; Αυτό γινόταν παλιά, όταν ο κύριος Μ. ήταν νεαρό παιδί. Ήταν απόλαυση τότε να κάνεις τη διαδρομή, με το μοτοράκι,* από τον Πύργο* στις απέναντι ακτές, διασχίζοντας τα γαλανά νερά του κόλπου. Γιατί τότε ακόμη ήταν τόσο καθαρά, που μπορούσες να διακρίνεις στον πάτο τους τα τρόχαλα και τα κοχύλια. Ύστερα η πόλη άπλωσε τα πλοκάμια της, ξέρασε τη βρομιά της και τα νερά μαγαρίστηκαν* ως πέρα, το μεγάλο ακρωτήρι. Ο κόσμος άρχισε να πιστεύει πως κανένας βιολογικός* δε θα έκανε το θαύμα του, τα μπάνια αραίωσαν ή σταμάτησαν εντελώς για τους πολλούς, ας μπήκε η αστική συγκοινωνία ως την άλλη άκρη. Κι έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια και παραπάνω -μερικοί εγκαταστάθηκαν κιόλας εδώ, βρίσκοντας τα νοίκια κοψοχρονιά-,* για να γνωρίσουν αυτές οι ακτές μια καινούρια άνοιξη. Καλά τους έλεγε αυτός παιδιά μιας άλλης εποχής. Στο μεταξύ οι ντόπιοι, από καιρό, είχαν σκαπετήσει* τον γήλοφο της Καρδίας και ξαμοληθεί προς τη Χαλκιδική.
         Κρεμασμένος πάνω από τους ώμους του χοντρολαίμη πρόσφυγα, με το βλέμμα του να βουτάει στο πράσινο της Γεωργικής Σχολής, ο κύριος Μ. συλλογιζόταν τι έπρεπε να γίνει. Δεν είχε έτοιμη καμιά μαγική συνταγή, αλλά ήξερε πως έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονταν σε μια χώρα που την έβλεπαν σαν πατρίδα τους και, λίγο πολύ, σαν επίγειο παράδεισο• οι συνθήκες όμως που αντιμετώπιζαν, τους έσπρωχναν συχνά στην απόγνωση, την πορνεία, τα ναρκωτικά. Δεν του άρεσε καθόλου να τους βλέπει γύρω του παρατημένους στο έλεος της τύχης τους, κακοπαθημένους ή κυνηγημένους. [...]
         Μήπως παραήταν καλοπροαίρετος; αναρωτήθηκε και τίναξε με μια κίνηση το κεφάλι του προς τα πίσω. Ίσως, με όλη την κούρασή του πάντως, ένιωθε άνετα ανάμεσά τους, υπομένοντας ευχάριστα την ασταμάτητη βαβούρα* τους. Ένας νεαρός προωθήθηκε δίπλα του, με δυο κοπέλες να τον ακολουθούν. Η μια μελαψή, με γυριστά ματόκλαδα, φορούσε ψάθινο καπέλο με μαύρη κορδέλα κι ένα ψεύτικο άσπρο τριαντάφυλλο στο μπορ,* και κρεμιόταν στο μπράτσο του νεαρού. Παίρνανε ανοιχτά τη στροφή έξω από το αεροδρόμιο. Ξαφνικά του πέρασε μια σκέψη, από τις πιο παράξενες και εξωφρενικές που γεννιούνταν συχνά μες στο μυαλό του. Αν κάτι συνέβαινε, κι έπρεπε αναγκαστικά, από 'δω και πέρα, να επιβιώσουν μόνοι τους, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, οι επιβάτες αυτού του συγκεκριμένου λεωφορείου, τι θα γινόταν; Θα τα κατάφερναν άραγε να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν έναν υγιή, αξιοπρεπή και αυτεξούσιο* πυρήνα ζωής; Παρόμοιες σκέψεις έκανε -ήταν φανερό- όταν καμιά φορά ένας οίστρος αισιοδοξίας, ρομαντικός κι ίσως γι' αυτό λιγάκι ανεδαφικός ή και ανώφελος, τον κυρίευε. Δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί εδώ τα λόγια ενός παλιότερου σοφού κυβερνήτη του έθνους* που είχε πει, μιλώντας πάλι για τους πρόσφυγες, πως αποτελούν πληθυσμό που διαθέτει «υπέροχο ανθρώπινο υλικό». Ναι, συμφωνούσε κι αυτός, ασφαλώς θα τα κατάφερναν. Είχανε κάτι από την αρετή των προγόνων μέσα τους αυτά τα παιδιά. Είχαν τη νιότη και την υγεία, ας έκρυβαν τ' αθλητικά κορμιά τους μέσα σε άβολα ρούχα. Ενώ αυτός είχε αρχίσει να κάνει στομάχι. Το κοίταξε μια στιγμή μελαγχολικά, περνώντας το χέρι του ανάλαφρα πάνω του, κι αποφάσισε να μη φάει το μεσημέρι, θα άρχιζε δίαιτα [...].
         Έπειτα από στάσεις κατέβηκε. Η θορυβώδης παρέα θα συνέχιζε την πορεία της. Το πουκάμισό του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μόλις πάτησε το πόδι του στη γη, κάτι απασφαλίστηκε μέσα του. Χαλάρωσε.
         Έτσι ένιωθε τη στιγμή που έμενε μόνος του, αποχωρώντας από το γραφείο του. Το κακό ήταν πως, όταν βρισκόταν με κόσμο, τον πλάκωνε ένα σφίξιμο, κι ένιωθε μονίμως σα να 'ταν εν υπηρεσία - κι ας είχε άδεια, όπως τώρα. Ένα πράγμα ακατανόητο, που δεν μπορούσε να το κοντρολάρει*, λες και βρισκόταν σε διαρκή επιφυλακή. Τέλος πάντων. Προχώρησε μέσα απ' την πλατεία ατενίζοντας την άπλα της θάλασσας - ακύμαντο μπλε ως εκεί που έφτανε το μάτι.
         Έφτασε στο ισόγειο διαμερισματάκι του -δυο καμαρούλες όλο κι όλο- με μια μικρούλα αυλή μπροστά και σωριάστηκε ψόφιος σε μια καρέκλα, κάτω από τον ίσκιο της μιμόζας. Πήρε μια δυο βαθιές ανάσες· αυτό που τον ανακούφιζε εδώ ήταν ο αέρας. Η γυναίκα του βγήκε και τον χαιρέτησε.
         Ένας γέρος εμφανίστηκε, καμπουριασμένος, μπρος στην πόρτα του. «Τι δέντρο είν' αυτό;», τον ρώτησε.
         «Μιμόζα». Ο γέρος δεν είχε ακούσει κι αναγκάστηκε να το επαναλάβει.
         «Νόμιζα πως ήταν ελιά», του είπε ο γέρος. «Μυρίζει όμορφα», πρόσθεσε μετά.
         Τον έβλεπε που το παρατηρούσε με προσοχή. Το δέντρο είχε ξεπεταχτεί, σαν από θαύμα, σε ένα παρτέρι ενάμισι μέτρο. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα ψήλωνε τόσο· φορτωμένο ανθούς, έγερνε πιο βαρύ από τη μια μπάντα, έτοιμο να ξηλώσει το κάγκελο του φράχτη.
         «Τα λουλούδια του είναι κίτρινα», μουρμούρισε ο γέρος.
         «Είχατε τέτοια στα δικά σας χώματα;», τον ρώτησε, γιατί κατάλαβε αμέσως πως ήταν πρόσφυγας. Απ' το θλιμμένο βλέμμα του το κατάλαβε, που τον έτρωγε μια κρυφή νοσταλγία.
         «Καράμισι...», ψέλλισε αργά, με αφηρημένο ύφος ο γέρος, προφέροντας έντονα παχύ το σίγμα. Με σπασμένη προφορά άρχισε να του εξηγεί πως τα φύλλα του μοιάζαν σαν της πορτοκαλιάς, μόνο που ήταν λίγο πιο γυαλιστερά. Ο κορμός του, όχι πολύ μεγάλος, σαν της μηλιάς, και τα λουλούδια του άσπρα, μικρά και μυρωμένα. Φέραν κι εδώ, του είπε, να σπείρουν. Τέτοια εποχή ο καρπός του γινόταν σαν το βυσσινοκέρασο. Τα στέγνωναν εκεί, τα ξέραιναν και τα πουλούσαν. Αλλά εδώ, τα δέντρα χαλάσανε· τα έφαγε το σκουλήκι, το έντομο...
         Φαινόταν σα να μιλούσε μόνος του, ανοιγοκλείνοντας τα ξέθωρα γαλάζια μάτια του, όπου ο κύριος Μ. ήταν σε θέση να διακρίνει ένα κομμάτι από το άλλο γαλάζιο που κρύβει μέσα του κάθε άνθρωπος, τσαλαπατημένο. Σταμάτησε απότομα, σα να 'χε ήδη πει πολλά.
         «Έλα μέσα να κάτσεις, παππού, να πιεις καφέ», του πρότεινε, κι εκείνος αρνήθηκε. Πήγε μόνο να τσακίσει ένα κλαδάκι, κι ο κύριος Μ. τον παρότρυνε ευγενικά να το κάμει.
         Ο γέρος έφερε το κλαδάκι στη μύτη του. Μετά, κουνώντας αργά το κεφάλι του και μ' ένα ευχαριστημένο ύφος, συνέχισε το δρόμο του. Ο κύριος Μ. τον παρακολουθούσε, ώσπου μάκρυνε σκυφτός κι έστριψε στη γωνία. Του θύμιζε μια φωτογραφία που είχε δει στις εφημερίδες: ένας γέροντας, ξεριζωμένος, από το Σοχούμι της Γεωργίας, που κουβαλούσε όλα τα υπάρχοντά του -μια βαλίτσα κι ένα στρώμα στην πλάτη του- κι είχε διπλωθεί το σώμα του από το βάρος.
         Είπε στη γυναίκα του να μην του ετοιμάσει τραπέζι, γιατί δεν πεινούσε. Επιθεωρώντας μελαγχολικά το στενό παρτέρι, στη βάση της μιμόζας, σκεφτόταν να πάρει έναν υπνάκο και να σηκωθεί μετά να φροντίσει τα λουλούδια του.

Τ. Καλούτσας, Το καινούριο αμάξι, Νεφέλη

img

  Αντ. Σουρούνης, «Ξενοφοβία»  Δ. Χριστοδούλου, «Για ένα παιδί που κοιμάται» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Γυμνασίου]


* ΜΑΤ: ειδικές μονάδες της Αστυνομίας, με στόχο την αποκατάσταση της τάξης * υπομειδιώντας σαρκαστικά: χαμογελώντας κρυφά ή αδιόρατα, με ειρωνεία * τον πήρε σβάρνα: τον παρέσυρε * καπαρωμένη: εξασφαλισμένη * σαλβάρια: φαρδιά παντελόνια ασιατικής προέλευσης * το ορμητικό προσφυγικό ξέσπασμα: μετά την κατάρρευση των καθεστώτων στις ανατολικές χώρες (1991), μεγάλες ομάδες προσφύγων κατέφυγαν κυρίως σε γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες, με σκοπό την εύρεση εργασίας. Στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, εγκαταστάθηκαν πολλοί Έλληνες από τα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου * παρυφές: άκρα, όρια * άδυτα: χώρος που δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει * το ρημαδιακό: το ερειπωμένο * χαμαλοδουλειές: διάφορες βαριές εργασίες στις οποίες απασχολούνται ευκαιριακά οι πρόσφυγες * αλέγρο: ζωηρό, χαρούμενο * μοτοράκι: μικρό βενζινοκίνητο σκάφος * Πύργος: ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης * μαγαρίστηκαν: μολύνθηκαν * βιολογικός: ο βιολογικός καθαρισμός των λυμάτων της πόλης * τα νοίκια κοψοχρονιά: φτηνά ενοίκια * είχαν σκαπετήσει: είχαν περάσει την κορυφή υψώματος και είχαν εξαφανιστεί * βαβούρα: φασαρία * μπορ: τμήμα του καπέλου που προεξέχει κυκλικά * αυτεξούσιος: ανεξάρτητος, αυτοτελής * «κυβερνήτης του έθνους»: ο Ελευθέριος Βενιζέλος * να το κοντρολάρει: να το ελέγχει

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

 

ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1 Ποια είναι η κοινωνική σύνθεση των επιβατών και πώς περιγράφει ο αφηγητής κύριος Μ. τη γενικότερη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο λεωφορείο;
 
2

O αφηγητής καταγράφει εκδηλώσεις κοινωνικού ρατσισμού εις βάρος των προσφύγων. Να τις βρείτε και να τις σχολιάσετε.

Στερεότυπα και προκαταλήψεις [πηγή: Ηλεκτρονικό περιοδικό bookbook.gr]  Η Αποδημία-Οι Πρόσφυγες [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Γυμνασίου]

 
3 Για ποιους λόγους ο αφηγητής εκτιμά ότι «θα καταφέρουν» οι πρόσφυγες να επιβιώσουν στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Γράψτε, αν θέλετε, και την προσωπική σας γνώμη για το θέμα.
 
4 Σχολιάστε τη συνάντηση του αφηγητή με το γέροντα πρόσφυγα στο τέλος του διηγήματος.
 
 
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
♦ 

Βρείτε φωτογραφίες ανθρώπων, κοινωνικών ή εθνικών ομάδων που γνώρισαν την προσφυγιά, σε εφημερίδες, ιστορικά εγχειρίδια ή λευκώματα. Αν γνωρίζετε κάποιους πρόσφυγες, μιλήστε μαζί τους για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη χώρα μας και παρουσιάστε στους συμμαθητές σας τις σκέψεις σας για την επίλυση αυτών των προβλημάτων.

Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες  Εκπαιδευτικό υλικό για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες στην Ευρώπη [πηγή: Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες]  «Εντός των Τειχών» (επιμορφωτικό ντοκιμαντέρ με συνεντεύξεις οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  Τα παιδιά γράφουν, ζωγραφίζουν, δημιουργούν, μαθαίνους για τους πρόσφυγες (μαθητικός διαγωγισμός) [πηγή: Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες]