Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

16ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

185. Οι μετοχές (βλ. § 251, β) κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα με τρία γένη και είναι δευτερόκλιτες ή τριτόκλιτες.

 

α) Μετοχές δευτερόκλιτες

186. Οι δευτερόκλιτες μετοχές λήγουν σε -μένος, -μένη, -μενον και κλίνονται όπως τα επίθετα σε -ος, -η, -ον (πβ. § 158, σοφός, -ή, -όν· ξένος, ξένη, ξένον): λυόμενος, λυομένη, λυόμενον· γεν. λυομένου, λυομένης, λυομένου κτλ. — λυσόμενος, λυσομένη, λυσόμενον· γεν. λυσομένου, λυσομένης, λυσομένου κτλ.

Έτσι και: λυσάμενος, λυσαμένη, λυσάμενον· λελυμένος, λελυμένη, λελυμένον· τιμώμενος, τιμωμένη, τιμώμενον· ποιούμενος, ποιουμένη, ποιούμεvov· δηλούμενος, δηλούμενη, δηλούμενον· δεικνύμενος, δεικνυμένη, δεικνύμενον· τιθέμενος, τιθεμένη, τιθέμενον κτλ.

 

β) Μετοχές τριτόκλιτες.

187. Οι τριτόκλιτες μετοχές λήγουν:

1) σε -ᾶς, -ᾶσᾰ, -ᾰν (πβ. § 172: πᾶς, πᾶσα, πᾶν — ἅπας, ἅπασα, ἅπαν):

Ενικ.

ον.

λύσας, λύσασα, λῦσαν

ἱστάς, ἱστᾰσα, ἱστὰν

γεν.

λύσαντος, λυσάσης, λύσαντος κτλ.

ἱστάντος, ἱστάσης, ἱστάντος κτλ.

κλ.

ὦ λύσας, λύσασα, λῦσαν

ἱστάς, ἱστᾰσα, ἱστὰν

Πληθ.

ον.

λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα,

ἱστάντες, ἱστᾶσαι, ἱστάντα

γεν.

λυσάντων, λυσασῶν, λυσάντων

ἱστάντων, ἱστασῶν, ἱστάντων

δοτ.

λύσασι, λυσάσαις, λύσασι κτλ.

ἱστᾶσι, ἱστάσαις, ἱστᾶσι κτλ.

Δυϊκ.

τὼ

λύσαντε, λυσάσᾱ, λύσαντε

ἱστάντε, ἱστάσᾱ, ἱστάντε

τοῖν

λυσάντοιν, λυσάσαιν, λυσάντοιν

ἱστάντοιν, ἱστάσαιν ἱστάντοιν

 

Έτσι και: γράψας, γράψασα, γράψαν                 Έτσι και: ἐμπιμπλάς, -ᾶσα, -ὰν

μείνας, μείνασα, μεῖναν                                                              βάς, βᾶσα, βὰν

ἀγγείλας, ἀγγείλασα, ἀγγεῖλαν κ.ά.                    ἀποδράς, ἀποδρᾶσα, ἀποδρὰν

 

2) σε -είς, -εῖσα, -ὲν (πβ.   § 173: χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν):

Ενικ.

ον.

λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν

Πληθ.

ον.

λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα

γεν.

λυθέντος, λυθείσης, λυθέντος κτλ.

γεν.

λυθέντων, λυθεισῶν, λυθέντων

δοτ.

λυθεῖσι, λυθείσαις, λυθεῖσι κτλ.

κλ.

(ὦ) λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν

Δυϊκ.

τὼ

λυθέντε, λυθείσᾱ, λυθέντε

τοῖν

λυθέντοιν, λυθείσαιν, λυθέντοιν

 

Έτσι και: γραφείς, γραφεῖσα, γραφὲν — πληγείς, πληγεῖσα, πληγὲν

τιθείς, τιθεῖσα, τιθέν — ἱείς, ἱεῖσα, ἱὲν

ῥυείς, ῥυεῖσα, ῥυὲν κ.ά.

 

3)  σε -ούς, -οῦσα, -ὸν (πβ. § 122, δ: ὁ ὀδούς, τοῦ ὀδόντος):

Ενικ.

ον.

διδούς, διδοῦσα, διδὸν

Πληθ.

ον.

διδόντες, διδοῦσαι, διδόντα

γεν.

διδόντος, διδούσης, διδόντος κτλ.

γεν.

διδόντων, διδουσῶν, διδόντων

δοτ.

διδοῦσι, διδούσαις, διδοῦσι κτλ.

κλ.

(ὦ) διδούς, διδοῦσα, διδὸν

Δυϊκ.

τὼ

διδόντε, διδούσᾱ,διδόντε

τοῖν

διδόντοιν, διδούσαιν,διδόντοιν

 

Έτσι και:       (του ἁλίσκομαι     μετ. αορ. β΄)      ἁλούς, ἁλοῦσα, ἁλόν

                      (του γιγνώσκω     μετ. αορ. β΄)      γνούς, γνοῦσα, γνὸν

                      (του ζῶ               μετ. αορ. β΄)      βιούς, βιοῦσα, βιὸν κ.ά.

 

4) σε -ύς, -ῦσα, -ὺν (πβ. § 122, δ: ἱμάς, ἱμάντος):

Ενικ.

ον.

δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν

Πληθ.

ον.

δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα

γεν.

δεικνύντος, δεικνύσης, δεικνύντος κτλ.

γεν.

δεικνύντων, δεικνυσῶν, δεικνύντων

δοτ.

δεικνῦσι, δεικνύσαις, δεικνῦσι κτλ.

κλ.

(ὦ) δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν

Δυϊκ.

τὼ

δεικνύντε, δεικνύσᾱ, δεικνύντε

τοῖν

δεικνύντοιν, δεικνύσαιν, δεικνύντοιν

 

Έτσι και: (του ἀπόλλυμι μετ. ενεστ.) ἀπολλύς, ἀπολλῦσα, ἀπολλὺν (του δύομαι μετ. αορ. β΄), δύς, δῦσα, δὺν (του φύομαι μετ. αορ. β΄), φύς, φῦσα, φὺν κ.ά.

 

5) σε -ων, -ουσα, -ον (πβ. § 174: ἄκων, ἄκουσα, ἆκον - ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν):

Ενικ.

ον.

λύων, λύουσα, λῦον

Ενικ.

ον.

φυγών, φυγοῦσα, φυγόν

γεν.

λύοντος, λυούσης, λύοντος κτλ.

γεν.

φυγόντος, φυγούσης, φυγόντος κτλ.

κλ.

(ὦ) λύων, λύουσα, λῦον

κλ.

(ὦ) φυγών, φυγοῦσα, φυγὸν

Πληθ.

ον.

λύοντες, λύουσαι, λύοντα

Πληθ.

ον.

φυγόντες, φυγοῦσαι, φυγόντα

γεν.

λυόντων, λυουσῶν, λυόντων

γεν.

φυγόντων, φυγουσῶν, φυγόντων

δοτ.

λύουσι, λυούσαις, λύουσι κτλ.

δοτ.

φυγοῦσι, φυγούσαις, φυγοῦσι κτλ.

Δυϊκ.

τὼ

λύοντε, λυούσᾱ λύοντε

Δυϊκ.

τὼ

φυγόντε, φυγούσᾱ, φυγόντε

τοῖν

λυόντοιν, λυούσαιν, λυόντοιν

τοῖν

φυγόντοιν, φυγούσαιν, φυγόντοιν

 

Έτσι και: λύσων, λύσουσα, λῦσον           Έτσι και: (εἰμὶ) ὤν, οὖσα, ὂν

γράφων, γράφουσα, γράφον                              (αἱρῶ) ἑλών, ἑλοῦσα, ἑλὸν

γράψων, γράφουσα, γράψον κ.ά.                       (ὁρῶ) ἰδών, ἰδοῦσα, ἰδὸν κ.ά.

 

6) σε -ῶν, -ῶσα, -ῶν (πβ. § 122, ε: Ξενοφών -ῶντος):

Ενικ.

ον.

τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν

Πληθ.

ον.

τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα

γεν.

τιμῶντος, τιμώσης, τιμῶντος κτλ.

γεν.

τιμώντων, τιμωσῶν, τιμώντων

δοτ.

τιμῶσι, τιμώσαις, τιμῶσι κτλ.

κλ.

(ὦ) τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν

Δυϊκ.

τὼ

τιμῶντε, τιμώσᾱ, τιμῶντε

τοῖν

τιμώντοιν, τιμώσαιν, τιμώντοιν

 

Έτσι και: ὁρῶν, ὁρῶσα, ὁρῶν – φοιτῶν, φοιτῶσα, φοιτῶν κ.ά.

όμοια και (του ἐλαύνω μετ. μέλλ.) ἐλῶν, ἐλῶσα, ἐλῶν κ.ά.

 

7) σε -ῶν, -οῦσα, -οῦν (πβ. § 122, δ: πλακοῦς -οῦντος):

Ενικ.

ον.

δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν

Πληθ.

ον.

δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα

γεν.

δηλοῦντος, δηλούσης, δηλοῦντος κτλ.

γεν.

δηλούντων, δηλουσῶν, δηλούντων

δοτ.

δηλοῦσι, δηλούσαις, δηλοῦσι κτλ.

κλ.

(ὦ) δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν

Δυϊκ.

τὼ

δηλοῦντε, δηλούσα, δηλοῦντε

τοῖν

δηλούντοιν, δηλούσαιν, δηλούντοιν

 

Έτσι και: ποιῶν, ποιοῦσα, ποιοῦν — ἐλευθερῶν, ἐλευθεροῦσα, ἐλευθεροῦν — ἀγγελῶν, ἀγγελοῦσα, ἀγγελοῦν — μενῶν, μενοῦσα, μενοῦν κ.ά.

 

8) σε -ώς, -υῖα, -ός: λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς που κλίνεται έτσι:

 

(θ. λελυκοτ-)

(θ. λελυκυσ-)

(θ. λελυκοτ-)

Ενικός αριθμός

ον.

λελυκὼς

λελυκυῖα

λελυκὸς

γεν.

λελυκότος

λελυκυίας

λελυκότος

δοτ.

λελυκότι

λελυκυίᾳ

λελυκότι

αιτ.

λελυκότα

λελυκυῖαν

λελυκὸς

κλ.

λελυκὼς

λελυκυῖα

λελυκὸς

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

λελυκότες

λελυκυῖαι

λελυκότα

γεν.

λελυκότων

λελυκυιῶν

λελυκότων

δοτ.

λελυκόσι κτλ.

λελυκυίαις κτλ.

λελυκόσι κτλ.

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ.

λελυκότε

λελυκυίᾱ

λελυκότε

γεν., δοτ.

λελοκότοιν

λελυκυίαιν

λελυκότοιν

 

Έτσι και: ἠγγελκώς, -κυῖα, -κός· γεγραφώς, γεγραφυῖα, γεγραφός·

(του άχρ. ρ. εἴκω = μοιάζω· παρακ. ἔοικα) εἰκώς, εἰκυῖα, εἰκός·

(του ἀποθνῄσκω, παρακ. τέθνηκα) τεθνηκώς -κυῖα, -κός·

(του άχρ. ρ. δείδω = φοβούμαι, παρακ. δέδοικα) δεδοικώς, -κυῖα, -κός ή δεδιώς, δεδιυῖα, δεδιός· (του ρ. οἶδα = γνωρίζω) εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός·

(του ρ. γίγνομαι) γεγονώς, γεγονυῖα, γεγονὸς κ.ά.

 

9) σε -ώς, -ῶσα, -ὼς (ή -ός): ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς (βλ. § 39, 4) που κλίνεται έτσι:

Εν.

ον.

ἑστὼς

ἑστῶσα

τὸ

ἑστὼς (ή ἑστὸς)

γεν.

τοῦ

ἑστῶτος κτλ.

τῆς

ἑστώσης κτλ.

τοῦ

ἑστῶτος κτλ.

κλ.

(ὦ)

ἑστώς

(ὦ)

ἑστῶσα

(ὦ)

ἑστὼς (ή ἑστὸς)

Πληθ.

ον.

οἱ

ἑστῶτες

αἱ

ἑστῶσαι

τὰ

ἑστῶτα

γεν.

τῶν

ἑστώτων

τῶν

ἑστωσῶν

τῶν

ἑστώτων

δοτ.

τοῖς

ἑστῶσι κτλ.

ταῖς

ἑστώσαις κτλ.

τοῖς

ἑστῶσι κτλ.

Δυϊκ.

τὼ

ἑστῶτε

τὼ

ἑστώσᾱ

τὼ

ἑστῶτε

τοῖν

ἑστώτοιν

τοῖν

ἑστώσαιν

τοῖν

ἑστώτοιν

 

Έτσι και: (του ἀποθνῄσκω, παρακ. τέθνηκα) β΄ τύπος: τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεὼς ή τεθνεός.

 

188. Η κλητ. του ενικού των τριτόκλιτων μετοχών στο αρσεν. (όπως και στο θηλ. και στο ουδ.) σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική: ὦ λύσας, ὦ λυθείς, ὦ διδούς, ὦ δεικνύς, ὦ λύων, ὦ τιμῶν κτλ.