Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

Γενικά για τα ουσιαστικά

1. Ορισμός και διαίρεση των ουσιαστικών

79. Ονόματα ουσιαστικά ή απλώς ουσιαστικά λέγονται οι κλιτές λέξεις που σημαίνουν 1) πρόσωπα, ζώα ή πράγματα και 2) ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα.

1) Τα ουσιαστικά που σημαίνουν πρόσωπα, ζώα ή πράγματα λέγονται συγκεκριμένα: ἄνθρωπος, ἵππος, γέφυρα.

2) Τα ουσιαστικά που σημαίνουν ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα λέγονται αφηρημένα: ἐργασία, εὐτυχία, εὐγένεια.

80. Από τα ουσιαστικά:

1) λέγονται κύρια ονόματα όσα σημαίνουν ορισμένο πρόσωπο, ζώο, τόπο ή πράγμα: Ζεύς, Σωκράτης, Βουκεφάλας, Ὄλυμπος, Πηνειός, Κόρινθος·

2) λέγονται προσηγορικά ή κοινά ονόματα όσα σημαίνουν ένα σύνολο από πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που ανήκουν στο ίδιο είδος: ἀνήρ, ἵππος, ὄρος, πόλις.

 

2. Γένος των ουσιαστικών

81. Το γένος των ουσιαστικών (πβ. § 76, α) το ξεχωρίζομε κάποτε από την κατάληξη (ἄνθρωπ-ος, οἰκί-α, δένδρ-ον), πάντοτε όμως και κυρίως από το άρθρο που παίρνουν: έτσι, όσα παίρνουν το άρθρο είναι αρσενικά, όσα παίρνουν το άρθρο είναι θηλυκά και όσα παίρνουν το άρθρο τό είναι ουδέτερα: ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἄμπελος, τὸ πέλαγος.

82. Τα ουσιαστικά κατά το γένος τα ξεχωρίζομε:

1) σε μονοκατάληκτα μ' ένα γένος· αυτά είναι ή αρσενικά ή θηλυκά ή ουδέτερα και επομένως έχουν μόνο έναν τύπο: ὁ ἀνήρ, ἡ γυνή, τὸ τέκνον - ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, τὸ δένδρον·

2) σε μονοκατάληκτα με δύο γένη ή ουσιαστικά κοινού γένους· αυτά έχουν δύο γένη (αρσενικό και θηλυκό), αλλά έναν τύπο, κοινό και για τα δύο, και τα ξεχωρίζομε μόνο από το άρθρο: ὁ παῖς - ἡ παῖς· ὁ σύζυγος - ἡ σύζυγος· ὁ βοῦς - ἡ βοῦς· ὁ ἵππος - ἡ ἵππος·

3) σε δικατάληκτα με δύο γένη· αυτά έχουν δύο γένη (αρσενικό και θηλυκό) και δύο τύπους, έναν για κάθε γένος: ὁ ποιητὴς - ἡ ποιήτρια· ὁ ἱερεὺς - ἡ ἱέρεια· ὁ βασιλεὺς - ἡ βασίλισσα· ὁ λέων - ἡ λέαινα.

 

3. Αριθμός των ουσιαστικών

83. Οι αριθμοί των ουσιαστικών, όπως και των άλλων πτωτικών, είναι τρεις: ο ενικός, ο δυϊκός και ο πληθυντικός (βλ. § 76,β).

Υπάρχουν όμως ουσιαστικά που είναι εύχρηστα μόνο ή προπάντων σ' έναν από τους τρεις αριθμούς (πβ. § 153).

1) Στον ενικό (μόνο ή προπάντων) είναι εύχρηστα:

α) πολλά αφηρημένα ουσιαστικά: ἀγάπη, αἰδώς, δικαιοσύνη, εὐσέβεια, πενία, φιλοσοφία, χρηστότης κ.ά.

β) ονόματα που δηλώνουν φυσικά σώματα ή φαινόμενα ή καταστάσεις: ἡ γῆ, ὁ οὐρανός, ὁ ἀήρ, ὁ αἰθήρ, τὸ ἔαρ, ὁ βορέας (βορρᾶς), ἡ ἠώς, ἡ ἠχώ, τὸ γῆρας, ἡ νεότης, ἡ δίψα, ἡ πεῖνα κ.ά.

γ) ονόματα μετάλλων: ὁ ἄργυρος, ὁ σίδηρος, ὁ χαλκὸς κ.ά.

δ) μερικά άλλα προσηγορικά: τὸ ἔλαιον, τὸ μέλι, τὸ κνέφας (= σκότος), τὸ νέκταρ (= το ποτό των θεών) κ.ά.

ε) τα περισσότερα κύρια ονόματα (που κανονικά εκφέρονται στον ενικό): Αἴγινα, Ἄργος, Ἀττική, Ἑλλάς, Εὐρώτας, Ὄλυμπος, Ξενοφῶν, Περικλῆς, Σωκράτης κ.ά.

2) Στον πληθυντικό (μόνο ή προπάντων) είναι εύχρηστα:

α) πολύ λίγα προσηγορικά αἱ δυσμαὶ (από άχρηστο ενικό ἡ δυσμή), τὰ ἔγκατα (από άχρηστο ενικό τὸ ἔγκατον), οἱ ἐτησίαι (= μελτέμια, από άχρηστο ενικό ὁ ἐτησίας, βλ. § 88, 3).

β) μερικά κύρια ονόματα πόλεων, τόπων, γιορτών κτλ.: αἱ Ἀθῆναι, οἱ Δελφοί, αἱ Θῆβαι, τὰ Μέγαρα, αἱ Πλαταιαὶ -τὰ Τέμπη - τὰ Διονύσια, Ἐλευσίνια, Ἴσθμια, Νέμεα, Ὀλύμπια, Παναθήναια κ.ά. (πβ. τα νεοελλ. Σπέτσες, Ψαρά - Χριστούγεννα, Θεοφάνεια κ.ά.).

3) Στο δυϊκό (που δεν τον έχει η νέα ελληνική) ήταν εύχρηστα στην αρχαία, και μάλιστα στην αττική διάλεκτο, κυρίως όσα δηλώνουν πράγματα που από τη φύση τους αποτελούν ζεύγη: τὼ ὀφθαλμὼ (= οι δύο οφθαλμοί), τὼ πόδε (= τα δύο πόδια), τὼ χεῖρε (= τα δύο χέρια)· επίσης ο δυϊκός συνηθιζόταν για δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που ήταν γνωστό ότι ήταν δύο (και αναφέρονταν μαζί) ή χρησιμοποιούνται κατά δύο ζεύγη: τὼ ἀδελφὼ (= οι δύο αδελφοί), τὼ Διοσκούρω (= οι δύο Διόσκουροι), τὼ Αἴαντε (= οι δύο Αίαντες), τὼ βόε (= τα δύο βόδια) κτλ.

 

4. Κλίση των ουσιαστικών

84. Οι κλίσεις των ουσιαστικών, όπως και των άλλων πτωτικών, είναι τρεις: η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη (βλ. § 76, γ).

Κατά την κλίση που ανήκουν τα ουσιαστικά λέγονται πρωτόκλιτα, δευτερόκλιτα ή τριτόκλιτα.

85. 1) Όσα ουσιαστικά έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού λέγονται ισοσύλλαβα. Τα ισοσύλλαβα ανήκουν στην πρώτη και τη δεύτερη κλίση: ὁ τα-μί-ας, τοῦ τα-μί-ου κτλ., οἱ τα-μί-αι, τῶν τα-μι-ῶν κτλ. - ὁ λό-γος, τοῦ λό-γου κτλ., οἱ λό-γοι, τῶν λό-γων κτλ.

2) Όσα ουσιαστικά έχουν στη γενική και δοτική του ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού μία συλλαβή περισσότερη από την ονομαστική (και κλητική) του ενικού λέγονται περιττοσύλλαβα και ανήκουν στην τρίτη κλίση: ὁ πί-ναξ, τοῦ πί-να-κος κτλ., οἱ πί-να-κες, τῶν πι- νά-κων, τοῖς πί-να-ξι κτλ. – τὸ σῶμα, τοῦ σώ-μα-τος, τῷ σώ-μα-τι κτλ.