Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

ΠINAKAΣ 8. TO AΠAPEMΦATO

  ΣYNTAKTIKH ΘEΣH ΠAPAΔEIΓMATA
Έναρθρο Υποκείμενο Αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν.
Αντικείμενο Τὸ ἀντιλέγειν μὴ κάλει λοιδορεῖσθαι.
Κατηγορούμενο Ἔστω τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον.
Επεξήγηση Τοῦτό φημι εἶναι σωφροσύνην, τὸ γιγνώσκειν ἑαυτόν.
Ετερόπτωτος προσδιορισμός Τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν. [γεν. συγκριτική]
Επιρρηματικός προσδιορισμός Ἐθαυμάζετο ἐπὶ τὸ εὐθύμως ζῆν. [εμπρόθ. της αιτίας]
Άναρθρο Υποκείμενο
  • σε απρόσωπα λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά ρήματα (ειδικό απαρέμφατο)
  • σε απρόσωπα ρήματα, όπως δεῖ, χρή, ἔξεστι, ἔνεστι, προσήκει, πρέπει, μέλλει κ.ά., ή σε απρόσωπες εκφράσεις (τελικό απαρέμφατο)
  • Λέγεται Ἀλκιβιάδην τοιάδε διαλεχθῆναι περὶ νόμων.
  • Δεῖ πολλὴν τὴν βοήθειαν εἶναι.
    Οὐδετέροις πείθεσθαι προσήκει.


    Καλόν ἐστι ἐλθεῖν εἰς τὴν πολεμίαν.
Αντικείμενο
  • σε προσωπικά λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά ρήματα (ειδικό απαρέμφατο)
  • σε προσωπικά βουλητικά, αποπειρατικά, παραχωρητικά δυνητικά, απαγορευτικά κ.ά. (τελικό απαρέμφατο)
  • Ὀργίλους ἡμᾶς ἔσεσθαι νομίζω.
    Οἱ Θηβαῖοι ἔγνωσαν δίκαια τὸν Εὔφρονα πεπονθέναι.
  • Ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν.
Κατηγορούμενο Ἆρα τὸ ὁρᾶν οὐκ αἰσθάνεσθαι λέγεις;
Επεξήγηση Κἀκεῖνό φημι, δεῖν τοὺς παῖδας ἐπὶ τὰ καλὰ ἄγειν.
Προσδ. αναφοράς H ῥητορικὴ λέγειν γε ποιεῖ δυνατούς.
Προσδ. σκοπού ή αποτελέσματος Περικλῆς ᾑρέθη λέγειν.
Έγκλιση Ἡ βουλὴ πρὶν διαβουλεῦσαι κατελύθη.
β΄ όρος σύγκρισης Aἱρετώτερόν ἐστιν καλῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν αἰσχρῶς.
Απόλυτο Τὸ ἐπ' ἐκείνοις εἶναι ἀπολώλατε.