Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

B. OI ΙΔIΑΙΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΧΡOΝΩΝ ΣΤΗΝ OΡΙΣΤΙΚΗ

§ 91

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα και την ιδιαίτερη σημασία του ρήματος, οι χρόνοι λαμβάνουν στην οριστική ποικίλες σημασίες.

1. O ενεστώτας

  1. α) Γνωμικός· δηλώνει πράξη που επαναλαμβάνεται αόριστα ή κατά συνήθεια. Ονομάζεται γνωμικός, επειδή χρησιμοποιείται κυρίως σε γνωμικά, παροιμίες ή αποφθέγματα, για να εκφράσει μια γνώμη γενικού κύρους:
    Γηράσκω δ' ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος.
    N.E.: Όποιος διψάει πηγάδια βλέπει.
  2. β) Βουλητικός ή αποπειρατικός· δηλώνει πράξη την οποία επιθυμεί ή προσπαθεί να κάνει το υποκείμενο. Βούληση ή απόπειρα δηλώνει στην οριστική ο ενεστώτας κυρίως των ρημάτων δίδωμι, ἐλευθερῶ, ἐξελαύνω (διώχνω), μισθοῦμαι, πείθω, τα οποία μεταφράζονται με το «θέλω να» ή «προσπαθώ να»:
    Ἄνδρες πολῖται, τί ἡμᾶς ἐξελαύνετε; (Πολίτες, γιατί θέλετε να μας διώξετε;)
    N.E.: Έρχεσαι για μια βόλτα; [Θέλεις να έρθεις…;]
  3. γ) Ιστορικός ή δραματικός· δηλώνει κάτι που έγινε στο παρελθόν και χρησιμοποιείται αντί αορίστου στις διηγήσεις, για να προσδώσει ζωηρότητα και παραστατικότητα στον λόγο, καθώς παρουσιάζει τα γεγονότα του παρελθόντος ως διαδραματιζόμενα στο παρόν:
    Καὶ ὃς ἐξελαύνει πρὸ τῶν ἄλλων, καὶ παίσας ἐς τὸ πρόσωπον τῷ δόρατι καταβάλλει τὸν Μιθριδάτην.
    N.E.: Πάνοπλος ο στρατός επιτίθεται και αιφνιδιάζει τον εχθρό.
  4. δ) Αποτελεσματικός· δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα διαδραματίστηκε στο παρελθόν, αλλά τα αποτελέσματά του εξακολουθούν να υφίστανται στο παρόν. Στην περίπτωση αυτή ο ενεστώτας συγγενεύει με τον παρακείμενο και με αυτή τη σημασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί η οριστική ενεστώτα των ρημάτων:
    ἀδικῶ (είμαι άδικος) μανθάνω (έχω μάθει)
    αἰσθάνομαι (έχω αντιληφθεί) νικῶ (είμαι νικητής)
    ἀκούω (έχω ακουστά) πυνθάνομαι (έχω πληροφορίες)
    γιγνώσκω (έχω μάθει) τίκτω (έχω γεννήσει)
    ἡττῶμαι (είμαι ηττημένος) φεύγω (είμαι φυγάς, εξόριστος) κ.ά.
    Ἀκούω Λακεδαιμονίους ἀναχωρεῖν.
    Πυνθάνομαι ταῦτα ἀπολογήσεσθαι αὐτόν.
    N.E.: Τι ακούς για μένα; [Τι έχεις ακούσει…;]

    Σημασία παρακειμένου έχει κατεξοχήν ο ενεστώτας των ρημάτων ἥκω (έχω έρθει), κάθημαι (είμαι καθισμένος), κεῖμαι (είμαι πεσμένος κάτω), οἴχομαι (έχω φύγει):
    Ἡμεῖς δὲ οὗτοι ἄγγελοι τῆς σωτηρίας αὐτῶν ἥκομεν.

  5. ε) Μελλοντικός· δηλώνει κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε, κάτι του οποίου η πραγματοποίηση θεωρείται τόσο σίγουρη, ώστε παρουσιάζεται σαν να γίνεται στο παρόν:
    Εἰ αὕτη ἡ πόλις ληφθήσεται, ἔχεται καὶ ἡ πᾶσα Σικελία. (θα κυριευθεί οπωσδήποτε)
    N.E.: Αν με κοροϊδεύεις, δε σου ξαναμιλάω.

2. O παρατατικός

  1. α) Βουλητικός ή αποπειρατικός· εκφράζει βούληση ή προσπάθεια του υποκειμένου:
    Ἔπειθε τοὺς Βοιωτοὺς ἰέναι ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους. (προσπαθούσε να πείσει)
    N.E.: Γιατί με απέφευγες; [Γιατί προσπαθούσες να με αποφύγεις;]
  2. β) Αποτελεσματικός· ισοδυναμεί με υπερσυντέλικο· είναι ο παρατατικός των ρημάτων των οποίων η οριστική ενεστώτα έχει σημασία παρακειμένου:
    Ἀμύνταν ᾐσθανόμεθα ἀποχωροῦντα ἐκ τῶν πόλεων. (είχαμε αντιληφθεί ότι)
    N.E.: Τι έγραφε στο γράμμα; [Tι είχε γράψει...;]
  3. γ) Εναρκτικός· δηλώνει έναρξη μιας πράξης στο παρελθόν5:
    Ὅτε δὲ ἐγγύτερον ἐγίγνοντο, τάχα δὴ καὶ χαλκός τις ἤστραπτε καὶ αἱ τάξεις καταφανεῖς ἐγίγνοντο. (Όταν άρχισαν να πλησιάζουν... άρχιζε να αστράφτει... άρχιζαν να γίνονται...)
    N.E.: Βράδιαζε, όταν ξεκίνησα.

3. O μέλλοντας

  1. α) Γνωμικός· δηλώνει γνώμη με γενικό κύρος ή κάτι που συμβαίνει συνήθως:
    Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς. (Αν οι πράξεις σου είναι δίκαιες, θα έχεις συμμάχους σου τους θεούς.)
    N.E.: Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις.
  2. β) Βουλητικός· εκφράζει επιθυμία του υποκειμένου να κάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα:
    Τί χρῆμα δράσεις; (Τι θέλεις να κάνεις;)
    N.E.: Θα φύγω τώρα. [Θέλω να φύγω...]
  3. γ) Δυνητικός· δηλώνει πράξη που είναι δυνατόν ή επιτρέπεται να κάνει το υποκείμενο:
    Καὶ γὰρ νῦν γυναῖκας πολλὰς εὑρήσετε τιτθευούσας. (Γιατί και τώρα είναι δυνατόν να βρείτε πολλές γυναίκες να είναι τροφοί.)
    N.E.: Έτσι, θα διαβάσεις ανενόχλητος. [Έτσι, θα μπορέσεις να διαβάσεις...]
  4. δ) Δηλώνει πράξη που είναι αναγκαίο να γίνει και χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις:
    Τί οὖν ποιήσομεν; (Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν;)
    N.E.: Τι θα κάνω, αν αρνηθεί; [Tι πρέπει να κάνω…;]
  5. ε) Προστακτικός· είναι ο μέλλοντας του β΄ ή, σπανιότερα, του γ΄ προσώπου οριστικής που δηλώνει προσταγή με ηπιότητα και ευγένεια:
    Πάντως δὲ τοῦτο δράσεις. (Κάνε αυτό οπωσδήποτε.)
    N.E.: Θα με περιμένεις. [Περίμενέ με.]

4. O αόριστος

  1. α) Γνωμικός· δηλώνει γενική αλήθεια που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα πείρας. Στη μετάφραση μπορεί να αποδοθεί με ενεστώτα ή με το «συνήθως» + ενεστώτα:
    Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν. (οδηγεί / συνήθως οδηγεί)
    N.E.: O τρελός είδε τον μεθυσμένο κι έφυγε.
  2. β) Εναρκτικός· δηλώνει έναρξη μιας πράξης στο παρελθόν, η οποία ενδέχεται να συνεχίζεται και στο παρόν. Τη σημασία αυτή έχουν κυρίως οι αόριστοι:
    ἐβασίλευσα ἐνόσησα ἐχάρην
    ἐβουλήθην ἐξεπλάγην ἦρξα / ἠρξάμην
    ἐδάκρυσα ἐπλούτησα ἴσχυσα
    ἐθάρρησα / ἐθάρσησα ἐφοβήθην  
    Ἀλέξανδρος δὲ ὑπὸ καμάτου ἐνόσησε. (έπεσε άρρωστος)
    Ἐπεὶ δὲ εἶδε τὸν νεκρὸν κείμενον, ἐδάκρυσε. (ξέσπασε σε δάκρυα)
    N.E.: Έτσι που έκανε, φοβήθηκα.
  3. γ) Μελλοντικός· δηλώνει κάτι που αναμένεται να συμβεί με βεβαιότητα και παρουσιάζεται σαν να συνέβη ήδη:
    Ἐάν τι τοιοῦτον γένηται, πᾶσα ἡ πόλις διεφθάρη. (θα καταστραφεί)
    N.E.: Μόλις σου πω, έφυγες. [...θα φύγεις]
  4. δ) Προτρεπτικός· δηλώνει έντονη προτροπή ή παράκληση του υποκειμένου. Ισοδυναμεί με προτρεπτική υποτακτική ή προστακτική και τίθεται σε ρητορικές ερωτήσεις που εισάγονται με το τί οὐ ή με το τί οὖν οὐ:
    Τί οὖν οὐ καὶ Ἱππίαν ἐκαλέσαμεν;Καλέσωμεν καὶ Ἱππίαν.
    N.E.: Ακόμα δεν κοιμήθηκες;Kοιμήσου.

5. O παρακείμενος

  1. α) Γνωμικός· εκφράζει αλήθεια με γενικό κύρος:
    Πολλοὶ διὰ πολιτικὴν δύναμιν μεγάλα κακὰ πεπόνθασιν.
  2. β) Μελλοντικός· δηλώνει το αναπόφευκτο να συμβεί, πράξη μελλοντική που παρουσιάζεται σαν να έχει γίνει:
    Εἴ με αἰσθήσεται, ὄλωλα. (Αν με αντιληφθεί, είμαι χαμένος. → θα χαθώ)
    N.E.: Αν δεν έρθεις, σ' έχω ξεγράψει.[...θα σε ξεγράψω]
  3. γ) Ενεστωτικός· ισοδυναμεί και μεταφράζεται με ενεστώτα. Τέτοιοι είναι οι παρακείμενοι:
    γέγονα (είμαι) ἠμφίεσμαι (ντύνομαι)
    δέδοικα / δέδια (φοβάμαι) κέκλημαι (ονομάζομαι)
    ἔγνωκα (γνωρίζω) κέκτημαι (κατέχω)
    εἴωθα (συνηθίζω) μέμνημαι (θυμάμαι)
    εἴθισμαι (έχω τη συνήθεια) οἶδα (γνωρίζω)
    ἔοικα (μοιάζω) πέποιθα (εμπιστεύομαι)
    ἕστηκα (στέκομαι) πέφυκα (είμαι από τη φύση μου)
    Οὐδενὸς τούτων μέμνημαι.
    Τοὺς ἀσθενεστέρους εἰθίσμεθα θεραπεύειν.

6. O υπερσυντέλικος

  1. α) Αποτελεσματικός· δηλώνει πράξη που έχει συντελεστεί στο παρελθόν και υφίσταται ως αποτέλεσμα και στο παρόν:
    Ἡ Oἰνόη ἐτετείχιστο.
  2. β) Αντί παρατατικού· είναι ο υπερσυντέλικος των ρημάτων των οποίων ο παρακείμενος ισοδυναμεί με ενεστώτα:
    Ἐν δὲ τῇ Λακεδαίμονι ὁ ἐμὸς δοῦλος σ' ἐδεδοίκει. (σε φοβόταν)

7. O συντελεσμένος μέλλοντας

Xρησιμοποιείται μερικές φορές αντί μέλλοντα· είναι ο συντελεσμένος μέλλοντας των ρημάτων των οποίων ο παρακείμενος έχει σημασία ενεστώτα:
Ὑμεῖς δὲ μεμνήσεσθε τῶν ἐμῶν λόγων. (θα θυμηθείτε)


  1. Ενίοτε ο παρατατικός δηλώνει γεγονός που έγινε στο παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να ισχύει στο παρόν· δίνει έμφαση στην αφετηρία της πράξης και ισοδυναμεί με ενεστώτα:
    Διεῖχε δ' ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα. [είχε και εξακολουθεί να έχει τόσο πλάτος]