Νεοελληνική Λογοτεχνία (Γ΄ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
img3
Σελίδες του Γιώργου Ιωάννου
 

 

redline  Ο Πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου: Γενικά Γνωρίσματα
 
Ο Γιώργος Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά μετά το πρώτο του βιβλίο στράφηκε οριστικά προς την πεζογραφία και συγκεκριμένα στο διήγημα ή μάλλον, πιο σωστά, στο μικρό αφήγημα. Τα αφηγήματά του κινούνται στο χώρο της Θεσσαλονίκης, κυρίως της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Είναι μικρογραφίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων της αφενός, και προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα αφετέρου, όπου οι μνημονικές ανακλήσεις δημιουργούν το συγκινησιακό κλίμα στο οποίο κινείται η πεζογραφία του. Οι μινιατούρες αυτές της καθημερινότητας αντλούν τη δύναμη και την αξία τους από την προσωπική θέρμη, την ακρίβεια και το εξομολογητικό κλίμα μέσα στο οποίο τις τοποθετεί ο συγγραφέας τους. Ο περίγυρος δίνεται καταγραφικά και κατά τμήματα, όπου οι περιθωριακές ομάδες και τα άτομα που υπάρχουν εκεί κινούνται στο περιβάλλον μιας «άλλης» πόλης, που ζει στην περιφέρεια, θα έλεγε κανείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με τη Θεσσαλονίκη του «μύθου» ή της «παράδοσης», αλλά με μια πόλη που αλλάζει και την καινούρια της φυσιογνωμία την αποκτά με την παρουσία κυρίως των προσφύγων, ενώ κύριο ρόλο στις αλλαγές αυτές παίζουν οι μεταπολεμικές δυσκολίες, που ως ένα βαθμό καθορίζονται από τις διάφορες κοινωνικές περιπέτειες του χώρου και της χώρας.
Ο Ιωάννου [...] δεν κινείται από κάποια φανερή πρόθεση, δεν προϋποθέτει κάποιο σχέδιο σύνθεσης η ανασύνθεσης των περιστατικών ή των αναμνήσεων που καταχωρεί στα βιβλία του [...]. Κάνει μια λογοτεχνία αποτυπώσεων κι η μνημονική διαδικασία που χρησιμοποιεί διαφοροποιείται ριζικά σε σχέση με τους πεζογράφους που προηγήθηκαν. Η μνήμη, εδώ, είναι η κοίτη του πεζογραφικού υλικού. Ο πεζογράφος χρησιμοποιεί ευθύγραμμα το υλικό της, η αφήγησή του έχει ορισμένο χώρο και χρόνο, που υπάρχει και δεν δημιουργείται από τον πεζογράφο, κι ασχέτως προς το γεγονός ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως κάποια περιστατικά στον Ιωάννου είναι επινοήσεις [...]. [...] με τον Ιωάννου καθιερώνεται μια τάση διαφορετική στην πεζογραφία των νεότερων: να ειπωθούν τα πράγματα μέσα από τους διαύλους της εξομολόγησης [...]. Ο χαρακτήρας περνάει σε δεύτερη μοίρα και μάλιστα πολλές φορές δεν υπάρχει. Ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση, γι' αυτό και η αφήγηση, που κατά κύριο λόγο γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, έχει έναν χαρακτήρα καταγραφικό και κάποτε χρονογραφικό, μολονότι τα περιστατικά είναι και έντονα, και δυσβάστακτα πολλές φορές.
Η χρήση του πρώτου προσώπου και των αποτυπώσεων, η ανάκληση μέρους του μνημονικού υλικού, καθώς και η απόδοσή του μέσω της καταγραφής, ορίζουν το μύθο της αφήγησης ως πλαίσιο και περιγραφή της εμπειρίας. Η εμπειρία είναι το κυρίαρχο στοιχείο· και η μέθοδος άλλωστε, πεζογραφικά, είναι εμπειρική. Δεν εντοπίζονται εδώ οι αφηγηματικές αρετές του Ιωάννου. Η δομή του είναι στοιχειώδης, σε αντίθεση με τους παλιότερους. Η συμβολή του βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που απομονώνει το κάθε περιστατικό, στην έντονη συγκινησιακή φόρτισή του και στην ακρίβεια και την καθαρότητα της γλώσσας του.

Αναστάσης Βιστωνίτης, «Αναζήτηση της Συνείδησης»: Νέα Πορεία, ειδική έκδοση [Λογοτεχνία
της Θεσσαλονίκης
] (Ιούνης 1988), σσ. 153-155.

 

redline  Όψεις του Λόγου στον Πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου
 
Ο συγγραφέας, μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, και μιλώντας κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις ποτέ να τοποθετείται μέσα σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο, που είναι ο χωροχρόνος της νεοελληνικής πραγματικότητας. Πρέπει όμως να πούμε ότι τείνει σταθερά σε μια μυθοποίηση της πραγματικότητας αυτής και, προπάντων, της προσωπικής του ιστορίας, καθώς μάλιστα πολλές φορές ανάγεται στην παιδική ηλικία. Κατά παράξενο τρόπο η μυθοποίηση τούτη συνυπάρχει με μια διάθεση ν' αποκαλυφθούν και οι άσχημες —μερικές φορές και αποτρόπαιες— πλευρές της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι, ότι και οι πλευρές αυτές δέχονται την ανταύγεια μιας βαθύτερης ευγένειας, που έχει την πηγή της στην ίδια την καρδιά του συγγραφέα.

Μ.Γ. Μερακλής, Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970), 2. Πεζογραφία,
Θεσσαλονίκη: εκδ. Κωνσταντινίδη <Μελέτη 5>, <1970>, σσ. 106-108: 107.


Παρά τη φόρτιση που εμπερικλείει το υλικό των πεζογραφημάτων του Ιωάννου —φόρτιση που η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση επιτείνει— ο συγγραφέας κατόρθωσε να αποκλείσει από το έργο του κάθε ένταση και, το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση ικανή να αμβλύνει τις οξύτητες χωρίς ωστόσο να άγει στην απάθεια. Σε τούτο συντείνει και ο τόνος της γραφής του που παρουσιάζεται πάντοτε ως εξιστόρηση αναμνήσεων ενός παρελθόντος κατά κανόνα απώτερου. Άλλωστε ο συγγραφέας δε χάνει ποτέ, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, το χιούμορ του. Έχει ευαίσθητες κεραίες για το κωμικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης και δε διστάζει να αναμίξει στις πιο «ιερές» στιγμές το σκαρμπρόζικο. Έπειτα, καθώς περνούν τα χρόνια, από βιβλίο σε βιβλίο, ο Ιωάννου κατακτά θαρρείς μια νηφαλιότητα, την ψυχική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο. Έτσι και οι νευρωσικές καταστάσεις, που αφθονούν στο Για ένα φιλότιμο, στο δεύτερο τόμο περιορίζονται, για να εξαφανιστούν ολοσχερώς σχεδόν στη Μόνη κληρονομιά.

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί Πεζογράφοι: Κριτικά Κείμενα,
Αθ.: «Κέδρος», 1982, σσ. 42-54.


Ένα στοιχείο άλλο της πεζογραφίας του είναι το σπαραγματικό στοιχείο. Ορίζει, σε πολλά του κείμενα [...] μέγα μέρος της μορφής [...], και μέγα μέρος του περιεχομένου. Της μορφής, γιατί αυτά τα κείμενα μοιάζουν σπαράγματα, ξεσκλίδια, ευρύτερων σχημάτων του περιεχομένου, γιατί δείχνουν τη (δραματικότατη ενίοτε) πάλη να ανασυσταθεί και ανασταθμηθεί μια ζωή χαμένη, ή κατακερματισμένη. Χαρακτηρίζοντας πιο τυπικά το στοιχείο τούτο αποσπασματικό, προχωρούμε τώρα προς ένα άλλο της πεζογραφίας του στοιχείο, το επαναληπτικό, ήγουν το στοιχείο της σταθερής επανάληψης και καλλιέργειας μιας μόνης ιδέας. Είναι η σειρά του αδιέξοδου (άρα η ιδέα της ματαιότητας, της μηδαμινότητας) της ύπαρξης. Το στοιχείο μάς δίδει τον φιλοσοφικό «φλοιό» της πεζογραφίας του.

Βασίλης Διοσκουρίδης, «Γιώργος Ιωάννου: Στοιχεία της Πεζογραφίας του»:
Η Λέξη, αρ. 39 [αφιέρωμα] (Νοέμβρης 1984), σσ. 759-764.

 

Ο Χρόνος στην Πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου

 
Πρόκειται για τη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών χρονικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος. Όπως συμβαίνει με το θέμα, έτσι και με το χρόνο, στην πεζογραφία υπάρχουν δύο συμβατικές δυνατότητες. Η δυνατότητα της ιστορικής εκδοχής του χρόνου και η δυνατότητα της σύνθεσης του χρόνου σύμφωνα με την προσωπική αίσθηση του κάθε αφηγητή. Στα κείμενα που γράφονται με βάση την ιστορική αντίληψη του χρόνου η αφήγηση αρχίζει από κάποιο σημείο του παρελθόντος, προχωρεί, χρονολογικά ή με άλματα, προς όλο και μεταγενέστερες στιγμές, και κάπου τελειώνει. Και στην περίπτωση που πραγματοποιούνται παρεκβάσεις έχουμε και σ' αυτές την ίδια αφηγηματική τακτική, έτσι ώστε η μέθοδος να παραμένει αδιαφοροποίητη.

Γ. Αράγης, Ασκήσεις Κριτικής, Σοκόλης, 1990, σ. 157

 

Ο Χώρος στην Πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου

 
...άμεσα σ' όλα αυτά εισβάλλει πάντα σχεδόν η Θεσσαλονίκη είτε εξωραϊσμένη σε μια τυραννική νοσταλγία είτε σα σκηνικό μιας αποτρόπαιης κατοχικής ανάμνησης. Αλλά όσο κι αν η Θεσσαλονίκη παραλλάσσει ανάμεσα στις σελίδες του Γιώργου Ιωάννου, το αληθινό της πρόσωπο αποκαλύπτεται θαυμαστά, αυτό το πολύμορφο πρόσωπο με τη δύσπεπτη γοητεία του, το μυστικό της ισορροπίας των αντικρουόμενων ρυθμών ζωής, των τόσο χρονικά αφισταμένων εποχών της, των τόσο αισθητικά ή κοινωνικά αφισταμένων δρόμων, οικοδομημάτων, συνοικιών κι ανθρώπων της. Σ' αυτό το μαγνήτη του διεσπαρμένου Ελληνισμού, σ' αυτό το δειγματολόγιο όλων των εποχών της Ελλάδος απ' τη ρωμαϊκή κατοχή ως σήμερα, ο Γιώργος Ιωάννου καταφέρνει να μας δείξει ευκαιριακά άλλοτε το ενιαίο ψηφιδωτό κι άλλοτε μια μια τις συστατικές ψηφίδες της Θεσσαλονίκης [...]. Όλα αυτά [...] αναδίνουν μια ποικίλη όσο και οδυνηρή ατμόσφαιρα, καθώς αναλογιζόμαστε τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, βλέποντας αυτό το μακελειό των αισθημάτων και προθέσεων, βλέποντας το καταχτυπημένο απ' τη μοίρα άτομο που αγωνίζεται να σταθεί. Ένα βιβλίο με μεγάλες προθέσεις, που τις επαληθεύει σχεδόν εις ολόκληρον.

Τόλης Καζαντζής, «Οι Νέοι Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης»: Διαγώνιος, αρ. 2
(Απρίλιος-Ιούνιος 1966), σ. 158.

 

Γλώσσα και Ύφος στα Πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου

 
Λέξεις ή διατάξεις λέξεων, προκαλούν (πέρα και πάνω από την κοινή σημασία τους, τον κοινό ήχο τους) αισθήματα, ιδέες, παρορμήσεις, στοχασμούς. Είναι το ηγεμονικό στοιχείο του λόγου του. Εάν καταργηθεί (καταργείται, κυρίως, όταν τείνει να καταργηθεί η έλλειψη της προοπτικής), καταργείται ο λόγος του. Οι τρόποι είναι οι κανονικοί, ήγουν ο συνειρμός, ο υπαινιγμός, η αναφορά, η μεταφορά, και οι άλλοι [...]. Γενικά παρατηρούμε ότι η πεζογραφία του, στα μείζονα, βέβαια, δείγματά της, λέγει τα πράγματα και κρύβει τα πράγματα· επομένως, δίνει μονάχα ένα σημάδι για τα πράγματα [...]. Βασικό γνώρισμα του στοιχείου τούτου είναι το αίσθημα του πολυσήμαντου.
Τελειώνω τη [...] μελέτη μου πηγαίνοντας σε ένα άλλο στοιχείο της πεζογραφίας του, στο εσώστροφο στοιχείο — κατά την έννοια του όρου αυτή: ότι μιλά (εδώ ας μνημονεύσω ότι η μιλιά του κυμαίνεται από τον τόνο του ψιθύρου, με σημεία παραληρηματικά [...] ή ευχετικά, ή απευχετικά, ή, ακόμη, καταραστικά σημεία έως τον τόνο της ζωηρής μιλιάς), ότι μιλά, λοιπόν, στραμμένος προς τα έσω· τα έσω, στην περίπτωση αυτή, είναι ο έσω κόσμος, ήγουν ο εαυτός του. Μιλά στον εαυτό του, μιλά, επίσης, με τον εαυτό του. Δε γνωρίζει, ή καλύτερα, δε γνοιάζεται να γνωρίζει, ότι ακούεται από κάποιον [...]. Με την αναδοχή του εσώστροφου στοιχείου, η πεζογραφία του αναδέχεται ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της ποίησης· με την απόρριψη του εξώστροφου, απορρίπτει ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της ρητορείας. Όταν μένει πιστός στο εσώστροφο στοιχείο της πεζογραφίας του, μένει, κατά συνεπαγωγή, πιστός στον εαυτό του και στη μιλιά του· τότε το βασικό γνώρισμα του στοιχείου τούτου είναι το αίσθημα εμπιστοσύνης στη μιλιά αυτή. Είναι μιλιά ελεύθερη και μοναχική.

Β. Διοσκουρίδης, «Γιώργος Ιωάννου: Στοιχεία της πεζογραφίας του»:
Η Λέξη, αρ. 39 [αφιέρωμα] (Νοέμβρης 1984), σσ. 759-764

img28
«Ροτόντα στο Μεσοπόλεμο», έργο του Παναγιώτη Γράββαλου.

 


Παράλληλα Κείμενα

Γιάννης και Δράκος
(ακριτικό τραγούδι)

Στις περισσότερες παραλλαγές του τραγουδιού το κύριο πρόσωπο ονομάζεται Γιάννης. Με το τραγούδι ξυπνά το δράκο και τη δρακόντισσα και είναι έτοιμοι να του επιτεθούν. Ο Γιάννης ζητεί να τον αφήσουν να περάσει για να πάει στο γάμο του γιου του βασιλιά, όπου είναι καλεσμένος για να στεφανώσει και να τραγουδήσει. Τον αφήνουν με τη συμφωνία να ξαναγυρίσει. Ύστερα από χρόνο γυρίζει ο Γιάννης καβαλάρης μ' ένα όμορφο κορίτσι. Ο δράκος χαίρεται γιατί βλέπει να γυρίζει το «γεύμα» του, αλλά ο Γιάννης τον ειδοποιεί πως είναι έτοιμος να παλέψει μαζί του. Ο δράκος φοβάται, τον αφήνει ελεύθερο. Η πάλη του Γιάννη με το δράκο θυμίζει την πάλη του διγενή με δράκο στο ακριτικό έπος. Σε παραλλαγές το τραγούδι συνδέεται με το θέμα: δράκος κρατεί το νερό.

 

  Εψές αργά ψιχάλιζε κι ο Γιάννης ετραγούδα,
    του πήρε αέρας τη φωνή στου δράκοντα την πόρτα.
— Γιατί διαβαίνεις πάουρα1 και τραγουδάς πανώρια;
    Ξυπνάς τ' αηδόνια τσι φωλιές, τ' άγρια πουλιά τσου κάμπους,
    ξυπνάς κι εμέ το δράκοντα με τη δρακόντισσά μου,
    πο 'χω τον ύπνο αγοραστό και βαριοπληρωμένο
    και το νερό που νίβομαι και κείνο πλερωμένο;
— Άσε με, δράκο, να διαβώ κι άσε με να περάσω,
    κάνει ο βασιλιάς χαρά, κάνει του γιου του γάμο,
    κι ως το 'χω που με κάλεσε, για να τσου στεφανώσω,
    και μ' έχουν για τραγουδιστή, για να τσου ξεφαντώσω.
— Σαν ποιόνε βάνεις μάρτυρα, σαν ποιόνε βάνεις πιέτζο;2
— Ποιόνε να βάλω μαρτυριά, ποιόνε να βάλω πιέτζο;
— Τον ήλιο βάλε μάρτυρα και το φεγγάρι πιέτζο,
    τ' άστρι και τον αυγερινό, όσο να πας και να 'ρθεις.

    Κι ο Γιάννης επαράργησε κι ο δράκοντας φωνάζει:
    «Φάγα τον ήλιο το μισό και το φεγγάρι ακέριο».
    Να σου κι ο Γιάννης έφτασε τσου κάμπους καβαλάρης
    και πίσω από τη σέλλα του ένα όμορφο κορίτσι.
    Κι ο δράκοντας ποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέει:
    «Καλώς το Γιάννη γιόμα μου, το Γιάννη δειλινό μου,
    και τ' όμορφο κορίτσι του να είν' τ' απόδειπνό μου».
    Κι ο Γιάννης αποκρίθηκε τον τέτοιο λόγο λέει:
— Σπαθί έχω για γιόμα σου, κοντάρι δειλινό σου,
    κι ένα μαχαίρι κοφτερό, να κόβει το λαιμό σου.
— Μα δε μου λες, μπρε Γιάννη μου, πούθε γενιοκρατιέσαι;
— Η μάννα μου είν' η αστραπή κι αφέντης μου είν' ο βρόντος,
    κι εγώ τ' αστραποπέλεκο, που καίω τσου δρακόντους.
— Σύρε, Γιαννή μου, στο καλό και στην καλή την ώρα,
    και πάλε ματαγύρισε, να κάμουμε ένα γιόμα.

Λαογραφία 8, 533 (Μαλβίνα I. Σαλβάνου, Αργυράδες Κερκύρας)

 


  1. παράωρα
  2. εγγυητή
img30
«Ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος», έργο του Φώτη Κόντογλου.