Την πρώτη μέρα των μαχών είδα από μακριά το σπίτι όπου είχα γεννηθεί. Πυρπολήσαμε το χωριό και με κατέλαβε μεγάλη αγωνία, αν και δεν ήμουν εγώ ο υπεύθυνος, μην τύχει και καεί. Δεν κάηκε ωστόσο, γιατί μια μαγιάτικη μπόρα στάθηκε τόσο ευνοϊκή μαζί μου, ώστε να σταματήσει τις φλόγες στα διπλανά σπίτια. Απόρησα με την εύνοια τιυν στοιχείων. Καθώς στεκόμουν έφιππος και κουκουλωμένος, μ' ένα μουσαμά, που σκέπαζε ως και τα πόδια του αλόγου μου, καθώς στεκόμουνα για να δεχτώ τη βροχή, που μου φαινότανε σαν αναφιλητό της φύσης, έλεγα πως δεν θα μπορούσε να 'χει γίνει διαφορετικά. Όχι γιατί επέστρεφα, μολονότι θα μπορούσε ακόμη κι ο ανόσιος νόστος μου να τιμηθεί από το αναφιλητό της φύσης, όσο γιατί, μόλις το είδα, τότε ξαφνικά θυμήθηκα πως είχα ένα σπίτι.
Αν και ο Ιωάννης μου είχε πει στην Αίγυπτο πως, κατά μία εκδοχή, η μάνα μου είχε επιστρέψει και τελείωσε στο σπίτι, αυτό δεν είχε ποτέ βασανίσει τη σκέψη μου, όσο η ανάμνηση του τόπου. Κατά τη διάρκεια της βροχής η θέα του με καθήλωσε με αναπάντεχα καρφιά. Άκουγα ένα ένα τα καρφιά να καρφώνονται, έτσι χτυπούσαν οι χοντρές σταγόνες στο μουσαμά μου. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως ίσως είχα αποδιώξει την ανάμνησή του τόσα χρόνια, θέλοντας να προστατέψω τον εαυτό μου από την οδυνηρή απαγόρευση να ξαναπατήσω το κατώφλι, ή από το φόβο μήπως είχε γκρεμιστεί — ενώ η ανάμνηση της φύσης δεν έκλεινε τέτοιους κινδύνους. Η εγρήγορση και η ταχύτητα που θα απαιτούσε σε λίγο η μάχη, μόλις θα ξανάρχιζε, δεν θα μου άφηνε περιθώρια για διερευνήσεις. Πρόλαβα μόνο να σκεφτώ, ακούγοντας με ευδαιμονία την παλιά βροχή, πως είχα για πολλά χρόνια αντικαταστήσει στη μνήμη μου τον έσω χώρο με τον έξω, χωρίς να έχω επίγνωση της αντικατάστασης· αγνοούσα λοιπόν εντελώς την ψυχή μου. Η ανάμνηση της σπηλιάς δεν μπόρεσε, για ένα σωρό λόγους, να ταυτιστεί με την ανάμνηση του σπιτιού· αποτέλεσε μάλλον ένα κομμάτι της φύσης ή της περιπέτειάς μου.
Και περίμενα να ξανακοιτάξω το σπίτι μόλις θα περνούσε η μπόρα, από φόβο μήπως βρισκόμουν απέναντι σε μιαν οφθαλμαπάτη.
Αν ήθελα, θα μπορούσα τις επόμενες μέρες να το είχα επισκεφτεί. Ήθελα. Προφασιζόμουν όμως τις απαιτήσεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τις ζωές που κρέμονταν από ένα μου πρόσταγμα. Συμμετείχα σαν ναρκομένος στις μάχες, κρατώντας με μεγάλη προσπάθεια, και όσο μπορούσα, το μυαλό μου καθαρό. Ήθελα, αλλά προετοιμαζόμουν. Εξακολουθούσε να μου φαίνεται απίστευτο ότι το σπίτι είχε επιζήσει και με περίμενε να επιστρέψω — με περίμενε άραγε; Απίστευτο ότι είχα αφεθεί στο αίμα αυτού του πολέμου, απλώς και μόνο για να θυμηθώ την ύπαρξή του, σαν πεμπτουσία της μνήμης.
Έλεγα πως υποσχόταν μιαν απειλητική και φιλήδονη κάθαρση, έλεγα πως ήμουν σαν αρραβωνιασμένος μαζί του. Γυρνούσα και το κοίταζα συνέχεια, εντάσσοντάς το πάλι στο τοπίο του και ψάχνοντας ασταμάτητα τους πέτρινους τοίχους του. Πίεζα τα υλικά να αποκαλύψουν τις προθέσεις τους. Δεν μου έκρυψαν το εσωτερικό του, φωτισμένο είτε από μια διάπλατη εξώπορτα είτε από το μετακινούμενο φως του λύχνου, ακριβώς όπως άρχισα με ταχύτητα να θυμάμαι. Με περίμενε άραγε, ξαναρώτησα.
Αποφάσισα να το επισκεφτώ το πρώτο βράδυ μετά τις μάχες. Ο χρόνος πίεζε, γιατί είχαμε τελειώσει πια εδώ πάνω, κι εγώ τουλάχιστον δεν μπορούσα να παραμείνω και να βλέπω τη λεηλασία. Βρήκα το κλειδί κάτω από την πέτρα που το κρύβαμε. Ευχαριστήθηκα με τον αυτόματο πληθυντικό — σήμαινε πως το σπίτι με περίμενε. Αναρωτήθηκα κατά πόσον ο ήπιος μεταλλικός φθόγγος του κλειδιού θα μπορούσε πια να ορίζει τη ζωή, την όποια ζωή, σαν αλληλουχία. Ο ήχος του ακούστηκε σαν εκπυρσοκρότηση και με κατατρόμαξε. Τα όπλα των Οθωμανών θα ήταν γεμάτα, αφού είχαν την άδεια να λεηλατούν επί τρεις ημέρες. Τα όπλα των χριστιανών θα βρίσκονταν μαζί τους, ψηλά στα βουνά, αν και πάντα κάποιος θα είχε βραδυπορήσει στο άδειο χωριό. Έπρεπε να βιαστώ.
Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μπήκα και την έκλεισα. Έπειτα στήριξα την πλάτη μου πάνω στα χοντρά σανίδια της πόρτας αναζητώντας το δικό της σκελετό από νερά του ξύλου, ρόζους και καρφιά. Τα δάκρυα με υποχρέωσαν να κλείσω τα μάτια. Τυφλός, άρχισα να βυζαίνω τον ίδιον αέρα. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου ν' ανοίξω πάλι τα μάτια και να πω ότι είχα χορτάσει το γάλα.
Διαπίστωσα πως η πόρτα, που πάνω της στηριζόμουν, είχε ψηλώσει, ενώ εγώ είχα μικρύνει σε παιδί. Μ' ένα δεξί χεράκι σκούπισα τα χείλια.
Αποσπάστηκα από την πόρτα και προσπάθησα να περπατήσω, νιώθοντας αδύναμος και φθαρτός. Με το ίδιο χεράκι στηρίχτηκα στον τοίχο κι έκανα ένα γύρο στο σπίτι. Κοντά στην παραστιά έβγαλα μια πέτρα από τον τοίχο, αλλά η σφεντόνα δεν ήταν πια εκεί. Σκέφτηκα ότι δεν πειράζει, αφού όταν μεγαλώσω θα κυνηγώ με όπλο τα πουλιά. Έβαλα στη χαραμάδα του τοίχου, όπου παλιά έκρυβα τη σφεντόνα, τη σκουριασμένη λεπίδα και το γράμμα του Αντώνη*, επιστρέφοντάς τα όπου ανήκαν. Αν μπορούσε κάτι ν' ανήκει σε κάτι άλλο. Σφράγισα με την πέτρα την κρυψώνα τους· ο ενταφιασμός είναι μια περίπτωση, πρόσθεσα. Ούτε και ήθελα να δώσουν ερμηνείες σε κάποιους περίεργους, αν τα 'βρισκαν πάνω μου.
Δεν ήξερα αν έζησε εδώ κανείς μετά τη μάνα μου, εφόσον δεχόμουν την εκδοχή πως έζησε και τέλειωσε εδώ μόνη της. Δεν μπόρεσα να βρω κανένα τεκμήριο, γιατί το σπίτι ήταν άδειο από κάθε αντικείμενο, μολονότι συνέβαινε να τα θυμάμαι όλα με απίστευτη διαύγεια, τα λίγα όσα αποτελούσαν το νοικοκυριό ενός αγροτικού σπιτιού και την ανάπαυση των καταπονημένων μας σωμάτων. Παρά τις ενθυμήσεις μου, το σπίτι βρισκόταν άδειο, δείχνοντας πως δεν είχε κατοικηθεί για χρόνια. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη ομολογία των οριζόντιων, των κάθετων και της καμπύλης, πως απουσίασαν τα αισθήματα. Κάτι σαν σκόνη ή σαν ιστός αράχνης στις γωνίες. Με το ίδιο χεράκι όφειλα να παραμερίσω τα πέπλα τους.
Προχώρησα και στάθηκα ακριβώς στη μέση της κεντρικής καμάρας. Άνοιξα μια μικρή λακκούβα στο πατημένο ξερό χώμα του δαπέδου. Αλλά δεν είχα όσα χρειαζόμουν. Ούτε άλλο αίμα από το δικό μου. Χάραξα με το γιαταγάνι το λεπτό δέρμα του καρπού, κι άφησα να χυθούν μερικές σταγόνες μέσα στη λακκούβα. Ύστερα κάθησα και περίμενα λέγοντας τα λόγια. Περίμενε ώρα, σαν ν' αντιστέκονταν οι ίσκιοι στα παρακάλια μου. Φοβόμουν μήπως δεν μπορούσαν να εισακουστούν, αφού δεν είχα τα απαιτούμενα, ή και για άλλους λόγους, που εδώ μέσα θα μπορούσαν να με συντρίψουν. Τέλος, πολύ αργά, σαν ένα τυχαίο τίναγμα του βλέφαρου, οι οριζόντιες, οι κάθετες και η καμπύλη άρχισαν να τρέμουν, ώσπου άρχισαν να χύνουν τη σαφήνεια της γραμμής τους στο χώμα, ζωντανεύοντας το αναμεταξύ τους κενό. Ήρθαν οι γνώριμες φωνές ανθρώπων, των σπιτίσιων ζώων, ο ήχος του καιρού, των τραγουδιών, του κάματου, του πένθους και των εορτών. Έπειτα ήρθαν μυρωδιές του σώματος, του δέντρου, του υφάσματος, της χειμωνιάτικης φωτιάς, του θερισμένου κάμπου και των ώριμων μήλων· αυτή πλημμύρισε το σπίτι, όπως τότε, και το γύρισε στο κόκκινο.
Στο φως των μήλων είδα το χέρι της, που είχε σταματήσει στο αδράχτι, να στρίβει επιτέλους τα δάχτυλα. Και το χέρι του πατέρα, που είχε σταματήσει στο χαλινάρι, να λυγίζει επιτέλους τον καρπό.
Τα χέρια οδήγησαν ολόσωμες τις μορφές. Πρώτη εκείνη με πλησίασε και με καλωσόρισε, τον χαμένο της γιο, τον βασανισμένο από κλειστή αγάπη, τον αλαφροΐσκιωτο. Πώς μπόρεσε να κατεβεί και δεν φοβήθηκε καμιά θρησκεία; Όμορφος που ήταν όμως, καθώς εταίριαζε την ακμή του άντρα και την αθωότητα του παιδιού με τον γλυκύτερο τρόπο που έσμιξε ποτέ η κορυφογραμμή του απέναντι όρους τον ουράνιο θόλο για να χαθεί μαζί του στο σκοτάδι. Ας την πλησίαζε λιγάκι, για να δει στα ίδια μάτια την κούραση των χωραφιών να δαμάζεται από ένα πιάτο ζεστό φαΐ και τον εύκολο ύπνο. Για να δει στα ίδια μάτια την κούραση της αραβικής του ζωής να δαμάζεται από το ξεχασμένο χάδι στα μαλλιά του. Αλλά να μην πλησίαζε τόσο πολύ που να διαπιστώσει τα μαρτύρια, ας έμενε πάντα όπως τη γνώρισε. Το ήξερε, βέβαια, ο καλός της, πως γρήγορα θα συναντιόντουσαν και θα χαίρονταν ασώματοι και αναμάρτητοι. Να μη φοβάται, άρα, περβόλια και γλυκά νερά, οπού θα έβλεπε στον ύπνο.
Έτρεξα προς το μέρος της. Εξαφανίστηκε αμέσως. Έγειρα στο χώμα αποκαμωμένος. Σε λίγο άκουσα μια ψαλμωδία και σήκωσα το κεφάλι. Ο πατέρας ερχόταν ντυμένος με χρυσοκέντητα άμφια και ψέλνοντας «Η γέννησή Σου, Χριστέ, ο Θεός ημών», γιατί θυμόταν πάντα πως με είχανε βαφτίσει Εμμανουήλ. Με είχε γράψει στα βιβλία με το χέρι του, Εμμανουήλ Καμπάνης Παπαδάκης του Φραγκιού. Δεν ήξερε πια πώς να με αποκαλέσει, με τα χριστιανικό ή με το μουσουλμανικό μου όνομα, για τούτο έψελνε· βέβαια συνέχιζε να μ' έχει στο μυαλό του με το χριστιανικό. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν είπε, και για τούτο σε δέχομαι, αν και τυραννίστηκα μέχρι να το αποφασίσω. Μερικά δεν αλλάζουν ούτε στο βασίλειο των ίσκιων, μονάχα που καμιά φορά τρελαίνονται κι αυτά απ' τον νοτιά και δείχνουν άλλα απ' ό,τι τα γνώρισες. Να ξέρεις πως ξανά θα προτιμούσα τη σφαγή απ' την ατίμωση. Πλην, άλλο αυτό, απ' τη ζωή που σου 'τυχε. Πρόκοψες, κι αυτό είναι καλό, χάθηκες όμως από τη συνέχειά σου. Μαζί σου έκοψες και μένα. Σε σώζει ότι ποτέ δεν θέλησες, ή δεν κατάφερες, να μας διαγράψεις. Εγώ, που γνώρισα τ' αγκάθια του ενός δρόμου, αναγνωρίζω τη δυσκολία των δυο δρόμων. Θέλω να πω, αναγνωρίζω μια προσπάθεια εξιλέωσης. Θα παρακαλέσω για σένα. Όχι, δεν ξέρω με ποιο τρόπο θα πεθάνεις, σου λέω μόνο πως είναι γραφτό να γίνει δύσκολα. Εσύ, να σταθείς γενναίος και να μη φοβηθείς. Γρήγορα θα συναντηθούμε.