Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Σκαριμπικό
αλλιώτικο
Το Διηγημα Δημοσιευτηκε με το ψευδώνυμο Νίκος Γριπονησιώτης.
Ο συγγραφέας στα λογοτεχνικά του έργα συνήθως ανοίγει ένα διάλογο με το
συμπατριώτη του Σκαρίμπα και τους ήρωες των έργων του. Παλαιότερα ο Νίκος Γαβριήλ
Πεντζίκης στο βιβλίο του Το μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης (1966) δανείστηκε τα ονόματα
των ηρώων του από τη νουβέλα του Γ. Δροσίνη, Έρση (1922). Το Σκαριμπικό αλλιώτικο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Εύβοια (16.10.1986) ύστερα από την παράσταση
στη Χαλκίδα του θεατρικού έργου του Γιάννη Σκαρίμπα (1892-1984) Ο ήχος του κώδωνος (1950) 1. Περιέχεται επίσης στο περ. Tα Νεφούρια τχ. 1/1999. Τα πρόσωπα που αναφέρονται με τα ονόματά τους στο κείμενο είναι από
το θεατρικό έργο και από το Μαριάμπα του Σκαρίμπα 2.
Ανοιχτή η αυλαία προτού αρχίσει
η παράσταση και το σκηνικό σου θύμιζε στιγμές στιγμές έναν μισόπικρο Καραγκιόζη.
Το μαγνητόφωνο καβούρντιζε παλιά τραγούδια, οι λιγοστοί στην αρχή θεατές φαίνονταν
βυθισμένοι, παρεκτός από ένα μωρό που έκλαιγε παραπονεμένο, και τα προσχολικά πιτσιρίκια
δε σταματούσαν να μασουλάνε. Κάποιο περίεργο καράβι είχε ξεμπαρκάρει μπροστά μου
τρεις Πακιστανούς ή κάτι τέτοιο, καναδυό εύσωμες είχαν μισοκοσμικό μισοδιανοούμενο
ύφος, κάπου ανταλλάχτηκαν διεκδικητικοί διαξιφισμοί «δεν επιτρέπω... ποιοι είστε
σεις;», «με ποιο δικαίωμα μας εμποδίζετε;», τα μηχανάκια βούιζαν ασταμάτητα απέξω.
Σιγά σιγά έρχονταν όλο και περισσότεροι, η παράσταση αργούσε ν' αρχίσει, μπορεί
να περιμέναμε κανέναν επίσημο, δεν πείραζε, το σκηνικό έδινε λαμπρές, που λένε,
υποσχέσεις, θα ξαναρχόταν λοιπόν η Χαλκίδα;
Η διπλανή
μου φιλόλογος με ρωτούσε αν πράγματι το έργο έχει βασιστεί σε περιστατικό της προπολεμικής
πάλης. Με πήρε ο κατήφορος ξαφνικά, ξύπνησε ο σχολαστικός εαυτός μου, όχι, αποκρίθηκα,
δάνειο και μεταγραφή είναι το έργο, αγγλονορβηγικά πρότυπα* μεταφερμένα στα καθ' ημάς θα δούμε, πήγαινα
να καταστρέψω από
μόνος μου την προσδοκία, μαχόμουν vα διώξω
τη Χαλκίδα.
Τη
φέραν όμως ολόσωμη τα συμπαθητικά παιδιά του θιάσου, που ξεκίνησαν μ' έναν σχεδόν
ακίνητο χορό, ωσάν σε κατάστρωμα πετρωμένου καραβιού. Ο Αργυράμος μάλλον παραφωνούσε κάνοντας τους Πακιστανούς, ποιος ξέρει πούθε φερμένους, να χασκογελάνε,
τα μικρά συνέχιζαν να τσαλακώνουν σακούλες, τα παιδιά όμως που έπαιζαν στη σκηνή
κρατούσαν τη θερμή ψυχραιμία τους και μπέρδευαν τρομερά τις μοίρες τους. Η Χαλκίδα είχε έρθει
και κυμάτιζε βαρειά μέσα σε θολό νοτιά.
Η Μύριαμ, με την υπόβραχνη φωνή της, δεν μου θύμιζε την
εξωτική Μύριαμ Χόπκινς Λάι, εκείνην που αθέλητα κεραύνωσε με λυκόσκαγα του Πριόβολου
τον μυστήριο γεωπόνο. Καθόλου μα καθόλου δεν της έμοιαζε κι ωστόσο όλα τραβούσαν
καλά, έρχονταν βαπόρια με γιρλάντες αφρών, η Σουβάλα* κοιμόταν στο λυκόφως και
στη σκιά του Κόκκινου Σπιτιού*. Η Ιουλία καμιά σχέση δεν είχε με την Ουλαλούμ* της Χαλκίδας
—ή, μάτια μου, είχε και με το παραπάνω, και μόνο εγώ ο στραβός δεν το 'βλεπα: Όπως
και να 'ναι, καλά τους έπαιξε και τους τρεις στην παλάμη της, καλά τραβούσε
ή χαλάρωνε τα σκοινιά, άσχετα αν στο τέλος μπλέχτηκε αξέμπλεχτα κι η ίδια.
Το
μωρό αποκάτω δεν έλεγε να μερώσει, τα μεγαλύτερα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι
παρασταίναν αυτοί πάνω στη σκηνή, κάπου κάπου φαλτσάριζε κάποιο γέλιο, όμως η Χαλκίδα
είχε κουβαληθεί οριστικά στο σαλόνι της Ιουλίας. Κανείς και τίποτε δεν δήλωνε πως
φυσάει νοτιάς, αλλά τον ένιωθες που έγλειφε τα παραθυρόφυλλα, ξεμάλλιαζε τις στρατιωτικές
φιλύρες του τραίνου, ρήμαζε τον μακάβριο κήπο, η Ζαλούχου θα κρύωνε και θα σφιγγόταν στην μπέρτα της, η Έλιζε Μαίηλυ*, δραπετεμένη από το πορτραίτο της, θα
έκοβε σπαθάτη απελπισμένες βόλτες στα έρημα και υγρά νότια μουράγια. Πώς μπορούσε
λοιπόν ο Αντρέας Βλαντής να ξεφύγει από το πεπρωμένο
τέλος, έτσι στενά κυκλωμένος και αδυσώπητα πολιορκημένος από τη Χαλκίδα; Αδύνατο
πράγμα βέβαια.
Ύστερα
βρόντηξε η μαγνητοφωνημένη καραμπίνα και η Χαλκίδα μαρμάρωσε για ώρα. 'Οταν σβήσανε
τα φώτα της σκηνής και βγήκα στο δρόμο, η πόλη, η άλλη πόλη, με ακολουθούσε παραπατώντας
κι αυτή. Όμοια όπως εδώ και αναρίθμητα χρόνια, τότε που βγήκα τρεκλίζοντας από
τη βιβλιοθήκη, εκεί στο παλιό Δημαρχείο, και τραβούσα κατά το σπίτι μου συνομιλώντας
ψιθυριστά με τον πεθαμένο Μαριάμπα. Ψιθύριζα και τώρα:
Τράβα τυφλά! θε να 'βρουν την
καρδιά μου
τα σκάγια και τ' αμίλητο σκοτάδι,
αλλά, χρυσή, με μια στρώσε με χάμου
και μην στητή προβάλεις, μες στο βράδυ*.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο ήχος του κώδωνος: Θεατρικό
έργο ανάμεσα στη φάρσα και στo δράμα.
Τοποθετείται στη Χαλκίδα του Μεσοπολέμου. Βασικό πρόσωπο ο Αντρέας Βλαντής, ένας
ιδιόρρυθμος σκαριμπικός ήρωας, που αγαπά πολύ τη γυναίκα του Ιουλία. Αυτή όμως,
φιλάρεσκη και επιπόλαιη, παίζει με δυο άντρες: τον άντρα της με τον οποίο είναι
ερωτευμένη και το δικαστικό Ζανή Αργυράμο, τον υποτιθέμενο εραστή της, που τη φλερτάρει
μέσα στο σπίτι της, με την ανοχή του Αντρέα, ο οποίος της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη
(ιψενικό τρίγωνο). Η Ιουλία αντιδρώντας με πείσμα στη λογική του άντρα της, θα επιδιώξει
να φύγει με τον Αργυράμο. Αυτός αρνείται, μη θέλοντας να καταστρέψει την καριέρα
του και η Ιουλία θα καταφύγει σε έναν παλιό θαυμαστή της, το Μουζά, που θα τον παντρευτεί
καταδικάζοντας σε δυστυχία τον εαυτό της, την αδελφή της Μύριαμ, που θα παντρευόταν
το Μουζά, και τον Αντρέα που θα φύγει από τη Χαλκίδα. Όταν ύστερα από εφτά χρόνια
θα επιστρέψει στη Χαλκίδα ο Αντρέας, ερωτευμένος πάντα με τη γυναίκα του, θα προετοιμάσει
το θάνατό του από το χέρι της. Αυτή θα τον σκοτώσει άθελά της πυροβολώντας τον με
δυο λυκόσκαγια, τα οποία είχε βάλει στο δίκανο ο Αντρέας, αφού αφαίρεσε τους δυο
άδειους κάλυκες με τους οποίους σκόπευε να τον πυροβολήσει για να τον τρομάξει.
2. Μαριάμπας (1935). Το πρώτο
μυθιστόρημα του Σκαρίμπα. Ο ομώνυμος ήρωάς του, γεωπόνος και συγγραφέας, είναι πρόδρομος
του Αντρέα Βλαντή, αλλά περισσότερο αντιπροσωπευτικός τύπος του Σκαρίμπα. Προετοιμάζει
το θάνατό του από το χέρι της Μύριαμ Χόπκινς Λάι, συζύγου του Άγγλου προξένου
της Χαλκίδας, που τον πυροβόλησε στον κήπο του σπιτιού της με δυο λυκόσκαγια,
τα οποία ο ίδιος είχε βάλει κρυφά στο δίκαννο. Η Ζηνοβία Ζαλούχου είναι ένα άλλο
από τα γυναικεία πρόσωπα του μυθιστορήματος. Υποδύεται το ρόλο της Τζουλιέτας στο
ρομάντζο που έγραφε ο Μαριάμπας. Μετά το θάνατό του η Ζαλούχου αυτοκτονεί με δυο
ροζ παστίλιες σουμπλιμέ, όπως και η ηρωίδα του μυθιστορήματος.
αγγλονορβηγικά πρότυπα: το άγγλο- υπαινίσσεται τη δίκη του κατά του Αργύρη Βαλσαμά, που είχε πει ότι Η γυναίκα του
Καίσαρος (δηλ. ο Ήχος του κώδωνος) είναι σχεδόν αντιγραφή του έργου του Σώμερσετ
Μωμ Το βαμμένο πέπλο. Το νορβηγικό υπαινίσσεται την επίδραση των Μυστηρίων του Κνουτ
Χάμσουν στον Μαριάμπα. Ο Σκαρίμπας αντιδρούσε έντονα, όταν άκουγε τέτοιες απόψεις.
Σουβάλα: συνοικία και ομώνυμος
ορμίσκος στο βόρειο λιμάνι της Χαλκίδας.
Το Κόκκινο Σπίτι: Η γνωστή έπαυλη που ανήκε
σε πλούσιο γαιοκτήμονα της περιοχής, στο δυτικό άκρο του ορμίσκου της Σουβάλας.
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά κτίσματα της παλιάς Χαλκίδας.
Ουλαλούμ: ποιητικό
πρόσωπο της ομώνυμης πρώτης ποιητικής συλλογής
του Σκαρίμπα (1936).
Έλιζε Μαίηλυ: ποιητική ηρωίδα
του Σκαρίμπα που δραπέτευσε από το πλαίσιο της εικόνας του ζωγράφου της (στο
ποίημα «το πορτραίτο της Έλιζε Μαίηλυ» της συλλογής Εαυτούληδες).
«Τράβα τυφλά!... μες στο βράδυ»:
στίχοι του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου από ποίημά του που περιέχεται στο διήγημα Τέρατα
και σημεία της συλλογής Λιμενάρχης Ευρίπου (1993).
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ποια είναι η προσδοκία του αφηγητή πριν από την παράσταση
και με ποια φράση υποδηλώνεται; Να σχολιάσετε τη φράση.
- Ποια σημασία νομίζετε ότι αποκτά μέσα στο κείμενο
το χωρίο: «δάνειο και μεταγραφή είναι το έργο, αγγλονορβηγικά πρότυπα μεταφερμένα
στα καθ' ημάς θα δούμε»;
- Να συζητήσετε το νόημα της φράσης: «Όταν σβήσανε τα
φώτα... κι αυτή».
- Τι θέλει να δείξει ο συγγραφέας στο τέλος του κειμένου
με τους στίχους του;
- Το αφήγημα μοιάζει με κείμενο θεατρικής κριτικής για
το έργο και την παράσταση: να τεκμηριώσετε αυτή τη φράση με χωρία του κειμένου.
|