«Οι σύντροφοι τέλειωσαν
με τη σειρά
με χαμηλωμένα
μάτια»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Εδώ αρχίζει η Τρεμπεσίνα* με μιαν αθώα πλαγιά, λευκή σαν από γύψο, με τον κουλέ του Αλήμπεη —λίγο πιο ερειπωμένο— να κρέμεται πάνω από το δρόμο· συνέχεια μπαίνει η άλλη φωτογραφία της Τρεμπεσίνας, ένας τεράστιος μακρύς ελέφαντας· αριστερά, τρίτη φωτογραφία, αντίκρυ στα χαλάσματα του Αλήμπεη, οι τελευταίες κορυφές της Νεμέρτσικας* με τις απότομες πλαγιές πάνω από τον Αώο*· ανάμεσά τους η Κλεισούρα* κι εγώ πάνω στο ίδιο ανάχωμα, όπου το ιταλικό τανκς — τέσσερις φωτογραφίες που τράβηξα ο ίδιος πέρυσι, στο δεύτερο ταξίδι μου. Κι όπως τις ενώνω μου δίνουν ακριβώς αυτή την παλιά ιστορική φωτογραφία του '40 με τη λεζάντα: «Η Κλεισούρα ύστερα από τις φοβερές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού με ένα από τα ιταλικά άρματα που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων». Τις ενώνω, τις συγκρίνω, τις κοιτάζω μονάχος μου. Δεν τολμώ να τις δείξω σε άλλον άνθρωπο, ούτε στους πιο δικούς μου. Είναι αρκετό κιόλας που δυο χρονιές συνέχεια έκανα το ίδιο ταξίδι, βρίσκοντας κάθε φορά και άλλη αφορμή: Τη μια επικαλούμενος λόγους περιεργείας για το ιδιότυπο καθεστώς της γείτονος, «να ιδώ πώς ζούνε» —αυτό συνήθως είναι το πιο κατανοητό, όπως έχω προσέξει—, και την άλλη λόγους υπηρεσιακούς — συνοδεύοντας μάλιστα τη φωνή μου μ' ένα διάστημα σιωπής, που άφηνε περιθώρια στη φαντασία. Αλλά βέβαια, ούτε το καθεστώς ήταν ιδιαίτερα αισθητό σ' εκείνα τα φαράγγια της Ερσέκας* και του Λεσκοβικιού*, ούτε οι υπηρεσιακοί μου λόγοι είχαν να κάνουν με την Κλεισούρα και την Τρεμπεσίνα.
Ακόμα κι οι συνοδοί μου, όταν τους ρώτησα πού πέφτει το χάνι του Μπαλαμπάνη, γύρισαν και με κοίταξαν ξαφνιασμένοι και λίγο καχύποπτα: «Πού το ξέρεις εσύ το χάνι τον Μπαλαμπάνη;»
Γι' αυτό κι εγώ δεν μιλώ σε κανένα, απλώς μονολογώ.
Τέτοιες μέρες, τέλη Οκτωβρίου, όταν ο καιρός ψυχραίνει, όταν το χώμα στην πατρίδα μου μουσκεύει από τις πρώτες βροχές, και τα φύλλα στα πυκνά δάση με τις βελανιδιές αλλάζουν χρώματα, είναι αδύνατο να μην τους θυμηθώ και να μην ακούσω εκείνο το τραγούδι τους που μου έχει γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα και μου φέρνει μελαγχολία.
Και βέβαια το ξέρω πως με τον καιρό όλα ξεχνιούνται. Μα το χειρότερο είναι που κι όσα θέλουμε —υποτίθεται— να τα θυμούμαστε, γιατί, όπως λέμε, έτσι πρέπει, ξεφτίζουν τόσο πολύ με τις ρητορείες, που θα ήταν ίσως προτιμότερη η λησμονιά. Και πώς είναι δυνατό πια να μιλήσεις, χωρίς να γίνεις καταγέλαστος, για κείνες τις φιγούρες, που τέτοιες μέρες τους βλέπεις μέσα στις πρώτες αναμνήσεις σου να φεύγουν κατά το μέρος όπου βασίλευε ο ήλιος και ο ουρανός ήταν κόκκινος σαν αίμα, ατέλειωτες φάλαγγες, με τα ψηλά κανιά τους τυλιγμένα στις γκέτες, καμπουριασμένοι απ' τις βρεγμένες χλαίνες τους; Και πίσω τους ν' αφήνουν τον απόηχο του τραγουδιού τους που τους ακολουθούσε φεύγοντας απ' την Αθήνα.
Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι
να σε ξυπνήσω
και να τραβούν για την Αλβανία.
Πρόπερσι που ανοίξανε τα σύνορα και ταξίδεψα για πρώτη φορά σ' εκείνα τα μέρη, περνώντας από το Τεπελένι* —αυτό ήταν λοιπόν; ένα αλλόκοτο χωριό με θλιβερές λαϊκές πολυκατοικίες—, είπα στους συνοδούς μου να σταματήσουμε. Προχώρησα μονάχος στο πλάτωμα, πάνω από τον Aώο, που ήταν φουσκωμένος, άκρη σ' άκρη, και τα θολά νερά του βουίζανε. Βαθιά στην Κλεισούρα είχε ξεσπάσει άγρια μπόρα — μαυρίλα και αστραπές. Ε λοιπόν, ακόμα και τότε, μες στο άγριο βουητό του ποταμού και της μπόρας που πλησίαζε, το παραπονεμένο τους τραγούδι κλωθογύριζε στις χαράδρες. Τα κόκκαλά τους βέβαια, σπαρμένα σ' εκείνα τα φαράγγια, σ' εκείνες τις άγριες πλαγιές, θα 'χαν ξασπρίσει και θα 'χαν γίνει βράχια, τίποτε δεν τα ξυπνούσε.
Έχω προσέξει πως όσοι γυρίσανε πίσω και ζουν ακόμα ανάμεσά μας σπάνια μιλούν, κι όταν το φέρνει η κουβέντα το κάνουν μ' έναν τρόπο απλό κι αόριστο, σαν να θέλουν ν' αλλάξουν θέμα το γρηγορότερο. Άσε που κι αυτοί ένας ένας μας αφήνουν και φεύγουν.
Τις προάλλες μας έφυγε ο ξάδερφός μου ο Ηλίας, που ήταν λοχίας στο χάνι του Μπαλαμπάνη και τραυματίστηκε στο δεξί του πόδι, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο κι ήρθε στο χωριό με αναρρωτική —ο πόλεμος ακόμα βαστούσε—, θυμάμαι που μας έδειχνε το τραύμα του που ήταν φρέσκο κι έλεγε:
«Είδαμε» έλεγε, «μια φάλαγγα που ερχόταν στο δημόσιο δρόμο, κάτω από το λόφο που τον κρατούσαμε η ομάδα μου. Στήσαμε τα πολυβόλα να ρίχνουν χιαστί και να συγκλίνουν προς το κέντρο, κάναμε το σταυρό μας, κι αρχίσαμε τις θεριστικές βολές, ριπή κατά ριπή. Όσοι γλίτωσαν από τις πρώτες ριπές ακροβολίστηκαν κι αρχίνησαν κι εκείνοι να βάζουν. Τότε παθαίνει εμπλοκή το ένα πολυβόλο. Ο πολυβολητής, ένας κερατάς απ' τα Ζαγόρια, έχασε το ηθικό του και δεν μπορούσε να λύσει την κάνη. — Κερατά, του λέω. Τώρα θα σε μάθω; Κι όπως γονάτισα με το αριστερό πόδι, την έφαγα στο δεξί». Με τον καιρό έπαψε να μιλάει. Όμως εγώ είχα μάθει τα λόγια του απέξω και κάθε φορά που τον έβλεπα, ως προχτές ακόμα που τον συνάντησα στο ΙΚΑ Περιστερίου —περνούσα με το αυτοκίνητο και σταμάτησα, πήγαινε να του θεωρήσουν κάτι φάρμακα— πάθαινα κάτι σαν διπλωπία: πίσω από το κεφάλι του, που έμοιαζε λίγο με μαδημένο κεφάλι γερακιού, έβλεπα μια δεύτερη φιγούρα, λίγο θαμπή, με χακί δίκωχο. Μα όταν δοκίμαζα να του τα θυμίσω, καμιά φορά που περνούσα από το σπίτι του στην Ανθούπολη και σταματούσα να πιούμε καφέ στο τσιμέντο της αυλής του, ανάμεσα σε δυο τενεκέδες με γαρδένιες που τις φρόντιζε μόνος του —συνταξιούχος πια του ΙΚΑ, σαράντα χρόνια αρτεργάτης— ο Ηλίας κουνούσε αόριστα το χέρι του κι έλεγε: «Πάνε αυτά». Ύστερα σώπαινε για λίγο και πρόσθετε: «Τότε ήταν άλλος καιρός. Ήμασταν κι εμείς παιδιά, πάνω στην τρέλα μας» — κι άλλαζε κουβέντα.
Πάνε λοιπόν αυτά, έγιναν εμβατήρια για τα ραδιόφωνα και πατριωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, κάθε 28 Οκτωβρίου, σχεδόν σαν αγγαρεία. Οι πιο πολλοί, κυρίως οι νέοι, γυρίζουν αλλού το κουμπί. Οι άλλοι, της ηλικίας μου και πάνω — πού να ξέρεις; Πριν από μερικά χρόνια με καλέσανε κι εμένα σε μια εκπομπή, να πω ό,τι θυμάμαι, επειδή είμαι από κείνα τα μέρη κι ανήμερα στις 28, κατά το μεσημέρι, είχαμε κιόλας τους Ιταλούς στο χωριό μας.
Φαντάζομαι ότι παράξενες συμπτώσεις συμβαίνουν σε όλους του ανθρώπους, αλλά οι πιο πολλοί, παραδομένοι στα καθημερινά τους, χωρίς αίσθημα και χωρίς φαντασία, δεν τις προσέχουν. Λίγοι είναι εκείνοι —ίσιος ένας στους χίλιους— που όταν τους συμβεί μια τέτοια σύμπτωση, τρομάζουν ως τα κατάβαθα της ψυχής τους, γιατί άκουσαν τη μυστική δύναμη και νιώθουν στα χέρια της σαν παιχνιδάκια. Δούλευα τότε στ' Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας και καθώς ζούσα μόνος και περίμενα το Σαββατοκύριακο, για να κατέβω στην Αθήνα, όσο ακόμα ο καιρός ήταν καλός, έπαιρνα τ' απογεύματα το αυτοκίνητο κι έκανα μικρές εκδρομές στα πέριξ. Προσπαθούσα μ' αυτόν τον τρόπο να ξεφύγω λίγες ώρες από τον κλειστό κόλπο, που τον μπούκωνε μια μυρουδιά αιθέρα από το εργοστάσιο αλουμίνας, της Πεσινέ, και μου 'φερνε ναυτία, μόλις έπαιρνε να βραδιάζει και φυσούσε εκείνο το λεπτό θαλασσινό αεράκι, ο μπάτης που το λέγανε άλλοτε. Προσπαθούσα πιο πολύ ν' απαλλαγώ από το αίσθημα της ασφυξίας που μου προκαλούσε η ιδέα πως ήμουν εγκλωβισμένος, υποχρεωμένος να περνώ τις μέρες μου σε μια γαλλική αποικία μες στην καρδιά της Ρούμελης, ιδέα που δεν ήταν της φαντασίας μου —για να εξηγούμαστε—, αλλά καθημερινή πραγματικότητα που τη ζούσα κάθε λεπτό, σε κάθε βήμα: στα σπίτια και στα καταστήματα που ήταν όλα της Πεσινέ, και πιο πολύ στους ανθρώπους, που ήταν κι αυτοί της Πεσινέ, εργάτες με κοιλιές τουμπανιασμένες απ' το φθόριο —οι πρώην βοσκοί του Παρνασσού και του Ελικώνα— ή γραφιάδες, κάτι Αθηναίοι τέλεια αλλοτριωμένοι, που κατοικούσαν σε ειδικές κατοικίες στην άκρη του οικισμού.
Ένα απόγευμα ανέβηκα στη Δεσφίνα*. Αυτό το χωριό, απομονωμένο καθώς ήταν, με την παλαιική του όψη, με την πλατεία στη μέση και τα μεγάλα πλατάνια που τη σκιάζανε, μου φάνηκε πως διατηρούσε μια λεβεντιά ρουμελιώτικη, ας πούμε, καθώς ήξερα κιόλας ότι εκεί κοντά ήταν κι η εκκλησία του Αϊ-Γιάννη, όπου ο Μακρυγιάννης είχε κάνει τις συμφωνίες με τον άγιο, όταν δοκίμασε να ρίξει το ντουφέκι του πατριώτη του κι εκείνο ετσακίστηκε.
Κάθισα λοιπόν σ' ένα από τα σιδερένια τραπεζάκια της πλατείας, ήρθε το γκαρσόνι και παράγγειλα τσίπουρο, που πολύ μου αρέσει. Μάλιστα αυτός ήταν στο βάθος και ο λόγος που είχα προτιμήσει τη Δεσφίνα εκείνο το απόγευμα. Αλλά το γκαρσόνι μου είπε πως δεν υπάρχει τσίπουρο. — «Ούζο σκέτο ή με κρακεράκια», βιάστηκε να με πληροφορήσει, προφανώς για να με αποτρέψει και από αυτό και να με οδηγήσει όπου εκείνος ήθελε.
— «Άλλο;» — «Καμπάρι. Και νεσκαφέ φραπέ».
Πρόσεξα πως μιλούσε χωρίς να με κοιτάζει. Πείσμωσα. — «Ούζο» είπα. «Ούζο σκέτο».
Κοίταξα γύρω μου μια δυο συντροφιές νεαρούς που ρουφούσαν μακάρια το νεσκαφέ τους με το καλαμάκι, με τ' ακριβά μπλουτζίν, που τα ξεβάφουν για να φαίνονται παλιά, με τα χοντρά σπορτέξ παπούτσια τους απαριασμένα πάνω στις καρέκλες. Άρχισα να βράζω. «Καημένε Μακρυγιάννη», είπα κι εγώ με τη σειρά μου, «για ποιους το τσάκισες το χέρι σου»*. Ήμουν άδικος βέβαια, αλλά το σκέτο ούζο και το γκαρσόνι μού είχαν χαλάσει τη διάθεση. Πάντως θα ήταν μάταιο να τους ρωτήσω για την εκκλησία του Αϊ-Γιάννη.
Εκεί λοιπόν που χάζευα γύρω και προσπαθούσα να συμβιβαστώ με όλα αυτά, βλέπω και περνάει δίπλα μου ένας παπάς. Ψηλός, γεμάτος, με μεγάλη γενειάδα. Θεωρία δεσποτική. Ίσως επειδή τον κοίταζα επίμονα, ίσως επειδή με είδε ξένο, με καλησπέρισε.
«Κάθισε, παπά μου» του λέω. «Κάθισε να πιεις κι εσύ ένα ούζο και να μου κάνεις παρέα».
Κάθισε κι αρχίσαμε τις πρώτες δοκιμαστικές ερωτήσεις που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις.
«Κι από πού είσαι;» μου λέει.
«Από την Ήπειρο» του λέω.
«Από ποιο μέρος;»
«Δεν θα το ξέρεις» του λέω. «Κοντά στην Κακαβιά, αν έχεις ακούσει, στ' αλβανικά σύνορα».
Πρόσεξα που έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Πώς δεν το ξέρω;» μου λέει. «Ήμουν φαντάρος εκεί, το '40, στο φυλάκιο. Εμείς ανατινάξαμε τη γέφυρα, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Εγώ με άλλους δύο».
Πραγματικά ζαλίστηκα καθώς ένιωσα ξάφνου ένα δυνατό χέρι να μ' αρπάζει και να με πετάει σαράντα τόσα χρόνια πίσω. Βρέθηκα ανακαθισμένος στο κρεβάτι μου, τρομαγμένος από τη δυνατή έκρηξη που ταρακούνησε το πατρικό μου σπίτι και με ξύπνησε μες στα χαράματα, μόλις που άρχιζε να φωτίζει. Θυμήθηκα που βγήκαμε ύστερα στους δρόμους και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, κι άλλος έλεγε να φύγουμε στα Γιάννενα, άλλος να πάρουμε τα λόγγα να κρυφτούμε. Τότε ήρθανε τρεις στρατιώτες, που οπισθοχωρούσαν από τα σύνορα.
Οι δυο ήταν ξένοι, ο τρίτος κοντοχωριανός μας, τον ξέρανε όλοι. Αυτός σερνόταν. Οι άλλοι δυο του είχαν πάρει το όπλο και το γυλιό και τον κρατούσαν από τις μασχάλες, για να μη σωριαστεί. Ήταν χλομός και κάθε τόσο μουρμούριζε: «Το σπαθί μου, ο μαύρος! Το είδα δυο κομμάτια». Φωνάξανε τον Παπαχριστοδούλου, μακαρίτη τώρα, που είχε κάμει ένα φεγγάρι νοσοκόμος, και του 'κανε μια ένεση κάμφορας, της καρδιάς. Κι εν τω μεταξύ τους φέρανε ένα μπουκάλι με ρακί, κι εκείνοι λέγανε πως είχαν διαταγή ν' ανατινάξουνε τη γέφυρα της Κακαβιάς και να φύγουν για το Καλπάκι, αλλά οι Ιταλοί την είχαν επισημάνει και τους ρίχνανε με τους όλμους. Εκεί πετάχτηκε ένα βλήμα και χτύπησε το στρατιώτη στο μπούτι, αλλά βρήκε στην ξιφολόγχη και γλίτωσε το πόδι. Μόνο το σπαθί του τσακίστηκε. Ήρθε ο Παπαχριστοδούλου, έκανε την ένεση και φύγανε.
«Καλά τα θυμάσαι» είπε ο παπάς και σώπασε.
Ύστερα από την πρώτη έκπληξη το πρόσωπό του είχε ημερέψει πάλι. Για λίγο αφαιρέθηκα κι εγώ. Εκεί που βασίλευε ο ήλιος έβλεπα τις μακριές σειρές κι άκουγα το τραγούδι τους:
Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι
να σε ξυπνήσω
Πίσω από το κεφάλι του παπά, η φιγούρα με το δίκωχο. Άρχιζε η διπλωπία.
«Να 'ρχεσαι» μου λέει στο τέλος ο παπα-Νικόλας, όταν σηκώθηκα να τον χαιρετήσω. «Τώρα που βρεθήκαμε γνωστοί...». Και χαμογέλασε.
Ξαναβρεθήκαμε στη Δεσφίνα ακόμα μια φορά. Με είχε πάρει στο τηλέφωνο στ' Άσπρα Σπίτια και μου είπε πως χάθηκα. Ήρθαν ακόμα δυο παπάδες, νέοι αυτοί, ένας δάσκαλος και τρεις άλλοι, γίναμε μεγάλη παρέα. Όταν πήρε να νυχτώνει σηκώθηκα να φύγω.
«Πού πας;» μου λένε. «Τώρα να φύγεις; Τώρα που ψήθηκε το αρνί;» Έτσι βρεθήκαμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου το αρνί ήταν κιόλας κομματιασμένο σ' έναν ταβά, στη μέση του τραπεζιού. Τραβήξαμε τις κουρτίνες να μη μας βλέπουν από το δρόμο και το ρίξαμε στο τραγούδι. Οι δυο οι παπάδες, οι νιότεροι, τραγουδούσαν καλά και ξέρανε όλα τα ρεμπέτικα. Τραγούδησαν ως και την Κανναβουριά. Σε όλο αυτό το διάστημα ο παπα-Νικόλας καθόταν δίπλα μου και φαινόταν να το ευχαριστιέται χωρίς να μιλάει πολύ. Όταν περασμένα μεσάνυχτα, πια, κινήσαμε να φύγουμε ζαλισμένοι, ο δάσκαλος πλησίασε και μου είπε: «Ο παπα-Νικόλας το είχε οργανώσει. Για σένα».
Τον άλλο μήνα μού ήρθε κι η μετάθεση για την Αθήνα.
Το βράδυ λοιπόν της εκπομπής που λέγαμε, 28 Οκτωβρίου, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν κάποιος από τη Δεσφίνα, δεν τον ήξερα. Είχε ιδεί την εκπομπή, έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο και με πήρε να μου πει πως ο παπα-Νικόλας είχε πεθάνει εκείνες τις μέρες.
Ποιος λοιπόν τα κουμαντάρει όλα αυτά;
Όλο έλεγα να καθίσω να το γράψω —για μένα βέβαια, μονάχα— κι όλο ανέβαλλα. Έτσι περάσανε τέσσερα χρόνια χωρίς να το καταλάβω. Τελευταία ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα, ώσπου να ξημερώσει νυχτώνει πάλι. Εν τω μεταξύ έκανα εκείνα τα δυο μου ταξίδια στην Αλβανία και τις προάλλες έφυγε κι ο ξάδερφός μου ο Ηλίας. Παίζω τώρα με τις φωτογραφίες μου, που τις ενώνω πότε έτσι πότε αλλιώς, και τους θυμάμαι. Σε λίγα χρόνια δε θα 'χει μείνει τίποτε απ' αυτούς. Κι ίσως δε θα υπάρχει και κανείς να τους θυμάται.