Απ' τα παράθυρα του δωματίου μου τ' απογέματα βλέπω μακριά τον κάμπο και τα βουνά της Θεσσαλίας, πότε ηλιόλουστα μέσα στη δύση, πότε συννεφιασμένα και βροχερά, κάθε φορά όμως κι ένα διαφορετικό τοπίο. Ρεμβάζω και σιγοτραγουδώ. Μετά κάθομαι στο γραφείο μου και γράφω λίγο, μετράω τα λεφτά μου μέχρι την τελευταία δραχμή και τα διαιρώ με τις μέρες του μήνα για να δω τι μου αναλογεί καθημερινά και διαβάζω δυο τρία βιβλία μαζί περνώντας διαδοχικά απ' το ένα στ' άλλο. Γενικά θα έλεγα πως τ' απογέματα έχω μια ανεξήγητη νευρική δραστηριότητα. Άλλες πάλι φορές καταφεύγω στα μπαούλα που είναι μοιρασμένα σε διάφορα σκονισμένα και κατάκλειστα δωμάτια, στους διαδρόμους και στην αποθήκη, μπαούλα αληθινά μαυσωλεία. Εκεί αρχίζω το ψάξιμο, μια απασχόληση που κάνει την καρδιά μου να χτυπά ερωτευμένα. Σ' αυτές τις έρευνες ανακαλύπτω στοίβα από φιυτογραφίες. Τις απλώνω στο πάτωμα και τις ταξινομώ. Τις περισσότερες φορές βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Δεν αναγνωρίζω τις χρονιές, τις πόλεις, τα χωριά, τις πλατείες, τα ποτάμια, τους καθεδρικούς ναούς, τις κάτασπρες εκκλησίες του Αιγαίου, τα ξενοδοχεία, τα παλάτια, δεν αναγνωρίζω τίποτα. Το χειρότερο όμως απ' όλα είναι πως δε θυμάμαι ούτε τα πρόσωπα που ασφαλώς θα ήταν φίλοι ή γνωστοί μου, αφού έχουμε φωτογραφηθεί μαζί. Ούτε πρόσωπα λοιπόν ούτε τοπία, αναρωτιέμαι γιατί τις φυλάω ακόμα αυτές τις φωτογραφίες. Ίσως όμως μια μυστική δύναμη να με δένει μαζί τους, ίσως όλο και κάτι αόριστα να μου υπενθυμίζουν, κάτι που κάποτε τ' αγαπούσα, άσχετα, αν τώρα το ξέχασα. Τις απλώνω λοιπόν σαν πασιέντζα στο χαλί και τις χαζεύω με τις ώρες, αλλάζω τις θέσεις τους και ξεσπάω σε φωνές όταν, μετά από επίμονες αναλύσεις, καταφέρω ν' αναγνωρίσω κάποιο πρόσωπο ή χώρο.
Αμ, δε μου τη γλιτώνεις, φωνάζω, δε μου τη γλιτώνεις, σε θυμήθηκα, Μάρθα μία, αμ, σε θυμήθηκα, λίμνη της Καστοριάς, σας έπιασα στα πράσα και τώρα πια σας θυμάμαι.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές οι καθημερινές φωτογραφίες της ιδιωτικής μου ζωής. Έχω κι άλλες που φαίνεται πως πάρθηκαν σε διάφορες κοινωνικές ή πολεμικές εκδηλώσεις που έλαβα μέρος μάλλον άθελά μου. Σε μια φωτογραφία που γράφει από πίσω «Είσοδος του Ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη» φέρω το βαθμό του λοχία στ' αριστερά της διμοιρίας. Στο βάθος διακρίνεται ένας καβαλάρης με λοφίο και στα διώροφα σπίτια κυματίζουν ελληνικές σημαίες. Κρατώ στο χέρι τουφέκι και φορώ γυλιό. Μοιάζει σαν να τα έχω ολότελα χαμένα. Σε μια άλλη φωτογραφία φορώ στολή μακεδονομάχου και βρίσκομαι πρώτος, απ' τ' αριστερά, μιας ομάδας οπλοφόρων με σταυρωτά φισεκλίκια και μεγάλα τσιγκελωτά μουστάκια. Όλοι είμαστε σκυθρωποί και απειλητικοί. Σε μια άλλη φωτογραφία βλέπω το κεφάλι μου να προβάλει μέσα από σάκους άμμου και να σκοπεύει με μυδράλιο απ' τα δεξιά στ' αριστερά χωρίς να διακρίνεται κανένας στόχος. Σε μια άλλη πάλι καμαρώνω μπροστά σ' ένα ακριδικό μονοπλάνο μ' ένα πολυβόλο σαν προβοσκίδα εντόμου. Σε μια ακόμα χαρακτηριστική φωτογραφία βρίσκομαι σε στάση προσοχής στη γέφυρα του θωρηκτού Αβέρωφ, ενώ ένας ναύαρχος ερευνά με κιάλια κάποιον ορίζοντα. Υπάρχουν επίσης αναρίθμητες φωτογραφίες σε στιγμές δράσης. Αλλού εξορμώ μ' ελληνική σημαία, με ξιφολόγχη, με περίστροφο, με γκρα, με χειροβομβίδα, με σπάθα, μ' αυτόματο, πότε με το βαθμό του δεκανέα, πότε του λοχία ή του επιλοχία, του υποκελευστή, και αρχικελευστή, πάντα όμως υπαξιωματικός, ουδέποτε αξιωματικός. Δε μου έτυχε.
Κι από τραυματική όμως δράση φαίνεται πως δεν υστέρησα. Υπάρχει φωτογραφία μου στο κρεβάτι με το κεφάλι στις γάζες και μια κυρία με γούνα να σκύβει και να μου χαμογελά. Άλλη με το δεξί ή τ' αριστερό πόδι σε νάρθηκα με μια κυρία με γούνα να σκύβει και να μου χαμογελά. Έχω επίσης άλλες φωτογραφίες με γάζες στο στήθος μου, με το χέρι κομμένο στον καρπό, φωτογραφίες που στηρίζομαι σε δεκανίκια ή παρελαύνω με αναπηρικό καροτσάκι σε διάφορες παρελάσεις μπροστά από μνημεία πεσόντων. Πολύ τραυματίστηκα στη ζωή μου, πάρα πολύ.