Νεοελληνική Λογοτεχνία (Γ΄ Λυκείου Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Αλέξανδρος Κοτζιάς

Πολιορκία  Αλέξ. Κοτζιάς, «Πολιορκία» (απόσπασμα) [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

(απόσπασμα)

Η Πολιορκια (1953) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά· η υπόθεσή του ξετυλίγεται σε μια αθηναϊκή γειτονιά στα τελευταία σκοτεινά χρόνια της Κατοχής και σε ατμόσφαιρα όπου κυριαρχεί η σκληρότητα, η σύγχυση και το φάσμα του θανάτου.

Τη Μαργαρίτα θα 'ναι τώρα παραπάνω από δυο χρόνια που την έχουν στο σπίτι. Ήτανε αλήθεια τραγικά τα περιστατικά που τη φέραν κοντά τους, τότε, τον καιρό της μαύρης πείνας, την πρώτη χρονιά που φτάσανε στον τόπο οι ξένοι* και μας ληστέψανε και τη στερνή μπουκιά από το στόμα.

Κάποιο παγερό πρωινό, τον απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο κορμί της μάνας της. Ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ' ασφαλίσει λες, μην της το πάρουν.

Η Χριστίνα έσκυψε και της άφησε λίγα χρήματα στην ποδιά. Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια και τα στύλωσε πάνω της. Εκείνο το βλέμμα κατατάραξε τη Χριστίνα. Ο σφάχτης στη μέση της την έκαμε να νιώθει πιο βαθιά τη δυστυχία του ορφανού.

Οι περαστικοί χασομερούσανε κάμποσο, αλλάζαν δυο κουβέντες και σκορπίζανε αδιάφοροι — ήμασταν τόσο μαθημένοι από τέτοια εκείνες τις μέρες.

— Μαρτύριο! Είναι έτσι δωχάμω από χτες το βράδυ... Μα γιατί δεν ειδοποιούν κανένα: Θα πεθάνει μ' αυτό το κρύο! ακούστηκε αγαναχτισμένη μια φωνή από 'να παράθυρο.

Κάποιος κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. Δεν πήρε απόκριση. Κάμποσοι αργοσαλέψαν τα κεφάλια περίλυπα. Μόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα και της έβαλε στο χέρι ένα κομματάκι κόρα κατάξερο — ένα θησαυρό.

Φεύγανε πια και κείνοι, σαν τους σταμάτησε κάτι σπαραχτικό. Η Χριστίνα ακούμπησε βαριά στο μπράτσο του αντρός της.

Είχε φτάσει ένα σαραβαλιασμένο καμιόνι και κάποιοι πήδηξαν σβέλτα. Η Δημαρχία είχε ορίσει αμάξια να μαζώνουν όσους ξεψυχούσαν στους δρόμους, κι ακόμα όσους τους παραπετούσαν νύχτα οι δικοί τους λαθραία, για να γλιτώσουνε τα έξοδα της ταφής, να 'χουν και τα δελτία* του πεθαμένου διάφορο*. Έτσι παραριγμένοι απομέναν —κάποτε και μέρες— όσο να περάσει ο σκουπιδιάρης και να τους μάσει. Τους σηκώναν τότε και τους παραχώνανε σε μεγάλους λάκκους ομαδικά, δίχως πομπές και λοιπές ιστορίες, ξον* μια σκέτη ευχή που διάβαζε τρεμουλιάρικα κάποιος αγγαρεμένος παπάς.

Οι σκουπιδιαραίοι αρπάξανε το κουφάρι με βιάση και το 'παιρναν. Και τότε η μικρή, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε σαλέψει, τινάχτηκε όρθια, ξεχύνοντας μια σπαραχτική τσιριξιά. Χίμηξε το κατόπι. Τη σπρώξανε. Μα προτού παραπετάξουν στην καρότσα την πεθαμένη, τους γλίστρησε κι έπεσε πάλι πάνω της. Έψαξε μάνι μάνι και κάτι ξετρύπωσε από την τσέπη της. Το 'κρυψε στη χούφτα σφιχτά. Έπειτα, γύρισε αργά και σωριάστηκε στη ρίζα του τοίχου. Ο σκουπιδιάρης της έριξε στα πόδια ένα μαντιλάκι κομποδεμένο, που 'κλεινε ακόμα στα δάχτυλα η νεκρή.

— Άιντε και τη ρέστη κληρονομιά, χωράτεψε από ψηλά.

Το καμιόνι μουγκάνισε και κίνησε χοροπηδώντας στις λακκούβες του δρόμου. Χάθηκε γρήγορα στη γωνιά, μέσα στο σταχτί νερόχιονο που τους έδερνε καταπρόσωπο όλους. Η μικρή απόμεινε μόνη...

Τη Χριστίνα την είχαν πνίξει τα δάκρυα.

— Το φτωχό, τ' ορφανό! θα ξυλιάσει σε τούτη την παγωνιά, ψιθύρισε στο Μηνά. Mα και δεν τολμούσε να του πει τίποτε άλλο. — Τ' ορφανό, το φτωχούλι... το δυστυχισμένο μου το πουλάκι.

Ο Μηνάς στεκόταν ακόμα και δεν την τραβούσε να φύγουν. Έπειτα σίμωσε κι έγειρε πάνω από το μισόγυμνο πλατάκι που αναρριγούσε.

— Έλα μαζί μου στο σπίτι. Θα σου δώσω να φας.

Δεν έβγαλε μιλιά, μήτε ανασήκωσε το κεφάλι. Την τράβηξε από το χέρι. Δεν του 'φερε αντίσταση. Μόνο, όσο να στρίψουνε τη γωνιά, κρατούσε καρφωμένα τα μάτια κατά κει που 'χε χαθεί τ' αυτοκίνητο.

Καθώς την έμπαζε στο σπίτι η Χριστίνα τη ρώτησε πώς τη λένε. Και τότε αναλογίστηκε ότι περπατούσε ξιπόλητη. Δυο μεγάλα μάτια, ζωηρά, κατασκότεινα, λάμπανε παράξενα στο μαντιλοδεμένο μουτράκι.

Αλλά, δυστυχώς, απ' την πρώτη κιόλας μέρα η Μαργαρίτα τούς απογοήτεψε με το δύστροπο χαρακτήρα της. Όλο κείνο τ' απόγεμα δεν άνοιξε το στόμα. Καθότανε σκυφτή σιμά στο πυρωμένο μαγκάλι, με τα χέρια διπλωμένα στις αμασκάλες. Προσέξανε με τι πείσμα βαστούσε σφαλιχτή τη μια χούφτα. Ο Παπαθανάσης τη ρώτησε τι κρατούσε, μα πάλι εκείνη δεν καταδέχτηκε να τ' αποκριθεί. Σφίχτηκε και ζάρωσε πιο πολύ. Τότε της έστριψε το χέρι και της το πήρε. Δεν έβγαλε μιλιά. Ήτανε μια τρύπια μπακιρένια πεντάρα, μαυρισμένη από το χρόνο. Σαν της την έδωσε πίσω, τη χούφτιασε πάλι άλαλη και με την αύριο την πέρασε σ' ένα σπάγγο και την κρέμασε στο λαιμό της για φυλαχτό.

Μόνο κατά τα μεσάνυχτα η Χριστίνα είχε ξυπνήσει από 'να σιγανό, επίμονο κλάμα. Σηκώθηκε κι ανέβηκε στα νύχια ως το πατάρι, πάνω από την κουζίνα, που της είχαν φτιάξει γιατάκι. Τη βρήκε ανακαθισμένη στο στρώμα, να δαγκάνει τη μπατανία. Η Χριστίνα κάθισε αμίλητη πλάι της και τη χάιδεψε. Και τότε η μικρούλα χύθηκε στο λαιμό της και την αγκάλιασε. Ζάρωσε πάνω της μια γροθίτσα και σφιγγόταν στο στήθος της σ' έναν παροξυσμό. Εκεί έκλαψε ώρα πολλή, μ' αναφιλητά, ώσπου λίγο λίγο ξεθύμανε, καταλάγιασε. Η Χριστίνα τής χάιδεψε τα μαλλιά.

— Φτωχό μου παιδάκι, λοιπόν! Φτωχό μου πουλάκι!

Σύχασε τέλος κι αποκοιμήθηκε, βαστώντας της το χέρι σφιχτά.

Το πρωί, τη βρήκανε στην κουζίνα να παλεύει τη λάτρα, ανασκουμπωμένη από τα χαράματα, για «να τους ξεπλερώσει το ψυχικό». Δε δέχτηκε χάδι από τη Χριστίνα, αποτραβιότανε με κακία. Μάλιστα, μια στιγμή, στάθηκε μπροστά της και την κάρφωσε ίσια κατάματα.

- Εχτές το βράδυ έφαγα πολύ και με πείραξε. Ίσα ίσα, εμένα με πονούσε και η κοιλιά μου! της είπε άγρια. Και χάθηκε.

Σύχασε μοναχά σαν ανεγνωρίστηκε η θέση της εκεί μέσα. Πως αυτή θε να την κρατήσουνε στο σπίτι να τους είναι η «δούλα». Άλλωστε, στον κόσμο ήτανε παντέρημη πια. Ψυχή δεν είχε να τη νοιαχτεί.

Απ' την πρώτη κιόλας μέρα αρχίσανε οι στραβοξυλιές. Τη Χριστίνα την έπιανε, ώρες ώρες, απόγνωση με το κακότροπο ετούτο πλάσμα. Της είχε φορέσει πεντακάθαρο φουστανάκι, αφού την έχωσε στη σκάφη και την έγδαρε. Σε λίγο, της παρουσιάστηκε μουντζαλωμένη, σα να 'χε τσαλαβουτήσει στο γουρουνοστάσι. Μαυρίλες σ' όλο το μπούστο, στην ποδιά, στα μανίκια. Τη μάλωσε, της έδωσε αλλαξιά και την έβαλε να τα πλύνει μονάχη. Την άλλη μέρα ξανά τα ίδια. Το φουστάνι κατάμαυρο, λες και κυλιόταν στην καρβουνόσκονη. Την τρίτη πια έχασε την υπομονή.

— Επίτηδες το κάνεις, παιδί μου;

Η Μαργαρίτα χαμήλωσε τα μάτια και κάτι μουρμούρισε. Η Χριστίνα έκαμε το σταυρό της.

— Τι λες! Είσαι με τα καλά σου;

— Πένθος! ψέλλισε και τα τραβούσε από πάνω της. Δεν τα θέλω αυτά!

Συμμορφώθηκε σαν της βρήκανε κάτι σκούρα αποφόρια.

Στο νοικοκυριό όμως βγήκε ξεφτέρι κι η Χριστίνα ξανάσανε. Τους δούλευε σκλάβα από τη μαύρη νύχτα και δεν άφηνε τίποτε ακάμωτο. Άνοιγε κιόλας μονάχη της ιστορίες, για να 'χει κάτι οληνώρα να τους παλεύει. Έτσι κι η κυρά της κατάπινε τ' άδικα και δε μίλαγε.

Αλήθεια, ωστόσο, πως στην αρρώστια της, τον ερχόμενο χειμώνα, η Μαργαρίτα της στάθηκε κερί αναμμένο. Δεν είναι κι εύκολο να λησμονηθεί τέτοια αφοσίωση, νύχτα μέρα, τρισήμισι μήνες. «Θησαυρός πολυτιμότερος κι από τη στοργικότερη θυγατέρα», καθώς το 'λεγε κι ο γιατρός, ο κύριος Δερβένης. Μέσα στους φοβερούς της πόνους την αντίκριζε η Χριστίνα σιμά της, βάλσαμο και παρηγοριά. Μα πάλι, αναλογιζόταν, όλη αυτή η προκοπή τι αξία είχε στο βάθος, έτσι παγερή και αγέλαστη; Μη δεν ήταν σαν ξεπλερωμή κάθε υποχρέωσης; — πάτσι να 'μαστε πια.

Όχι, στην καρδιά της η Μαργαρίτα δεν κρύβει αγάπη για κανένα.

Δημ. Χατζής, «Το παιδί» (απόσπασμα)


ξένοι: τα γερμανικά στρατεύματα της Κατοχής.

δελτίο: πρόκειται για τα κουπόνια με τα οποία οι κάτοικοι των πόλεων προμηθεύονταν από τους φούρνους το λιγοστό ψωμί.

διάφορο: κέρδος.

ξον: (εξόν): εκτός από.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να επισημάνετε τα κυριότερα χωρία του αποσπάσματος που δείχνουν την επίδραση των σκληρών συνθηκών της εποχής στη συμπεριφορά των ανθρώπων.
  2. Πώς ψυχογραφεί ο συγγραφέας τη μικρή ορφανή; Είναι πειστικός;
  3. Να σχολιάσετε την τελευταία φράση του αποσπάσματος.