Μου τηλεφώνησε κάποιος φίλος· καθόμαστε στο ίδιο προάστιο.
— Τα βράδια κλείνεσαι πάντα;
— Εμ;
— Φίνα. Θα 'ρτουμε με το Δημήτρη. Κάτι θέμε να σου ζητήσουμε.
Ήρθανε γύρω στις εννιά. Τους έβγαλα καφεδάκι και μπήκαν αμέσως στο προκείμενο.
— Θέλουμε να μας γράψεις ένα μικρό διήγημα στη μνήμη του Σάββα.
— Για σταθείτε, τους είπα. 'Ετσι ολούρμου* θαρρείτε πως γράφονται τα διηγήματα; Το Σάββα τον αγαπούσα... τον θαύμαζα. Πήγα στην κηδεία του, τον έκλαψα...
— Περιμέναμε πως θα 'λεγες δυο λόγια πριν να τον χώσουν.
— Δεν το σκέφτηκα. Κι ύστερα, ήμουν τσακισμένος. Την παραμονή τον είχα δει που έλεγε τα χωρατά του, κι ήταν τόσο ήρεμος. Και την άλλη, πάει ο καλός ο άνθρωπος.
— Ώστε τον είδες την παραμονή;
— Είναι ένας ξάδερφός μου στο νοσοκομείο, με κήλη, κι είχα πάει να του κάνω συντροφιά. Εκεί μπαίνει το γιατρουδάκι μας: χαιρετούρες, τραταρίσματα, ευγένειες. Ο ξάδερφος, καταλαβαίνετε, είναι στην πρώτη θέση. Γυρίζει μια στιγμή ο γιατρός και μου κάνει: Ξέρεις ποιον έχουμε κάτω, στο θάλαμο; Το Σάββα. Εγχειρίζεται αύριο.
— Ώστε τ' αποφάσισε, λέω.
— Τ' αποφάσισε το θηρίο!
— Κι εσείς, τι λέτε;
Στράβωσε τα μούτρα του. Κατάλαβα.
- Του το είπατε;
— Το ξέρει. Μα προτιμάει να το παίξει τώρα, παρά κάθε μέρα που... Δεν περνάς να τον δεις κατεβαίνοντας;
— Είναι στο κρεβάτι;
— Είναι με τις πιτζάμες, αλλά μπορείς να κρατήσεις το Σάββα πλαγιασμένο;
Κατέβηκα και τον βρήκα στο διάδρομο. Είχε τρεις τέσσερις γυναικούλες γύρω του και τους κουβέντιαζε.
— Γεια σου, Σάββα, του λέω.
— Α, καλώς τον. Μια στιγμή να πεταχτώ στο θάλαμο να δω τι γίνεται ο άρρωστος. Θες να περιμένεις;
— Θα περιμένω, του λέω. Για σένα ήρθα.
Γύρισε σε λίγο.
— Εντάξει, μου λέει. Ο άρρωστός μου κοιμάται βαθιά.
— Ο άρρωστός σου;
— Ε, ναι. Έχω έναν στο διπλανό κρεβάτι κι όλη νύχτα τον πάλευα. Ήθελε να σκοτωθεί. Είχε πάρει σουμπλιμέ* —«ερωτική απελπισία», ακούς εκεί; Τον φέρανε σε κακά χάλια. Κι αυτός ο καλός σου, μόλις συνέφερε κομμάτι*, πήρε δρόμο για την ταράτσα, να τα δώσει από κει πάνω. Καλά που τον κατάλαβα κι έτρεξα πίσω του. Το λαρύγγι μου γάνιασε* να τον κατηχάω όλη τη νύχτα. Ερωτική απελπισία, σου λέει. Να δεις κράση, να δεις κορμί. Ε, ρε, αδικίες ο κόσμος...
— Ώστε, Σάββα, τ' αποφάσισες;
— Να σου πω. Θέλω να ζω και να ξέρω πως σε κάτι χρησιμεύω. Έτσι, με το σήμερα και το αύριο δεν μπορώ να βάλω πλάνο. Τι να περιμένουμε και να χάνονται οι μέρες;
— Κι ο γέρος σου θα έρτει αύριο;
Εκεί τo μούτρο του για μια στιγμή συννέφιασε μα γρήγορα φωτίστηκε από μια εύθυμη σκέψη.
— Έπρεπε να πάρω τις πιτζάμες μου, κατάλαβες; Του είπα λοιπόν πως η Εταιρεία με στέλνει στο Κάιρο, για να παραλάβω καινούριο καμιόνι* και θα λείψω μέρες. Φρόντισα και του γέμισα το κουτί του καφέ για μια βδομάδα. Τίποτ' άλλο δε χρειάζεται. Τι να τον έχω να τρώγεται; Αν είναι να το μάθει, θα το μάθει μια και καλή.
Κάθισα με το Σάββα κάπου δυο ώρες κι όλο με το καλαμπούρι και το χωρατό του ήταν. Θυμηθήκαμε τα παλιά. Πώς γνωριστήκαμε κάτω από τις βόμβες μια νύχτα συναγερμού, που τριγυρίζανε τα Μέσερσμιτ* πάνω απ' την Αλεξάντρεια... Σηκώθηκα για να φύγω και δεν ήξερα πως να τον αποχαιρετήσω. Ο μορφασμός του γιατρού μού τριβέλιζε το μυαλό, και μ' έπιασε γλωσσοδέτης.
— Έλα να φιληθούμε, μου λέει εκείνος. Αν δεν ξανανταμώσουμε, εσύ τη δουλειά σου, σύμφωνοι;
— Αυτά να γράψεις, μου κάνει ο Δημήτρης.
— Μα με τέτοια δε γίνεται διήγημα, δεν το καταλαβαίνεις; Αν έχεις να μου πεις τίποτα παράξενο, τίποτα έκτακτο που να έκανε...
— Δημήτρη, πες του για τους αστυφύλακες.
— Σώπα, μωρέ Νικόλα. Τι να τους κάνει τους αστυφύλακες; Α, να κάτι: Θυμάσαι τότε επί Φαρούκ*, που κανείς δεν τολμούσε να κατεβεί στο δρόμο για να μαζέψουμε υπογραφές στη Διακήρυξη της Στοκχόλμης*. Ο Σάββας έκανε την αρχή. Διάλεξε τον τομέα του Τελωνείου και τον αλώνισε. Άλλους, τους πιάσανε. Δυο φάγαν απέλαση, θυμάσαι; Μα ο Σάββας όχι μόνο δεν πιάστηκε, αλλά κατάφερε και να πάρει την υπογραφή του αξιωματικού που του έκανε την ανάκριση.
— Πώς τον κατάφερε;
— Του εξήγησε. Του διάβασε τη διακήρυξη κι ο άλλος είπε: Μα τούτο το υπογράφω κι εγώ.
— Άλλες λεπτομέρειες; Αν ξέραμε περισσότερα...
— Τι τα χρειάζεσαι; Δε σου φτάνει πως πήρε την υπογραφή εκεινού που θα διάταζε να τον πιάσουν;
— Στο διήγημα δεν είναι τα γεγονότα που λογαριάζουν, μα πώς γινήκανε και πώς τα περιγράφεις. Χωρίς ψυχολογικές λεπτομέρειες κανείς δε θα σε πιστέψει.
— Δημήτρη, πες του για τους αστυφύλακες.
— Σώπα, μωρέ. Δε βλέπεις τι σου λέει;
- Γράψε τότε για την κηδεία. Για το γέρο του και τ' αδερφάκι του. Τι ωραία που στάθηκαν. Γράψε για τον κόσμο που έκλαιε...
— Α, τώρα θυμήθηκα, τον έκοψε ο Δημήτρης. Αλλά τούτο δε θα μπαίνει σε διήγημα. Ήταν όταν τον ψέλναν στο εκκλησάκι. Είχα μείνει στα σκαλοπάτια και με διπλάρωσε ο ένας από τους νεκροθάφτες, ο Ρωμιός. Βυθομετρούσε την κατάσταση για το φιλοδώρημα: Για κοίτα κόσμος, μου λέει. Πού βρέθηκαν τόσοι γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι. Τι κοπέλες, τι γέροι, τι παιδιά. Τόση αργατιά. Παλαιοί πολεμιστές και ανάπηροι με τα λάβαρα... Τι ήταν ο μακαρίτης;
— Σοφέρ, του κάνω. Σοφέρ σε καμιόνι.
— Τίποτα μασονία*, ε;
— Ποια μασονία τσαμπουνάς*, ευλογημένε. Άνθρωπος ήταν σαν κι εμάς.
— Και τόσα κόκκινα τριαντάφυλλα; Αλλού αυτά... Εδώ κοντεύει ν' αδειάσετε τ' ανθοπωλεία. Εκτός αν δεν ξέρεις του λόγου σου. Μα το Σταμάτη (θα τον λένε Σταμάτη) δεν τον γελάει κανείς. Χρόνια στο επάγγελμα. Μπορώ με το πρώτο να σου πω αν ο μακαρίτης είχε τη σειρά του, αν τον κλαίνε στ' αλήθεια ή στα ψέματα. Του λόγου σου, για παράδειγμα, συγγενής σου ήταν;
— Συγγενής όχι, μα φίλος.
— Τι φιλίες μπορούσες να έχεις του λόγου σου μ' ένα σοφέρ; Βλέπεις; Κι άκουσε να σου πω. Χρόνια έχω να δω τόσους πολλούς να κάνουνε σειρά, ποιος θα πρωτοσηκώσει το σεντούκι. Πολύ παράξενος σοφέρ, μα την αλήθεια!
— Αμ, οι δυο αστυφύλακες; είπε τώρα ο Νικόλας. Πώς το πήρανε χαμπάρι και τρέξανε;
— Οι δυο που ήταν στην κηδεία; Είπα εγώ. Θα τους έστειλε η Ασφάλεια.
— Ασφάλεια και πράσινα άλογα! Ήταν της Τροχαίας, φίλοι του. Όλοι της Τροχαίας τον ξέραν και τον αγαπούσαν. Όποιος ήθελε φάρμακο στο Σάββα πήγαινε. Τον σταματούσαν με το καμιόνι του όπου και να 'ταν, σε σταυροδρόμι, στην Κορνίς*. Το και το, του λέγανε: το κεφάλι, τα νεφρά, ρευματισμοί. Κι αυτός τους βόλευε. Με δείγματα από το φαρμακεμπορείο που δούλευε.
Σωπάσαμε κάμποσο. Σα να μας φάνηκε πως ο Σάββας πηγαινοερχόταν μέσα στο γραφείο με την ντουμανιασμένη* ατμόσφαιρα. Χαμογελούσε ήρεμα: Αν δεν ξανανταμώσουμε, εσύ τη δουλειά σου. Σύμφωνοι;
— Τι λες, γίνεται τίποτα;
— Δε σας υπόσχομαι. Μα θα προσπαθήσω.
Τους έβγαλα ως το κεφαλόσκαλο. Με καληνύχτισαν και φύγανε.