Νεοελληνική Λογοτεχνία (Γ΄ Λυκείου Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Pablo Picasso (1881-1973), «Προσωπογραφία κοριτσιού». Μέρος της δωρεάς έργων διάσημων Γάλλων καλλιτεχνών στην Εθνική Πινακοθήκη «σε ένδειξη αγάπης και θαυμασμού για την ηρωική στάση του ελληνικού λαού στον πόλεμο και την αντίσταση 1940-44» (1946).

Pablo Picasso (1881-1973), Προσωπογραφία κοριτσιού. Μέρος της δωρεάς έργων διάσημων Γάλλων καλλιτεχνών στην Εθνική Πινακοθήκη «σε ένδειξη αγάπης και θαυμασμού για την ηρωική στάση του ελληνικού λαού στον πόλεμο και την αντίσταση 1940-44» (1946).

 

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Πεζογραφια

Ο Λογοτεχνης Ζει σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον —ιστορικό, κοινωνικό, πολιτισμικό— το οποίο τον διαμορφώνει. Αυτό το περιβάλλον, οποιοδήποτε κίνημα ή σχολή αν ακολουθεί ο λογοτέχνης, επηρεάζει το έργο του. Το λογοτεχνικό έργο φανερά ή υπόγεια εκφράζει την εποχή στην οποία ανήκει.

Στο Γ' τεύχος των ΚΝΛ περιέχονται πεζογραφήματα που ανήκουν κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο και ελάχιστα νεότερα. Συμβατικά τα χρονικά όρια της μεταπολεμικής περιόδου εκτείνονται από το 1945-1974, δηλ. από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την Ελλάδα μέχρι το τέλος της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974). Οι πεζογράφοι που γεννήθηκαν στις δεκαετίες του '20 και του '30 —υπάρχουν και μερικοί παλαιότεροι— και πρωτοεμφανίστηκαν στα χρονικά όρια 1945-1974 ονομάζονται μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Έχουν όλοι τους λίγο πολύ ένα κοινό βιωματικό υπόστρωμα από την κρίσιμη δεκαετία του '40 και από τα μεταπολεμικά χρόνια που σημάδεψαν τη ζωή τους.

Την ίδια όμως μεταπολεμική εποχή εξακολουθούν να εκδίδουν τα έργα τους —μερικοί μάλιστα, τα πιο σημαντικά— και πεζογράφοι που ανήκουν στη γενιά του '30 — Στρ. Μυριβήλης, Αγγ. Τερζάκης, Γιώργος Θεοτοκάς, Κοσμάς Πολίτης κ.ά. — αλλά ακόμη και παλαιότεροι, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, που εκδίδει τα μυθιστορήματά του μετά τον πόλεμο. Όσοι πάλι γεννήθηκαν μετά το τέλος τον Εμφυλίου (1949) και δεν έχουν βιώματα από τη δεκαετία του '40, είναι, ας πούμε, οι σύγχρονοι πεζογράφοι. Τον όρο τον χρησιμοποιούμε συμβατικά, για να διακρίνουμε τους νεότερους από τους μεταπολεμικούς. Ορισμένοι κριτικοί, στην προσπάθειά τους να τους ταξινομήσουν, τους κατατάσσουν σε γενιές χρησιμοποιώντας καταχρηστικά τον όρο γενιά: «γενιά του '70», «γενιά του '80» κτλ.

Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από τους ομοτέχνους τους της γενιάς του '30, καθώς και πολλά κοινά μεταξύ τους. Οι εκπρόσωποι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στην πλειονότητά τους ωριμάζουν στην κρίσιμη δεκαετία του '40, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν και μερικοί μεγαλύτεροι στην ηλικία, όπως π.χ. ο Στρατής Τσίρκας (1911-1980), που δημοσίευσε ποίηση πριν από τον πόλεμο, αλλά τα πεζά κείμενά του τα δημοσίευσε στη μεταπολεμική περίοδο. Στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ανήκουν όσοι γεννήθηκαν μετά το 1930 και δεν είχαν λόγω ηλικίας ανάμειξη στα γεγονότα και τις συγκρούσεις της εποχής.

Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι έχουν κοινές ιστορικές εμπειρίες και κοινή συνείδηση ότι διαφέρουν από τους προηγούμενους. Μερικοί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο. Όσοι από αυτούς ανήκαν στο αριστερό ιδεολογικό στρατόπεδο, πλήρωσαν τις συνέπειες της ήττας μετά το τέλος του Εμφυλίου με εξορίες, φυλακίσεις, αποκλεισμούς. Οποιαδήποτε όμως κι αν ήταν η τοποθέτησή τους, όλοι τους, κατά τον ένα ή κατά τον άλλο τρόπο, σήκωσαν το βάρος της δύσκολης εκείνης εποχής κι αυτό επηρέασε το έργο τους.

Η συσσώρευση τέτοιων εμπειριών από το παρελθόν, τα αδιέξοδα του παρόντος και η άγνωστη έκβαση του μέλλοντος ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στη μεταπολεμική πεζογραφία. Και όσο η πεζογραφία αυτή προσεγγίζει την πραγματικότητα, είτε θεματικά είτε ψυχολογικά, και δεν αναζητά καταφύγιο σε θέματα ιστορικά ή στη λυρική απεικόνιση της ζωής, τόσο περισσότερο σκυθρωπό χαρακτήρα αποκτά.

Τα πρώτα έργα των μεταπολεμικών πεζογράφων εκδίδονται ανάμεσα στα χρόνια 1944-1947. Γύρω στο 1950 αρχίζει να διαγράφεται καθαρότερα η διαφορά των νέων πεζογράφων από τους προηγούμενους και ολοκληρώνεται το 1954 με την έκδοση του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου θα συνεργαστούν πολλοί απ' αυτούς. Οι πεζογράφοι της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς εμφανίζονται κατά κανόνα στη 10ετία του '60. Τη γέφυρα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά θα σχηματίσουν με τα έργα τους ο Κώστας Ταχτσής (1927-1988), συγγραφέας του μυθιστορήματος Το τρίτο στεφάνι (1962), και ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1984) που καλλιέργησε το μικρό αφήγημα με αναφορές σε προσωπικά βιώματα. Ειδικότερα οι πεζογράφοι της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αν και έχουν πολλά κοινά με τους προηγούμενους, εμφανίζονται ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από αυτούς, καθώς δε, διαδραμάτισαν λόγω της ηλικίας τους κάποιο ρόλο στα γεγονότα της δεκαετίας του '40. Γι' αυτό και στα κείμενά τους που έχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, βιωματικό χαρακτήρα, επανέρχονται περισσότερο υπαρξιακά θέματα, όπως π.χ. η μοναξιά, η περιθωριοποίηση και τα ψυχολογικά αδιέξοδα, και λιγότερο πολιτικά (π.χ. Βασ. Βασιλικός, Μένης Κουμανταρέας, Πέτρος Αμπατζόγλου, Χριστ. Μηλιώνης, Τόλης Καζαντζής κ.ά.). Για μερικούς από αυτούς η αναφορά σε γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος επενδύεται με μια διάθεση νοσταλγική (Χριστ. Μηλιώνης, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Περικλής Σφυρίδης).

 

Τασεις της Μεταπολεμικης πεζογραφιας

Είναι τόσο πολύμορφη και πλούσια σε τάσεις η μεταπολεμική μας πεζογραφία και τόσο αξιόλογοι οι εκπρόσωποί της, ώστε δεν μπορούμε, στη σύντομη αυτή εισαγωγή παρά μόνο μερικά, βασικά χαρακτηριστικά να δώσουμε —κι αυτά σχηματικά— αν αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά μόνο ονόματα. Τις κυριότερες τάσεις τις συνοψίζουμε στα εξής:

1. Ρεαλισμός. Οι περισσότεροι από τους μεταπολεμικούς πεζογράφους στρέφονται στη μελέτη και απεικόνιση της πραγματικότητας με διάθεση κριτική και απομακρύνονται από το αστικό περιβάλλον όπου τοποθετούσαν τους μύθους τους οι προηγούμενοι. Μερικοί επιμένουν στην απόδοση των πιο αποκρουστικών και ωμών πλευρών της πραγματικότητας απογυμνώνοντάς την από κάθε συμβατικό εξωραϊσμό (π.χ. Νίκος Κάσδαγλης, Κ. Ταχτσής, Αλεξ. Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Δημ. Χατζής κ.ά.). Είναι πιο υποψιασμένοι τώρα στη χρήση των ρεαλιστικών αφηγηματικών συμβάσεων. Αρκετοί από αυτούς —κυρίως της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς— χρησιμοποιούν την αυτοαναφορικότητα, την τάση δηλαδή να αφηγούνται σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο και να χρησιμοποιούν λιγότερα ή περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία —π.χ. πληροφορίες για τη ζωή, τις ασχολίες, την οικογένεια και τις αναμνήσεις τους— για να δώσουν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι αυτός που μιλάει —ο αφηγητής— και αυτός που γράφει —ο συγγραφέας— είναι το ίδιο πρόσωπο. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό τέχνασμα, για μια μέθοδο δηλαδή αυτοβιογραφική και όχι για αυτοβιογραφία. Αυτή τη μέθοδο που ήταν γνωστή στους πεζογράφους της γενιάς του 1880 (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης) χρησιμοποιούν αρκετοί μεταπολεμικοί πεζογράφοι, κυρίως όμως όσοι έχουν κάποια σχέση με την πεζογραφία της Θεσσαλονίκης (Γιώργος Ιωάννου, Τόλης Καζαντζής, Χριστόφορος Μηλιώνης, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Περικλής Σφυρίδης κ.ά.). Μερικοί από αυτούς ονομάζονται και πεζογράφοι της μνήμης, λόγω της κυρίαρχης θέσης που έχει η μνήμη —θεματικά και μορφικά— στο έργο τους.

2. Κοινωνικοί και πολιτικοί προβληματισμοί: Οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, η αυταρχική εξουσία, οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές και η αβεβαιότητα για το μέλλον, καθώς και οι επιπτώσεις που έχουν όλα αυτά στη ζωή των ανθρώπων, είναι μερικά από τα θέματα που απασχόλησαν πολλούς πεζογράφους. Τα πρόσωπα δεν είναι απλοί θεατές των γεγονότων, αλλά συμμετέχουν στη δίνη τους, μεταβάλλονται σε ενεργούμενα των εξωτερικών συνθηκών ή γίνονται θύματα των καταστάσεων. Από την άποψη αυτή η μεταπολεμική πεζογραφία επανασυνδέεται με τη ρεαλιστική παράδοση της γενιάς του 1880 και με τους πρώτους κοινωνικούς ηθογράφους: Κ. Θεοτόκη, Κ. Χατζόπουλο, Κ. Παρορίτη, Δημοσθ. Βουτυρά. Την τάση αυτή εξέφρασαν οι περισσότεροι μεταπολεμικοί μας πεζογράφοι (π.χ. Δημ. Χατζής, Κώστας Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Στρ. Τσίρκας, Μ. Αλεξανδρόπουλος, Σπ. Πλασκοβίτης κ.ά.).

3. Φυγή από την πραγματικότητα: Μερικοί μεταπολεμικοί πεζογράφοι θα αποφύγουν τη ζοφερή πραγματικότητα αναζητώντας καταφύγιο στη λυρική πεζογραφία του κλειστού χώρου. Παρουσιάζουν τους ήρωές τους να ζουν τα ιδιωτικά τους προβλήματα ανεξάρτητα από τα εξωτερικά γεγονότα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως γυναίκες πεζογράφοι. Η Μαργ. Λυμπεράκη π.χ. στα Ψάθινα καπέλα (1946) απεικονίζει την αξέχαστη εφηβεία τριών κοριτσιών σε συνθήκες ειρηνικές, όπου διαχέεται υποβλητικά η ποίηση της καθημερινότητας. Η Μιμίκα Κρανάκη, ένα χρόνο αργότερα, στο μυθιστόρημά της Contretemps (1947) θα παρουσιάσει τις ψυχικές διακυμάνσεις της ηρωίδας της Κυβέλης με τρυφερότητα και ευαισθησία. Αλλά και εδώ ο απόηχος των εξωτερικών γεγονότων είναι πολύ εξασθενισμένος. Ανάλογη στάση βλέπουμε στην Πλατεία Θησείου (1947) της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, στους Χωριάτες (1951) και άλλα ηθογραφήματα του Αστέρη Κοββατζή, στην Κλειστή Ζωή (1952) του Κώστα Στεργιόπουλου. Η Εύα Βλάμη θα αναζητήσει αλλού την έμπνευσή της: στο Γαλαξίδι (1947) και στο Σκελετόβραχο (1949) αντλεί τα θέματά της από την Ιστορία, τους θρύλους και την παλιά δόξα της ιδιαίτερης πατρίδας της, του Γαλαξιδίου. Στην Ιστορία επίσης θα καταφύγει, για να αντλήσει τα θέματά του, ο Άγγελος Βλάχος για τα μυθιστορήματά του Ο κύριός μου ο Αλκιβιάδης (1953) και Οι τελευταίοι γαληνότατοι (1961). Τέλος, η Γαλάτεια Σαράντη στο Βιβλίο της χαράς (1947) και Το Παλιό μας σπίτι (1957) περιορίζεται στη λογοτεχνία του κλειστού χώρου.

4. Νέες εκφραστικές αναζητήσεις: Η νεοελληνική πεζογραφία δέχεται επιδράσεις από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και από τους σχετικούς προβληματισμούς γύρω από το μυθιστόρημα. Η τάση αυτή που είναι αντίθετη προς τη ρεαλιστική παράδοση της πεζογραφίας, η οποία καλλιεργείται κυρίως στο κέντρο, εμφανίζεται κατά τη 10ετία του '30 στην πεζογραφία. Στη Θεσσαλονίκη από την ομάδα του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες (1932-40) —Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Δέλιος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Βαφόπουλος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης κ.ά.— στη Χαλκίδα από το Γιάννη Σκαρίμπα, ο οποίος απέναντι στις ρεαλιστικές συμβάσεις εμφανίζεται ανατρεπτικός με ροπή προς διογκωμένη φαντασία, το παράλογο και τις κωμικές καταστάσεις. Άλλη εκπρόσωπος της μοντερνιστικής πεζογραφίας την ίδια δεκαετία είναι η Μέλπω Αξιώτη στο βιβλίο της Δύσκολες νύχτες (1938). Από το κέντρο είναι ο Γιάννης Μπεράτης με το μυθιστόρημά του Διασπορά (1930). Συμπαγής όμως είναι η ομάδα του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Οι συγγραφείς της ομάδας αυτής μεταφράζουν πρωτοποριακά έργα ευρωπαίων συγγραφέων (Βιρτζίνια Γουλφ, Κατερίνα Μάνσφηλντ, Τόμας Μαν, Μαρσέλ Προυστ, Τζέιμς Τζόυς κ.ά.) και αφομοιώνουν στα έργα τους τεχνικές που είναι αντίθετες προς το πνεύμα του ρεαλισμού, όπως ο εσωτερικός μονόλογος (Στέλιος Ξεφλούδας) και η ροή της συνείδησης (Stream of consciousness). Εισηγητής του εσωτερικού μονόλογου είναι ο Εντουάρ Ντεζαρντέν, ενώ τον όρο ροή της συνείδησης χρησιμοποίησε πρώτος σε διάλεξη με θέμα ψυχαγωγικό ο Γουίλιαμ Τζέιμς και στη συνέχεια τον εγκαινίασαν ως τεχνική της αφήγησης ο Εντουάρ Ντεζαρντέν, η Ντόροθυ Ρίτσαρντσον και ο Τζέιμς Τζόυς. Με την τεχνική αυτή οι συγγραφείς επιδιώκουν να δώσουν στον αναγνώστη την εντύπωση της συνεχούς ροής σκέψεων, αισθημάτων, διαθέσεων και αναμνήσεων, όπως έρχονται αναμεμειγμένα στη συνείδηση χωρίς κάποια ακολουθία διευθετημένη από τη λογική. Στη Θεσσαλονίκη δημιουργείται στην περίοδο του Μεσοπολέμου μια παράδοση του εσωτερικού μονόλογου που συνεχίζεται και στη μεταπολεμική περίοδο με κυριότερο εκπρόσωπο το Νίκο Μπακόλα. Παράλληλη όμως εμφανίζεται μέσα από το περιοδικό του Ντίνου Χριστιανόπουλου Διαγώνιος (1958-1983) και τις εκδόσεις του μια αντίρροπη κίνηση που επιχειρεί να συνδυάσει τα νεωτερικά στοιχεία με την παράδοση της αφηγηματογραφίας και με εμφανέστερη τη ροπή προς το ρεαλισμό και τη βιωματικότητα. Εκπρόσωποι της τάσης αυτής είναι οι Γιώργος Ιωάννου, Νίκος Καχτίτσης, Τόλης Καζαντζής, Σάκης Παπαδημητρίου, Περικλής Σφυρίδης, Τάσος Καλούτσας κ.ά.

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο οι μοντερνιστικές τάσεις παρουσιάζονται αφομοιωμένες όχι μόνο σε συγγραφείς που συνδέονται με τη Θεσσαλονίκη, όπως π.χ. ο Γιάννης Πάνου στο μυθιστόρημά του ...από το στόμα της παλιάς Remington, (1981) αλλά και σε συγγραφείς του κέντρου. Παράλληλα μερικοί από τους μεταπολεμικούς πεζογράφους θα καταφύγουν στη φαντασία για να απεικονίσουν εφιαλτικούς κόσμους —όχι και τόσο ξένους στην πραγματικότητα— και θα αναζητήσουν τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους, για να τους παραστήσουν. Οι πεζογράφοι αυτοί που υποβάλλουν κυρίως έντονες και παράλογες εικόνες επηρεάζονται από νεότερα ευρωπαϊκά ρεύματα —από το θέατρο του παραλόγου π.χ.— τα οποία επιχειρούν να συνθέσουν με την παράδοση. Εκπρόσωποι της τάσης αυτής είναι ο Τάκης Κουφόπουλος, ο Γιώργος Χειμωνάς κ.ά.

5. Η ρεαλιστική γλώσσα: Η μεταπολεμική πεζογραφία, σε αντίθεση με την προπολεμική, χρησιμοποιεί τολμηρότερη ρεαλιστική γλώσσα που είναι κοντά στη καθημερινότητα. Τα πράγματα δηλώνονται με το όνομά τους χωρίς σεμνοτυφία και εγκαταλείπεται η συμβατική καλλιέπεια και ωραιολογία των παλαιοτέρων. Κάποτε η γλώσσα χρησιμοποιείται με τραχύτητα ή αποδιοργανώνεται συντακτικά και λογικά, για να αποδώσει πειστικότερα βάναυσες, παράλογες και εφιαλτικές καταστάσεις. Φυσικά υπάρχουν πάντοτε οι εξαιρέσεις.

Η σύγχρονη Ελλάδα 1945-2000 [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]  Ο Δεκέμβριος του 1944 [πηγή: «Επτά Ημέρες», εφ. «Η Καθημερινή», 4 Δεκ. 1994]

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής