Κλείνει μέσα της μιαν ομίχλη ενώ απ' τ' αυτιά της πίσω
βρίσκει
δρόμο και ακάθεκτο το σούρουπο κατεβαίνει.
Ύστερα γυρίζει στο σπίτι. Ανοίγει
το μεγάλο δωμάτιο όπου
πράγματα περίεργα ενός απόκοσμου «άλλοτε» ενθύμια για να
αφήνει να μεγαλώνει η ερημιά της, μια μηχανή παλιά
ποδοκίνητη του ραψίματος για
να αφήνει να μπαίνει μέσα της ο
μαύρος πλανόδιος τεχνίτης του χρόνου ο ομπρελάς,
το μαύρο
πουλάκι ο θάνατος, μια μηχανή του ραψίματος, έχει.
Ενίοτε τρώει πρώτα, είτε, φορές
φορές, θυμάται!
«Όλα σκόνη, τα πάντα, και στάχτη —ψελλίζει— όλα
σκόνη και στάχτη».
Στρώνει να κοιμηθεί ύστερα σιγά
σιγά και «η ζωή
πέρασε, η ζωή χάθηκε —λέει— το σούρουπο έρχεται,
έφτασε και η
νύχτα νά τη κατεβαίνει, τσακάλι που
έχασε λαγό μες στα στενά του δάσους». |