Δρόμοι — στιλπνά σκούρα χταπόδια
τούτης της χώρας μου,
που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως
βάρος
πορεύεται το μέλλον. Κούρσες,
πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του
πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από
πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε στραφτερές βιτρίνες,
πλάι
σ' αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά
κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ' το πανεπιστήμιο.
Έξω απ' το κτίριο της Βουλής.
Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα
και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ' το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.*
Δρόμοι - παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι - αγωνία. Δρόμοι - φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;
Περιμένουμε ο καθένας στη στάση
του
περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο. |