Στην Αθήνα Μάη μήνα τα κεράσια
είκοσι δραχμές.
Κυριακή πρωί περιστέρια ανάμεσα
στις γκρίζες πολυκατοικίες
και στον μαύρο αχό από την αρωματισμένη φωνή του ανθοπώλη.
Θλιβερά βοσκοτόπια τεχνητών γονιμοποιήσεων, ζώα πίσω από
το μαστίγιο στα δυο σούζα
και η ματιά τρία μέτρα όσο το
κόκκινο κύμα στο απέναντι ερείπιο. Εσύ πού πας;
Τα
παιδιά βγαίνουν περίπατο στο πάρκο φτερά δεν πουλάνε
στεφάνια πλαστικά της Πρωτομαγιάς
και των μνημάτων ναι.
(Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά
σάπια τα χρήματα στα χέρια μου
τα γρόσια σου δεν λάμπουν). Θα περάσουμε κι εμείς
τη νιότη—
βαθιά στο τέλος του καλοκαιριού θα χαθούμε... Αχ! πόλη
που με γέννησες
δεν μ' ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω
πίσω κόβω κλαρί
πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα —τυφλό άλογο περπατώ
και
κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του. |