|
Βιάστηκες
μητέρα να πεθάνεις. |
|
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί
έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
|
5 |
μα
πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα
εξηντατέσσερα |
|
μπορούσες vα 'σφιγγες
τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από
'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά |
10 |
απ' τον κορμό |
|
μα
ναι το ξέρω
γλιστράν
τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να
πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια |
15 |
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος |
|
κολλημένους
στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη
πνιγμένον στα λουλούδια |
20 |
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη |
|
ακούγοντας
τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων |
25 |
κι από τη μέσα κάμαρα — |
|
όμως
εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις
και να μ΄ αγγίξεις μέσ'
από τη σίτα*
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που
'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν* ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει |
30 |
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη |
|
κι από τον δίπλα
θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου. |