Θεματικοί Κύκλοι (Γενικού Λυκείου)

eikona36

Αρχαία ελληνική Φρυκτωρία.
Στηριζόταν σε κωδικοποιημένα σήματα με φλόγες (Τηλεπικοινωνιακό
Μουσείο του ΟΤΕ).

 

 

 

Μέσα μαζικής επικοινωνίας

 

 

 

ΙΟΥΛΙΟΣ Καίσαρ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Αυτοκράτωρ

Το δελτίο ειδήσεων

Δελτίο ηδύσεων

Η ψευδαίσθηση της αλήθειας

Η επικυριαρχία της δημοσιογραφίας

Δημοσιογραφία και πολιτική

Αυτοεξευτελισμός του πολιτισμού

Η γενιά της οθόνης

 

 

 

 

 

ΙΟΥΛΙΟΣ Καίσαρ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Αυτοκράτωρ

 

«ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΕΝ υπάρχουν ειδήσεις...»

«Ποιος το 'πε αυτό;»
«Ο Eco...»
«Και τον Ιούλιο...;»
«Ελάχιστες... μια και προηγείται του Αυγούστου...»
«Το είπε ο ίδιος;»
«Συνάγεται...»
«Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δεν συνεχίζεται η ζωή;»
«Ασφαλώς...»
«Δεν υπάρχουν συμβάντα, γεγονότα;»
«Υπάρχουν, αλλά δεν συνυπολογίζονται...»
«Επομένως, οι ειδήσεις έχουν προστιθέμενη συναισθηματική αξία...;»
«Ναι, γιατί οι ειδήσεις υπάρχουν μόνον εφόσον υπάρχει δέκτης...»
«Θες να πεις ότι, και τον Ιανουάριο ακόμα, αν δεν υπήρχαν δέκτες, δεν θα υπήρχαν ειδήσεις;»
«Μάλλον...»
«Μήπως οι ειδήσεις κατασκευάζονται;»
«Η παρουσίαση και μόνο εμπεριέχει αναγκαστικώς και την κατασκευή.»
«Οι ειδήσεις δεν είναι τα νέα;»
«Μόνο με την έννοια των παλιών που επαναλαμβάνονται... Κάθε δελτίο ειδήσεων εμπεριέχει κάτι που έχει συμβεί και στο παρελθόν, και τώρα επανεμφανίζεται...»
«Και σε τι χρησιμεύουν;»
«Προσφέρουν τη θαλπωρή της επανάληψης... τη σιγουριά ότι μπορούμε ν' αντέξουμε ό,τι έχουν υποστεί, δει, ακούσει άλλοι πριν από μας...»
«Άρα, τι είναι ειδήσεις;»
«Όλα όσα θέλουμε ν' ακούσουμε...»

 

Γιάννης Ευσταθιάδης
«Tragicomedia»

 

 

Ποιες απόψεις διατυπώνει ο συγγραφέας για τις ειδήσεις; Συμφωνείτε; Να σχολιάσετε τον τρόπο με τον οποίο τις εκθέτει.

 

 

 

 

 

Το δελτίο ειδήσεων

 

Με το τέλος του καλοκαιριού και των διακοπών και με την επιστροφή των φίλων και των γνωστών στην Αθήνα σκέφτηκα και έκανα μια πρόχειρη και περιορισμένη έρευνα. Ρώτησα ένα σχετικά μικρό αριθμό ανδρών και γυναικών να απαντήσουν χωρίς μεγάλη σκέψη στο ακόλουθο ερώτημα: Τι βρήκες πιο ενοχλητικό ή πιο δυσάρεστο με την επιστροφή σου από τις διακοπές στην Αθήνα; Όπως θα περίμενε κανείς, οι πιο συχνές απαντήσεις ήταν δύο: η κυκλοφοριακή συμφόρηση και ο βρώμικος αέρας, χωριστά ή και τα δυο μαζί. Άλλες απαντήσεις ήταν: η συνάντηση με τον προϊστάμενο στη δουλειά, η επίσκεψη στην εφορία, η κλήση για παράνομο παρκάρισμα, η επίσκεψη σε νοσοκομείο, τα σκουπίδια στους δρόμους κλπ.

Ιδού όμως η πιο αναπάντεχη και περίεργη απάντηση: το πλέον ενοχλητικό ήταν τα δελτία ειδήσεων (όλων των καναλιών). Προερχόμενη από άνθρωπο που παρακολουθεί ανελλιπώς τα δελτία ειδήσεων, η απάντηση αυτή προκάλεσε το ενδιαφέρον και ζητώντας εξηγήσεις έμαθα τα παρακάτω, τα οποία σας μεταφέρω σε πρώτο πρόσωπο.

«Οι πρώτες μέρες των διακοπών είναι κάπως δύσκολες. Χωρίς εφημερίδα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς τηλέφωνο και fax, γενικά χωρίς υποθέσεις και μακριά από το γνωστό σου περιβάλλον αισθάνεσαι περίεργα και νιώθεις να αλλάζεις ταυτότητα. Σιγά-σιγά αρχίζεις να παρατηρείς τη φύση γύρω σου και ανακαλύπτεις ή μάλλον ανακαλύπτεις ξανά την ομορφιά της, τις άπειρες αποχρώσεις της θάλασσας και των βράχων, την εκπληκτική αρμονία των βουνών και είσαι ευχαριστημένος που είσαι μέρος αυτού του κόσμου. Ταυτόχρονα αρχίζεις να βλέπεις ότι οι άνθρωποι γύρω σου, γνωστοί και άγνωστοι, δεν φωνάζουν όπως πριν, μιλούν αργά και κινούνται ήρεμα όπως ακριβώς και εσύ. Ενώ πριν λίγες ημέρες νόμιζες ότι η γη καταστρέφεται, η Ελλάδα βουλιάζει, ο ουρανός πέφτει πάνω μας και όλα πάνε κατά διαβόλου, ξαφνικά ο κόσμος γίνεται όμορφος ξανά.

Αλλά οι διακοπές τελειώνουν και επιστρέφεις στην Αθήνα χαρούμενος που είσαι σπίτι σου, που ποτίζεις τα λουλούδια σου, ταΐζεις τα γατιά σου και βλέπεις τους φίλους και τους γείτονες. Τότε κάνεις το θανάσιμο σφάλμα, ανοίγεις την τηλεόραση να ακούσεις και να δεις τις ειδήσεις των οκτώ και τριάντα. Την οθόνη σου γεμίζουν ένας κύριος που φαίνεται να σιδερώθηκε μαζί με τα ρούχα του και μια κυρία στολισμένη σαν λατέρνα και σε βομβαρδίζουν εναλλάξ, αλλά με την ίδια σφοδρότητα, με νούμερα φρικτά: τόσοι νεκροί στη Βοσνία, τόσοι πρόσφυγες, τόσοι άστεγοι, τόσοι νεκροί από ναρκωτικά, τόσες ληστείες, τόσες συλλήψεις και αποδράσεις λαθρεμπόρων, τόσες καταστροφές από σεισμούς, τόσες από πλημμύρες, τόσες από πυρκαγιές, τόσες τρομοκρατικές ενέργειες με τόσους νεκρούς και τραυματίες, τόσοι νεκροί σε τροχαία δυστυχήματα... Η πιο ευχάριστη είδηση είναι ο αυριανός καύσωνας. Έλεος, Κύριε. Να γιατί το δελτίο ειδήσεων ήταν η πιο ενοχλητική εμπειρία».

Η παρατήρηση του φίλου θέτει εύλογα ερωτηματικά που απαιτούν ανάλυση και θεωρητικοποίηση. Αυτό που πρώτο έρχεται στο μυαλό μου είναι σχετικό με το αν και σε ποια έκταση τα δελτία ειδήσεων έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Υποθέτω ότι αυτά που παρουσιάζουν και που ανέφερα πιο πάνω είναι μέρος της πραγματικότητας. Αλλά μόνο αυτά συμβαίνουν στον κόσμο ή μόνο αυτά νομίζουν οι συντάκτες των δελτίων ότι μας ενδιαφέρουν; Εκείνοι είναι άρρωστοι ή εμείς; Δεν υπάρχει τίποτα καλό ή όμορφο στον κόσμο που να αξίζει να αναφερθεί στα δελτία ειδήσεων; Μόνο ληστές, βιαστές, σωματέμποροι, λαθρέμποροι, απατεώνες, δολοφόνοι και κάθε λογής καθάρματα; Οι άλλοι, οι άνθρωποι του μόχθου, οι εργάτες της γης, οι άνθρωποι που ξενυχτάνε στα εργαστήρια και στις βιβλιοθήκες, οι άνθρωποι που γενικά ομορφαίνουν τη ζωή μας, αυτοί πού είναι;

 

Θ. Π. Λιανός
Από τον ημερήσιο Τύπο

 

 

  1. Στις διακοπές το άτομο έχει εντελώς διαφορετικές εμπειρίες από αυτές της πόλης. Πώς επιδρούν στον ψυχισμό του; Γιατί το δελτίο ειδήσεων αποτελεί την πιο ενοχλητική εμπειρία της επιστροφής του;
  2. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η παρουσίαση των συγκεκριμένων θεμάτων από τα κανάλια των ειδήσεων; Τι θα απαντούσατε στα τελευταία ερωτήματα του συγγραφέα;

 

eikona37

 

 

 

 

 

Δελτίο ηδύσεων1

 

ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ δελτίο ειδήσεων.

Το σχεδιάζω προσεκτικά, το επινοώ, το προκατασκευάζω.

Αφαιρώ με προσοχή και με λαβίδες καθετί το δυσάρεστο και το οδυνηρό.
Το λογοκρίνω.

Εξαιρώ τα εγκλήματα, διαγράφω τις ληστείες, εξαφανίζω την παραφιλολογία και τις διαδόσεις.

Κρατώ τη φωνή και σκεπάζω τον αντίλαλο, κρατώ τον ήχο και εξαφανίζω τον απόηχο. Ως δια μαγείας, δεν υπάρχουν καταλήψεις, επιθέσεις, απεργίες, πορείες, επεισόδια.

Καταργούνται οι συνδιαλλαγές, οι αντεγκλήσεις, οι συγκρούσεις, οι αιχμηρές δηλώσεις και οι υβριστικές ανταπαντήσεις.

Δεν υπάρχουν νεκροί από ατυχήματα, από τροχαία, από ναρκωτικά.

Δεν εκπυρσοκροτούν πιστόλια, δε βγαίνουν μαχαίρια.

Δεν υπάρχουν κυβερνητικές αποφάσεις που να ζορίζουν, στοιχεία της φύσης που να καταστρέφουν, ανθρώπινες παρεμβάσεις που να πυροδοτούν.

Δεν υπάρχουν λαϊκές εξεγέρσεις, επαναστάσεις, αλλά ούτε και τρομοκρατικές ενέργειες, βομβιστικές απόπειρες, λεκτικά πυροτεχνήματα.

Δεν υπάρχουν παρασκήνια, ίντριγκες, δολοπλοκίες και συνωμοσίες...

 

Θεέ μου, τι τερατούργημα δημιούργησα...

Τι πληκτικά εξιδανικευμένο κόσμο, όπου ο αντικατοπτρισμός του δεν ενδιαφέρει κανέναν, δεν συγκινεί, δεν συναρπάζει «δι' ελέου και φόβου»!

Τι ειδυλλιακό και στείρο κατασκεύασμα, χωρίς κορυφώσεις και δραματικές εξάρσεις, χωρίς συγκινησιακά δρώμενα και θεατρική δομή!

Ιδανικό πρόγραμμα για μηδενική θεαματικότητα· γιατί, σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η ενημέρωση υποχρεούται να αποκτά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, έστω και αν η ψυχαγωγία αυτή στηρίζεται στην αρνητική πλευρά των πραγμάτων.

Αλλά γιατί να γίνει και αλλιώς;

Πέρα από τον βασικό ορισμό της είδησης που αποστηθίζουν οι σπουδαστές της δημοσιογραφίας («ο άνθρωπος που δαγκώνει σκύλο»), αν δεν υπήρχε το αδηφάγο βλέμμα, η μελοδραματική ροπή και η σαδομαζοχιστική διάθεση του μέσου ανθρώπου, πολλά πράγματα δε θα είχαν γίνει.

Δε θα 'χε γεννηθεί το αστυνομικό μυθιστόρημα.

Δε θα 'χαν επινοηθεί τα κόμικς.

Δε θα 'χαν δημιουργηθεί ήρωες περιπετειών.

Δε θα 'χαν ανθίσει οι ταινίες καταστροφής, όπου οι πύργοι καίγονται και αεροσκάφη συντρίβονται. [...]

Ο Τσακιτζής, εφφές του Αϊδινίου, δε θα 'ταν πολυετής επιφυλλίδα στις παλιές εφημερίδες.

Δε θα 'χαν εξελιχθεί σε λαϊκό ανάγνωσμα το μελοδραματικό μυθιστόρημα και το φωτορομάντζο.

Δε θα κυριαρχούσαν οι σαπουνόπερες. [...]

Μόνο που ο στοχαστικός παρατηρητής καταλήγει αναπόφευκτα στο συμπέρασμα πως, όσο κι αν η καθημερινότητα παραλλάσσει τις καταστροφές της, η ζωή –όπως και η Ιστορία– επαναλαμβάνεται με αναλλοίωτη ακρίβεια, και, εντέλει, όποιος παρακολουθήσει ένα δελτίο ειδήσεων, στην ουσία έχει δει και όλα αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν –πληκτικά ανακυκλούμενα– και στο μέλλον.

 

Γιάννης Ευσταθιάδης
«Tragicomedia»

 

 

  1. Πιστεύετε πως η άποψη του συγγραφέα «Θεέ μου τι τερατούργημα δημιούργησα... τι πληκτικά εξιδανικευμένο... δι' ελέου και φόβου» αποτελεί και άποψη των τηλεθεατών; Αν ναι, προσπαθήστε να την αιτιολογήσετε ως τηλεθεατής.
  2. Να διαμορφώσετε ένα δελτίο ειδήσεων που να απευθύνεται στο «ευρύ κοινό» και ένα που να απευθύνεται στο «στοχαστικό παρατηρητή» του συγγραφέα. Ποια γεγονότα θα επιλέγατε και με ποια σειρά θα τα παραθέτατε στα δύο δελτία;
  3. Να σχολιάσετε την ορθογραφία του τίτλου.

 

eikona38

 


1 Δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος. Ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο με το επίθετο «ηδύς» = ευχάριστος.

 

 

 

 

 

Η ψευδαίσθηση της αλήθειας

 

Η συμμετοχή πολλών διανοούμενων στη συζήτηση πάνω στο θέμα της δημοσιογραφίας στην Ιταλία, που άρχισε απ' την εμφάνιση σχετικού άρθρου μου (είχε τον τίτλο «Πλύση εγκεφάλου των αναγνωστών») στο περιοδικό «Espresso», μου προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση. Πρέπει όμως να πω πως με ξαφνιάζει το γεγονός ότι μερικοί αντέδρασαν και μάλιστα με πάθος, μόνο στο ζήτημα για το οποίο θα 'λεγα πως έχουμε πια σήμερα συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα: δηλαδή για τη μη αντικειμενικότητα της είδησης. Η αντίδρασή τους δείχνει ότι ο μύθος της αντικειμενικότητας έχει ακόμη μεγάλη δύναμη και καθορίζει την ιδέα που έχει ο δημοσιογράφος για τη δουλειά του, και, επομένως, καθορίζει την εικόνα της δημοσιογραφίας, αλλά πρέπει να είναι σαφές ότι πρόκειται ακριβώς για μια «ιδεολογική» σκοπιά.

Λέγοντας «ιδεολογική» σκοπιά, θέλω να πω ότι πρόκειται για θεωρητική υπερδομή κατασκευασμένη για να καλύψει άλλα πράγματα. Και επομένως (αυτό θα 'θελα να ξεκαθαριστεί) το να μιλάει κανείς για το μύθο της αντικειμενικότητας δε σημαίνει ότι κάνει «ψευδοφιλοσοφικές έρευνες», όπως κάποιος χαρακτήρισε το άρθρο μου, αλλά ακριβώς το αντίθετο: σημαίνει ότι καταγγέλλει μια ψευδοφιλοσοφική θεωρία, δηλαδή τον ιδεολογικό μύθο της αντικειμενικότητας.

Εγώ έγραψα το άρθρο βασιζόμενος στην κοινή λογική και την προσωπική μου πείρα: η επικοινωνία, έλεγα, είναι δύσκολο πράμα. Αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι ήθελα να υποστηρίξω την άποψη ότι η επικοινωνία είναι αδύνατη. Ποιος μίλησε για κάτι τέτοιο; Το να πει κανείς ότι η επικοινωνία μέσα απ' τον Τύπο και τα άλλα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζει πολλές δυσκολίες και δεν είναι τόσο απλή όσο το μήνυμα στα αμερικάνικα έργα της δεκαετίας του '30 (εγώ ξέρω την αλήθεια και τη λέω, οι γκάγκστερ προσπαθούν να με καθαρίσουν, αλλά στο τέλος η αλήθεια νικά και η κοινή γνώμη είναι μαζί μου, βλέπε «Ο Μίκυ Μάους δημοσιογράφος») δε σημαίνει ότι λέει πως η επικοινωνία είναι αδύνατη. Σημαίνει ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πέρα απ' τους μύθους τι είναι η δημοσιογραφική αντικειμενικότητα. Όχι μόνο για να το ξέρει ο δημοσιογράφος (εγώ στο άρθρο μου αυτό το θεωρούσα σίγουρο), αλλά για να το ξέρει και το κοινό.

Μιλώντας για «μύθο της αντικειμενικότητας», εννοούσα ότι μια είδηση τη δίνουμε πάντα αφού πρώτα την ερμηνεύσουμε, ακόμη και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι τη διαλέγουμε ανάμεσα σε πολλές άλλες. Επίσης μια εφημερίδα παίρνει μορφή με τους τίτλους, με το μέγεθος τους και το χαρακτήρα τους, με τη σελιδοποίηση και το μάκρος των άρθρων, με την τοποθέτησή τους σε μια σελίδα μάλλον παρά σε μιαν άλλη, με τα χρώματα, αν υπάρχουν, και με τόσα άλλα πράματα. Με καθένα από αυτά τα στοιχεία έχουμε και μία επέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα.

Φυσικά, μια κάποια αντικειμενικότητα μπορεί να την πετύχει κανείς. Κι εγώ στο άρθρο μου ανέφερα ένα μακρύ απόσπασμα από την εφημερίδα «Stars and Strips» για την Joan Baez1 και το ρεύμα διαμαρτυρίας κατά της στρατιωτικής θητείας που ήτανε πρότυπο τίμιας είδησης. Αλλά και σ' αυτή την περίπτωση το γεγονός ότι η εφημερίδα δημοσίεψε την είδηση, την έβαλε σε μια συγκεκριμένη σελίδα, της αφιέρωσε αρκετό χώρο, το ίδιο το γεγονός ότι «εκείνη» η εφημερίδα (για στρατιωτικούς) έδωσε την είδηση για μιαν αντιμιλιταριστική διαμαρτυρία, όλα αυτά κάνουν την τόσο «αντικειμενική», «αγνή», «τίμια», γεμάτη γεγονότα είδηση να έχει υποστεί μια κάποια ερμηνεία. Να έχει ήδη γίνει «πολιτική» . Όταν μιλάμε για «αντικειμενικό και τίμιο» τύπο, όπως συχνά γίνεται, είναι σαν να ήτανε συνώνυμα αυτά τα δύο επίθετα που, αντίθετα, πρέπει να θεωρούνται διαφορετικές έννοιες. Ας μη συγχέουμε την τιμιότητα (που είναι μια ηθική επιλογή και πιστή υπακοή σ' έναν κώδικα συμπεριφοράς) με την αντικειμενικότητα (που είναι η υποτιθέμενη πιστή απεικόνιση μιας μυθικής αλήθειας που υποτίθεται πως υπάρχει μέσα στα πράγματα).

Ο δημοσιογράφος δεν έχει το χρέος να είναι αντικειμενικός. Έχει το χρέος να παίζει το ρόλο του μάρτυρα. Πρέπει να λέει ό,τι ξέρει και πρέπει (αφού για παράδειγμα, εκθέσει τις απόψεις και των δύο μερών που έχουν εμπλακεί σε μια διαμάχη) να λέει ποια είναι η δική του γνώμη.

Καλή είδηση για μένα είναι αυτή που ξεχωρίζει τα γεγονότα από τις αξίες. Παράδειγμα: «Ένας άνθρωπος χτύπησε ένα σκύλο» (αυτό είναι το γεγονός). Τελεία, «Το συμβάν για μένα είναι δυσάρεστο» (γνώμη που ανήκει στο χώρο των αξιών). Κακή είδηση είναι εκείνη στην οποία γνώμη και έκθεση του γεγονότος μπερδεύονται. Παράδειγμα: «Ένας κακός άνθρωπος χτύπησε έναν κακόμοιρο σκύλο». Θυμάμαι δύο τίτλους άρθρων που βγήκαν σε δύο ανεξάρτητες εφημερίδες του Μιλάνου και που δίνανε την είδηση («αντικειμενική» και στις δυο περιπτώσεις) μιας διαμαρτυρίας που έγινε στην Πάρμα από τους εργάτες της εταιρείας Salamini κατά της διοργάνωσης του ποδηλατικού γύρου της Ιταλίας. Αλλά, στην μια περίπτωση ο αρθρογράφος μιλούσε για «εργάτες της πρώην Salamini» και στην άλλη για «πρώην εργάτες της Salamini». Μια λεπτομέρεια: και στο κάτω κάτω ήταν αλήθεια και οι δύο χαρακτηρισμοί: η Salamini είχε κλείσει, ήταν «πρώην», αλλά και «πρώην» ήταν οι εργάτες της που είχαν καταλάβει το εργοστάσιο.

Όταν όμως λέει κανείς «πρώην Salamini», σημαίνει ότι υπονοεί πως το εργοστάσιο έχει χρεοκοπήσει, και όταν λέει «πρώην εργάτες», υπονοεί ότι είναι άτομα τα οποία μια εταιρεία, που συνέχιζε νόμιμα τη δραστηριότητά της, υποχρέωσε να μπουν στο περιθώριο της ζωής. Πάντως δε θα μπορούσα (αν αφήσω κατά μέρος τις προσωπικές συμπάθειες) να κατηγορήσω τη μια εφημερίδα σαν λιγότερο τίμια από την άλλη: η καθεμιά έβλεπε τα πράγματα από τη δική της σκοπιά.

Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με την αντικειμενικότητα. Γιατί, όταν μιλάμε για αντικειμενικότητα, υπονοούμε ότι η είδηση μας δίνει την εικόνα της πραγματικότητας «έτσι όπως είναι» και ότι η εφημερίδα, που είναι γεμάτη ειδήσεις, είναι η σφαιρική εικόνα της πραγματικότητας στο σύνολο της. Όμως, αν εκείνη την ημέρα δημοσίεψε την είδηση του ανθρώπου που χτύπησε το σκύλο, αλλά αγνόησε την είδηση του παιδιού που έπεσε απ' το ποδήλατο (και είναι μοιραίο, γιατί μια εφημερίδα δεν μπορεί να περιλάβει το σύμπαν), η εφημερίδα αντικατόπτρισε τον τρόπο επιλογής, μέσα από το σύμπαν, των πραγμάτων που κατά τη γνώμη των δημοσιογράφων της «αποτελούν την πραγματικότητα». Αυτό βέβαια δεν είναι κακό, είναι ανθρώπινο και λογικό. Αρκεί να μην το κρύβουμε απ' το κοινό. Ο μύθος της αντικειμενικότητας του το κρύβει, και καμιά φορά το κρύβει και από το δημοσιογράφο. Απ' αυτή την άποψη είναι μια εκδήλωση ψευδοϊδεολογίας.

Ενάντια σ' αυτή την ιδεολογία πρέπει να αγωνιστεί η δημοσιογραφία, αν θέλει να είναι δημοκρατική δημοσιογραφία. Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, το καθήκον του δημοσιογράφου δεν είναι να πείσει τον αναγνώστη ότι αυτός λέει την αλήθεια, αλλά να τον προειδοποιήσει ότι αυτός λέει τη «δική του» αλήθεια. Ότι υπάρχουν όμως κι άλλες.

Ο δημοσιογράφος που σέβεται τον αναγνώστη πρέπει να του αφήνει περιθώρια εξέτασης άλλων απόψεων. Αυτό μπορεί να το κάνει με χίλιους τρόπους προκαλώντας συζήτηση γύρω από μια είδηση, αναφέροντας όλες τις ερμηνείες και τις ανακοινώσεις των άλλων, τονίζοντας κυρίως την προσωπική γνώμη, όταν είναι προσωπική, έτσι ώστε να το αντιλαμβάνονται όλοι. Υπάρχουν άπειροι τρόποι. Στόχος μου ήταν μόνο να ανακινήσω ένα πρόβλημα θεωρητικά και όχι να το λύσω πρακτικά. Ή μάλλον, μπορώ να εφαρμόσω αμέσως τις θεωρίες μου: τι σκέφτομαι, αφού πρώτα ανάφερα την ιδέα που έχω για τη δημοσιογραφία, σχετικά με την ιδέα της ύπαρξης μιας «αγνής» εφημερίδας που βγαίνει από έναν «αγνό» εκδότη που δεν ενδιαφέρεται ποιο κόμμα θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά απλώς φροντίζει «να καταλάβει πώς έχουν τα πράγματα και να τα αναφέρει στους αναγνώστες». Σκέφτομαι ότι πρόκειται για μια «ιδεολογική» φόρμουλα. Αλλά, ας ξέρει ο αναγνώστης ότι η γνώμη μου δεν είναι «αντικειμενική».

 

Ουμπέρτο Έκο
«Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή»
Απόδοση: Αντώνης Τσοπάνογλου

 

 

  1. Πώς ορίζει ο συγγραφέας την έννοια της αντικειμενικότητας; Υπάρχει κατά τη άποψη του Έκο αντικειμενική είδηση;
  2. Ποιο είναι το χρέος του δημοσιογράφου, ώστε να διαφυλάσσεται η τιμιότητα της είδησης και να αναδεικνύεται η δημοκρατικότητα της δημοσιογραφίας;
  3. Αφού διαβάσετε την ίδια είδηση σε διαφορετικά έντυπα: α) να σχολιάσετε την οπτική γωνία και την εκφορά των σχολίων, β) να επισημάνετε τις διαφορές στον τρόπο παρουσίασης.

 


1 Τζόαν Μπαέζ (Joan Baez): Αμερικανίδα τραγουδίστρια της δεκαετίας του 1960, συμμετείχε στα φιλειρηνικά κινήματα της εποχής

 

 

 

 

 

Η επικυριαρχία της δημοσιογραφίας

 

[...] Όπως το πολιτικό πεδίο και το οικονομικό πεδίο, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το επιστημονικό, καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό ή και νομοθετικό πεδίο, το δημοσιογραφικό πεδίο υποβάλλεται μόνιμα στη δοκιμασία των ετυμηγοριών της αγοράς, διαμέσου της –άμεσης– κύρωσης της πελατείας ή της –έμμεσης– κύρωσης της ακροαματικότητας (ακόμη και αν η ενίσχυση του κράτους μπορεί να διασφαλίσει κάποια ανεξαρτησία έναντι των άμεσων καταναγκασμών της αγοράς). Οι δημοσιογράφοι είναι αναμφίβολα πολύ περισσότερο επιρρεπείς να ασπαστούν το «κριτήριο ακροαματικότητα» κατά την παραγωγή («να το απλοποιήσουμε», «να το συντομεύσουμε» κτλ.) ή κατά την αξιολόγηση των προϊόντων ή ακόμη και των παραγωγών («περνάει στο γυαλί», «πουλάει» κτλ.), όσο υψηλότερη θέση κατέχουν (διευθυντές καναλιού, αρχισυντάκτες κτλ.) σε ένα όργανο που είναι πιο άμεσα εξαρτημένο από την αγορά (ένα εμπορικό τηλεοπτικό κανάλι σε αντίθεση με ένα πολιτιστικό κανάλι κτλ.), σε αντίθεση με τους νεαρότερους σε ηλικία και τους λιγότερο καθιερωμένους δημοσιογράφους, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη τάση να αντιτάσσουν τις αρχές και τις αξίες του «επαγγέλματος» στις ρεαλιστικότερες και κυνικότερες απαιτήσεις των «παλαιότερων».

Σύμφωνα με την ιδιαίτερη λογική ενός πεδίου που είναι προσανατολισμένο στην παραγωγή ενός κατεξοχήν φθαρτού αγαθού όπως είναι οι ειδήσεις, ο ανταγωνισμός για την πελατεία τείνει να λάβει τη μορφή ενός ανταγωνισμού για την προτεραιότητα, για την «πρωτιά», για τις πιο πρόσφατες ειδήσεις (το scoop) –πολύ μάλιστα περισσότερο, προφανώς, όσο εγγύτερα στον εμπορικό πόλο πρόσκειται το μέσο. Ο καταναγκασμός της αγοράς ασκείται αποκλειστικά μέσω της επήρειας του πεδίου: πράγματι, πολλά από τα scoops, που επιδιώκονται και θεωρούνται «ατού» για την κατάκτηση της πελατείας, δεν πρόκειται να υποπέσουν καν στην αντίληψη των αναγνωστών ή των θεατών και αντιληπτά θα γίνουν αποκλειστικά και μόνο από τους ανταγωνιστές (καθώς οι δημοσιογράφοι είναι οι μόνοι που διαβάζουν όλες τις εφημερίδες...). Εγγεγραμμένος καθώς είναι στη δομή και στους μηχανισμούς του πεδίου, ο ανταγωνισμός για την προτεραιότητα επιστρατεύει και ευνοεί εκείνους τους φορείς που είναι εξοπλισμένοι με επαγγελματικές διαθέσεις, οι οποίες τείνουν να εντάξουν τη σύνολη δημοσιογραφική πρακτική υπό το έμβλημα της ταχύτητας (ή της σπουδής) και της αέναης ανανέωσης.1 Διαθέσεις, οι οποίες ενισχύονται αδιάλειπτα από τον ίδιο τον προσωρινό χαρακτήρα της δημοσιογραφικής πρακτικής, η οποία, υποχρεώνοντας τους δημοσιογράφους να ζουν και να σκέφτονται μέρα πάρα μέρα και να αξιολογούν μια πληροφορία σε συνάρτηση με την επικαιρότητά της (η «ναρκομανία» των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων), ευνοεί ένα είδος μόνιμης αμνησίας, η οποία είναι το αρνητικό αντίστροφο της νεοτεριστικής μανίας, καθώς και μια τάση εκτίμησης των παραγωγών και των παραγώγων με γνώμονα την αντίθεση μεταξύ του «καινούριου» και του «ξεπερασμένου».2

Άλλη επίπτωση που προκαλεί το πεδίο, εντελώς παράδοξη και ελάχιστα ευνοϊκή για τη, συλλογική ή ατομική, εδραίωση της αυτονομίας: ο ανταγωνισμός εξωθεί σε μόνιμη επιτήρηση (η οποία μπορεί να φτάσει σε σημείο αμοιβαίας κατασκόπευσης) των δραστηριοτήτων των ανταγωνιστών, με στόχο την εκμετάλλευση των αποτυχιών τους, την αποφυγή των λαθών τους, την παρεμπόδιση των επιτυχιών τους και κυρίως την προσπάθεια δανεισμού των υποτιθέμενων εργαλείων της επιτυχίας τους (θέματα ειδικών αφιερωμάτων, τα οποία θα πρέπει να επαναληφθούν, βιβλία που καταγράφτηκαν από άλλους και για τα οποία «δεν μπορείς να μη μιλήσεις», καλεσμένοι που πρέπει οπωσδήποτε να έχεις, ζητήματα που πρέπει οπωσδήποτε να «καλύψεις» επειδή κάποιοι άλλοι το ανακάλυψαν, κι ακόμη δημοσιογράφοι που πρέπει να διεκδικήσεις είτε από πραγματική επιθυμία απόκτησής τους είτε για να παρεμποδιστεί η απόκτησή τους από τους ανταγωνιστές). Μ' αυτό τον τρόπο, στο συγκεκριμένο τομέα, όπως και σε άλλους, ο ανταγωνισμός όχι μόνο δεν είναι αυτόματα γενεσιουργός πρωτοτυπίας και διαφορετικότητας, αλλά αντίθετα τείνει συχνά να ευνοεί την ομοιογένεια της προσφοράς, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί αν συγκριθούν τα περιεχόμενα των μεγάλων εβδομαδιαίων περιοδικών ή των ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών καναλιών με μεγάλη ακροαματικότητα. Ο συγκεκριμένος όμως ισχυρότατος μηχανισμός έχει επιπρόσθετα ως επίπτωση ότι επιβάλλει με παραπλανητικό τρόπο στο σύνολο του πεδίου «επιλογές» σε εργαλεία διάδοσης που είναι αμεσότατα και πλήρως υποταγμένα στις ετυμηγορίες της αγοράς, όπως είναι η τηλεόραση. Επιλογές που συμβάλλουν στον προσανατολισμό της σύνολης παραγωγής προς τη διατήρηση των καθιερωμένων αξιών. [...]

 

Πιερ Μπουρντιέ
«Για την τηλεόραση»
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηρίου, Καίτη Διαμαντάκου

 

 

  1. Ο συγγραφέας αναφέρει πως το δημοσιογραφικό πεδίο υποβάλλεται μόνιμα στη δοκιμασία των ετυμηγοριών της αγοράς. Ποιοι δημοσιογράφοι και γιατί συμμορφώνονται περισσότερο σ' αυτές τις ετυμηγορίες;
  2. Ποιες μορφές, κατά το συγγραφέα, παίρνει ο ανταγωνισμός στο δημοσιογραφικό πεδίο και πού εξωθεί; Μπορεί ο δέκτης να ελέγξει τις πιο πρόσφατες ειδήσεις;
  3. Πώς δικαιολογείται στο κείμενο η ομοιογένεια της προσφοράς των ειδήσεων;

 

eikona39

 


1 Ακριβώς διαμέσου των χρονικών καταναγκασμών, που επιβάλλονται συχνά με τρόπο απολύτως αυθαίρετο, ασκείται η δομική λογοκρισία, η οποία δε γίνεται αντιληπτή στην πράξη, αλλά εκβιάζει τους λόγους των τηλεοπτικών καλεσμένων.

2 Αν η διαβεβαίωση «είναι ξεπερασμένο» μπορεί σήμερα να αντικαθιστά τόσο συχνά –και μάλιστα πέραν του δημοσιογραφικού πεδίου– κάθε κριτικό επιχείρημα, ο λόγος είναι επίσης ότι οι βιαστικοί υποψήφιοι μνηστήρες έχουν προφανώς συμφέρον να εφαρμόζουν τη συγκεκριμένη αρχή αξιολόγησης, η οποία προσφέρει ένα αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα στον τελευταίο εμφανισθέντα, δηλαδή στο νεότερο δημοσιογράφο, και η οποία, παραπέμποντας σε μια σχεδόν ανούσια αντίθεση μεταξύ του πριν και του μετά, τους απαλλάσσει από την υποχρέωση να αποδείξουν την αξία τους.

 

 

 

 

 

Δημοσιογραφία και πολιτική

 

[...] Μέσα σε μια σφαίρα, η οποία κυριαρχείται από το φόβο της πλήξης και από το άγχος της διασκέδασης με οποιοδήποτε τίμημα, η πολιτική είναι καταδικασμένη να εμφανίζεται σαν ένα άχαρο θέμα, το οποίο όσο το δυνατόν πρέπει να αποκλείεται από τις ώρες της μεγάλης ακροαματικότητας, ένα θέαμα ελάχιστα ελκυστικό, και μάλιστα καταθλιπτικό, δύσκολο στην προσέγγισή του, που πρέπει να καταστεί ενδιαφέρον. Εξ ου και η τάση η οποία παρατηρείται παντού, από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ευρώπη, να θυσιάζεται ολοένα και περισσότερο ο αρθρογράφος και ο ρεπόρτερ-ερευνητής προς όφελος του παρουσιαστή-διασκεδαστή, ενώ η πληροφορία, η ανάλυση, η σε βάθος συνέντευξη, η συζήτηση εμπειρογνωμόνων ή το ρεπορτάζ να θυσιάζονται προς όφελος της καθαρής διασκέδασης και ειδικά της ανούσιας πολυλογίας των talk-shows μεταξύ τακτικών και εναλλάξιμων συνομιλητών. [...] Για να κατανοήσουμε πραγματικά τι λέγεται και, κυρίως, τι δε λέγεται σ' αυτές τις εικονικές ανταλλαγές απόψεων, θα έπρεπε να αναλυθούν λεπτομερειακά οι όροι επιλογής εκείνων που στις Η.Π.Α. αποκαλούνται panelists: να είναι πάντοτε διαθέσιμοι, δηλ. πάντοτε πρόθυμοι να προσέλθουν και να λάβουν μέρος αλλά και να παίξουν το παιχνίδι, δεχόμενοι να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις, ακόμη και στις πλέον γελοίες ή σκανδαλώδεις, τις οποίες θέτουν οι δημοσιογράφοι (είναι ακριβώς ο ορισμός του tuttologo, του παντο-λόγου)· να είναι έτοιμοι για όλα, δηλαδή για όλες τις υποχωρήσεις (όσον αφορά το θέμα, τους άλλους συμμετέχοντες κτλ.), για όλους τους συμβιβασμούς και για όλες τις παραχωρήσεις, προκειμένου να συμμετάσχουν και να εξασφαλίσουν έτσι τα άμεσα και έμμεσα οφέλη που επιφυλάσσει η «διασημότητα-στα-μέσα-ενημέρωσης», κύρος στα ειδησεογραφικά όργανα, προσκλήσεις για την παροχή προσοδοφόρων διαλέξεων κτλ.· στις Η.Π.Α. και ολοένα περισσότερο στην Ευρώπη, καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια, κυρίως στη διάρκεια των προσυνεντεύξεων που διεξάγουν ορισμένοι παραγωγοί, να επιλέγονται panelists που θα διατυπώνουν απλές τοποθετήσεις με σαφείς και απαστράπτοντες όρους και που καλύτερα είναι να μην επιβαρύνονται με σύνθετες γνώσεις (σύμφωνα με το αξίωμα: «The less you know, the better off you are»).1

To μόνο όμως που πετυχαίνουν οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι επικαλούνται τις αναμονές του κοινού προκειμένου να δικαιολογήσουν αυτή την πολιτική της δημαγωγικής υπεραπλούστευσης (εντελώς αντίθετη με τη δημοκρατική πρόθεση της πληροφόρησης ή της εκπαίδευσης μέσω της ψυχαγωγίας), δεν είναι παρά να προβάλουν επάνω στο κοινό τις δικές τους τάσεις και το δικό τους τρόπο θέασης των πραγμάτων, κυρίως όταν ο φόβος μήπως προκαλέσουν πλήξη τους εξωθεί να παραχωρούν το προβάδισμα στο διαπληκτισμό έναντι της συζήτησης, στην πολεμική έναντι της διαλεκτικής και να επιστρατεύουν κάθε μέσο προκείμενου να ευνοήσουν τη σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων (των πολιτικών κυρίως) σε βάρος της αντιπαράθεσης των επιχειρημάτων τους, δηλαδή σε βάρος αυτού που αποτελεί το ίδιο το διακύβευμα της συζήτησης (έλλειμμα του προϋπολογισμού, μείωση των φόρων ή εξωτερικό χρέος). Λόγω του γεγονότος ότι η όλη τους αυθεντία συνίσταται κατ' ουσίαν σε μια γνώση του πολιτικού κόσμου, η οποία βασίζεται περισσότερο στο στενό κύκλο των επαφών και των εκμυστηρεύσεων (και μάλιστα των διαδόσεων και της φημολογίας) παρά στην αντικειμενικότητα της παρατήρησης και της έρευνας, έχουν πραγματικά την τάση να μεταφέρουν τα πάντα σε ένα έδαφος το οποίο ελέγχουν απόλυτα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στο παιχνίδι και στους παίκτες, παρά στα διακυβεύματα του παιχνιδιού, στα ζητήματα καθαρής πολιτικής τακτικής, παρά στην ουσία των συζητήσεων, στις πολιτικές επιπτώσεις των λόγων με βάση τη λογική του πολιτικού πεδίου (τη λογική των συνασπισμών, των συμμαχιών και των συγκρούσεων μεταξύ των προσώπων), παρά στο περιεχόμενο των λόγων. [...]

 

Πιερ Μπουρντιέ
«Για την τηλεόραση»
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηρίου, Καίτη Διαμαντάκου

 

 

  1. Πώς δικαιολογεί ο συγγραφέας την απουσία πολιτικών θεμάτων σε ώρες μεγάλης ακροαματικότητας; Με ποιες εκφράσεις δηλώνεται η αντίθεσή του σ' αυτόν τον αποκλεισμό;
  2. Πώς διαγράφει ο συγγραφέας το ρόλο των «panelists» και ποια μειονεκτήματα τους καταλογίζει;
  3. Πώς διαχειρίζονται οι δημοσιογράφοι των μέσων μαζικής ενημέρωσης το διάλογο; Ποιες συνέπειες, κατά τη γνώμη σας, έχει αυτή η διαχείριση στη διαμόρφωση συνείδησης διαλόγου στους ακροατές;

 

eikona40

 


1 The less you know, the better off you are: Όσο λιγότερα γνωρίζεις τόσο το καλύτερο για σένα.

 

 

 

 

 

Αυτοεξευτελισμός του πολιτισμού1

 

Με τα γυαλιά στηριγμένα στην άκρη της μύτης, την έκφραση αυστηρή, τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα σ' εκείνη την χαρακτηριστική ακαμψία της υπερβολικής σοβαρότητας και το βλέμμα συγκεντρωμένο στο έγγραφο που κρατούσε στα χέρια του, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Μπιλ Κλίντον προσπαθούσε να διευκρινίσει μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας το υψίστης σημασίας πρόβλημα για την περαιτέρω εξέλιξη του πολιτισμού «τι είναι σεξουαλική σχέση;». Είναι άγγιγμα σε ορισμένα σημεία του σώματος του άλλου με σκοπό την ικανοποίηση; Και με αυτήν την έννοια το φιλί εντάσσεται στη σεξουαλική σχέση ή μένει εκτός;

Επί τέσσερις ολόκληρες ώρες η οθόνη της τηλεόρασης και του Ίντερνετ, προβάλλοντας την κατάθεση-ομολογία του Αμερικανού προέδρου, ξάφνιαζε την οικουμένη αποκαλύπτοντας ένα ελάττωμα του ανθρώπινου πολιτισμού, σαν μια άσχημη πτύχωση της ανθρώπινης φύσης, μια ανατριχιαστική στένωση της βούλησης, μια απίστευτη «δυσμορφία» της ψυχής, που μέσα στη μηχανική του ακαμψία μόνο ως πολύ κωμικό θα μπορούσαμε να το κρίνουμε. Ίσως στην πραγματικότητα να έχουμε ανάγκη να γελάσουμε με όσα ζήσαμε αυτές τις εποχές, παγιδευμένοι σε αυτό το παιχνίδι της έλξης και αποστροφής για το πιο μεγαλειώδες τηλεοπτικό θέαμα όλων των εποχών, για το πλέον αποτρόπαιο, αλλά και γοητευτικό παγκόσμιο ριάλιτι σόου, τη δημόσια εξομολόγηση-αποκάλυψη των πιο κρυφών μυστικών της προσωπικής ζωής του διασημότερου άνδρα του πλανήτη. Γιατί το γέλιο, όπως λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί Μπεργκσόν, αποτελεί μια εκδήλωση της κοινωνίας, όταν όμως βρίσκει στην αιτία του κωμικού κάτι το ιδιαίτερα προσβλητικό γι' αυτήν. Τότε η κοινωνία απαντάει με μια «χειρονομία» που μοιάζει με αμυντική δράση, μια «χειρονομία» που προκαλεί ελαφρώς το φόβο. Και αυτό είναι το γέλιο. Ίσως, αν ολόκληρη η ανθρωπότητα ξέσπαγε σε τετράωρα τρανταχτά γέλια, ξεπερνώντας τον τρόμο για τον εαυτό της με την υγιέστερη και πλέον χαρακτηριστική και ανατρεπτική έκφραση της ανθρώπινης φύσης, να ξανάβρισκε την ελπίδα για τη σωτηρία της. Κι όμως, όσο κι αν κρίθηκε κωμικό το θέαμα και ολόκληρη η υπόθεση Λεβίνσκι, όσο κι αν ψύχραιμες φωνές προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις διαστάσεις του, τόσο η διαρκής ενασχόληση με αυτό έριχνε σκιά στα αληθινά και σπουδαία της ζωής προκαλώντας τον τρόμο και κόβοντας το γέλιο στη γέννησή του. Η κωμωδία της σεξογκλάσνοστ2 είχε και έχει τραγικές συνέπειες στην πεμπτουσία του δημοκρατικού πολιτισμού, που είναι η ελευθερία, κάνοντάς την εντέλει αψηλάφητη, μη ανιχνεύσιμη μέσα σ' ένα μιντιακό περιβάλλον υψηλής διάλυσης.

Ποιος είναι αυτός ο πολιτισμός, που αποδέχεται αυτόν τον αυτοεξευτελισμό; Ποιος είναι ο πολιτισμός που κάνει το απόλυτα ασήμαντο, δηλαδή όχι απλώς τις πολύ ιδιωτικές στιγμές ενός Αμερικανού προέδρου, αλλά ακόμη και την αρσενική δεξιοτεχνία του κατά τη διάρκειά τους, σε μοναδικό του μέλημα επί σειρά μηνών; Είναι τελικώς ο πολιτισμός που κατέληξε σε παρωδία, όπως είχε προφητέψει πως θα συμβεί στην εποχή της προηγμένης τεχνολογίας ο Χάξλεϊ; Ήταν η δική του φαντασία πάντως, που είχε διακρίνει πως δεν θα είναι ο Μεγάλος Αδελφός3 που θα μας βλέπει με δική του επιλογή, αλλά εμείς που θα τον βλέπουμε με δική μας και δεν χρειάζονται ούτε δεσμοφύλακες, ούτε υπουργεία Αλήθειας, αλλά αρκεί που ο πληθυσμός θα ψυχαγωγείται με ασημαντότητες, αρκεί που η ανθρωπότητα θα γίνεται ακροατήριο και η πολιτική θέαμα επιθεώρησης. Με αυτό τον τρόπο θα ερχόταν ο θάνατος του πολιτισμού.

Δύσκολο να διαψευστούν πλέον αυτές οι προβλέψεις, καθώς εκεί στην οθόνη του Ίντερνετ βρίσκεται κρεμασμένο το μπλε φουστάνι, φλάμπουρο της ακαταμάχητης κυριαρχίας της βλακείας, και στις τηλεοπτικές οθόνες το ίδιο το πρόσωπο του Αμερικανού προέδρου, εκτεθειμένο στις αποκαλύψεις του τηλεοπτικού φακού, να ζορίζεται, να θυμώνει, να ασπρίζει ή να κοκκινίζει πίνοντας κόκα-κόλα λάιτ σε έναν αριστουργηματικό συμβολισμό του πολιτισμού-παρωδία.

Για τους μελετητές του συστήματος των μίντια, έτσι όπως έχουν αναπτυχθεί με βάση τις αρχές της μαζικότητας, την οποία προσφέρει η εύκολη, απλοϊκή διασκέδαση, ήταν σχεδόν αναμενόμενη αυτή η κατάληξη, αν και ίσως δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έφτανε ως την αποθέωση του εξευτελισμού του ίδιου του Αμερικανού προέδρου. Κι όμως, ένας σπουδαίος μιντιολόγος από τους ευφυέστερους κριτικούς της αμερικανικής κοινωνίας του θεάματος, ο Νιλ Πόστμαν, λέει στο βιβλίο του «Διασκέδαση μέχρι θανάτου» πως οι προφητείες του Χάξλεϊ έχουν όλες αρχίσει να πραγματοποιούνται στην Αμερική, καθώς είναι η χώρα που αποφάσισε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα να εμπλακεί στο πιο φιλόδοξο πείραμα της ανθρωπότητας, να προσαρμοστεί στην τεχνολογική διασκέδαση που καθίσταται δυνατή χάρη στην ηλεκτρονική πρίζα. Το πείραμα αυτό, λέει ο Πόστμαν, έχει φτάσει στην εποχή μας σε μια αρρωστημένη ωριμότητα μέσω του καταστρεπτικού ειδυλλίου της Αμερικής με την τηλεόραση. Στην Αμερική, όσο πουθενά αλλού στον κόσμο, οι άνθρωποι προχώρησαν τόσο, ώστε να φέρουν το τέλος της εποχής του αργοκίνητου έντυπου κόσμου και να κάνουν την τηλεόραση απόλυτο κυρίαρχο όλων των θεσμών τους.

Αυτό το καταστρεπτικό ειδύλλιο με τις γυάλινες οθόνες ζει πλέον η παγκόσμια κοινωνία, που βρέθηκε υποχρεωμένη να ακολουθήσει την τραγελαφική μεγέθυνση του τίποτε, ανίκανη να διαμαρτυρηθεί –και σε ποιον άλλωστε;– που ο σοβαρός λόγος ή αυτό που κάποτε τον αποτελούσε, η πολιτική, διαλύεται σε α-νόητα χάχανα.

 

Πόπη Διαμαντάκου
Από τον ημερήσιο Τύπο

 

 

  1. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η ακροαματικότητα εκπομπών που αφορούν στην ιδιωτική ζωή σημαντικών προσώπων;
  2. Η δημοσιοποίηση της προσωπικής ζωής αποτελεί συχνά θέμα των μέσων ενημέρωσης. Να σχολιάσετε αυτή την τακτική και να προσδιορίσετε τις γενικότερες συνέπειές της.
  3. «Στην Αμερική όσο πουθενά αλλού... όλων των θεσμών τους». Πιστεύετε ότι υπάρχει μια αντίστοιχη λειτουργία της τηλεόρασης και στη χώρα μας; Χρησιμοποιήστε επιχειρήματα και παραδείγματα (υποθέστε ότι το κείμενο σας αποτελεί εισήγηση στην τάξη για μια συζήτηση σχετική με το ρόλο της τηλεόρασης).

 

eikona41

 


1 Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την κατάθεση του προέδρου των Η.Π.Α. Μπιλ Κλίντον, όταν κατηγορήθηκε για σεξουαλικό σκάνδαλο με τη γραμματέα του Λευκού Οίκου Μόνικα Λεβίνσκι. Η κατάθεση αυτή μεταδόθηκε τηλεοπτικά.

2 γκλάσνοστ: διαφάνεια. Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον τελευταίο πρόεδρο της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, όταν ανέλαβε την εξουσία, για να δείξει την αλλαγή της πολιτικής που ήθελε να ακολουθήσει στη χώρα του.

3 Βλέπε στο απόσπασμα από το «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, στην ενότητα «Επιστήμη - Τεχνολογία»

 

 

 

 

 

Η γενιά της οθόνης

 

Τα στελέχη του μάρκετινγκ ή οι υπεύθυνοι προγράμματος της τηλεόρασης, οι οποίοι προσπάθησαν να μειώσουν τη νεανική κουλτούρα καθιστώντας την απλώς ένα «τάργκετ γκρουπ»1, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι πυροδοτούσαν αυτό που αποδείχτηκε αναγέννηση στη σχέση των νεαρών ατόμων με τα μέσα. Σαν βακτήρια που αναπτύσσουν αντιστάσεις στα νέα αντιβιοτικά, τα παιδιά μας προσαρμόστηκαν με εκπληκτική ευκολία και ευκαμψία στο συνεχές «μπαράζ» στις αισθήσεις τους. Έχουν μεταλλαχθεί σε Γενιά της Οθόνης (Screen Agers).

Αυτόχθονες σε ένα βασίλειο νέων μέσων, όπου οι περισσότεροι ενήλικοι είναι απλώς μετανάστες, μιλούν τη γλώσσα των δημοσίων σχέσεων με μια ευκολία, την οποία οι περισσότεροι επαγγελματίες μπορούν μόνο να επιθυμήσουν και όχι να αποκτήσουν. Εντοπίζουν τις αδέξιες προσπάθειες των διαφημιστών να προκαλέσουν τις επιθυμίες τους και κρατούν τις αποστάσεις τους με ειρωνεία και χιούμορ.

 

Το βίντεο που σκοτώνει

 

Η Γενιά της Οθόνης βλέπει τηλεοπτικά προγράμματα που τη βοηθούν στην προσπάθειά της να καταλαβαίνει και να αποκρούει ελεύθερα τις επιθέσεις. Οι «Simpsons»2 ισοδυναμούν με πανεπιστημιακό μάθημα σημειολογίας, στο οποίο η κοινωνία και τα μέσα αποτελούν αντικείμενο σάτιρας σε σημείο που γίνονται ανώδυνα. Το να αναγνωρίζει κανείς τα τεχνάσματα του μάρκετινγκ που παρωδούν οι Simpsons ισούται με το να αναπτύσσει αντιστάσεις στην πειθώ τους.

Ο Μπίβις και ο Μπάτχεντ παρέχουν στη Γενιά της Οθόνης εκπαίδευση στην κατανόηση των μέσων, απομακρύνοντάς την από την τρέλα των ροκ βίντεο. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες καρτούν αποδομούν τα βίντεο του MTV σε πραγματικό χρόνο, κάνοντας πλάκα με τις αξιοθρήνητες χορευτικές φιγούρες των ροκ σταρ καθώς και με τις προσπάθειες των δισκογραφικών εταιρειών να τους ανεβάσουν στα τσαρτς. Οπως ακριβώς τα βίντεο σκότωσαν τους σταρ του ραδιοφώνου, έτσι και οι Μπίβις και Μπάτχεντ σκότωσαν την ικανότητα των ροκ βίντεο να υπνωτίζουν τους νεαρούς θεατές για να παραδοθούν άνευ όρων στην τελευταία μόδα.

Εν τω μεταξύ, η βιομηχανία των ηλεκτρονικών και των υπολογιστών όπλισε, άθελά της, τη Γενιά της Οθόνης με τα εργαλεία που της είναι απαραίτητα για να αποδομήσει, να απομυθοποιήσει και να φτιάξει τα δικά της μέσα.

Άλλωστε το τηλεοπτικό προϊόν δεν ονομάζεται «πρόγραμμα» τυχαίως. Δεν προγραμματίζουν τις συσκευές της τηλεόρασης, προγραμματίζουν εμάς, τους τηλεθεατές, δημιουργώντας ιστορίες και διαφημίσεις που μας προκαλούν άγχος. Παρ' ότι οι περισσότεροι ευπροσήγοροι ενήλικοι τηλεθεατές παρακολουθούν σαν στρατιωτάκια ένα πρόγραμμα ως το τέλος, τα παιδιά, που μεγάλωσαν με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, υποκύπτουν πολύ λιγότερο στα καλοφτιαγμένα επινοήματα των σειρών –κυρίως όταν είναι γεμάτα κόλπα του μάρκετινγκ– και κάνουν ζάπινγκ χωρίς να διστάσουν ούτε στιγμή. Αντί να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα, βλέπουν στα πεταχτά δέκα συγχρόνως.

Ως αποτέλεσμα, δεν βλέπουν απλώς τηλεόραση, βλέπουν τηλεόραση οδηγώντας μόνα τους τα βήματά τους μέσα στο σύνολο των μέσων, αντί να ακολουθούν τη συνταγή ενός υπεύθυνου προγράμματος. Όσο και αν παραπονιόμαστε για την περιορισμένη ικανότητα συγκέντρωσης των παιδιών μας, η επιδεξιότητα, με την οποία αποσυνδέονται από το πρόγραμμα, τα έχει προστατεύσει από την υπνωτική μαγεία ακόμη και των καλύτερων τηλεοπτικών γητευτών. Αντί να τους δώσουμε συγχαρητήρια όμως, έχουμε διευρύνει την έννοια του όρου «διαταραχή της προσοχής» για να συμπεριλάβουμε και εκείνους των οποίων η προσοχή αποσπάται με τη θέλησή τους –και να τους αναγκάσουμε να συμμορφωθούν.

Το τζόιστικ3 του Nintendo ενισχύει ακόμη περισσότερο τη δύναμη της Γενιάς της Οθόνης, ενώ συγχρόνως περιπλέκει το δίλημμα του προγραμματιστή. Τον παλιό καιρό η εικόνα της τηλεόρασης δεν μπορούσε να αλλάξει – ένας γυάλινος πύργος εξέπεμπε από την κορυφή του την απόλυτη αλήθεια στα σπίτια. Σήμερα τα παιδιά έχουν συνηθίσει να χειρίζονται επιδεξίως την εικόνα στην οθόνη. Αυτό έχει αλλάξει ριζικά την αντίληψη που έχουν για την εικόνα της τηλεόρασης και την ευλάβεια που τρέφουν γι' αυτήν.

Όπως ακριβώς το τηλεκοντρόλ επιτρέπει στους τηλεθεατές να αποδομήσουν την τηλεοπτική εικόνα, το τζόιστικ έχει αποδομήσει το ίδιο το πίξελ.4 Ο αναγνώστης των ειδήσεων είναι απλώς ένας ακόμη μεσήλικος που χειρίζεται το τζόιστικ του. Η ιεραρχία και η εξουσία έχουν ελαττωθεί, και τα όπλα των προγραμματιστών έχουν αδρανοποιηθεί.

 

Τηλεοπτικό μονοπώλιο

 

Τέλος, το ποντίκι και το πληκτρολόγιο του υπολογιστή έχουν μετατρέψει την τηλεόραση σε ένα μόνιτορ/υπερδέκτη. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε σπίτι με υπολογιστή δεν αντιμετωπίζουν την τηλεόραση ως ένα μαντείο ή εστία αλλ' ως μια πύλη, μέσω της οποίας μπορούν να επικοινωνήσουν. Κάθονται βεβαίως καμιά φορά και βλέπουν ένα πρόγραμμα –αλλά το κάνουν με τη θέλησή τους και έχοντας πλήρη γνώση της συνενοχής τους. Δεν πρόκειται για ακούσια υποταγή.

Το τηλεκοντρόλ, το τζόιστικ και το ποντίκι έχουν αλλάξει αμετάκλητα τη σχέση των νέων με την τηλεοπτική εικόνα και τα μηνύματα των υπευθύνων προγράμματος. Τα παιδιά σήμερα αποδομούν το περιεχόμενο, απομυθοποιούν την τεχνολογία και «κάνουν το κέφι τους» με τα μέσα.

Οι προγραμματιστές αντιδρούν. Αναπτύσσουν πιο περίπλοκα προγράμματα υπολογιστών για να αποστρέψουν τη Γενιά της Οθόνης από το να κατασκευάζει μόνη της τα προγράμματά της. Οι διαφημιστές δημιουργούν «μοντέρνες» διαφημίσεις και προγράμματα και αποσκοπούν στο να γοητεύσουν τους νοήμονες νεαρούς τηλεθεατές και να κάμψουν την ειρωνική, προστατευτική στάση τους. Και οι ειδήσεις προειδοποιούν τους γονείς για την επικίνδυνη πορνογραφία και τους στρατιωτικούς εξτρεμιστές που καραδοκούν στο Ίντερνετ, έτοιμοι να μετατρέψουν τα παιδιά μας σε άτομα που παρεκτρέπονται ή σε κατασκευαστές βομβών.

Αυτό καταλήγει σε πόλεμο εναντίον της κουλτούρας των νέων, ένα πόλεμο που μακάρι να χαθεί μακροπρόθεσμα. Όντας αυτόχθονη η Γενιά της Οθόνης έχει το «πλεονέκτημα της έδρας» στο χώρο των μέσων και καλύτερη γνώση του εδάφους. [...]

 

Ντάγκλας Ράσκοφ
Από τον ημερήσιο Τύπο

 

 

  1. Πώς αντιμετωπίζει η σύγχρονη γενιά, η γενιά της οθόνης, τα τηλεοπτικά προγράμματα;
  2. Η γενιά της οθόνης αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο την τηλεόραση. Πού οφείλεται αυτή η αντιμετώπιση και πώς αντιδρούν οι προγραμματιστές και οι διαφημιστές σε αυτή τη στάση;
  3. «Αυτόχθονες σ' ένα βασίλειο... με ειρωνεία και χιούμορ». Αναγνωρίζετε τα δικά σας χαρακτηριστικά στο απόσπασμα αυτό ή πιστεύετε ότι ο συγγραφέας υπερβάλλει;

 

eikona42

 


1 τάργκετ γκρουπ: ομάδα στόχου, στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κατανάλωση των προγραμμάτων

2Σειρά κινουμένων σχεδίων, «καρτούν»

3 τζόιστικ: χειριστήριο

4 πίξελ: εικονοστοιχείο