Φιλοσοφικός Λόγος (Γ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η
(323A-E)

Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα
όλων των ανθρώπων

Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσινχαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]· ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.

Ὅτι μὲν οὖν πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ' ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων έπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.

 

Λεξιλόγιο

τεκμήριον (<τεκμαίρομαι): βέβαιο σημείο, απόδειξη, στοιχείο που επιτρέπει την εξαγωγή βάσιμου συμπεράσματος
τέχνην·αιτιατική της αναφοράς, εκφερόμενη σύστοιχα (ενν. το τεχνίτης: ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν τεχνίτης)
καταγελῶ: περιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
χαλεπαίνω: γίνομαι χαλεπός, δύσκολος, βαρύς, άγριος· οργίζομαι, αγανακτώ
οἰκεῖοι· οἰκεῖος: αυτός που ανήκει στον οίκο· πρόσωπο της ίδιας οικογένειας, συγγενής, στενός φίλος
προσιόντες· προσίημι: πλησιάζω, αφήνω κάποιον να πλησιάσει
νουθετέω-ῶ: θέτω κάτι στον νου κάποιου, εφιστώ την προσοχή, συμβουλεύω, προτρέπω
μαινόμενον· μαίνομαι: πάσχω από μανία· είμαι παράφρων, τρελός
προσποιούμενον· προσποιέομαι-οῦμαι: παριστάνω, προσποιούμαι, υποκρίνομαι
ἁμῶς γέ πως: κατά τούτον τον τρόπο, έτσι
φύσει (η δοτική ως επίρρημα): φυσικά
ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου· αὐτόματος: α) αυτός που πράττει από δική του βούληση· β) το πράγμα που κινείται από μόνο του· γ) το γεγονός που συμβαίνει αφ' εαυτού, χωρίς να παρέμβει κάποια εξωτερική ενέργεια. Ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου: έκφραση ισοδύναμη με το επίρρημα αὐτομάτως.
διδακτόν: ό,τι μπορεί κανείς να διδάξει ή ό,τι μπορεί ο άνθρωπος να διδαχθεί
παραγίγνεσθαι· παραγίγνομαι: επέρχομαι
τύχῃ (δοτική οργανική ως επίρρημα): τυχαία, κατά τύχη
θυμόομαι-οῦμαι: είμαι οργισμένος
κολάζω: περιορίζω, αναχαιτίζω, τιμωρώ, μετριάζω, διορθώνω
ἐλεέω-ῶ: λυπούμαι, οικτίρω, αισθάνομαι έλεος, συμπάθεια
οἷον (ως επίρρημα): πόσο· όπως, όπως ακριβώς· όπως, παραδείγματος χάριν
αἰσχρός (<αἶσχος): α) ο επονείδιστος, αυτός που προκαλεί ντροπή, αισχύνη· β) ο κακοήθης, ο φαύλος, ο άτιμος· γ) ο άσχημος. [Αντί των ομαλών παραθετικών αἰσχρότερος, -τατος, ο Όμηρος και οι αττικοί συγγραφείς προτιμούν τα αἰσχίων, αἴσχιστος.]
κόλασις: τιμωρία (συνώνυμο: κολασμός)
νουθέτησις: συμβουλή, παραίνεση
συλλήβδην: περιληπτικώς, εν περιλήψει, συνολικά

Ερμηνευτικά σχόλια

φύσις: α) οι φυσικές ιδιότητες και η φυσική κατάσταση κάποιου πράγματος, ο χαρακτήρας κάποιου πράγματος ή έμψυχου είδους, ο χαρακτήρας του ανθρώπου· β) ο φυσικός κόσμος, οι νόμοι που διέπουν το σύμπαν, η γέννηση και η αρχή του κόσμου· γ) η δύναμη που προκαλεί τη γέννηση και την αρχή του κόσμου· δ) η ουσία των πραγμάτων· ε) το σύμπαν· στ) το φύλο, το γένος (θηλυκό ή αρσενικό), τα γεννητικά όργανα και τα φυλετικά χαρακτηριστικά.
κολάζει: η διαφορά μεταξύ της έννοιας του κολάζω και της έννοιας του τιμωροῦμαι ορίζεται, ακό τον Αριστοτέλη ως εξής: το μεν πρώτο αποβλέπει στην τιμωρία του αδικήσαντος, το δε δεύτερο στην ικανοποίηση του αδικηθέντος (Ρητορική I, 10, 17).
θυμός: α) η ψυχή ή το πνεύμα, το στοιχείο της ζωής, της αίσθησης ή της σκέψης, ειδικά των ισχυρών συναισθημάτων και παθών· β) η ψυχή, η πνοή, η ζωή· γ) οι επιθυμίες και οι ορέξεις· δ) η θέληση· ε) η τόλμη, το θάρρος· στ) η οργή, το πάθος, ο θυμός. Ο Πλάτων διαιρεί το ζωώδες μέρος της ψυχής σε θυμὸν και ἐπιθυμίας, δηλαδή πάθος και ορμή.
ἀσέβεια: η έλλειψη ευσέβειας, σεβασμού προς τα θεία. Η ασέβεια είναι ως προς τους θεούς το αντίστοιχο με την αδικία ως προς τους ανθρώπους, όπως βλέπουμε και στη φράση του Ξενοφώντα: «διὰ τὴν ἐκείνων περὶ μὲν θεοὺς ἀσέβειαν περὶ δὲ ἀνθρώπους ἀδικίαν» (Κύρου Ἀνάβασις 8, 8, 7). Πολλοί φιλόσοφοι και ποιητές της Αθήνας είχαν υποστεί κατηγορίες και δίκες περί ασεβείας κατά τον 5ο αιώνα. Μεταξύ αυτών, ο Αναξαγόρας (δες Εισαγωγή, σελ. 20) και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος.

Θέματα για συζήτηση

1. Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.

Κορινθιακό νόμισμα που απεικονίζει την Αθηνά (420- 400 π.Χ.).