Κοινωνιολογία (Γ΄ Λυκείου - Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή
back next
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

3. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ






  • Οι στόχοι και η λειτουργία της κοινωνικοποίησης
  • Ανάπτυξη του κοινωνικού εαυτού Θεωρητικές προσεγγίσεις
  • Φορείς κοινωνικοποίησης
  • Κοινωνικός έλεγχος: τυπικός και άτυπος
  • Κοινωνικοποίηση: μια συνεχής διαδικασία


Κοινωνιολογία

Εισαγωγή

Η κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία που μας αφορά όλους. Ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας και διαρκεί μέχρι το τέλος της. Το περιεχόμενο της αφορά τις κοινωνικές αξίες, τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και τη λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου. Αυτές τις έννοιες που χρησιμοποίησαν οι κοινωνικοί επιστήμονες μελετώντας τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης θα τις εξετάσουμε στις ενότητες που ακολουθούν.

3.1. Οι στόχοι της κοινωνικοποίησης και η σημασία του κοινωνικού περιβάλλοντος για τον άνθρωπο
«Το "αγριόπαιδο του Αβερόν"
Στις 9 Ιανουαρίου 1800 εμφανίστηκε ένα παράξενο ον μέσα από τα δάση της Νότιας Γαλλίας. Παρόλο ότι περπατούσε όρθιο, έμοιαζε πιο πολύ για ζώο παρά για άνθρωπος, αν και γρήγορα έγινε φανερό πως επρόκειτο για αγόρι δέκα ως δώδεκα χρόνων. Μιλούσε μόνο με γρυλισμούς και παράδοξες κραυγές. Το παιδί δεν είχε προφανώς ιδέα περί ατομικής υγιεινής και ανακουφιζόταν όπου εύρισκε. Το πήγαν στην τοπική αστυνομία και από εκεί σε ένα ορφανοτροφείο. Στην αρχή προσπαθούσε συνέχεια να δραπετεύσει, για να το ξανασυλλάβουν όμως με κάποια δυσκολία. Δεν δεχόταν να φορέσει ρούχα, τα οποία τα ξέσκιζε μόλις του τα φορούσαν. Δεν παρουσιάστηκαν γονείς για να το αναζητήσουν.
Το παιδί υποβλήθηκε σε λεπτομερείς ιατρικές εξετάσεις, οι οποίες όμως δεν έδειξαν κανενός είδους ανωμαλίες.,.Το αγόρι το μεταφέρανε αργότερα στο Παρίσι, όπου καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες να το αλλάξουν "από κτήνος σε ανθρώπινο ον". Οι προσπάθειες πέτυχαν εν μέρει μόνο. Έμαθε να ελέγχει τις φυσικές του ανάγκες, δέχτηκε να φοράει ρούχα. Παρά ταύτα, παρέμεινε αδιάφορο στα παιχνίδια και δεν μπόρεσε ποτέ να προφέρει παρά λίγες μόνο λέξεις. Από ό,τι μπορούμε να συμπεράνουμε, σύμφωνα με τις λεπτομερείς περιγραφές της συμπεριφοράς του, αυτό δεν συνέβαινε γιατί ήταν πνευματικά καθυστερημένο. Φαίνεται πως ή δεν ήθελε ή δεν ήταν σε θέση να μάθει εντελώς την ανθρώπινη γλώσσα...
» (A. Giddens, 2002:7778).
Η παραπάνω περίπτωση κοινωνικής απομόνωσης δεν είναι μοναδική. Παρόμοιες περιπτώσεις έχουν αποκαλυφθεί στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980 αλλά και στις Η.Π.Α. (περιπτώσεις της Άννας από την πολιτεία της Πενσυλβάνια και της Ισαβέλλας από την πολιτεία του Οχάιο) τη δεκαετία του 1930. Στην περίπτωση των Η.Π.Α. τα δύο κοριτσάκια ήταν παιδιά ανύπαντρης μητέρας, ενώ η μητέρα της Ισαβέλλας ήταν και κωφάλαλη. Είχαν απομονωθεί σε σκοτεινά δωμάτια, γιατί οι
μητέρες τους φοβόντουσαν τις αντιδράσεις των γονέων τους και της κοινωνίας. Όταν τα ανακάλυψαν, στην ηλικία των 6 ετών, δεν μπορούσαν να μιλήσουν και να περπατήσουν κανονικά, ενώ το επίπεδο νοημοσύνης τους ήταν σχεδόν στο μηδέν. Μετά από ιδιαίτερη και εντατική εκπαίδευση και κοινωνική φροντίδα το επίπεδο της Άννας (π.χ. ομιλία, αυτοεξυπηρέτηση, συμμετοχή σε παιχνίδι) βελτιώθηκε, χωρίς όμως να κατακτήσει επίπεδο ανάλογο με την ηλικία της (πέθανε σε ηλικία 10 ετών)αντίθετα, η Ισαβέλλα στην ηλικία των 81/2 ετών έφτασε σε επίπεδο ανάλογο με τους συνομήλικους συμμαθητές της. Οι ιστορίες αυτές δείχνουν τη διαφορετική εξέλιξη που είχαν τα παιδιά από τη στιγμή που εντάχθηκαν μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος, μόνο όταν μεγαλώνει στο κοινωνικό περιβάλλον, μπορεί να ολοκληρώσει την προσωπικότητά του. Φανερώνουν επίσης πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν, αν από τη γέννησή μας και μετά δεν είχαμε ζήσει μαζί με άλλους ανθρώπους, αν δεν είχαμε γνωρίσει τη γλώσσα, τις αξίες, τους συμβολισμούς, τις χειρονομίες, τα έθιμα και τις συνήθειες της κοινωνίας στην οποία συμμετέχουμε.
Η συναναστροφή μας με τις μικρότερες (π.χ. την οικογένεια) ή τις μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες (π.χ. το σχολείο) μας μαθαίνει τα πρότυπα συμπεριφοράς*, τις αντιλήψεις της ομάδας και γενικά της κοινωνίας, μας εντάσσει μέσα στην κοινωνία, μας κοινωνικοποιεί.
Τι είναι όμως η κοινωνικοποίηση; Είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο μαθαίνει και εσωτερικεύει τα διάφορα στοιχεία του πολιτισμού* της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει, πράγμα που του επιτρέπει να διαμορφώσει τη δική του προσωπικότητα και να ενταχθεί στις διάφορες ομάδες.
Η κοινωνικοποίηση του ατόμου, η οποία πραγματοποιείται από την οικογένεια, το σχολείο και πολυάριθμους άλλους φορείς (π.χ. ομάδα συνομηλίκων, Μ.Μ.Ε. κ.ά.), είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που επιτελείται μέσω ψυχοκοινωνικών μηχανισμών, όπως είναι:
• Η μάθηση (απόκτηση συνηθειών, τρόπων συμπεριφοράς). Το άτομο προσλαμβάνει από το κοινωνικό του περιβάλλον (το στενό ή το ευρύτερο) παραστάσεις και στη συνέχεια εναρμονίζει τη συμπεριφορά του ανάλογα με αυτές. Μαθαίνει δηλαδή από το
Κοινωνιολογία

 Παραμύθια, θρύλοι και μύθοι αναφέρονται σε παιδιά που μεγάλωσαν εκτός κοινωνικού περιβάλλοντος (Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Μόγλης, εκδ. Κέδρος, 2002).
Εικ.3.1 Παραμύθια, θρύλοι και μύθοι αναφέρονται σε παιδιά που μεγάλωσαν εκτός κοινωνικού περιβάλλοντος (Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Μόγλης, εκδ. Κέδρος, 2002).

κοινωνικό περιβάλλον τι είναι καλό ή κακό, ποια είναι η σημασία των συμβολισμών και των μηνυμάτων που εκπέμπονται από τους άλλους, ποια συμπεριφορά είναι ενδεδειγμένη σε μια συγκεκριμένη περίσταση κτλ. Σημαντικό ρόλο στη μάθηση ασκούν οι ικανότητες και οι κλίσεις ή οι ροπές του ατόμου, καθώς και ο τρόπος αντίδρασης (ενθαρρυντικός ή αποθαρρυντικός) του κοινωνικού περιβάλλοντος στη συμπεριφορά του.
• Η ταύτιση (υιοθέτηση συμπεριφορών και ρόλων που οδηγούν το παιδί στο να αναγνωρίζει τον εαυτό του σε ένα δάσκαλο, σε έναν αθλητή ή σε έναν από τους δύο γονείς). Η ταύτιση συντελεί στην απόκτηση από το κοινωνικοποιούμενο άτομο της αίσθησης ότι αποτελεί μέρος ενός κοινωνικού συνόλου. Συνήθως το άτομο ταυτίζεται με πρόσωπα του περιβάλλοντός του, ωστόσο η ταύτιση αυτή (άλλοτε συνειδητή άλλοτε όχι) δεν είναι απόλυτη, και το άτομο διατηρεί μια σχετική αυτονομία ως προς τα πρόσωπα με τα οποία ταυτίζεται. Για παράδειγμα, είναι πιθανόν να τηρήσει πιστά κάποιους κανόνες, αλλά είναι
επίσης πιθανό να συμμορφωθεί με ένα μέρος αυτών των κανόνων και να διαφοροποιήσει τη συμπεριφορά του.
• Η εσωτερίκευση (ενσωμάτωση των πολιτισμικών στοιχείων στην προσωπικότητα του ατόμου). Η εσωτερίκευση πραγματοποιείται σταδιακά και σημαίνει την υιοθέτηση των αξιών και των κανόνων της κοινωνίας, ανάλογα βέβαια με τις κοινωνικές συνθήκες και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες το άτομο κοινωνικοποιείται. Άτομα που έχουν εσωτερικεύσει τις αξίες και τους κανόνες της κοινωνίας λειτουργούν αυτόβουλα και δεν χρειάζονται εξωτερικό έλεγχο (π.χ. ποινές, επιβραβεύσεις).
Αυτοί οι τρεις μηχανισμοί εμφανίζουν το άτομο σαν έναν παθητικό δέκτη, που αποδέχεται άκριτα τα προβαλλόμενα πρότυπα και τις συμπεριφορές που πρέπει να υιοθετήσει. Συμβαίνει όμως πραγματικά αυτό; Μάλλον όχι, γιατί ο καθένας ανάλογα με τις διαθέσεις του, τα βιώματά του και τα κοινωνικά του ερεθίσματα επιλέγει από τα
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

προβαλλόμενα πρότυπα αυτό που του ταιριάζει καλύτερα. Γι' αυτό το λόγο παρατηρείται συχνά άτομα από το ίδιο οικογενειακό περιβάλλον να έχουν διαφορετικές πορείες στη ζωή.
Η επιλογή ή η απόρριψη των μηνυμάτων γίνεται πολλές φορές ασυνείδητα. Βέβαια το άτομο είναι υποχρεωμένο να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με όσα ορίζονται από τους νόμους ή από την καθιερωμένη ηθική της κοινωνίας (εφόσον αυτή δε βρίσκεται σε αντίθεση με τα προσωπικά του αισθήματα, τις




 Desmond Morris, Η ανθρωποπαρατήρηση: η ανθρώπινη συμπεριφορά, εκδ. Αρσενίδη, 1998.
Εικ.3.2α Desmond Morris, Η ανθρωποπαρατήρηση: η ανθρώπινη συμπεριφορά, εκδ. Αρσενίδη, 1998.

αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις του). Στην ουσία υιοθετεί τα πολιτισμικά στοιχεία τα οποία έχουν ενταχθεί στην παιδεία που έχει λάβει, στο πλαίσιο της σταδιακής προσαρμογής του στην κοινωνία. Η κοινωνικοποίηση ωστόσο δεν είναι το αποτέλεσμα μιας τυποποιημένης μάθησης, αλλά μια εκμάθηση που διαφοροποιείται συνεχώς από τις επιρροές που δέχεται το άτομο και από τον τρόπο που κατανοεί τον εκάστοτε ρόλο του.


Η μάθηση ρόλων μέσω της
ταύτισης με τη μητέρα




Φιλοσοφία και Κοινωνικές επιστήμες, Εκδοτική Αθηνών, τόμος 22, 1997
Εικ.3.2β Φιλοσοφία και Κοινωνικές επιστήμες, Εκδοτική Αθηνών, τόμος 22, 1997

Κοινωνιολογία

«Ο Μεσαίωνας μας έχει αφήσει πληθώρα πληροφοριών σε σχέση με ό,τι εθεωρείτο κάθε φορά ως κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά. Και εδώ διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο οι οδηγίες για τη συμπεριφορά στο τραπέζι. Το φαγητό και το ποτό βρίσκονταν στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής, πολύ περισσότερο απ' ό,τι σήμερα που φαγητό και ποτό αποτελούν συχνά, όχι πάνταμάλλον το πλαίσιο και την εισαγωγή για τη συνομιλία και την κοινωνική επαφή. Δεν είναι κόσμιο να ψαχουλεύει κανείς τ' αυτιά του και τα μάτια του, όπως κάνουν μερικοί ούτε να σκαλίζει τη μύτη του, όταν τρώει τούτες οι τρεις συνήθειες δεν είναι καλές» (N. Bias, 1997:108116).


Όπως προαναφέραμε, η υιοθέτηση των προτύπων συμπεριφοράς δεν είναι μια παθητική λειτουργία. Το άτομο δε λειτουργεί μόνο ως δέκτης, που υιοθετεί στοιχεία από το περιβάλλον του, αλλά και ως πομπός, που μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία κοινωνικοποίησης του περιβάλλοντός του. Ακόμα και ένα παιδί, στο πλαίσιο μιας αυταρχικής διαπαιδαγώγησης (του σχολείου ή της οικογένειας), μπορεί με τη στάση ή την αντίδρασή του να αλλάξει τη συμπεριφορά του περιβάλλοντός του προς αυτό, να αλλάξει δηλαδή το περιεχόμενο της κοινωνικοποίησής του. Αλλά και ως ενήλικος, μέσα από τη συμμετοχή του σε συλλόγους, σωματεία ή ενώσεις καταναλωτών, μπορεί να αντιδράσει στις επικρατούσες απόψεις για την κοινωνική ζωή. Γι' αυτό το λόγο η κοινωνικοποίηση είναι μια αμφίδρομη διαδικασία ανάμεσα στον πομπό και στο δέκτη. Εξάλλου, ο αμφίδρομος χαρακτήρας της διαδικασίας είναι εμφανής, όταν ο δέκτης γίνεται πομπός.
Η κοινωνικοποίηση είναι επίσης μια εξελικτική και δυναμική διαδικασία, που διαφοροποιείται σε σχέση με το χρόνο (ιστορική περίοδο) και το χώρο (την κοινωνία στην οποία αναφερόμαστε) και επιτρέπει στο άτομο να κατανοεί τον κόσμο που το περιβάλλει. Κάθε άτομο συνθέτει σταδιακά, από τη νεαρή ηλικία ως τα γεράματά του, τις εικόνες για τον κόσμο. Αυτές τις εικόνες τις επεξεργάζεται, για να τις μετατρέψει με το δικό του τρόπο σε μια καινούρια, πρωτότυπη και προσωπική εικόνα. Πρόκειται δηλαδή για μια συνεχή αλληλεπίδραση κοινωνίας και ατόμου.
Η κοινωνικοποίηση είναι, τέλος, μια διαδικασία οικοδόμησης της συλλογικής ταυτότητας. H αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια ομάδα μάς βοηθά να συγκροτήσουμε την αυτοεικόνα μας, την οποία διαμορφώνουμε σε σχέση με τους συνανθρώπους μας και συγχρόνως τη μοιραζόμαστε με τα μέλη της ευρύτερης ή της στενότερης ομάδας στην οποία ανήκουμε. Κοινωνικοποιημένο θεωρείται ένα άτομο που εντάσσεται σε ομάδες (π.χ. συγγενείς, συνομήλικοι, συμμαθητές, συνάδελφοι κ.ά.) και αισθάνεται μέλος τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένο να υποτάσσεται στις τυχόν υπέρμετρες απαιτήσεις τους.

Το πέρασμα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή

«Στις κοινωνίες της αρχαιότητας η κοινωνική ενηλικίωση έπαιρνε δημόσιο και επίσημο χαρακτήρα: στην αρχαία Ελλάδα σημαδευόταν από την ένταξη του νέου στην τάξη των εφήβων, στη Ρώμη απ' τη συμβολική απόκτηση της τηβέννου των ανδρών.
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτά τα έθιμα χάθηκαν με το πέρασμα των χρόνων και ότι σε κοινωνίες παλιότερες απ' τη δική μας το παιδί περνούσε απ' τη μια κατάσταση στην άλλη πολύ γρήγορα. Για τα κορίτσια η κρίσιμη καμπή ήταν ένας πρόωρος γάμος ή το μοναστήρι, ενώ για τα αγόρια η χωρίς καθυστέρηση είσοδος σε κάποιο "επάγγελμα": στρατιωτική καριέρα ή ακόλουθος κάποιου άρχοντα, αν ήταν παιδί από πλούσια οικογένεια, μαθητεία κοντά σ' έναν τεχνίτη, αν ήταν ταπεινής καταγωγής» (M. Ρειμόν Ριβιέ.1989: 17).
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

3.2. Ανάπτυξη του κοινωνικού εαυτού Οι διαφορετικές προσεγγίσεις
Το βασικό ερώτημα του πώς αναπτύσσεται το παιδί από τη στιγμή της γέννησής του και μετά έχει απασχολήσει τους επιστήμονες διάφορων κλάδων των ανθρωπιστικών επιστημών, οι οποίοι έχουν διατυπώσει σημαντικές θεωρίες δίνοντας έμφαση σε διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητας. Ψυχίατροι όπως ο Φρόυντ (S. Freud), ο Πιαζέ (J. Piaget) και ο Έρικσον (Ε.Η. Erikson), κοινωνιολόγοι της λειτουργιστικής προσέγγισης, όπως ο Ντυρκέμ (E. Durkheim κ.ά.), της μαρξιστικής σχολής, όπως ο Αλτουσέρ (L. Althuser κ.ά.), αλλά και της συμβολικής αλληλεπίδρασης, όπως ο Μιντ (G.H. Mead κ.ά), φιλόσοφοι και παιδαγωγοί έχουν ασχοληθεί διεξοδικά με το θέμα της ανάπτυξης και της κοινωνικοποίησης του παιδιού.
Όλες οι προσεγγίσεις δίνουν έμφασηάλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο στα κοινωνικά στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του ατόμου. Οι σύγχρονες απόψεις για την κοινωνικοποίηση συμφωνούν στο ότι κάθε άτομο από τη γέννησή του δέχεται επιδράσεις από το κοινωνικό του περιβάλλον, οι οποίες διαμορφώνουν σημαντικά την προσωπικότητά του.

Ο Ζ. Φρόυντ (S. Freud, 1856-1939) με τη θεωρία την οποία ανέπτυξε (ψυχαναλυτική μέθοδος) άσκησε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της ψυχολογίας, αλλά και στην ανάπτυξη των άλλων κοινωνικών επιστημών, των τεχνών και της φιλοσοφίας. Ο Φρόυντ, που ως ψυχίατρος είναι γνωστός κυρίως για την ανάπτυξη της θεωρίας της προσωπικότητας, διατύπωσε μια θεωρία που έχει δύο διαστάσεις.

Η πρώτη διάσταση αφορά τα ψυχοσεξουαλικά στάδια ανάπτυξης του ατόμου (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό, λανθάνουσας σεξουαλικότητας και γενετήσιας σεξουαλικότητας). Το καθένα από αυτά τα στάδια αντιστοιχεί με μια διαφορετική σωματική ζώνη ικανοποίησης και με διαφορετικές χρονικές περιόδους της ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Φρόυντ,
η φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου προϋποθέτει την καταστολή των σεξουαλικών και επιθετικών ορμών του και την ταύτισή του με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα του πατέρα ή της μητέρας, καθώς και την ανάπτυξη της κοινωνικής του συνείδησης.
Η δεύτερη διάσταση αφορά την ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας και σχετίζεται περισσότερο με την ανάπτυξη του κοινωνικού εαυτού. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η προσωπικότητα του ατόμου αποτελείται από τρία μέρη:
• Το «εκείνο» (id), το οποίο περιλαμβάνει τα βιολογικά ένστικτα και τις ροπές και λειτουργεί με βάση την άμεση ικανοποίηση των αναγκών (το ασυνείδητο).
• Το «υπερεγώ» (superego), το οποίο αποτελεί το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που η κοινωνία επιβάλλει στα μέλη της.
• Το «εγώ» (ego), που αποτελεί τη συνειδητή πλευρά της προσωπικότητας, τις ψυχικές λειτουργίες με τις οποίες το άτομο ενεργεί. Το «εγώ» έχει ως βάση την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίζεται από τις εσωτερικές παρορμήσεις του «εκείνο», αλλά και από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που επιβάλλει η κοινωνία.
Από το «εκείνο», δηλαδή το ασυνείδητο, αναδύονται οι παρορμήσεις, τα ένστικτα και οι βιολογικές ορμές, οι οποίες συχνά συγκρούονται με το «υπερεγώ», δηλαδή την κοινωνία και τον πολιτισμό. Για να μπορέσει το άτομο να αντιμετωπίσει καταστάσεις που του προκαλούν ένταση και άγχος, καταφεύγει συχνά σε μηχανισμούς άμυνας. Ο Φρόυντ έχει περιγράψει έναν αριθμό αμυντικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι κυρίως έργο του«εγώ». Λειτουργούν όμως υποσυνείδητα και αποσκοπούν στην εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ των τριών μερών της προσωπικότητας. Επομένως το «εγώ» λειτουργεί συχνά ως εξισορροπητικός μηχανισμός ανάμεσα στο «εκείνο» και το «υπερεγώ».
Αξίζει να επισημάνουμε ότι οι σύγχρονες θεωρίες κοινωνικοποίησης δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον και στις συνειδητές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων και λιγότερο στο ασυνείδητο και τα βιολογικά ένστικτα των ανθρώπων, τα οποία άλλωστε έχουν αμφισβητηθεί από σχεδόν όλους τους κοινωνιολόγους και τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους*.
Κοινωνιολογία

Πίνακας 3.1. Ενδεικτικοί μηχανισμοί άμυνας, λειτουργίες, παραδείγματα εφαρμογήςΠίνακας
Πηγή: N. Γ. Παπαδόπουλος, Ψυχολογία (ε έκδοση), Αθήνα 1997, σ. 133136 και Μ. Μακρόγλου κ.ά., Στοιχεία γενικής και εξελικτικής ψυχολογίας, Β'τάξη, 1ου Κύκλου, Τομέας Υγείας και Πρόνοιας, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2003, σ. 5758 (επεξεργασία Α. Βερβέρη).
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

Οι κοινωνικοί επιστήμονες που υιοθετούν την προσέγγιση της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης, όπως ο Τζ. Μιντ (G.H. Mead, 1863-1931), αναφέρθηκαν ιδιαίτερα στις φάσεις ανάπτυξης του παιδιού και στις διεργασίες που τις συνοδεύουν. Τι σημαίνει όμως για τον Μιντ κοινωνική αλληλεπίδραση;
Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία η στενή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) ανθρώπους (με το παιχνίδι, τη συναναστροφή κτλ.) οδηγεί στη διαμόρφωση, μέρα με τη μέρα, μιας σχεδόν ιδιωτικής γλώσσας, ενός κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, μέσω του οποίου παράγονται νοήματα και συμβολισμοί.Τα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού είναι κατά τον Μιντ, τρία:

1. Το προπαρασκευαστικό στάδιο της ασυντόνιστης, δοκιμαστικής και τυχαίας συμπεριφοράς, που συνοδεύεται από μιμήσεις.

2. Το στάδιο του ατομικού παιχνιδιού, κατά το οποίο το παιδί παίζει διαφορετικούς ρόλους. Για παράδειγμα, μπορεί να αλλάζει ρόλους, χωρίς συντονισμό ή λογική τάξη, και από ασθενής να γίνεται γιατρός ή από μαθητής δάσκαλος. Κατά το στάδιο αυτό οι «σημαντικοί άλλοι», που είναι συγκεκριμένα πρόσωπα από το κοινωνικό του περιβάλλον με τα οποία το παιδί έχει άμεσες, συχνές και στενές επαφές, ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προτύπων συμπεριφοράς του.

3. Το στάδιο του ομαδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο συντελείται μετάβαση από τους απλούς ρόλους του ατομικού παιχνιδιού σε οργανωμένους κοινωνικούς ρόλους (με κανόνες, πρότυπα συμπεριφοράς, προσδοκίες).
Σε αυτό το στάδιο πραγματοποιείται μέσω της κοινωνικοποίησης η αφομοίωση όλο και περισσότερων ρόλων και το παιδί σχηματίζει την εικόνα αυτού που ο Μιντ ονόμασε «γενικευμένο άλλο», δηλαδή αφομοιώνει τις στάσεις και τις αντιλήψεις που επικρατούν σε μια κοινωνία σε σχέση με τους διαφορετικούς ρόλους. Μέσω αυτής της αφομοίωσης των πολλαπλών ρόλων τα παιδιά εξελίσσονται σε κοινωνικά όντα.

Μαθαίνουμε υποδυόμενοι μελλοντικούς ρόλους (J. Shepard & R. Greene, Sociology & You, National Textbook Co., Chicago, 2001).
Εικ.3.3 Μαθαίνουμε υποδυόμενοι μελλοντικούς ρόλους (J. Shepard & R. Greene, Sociology & You, National Textbook Co., Chicago, 2001).

Εικ.3.4 «Τα μήλα»: το ομαδικό παιχνίδι συμβάλλει στην εκμάθηση των κανόνων της κοινωνικής ζωής (προσωπικό αρχείο Ε. Κουμάνταρη).
Εικ.3.4 «Τα μήλα»: το ομαδικό παιχνίδι συμβάλλει στην εκμάθηση των κανόνων της κοινωνικής ζωής (προσωπικό αρχείο Ε. Κουμάνταρη).
Κοινωνιολογία

Με την προσέγγιση του ο Μιντ συνέβαλε (όπως είδαμε στο κεφάλαιο 1) στη διχοτόμηση του εαυτού στο «εμέ» και το «εγώ». Ο «εαυτός» αποδίδεται με την έννοια του κοινωνικού «εμέ» (Me) σε αντιδιαστολή με το ψυχικό «εγώ» (I). «Το Εμέ αποτελεί τη σταθερή δομή του Εαυτού, σε αντίθεση με το Εγώ το οποίο αποτελεί την αυθόρμητη πλευρά του» (Χρ. ΝόβαΚαλτσούνη, 2000:212). Το «εμέ» αντιπροσωπεύει την κοινωνία, δηλαδή όλο εκείνο το σύστημα των προτύπων και των αξιών που αφομοιώνονται με την κοινωνικοποίηση. Το «εγώ» αντιπροσωπεύει τις παρορμήσεις του ατόμου, το αυθόρμητο και απρόβλεπτο μέρος του κοινωνικού του εαυτού.
Οι κοινωνιολόγοι που υιοθετούν τη λειτουργιστική ή τη μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικοποίησης δεν συμπεριλαμβάνουν στην οπτική τους τις έμφυτες παρορμήσεις και τα ένστικτα του ατόμου. Αντίθετα, δίνουν έμφαση στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στην ανάπτυξη του ατόμου.
Η κοινωνικοποίηση λοιπόν, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους που υιοθετούν τη λειτουργιστική προσέγγιση, αποσκοπεί:
  • στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου,
  • στην αποδοχή των προτύπων συμπεριφοράς από όλα τα μέλη της κοινωνίας,
  • στην ένταξη των ατόμων στους κοινωνικούς θεσμούς και
  • στη διασφάλιση και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι, οι λειτουργιστές εξηγούν την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία που περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους η ομάδα (ή συνολικά η κοινωνία) εργάζεται από κοινού για τη δημιουργία σταθερών κοινωνικών σχέσεων.
Αντίθετα, οι μαρξιστές προσεγγίζουν την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία μέσω της οποίας διαιωνίζεται η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Όταν για παράδειγμα, οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται, αποδέχονται την οικογενειακή τους καταγωγή μέσω της εκμάθησης των κοινωνικών κανόνων που προσιδιάζουν στην κοινωνική τους τάξη (ή την κοινωνική τους θέση). Οι μαρξιστές θεωρούν ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να αποδέχονται την κοινωνική τους θέση, πριν ακόμα αποκτήσουν συνείδηση των οικονομικών σχέσεων κυριαρχίας. Μαθαίνουν δηλαδή από νεαρή ηλικία όλους τους κανόνες που διέπουν τη θέση τους και στη συνέχεια αποκτούν συνείδηση της κατάταξής τους στο κοινωνικό πλαίσιο ως κάτι το εντελώς φυσικό. Κατά συνέπεια η κοινωνικοποίηση συντηρεί τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προνόμια των κυρίαρχων τάξεων μέσω δομών όπως, για παράδειγμα, η εκπαίδευση, η οποία αναπαράγει τις κοινωνικές θέσεις.
3.3 Φορείς κοινωνικοποίησης
Η ζωή μας καθορίζεται από ένα σύνολο σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικογένεια, εργασία, εκπαίδευση κτλ.). Ο άνθρωπος συμμετέχει σε αυτές τις δραστηριότητες με τρόπο τυπικό, που σημαίνει ότι οι συμπεριφορές όλων των συμμετεχόντων είναι αναμενόμενες και κοινωνικά προσδιορισμένες. Τα άτομα μέσα σε αυτό το πλαίσιο καταλαμβάνουν διαφορετικές κοινωνικές θέσεις, από τις οποίες απορρέουν διαφορετικοί κοινωνικοί ρόλοι. Πέρα όμως από τις τυπικές και αναμενόμενες συμπεριφορές, τα άτομα επιτελούν τους ρόλους που αναλαμβάνουν με τρόπο ουσιαστικό, ανάλογα με τις αντιλήψεις και τα βιώματά τους. Συνεπώς δεν «ερμηνεύουν» κατά τον ίδιο τρόπο τους κοινωνικούς ρόλους: άλλα ταυτίζονται πλήρως με τις αναμενόμενες συμπεριφορές και άλλα διαφοροποιούνται ή αποκλίνουν από αυτές.
Γιατί ο δάσκαλος βαθμολογεί το μαθητή; Γιατί ο εργοδότης ελέγχει τον εργαζόμενο; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι ότι μέσα σ' αυτές τις σχέσεις οι θέσεις που καταλαμβάνουμε είναι ιεραρχημένες. Η ιεραρχία αυτή οφείλεται σε ένα σύστημα θέσεων που προσδιορίζει την κάθε δραστηριότητα (οικογενειακή, εκπαιδευτική ή εργασιακή) και περιλαμβάνει τις τυποποιημένες και αναμενόμενες συμπεριφορές, δηλαδή τον κοινωνικό θεσμό.
Επομένως ένας κοινωνικός θεσμός συνίσταται από ένα σύστημα θέσεων και αποσκοπεί στην εκπλήρωση μιας βασικής λειτουργίας της κοινωνίας. Για παράδειγμα, το σχολείο συγκροτείται από πολλές κοινωνικές θέσεις (π.χ. δάσκαλος, μαθητής, διευθυντής, σχολικός σύμβουλος, διευθυντής εκπαίδευσης, υπεύθυνος ΣΕΠ, γονέας κτλ.) με ανάλογους ρόλους (αναμενόμενες και τυποποιημένες συμπεριφορές). Οι ρόλοι αυτοί αποσκοπούν στην εκπλήρωση της εκπαιδευτικής λειτουργίας (δηλαδή της μάθησης), ανεξάρτητα από το βαθμό επιτυχίας στην πράξη.
Στις κοινωνίες μας υπάρχει συχνά μια ταύτιση των φορέων κοινωνικοποίησης με τους θεσμούς. Αυτό συμβαίνει γιατί οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε είναι οργανωμένες με ένα συστηματικό τρόπο και διέπονται από πλέγμα κανόνων που τις περισσότερες φορές είναι τυπικοί.
Οι φορείς της κοινωνικοποίησης είναι πολυάριθμοι: οικογένεια, σχολείο, παρέα συνομηλίκων, Εκκλησία, Μ.Μ.Ε., κράτος. Συνήθως αναφερόμαστε σε δύο κατηγορίες φορέων κοινωνικοποίησης:
• στους πρωτογενείς φορείς, όπως η οικογένεια και η παρέα των συνομηλίκων κτλ., στους οποίους η αλληλεπίδραση των μελών της κοινωνικής ομάδας χαρακτηρίζεται από στενές διαπροσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και
• στους δευτερογενείς φορείς, όπως το σχολείο, η Εκκλησία, ο χώρος εργασίας και το κράτος, στους οποίους οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων (π.χ. δασκάλωνμαθητών, εργοδοτώνεργαζομένων κτλ.) ρυθμίζονται βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών και είναι περισσότερο τυπικές.
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

Οι πρωτογενείς και οι δευτερογενείς φορείς (κοινωνικές ομάδες) συνυπάρχουν και ασκούν την επιρροή τους καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Ωστόσο, οι πρωτογενείς φορείς (και ιδίως η οικογένεια), ασκούν σημαντική επίδραση στην κοινωνικοποίηση των παιδιών, ενώ οι δευτερογενείς φορείς κοινωνικοποίησης ασκούν σημαντική επίδραση στα μετέπειτα στάδια της ζωής των ανθρώπων.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα παρατηρείται μια μείωση της σημασίας κάποιων φορέων (π.χ. της οικογένειας) οι οποίοι παλαιότερα είχαν την αποκλειστική ευθύνη για την κοινωνικοποίηση του ατόμου, ενώ μέρος των λειτουργιών αυτών των φορέων έχει εκχωρηθεί σε άλλους φορείς (π.χ. στην εκπαίδευση).
Επίσης, είναι σημαντικό να τονίσουμε την ασυμφωνία ή τη σύγκρουση των προτύπων που προβάλλονται από τους παλιούς και τους νεοσύστατους φορείς κοινωνικοποίησης, φαινόμενο που στη σύγχρονη εποχή παρατηρείται συχνότερα από ό,τι άλλοτε (π.χ. τα πρότυπα που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε. έναντι των προτύπων που διαμορφώνονται από την οικογένεια ή τη θρησκεία).
3.3.1 Πρωτογενείς φορείς κοινωνικοποίησης Οικογένεια
Οικογένεια

Ως πρωτογενής φορέας κοινωνικοποίησης, η οικογένεια διαμορφώνει σημαντικά τους κανόνες, τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του παιδιού από τη στιγμή της γέννησής του. Ειδικότερα, η οικογένεια αποτελεί τον καθοριστικής σημασίας φορέα τόσο για την επιβίωση όσο και για τη συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου κατά την παιδική του ηλικία.
Σε κάθε κοινωνία οι όροι συγγένειας, η δομή και το μέγεθος της οικογένειας αποτελούν παράγοντες που οδηγούν σε διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς. Η οικογένεια ωστόσο παραμένει και σήμερα ένας βασικός τόπος στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και ένα καταφύγιο αλληλεγγύης για τα άτομα παρ' όλες τις διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει στο θεσμό, στον οποίο παρατηρείται μια περισσότερο χαλαρή σύνδεση των μελών από ό,τι παλαιότερα (ελεύθερη συμβίωση, διαζύγια, αυτονόμηση του ατόμου από την οικογένεια).
Το παρακάτω συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει μεταξύ άλλων η έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε., δείχνει την τάση των νέων να επικοινωνούν ουσιαστικά με τους γονείς τους. «Οι νέοι επιδιώκουν να συζητούν με τους γονείς τους, και μάλιστα τα κορίτσια περισσότερο από τα αγόρια. Θέματα που τους απασχολούν είναι αυτά των σπουδών, του σχολείου, οικονομικά και επαγγελματικά, εύρεσης εργασίας. Επίσης συζητούν, ιδιαίτερα τα κορίτσια, τα αισθηματικά και τις σχέσεις με το άλλο φύλο. Πάντως τα προς συζήτηση θέματα ποικίλλουν
από σοβαρά ή όχι, επίκαιρα, θέματα προβληματισμού. Αυτό δείχνει τη μεγάλη ανάγκη επικοινωνίας που έχουν οι νέοι, στην οποία, με τη σειρά τους, θα πρέπει να ανταποκρίνονται οι γονείς» (Α. Τεπέρογλου, 1999:121).

Παρέα συνομηλίκων

Η παρέα διαμορφώνει τον τρόπο επικοινωνίας, τη σκέψη και τα πρότυπα συμπεριφοράς των παιδιών. Η αποδοχή των κανόνων της ομάδας (π.χ. γλωσσικός κώδικας, ντύσιμο, ποδοσφαιρικές προτιμήσεις) αποτελεί στοιχείο που ευνοεί την αίσθηση του παιδιού

«Χαρακτηριστική περίπτωση.,.είναι η μοτοσικλέτα, η χρήση της οποίας προωθείται από κάθε σχεδόν κυρίαρχη νεανική κουλτούρα και, επιπλέον, από τη βιομηχανία και τη διαφήμιση, την τελευταία τριακονταετία, ως απαραίτητο νεανικό "αξεσουάρ . Παράλληλα, κάθε χρόνο προβάλλεται και ένας νέος τύπος της, με περισσότερα κυβικά, μεγαλύτερη ταχύτητα ή νέα εμφάνιση.
Ένας νέος...μεταξύ δεκαπέντε και είκοσι περίπου χρόνων, ευλόγως δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην επιθυμία του για νέα ή 11 καλή μοτοσικλέτα και πολύ συχνά δεν μπορεί να την αποκτήσει καθόλου. Επηρεαζόμενος από τη μόδα, τις διαφημίσεις αλλά και τις προσωπικές του ανάγκες (η μοτοσικλέτα χρησιμεύει ως μέσο φυγής, "εκτόνωσης " αναπλήρωσης κοινωνικού αναστήματος και στάτους σε σχέση με την ομάδα συνομηλίκων και τις κοπέλες, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιεί και τις πραγματικές ανάγκες κίνησης και αναψυχής), ο νέος αυτός θα προσπαθήσει, ενδεχομένως, να αποκτήσει κάποια παλιά και χρησιμοποιημένη. Τότε θα εξασκηθεί στη μεγάλη ταχύτητα, στο ανταγωνιστικό προσπέρασμα (στις "κόντρες"), στους ελιγμούς, προκειμένου να μην "του τη βγαίνουν "οι μοντέρνες μοτοσικλέτες μεγάλων κυβικών... Με άλλα λόγια, θα γίνει μηχανόβιος ή " καμικάζι βάζοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο τη ζωή του και τους άλλους, στο μέτρο που η μοτοσικλέτα αυτή θα είναι η μόνη, δύσκολα αποκτημένη και υπό τη συνεχή απειλή του ανταγωνισμού ευρισκόμενη διέξοδός του.». (ΑΑστρινάκης, 991:3435).
Κοινωνιολογία

ότι ανήκει στην ομάδα των συνομηλίκων. Η αποτελεσματικότητα της επιρροής της παρέας εξαρτάται από τη συχνότητα της επαφής και είναι ιδιαίτερα σημαντική και κρίσιμη μέχρι την ενηλικίωση του ατόμου. Με την παρέα τα παιδιά ανεξαρτητοποιούνται από την οικογένεια, αναπτύσσουν αυτοπεποίθηση και κοινωνικές δεξιότητες (π.χ. επικοινωνία, συνεργασία, ομαδικότητα). την παρέα των παιδιών από την παρέα των εφήβων ή την παρέα των ενηλίκων είναι η εμπειρία της κοινωνικοποίησης. Παρέες και σύλλογοι είναι μορφές (τυπικές ή άτυπες, δεν έχει και τόσο σημασία) που προσδιορίζουν τις επιλογές μας (ανήκουμε σε αυτή τη λέσχη και όχι στην άλλη), εκφράζουν το αίσθημα του ότι ανήκουμε κάπου (επιλέγουμε αυτούς για παρέα και όχι τους άλλους) και σκιαγραφούν
«Τα κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα (Οι Έλληνες ζωγράφοι: ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής, εκδ. Μέλισσα 1974).
Εικ.3.5 «Τα κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα (Οι Έλληνες ζωγράφοι: ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής, εκδ. Μέλισσα 1974).
Υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα να ακολουθήσουν αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς (π.χ. εξαρτησιογόνες ουσίες, χουλιγκανισμός, κόντρες με τις μοτοσικλέτες) στην προσπάθειά τους να αντιδράσουν στο οικογενειακό περιβάλλον και να προβάλουν μια κακώς εννοούμενη ανεξαρτησία.
Σε πολλές κοινωνίες (και ιδίως στις δυτικές) η διαδικασία ωρίμανσης του ατόμου αποδίδεται με έννοιες που αποτελούν ταυτόχρονα και ταξινομικές κατηγορίες όπως «παιδί», «έφηβος» και «ενήλικος». Οι παραπάνω κατηγορίες, που περιγράφουν τη φάση ωρίμανσης ή γήρανσης του ατόμου δεν είναι μόνο εργαλεία των κοινωνικών επιστημόνων, είναι ορατές και παρατηρήσιμες μέσα στις ίδιες τις ομάδες που συγκροτούν τα μέλη κάθε κατηγορίας (παρέες, λέσχες κτλ.). Αν σκεφτούμε τι είναι αυτό που κάνει τις πιο πάνω κατηγορίες διακριτές, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό που τις οριοθετεί και επομένως διαφοροποιεί την παρέα των παιδιών από την παρέα των εφήβων ή την παρέα των ενηλίκων είναι η εμπειρία της κοινωνικοποίησης. Παρέες και σύλλογοι είναι μορφές (τυπικές ή άτυπες, δεν έχει και τόσο σημασία) που προσδιορίζουν τις επιλογές μας (ανήκουμε σε αυτή τη λέσχη και όχι στην άλλη), εκφράζουν το αίσθημα του ότι ανήκουμε κάπου (επιλέγουμε αυτούς για παρέα και όχι τους άλλους) και σκιαγραφούν κομμάτι του
κοινωνικού μας εαυτού ή της κοινωνικής μας ταυτότητας («είμαστε οικολόγοι» ή «είμαστε ροκάδες»).
3.3.2 Δευτερογενείς φορείς κοινωνικοποίησης
Σχολείο

Το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας μεταβιβάζει στη νέα γενιά τις κοινές παραδόσεις, αλλά και τη συσσωρευμένη γνώση της κοινωνίας. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες οι γνώσεις μεταβιβάζονταν εμπειρικά από γενιά σε γενιά.
Στις προβιομηχανικές κοινωνίες οι γνώσεις μεταβιβάζονταν εμπειρικά από γενιά σε γενιά. Το σχολείο ως θεσμός είναι δημιούργημα των κοινωνιών του 19ου αιώνα, ενώ η γενίκευσή του στο δυτικό κόσμο πραγματοποιήθηκε τον 20ό αιώνα. Σήμερα η εκπαίδευση λειτουργεί συμπληρωματικά με την οικογένεια ως προς την εκμάθηση προτύπων συμπεριφοράς.
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

Το εκπαιδευτικό σύστημα κάθε χώρας συνδέεται επίσης με τις ανάγκες για τη μελλοντική επαγγελματική κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς και για την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων (κριτική σκέψη, συνεργασία, ομαδικότητα), που είναι απαραίτητα εφόδια για κάθε άτομο μέλος της κοινωνίας. Ο Βέμπερ (M. Weber, 1864-1920) θεωρούσε ότι η θρησκευτική συμπεριφορά είναι στην ουσία προσανατολισμένη προς τον επίγειο κόσμο. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η εμφάνιση του προτεσταντισμού, ο οποίος έδινε έμφαση στις αξίες της ασκητικής ζωής, της αποταμίευσης, της σκληρής εργασίας και της επένδυσης,
Θεατρική και μουσική εκδήλωση του Γυμνασίου Βλαχοκερασιάς, Δήμου Σκιρίτιδας Αρκαδίας αφιερωμένη στη λαική παράδοση ( Φωτογραφικό Αρχείο Γυμνασίου Βλαχοκερσιάς
Εικ.3.6 Θεατρική και μουσική εκδήλωση του Γυμνασίου Βλαχοκερασιάς, Δήμου Σκιρίτιδας Αρκαδίας αφιερωμένη στη λαική παράδοση ( Φωτογραφικό Αρχείο Γυμνασίου Βλαχοκερσιάς).
Θρησκεία

Για την κοινωνιολογία η θρησκεία αποτελεί έναν κοινωνικό θεσμό που πραγματεύεται τη σχέση των ανθρώπων με το θείο. Αναφέρουμε παρακάτω, ενδεικτικά κάποιες από τις σκέψεις των θεμελιωτών της κοινωνιολογίας σχετικά με τη θρησκεία που αφορούν την κοινωνική ένταξη και την κοινωνικοποίηση του ατόμου.
Σύμφωνα με τον Ντυρκέμ (Ε. Durkheim, 1858-1917), η θρησκεία αποτελεί προβολή και θεοποίηση της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας. Μέσα από τη διδασκαλία του θρησκευτικού δόγματος και τις θρησκευτικές τελετές επιβεβαιώνεται η συλλογική ταυτότητα των ομοθρήσκων (π.χ.«εμείς οι χριστιανοί», «εμείς οι μουσουλμάνοι», «εμείς οι εβραίοι») και ενισχύονται τα ιδανικά και οι αξίες της κοινωνίας. Η θρησκεία είναι στενά συνδεδεμένη με την εμπειρία της κοινότητας* γιατί ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ των μελών της και ενώνει τους ομοθρήσκους.
συνδέεται ιστορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Είναι προφανές επομένως ότι η θρησκεία μπορεί να επηρεάσει τον οικονομικό και τον επαγγελματικό προσανατολισμό των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη λειτουργιστική θεωρία, η οποία αναμφίβολα έχει επηρεαστεί από τη σκέψη του Ντυρκέμ, η θρησκεία αποτελεί το φορέα κοινωνικοποίησης που συντείνει στη σύνδεση των μελών και εν τέλει στην ενοποίηση και συνοχή της κοινωνίας με διάφορους τρόπους:
α. Επηρεάζει τα πρότυπα συμπεριφοράς των ομόθρησκων ατόμων.
β. Διαμορφώνει τους κοινωνικούς κανόνες και τις συμπεριφορές τους.
γ. Δραστηριοποιείται με παρεμβάσεις κοινωνικού περιεχομένου (π.χ. δωρεά οργάνων, συσσίτια για απόρους, προγράμματα για νέους).
Πολλές φορές ο θρησκευτικός λόγος μπορεί
Κοινωνιολογία

να λειτουργήσει απελευθερωτικά για τα μέλη μιας κοινωνίας. Σημαντική εξάλλου είναι η συμμετοχή χριστιανών κληρικών στα κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας κατά της εκμετάλλευσης, της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού στη Λατινική Αμερική, στη Νότια Αφρική και τις Η.Π.Α. κατά τον 20ό αιώνα.
Εκτός από το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στην κοινωνικοποίηση και στην ενίσχυση των ηθικών αξιών και προτύπων των ομοθρήσκων, η θρησκεία αποτελείεπίσης σημαντικό φορέα κοινωνικής στήριξης έναντι των αντιφάσεων της ζωής.
ρόλους, κατασκευάζουν είδωλα, με ένα λόγο μπορούν να επηρεάσουν βαθιά τη σκέψη των ατόμων, αλλά και ολόκληρη την προσωπικότητά τους.

Τι συμβαίνει όμως με τα πρότυπα συμπεριφοράς που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε. και πώς αυτά επηρεάζουν τη συμπεριφορά των εφήβων; Στο ερώτημα αυτό μπορούν να δοθούν ποικίλες απαντήσεις, μια και υπάρχει πλήθος αναφορών για τα πρότυπα που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε. Βέβαια η άκριτη, παθητική αποδοχή των προϊόντων των Μ.Μ.Ε. από τις πολύ νεαρές ηλικίες –
Το προσκύνημα στον Άγιο Αχίλλειο Λάρισας: το θρησκευτικό συναίσθημα διαπερνά ανθρώπους διαφορετικών τάξεων, επαγγελμάτων και ηλικιών (φωτογραφικό αρχείο Ε. Κουμάνταρη).
Εικ.3.7 Το προσκύνημα στον Άγιο Αχίλλειο Λάρισας: το θρησκευτικό συναίσθημα διαπερνά ανθρώπους διαφορετικών τάξεων, επαγγελμάτων και ηλικιών (φωτογραφικό αρχείο Ε. Κουμάνταρη).

Μ.Μ.Ε.

Η επίδραση των Μ.Μ.Ε. στη ζωή του ανθρώπου μελετάται από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες στον κόσμο για όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά ιδιαίτερα για τα παιδιά. Τα Μ.Μ.Ε. ψυχαγωγούν, ενημερώνουν, μορφώνουν, ασκούν κριτική, ειλικρινή ή ιδιοτελή, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη, αλλά κυρίως προβάλλουν πρότυπα συμπεριφοράς, αναδεικνύουν κοινωνικούς
θέμα που απασχολεί ευρύτερα την κοινωνία επιβάλλει την ενεργοποίηση των πολιτών, αλλά και των δημοσιογράφων, ώστε να ελέγχονται με όρους ποιότητας τα προσφερόμενα αγαθά των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε. (τηλεόραση, διαδίκτυο). Οι νέοι, ως πιο ευάλωτοι δέκτες, μιμούνται ή ταυτίζονται πολλές φορές με διάφορα είδωλα. Βέβαια η μίμηση ή η ταύτιση αυτή αντανακλά τις ανάγκες της διαφήμισης και της αγοράς και όχι τις δικές τους ανάγκες.
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

Οι νέοι συχνά ταυτίζονται με τα είδωλα της εποχής

Ν. Κακλαμανάκης, ολυμπιονίκης (Φωτογραφικό Αρχείο Associated Press και Reuters).

Εικ.3.8α Ν. Κακλαμανάκης, ολυμπιονίκης (Φωτογραφικό Αρχείο Associated Press και Reuters).

«...Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προτιμούν γεγονότα που έχουν το στοιχείο του δράματος και της σύγκρουσης. Οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων ετών επιτρέπουν τη μετάδοση καταστροφών, κοινωνικών συγκρούσεων και ανθρώπινων συμφορών, οι οποίες έχουν μικρό κόστος και μεγάλη ακροαματικότητα (RealityTV).
Όσοι υποστηρίζουν την προβολή της βίας, της εγκληματικότητας και της ανθρώπινης δυστυχίας από την τηλεόραση, τονίζουν ότι έτσι ενεργοποιούν τα άτομα στο να βοηθούν τους συνανθρώπους τους υλικά και ηθικά και καλλιεργείται η κοινωνική συνοχή. Οι επικριτές από την άλλη πλευρά επισημαίνουν ότι η RealityTV μπορεί να δημιουργήσει ανασφάλεια στο κοινό, αφού καταστάσεις οι οποίες θεωρούνταν ότι συμβαίνουν μόνο στις ταινίες επιβεβαιώνονται στην πραγματικότητα, ενώ παραβιάζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ιδιωτική σφαίρα των ατόμων » (Εφ. Λαμπροπούλου, 1997:174).
'Ε. Παπαρίζου, νικήτρια της Eurovision 2005 (Φωτογραφικό Αρχείο Associated Press και Reuters).
Εικ.3.8β 'Ε. Παπαρίζου, νικήτρια της Eurovision 2005 (Φωτογραφικό Αρχείο Associated Press και Reuters).

Κοινωνιολογία

Κράτος

Το κράτος αποτελεί ένα θεσμοθετημένο φορέα* κοινωνικοποίησης ιδιαίτερα σημαντικό. Ο τρόπος διακυβέρνησης:
• Ασκεί επίδραση στη λειτουργία των σημαντικότερων φορέων κοινωνικοποίησης, όπως είναι η οικογένεια (π.χ. με την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου), το σχολείο (π.χ. μέσω των προγραμμάτων της εκπαίδευσης,των βιβλίων, του εξεταστικού συστήματος), τα Μ.Μ.Ε. (π.χ. με τον κώδικα δεοντολογίας των δημοσιογράφων, αλλά και με τους κανόνες λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών).
• Διαμορφώνει τα πρότυπα συμπεριφοράς των κυβερνωμένων (π.χ. η συμπεριφορά και το ήθος των κυβερνώντων επηρεάζει το αίσθημα δικαίου του πολίτη, προάγει ή υπονομεύει τη διαφάνεια, την ισονομία κτλ.).

Η κρατική εξουσία επιβάλλει κανόνες σε όλα τα επίπεδα και επηρεάζει τις σχέσεις των ανθρώπων σε επίπεδο οικονομικό (φορολογία, εισοδήματα), σε επίπεδο κοινωνικό (εκπαιδευτικό σύστημα, πρόνοια), σε επίπεδο πολιτικό (ελευθερία γνώμης, συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ενώσεις και πολιτικά κόμματα κτλ.).

(Φωτογραφικό αρχείο της Βουλής των Ελλήνων).

Βουλή των Εφήβων: Θεσμός πολιτικής κοινωνικοποίησης των νέων

Εικ.3.9 (Φωτογραφικό αρχείο της Βουλής των Ελλήνων).


(Φωτογραφικό αρχείο της Βουλής των Ελλήνων).
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

3.4. Κοινωνικός έλεγχος Μορφές κοινωνικού ελέγχου
Η υιοθέτηση των αποδεκτών προτύπων συμπεριφοράς και η τήρηση από τα μέλη μιας κοινωνίας των κανόνων που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις είναι αποφασιστικής σημασίας για τη συνοχή και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Η συστηματική όμως εφαρμογή των κανόνων δεν είναι δεδομένη και μπορεί να παρατηρηθούν αποκλίσεις από τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς. Επομένως ο κοινωνικός έλεγχος ασκείται όταν δεν έχουν εσωτερικευτεί αποτελεσματικά από τα μέλη της κοινωνίας οι αξίες και οι κανόνες συμπεριφοράς και υπάρχουν αποκλίσεις.
Ο κοινωνικός έλεγχος είναι το σύνολο των μηχανισμών που χρησιμοποιεί μια κοινωνία, για να γίνουν αποδεκτές οι αξίες της και να εφαρμοστούν οι κανόνες της από τα μέλη της. Η έννοια του κοινωνικού ελέγχου καθιερώθηκε αρχικά από τους κοινωνιολόγους με αφορμή τη μελέτη της παραβατικότητας των νέων στο Μεσοπόλεμο.
Ο στόχος του κοινωνικού ελέγχου είναι η εξασφάλιση της τήρησης των κανόνων και των αξιών και η αποτροπή της παραβίασής τους από τους πολίτες. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω των θεσμών και των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου οι οποίοι δρουν είτε προληπτικά, πριν δηλαδή από την απόκλιση της συμπεριφοράς του ατόμου από τους κανόνες, είτε κατασταλτικά, μετά την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς

Εικ.3.11 Επιβράβευση μαθητών: μορφή τυπικού κοινωνικού ελέγχου (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσικού Σχολείου Κέρκυρας)
Εικ.3.10 Επιβράβευση μαθητών: μορφή τυπικού κοινωνικού ελέγχου (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσικού Σχολείου Κέρκυρας).
Οι μορφές κοινωνικού ελέγχου είναι τρεις:1) ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος, 2) ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος και 3) ο αυτοέλεγχος.
Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος είναι ο θεσμοθετημένος έλεγχος που ασκείται από το κράτος και τα εντεταλμένα όργανά του (π.χ. αστυνομία, δικαστήρια) και ταυτίζεται με την καταστολή και την τιμωρία. Οι ποινές προσδιορίζονται με ακρίβεια από τη νομοθεσία για κάθε περίπτωση παραβίασης κανόνων. Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος εφαρμόζεται σε περιπτώσεις παραβίασης θεμελιωδών αξιών και κανόνων της κοινωνικής ζωής (π.χ. αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, κλοπή, στέρηση της ελευθερίας κτλ.).
Ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος είναι ο μη θεσμοθετημένος έλεγχος που ασκείται όταν κάποιος αποκλίνει από τα πρότυπα συμπεριφοράς της ομάδας. Τα σχόλια των συγγενών, η κριτική των συμμαθητών, οι μορφασμοί και οι χειρονομίες αποτελούν μερικά παραδείγματα άτυπου κοινωνικού ελέγχου, αφού εκφράζουν την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία μιας πράξης. Ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος εφαρμόζεται κυρίως στις περιπτώσεις παραβίασης λιγότερο θεμελιωδών κανόνων συμπεριφοράς.
Στις μορφές κοινωνικού ελέγχου εντάσσεται και ο αυτοέλεγχος, ο εσωτερικός έλεγχος του ατόμου. Πρόκειται για την εσωτερίκευση των αξιών και των κανόνων συμπεριφοράς που επιτυγχάνεται από την περίοδο της πρώιμης κοινωνικοποίησης του ατόμου. Κάθε άτομο αξιολογεί πριν από κάθε ενέργεια τις πιθανές συνέπειες της πράξης του. Οι συνέπειες αυτές το ενθαρρύνουν ή το αποτρέπουν να ενεργήσει, ανάλογα με το βαθμό εσωτερίκευσης των κοινωνικών αξιών. Για παράδειγμα, η επιθυμία μας να αποκτήσουμε παράνομα ένα υλικό αγαθό προσκρούει στον εσωτερικευμένο κοινωνικό κανόνα που αφορά την κλοπή.
Εκτός από τις κυρώσεις (π.χ. ποινές, μορφασμοί αποδοκιμασίας) που λειτουργούν εξαναγκαστικά, είτε πρόκειται για τυπικό είτε για άτυπο κοινωνικό έλεγχο, υπάρχουν και οι επιβραβεύσεις, όπως είναι η εμψύχωση, η ανταμοιβή, η αναγνώριση (π.χ. αριστείο, κύπελλο, χειροκρότημα).
Στις μέρες μας η έννοια του κοινωνικού ελέγχου (του τυπικού ή του άτυπου) χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο και τείνει να αντικατασταθεί με τις έννοιες «κοινωνική προσαρμογή», «ενσωμάτωση» ή «ένταξη».
Κοινωνιολογία

Εικόνα
Εικόνα


Εικόνα

Εικ.3.15 Χειρονομίες, νεύματα, γκριμάτσες: μορφές άτυπου κοινωνικού ελέγχου (Desmond Morris, Ανθρωποπαρατήρηση, εκδ. Αρσενίδη, 1977).
Εικ.3.11 Χειρονομίες, νεύματα, γκριμάτσες: μορφές άτυπου κοινωνικού ελέγχου (Desmond Morris, Ανθρωποπαρατήρηση, εκδ. Αρσενίδη, 1977).
Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικός Έλεγχος

3.5. Η κοινωνικοποίηση ως συνεχής διαδικασία κοινωνικής μάθησης
Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης πραγματοποιείται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Για το λόγο αυτό μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνικοποίηση αποτελεί μια διά βίου κοινωνική μάθηση.
Στην πορεία της ζωής του το άτομο αναλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους (το σύνολο των συμπεριφορών που αναμένονται από ένα άτομο το οποίο κατέχει μια συγκεκριμένη κοινωνική θέση*). Επομένως η κοινωνικοποίηση δεν αφορά μόνο τα παιδιά, αλλά και τους ενηλίκους.
Αλλά και το άτομο επιτελεί μέσα στην οικογένεια κατά τη διάρκεια της ζωής του πολλούς και διαφορετικούς ρόλους: παιδί, σύζυγος, γονέας, γιαγιά, παππούς.Η πολιτική κοινωνικοποίηση του ατόμου ξεκινά ήδη από την οικογένεια (π.χ. ως παιδί συνοδεύει τους γονείς του στις κάλπες), συνεχίζεται στο σχολείο με τη συμμετοχή του στα μαθητικά συμβούλια και εντείνεται με την ενηλικίωσή του και τη συμμετοχή του σε εκλογές, σε πολιτικά κόμματα, σε ενώσεις ή σε συλλόγους κτλ.
Αντίστοιχα η επαγγελματική κοινωνικοποίηση του ατόμου ξεκινά από την οικογένεια (π.χ. επαγγελματικά πρότυπα των γονέων), συνεχίζεται στο σχολείο με τον επαγγελματικό προσανατολισμό και κλιμακώνεται με την είσοδο του ατόμου στο χώρο της εργασίας.
Μέσω των διαφορετικών κοινωνικών ρόλων που αναλαμβάνει το άτομο εσωτερικεύει τα πρότυπα συμπεριφοράς που οριοθετούν τις ενέργειές του (π.χ. ο ρόλος του πατέρα μέσα στην οικογένεια, ο ρόλος του στο επαγγελματικό πεδίο, ο πολιτικός ή συνδικαλιστικός ρόλος κτλ.). Από τους ρόλους αυτούς απορρέουν διαφορετικές υποχρεώσεις, προσδοκίες, απαιτήσεις, δεξιότητες και δικαιώματα, τα οποία το άτομο
θα πρέπει να γνωρίσει προκειμένου να είναι αποτελεσματικό και ευχαριστημένο.
Είναι επίσης πιθανόν στην πορεία της ζωής του το άτομο να αναλάβει κάποιους ρόλους υποχρεωτικούς ή έκτακτους, όπως για παράδειγμα φαντάρος στο στρατό, ασθενής σε νοσοκομείο, οικότροφος, καλόγερος ή ακόμη έγκλειστος σε ίδρυμα. Στις περιπτώσεις αυτές άτομα που είχαν συνηθίσει να ζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με κανόνες που ενδεχομένως είχαν διαμορφώσει οι ίδιοι καλούνται σε κάποια στιγμή της ζωής τους, να ζήσουν μέσα σε συνθήκες οργανωμένης διαβίωσης, όπως είναι ο στρατώνας, ο θάλαμος νοσηλείας, το δωμάτιο ενός οικοτροφείου, το κελί μιας μονής ή μιας φυλακής. Συχνά η είσοδος του ατόμου σε αυτού του είδους τα «κοινόβια» συνοδεύεται από τελετουργίες* μύησης, όπως είναι το κούρεμα, τα καψώνια ή τα ομοιόμορφα ρούχα. Στις περιπτώσεις αυτές οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες συμπεριφοράς είναι διαμετρικά αντίθετες από αυτές που το άτομο είχε συνηθίσει μέχρι τότε στη ζωή του. Εύλογο είναι επομένως το ερώτημα για το τι ακριβώς γίνεται όταν το άτομο τελειώσει με τη θητεία, τη νοσηλεία ή τον εγκλεισμό του και πρέπει να κάνει «μεικτές συναναστροφές». Τότε καλείται να επανασυνδεθεί με τους οικείους του, να ξεκινήσει ή να συνεχίσει την επαγγελματική του πορεία, να βρει τους παλιούς του φίλους ή να κάνει νέες γνωριμίες, με λίγα λόγια να επανενταχτεί στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η διαδικασία επανασύνδεσης με το κοινωνικό σύνολο ονομάζεται επανακοινωνικοποίηση.
Οι ρόλοι που καλούνται να αναλάβουν τα άτομα καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους διαφοροποιούνται από μια κοινωνία σε μια άλλη, όπως είναι φυσικό, επιπλέον όμως κάθε άτομο «παίζει», «ερμηνεύει» το ρόλο του με ένα δικό του τρόπο. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Γκόφμαν, οι διάφοροι κοινωνικοί ρόλοι, όπως και οι προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από τη συμπεριφορά μας σε συγκεκριμένες συνθήκες, μοιάζουν με
Εικ.3.16 Η μετάβαση στη στρατιωτική ζωή απαιτεί προσαρμογή σε νέους κοινωνικούς κανόνες (Φωτογραφικό αρχείο Ε. Κουμάνταρη).
Εικ.3.12 Η μετάβαση στη στρατιωτική ζωή απαιτεί προσαρμογή σε νέους κοινωνικούς κανόνες (Φωτογραφικό αρχείο Ε. Κουμάνταρη).
Κοινωνιολογία

με σενάρια τα οποία καλούμαστε να ερμηνεύσουμε (γι' αυτό και πολλοί κοινωνιολόγοι, όταν μιλούν για κοινωνικούς ρόλους, χρησιμοποιούν ταυτόσημες έννοιες με αυτές της υποκριτικής και της ηθοποιίας). Υποδυόμαστε επομένως αυτούς τους ρόλους και διεκπεραιώνουμε την ερμηνεία τους σύμφωνα με την κοινωνική εκπαίδευση που έχουμε λάβει, αλλά και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι κοινωνικές σχέσεις.
Είναι αυτονόητο ότι μέσα από την ανάληψη των νέων ρόλων πραγματοποιείται σταδιακά η εκμάθηση των νέων υποχρεώσεων και η επίγνωση των νέων δικαιωμάτων που σχετίζονται με τους ρόλους αυτούς. Για το λόγο αυτό οι κοινωνιολόγοι σε αντίθεση με την κλασική ψυχαναλυτική προσέγγιση, που θεωρούσε ότι ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των ανθρώπων διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία ισχυρίζονται ότι η κοινωνι-
κοποίηση είναι μια συνεχής, αδιάλειπτη και ανοικτή διαδικασία, η οποία ξεκινά από τη γέννηση του ατόμου και συνεχίζεται σε ολόκληρη την πορεία της ζωής του. Οι απαιτήσεις των ρόλων στα μεταγενέστερα στάδια της ζωής του ανθρώπου και οι αντίστοιχες επιλογές του μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις να ανατρέψουν προγενέστερες συμπεριφορές.
Η κριτική που ασκείται συνήθως στις θεωρίες των ρόλων αναφέρεται στο ότι δε λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε ατόμου, οι σχέσεις εξουσίας που συνδέουν το σύστημα των ρόλων, η συμβολή των κοινωνικών κινημάτων στη μεταβολή των κοινωνιών.
Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι εξαιτίας των κοινωνικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και τις Η.ΠΑ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα το περιεχόμενο των ρόλων του άνδρα και της γυναίκας άλλαξε ριζικά.
Ερωτήσεις
  1. Τι ονομάζουμε κοινωνικοποίηση;
  2. Να συγκρίνετε τις απόψεις των λειτουργιστών και των μαρξιστών για την κοινωνικοποίηση.
  3. Να αξιολογήσετε τα χαρακτηριστικά της κοινωνικοποίησης. Ποιο θεωρείτε σπουδαιότερο;
  4. Πώς πραγματοποιείται η εκμάθηση των κανόνων και των προτύπων συμπεριφοράς;
  5. Γιατί θεωρούμε την κοινωνικοποίηση διαδικασία οικοδόμησης της ταυτότητας;
  6. Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι στόχοι της κοινωνικοποίησης;
  7. Θεωρείτε ότι η προσέγγιση του Φρόυντ σχετικά με τη διαμόρφωση του ατόμου είναι σφαιρική;
  8. Γιατί ο Μιντ θεωρείται εκπρόσωπος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης;
  9. Να δώσετε παραδείγματα ασυμφωνίας φορέων κοινωνικοποίησης ως προς τα προβαλλόμενα πρότυπα.
  10. Να συγκρίνετε τους φορείς κοινωνικοποίησης ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν για την άσκηση του κοινωνικού ελέγχου.
  11. Αφού διαβάσετε το παράθεμα (Αστρινάκης Α.) στην υποενότητα 3.3.1, να εντοπίσετε τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης που αναφέρονται σ' αυτό.
  12. Τι σημαίνει άκριτη, παθητική αποδοχή των προϊόντων των Μ.Μ.Ε.;
  13. Να δώσετε παραδείγματα άσκησης κοινωνικού ελέγχου στο χώρο του σχολείου.
  14. Ποιες είναι οι μορφές κοινωνικού ελέγχου;
  15. Ποια είναι η σχέση κοινωνικών ρόλων και κοινωνικοποίησης;