Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (Γ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή
ΠΑΡΕΥΞΕΙΝIΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Γ. Ο ΠΑΡΕΥΞΕΙΝΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

1. Ο μη τουρκοκρατούμενος παρευξείνιος Ελληνισμός

Πέρα από τις πρώτες ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων Ελλήνων σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα, ο Καύκασος, η Γεωργία, η Νότια Ρωσία, η Μεσημβρινή Ρωσία, οι παραδουνάβιες περιοχές και οι βουλγαρικές ακτές του Εύξεινου Πόντου έγιναν σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας το καταφύγιο των Ελλήνων. Φτάνει να δει κανείς τη χρονολογική σειρά των αναγκαστικών μετακινήσεων, για να καταλάβει ότι ο υπόδουλος ελληνισμός κατέφευγε στη φιλόξενη ομόθρησκη Ρωσία κάθε φορά που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.

Η πρώτη νεότερη μαζική μετακίνηση έγινε μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας, το 1461, όταν χιλιάδες Έλληνες κατέφυγαν στις περιοχές του Καυκάσου, του Αντικαυκάσου και της Μεσημβρινής Ρωσίας. Το 1625 ιδρύθηκε η ελληνική κοινότητα του Νιέζιν της Ουκρανίας από Έλληνες, στους οποίους οι ρωσικές αρχές (εξαιτίας της συμβολής τους στα κοινά και στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής) επέτρεψαν την ίδρυση ελληνικών δικαστηρίων, τη δημιουργία αυτόνομης ελληνικής διοίκησης, την ίδρυση ελληνικών σχολείων και εκκλησιών. Τους παραχώρησαν επίσης φορολογικά προνόμια, την άδεια ελευθέρου εμπορίου και άλλες ευεργετικές απαλλαγές.

Τα προνόμια αυτά που παραχωρήθηκαν και σε Έλληνες άλλων πόλεων, όπως της Πουτβίλ, της Μόσχας και του Κιέβου ενίσχυσαν, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, τις ελληνορωσικές σχέσεις.

Στα χρόνια της Αικατερίνης της Μεγάλης πολλοί Έλληνες της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας εγκαταστάθηκαν στη Νότια Ρωσία. Την περίοδο της αρχιεροσύνης του μητροπολίτου Θεοδοσίας Ιγνατίου, χάρη στα προνόμια πάλι της Αικατερίνης Β', ο ελληνισμός της Κριμαίας μετανάστευσε στα παράλια της Αζοφικής Θάλασσας, με αποτέλεσμα να πυκνώσει με χριστιανικό πληθυσμό την περιοχή. Στους νέους τόπους εγκατάστασης οι Έλληνες ίδρυσαν την πόλη Μαριούπολη, προς τιμήν της Παναγίας και 24 αμιγή ελληνικά χωριά, των οποίων οι κάτοικοι διατηρούν ως τις ημέρες μας την εθνική τους συνείδηση, την ελληνική διάλεκτο και τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό.

Εκτός από τους εμπόρους και λογίους η φιλόξενη Ρωσία δέχτηκε στα εδάφη της και πολλούς αγωνιστές και καπετάνιους, που κατατάχτηκαν στο ρωσικό στρατό, φοίτησαν σε στρατιωτικές σχολές, διακρίθηκαν σε μάχες και αναδείχτηκαν ανώτερα και ανώτατα στελέχη του ρωσικού στρατού. Από τον μεγάλο κατάλογο των Ελλήνων αξιωματικών του ρωσικού στρατού ξεχωρίζουν τα ονόματα του Κρουτς, του Γοργόλη, του Ροδοφοινίκη, του Μωυσή Κρίτσκη, του Παπαδόπουλου, του Περραιβού, του Κατσώνη, του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Καραβιά, των Υψηλάντηδων17.

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες εφοδίαζαν με εμπορεύματα σχεδόν όλες τις χώρες που εμπορεύονταν στα νερά της Ανατολής και είχαν τους εμπορικούς τους οίκους όχι μόνο σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, στη Βαλκανική Χερσόνησο και τη Μικρά Ασία, αλλά και στη Μόσχα, τη Βιέννη, το Παρίσι και το Λονδίνο.

Πέρα από το φιλελληνικό κίνημα του ρωσικού λαού, η ομόδοξη Ρωσία, βασικά για την προώθηση των δικών της συμφερόντων στα Βαλκάνια και την έξοδό της στη Μεσόγειο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το γεγονός αυτό ξύπνησε πάλι τα προαιώνια αισθήματα συμπάθειας και ελπίδας των υπόδουλων Ελλήνων προς το «ξανθόν γένος», τον ελευθερωτή Μόσκοβο, στον οποίο ο ελληνικός λαός αφιέρωσε πολλά τραγούδια του, χαρακτηρίζοντας τους Τσάρους νέους Μεσσίες, ως «τελειότατον δώρον εκ του Θεού καταπεμφθέν»18.

Στο πλευρό της Φιλικής Εταιρίας, όταν πια έγινε γνωστή, βρισκόταν η προοδευτική ρωσική κοινωνία, από την Οδησσό ως το Κισινιόφ και το Κίεβο, η οποία υποστήριζε ανοιχτά τη δράση της. Στο σπίτι του δεκεμβριστή στρατηγού Μιχαήλ Ορλόφ, στο Κισινιόφ, σύχναζαν τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας, οι Ρώσοι αξιωματικοί Β. Ραέφσκι, Κ. Οχότνικοφ, οι στρατηγοί Π. Πουοτσίν και Π. Πέστελ, ο μεγάλος ποιητής Α. Πούσκιν, για να συζητήσουν για τα διάφορα λογοτεχνικά, φιλοσοφικά και κυρίως πολιτικά θέματα.

Οι ελληνικές κοινότητες, που υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ρωσίας, έγιναν πραγματικές εστίες προετοιμασίας του απελευθερωτικού αγώνα. Με πρωτοπόρο την Οδησσό και τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας, τα ελληνικά εμπορικά πλοία μετέφεραν κρυφά στην Ελλάδα οπλισμό για την εξέγερση και χρηματική βοήθεια. Ανεκτίμητες ήταν οι υπηρεσίες που προσέφερε στον αγώνα ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός της Ρωσίας και αργότερα ο πρώτος Κυβερνήτης της ανεξάρτητης Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, στον οποίο νωρίτερα ο Τσάρος εμπιστεύθηκε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας.

Η ελληνική επανάσταση και λίγο αργότερα ο Α' ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29, έγιναν νέα αιτία εγκατάλειψης των πατρογονικών εδαφών. Πάνω από 90.000 Πόντιοι, που φανερά εκδηλώθηκαν με το μέρος των Ρώσων, αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους, για να γλιτώσουν από τους φανατικούς ισλαμιστές19. Οι περισσότεροι πήγαν στην Τσάλκα της Γεωργίας, τη Μεσημβρινή και τη Νότια Ρωσία. Ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853-56, η αποκάλυψη των Κρυπτοχριστιανών και η συμπάθεια Ελλήνων του Πόντου προς τους Ρώσους, έγιναν αιτία νέων αναγκαστικών μετακινήσεων. Η μαζικότερη μετοικεσία ποντιακών πληθυσμών στις ρωσικές περιοχές έγινε αμέσως μετά τον Β' ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876. Υπολογίζεται ότι πάνω από 100.000 έφυγαν από τα πατρογονικά τους εδάφη προς την ομόθρησκη Ρωσία. Η τελευταία και δραματικότερη έξοδος έγινε το 1918, όταν οι ποντιακοί πληθυσμοί του ανατολικού, κυρίως, Πόντου, περίπου 85.000, αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τα ρωσικά στρατεύματα που αποχωρούσαν, φοβούμενοι τις σφαγές και τις άλλες ταπεινώσεις20.

Στις αρχές της Οκτωβριανής Επανάστασης ζούσαν, σύμφωνα με τις στατιστικές των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας και του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, περίπου 700.000 Έλληνες21. Περισσότερα από τριάντα ελληνικά έμμισθα και άμισθα προξενεία και υποπροξενεία ιδρύθηκαν την περίοδο 1890-1912, για την καλύτερη εξυπηρέτηση και επαφή των Ελλήνων της Ρωσίας με το εθνικό κέντρο, την Αθήνα. Το 1917 φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία 50.000 περίπου μαθητές και μαθήτριες. Οι ελληνικές κοινότητες, τα φιλανθρωπικά και φιλεκπαιδευτικά ιδρύματα, βοηθούσαν ουσιαστικά στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, της γλώσσας και του προσανατολισμού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και όχι της Μόσχας. Ωστόσο την εμμονή τους στην ορθόδοξη ελληνική παράδοση και πίστη οι Έλληνες την πλήρωσαν, ιδιαίτερα μετά το 1937, με διώξεις, εκτοπίσεις και θανατικές καταδίκες από τις σταλινικές κυβερνήσεις22.

2. Ο βορειοδυτικός παρευξείνιος ελληνισμός

Ο γεωγραφικός χώρος του βορειοδυτικού Ευξείνου Πόντου αποτελούσε ακόμη και στα πιο δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής κυριαρχίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σημαντική εστία της πνευματικής, οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας του ελληνικού στοιχείου. Σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολλοί ομογενείς φεύγοντας από τον ελλαδικό χώρο, λόγω των καταπιέσεων, των διώξεων και των αθρόων εγκαταστάσεων μουσουλμάνων εποίκων, ιδιαίτερα στα πεδινά και τα εύφορα μέρη, βρήκαν καταφύγιο στα γνώριμα φιλόξενα αρχαιοελληνικά θρακικά και παραδουνάβια οικιστικά κέντρα. Στις ασφαλέστερες αυτές περιοχές δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατάφεραν να μεγαλουργήσουν και να πετύχουν σε όλους τους τομείς.

Η επιβλητική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο της ελληνικής ναυτιλίας κατά τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα δε μετά το ναυτικό αποκλεισμό της Ρωσίας, ενίσχυσε οικονομικά, πνευματικά, εμπορικά και δημογραφικά τον παρευξείνιο ελληνισμό. Μεγάλο μέρος των εισαγωγών και των εξαγωγών πέρασε στην κατοχή των Ελλήνων εφοπλιστών, πλοιοκτητών και εμπόρων, γεγονός που ευνόησε καθοριστικά την αλματώδη ανάπτυξη των ελληνικών ναυτιλιακών, εμπορικών, βιομηχανικών, οικονομικών και αγροτικών επιχειρήσεων, την αναζωογόνηση των παλαιότερων ελληνικών οικιστικών κέντρων και τη συγκρότηση νέων κοινοτήτων. Η στρατηγική θέση της Φιλιππούπολης, που συνέχιζε να είναι το κεντρικότερο σημείο της οδικής αρτηρίας Βελιγραδίου- Κωνσταντινούπολης, της έδωσε το προνόμιο να αναπτυχθεί δημογραφικά και να γίνει το τρίτο αστικό κέντρο της Θράκης μετά την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη. Οι μαζικές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών τον 17ο και τον 18ο αιώνα από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία προς την περιοχή της Φιλιππούπολης ενίσχυσαν τον ελληνικό χαρακτήρα της πόλης, συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση που ήταν ριζωμένη μεταξύ των κατοίκων της. Ανάλογη ήταν και η δημογραφική, οικονομική, εμπορική, πολιτιστική και εκπαιδευτική ανάπτυξη της Βάρνας, η οποία χάρη στο λιμάνι της κατόρθωσε να γίνει από τις αρχές του 19ου αιώνα το σπουδαιότερο διαμετακομιστικό κέντρο της Βόρειας Θράκης, της Βουλγαρίας και της Βλαχίας με την Κωνσταντινούπολη.

Αλματώδη άνοδο χάρη στη ναυτιλιακή τους δραστηριότητα, το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τη γεωργία είχαν και οι Έλληνες του Πύργου, της Αγχιάλου, της Μεσημβρίας, της Σωζόπολης, της Μήδειας, του Βασιλικού και της Αγαθούπολης. Η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων βάδιζε παράλληλα με την εκπαιδευτική αναγέννηση και την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αθρόα συμμετοχή τους σε όλα τα επαναστατικά κινήματα εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Δεν ήταν λίγοι επίσης οι μεγάλοι ευεργέτες που διέθεσαν την τεραστία περιουσία τους στον απελευθερωτικό αγώνα αλλά και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής όλων των λαών της ευρύτερης περιοχής. Σύμβολο αυτής της πολιτικής και μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο ευεργέτης Γρηγόριος Μαρασλής.

Το ειρηνικό πολυεθνικό κλίμα διατηρήθηκε έως τη συνθήκη του Βερολίνου, το 1878. Ο βίαιος εκβουλγαρισμός της διοικητικής και δικαστικής εξουσίας, η καταπάτηση του «Οργανικού νόμου», που υπογράφτηκε το 1879 και αναφερόταν στην ισονομία και την ισοπολιτεία των εθνικών μειονοτήτων, ο οικονομικός αφανισμός από τη δυσβάσταχτη φορολογία και κυρίως η γλωσσική και η θρησκευτική καταπίεση διευκόλυναν τη διαδικασία της τελικής εξόντωσης του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης. Το ανθελληνικό κλίμα της περιόδου 1885-1906 συνέβαλε αναπόφευκτα στην εθνολογική αφομοίωση του ελληνισμού και στην οριστική αποκοπή του από τις πατρογονικές του εστίες23.

Παράλληλη ήταν, έως τις αρχές του 20οΰ αιώνα, η πορεία και του ελληνισμού της Βλαχίας, της Μολδαβίας, της Δοβρουτσάς και της Βεσσαραβίας. Η Βραΐλα, το Ιάσιο, το Γαλάτσι, η Κωνστάντζα, η Τούλτσα, η Σουλίνα, το Ισμαήλ και το Βουκουρέστι είχαν οργανωμένες ελληνικές κοινότητες με έντονη οικονομική, εμπορική, ναυτιλιακή και πνευματική παρουσία. Η ίδρυση των Ελληνικών Ακαδημιών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες δημιούργησε εστίες προοδευτικού πνεύματος που κάλυψαν το κενό της ανώτερης ελληνικής εκπαίδευσης σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η συμμετοχή σ' αυτές Ελλήνων, Ρουμάνων και Βουλγάρων σπουδαστών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πνευματικών και πολιτικών καταστάσεων στα Βαλκάνια. Όμως λόγοι πολιτικοί και εθνικοί συνέβαλαν στις αρχές του αιώνα μας στην παρακμή του ελληνικού πολιτισμού και των ελληνικών κοινοτήτων.

Η ένταση στις ελληνορουμανικές σχέσεις εξαιτίας του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος το 1905 επηρέασε αρνητικά τη θέση των Ελλήνων. Πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα ή να αναζητήσουν σε άλλες χώρες καλύτερες συνθήκες επαγγελματικής αποκατάστασης. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, ως τη στιγμή που η Ρουμανία ανακηρύχθηκε σε λαϊκή δημοκρατία (1948), συνέχιζαν να ζουν εκεί περισσότεροι από 100.000 Έλληνες. Μετά το 1948 για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η πολιτική που ακολούθησε το ρουμανικό κράτος συνέβαλε στον περιορισμό της παρουσίας του ελληνισμού στη Ρουμανία.

3. Η οθωμανοκρατία στον Πόντο

Με την άλωση της Πόλης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461, αρχίζει και για τον ποντιακό ελληνισμό η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας. Το παλάτι των Κομνηνών μετατράπηκε σε στρατώνα γενιτσάρων, όπου οκτακόσιοι νέοι έγιναν γενίτσαροι. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η μητρόπολη των Κομνηνών, η Παναγία η Χρυσοκέφαλος, έγινε τζαμί, ενώ πολλοί Έλληνες των πλούσιων παραλιακών πόλεων και των χωριών πήραν το δρόμο της εξόδου και της προσφυγιάς. Άλλοι μετοίκησαν στα παράλια της μεσημβρινής και της νότιας Ρωσίας, άλλοι στις παραδουνάβιες περιοχές και άλλοι στις δύσβατες ορεινές περιοχές του εσωτερικού Πόντου, κτίζοντας καινούρια ελληνικά χωριά και πόλεις, οι οποίες εξελίχτηκαν σε πολιτισμικά κέντρα και έγιναν καταφύγιο για όσους Έλληνες καταδιώκονταν24.

Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές μετοικεσίες μπορεί να αλλοίωσαν την πληθυσμιακή κοινωνική και οικονομική δομή της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δεν μπόρεσαν να την τραυματίσουν θανάσιμα, γιατί τα μόνιμα όπλα του ελληνισμού: η θρησκεία, η γλώσσα και η μακραίωνη ελληνική πολιτιστική παράδοση αντιστάθηκαν στην οσμανική βία. Έτσι οι Πόντιοι της Διασποράς, παρά τις δυσμενείς συνθήκες της μετοικεσίας τους, ανέδειξαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ήταν λ.χ. ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας και πρωτεργάτης της Επανάστασης του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης25.

Η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας υπήρξε, πράγματι, για τους Έλληνες του Πόντου ιδιαίτερα οδυνηρή. Οι ασφυκτικές πιέσεις των κατακτητών ανάγκασαν πολλούς να αλλαξοπιστήσουν, για να διασώσουν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους και των οικογενειών τους26.

Στα δύσκολα χρόνια που πέρασε ο ποντιακός ελληνισμός υπήρξαν αρκετοί που δεν υποχώρησαν στις πιέσεις, αψήφησαν τους κινδύνους και πλήρωσαν με το θάνατο τους αυτή τη στάση τους. Πρόκειται για τους Νεομάρτυρες, που εκτελέστηκαν ατιμωτικά, γιατί αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν, καθώς και για τους κλέφτες και τους αντάρτες του Πόντου, που κατέφυγαν στις δυσπρόσιτες βουνοκορφές (Σάντα, Ματσούκα, Νικόπολη κ.α.) και ανέπτυξαν με μεγάλη επιτυχία ένοπλη δράση εναντίον των κατακτητών27.

εικόνα
Άποψη των ναυπηγείων της Ινέπόλης του Πόντου

Τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας δεν εκδιώχθηκαν μόνο οι Έλληνες του Πόντου αλλά κινδύνευσε πολλές φορές σοβαρά και ο πολιτισμός τους. Έτσι το 1764 η Κερασούντα, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου των τοπικών τυραννίσκων, καταστράφηκε ολοσχερώς. Την ίδια τύχη είχε και η κωμόπολη Κόραλλα το 1811, ενώ η Τραπεζούντα συρρικνωνόταν συνεχώς από την πείνα και την εξαθλίωση. Οι σκληρές συνθήκες της ζωής, υπό το καθεστώς της οθωμανικής διοίκησης, ανάγκαζαν τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες να μετακινούνται προς τα βουνά του Πόντου.

Η ισοπεδωτική καταστροφή που επέφεραν οι Οσμανλήδες στις κατακτημένες περιοχές και η εξάντληση των λαφύρων οδήγησαν σταδιακά στην οικονομική και κοινωνική αναδίπλωση του ποντιακού ελληνισμού. Η έλλειψη του εργατικού δυναμικού και η διοικητική αποδιοργάνωση ανάγκασαν τους κατακτητές να ανεχθούν τους ελληνοχριστιανούς που απέμειναν στην ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις. Έτσι κοντά (πους τεχνίτες και τους άλλους εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων βρήκαν καταφύγιο και οι συγγενείς και οι συγχωριανοί τους.

Από τις αρχές του 17ου αιώνα, λοιπόν, ο ελληνισμός του Πόντου άρχισε να ξαναριζώνει στον τόπο του, να ξαναβρίσκει τον εαυτό του και να χρησιμοποιεί το πνεύμα και τις ικανότητές του. Τη θέση των Ελλήνων ενίσχυσαν πολύ τα μοναστήρια και τα μεταλλεία του Πόντου, που ήταν γνωστά από την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων είχε αρχίσει στις αρχές του 16ου αιώνα. Οι Έλληνες μεταλλωρύχοι είχαν αποκτήσει μια σχεδόν μονοπωλιακή θέση σε όλους τους τομείς των ορυχείων. Γι' αυτόν τον λόγο έγιναν αναντικατάστατοι στην αυτοκρατορία και η Πύλη αναγνώρισε αμέσως τη σημασία που είχαν τα ορυχεία αργύρου, μολύβδου και χρυσού στην ποντιακή ενδοχώρα.

Οι σουλτάνοι, που χρειάζονταν χρήματα για τη συνέχιση των κατακτητικών τους πολέμων, έθεσαν όλα τα ορυχεία και μεταλλουργεία υπό την εποπτεία τους. Πρώτος ο Μουράτ Α' (1574-1595) κρατικοποίησε τις στοές και τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, εξασθενίζοντας έτσι οικονομικά και πολιτικά τη δύναμη των τοπικών τυραννίσκων, η αλαζονεία και η απληστία των οποίων απέβαινε εις βάρος της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας και της περιουσίας των Ελλήνων28. Τα προνόμια που δόθηκαν στους μεταλλωρύχους οδήγησαν πολλούς χριστιανούς στις ποντιακές κοινότητες των ορυχείων, ενώ ανάλογα προνόμια είχαν επίσης όσοι δούλευαν στα ναυπηγεία.

εικόνα
Μεταβυζαντινή μικρογραφία που εικονίζει τη βίαιη μετοικεσία των Ελλήνων του Πόντου
την περίοδο της οθωμανοκρατίας

4. Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου

Η μεγάλη πλειοψηφία του ποντιακού ελληνισμού συνέχιζε να ζει κάτω από άθλιες και ταπεινωτικές συνθήκες, οι οποίες μοιραία οδηγούσαν αναγκαστικά στο δρόμο του εξισλαμισμού.

Στη μακραίωνη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας πολλοί χριστιανοί αντιστάθηκαν στην πίεση που τους ασκήθηκε για να αλλαξοπιστήσουν. Αυτοί ήταν οι Κρυπτοχριστιανοί ή Κλωστοί ή Κρυφοί ή Γυριστοί ή Τενεσούρηδες. Επρόκειτο για λαθρόβιους χριστιανούς που αναγκάστηκαν να δεχτούν εξωτερικά μόνο τον ισλαμισμό, διατηρώντας στα βάθη της ψυχής τους τη χριστιανική πίστη και, όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, την ελληνική γλώσσα. Διατήρησαν έτσι τη θρησκευτική τους πίστη και την ελληνική τους ταυτότητα, με όλους τους κινδύνους που συνεπαγόταν αυτό για τους ίδιους και τις οικογένειες τους. Το μεγαλύτερο μέρος των Κρυπτοχριστιανών έζησε και ζει ακόμη στον Πόντο, ενώ σε μικρότερη κλίμακα το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού παρατηρήθηκε επίσης στην Αλβανία, την Κύπρο, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, την Καππαδοκία και τα νησιά του Αιγαίου.

Η διαφύλαξη από γενιά σε γενιά της μυστικής τους χριστιανικής ιδιότητας αποτελεί ιστορικά αξιοθαύμαστο φαινόμενο, δεδομένου ότι τυχόν αποκάλυψή τηςεπέσυρε αυστηρότατες τιμωρίες από την πλευρά της οθωμανικής εξουσίας. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι Κρυπτοχριστιανοί, όπως και οι Νεομάρτυρες, είχαν την αμέριστη υποστήριξη των μεγάλων μοναστηριών του Πόντου. Χάρη στη διπλωματία των Ηγουμένων τους, τα μοναστήρια αυτά έσωσαν πολλές φορές ηθικά, πνευματικά, εθνικά και σωματικά τους καταδιωκόμενους χριστιανούς29.

Το φαινόμενο της «αποκρυφίας», που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά επίσημα το 1856. Οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου εκμεταλλευόμενοι την έκδοση του σουλτανικού διατάγματος «Χάτι Χουμαγιούν», που υποσχόταν θρησκευτική και πολιτική ελευθερία σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συγκεντρώθηκαν το Μάρτιο του 1857 στη Μονή της Θεοσκεπάστου και εκεί ορκίστηκαν να αγωνιστούν μέχρι την τελική νίκη, αψηφώντας την εξορία, το θάνατο και τα άλλα βασανιστήρια με τα οποία τους εκβίαζαν οι οθωμανικές αρχές. Η αντιπροσωπευτική επιτροπή, που ορίστηκε από τους Κρυπτοχριστιανούς, με επιστολή της προς τις πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων, προς Πατριαρχείο και προς την Υψηλή Πύλη πέτυχε να αναγνωρισθούν επίσημα οι πρώτοι Κρυπτοχριστιανοί ως χριστιανοί.

Το 1856 η επιτόπια έρευνα που έγινε στην περιοχή του Πόντου για την καταγραφή των κρυφών χριστιανών είχε ως αποτέλεσμα μια Έκθεση, η οποία σήμερα βρίσκεται στα αρχεία του Foreign Office και βεβαιώνει το μεγάλο αριθμό των Κρυπτοχριστιανών κατοίκων. Παρά τη διακοπή της έρευνας από τις οθωμανικές αρχές, λόγω του φόβου μήπως επεκταθεί ο εκχριστιανισμός και ο εξελληνισμός της περιοχής, οι κάτοικοι πολλών περιοχών (Κρώμνης, Ματσούκας, Σουρμένων, Σάντας, Ιμέρας) σήκωσαν τη σημαία της εθνικοθρησκευτικής επανάστασης30.

Το 1857 οι επιτροπές που δημιουργήθηκαν κατέγραψαν 30.000 κρυφούς χριστιανούς, ενώ ολόκληρα χωρία το ένα μετά το άλλο αποκάλυπταν το μυστικό τους31. Η πρώτη αυτή διπλωματική νίκη του 1857, στην οποία συμμετείχαν ενεργά και οι αντιπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων, προκάλεσε τη διαμόρφωση νέου εχθρικού κλίματος απέναντι στους χριστιανούς, όπως περιγράφουν και οι Εκθέσεις των υποπροξένων Τραπεζούντας Κυπριώτη και Συναδινού προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας και προς το μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο.

Οι οθωμανικές αρχές, θορυβημένες από το ενδεχόμενο γενίκευσης του εκχριστιανισμού και του εξελληνισμού ολοκλήρου του Πόντου, έλαβαν μέτρα εις βάρος όσων είχαν αναγνωριστεί ως χριστιανοί. Το επαχθέστερο από τα μέτρα αυτά ήταν η στρατολόγηση, η οποία ισοδυναμούσε για τους κρυπτο- χριστιανούς με θανατική καταδίκη στα οθωμανικά στρατόπεδα, όπου τους αντιμετώπιζαν ως αρνησίθρησκους. Για το λόγο αυτό οι περισσότεροι Κρυπτοχριστιανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην ομόθρησκη Ρωσία. Στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας στη Μόσχα υπάρχουν πολλές εκθέσεις που αναφέρονται στο δράμα των κρυπτοχριστιανών32.

Το 1910 η νεοτουρκική βουλή αναγκάστηκε να αναγνωρίσει μια μεγάλη κατηγορία κρυπτοχριστιανών ως γνήσιους χριστιανούς. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν από την αναγνώριση αυτή, καθώς εγκλωβίστηκαν σε πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Η αναπάντεχη έκβαση ιστορικοπολιτικών γεγονότων, όπως του Κρητικού Ζητήματος και των Βαλκανικών πολέμων, που έφεραν αντιμέτωπες την Ελλάδα και την Τουρκία και, τέλος, ο Ά Παγκόσμιος πόλεμος, η Μικρασιατική εκστρατεία και η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών βρήκαν απροετοίμαστους τους κρυπτοχριστιανούς. Το δικαίωμα που είχαν κατακτήσει με τον νόμο του 1910 δεν πρόφτασαν να το εκμεταλλευτούν. Οι φοβεροί διωγμοί και η μεθοδευμένη εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού κατά την περίοδο αυτή ανάγκασαν τους κρυπτοχριστιανούς να αναβάλουν την αποκάλυψη και την αλλαγή των ονομάτων και της θρησκείας τους για πιο ήρεμες ημέρες, οι οποίες, ωστόσο, δεν ήρθαν ποτέ. Γι' αυτόν τον λόγο, η ανταλλαγή των πληθυσμών, που έγινε με βάση μόνο τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τους βρήκε από την άλλη πλευρά, αφού ήταν καταγεγραμμένοι μονάχα με τα μουσουλμανικά ονόματά τους.

Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, το 1914 επίσημα καταγραμμένοι ήταν 43.000 κρυπτοχριστιανοί33.