Σοφοκλέους Αντιγόνη (Β΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
ΚΡ. Σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,  
φῄς, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;    
ΑΝ. Καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.  
ΚΡ. Σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις  
  ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον· 445
  σὺ δ᾽ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως,  
  ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;  
ΑΝ. Ἤιδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.  
ΚΡ. Καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;  
ΑΝ. Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
450
  οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη  
  οὐ τούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους,  
  οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ  
  κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν  
  νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν. 455
  Οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε  
  ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.  
  Τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς  
  φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην  
  δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ; 460
  κεἰ μὴ σὺ προὐκήρυξας. Εἰ δὲ τοῦ χρόνου  
  πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω·  
  ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς  
  ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;  
  Οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν 465
  παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς  
  μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,  
  κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.  
  Σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,  
  σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω. 470
ΧΟ. Δηλοῖ τὸ γέννημ᾽ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς  
τῆς παιδός· εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.  
ΚΡ. Ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα  
πίπτειν μάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον  
  σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ 475
  θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ᾽ ἂν εἰσίδοις.  
  Σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους  
  ἵππους καταρτυθέντας· οὐ γὰρ ἐκπέλει  
  φρονεῖν μέγ᾽ ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας.  
  Αὕτη δ᾽ ὑβρίζειν μὲν τότ᾽ ἐξηπίστατο, 480
  νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους·  
  ὕβρις δ᾽, ἐπεὶ δέδρακεν, ἥδε δευτέρα,  
  τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν.  
  νῦν ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνήρ, αὕτη δ᾽ ἀνήρ,  
  εἰ ταῦτ᾽ ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη. 485
  Ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀδελφῆς εἴθ᾽ ὁμαιμονεστέρα  
  τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς Ἑρκείου κυρεῖ,  
  αὐτή τε χἠ ξύναιμος οὐκ ἀλύξετον  
  μόρου κακίστου· καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον  
  ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου. 490
  Καί νιν καλεῖτ᾽· ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως  
  λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ᾽ ἐπήβολον φρενῶν.  
  Φιλεῖ δ᾽ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς  
  τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων.  
  Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις 495
  ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.  
ΑΝ. Θέλεις τι μεῖζονκατακτεῖναί μ᾽ ἑλών;  
ΚΡ. Ἐγὼ μὲν οὐδέν· τοῦτ᾽ ἔχων ἅπαντ᾽ ἔχω.  
ΑΝ. Τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων  
  ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ᾽ ἀρεσθείη ποτέ, 500
  οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ᾽ ἀφανδάνοντ᾽ ἔφυ.  
  Καίτοι πόθεν κλέος γ᾽ ἂν εὐκλεέστερον  
  κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ  
  τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν  
  λέγοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄσοι φόβος. 505
  Ἀλλ᾽ ἡ τυραννὶς πολλά τ᾽ ἄλλ᾽ εὐδαιμονεῖ  
  κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται.  
ΚΡ. Σὺ τοῦτο μούνη τῶνδε Καδμείων ὁρᾷς.  
ΑΝ. Ὁρῶσι χοὖτοι· σοὶ δ᾽ ὑπίλλουσι στόμα.  
ΚΡ. Σὺ δ᾽ οὐκ ἐπαιδῇ, τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς; 510
ΑΝ. Οὐδὲν γὰρ αἰσχρὸν τοὺς ὁμοσπλάγχνους σέβειν.  
ΚΡ. Οὔκουν ὅμαιμος χὠ καταντίον θανών;  
ΑΝ. Ὅμαιμος ἐκ μιᾶς τε καὶ ταὐτοῦ πατρός.  
ΚΡ. Πῶς δῆτ᾽ ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν;  
ΑΝ. Οὐ μαρτυρήσει ταῦθ᾽ ὁ κατθανὼν νέκυς. 515
ΚΡ. Εἴ τοί σφε τιμᾷς ἐξ ἴσου τῷ δυσσεβεῖ.  
ΑΝ. Οὐ γάρ τι δοῦλος, ἀλλ᾽ ἀδελφὸς ὤλετο.  
ΚΡ. Πορθῶν δὲ τήνδε γῆν· ὁ δ᾽ ἀντιστὰς ὕπερ.  
ΑΝ. Ὅμως ὅ γ᾽ Ἅιδης τοὺς νόμους ἴσους ποθεῖ.  
ΚΡ. Ἀλλ᾽ οὐχ ὁ χρηστὸς τῷ κακῷ λαχεῖν ἴσος. 520
ΑΝ. Τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε;  
ΚΡ. Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος.  
ΑΝ. Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.  
ΚΡ. Κάτω νυν ἐλθοῦσ᾽, εἰ φιλητέον, φίλει  
  κείνους· ἐμοῦ δὲ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή. 525

 

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

441 σὲ δή, σὲ (καλῶ) σε σένα, σε σένα μιλώ
  νεύω κάρα σκύβω το κεφάλι
  φής, ἤ.......δεδρακέναι ομολογείς ή αρνείσαι ότι έκανες
  καὶ φημί.....κοὐκ ἀπαρνοῦμαι και ομολογώ και δεν αρνούμαι (ειρωνεία)
  κομίζοις ἂν (αντί κόμιζε) μπορείς να πας (ηπιότερος ο τόνος της εντολής)
  ἔξω βαρείας.........ἐλεύθερον (πλεονασμός) εντελώς απαλλαγμένος από τη βαριά κατηγορία
μὴ μῆκος  όχι με πολυλογία
κηρυχθέντα (κτγρμ. μτχ.) ότι είχε διακηρυχθεί
ᾔδη τί δ' οὐκ ἔμελλον
(ενν. εἰδέναι)
το 'ξερα· πώς ήταν δυνατό να μην το ξέρω;
ὑπερβαίνω παραβαίνω
450 οὐ γὰρ ναι (σχ. αποσιώπησης), γιατί δεν...
  σθένω (‹σθένος = δύναμη) έχω δύναμη
  ἄγραπτα κἀσφαλῆ νόμιμα άγραφοι και απαρασάλευτοι νόμοι
  θνητὸν (σὲ) ὄνθ' (ενδοτ. μτχ.) εσύ, αν και θνητός
  ὑπερδραμεῖν (ὑπερτρέχω) να ξεπεράσεις
  οὐ νῦν κἀχθὲς όχι σήμερα και χθες (δηλ. πρόσκαιροι)
  ἀεί ποτε ζῇ έχουν αιώνια ισχύ
  φρόνημα (‹φρονῶ) διάθεση, αλαζονεία
  δείσασα (αιτιολ. μτχ.) επειδή φοβήθηκα, από φόβο
  ἐν θεοῖσι (εμπρ. προσδ.
τόπου· δηλώνει το ενώπιον)
μπροστά στους θεούς (η πρόθεση ἐν + δοτ. χρησιμοποιείται στο δικανικό λεξιλόγιο)
  ἐξῄδη θανουμένη (κτγρμ. μτχ.) ήξερα πολύ καλά πως θα πεθάνω
460 τί δ' οὔ (ενν. ἔμελλον
εἰδέναι
)
πώς όχι; (δηλ. γιατί να μην το ξέρω; Η πρόκληση και η περιφρόνηση υποδηλώνουν το αγέρωχο ήθος της Αντιγόνης)
  πρόσθεν τοῦ χρόνου πριν από τον μοιραίο χρόνο, πρόωρα
  λέγω εννοώ, θεωρώ
  ὅστις γὰρ ο γὰρ αιτιολογεί την προηγούμενη άποψη της Αντιγόνης
  κατθανὼν (αντί καταθανὼν)
(υποθ. μτχ.)
αν (όταν) πεθάνει
  κέρδος φέρω έχω κέρδος, είμαι κερδισμένος
  μόρος μοίρα, θάνατος
  τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
(ἐμὲ)
να έχω αυτή τη μοίρα, να υποστώ αυτό τον θάνατο
  παρ' οὐδὲν ἄλγος
(ἐστὶν)
καθόλου δε με λυπεί
  εἰ ἠν(ε)σχόμην ἄθαπτον
νέκυν
αν ανεχόμουν να μένει άταφο το πτώμα
  ἀλγύνομαι (‹ἄλγος = πόνος) λυπούμαι, θλίβομαι
  κείνοις δηλ. αν ανεχόταν να μένει άταφος ο Πολυνείκης
  τοῖσδε δηλ. το να υποστεί η ίδια το μοιραίο
  σοὶ δέ....τυγχάνειν η συντακτ. σειρά: εἰ δοκῶ σοι νῦν τυγχάνειν δρῶσα μῶρα
  τυγχάνω δρῶν μῶρα τυχαίνει να κάνω ανοησίες, είμαι ανόητος
470 ὀφλισκάνω μωρίαν θεωρούμαι μωρός (ή)
  δηλοῖ.....παιδός ο χαρακτήρας της κόρης φαίνεται πως είναι σκληρός από σκληρό πατέρα
  εἴκω υποχωρώ
  τὰ ἄγαν σκληρὰ τα πιο αλύγιστα
  ἴσθι πίπτειν (αντί
πίπτοντα = κτγρμ. μτχ.)
μάθε ότι ταπεινώνονται
  μάλιστα πολλές φορές, συχνά
  ὁ, ἡ ἐγκρατής, -ὲς
(‹ἐν + κράτος)
στερεός, σκληρός
  ὀπτὸς ἐκ πυρὸς πυρακτωμένος
  περισκελὴς (‹περί + σκέλλω
= σκληρύνω)
πολύς σκληρός, άκαμπτος
  πλεῖστα (με επιρρ. σημασία) τις πιο πολλές φορές
  θυμούμενοι ἵπποι θυμοειδή, αγριεμένα άλογα
  καταρτύομαι σωφρονίζομαι, δαμάζομαι
  οὐκ ἐκπέλει δεν επιτρέπεται
  μέγα φρονῶ μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι
  οἱ πέλας (ενν. ὄντες) αυτοί που είναι πλησίον, οι άλλοι
480 ἐξηπίστατο ὑβρίζειν  ήξερε καλά να αυθαδιάζει
  οἱ προκείμενοι νόμοι οι νόμοι που (έχουν θεσπιστεί και) ισχύουν
  ἥδε έλξη από το ὕβρις, αντί τόδε
  ἐπαυχεῖν καὶ γελᾶν
(ως επξγ. του ἥδε)
να καυχιέται και να χλευάζει
  (επίρρ.)  αλήθεια
  ταῦτα κράτη η νίκη αυτή
  κείσεται ἀνατὶ
(‹ἄνατος = αβλαβής)
θα εξακολουθεί να μένει χωρίς τιμωρία
  ὁμαιμονέστερος (ὁ, ἡ
όμαίμων, τὸ ὅμαιμον)
πλησιέστερος συγγενής
  Ζεὺς ἑρκεῖος (ἕρκος
= αυλή)
Δίας, ο προστάτης του σπιτιού
  τοῦ παντὸς Ζηνὸς ἑρκείου από όλους τους συγγενείς
  οὐκ ἀλύξετον (δυϊκ. αρ.
του ρ. ἀλύσκω)
δε θα ξεφύγουν
  ἴσον ἐπαιτιῶμαί τινα εξίσου κατηγορώ κάποιον
490 βουλεῦσαι (επξγ. στο τάφου) ότι δηλ. σκέφθηκε και σχεδίασε
  καὶ νιν καλεῖτ(ε) φωνάξτε κι αυτήν
  λυσσῶσαν λυσσασμένη, μαινόμενη
  οὐδ' ἐπήβολον φρενῶν
(οὖσαν)
να μην ελέγχει το λογικό της
  φιλεῖ δ'.......τεχνωμένων η συντακτ. σειρά: ὁ δὲ θυμὸς τῶν μηδὲν ὀρθῶς τεχνωμένων ἐν σκότῳ φιλεῖ πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς = η ψυχή αυτών που μηχανεύονται άσχημες πράξεις στο σκοτάδι συνήθως προδίδεται ως ένοχη
  ἐν κακοῖς τις ἁλοὺς
(αόρ. β΄ του ρ. ἁλίσκομαι)
όταν συλληφθεί κάποιος την ώρα που κάνει το κακό
  καλλύνω τι στολίζω κάτι, παρουσιάζω κάτι ως ωραίο
  μεῖζον μεγαλύτερο, χειρότερο
  κατακτεῖναι μ' ἑλὼν να με συλλάβεις και να με θανατώσεις
  τί δῆτα μέλλεις (κατακτεῖναι) γιατί λοιπόν αργείς (να με θανατώσεις)
500 ἀρέσκομαι ευχαριστιέμαι, μου είναι κάτι ευχάριστο
  ἀφανδάνω (‹ἀπό + ἁνδάνω) απαρέσκω
  σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ και τα δικά μου είναι φυσικό να σου είναι δυσάρεστα
  εὐκλεέστερον κλέος λαμπρότερη δόξα
  τούτοις πᾶσιν λέγοιτ' ἂν όλοι αυτοί θα ομολογούσαν
  ἁνδάνειν ότι αρέσει
  ἐγκλείω γλῶσσαν κλείνω το στόμα (πρβλ. «καταπίνω τη γλώσσα μου»)
  ἡ τυραννὶς (αφηρημ. αντί
συγκεκριμ.)
ο τύραννος
  πολλά τ' ἄλλα εὐδαιμονεῖ εκτός από τα πολλά άλλα πλεονεκτήματα που έχει
  κἄξεστιν (= καὶ ἔξεστιν)  μπορεί ακόμη και
  ὑπίλλω στόμα (η μεταφ. από
τους σκύλους που βάζουν την
ουρά στα σκέλη από φόβο)
μαζεύω τη γλώσσα, κλείνω το στόμα
  σὺ οὐκ ἐπαιδῇ εσύ δεν ντρέπεσαι
  τῶνδε χωρὶς διαφορετικά από αυτούς εδώ
510 εἰ φρονεῖς αιτιολ. πρότ.
  οὐδὲν γὰρ ο γὰρ αιτιολογεί το εννοούμ. οὐκ ἐπαιδοῦμαι
  ὁμόσπλαχνος
(‹ὁμοῦ + σπλάγχνον)
αδελφός
  χὠ (καὶ ὁ), κράση και ο
  καταντίον απέναντι ακριβώς
  ἐκ μιᾶς δηλ. μητρὸς
  χάριν (αντικ.)
τιμᾷς δυσεβῆ
προσφέρεις τιμές που είναι ασέβεια
  μαρτυρῶ συμφωνώ, επιβεβαιώνω
  πορθῶν (αποπειρατ. ενεστ.) προσπαθώντας να υποτάξει
  ὕπερ (αναστροφή) η συντακτ. σειρά: ὑπὲρ τῆσδε γῆς
  ποθῶ επιθυμώ, αξιώνω
  ἴσος ίδια θέση
520 λαχεῖν (απαρ. αποτελ.) ώστε να λάβει την ίδια τιμή
  εὐαγῆ (‹εὖ + ἄγος) καθαρά, δίκαια
  οὔτοι συνέχθειν
(συνεχθαίρω) ἔφυν
δε γεννήθηκα για να συμμερίζομαι το μίσος
  κάτω νυν ἐλθοῦσα όταν πας λοιπόν στον κάτω κόσμο