Αρχές Φιλοσοφίας (Β΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

 

Στην καθημερινή μας ζωή έχουμε την πεποίθηση πως γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Λέμε, για παράδειγμα, ότι γνωρίζουμε ποια είναι η πρωτεύουσα της Γαλλίας, πότε έγινε η μάχη του Μαραθώνα, πόσο κάνουν δύο και δύο, αν βρέχει ή δε βρέχει τη στιγμή που διαβάζουμε αυτές τις γραμμές, ότι ξέρουμε να κολυμπάμε ή να οδηγούμε αυτοκίνητο. Οι φιλόσοφοι, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν έπαψαν να αναρωτιούνται πόσο βέβαιες και ασφαλείς είναι οι περισσότερες από αυτές τις γνώσεις. Ορισμένοι από αυτούς δε δίστασαν να αμφισβητήσουν τη σιγουριά μας ακόμη και για τους πιο απλούς γνωστικούς ισχυρισμούς, όπως ότι μπορούμε κάθε φορά που σκεφτόμαστε να ξέρουμε πως δεν ονειρευόμαστε ή ότι ο ήλιος θα ανατείλει αύριο, όπως και χθες. Έτσι, προσπάθησαν, με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας, να αντιμετωπίσουν ακόμη και τις πιο ακραίες αμφιβολίες και αμφισβητήσεις για τη δυνατότητα οποιασδήποτε γνώσης. Αναζήτησαν κατ’ αρχάς κάποιον σταθερό και κοινό ορισμό των κυριότερων μορφών γνώσης. Τους απασχόλησαν ερωτήματα που αφορούν την πηγή της γνώσης, τα είδη και τις μεθόδους απόκτησής της. Τέλος, ο προβληματισμός τους για το αντικείμενο της γνώσης τούς οδήγησε στο πεδίο της μεταφυσικής και της οντολογίας. Το αν και το πώς γνωρίζουμε έχουν άμεση σχέση με το τι γνωρίζουμε.
Τα σημαντικότερα από αυτά τα ερωτήματα, καθώς και τις κυριότερες από τις απαντήσεις που έχουν προταθεί από διάφορους φιλοσόφους θα επιχειρήσουμε να πραγματευθούμε στη συνέχεια.
Αρκάς, Χαμηλές πτήσεις, Μπαμπά, πετάω, εκδ. γράμματα.Γελοιογραφία Αρκά, Χαμηλές πτήσεις, εκδ. γράμματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Ρενέ Μαγκρίτ, Η αυτοκρατορία των φώτων, 1967. Ο πίνακας αυτός αποτυπώνει με έντονο τρόπο το μυστήριο των πραγμάτων. Το φως που αναδύεται από το εσωτερικό του σπιτιού κρατάει για πάντα το μυστικό του.

1. H σκεπτικιστική πρόκληση - Διαφορετικά είδη σκεπτικισμού
Οι φιλόσοφοι ξεκινούν συνήθως τις συζητήσεις τους στον χώρο της γνωσιολογίας με το ερώτημα αν η γνώση για τα πράγματα που δεχόμαστε πως υπάρχουν είναι δυνατή. Παρατηρούν πως η ικανότητά μας να συλλάβουμε με τον νου μας την πραγματικότητα υπόκειται σε σοβαρούς περιορισμούς. Οι αισθήσεις μας συχνά μας εξαπατούν, όπως, για παράδειγμα, όταν ένα σχήμα μάς φαίνεται διαφορετικό από μεγάλη απόσταση ή κάτω από ορισμένες συνθήκες φωτισμού. Σε κάποιες περιπτώσεις κάνουμε λάθος στους συλλογισμούς μας και προβληματιζόμαστε για τους κανόνες που διέπουν τη σκέψη μας, ενώ άλλοτε εκφράζουμε διαφορετικές απόψεις για πολλά σημα

ντικά ζητήματα και δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία.
Έτσι, ορισμένοι φιλόσοφοι εκφράζουν αμφιβολίες για το αν μπορούμε ποτέ να είμαστε βέβαιοι ότι γνωρίζουμε πραγματικά πώς είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει και ότι δεν παρασυρόμαστε να σχηματίσουμε κάποια ψευδή αντίληψη γι’ αυτόν από το πώς μας φαίνεται να είναι. Υποστηρίζουν ότι δε διαθέτουμε ασφαλή κριτήρια για να αποφασίσουμε αν και πότε γνωρίζουμε κάτι στ’ αλήθεια, δεν μπορούμε, με άλλα λόγια, να κρίνουμε ποιες εντυπώσεις και ποιες κρίσεις μας θα έπρεπε τελικά να εμπιστευόμαστε. Τους φιλοσόφους αυτούς τους ονομάζουμε σκεπτικούς ή σκεπτικιστές και τη στάση τους απέναντι στη γνώση σκεπτικισμό. Η στάση αυτή παίρνει διαφορετικές μορφές και οδηγεί σε μια ποικιλία τοποθετήσεων από την αρχαιότητα μέχρι

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


σήμερα. Παράλληλα όμως αναπτύσσονται και πολλές διαφορετικές προσπάθειες για την αντιμετώπισή της. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές σκεπτικισμού και από τις προσπάθειες αντίκρουσής τους.

α) Αμφισβήτηση της δυνατότητας γνώσης και επιδίωξη της αταραξίας (αρχαίος σκεπτικισμός)

Στην αρχαιότητα σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη γνώση είχαν αντιμετωπιστεί ήδη από την εποχή των προσωκρατικών, των σοφιστών και του ίδιου του Σωκράτη. Ωστόσο ο σκεπτικισμός, ως συστηματική φιλοσοφική στάση, εκφράστηκε κυρίως από τους “πυρρώνειους” σκεπτικούς -δηλαδή από τους οπαδούς του Πύρρωνα από την Ηλεία (3ος αιώνας

π.Χ.)- και είχε πρακτικό χαρακτήρα. Απέβλεπε στην επίτευξη της αταραξίας, της ψυχικής γαλήνης που θα μπορούσε να νιώσει κανείς, εφόσον δεχτεί ότι η γνώση την οποία αναζητούν οι επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες είναι ανέφικτη. Ο σκεπτικός επιχειρεί να δείξει ότι για κάθε θέμα υπάρχουν δύο αντίθετες αλλά ισοδύναμες (ισοσθενείς) απόψεις και ότι, σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ποια να προτιμήσουμε. Γι’ αυτόν τον λόγο οφείλουμε να “επέχουμε” απέναντι σε κάθε θεωρητική πεποίθηση που υποτίθεται ότι μας μιλάει για τη φύση της πραγματικότητας πέρα από τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας· οφείλουμε δηλαδή να μην παίρνουμε θέση, να τηρούμε στάση ουδετερότητας απέναντι σε τέτοιες πεποιθήσεις.
Τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιούν οι αρχαίοι σκεπτικοί και τα οποία αποκαλούν “τρόπους”, όπως διατυπώθηκαν από τον Αινησίδημο (1ος αιώνας μ.Χ.) και τον Αγρίππα και μας παραδόθηκαν από τον Σέξτο Εμπειρικό (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.), συνοψίζουν μια σειρά από τέτοιες ισοδύναμες απόψεις, ανάμεσα στις οποίες φαίνεται να μην μπορούμε να επιλέξουμε. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, περιπτώσεις κατά τις οποίες το ίδιο πρόσωπο έχει διαφορετικές εντυπώσεις για το ίδιο πράγμα ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται (χαρούμενο ή λυπημένο)· η απόσταση από την οποία παρατηρούμε ένα φαινόμενο επηρεάζει τη ζωηρότητα και την ευκρίνεια σύλληψης των αντικειμένων που μας παρουσιάζονται (π.χ. δεν μπορούμε να υπολογίσουμε σωστά το μέγεθος των ουράνιων σωμάτων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση)· οι άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνίες έχουν συχνά αντίθετες πεποιθήσεις και ασύμβατα μετα
pic33 Ρενέ Μαγκρίτ, Ξεπατίκωμα 1966. Η αριστερή μορφή μοιάζει να έχει κοπεί από την κουρτίνα, αφήνοντάς μας να δούμε την αμμουδιά και τη θάλασσα. Αυτό, όμως, δεν είναι σωστό, το περίγραμμα στο κόψιμο δεν συμπίπτει απόλυτα με τη μορφή. Όλα είναι απλώς ζωγραφική, δείχνοντάς μας ότι αυτό που βλέπουμε από το οποίο κάθε πίνακας επιλέγει ένα τμήμα, αποτελείται από ένα πυκνό πλέγμα από άπειρα πέπλα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


ξύ τους ήθη και έθιμα.
Ορισμένοι από τους αρχαίους σκεπτικούς, όπως ο Καρνεάδης, τους οποίους αποκαλούμε ακαδημαϊκούς, γιατί δίδαξαν στην Ακαδημία που είχε ιδρύσει ο Πλάτων, υποστήριξαν τη μετριοπαθέστερη άποψη ότι μπορούμε να δεχτούμε μόνο πως οι πεποιθήσεις μας έχουν κάποιον βαθμό πιθανότητας να είναι αληθείς και δε μας παρέχουν καμιά βεβαιότητα.

β) Νεότερες μορφές σκεπτικισμού

1) Ακραία μεθοδολογική αμφιβολία: υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω;

Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας) αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Ζώντας σε μια εποχή ραγδαίας ανάπτυξης της επιστήμης, αλλά και έντονων θρησκευτικών ερίδων μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, ο Ντεκάρτ θεώρησε αναγκαίο να αναζητήσει στέρεα θεμέλια για τη γνώση. Έτσι, γενικεύοντας τη διαπίστωση ότι συχνάμας εξαπατούν οι αισθήσεις μας, διατύπωσε κάποιες υπερβολικές σκεπτικιστικές

ξυπνήσει, υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε με βεβαιότητα την κατάσταση του ονείρου από εκείνη της εμπειρίας μας, όταν είμαστε ξύπνιοι. Αναρωτήθηκε επίσης αν μπορούμε να δεχτούμε με ασφάλεια ακόμη και λογικές και μαθηματικές αλήθειες -όπως, για παράδειγμα, ότι ένα τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές και ότι το άθροισμα του δύο και του τρία είναι πέντε- που φαίνεται να μην αλλάζουν ακόμη και όταν κοιμόμαστε, υποθέτοντας ότι αυτές οι αλήθειες θα μπορούσαν να μην ισχύουν στην πραγματικότητα, αλλά κάποιος “μοχθηρός δαίμονας” να μας κάνει να τις πιστεύουμε. Η υπόθεση μάλιστα αυτή του “μοχθηρού δαίμονα” έχει αναβιώσει στις μέρες μας σε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, στα οποία τον ρόλο του πανούργου και πανίσχυρου δαίμονα παίζει τώρα κάποιος τρελός επιστήμονας που μας εξαπατά, χωρίς να το γνωρίζουμε, αφού, για παράδειγμα, συντηρεί τον εγκέφαλό μας -χωριστά από το υπόλοιπο σώμα μας- μέσα σε ένα δοχείο στο εργαστήριό του, όπου με ηλεκτρόδια μας παρέχει τις (λανθασμένες) πληροφορίες τις οποίες
υποθέσεις, προκειμένου να εξετάσει αν υπάρχουν βέβαιες πεποιθήσεις που θα μείνουν απρόσβλητες ακόμη και από αυτές. Παρατηρώντας ότι, όταν ονειρευόμαστε, δεν καταλαβαίνουμε πολλές φορές ότι ονειρευόμαστε και το συνειδητοποιούμε μόνον αργότερα, αφού πια έχουμε   θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε.
Ωστόσο,όπως επισήμανε ο Ντεκάρτ, μπορεί να είναι κανείς βέβαιος για ένα πράγμα: ότι τη στιγμή που αμφιβάλλει για την αλήθεια οποιασδήποτε πεποίθησης, αφού μπορεί
Πολλοί ήταν εκείνοι που ζωγράφισαν το πορτρέτο του Ντεκάρτ όσο ο ίδιος ζούσε. Το πιο γνωστό είναι 1) αριστερά ζωγραφισμένο από τον Frans Hals και εκτίθεται στο Λούβρο, 2) δεξιά αυτό το λιγότερο γνωστό πορτρέτο του Ντεκάρτ από τον Bourdin δείχνει ένα πιο γερασμένο, με λιγότερη ίσως αυτοπεποίθηση μοντέλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


να ονειρεύεται ή και να τον εξαπατά κάποιος “κακός δαίμονας”, πρέπει να υπάρχει ο ίδιος για να αμφιβάλλει, να ονειρεύεται ή να εξαπατάται. Όλες αυτές είναι μορφές σκέψης και το υποκείμενο, καθώς σκέφτεται, κατανοεί ότι πρέπει να υπάρχει, για να μπορεί να σκέφτεται. Αυτό είναι το νόημα του περίφημου επιχειρήματος του Ντεκάρτ “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” (“cogito, ergo sum”).
Ο Ντεκάρτ όμως πίστευε εσφαλμένα ότι το επιχείρημά του επέτρεπε στο υποκείμενο της σκέψης να γνωρίζει με σιγουριά όχι μόνο ότι υπάρχει τη στιγμή που σκέφτεται, αλλά και ότι αποτελεί μια άυλη, σταθερή οντότητα, μια ψυχή, η οποία είναι τελείως ξεχωριστή από το ανθρώπινο σώμα και μπορεί να υφίσταται ανεξάρτητα από αυτό (βλ. παρακάτω κεφάλαιο 5.ΙΙ.2). Στη συνέχεια, για να πάψει να αμφιβάλλει και για

την ύπαρξη του σώματός του και όλων των υλικών αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου, ο Ντεκάρτ προσπάθησε να αποδείξει την
που έχει ο άνθρωπος. β) Όπως είχε υποστηρίξει και ο Άγιος Άνσελμος του Καντέρμπουρυ, και μόνο με το να συλλάβουμε με το νου μας κάποιο τέλειο ον θα καταλάβουμε ότι αυτό πρέπει να υπάρχει, γιατί αναγκαστικά η τελειότητα κρύβει μέσα της ύπαρξη (εφόσον η ανυπαρξία είναι ένα είδος ατέλειας).
Αν οι συγκεκριμένες προσπάθειες απόδειξης της ύπαρξης του Θεού είναι επιτυχημένες, ο μεθοδολογικός και προσωρινός σκεπτικισμός του Ντεκάρτ έχει κατανικηθεί. Ο πανάγαθος και παντοδύναμος δημιουργός αποτελεί εγγύηση πως οι σαφείς και ευκρινείς ιδέες μας για τη φύση της πραγματικότητας δε μας παραπλανούν. Ωστόσο, οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν πείθονται από τα παραπάνω επιχειρήματα. Όσον αφορά την προτεινόμενη από τον Ντεκάρτ εξήγηση για την προέλευση της ιδέας της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας, οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι παρατηρούν πως μπορεί να την έχουμε
ύπαρξη του Θεού. Τα κυριότερα επιχειρήματα τα οποία αναπτύσσει γι’ αυτό το θέμα είναι τα εξής: α) Εμείς οι άνθρωποι, ως όντα ατελή, δε θα μπορούσαμε να είμαστε η αιτία της ίδιας της ιδέας της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας και που πρέπει να αποδώσουμε στο υπέρτατο ον. Κατ’ ανάγκην λοιπόν η αιτία αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου - μόνο η “πραγματικότητα” του “τέλειου Θεού” θα μπορούσε να είναι η αιτία της ιδέας του “τέλειου”   σχηματίσει με τη σκέψη μας, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει Θεός που να την έχει βάλει εκεί. Επισημαίνουν ακόμη ότι η ύπαρξη είναι κάτι διαφορετικό από τις έννοιές μας και δεν μπορούμε να τη συμπεράνουμε από μια ιδέα που φανταζόμαστε, ακόμη κι αν αυτή είναι η ιδέα ενός απόλυτα τέλειου όντος. Έτσι, οι υπερβολικές σκεπτικιστικές αμφιβολίες τις οποίες επινόησε ο Ντεκάρτ, προκειμένου να οδηγηθεί σε ακλόνητες αλήθειες που θα θεμελίωναν τη γνώση
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ, ανιψιά του Καρόλου Α’ της Αγγλίας με στολή κυνηγιού. Η αλληλογραφία της με τον Ντεκάρτ δείχνει την ικανότητά της να εντοπίζει με ακρίβεια τις αδυναμίες του συστήματός του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


στο σύνολό της, παραμένουν αναπάντητες: Υπάρχουν άραγε άλλα υλικά αντικείμενα και πρόσωπα πέρα από τον νου του υποκειμένου που γνωρίζει πως υπάρχει εφόσον σκέφτεται; Πώς μπορεί κάποιος να σιγουρευτεί ότι οι πεποιθήσεις του για τον κόσμο δεν είναι απλώς προϊόντα ονείρου ή παραίσθησης; Πώς μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι άνθρωποι, των οποίων βλέπει μόνο τα σώματα, έχουν εσωτερικές εμπειρίες και αισθήματα ίδια με τα δικά του;

2) Ο σκεπτικισμός ως αποτέλεσμα μιας ορισμένης θεώρησης των βασικών στοιχείων της γνώσης

pic36
O ΝΤΕΙΒΙΝΤ ΧΙΟΥΜ ζωγραφισμένος από τον Allan Ramsay.

Mια διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος της δυνατότητας της γνώσης, η οποία οδηγεί στη ριζική αμφισβήτησή της, απαντά στο έργο του Σκωτσέζου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ (18ος αιώνας).

Σύμφωνα με τον Χιουμ, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Τα βασικά στοιχεία αυτής της γνώσης είναι τα δεδομένα των αισθήσεων, όπως η εντύπωση ενός χρώματος, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς. Το πρόβλημα είναι ότι από αυτές τις επιμέρους, ατομικές παραστάσεις στον νου μας δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με σιγουριά πως υπάρχουν συνεχή και συμπαγή υλικά αντικείμενα που τις προκαλούν. Επιπλέον, αν εξετάσουμε προσεκτικά το εσωτερικό της πνευματικής μας δραστηριότητας, που μοιάζει με ένα “θέατρο” χωριστών παραστάσεων, δε θα βρούμε κάποια ενιαία ψυχή, όπως πίστευε ο Ντεκάρτ. Σε κάθε περίπτωση, η παρατήρηση της κανονικής διαδοχής των φαινομένων μέσα στον χρόνο δε μας φανερώνει κάποια αιτία η οποία συνδέει αυτά τα φαινόμενα, ούτε κάποιον φυσικό νόμο που ρυθμίζει αυτή τη διαδοχή - και θα συνεχίσει αναγκαστικά να τη ρυθμίζει και στο μέλλον. Έτσι, δεν είναι λογικά αδύνατον να πάψει η γη να έλκει τα σώματα που βρίσκονται στην επιφάνειά της και ο ήλιος να μην ανατείλει το επόμενο πρωί, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Ο Χιουμ υποστηρίζει ότι οι σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη δυνατότητά μας να συλλάβουμε κάποια σταθερή υφή της πραγματικότητας, πίσω από το χάος των εντυπώσεων που μας παρέχουν οι αισθήσεις και στις οποίες στηρίζονται αποκλειστικά οι ιδέες που σχηματίζουμε για το τι υπάρχει, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε αδιέξοδο όσον αφορά τις πρακτικές μας ασχολίες. Πιστεύει ότι τελικά είναι αναπόφευκτο να εμπιστευθούμε τις προδιαθέσεις με τις οποίες μας έχει προικίσει η φύση. Στην πράξη, είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε προβάλλοντας στον κόσμο γύρω μας την ενότητα και την ομοιομορφία που δεχόμαστε πως έχει, βασισμένοι στα ένστι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


κτα και στις συνήθειες μας και όχι σε κάποια λογικά ασφαλή γνώση. Ωστόσο, για ορισμένους από τους σημαντικότερους επικριτές του Χιουμ, όπως ο Καντ, η λύση την οποία υιοθετεί ισοδυναμεί με πλήρη παραίτηση του ορθού λόγου από τους γνωστικούς του στόχους και δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική.

2. Στρατηγικές αντιμετώπισης του σκεπτικισμού

καθώς και την προσπάθεια κατάδειξης της αδυναμίας των σκεπτικών να υποστηρίξουν με συνέπεια τις αμφιβολίες τους, γιατί θα έπρεπε να διαθέτουν κάποια στοιχειώδη γνώση, για να μπορούν να διατυπώνουν και να κατανοούν οι ίδιοι αυτές τις αμφιβολίες. Ορισμένοι μάλιστα σύγχρονοι φιλόσοφοι έχουν υποστηρίξει πως οι σκεπτικιστικές ανησυχίες είναι ανόητες, επειδή θέτουν ερωτήματα που είναι αδύνατον να απαντηθούν.
Ο ΤΖ. Ε. ΜΟΥΡ(1873-1958): Γνωστότερα είναι τα κείμενα του που αφορούν την Ηθική και τη σχέση μεταξύ σκεπτικισμού και κοινού νου. pic37
Στις διάφορες μορφές σκεπτικισμού οι φιλόσοφοι έχουν αντιδράσει με ποικίλους τρόπους. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για διαφορετικές στρατηγικές αντιμετώπισης αυτών των μορφών, δηλαδή για την επεξεργασία συνδυασμών επιχειρημάτων που προσπαθούν να τις αντικρούσουν συνολικά. Εδώ δεν μπορούμε να ασχοληθούμε διεξοδικά με αυτά τα επιχειρήματα. Αξίζει όμως να αναφέρουμε ανάμεσα σ’ αυτά την επίκληση του κοινού νου, την υπεράσπιση της άποψης πως ο σκεπτικισμός μπορεί να ξεπεραστεί, εφόσον το ανθρώπινο πνεύμα προοδεύσει και “ωριμάσει” μέσα από την ιστορική του εξέλιξη, Η πειστικότερη ίσως πρακτική αντίρρησηγια τις πιο ακραίες μορφές σκεπτικισμού είναι πως αυτός αναζητεί υπερβολικά και άχρηστα κριτήρια βεβαιότητας για τους γνωστικούς μας ισχυρισμούς. Η κίνηση αυτή είναι μια τακτική υποχώρηση σε ένα ασφαλές έδαφος, όπου μπορούμε να διαφυλάξουμε τις περισσότερες γνώσεις μας, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ό,τι μας είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε. Και είναι σαφές ότι δεν υπάρχει δυνατότητα χρήσιμης γνώσης κατά τη διάρκεια εμπλοκής μας σε φανταστικές καταστάσεις πλήρους αδυναμίας σωστής σύνδεσης της σκέψης μας με την

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


πραγματικότητα, όπως είναι αυτή του ονείρου, από το οποίο δεν μπορούμε να βγούμε, ή όπως αυτή κατά την οποία μας εξαπατά ο “μοχθηρός δαίμονας” της υπόθεσης του Ντεκάρτ ή ένας “τρελός επιστήμονας” .
Ωστόσο, ο εφησυχασμός κατά την αναζήτηση μιας τέτοιας χρήσιμης και λειτουργικής γνώσης δεν αρκεί για όποιον θέλει να φιλοσοφήσει σε βάθος. Πρέπει να κατανοήσουμε τι μπορεί να σημαίνει αυτή η γνώση και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της. Γι’ αυτόν τον λόγο θα χρειαστεί να διερευνήσουμε τη σημασία της, αφού εξετάσουμε αν μπορεί να διατυπωθεί ένας γενικός ορισμός της γνώσης.

ΚΕΙΜΕΝΑ
1. Παραθέτουμε στη συνέχεια κάποιους από τους δέκα "τρόπους" των σκεπτικών:
"α. Τα ίδια πράγματα γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο από τα διάφορα ζώα. Το θαλασσινό νερό, για παράδειγμα, δεν το πίνει ο άνθρωπος, ενώ για τα ψάρια είναι πόσιμο και πολύ ευχάριστο.
β. Το ίδιο πρόσωπο σχηματίζει διαφορετικές εντυπώσεις για τα ίδια πράγματα, ανάλογα με το αν είναι άρρωστο ή υγιές, μεθυσμένο ή νηφάλιο, λυπημένο ή χαρούμενο κτλ. Όσοι κοιμούνται, για παράδειγμα, βλέπουν όνειρα που βέβαια δεν τα βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγρήγορση. Και οι πεινασμένοι βρίσκουν νόστιμα ορισμένα φαγητά, που στους χορτάτους προκαλούν αποστροφή.
γ. Τα πράγματα μας φαίνονται

 

διαφορετικά ανάλογα με την απόσταση από την οποία τα παρατηρούμε και με τον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Από μακριά, για παράδειγμα, ένα πλοίο φαίνεται μικρό και ακίνητο, ενώ από κοντά φαίνεται μεγάλο και κινούμενο. Και το κουπί της βάρκας, όταν είναι έξω από το νερό, είναι ίσιο, ενώ μέσα στο νερό φαίνεται "σπασμένο".
δ. Ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε ένα αντικείμενο ως κάτι ξεχωριστό και απομονωμένο, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα αντικείμενα, πράγμα που μας εμποδίζει να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τη φύση και τις ιδιότητές του. Ένα σώμα, για παράδειγμα, μέσα στο νερό φαίνεται ελαφρύτερο από ό,τι έξω από αυτό.
ε. Οι εντυπώσεις μας εξαρτώνται από τη συχνότητα εμφάνισης των αντίστοιχων αντικειμένων. Όσο πιο σπάνια είναι η εμφάνιση ενός πράγματος, τόσο πιο ζωηρή είναι η εντύπωση που αυτό μας προκαλεί. Ο ήλιος, για παράδειγμα, παρά το εκτυφλωτικό φως του, δεν αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, γιατί εμφανίζεται καθημερινά, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο με έναν κομήτη που συγκριτικά είναι ασήμαντος.
στ. Οι αντιλήψεις και τα ήθη, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι κάθε είδους δοξασίες διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Ενώ ορισμένοι πρωτόγονοι, για παράδειγμα, θεωρούν τις ανθρωποθυσίες κάτι το φυσικό και το αυτονόητο, για τους πολιτισμένους είναι κάτι το αποτρόπαιο και το αδιανόητο".
(Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις, βιβλίο Ι, κεφ. 14)

2. "Σύμφωνα με τον Τίμωνα, ο Πύρρων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

διακήρυξε ότι είναι εξίσου αδύνατο να διακρίνουμε, να μετρήσουμε και να κρίνουμε τα πράγματα (αδιάφορα, αστάθμητα, ανεπίκριτα). Γι' αυτόν τον λόγο, ούτε τα δεδομένα των αισθήσεών μας ούτε οι κρίσεις μας είναι ψευδείς ή αληθείς. Δεν πρέπει συνεπώς να στηριζόμαστε σ' αυτές, αλλά πρέπει να αποφεύγουμε να διατυπώνουμε κρίσεις, να μην κλίνουμε προς τη μία ή την άλλη άποψη, και να είμαστε κατηγορηματικοί, λέγοντας για κάθε επιμέρους πράγμα ότι είναι όχι περισσότερο από ότι δεν είναι, ή ότι και είναι και δεν είναι, ή ότι ούτε είναι ούτε δεν είναι. Για όσους υιοθετούν αυτή τη στάση η συνέπεια θα είναι να φτάσουν πρώτα στην άρνηση να διατυπώνουν ισχυρισμούς (αφασία) και κατόπιν στην ψυχική ηρεμία (αταραξία). […] Ο Πύρρων καταφέρεται εναντίον όλων των θεωριών της γνώσης που ζητούσαν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, για να δείξουν ότι ορισμένες αντιληπτικές εμπειρίες μάς δίνουν απόλυτα ακριβή πληροφόρηση για την αληθινή φύση των (εξωτερικών) αντικειμένων. Η βάση της κριτικής του είναι ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στα αντικείμενα ανεξάρτητα από την αισθητηριακή αντίληψη, και ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν μας παρέχει εγγύηση ότι συλλαμβάνουμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Συνεπώς, τα αντικείμενα καθεαυτά δεν προσφέρονται για έλεγχο της αισθητηριακής μας αντίληψης. Η αισθητηριακή αντίληψη αποκαλύπτει στο υποκείμενο της αντίληψης "αυτό που φαίνεται" (το φαινόμενον), ωστόσο, "αυτό που φαίνεται" δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

pic38

Πικάσο, Αυτοπροσωπογραφία με παλτό. Αυτή η αυτοπροσωπογραφία που ζωγραφίστηκε στα τέλη του 1901, μας προσφέρει μια συμβολική εικόνα της δύναμης που απέδιδε ο καλλιτέχνης στο διεισδυτικό του βλέμμα. Σήμερα το έργο φιλοξενείται στο Μουσείο Πικάσο, στο Παρίσι. Η Γερτρούδη Στάιν μιλά για τη διεισδυτικότητα αυτού του βλέμματος: "Ο Πικάσο ανέλυε την όρασή του: "δεν ήθελε να ζωγραφίζει πράγματα που δεν έβλεπε, οι άλλοι ικανοποιούνταν με την εξωτερική εμφάνιση, η οποία δεν αποτελούσε καθόλου αυτό που μπορούσαν να δουν, αλλά αυτό που γνώριζαν ότι υπήρχε. Είναι πολύ διαφορετικό."

ως έγκυρη μαρτυρία από την οποία να συνάγουμε "αυτό που είναι" (το ον)". (A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, μτφρ. Σ. Δημόπουλος, Μ. Δραγώνα-Μονάχου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σ. 137 και 139)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

3. “Επειδή τότε επιθυμούσα να ασχοληθώ μόνο με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα ότι έπρεπε να κάνω εντελώς το αντίθετο και να απορρίψω ως απόλυτα ψευδές καθετί στο οποίο θα μπορούσα να φανταστώ την παραμικρή αμφιβολία, για να δω αν θα έμενε καθόλου ύστερα από αυτά κάτι που να πιστεύω και που να είναι τελείως αδιαμφισβήτητο. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μάς απατούν καμιά φορά, θέλησα να υποθέσω ότι δεν υπήρχε τίποτε που να είναι έτσι όπως μας κάνουν να το φανταζόμαστε, και επειδή υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν λάθη καθώς συλλογίζονται, έστω κι όταν εγγίζουν τα απλούστερα θέματα της γεωμετρίας, και κάνουν σε αυτά παραλογισμούς, απέρριψα ως ψευδείς όλους

χωρίς όμως και να είναι καμιά τους αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω ότι δέχομαι πως όλα τα πράγματα που είχαν ποτέ μπει στο πνεύμα μου δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις ψευδαισθήσεις των ονείρων μου. Αμέσως όμως κατόπιν πρόσεξα ότι, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, πως όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά εγώ που το σκεφτόμουν να ήμουν κάτι. Και παρατηρώντας πως αυτή η αλήθεια: σκέφτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να την παραδεχτώ δίχως ενδοιασμούς σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”.

τους λόγους που είχα χρησιμοποιήσει προηγουμένως ως αποδείξεις και, τέλος, σκεπτόμενος ότι όλες αυτές οι ίδιες σκέψεις που κάνουμε ξύπνιοι μπορούν να μας έλθουν όταν κοιμόμαστε, pic39

(Rene Descartes, Λόγος περί μεθόδου, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χριστόφορος Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976 6.31-32)

4. “Η ενάργεια και η βεβαιότητα με την οποία ονειρευόμαστε πρέπει να μας γεννά την αμφιβολία που δεν είναι ποτέ δυνατόν να εξαφανιστεί εντελώς, μήπως
  pic310
(Πάνω) Πικάσο, Προσωπογραφία του Βολάρ, 1910, φυλάσσεται στη Μόσχα στο Μουσείο Πούσκιν. Ο Μαλρό το τοποθέτησε στο Φανταστικό Μουσείο (1965), λόγω της σημασίας του για την τέχνη του 20ου αιώνα.
(Δεξιά) Λεονάρντο, Μουσικός, περ. 1490, Αμβροσιανή Πινακοθήκη, Μιλάνο. Το έργο που δημιουργήθηκε στην καρδιά της Αναγέννησης εκφράζει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε ο ουμανισμός για τον άνθρωπο, ως δάσκαλο της γνώσης και κύριο του σύμπαντος. Στον πίνακα του Πικάσο, αντιθέτως, τα μάτια είναι κλειστά σχεδόν σα να θέλουν να υπογραμμίσουν το γεγονός ότι ο Βολάρ δεν είχε καμιά σχέση με το μυστήριο της δημιουργίας· πρωταγωνιστής της κυβιστικής εικόνας δεν είναι η προσωπικότητα του ανθρώπου αλλά η οργάνωση του πίνακα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

ονειρευόμαστε ακόμη και όταν έχουμε την εντύπωση ότι είμαστε σε εγρήγορση και ότι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις. […] Καμιά άλλη δραστηριότητά μας, εκτός από τη συνειδησιακή, δεν περιέχει τη βεβαιότητα του είναι. Το ότι λ.χ. περπατώ μπορεί να είναι κάτι που το φαντάζομαι στο όνειρό μου, το ότι όμως είμαι ένα ον που έχει συνείδηση δεν είναι δυνατόν να αποτελεί απλώς και μόνο αποκύημα της φαντασίας μου, γιατί και η φαντασία είναι ένα είδος συνείδησης. […] Θα υποθέσω ότι δεν υπάρχει ένας άριστος Θεός, πηγή της αλήθειας, αλλά κάποιος κακόβουλος δαίμονας, παντοδύναμος και παμπόνηρος, που χρησιμοποιεί όλη την πανουργία του για να με ξεγελά. Θα θέσω ότι ο ουρανός, ο αέρας, η γη, τα χρώματα, τα σχήματα, οι ήχοι και όλα τα εξωτερικά πράγματα δεν είναι τίποτα άλλο από ονειρικοί εμπαιγμοί διά των οποίων εκείνος στήνει παγίδες στην ευπιστία μου. Θα θεωρήσω τον εαυτό μου σαν να μην έχω χέρια, μάτια, σάρκα, αίμα ή αισθήσεις, αλλά να νομίζω εσφαλμένα ότι τα έχω αυτά. […] Αν όμως με ξεγελά είναι αναμφίβολο ότι υπάρχω^ και ας με ξεγελά όσο θέλει, αφού δε θα με κάνει ποτέ να μην είμαι τίποτα όσο θα σκέφτομαι ότι είμαι κάτι. Ώστε […] πρέπει εντέλει να καταλήξω ότι η απόφανση, Εγώ είμαι, εγώ υπάρχω, αληθεύει αναγκαία όποτε την προφέρω ή τη συλλαμβάνω στο πνεύμα μου. […] Αλλά τι είμαι λοιπόν; Σκεπτόμενο πράγμα. Τι είναι αυτό; Είναι ένα πράγμα που αμφιβάλλει, νοεί, βεβαιώνει, αρνείται, θέλει, δε θέλει, φαντάζεται επίσης και αισθάνεται...” (Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ευάγγελος

Βανταράκης, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ. 68, 71, 77)

5. “Απομένουν οι κρίσεις στις οποίες πρέπει να φροντίσω να μη σφάλω. Όμως η κυριότερη και συχνότερη πλάνη που μπορεί να βρεθεί σε αυτές έγκειται στο ότι κρίνω ότι οι ιδέες που είναι μέσα μου είναι όμοιες ή σύμμορφες με κάποια πράγματα που βρίσκονται έξω από μένα. […] Τώρα όμως έχω αντιληφθεί ότι υπάρχει Θεός και έχω κατανοήσει συγχρόνως ότι όλα τα άλλα εξαρτώνται από αυτόν, ότι δεν είναι πλανερός και ότι από αυτό συνάγεται ότι όλα όσα αντιλαμβάνομαι σαφώς και διακριτώς αληθεύουν αναγκαία”.
(Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ευάγγελος Βανταράκης, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ. 82, 155)

6. “Η πιο ακραία εκδοχή του σκεπτικισμού για τον εξωτερικό κόσμο και τη σχέση μου μαζί του είναι το να φανταστώ ότι δεν έχω καν σώμα. Δεν είμαι παρά ένας εγκέφαλος που επιπλέει μέσα σ’ ένα δοχείο με χημικές ουσίες. Ένας σατανικός επιστήμονας έχει συνδέσει με καλώδια τον εγκέφαλό μου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να έχω την ψευδαίσθηση της αισθητηριακής εμπειρίας. Ο επιστήμονας έχει κατασκευάσει κάτι σαν μηχανή εμπειριών. Μπορώ να σηκωθώ και να πάω στα μαγαζιά για ν’ αγοράσω εφημερίδα. Ωστόσο, όταν το κάνω αυτό, το μόνο που συμβαίνει στην ουσία είναι ότι ο επιστήμονας ενεργοποιεί ορισμένα νεύρα στον εγκέφαλό μου, έτσι ώστε να έχω την ψευδαίσθηση ότι το κάνω .Όλες οι εμπειρίες που νομίζω ότι βιώνω μέσα


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

από τις πέντε αισθήσεις μου είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της διέγερσης του ασώματου εγκεφάλου μου απ’ αυτόν τον σατανικό επιστήμονα. […] Αυτή η κατάσταση δεν είναι τόσο τραβηγμένη όσο ίσως ακούγεται. Οι επιστήμονες κάνουν ήδη πειράματα με προσομοίωση της πραγματικότητας σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που ονομάζεται “εικονική πραγματικότητα””.
(Νigel Warburton, Φιλοσοφία. Τα βασικά ζητήματα, εκδ. Περίπλους, Αθήνα 1999, σ. 150-151)

7. “Η υπόθεση ότι το μέλλον μοιάζει με το παρελθόν δε θεμελιώνεται σε επιχειρήματα οποιουδήποτε είδους, αλλά στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο έθος, που μας καθορίζει να περιμένουμε και στο μέλλον την ίδια ακολουθία αντικειμένων την οποία έχουμε συνηθίσει να παρατηρούμε στο παρελθόν…” (Ντέιβιντ Χιουμ, Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, βιβλίο Ι, μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο ΧΙΙ, μτφρ. Μαρία Πουρνάρη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2005)

8. “Εφόσον ο λόγος δεν μπορεί να διαλύσει τα σύννεφα, είναι μεγάλη τύχη που η φύση φροντίζει γι’ αυτό από μόνη της να με θεραπεύσει από τη φιλοσοφική μελαγχολία και από το παραλήρημα στο οποίο έχω πέσει. Και το πετυχαίνει αυτό είτε μέσω της χαλάρωσης του νου μου είτε μέσω της απασχόλησης με μια έντονη εντύπωση των αισθήσεών μου, που διώχνει όλες αυτές τις χίμαιρες. Γευματίζω, παίζω μια παρτίδα τάβλι και διασκεδάζω με τους φίλους μου και, όταν έπειτα από ψυχαγωγία τριών ή τεσσάρων ωρών επιστρέφω σε αυτούς τους διαλογισμούς, μου φαίνονται τόσο ψυχροί και

βεβιασμένοι και γελοίοι, ώστε δεν έχω την παραμικρή διάθεση να εμβαθύνω περισσότερο”.
(Ντέιβιντ Χιούμ, Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, βιβλίο Ι, μέρος ΙV, κεφάλαιο VII, μτφρ. Μαρία Πουρνάρη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2005)

9. “Ο σκεπτικισμός δεν είναι μη ανασκευάσιμος, αλλά προφανής ανοησία, όταν επιμένει να αμφιβάλλει εκεί όπου δεν μπορεί να υπάρξει ερώτημα. Γιατί αμφιβολία υπάρχει εκεί όπου υπάρχει ερώτημα· και ερώτημα εκεί όπου υπάρχει απάντηση· και απάντηση μονάχα εκεί όπου κάτι μπορεί να λεχθεί”. (Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico Philosophicus, μτφρ. Θ. Κιτσόπουλος, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 51)

10. “Τα ερωτήματα που θέτουμε και οι αμφιβολίες μας εξαρτώνται από το γεγονός ότι ορισμένες προτάσεις εξαιρούνται από την αμφιβολία, σαν να ήταν μεντεσέδες, αρθρώσεις πάνω στις οποίες αυτές οι αμφιβολίες στηρίζονται. Δηλαδή αποτελεί μέρος της λογικής των επιστημονικών ερευνών μας ότι στην πράξη κάποια πράγματα δεν αμφισβητούνται. […] Όταν προσπαθώ να νικήσω κάποιον στο σκάκι, δεν μπορώ να αναρωτιέμαι για το αν τα πιόνια μπορούν από μόνα τους να αλλάξουν θέση και ταυτόχρονα η μνήμη μου να με ξεγελά, ώστε να μην το παρατηρώ”.

(Ludwig Wittgenstein, άber Gewissheit [Περί βεβαιότητος], §341, 342, 346)

11. “[Ο Βίτγκενσταϊν και ο Χιουμ] …συμφωνούν στο ότι οι “πεποιθήσεις” μας πως τα σώματα υπάρχουν και, μιλώντας πρόχειρα, ότι η επαγωγή είναι γενι


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


κά αξιόπιστη, δεν είναι θεμελιωμένες και ταυτόχρονα δεν επιδέχονται σοβαρή αμφισβήτηση. Οι πεποιθήσεις αυτές βρίσκονται, θα μπορούσε να πει κανείς, εκτός του πλαισίου της κριτικής και ορθολογικής μας ικανότητας, με την έννοια ότι ορίζουν την περιοχή μέσα στην οποία ασκείται αυτή η ικανότητα - ή βοηθούν να οριστεί. Η απόπειρα να αντιμετωπίσει κανείς τη συστηματική σκεπτικιστική αμφιβολία με επιχειρήματα που υποστηρίζουν αυτές τις πεποιθήσεις, με ορθολογική δηλαδή δικαιολόγηση, φανερώνει απλώς μια ριζική παρανόηση του ρόλου που αυτές παίζουν στο σύστημα των πεποιθήσεών μας. Ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης της συστηματικής αμφιβολίας δεν είναι η απόπειρα ανασκευής της με επιχειρήματα, αλλά η κατάδειξη ότι είναι ανενεργή, μη πραγματική και προσποιητή…”.
(Πίτερ Φρέντερικ Στρόσον, Σκεπτικισμός και φυσιοκρατία, μτφρ. Ευγενία Μυλωνάκη, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ. 78-79)

 

     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
 

1. Σκεφτείτε ότι ένας στοχαστής όπως ο Γοργίας διατυπώνει και προσπαθεί να αποδείξει τις ακόλουθες τρεις θέσεις: α) δεν υπάρχει τίποτε· β) δεν ξέρουμε τίποτε· γ) δεν είμαστε σε θέση να μεταδώσουμε στους άλλους με τη γλώσσα τίποτε. Μήπως οι θέσεις αυτές σημαίνουν ότι στη πραγματικότητα κάτι τουλάχιστον υπάρχει (ο στοχαστής), ότι κάτι ξέρουμε και ότι κάτι τουλάχιστον είμαστε σε θέση να πούμε στους άλλους;

2. Αναφέρετε σκεπτικιστικά επιχειρήματα όπως: “οι ράγες του τρένου μοιάζουν να

 

 

 

συγκλίνουν, όταν τις παρατηρούμε από μεγάλη απόσταση”, “η ζέστη μπορεί να κάνει τον δρόμο να φαίνεται πως κινείται”, “το φεγγάρι φαίνεται πιο μεγάλο όσο πιο χαμηλά βρίσκεται στον ορίζοντα” κτλ. Σε τι διαφέρουν αυτά τα επιχειρήματα από τις βασικές σκεπτικιστικές υποθέσεις του Ντεκάρτ; (απόσπασμα 4)

3. Αναζητήστε παράδοξες σκεπτικιστικές υποθέσεις, όπως αυτές του Ντεκάρτ, στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο (ιδιαίτερα στη σύγχρονη επιστημονική φαντασία, π.χ. Μπλέιντ Ράνερ, Μάτριξ).

4. Συγκρίνετε τη σκεπτικιστική στάση των αρχαίων σκεπτικών με τον σκεπτικισμό φιλοσόφων της νεότερης εποχής όπως του Ντεκάρτ και του Χιουμ, εξετάζοντας τις διαφορές τους όσον αφορά τον πρακτικό στόχο, τις θεωρητικές υποθέσεις και τα επιχειρήματα που σχετίζονται με τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες.

5. Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου (Β XXXIX) ο Καντ λέει: “Ωστόσο δεν παύει να αποτελεί σκάνδαλο της φιλοσοφίας και γενικά του κοινού νου το ότι είναι υποχρεωμένος να δέχεται υπό μορφή πίστεως την ύπαρξη των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου […] και ότι, αν θελήσει κανείς να την αμφισβητήσει, δεν μπορούμε να του αντιτάξουμε καμιά επαρκή απόδειξη”. Στο έργο του Είναι και Χρόνος (Ι, 6) ο Γερμανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ σχολιάζει: “Το σκάνδαλο της φιλοσοφίας δεν είναι ότι αυτή η απόδειξη δεν έχει δοθεί, αλλά ότι τέτοιες αποδείξεις αναμένονται και επιχειρούνται ξανά και ξανά”. Συζητήστε τις δύο αυτές απόψεις συσχετίζοντάς τες με την πρόταση του Στρόσον για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουμε απέναντι στον σκεπτικισμό (απόσπασμα 11).

   

1. Δυσκολίες κατά τη διερεύνηση της έννοιας της γνώσης

Η ίδια η προσπάθεια ορισμού της γνώσης από τους φιλοσόφους φανερώνει τη δυσκολία ικανοποίησης -ή ακόμη και πλήρους κατανόησης- των κριτηρίων για την επιτυχή ολοκλήρωσή της. Εδώ βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι μιλάμε για τη θεωρητική και όχι για την πρακτική ή καθαρά τεχνική γνώση (π.χ. το να γνωρίζουμε πώς να κολυμπάμε, να παίζουμε ένα μουσικό όργανο ή να οδηγούμε ποδήλατο) ούτε για τη γνώση από άμεση γνωριμία (π.χ. το να γνωρίζουμε την καθηγήτριά μας ή τον φίλο μας τον Κώστα ή μια γειτονιά της πόλης). Αναφερόμαστε ειδικότερα στη γνώση που είναι δυνατόν να διατυπωθεί με προτάσεις, την οποία θα μπορούσαμε γι’ αυτό να αποκαλέσουμε προτασιακή. Τι εννοούμε ακριβώς όταν λέμε ότι γνωρίζουμε, για παράδειγμα πως “η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας” ή πως “η Γαλλική Επανάσταση έγινε το 1789” ή πως “το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με 180 μοίρες”;

γνωρίζει μια πρόταση π (π.χ. ότι “οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα”), τότε θα πρέπει:
α) ο άνθρωπος αυτός να πιστεύει την π·
β) η π να είναι αληθής πρόταση
γ) η πεποίθηση του ατόμου ότι η π είναι αληθής πρόταση να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Πράγματι, το υποκείμενο της γνώσης δεν αρκεί απλώς να πιστεύει ότι η π είναι αληθής πρόταση. Για να μιλάμε για γνώση, πρέπει να μπορεί να δώσει κάποιον επαρκώς ικανοποιητικό λόγο για τον οποίο πιστεύει ότι η π είναι αληθής, έτσι ώστε να αποδεικνύεται ότι δε διατυπώνει μια αστήρικτη γνώμη, δε φαντάζεται ή δε θυμάται κάτι που άκουσε τυχαία.
Όσον αφορά την αλήθεια,όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο (2.III.2Α), μία από τις επικρατέστερες θεωρίες για τη φύση της είναι εκείνη που τη συλλαμβάνει ως αντιστοιχία μιας πρότασης με τα γεγονότα. Δυστυχώς όμως δεν είναι διόλου εύκολο να κατανοήσουμε τι σημαίνει επαρκής αιτιολόγηση μιας πεποίθησης. Ήδη ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο Θεαίτητος, αφού
Aπό την εποχή του Πλάτωνα, και συγκεκριμένα στον διάλογο Θεαίτητος, έχει επισημανθεί ότι αυτού του είδους η γνώση μπορεί να οριστεί ως “αιτιολογημένη αληθής πεποίθηση” (“δόξα αληθής μετά λόγου”). Αναλύοντας τα βασικά σημεία αυτού του ορισμού παρατηρούμε ότι, αν κάποιος   προτείνει δοκιμαστικά τον επίμαχο ορισμό της γνώσης, επισημαίνει πως δεν είναι σαφές σε τι συνίσταται η ορθή σύλληψη του “λόγου” που επιτρέπει στην “αληθή δόξα” να γίνει “επιστήμη”. Στην εποχή μας ορισμένοι φιλόσοφοι έχουν παρατηρήσει ότι είναι δύσκολο να αποκλείσουμε τυχαίους παράγοντες που κλονίζουν τη σιγου
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


ριά μας για το αν πετύχαμε να αποκτήσουμε τη γνώση. Για παράδειγμα, αν μας ζητήσει κάποιος να του πούμε την ώρα και εμείς κοιτάξουμε το ρολόι μας, το οποίο - χωρίς να το γνωρίζουμε- έχει χαλάσει, αλλά εκείνη τη στιγμή είναι κατά σύμπτωση σταματημένο στη σωστή ώρα (έστω πέντε και δέκα), μπορεί να δώσουμε μια απάντηση που αληθεύει. Ωστόσο διστάζουμε να πούμε ότι όντως γνωρίζουμε πως η ώρα είναι πέντε και δέκα. Και αυτό συμβαίνει επειδή, παρ’ όλο που νομίζουμε ότι διαθέτουμε ικανοποιητική αιτιολόγηση της συγκεκριμένης πεποίθησής μας, δηλαδή τη μαρτυρία του συνήθως καλά ρυθμισμένου ρολογιού μας, αυτή τη φορά διαπιστώνουμε ότι κάναμε λάθος, θεωρώντας ότι λειτουργεί σωστά, και μόνο τυχαία πετύχαμε την πραγματική ώρα. Αν η ώρα δε συνέβαινε συμπτωματικά να είναι πέντε και δέκα, θα σχηματίζαμε ψευδή πεποίθηση.
Με αφορμή την ανασφάλεια που μας προκαλούν τέτοιες -όχι τόσο σπάνιες- περιπτώσεις, κατανοούμε καλύτερα τις αμφιβολίες των σκεπτικιστών για τη δυνατότητα απόκτησης βέβαιης γνώσης, αφού μπορεί να σφάλλουμε όταν μας φαίνεται ότι δικαιολογημένα πιστεύουμε κάτι. Η προσπάθεια ορισμού της γνώσης μάς υποδεικνύει την ανάγκη να μελετήσουμε τους τρόπους αιτιολόγησης των πεποιθήσεών μας, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα τις ανησυχίες των σκεπτικιστών, παρ’ όλο που, όπως είδαμε, μπορούμε τελικά να τις θεωρήσουμε υπερβολικές.

2. Τρόποι αιτιολόγησης των πεποιθήσεων

α) Αναζήτηση στέρεων θεμελίων

Η πιο φυσική εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό για την αιτιολόγηση των πεποιθήσεών

μας είναι εκείνη ενός οικοδομήματος και των θεμελίων του (κάποιοι χρησιμοποιούν, εναλλακτικά, την εικόνα ενός δέντρου με τις ρίζες του). Έτσι, πολλοί φιλόσοφοι, ανάμεσα στους οποίους αξίζει να αναφερθούν ο Αριστοτέλης, και στη νεότερη εποχή ο Ντεκάρτ, ο Λοκ και ο Χιουμ, φαίνεται να δέχονται ότι πρέπει το σύνολο των πεποιθήσεών μας να περιλαμβάνει ορισμένες βασικές ή θεμελιώδεις πεποιθήσεις στις οποίες τελικά θα στηριχτούν -στη βάση των οποίων θα αιτιολογηθούν- όλες οι υπόλοιπες. Για παράδειγμα, ορισμένες λογικές αρχές, όπως η αρχή της μη αντίφασης (δεν μπορεί μια πρόταση να αληθεύει και να μην αληθεύει ταυτόχρονα) ή προτάσεις που αναφέρονται σε σαφείς και ευκρινείς ιδέες της σκέψης ή περιγράφουν στοιχειώδεις αισθητηριακές εμπειρίες (π.χ. τώρα βλέπω κάτι κόκκινο), μπορεί να περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία. Το ερώτημα είναι πόσες και ποιες ακριβώς είναι αυτές οι βασικές πεποιθήσεις που αποτελούν τα θεμέλια για τη γνώση μας. Η θεώρηση αυτή, σύμφωνα με την οποία η γνώση πρέπει να οικοδομείται σε σταθερά θεμέλια, έχει αποκληθεί θεμελιωτισμός ή θεμελιοκρατία.

β) Διαμόρφωση ενός δικτύου πεποιθήσεων με επαρκή συνοχή

Οι δυσκολίες που προκύπτουν, όταν προσπαθεί κανείς να απομονώσει εκείνες τις πεποιθήσεις που παίζουν τελικά τον ρόλο των βασικών, αλλά και όταν προσπαθεί να δώσει σαφή εξήγηση της θεμελιωτικής λειτουργίας τους, έκαναν αρκετούς φιλοσόφους -όπως ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χέγκελ (18ος-19ος αιώνας) και στην εποχή μας ο Αμερικανός Γουίλαρντ Όρμαν Κουάιν (20ός αιώνας)- να προτιμήσουν μια διαφο-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


pic312
Γκέορκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ

ρετική εικόνα για τον τρόπο αιτιολόγησης των πεποιθήσεων, η οποία είχε εμπνεύσει και μια ανάλογη θεωρία της αλήθειας (βλ. κεφάλαιο 2.ΙΙΙ.2Β). Πρόκειται για την εικόνα ενός πλέγματος ή ιστού που δε χρειάζεται στηρίγματα σε κάποιο έδαφος. Το σύνολο των πεποιθήσεών μας δεν αποτελεί κτίριο με θεμέλια ούτε κάποιο δέντρο με ρίζες, αλλά ένα δίκτυο με κόμβους που αλληλοϋποστηρίζονται. Όσο πιο σφιχτά και γερά πλεγμένο είναι αυτό το δίκτυο, τόσο ικανοποιητικότερη είναι η σύνδεση των νημάτων που το αποτελούν - ή, με άλλα λόγια, τόσο ικανοποιητικότερη είναι η αιτιολόγηση των πεποιθήσεων που το συγκροτούν. Αυτό που έχει σημασία είναι ο βαθμός της συνοχής, δηλαδή της λογικής σύνδεσης των πεποιθήσεών μας, έτσι που η μία να εξηγεί καλύτερα την άλλη. Για παράδειγμα, προσαρμόζουμε συνήθως τις επιστημονικές μας υποθέσεις στα δεδομένα της εμπειρίας μας, αλλά κάποτε ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε αυτά τα δεδομένα -όπως στη φυσική θεωρία της σχετικότητας- αλλάζει κάτω από το φως των νέων θεωριών που κατασκευάζουμε. Δεν υπάρχουν “γυμνά” δεδομένα των αισθήσεων ή του νου, αφού και οι πιο απλές εσωτερικές και εξωτερικές παρατηρήσεις μας είναι “φορτισμένες από τη θεωρία”. Εκείνο

που έχει σημασία είναι οι εντυπώσεις και οι έννοιες, οι παρατηρήσεις και οι θεωρίες να διαμορφώνονται παράλληλα και να στηρίζουν καλά οι μεν τις δε (βλ. και κεφάλαιο 4.ΙΙΙ.1).
Εφόσον δεχτούμε αυτή την “ολιστική” αντίληψη, δε θα προσπαθούμε πια να διακρίνουμε τις πεποιθήσεις μας σε βασικές και σε μη βασικές, αλλά μόνο σε κεντρικότερες και σε λιγότερο κεντρικές, ανάλογα με το σημείο του πλέγματος στο οποίο βρίσκονται και το οποίο πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό του. Σύμφωνα με μια άλλη μεταφορά, που ανέπτυξε ο Γερμανός Ότο Νόυρατ (20ός αιώνας), είναι μάταιο να επιδιώκουμε να χτίσουμε ένα γνωστικό οικοδόμημα με γερά θεμέλια στη γη, αφού βρισκόμαστε διαρκώς σε ένα σκάφος, πλέοντας στη θάλασσα της εμπειρίας, και είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε διαρκώς τα ίδια υλικά, μεταφέροντας σανίδες από την καρίνα στο κατάστρωμα και αντίστροφα, για να κάνουμε το πλοίο της γνώσης μας να ταξιδεύει καλύτερα.
Η θεωρία αιτιολόγησης που αντιμετωπίζει τις πεποιθήσεις μας ως δίκτυο ή ιστό αποκαλείται συνεκτικισμός. Στις μέρες μας είναι πολύ δημοφιλής, αν και αντιμετωπίζει πολλές αντιρρήσεις, παρόμοιες με τις αντιρρήσεις για την ανάλογη θεωρία της αλήθειας, που εξετάσαμε παραπάνω (κεφάλαιο 2.ΙΙΙ.2Β). Κατά τους επικριτές του συνεκτικισμού, η απουσία θεμελίων αποσπά τελικά τις πεποιθήσεις μας από τον ίδιο τον κόσμο. Οι αιτιολογήσεις μας μπορεί να είναι “κυκλικές” και δε “ριζώνουν” όπως θα’ πρεπε στον κόσμο. Μάλιστα, η θεωρία αυτή μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε πολλά δίκτυα με συνοχή και να μην ξέρουμε τελικά ποιο από αυτά να επιλέξουμε ως το μοναδικό ορθό δίκτυο που αποτελεί γνώση. Αλλά και η ίδια η έννοια της λογικής συνοχής που παρέχει αιτιολόγηση δεν είναι και τόσο σαφής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


γ) Αξιόπιστες διαδικασίες απόκτησης και διαμόρφωσης πεποιθήσεων

Μια πιο πρόσφατη αντιμετώπιση του προβλήματος της αιτιολόγησης των πεποιθήσεων δίνει έμφαση στην ανάγκη να υπάρχουν αξιόπιστες διαδικασίες διαμόρφωσής τους. Για παράδειγμα, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι, μπορούμε να καταφύγουμε στις επιστήμες της βιολογίας, της νευροφυσιολογίας και της ψυχολογίας για να μάθουμε ποιοι μηχανισμοί των αισθήσεων και του νου μας μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι και πότε λειτουργούν σωστά, για να μάθουμε δηλαδή ποιοι μηχανισμοί και σε ποιες συνθήκες παρέχουν κατά κανόνα αληθείς πεποιθήσεις. Αιτιολογημένες πρέπει να θεωρούνται μόνο οι πεποιθήσεις που παράγονται από αυτούς τους μηχανισμούς σε κατάλληλες συνθήκες επαφής μας με το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, οι σκεπτικιστές επιμένουν ότι δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι εκ των προτέρων πως οι συνθήκες είναι πράγματι κατάλληλες και πως οι γνωστικοί μηχανισμοί του εγκεφάλου μας που μας φαίνονται αξιόπιστοι θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν σωστά και δε θα εξαπατηθούμε. Δεν αποκλείεται, όπως έδειξε ο Χιουμ, μέχρι σήμερα όλα να πήγαιναν καλά, αλλά ξαφνικά οι κανονικότητες που διέπουν τον οργανισμό μας, αλλά και τη φύση γενικότερα, να διαταραχθούν κατά απρόβλεπτο τρόπο.
Οι παραπάνωθεωρίες φανερώνουν τη δυσκολία να εξασφαλίσουμε βεβαιότητα για την ορθή αιτιολόγηση των πεποιθήσεών μας. Ίσως αυτό που χρειάζεται είναι να επεξεργαστούμε κάποια σύνθεση των προσεγγίσεων που αυτές οι θεωρίες εκφράζουν. Με άλλα λόγια, ίσως πρέπει να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε κάποιες πεποιθήσεις μας ως βασικές, ακόμη κι αν

στηρίζονται εν μέρει από αυτές που θεωρούμε μη βασικές και ταυτόχρονα να δεχόμαστε ότι μπορούμε να τις ανακαλύψουμε επισημαίνοντας ορισμένες αξιόπιστες διαδικασίες για την απόκτηση και τη διαμόρφωσή τους. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο νους μας να μπορεί να ανιχνεύει την πραγματικότητα σε κάθε περίσταση, να ξέρουμε δηλαδή σε κάθε στιγμή πως οι πεποιθήσεις μας είναι αληθείς, επειδή συνδέονται με τον σωστό τρόπο και όχι συμπτωματικά με τον κόσμο. Έτσι, θα μπορούμε να ιχνηλατούμε, δηλαδή να παρακολουθούμε βήμα βήμα τις ενδεχόμενες μεταβολές στις πραγματικές καταστάσεις που επιθυμούμε να γνωρίσουμε και δε θα πετυχαίνουμε την αλήθεια τυχαία. Ωστόσο, αυτές οι πραγματικές καταστάσεις τις οποίες μας ενδιαφέρει να γνωρίσουμε θα πρέπει να αφορούν την επιδίωξη της γνώσης που στην προηγούμενη ενότητα χαρακτηρίσαμε “χρήσιμη” - και δεν μπορούν να περιλαμβάνουν τις απίθανες, υποθετικές περιπτώσεις που επινοούν στη φαντασία τους ορισμένοι φιλόσοφοι.
Σε κάθε περίπτωση, η γνωσιολογία δεν αποτελεί πλέον στην εποχή μας ένα απομονωμένο πεδίο φιλοσοφικής σκέψης, αλλά συνεργάζεται με επιστημονικούς κλάδους της βιολογίας, της νευροφυσιολογίας, της ψυχολογίας, της πληροφορικής και της κοινωνιολογίας. Πολλοί πιστεύουν ότι σιγά σιγά συγκροτείται μια συνεκτική διεπιστημονική θεώρηση, αυτή της γνωσιακής επιστήμης, που θα επιτρέψει να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις στα παραδοσιακά γνωσιολογικά ερωτήματα για τη δυνατότητα της γνώσης και την αιτιολόγηση των πεποιθήσεων. Ωστόσο, η ενιαία φιλοσοφική σκοπιά δε θα πάψει να είναι απαραίτητη, προκειμένου να επιχειρείται η κριτική των προτεινόμενων τοποθετήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


ΚΕΙΜΕΝΑ
1.“ΣΩΚΡΑΤΗΣ:Όταν κανείς συλλαμβάνει την αληθή πεποίθηση για κάτι χωρίς αιτιολόγηση, ο νους του είναι σε θέση να κατέχει την αλήθεια αλλά δεν το γνωρίζει· γιατί όποιος δεν μπορεί να δώσει ή να πάρει λόγους για κάτι δεν έχει γνώση γι’ αυτό. Εφόσον όμως βρει και τους λόγους, τότε μπορεί όχι μόνο να αιτιολογήσει την πεποίθησή του, αλλά να βρίσκεται και σε τέλεια κατάσταση γνώσης”.
(Πλάτων, Θεαίτητος, 202b8-c4)

2. “Μερικοί υποστηρίζουν ότι, επειδή πρέπει να κατανοούμε τα πρωταρχικά στοιχεία, δεν υπάρχει κατανόηση. […] Ισχυρίζονται ότι θα εμπλεκόμαστε σε μια άπειρη αναδρομή, εφόσον δε θα κατανοούσαμε αυτά που έπονται από αυτά που προηγούνται, αν δεν υπάρχουν πρωταρχικά στοιχεία, και έχουν δίκιο, γιατί είναι αδύνατον να διατρέξουμε μια άπειρη σειρά. Κατ’ αυτούς, αν σταματήσουμε σε κάποιες αρχές, αυτές δεν μπορούμε να τις γνωρίσουμε, γιατί δεν υπάρχει απόδειξη, χωρίς την οποία δεν υπάρχει και κατανόηση. […] Άλλοι συμφωνούν για την κατανόηση, ότι δηλαδή απαιτεί απόδειξη. Αλλά υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν εμποδίζει να υπάρχει απόδειξη για τα πάντα, εφόσον είναι δυνατόν η απόδειξη να γίνεται κυκλικά και με αμοιβαία στήριξη των στοιχείων της. […] Εμείς λέμε λοιπόν ότι δε στηρίζεται κάθε κατανόηση σε αποδείξεις, αλλά η κατανόηση των άμεσων στοιχείων είναι αναπόδεικτη (και είναι προφανές ότι αυτό πρέπει να συμβαίνει^ γιατί, αν απαιτείται να κατανοούμε τις πρώτες προτάσεις στις οποίες στηρίζεται η απόδειξη, και θα σταθούμε κάποτε σε αυτά που κατανοούμε άμεσα, πρέπει αυτές


να είναι αναπόδεικτες) […] και λέμε ότι υπάρχει όχι μόνο κατανόηση, αλλά και κάποια αρχή της κατανόησης μέσω της οποίας γνωρίζουμε τους ορισμούς. Και γενικά είναι αδύνατον να αποδεικνύει κανείς με κυκλικό τρόπο, αν η απόδειξη πρέπει να βασίζεται σε εκείνο που προηγείται και είναι περισσότερο προσιτό στη γνώση, γιατί είναι αδύνατον ταυτόχρονα τα ίδια πράγματα να προηγούνται και να έπονται [ως προς την κατανόηση] από τα ίδια - εκτός κι αν αυτό συμβαίνει με διαφορετικούς τρόπους”.
(Αριστοτέλης, Αναλυτικά Ύστερα, 72b5-30)

3. “Ας θυμηθούμε τώρα την καρτεσιανή αρχή του απόλυτου αναμφισβήτητου ως αρχή για την ανοικοδόμηση μιας γνήσιας επιστήμης: σύμφωνα με αυτή θα έπρεπε να αποκλείεται κάθε συλληπτή και κάθε εκ των πραγμάτων αθεμελίωτη αμφιβολία. […] Σύμφωνα με αυτά που ήδη ειπώθηκαν, διαμορφώνεται ως ένα πρώτο ερώτημα ενός πρωτόπειρου στη φιλοσοφία το εξής: υπάρχουν για μας ενάργειες που φέρουν μαζί τους […] με τρόπο αποδεικτικό την εναργή θέαση ότι αυτές ως καθαυτές πρώτες προηγούνται όλων των συλληπτών εναργειών, και για τις οποίες μπορούμε επίσης να δούμε εναργώς ότι είναι οι ίδιες αποδεικτικές;”
(Εdmund Husserl, Καρτεσιανοί στοχασμοί, μτφρ. Παύλος Κόντος, 2η έκδ., εκδ. Ροές, Αθήνα 2002, σ. 31-32)


4. “Είμαστε σαν τους ναυτικούς σε ένα καράβι μεσοπέλαγα, οι οποίοι πρέπει να το διορθώσουν, αλλά δεν μπορούν να ξεκινήσουν από την αρχή […] χρησιμοποιούν τα ξύλα και τα μαδέρια της παλιάς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


δομής για να τροποποιήσουν το σκελετό και το σκαρί του καραβιού τους. Όμως δεν μπορούν να το φέρουν στο λιμάνι για ν’ αρχίσουν εντελώς από την αρχή. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους μένουν πάνω στο παλιό σκαρί και παλεύουν με τα κύματα και την τρικυμία. […] Αυτή είναι η μοίρα μας”
(Ότο Νόυρατ, στο Γιώργος Ρουσόπουλος, Αναλυτική της παράστασης: Η γνωσιοθεωρία του Κύκλου της Βιέννης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 156)

5. “Όταν θέλουμε να αποτιμήσουμε μια πεποίθηση, είναι συχνά προτιμότερο η αποτίμηση να γίνεται σε συνδυασμό με άλλες πεποιθήσεις. Ένας άξιος μηχανικός μπορεί να είναι σε θέση να βγάλει κάποιο συμπέρασμα για τη λειτουργία της μηχανής ενός αυτοκινήτου εξετάζοντας ένα προς ένα ξεχωριστά όλα τα κομμάτια της, όμως σίγουρα θα επιτελέσει καλύτερα τον σκοπό του αν εξετάσει τη μηχανή σαν σύνολο κατά τη διάρκεια της σύγχρονης λειτουργίας όλων των τμημάτων που την αποτελούν. Το ίδιο ισχύει και για ό,τι πιστεύουμε. Είναι υπό την κρίση του συνόλου των πιστεύω μας το κατά πόσο μια πεποίθηση θα κερδίσει την αποδοχή ή θα απορριφθεί. Κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας μεμονωμένης πεποίθησης φαίνεται να έχει μικρότερη σημασία”.
(W.V. Quine, J.S. Ullian, Ο ιστός της πεποίθησης, μτφρ. Εύα Αγαλοπούλου, εκδ. Leader Books, Αθήνα 2002, σ. 17)

6. “Υπάρχει σαφώς κάτι σωστό στην αντίληψη ότι η ανθρώπινη γνώση στηρίζεται σε ένα επίπεδο προτάσεων -αναφορών

παρατήρησης- που δε στηρίζονται σε άλλες προτάσεις με τον ίδιο τρόπο που άλλες προτάσεις στηρίζονται σε αυτές. Από την άλλη, θέλω όντως να επιμείνω ότι η μεταφορά του “θεμελίου” είναι παραπλανητική ως προς το ότι μας εμποδίζει να δούμε πως, αν υπάρχει μια λογική διάσταση κατά την οποία οι υπόλοιπες εμπειρικές προτάσεις στηρίζονται σε αναφορές παρατηρήσεων, υπάρχει άλλη μια λογική διάσταση κατά την οποία οι τελευταίες εξαρτώνται από την προηγούμενη. […] Και προπαντός η εικόνα είναι παραπλανητική, εξαιτίας του στατικού της χαρακτήρα. Μοιάζει κανείς αναγκασμένος να διαλέξει ανάμεσα στην εικόνα ενός ελέφαντα που στέκει πάνω σε μια χελώνα (και τι στηρίζει τη χελώνα;) και την εικόνα ενός μεγάλου φιδιού της γνώσης με την ουρά στο στόμα (πού αρχίζει;). Κανένα από τα δύο ενδεχόμενα δε μας κάνει. Γιατί η εμπειρική γνώση, όπως και η πιο επιτηδευμένη προέκτασή της, η επιστήμη, είναι έλλογη, όχι επειδή έχει ένα θεμέλιο, αλλά επειδή είναι ένα αυτοδιορθούμενο εγχείρημα που μπορεί να αμφισβητήσει οποιονδήποτε ισχυρισμό, αν και όχι όλους μαζί”.
(Γουίλφριντ Σέλαρς, Ο εμπειρισμός και η φιλοσοφία του νου, μτφρ. Χρήστος Μαρσέλος, εκδ. Εστίας, Αθήνα 2005, σ. 97-98)

7. “Yποθέστε ότι έχετε “οφεοφοβία” και διαρκώς φαντάζεστε ότι υπάρχουν φίδια σε διάφορα σημεία του σπιτιού σας. Χωρίς να έχετε κοιτάξει κάτω από το τραπέζι, χωρίς κάποιος να σας έχει βεβαιώσει για την παρουσία φιδιού, πιστεύετε ότι υπάρχει φίδι κάτω από το τραπέζι. Ας υποθέσουμε επίσης ότι κάποιος πράγματι έχει βάλει ένα ακίνδυνο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


φίδι κάτω από το τραπέζι, για να διασκεδάσει εις βάρος σας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχετε δίκιο. Είναι όμως ορθό να πούμε ότι γνωρίζετε πως το φίδι είναι κάτω από το τραπέζι; Ασφαλώς όχι”.
(A. Goldman, Γνωσιοεπιστήμη: Φιλοσοφικές εφαρμογές, μτφρ. Γ. Μαραγκός, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1998, σ. 16)

 

     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
 

1. Γιατί ο Αριστοτέλης (απόσπασμα 2) αποδέχεται την αναγκαία ύπαρξη θεμελίων της γνώσης και της κατανόησης; Ποιες είναι οι δύο εναλλακτικές αντιλήψεις στις οποίες αντιτίθεται και γιατί; Ποια από αυτές φαίνεται να πλησιάζει περισσότερο τις απόψεις των συνεκτικιστών όσον αφορά την αιτιολόγηση των πεποιθήσεων; Πώς θα απαντούσε ο Αριστοτέλης στο ερώτημα του Χούσερλ; (απόσπασμα 3)

2. Στον πρώτο από τους Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας ο Ντεκάρτ γράφει: “Έπρεπε επομένως κάποτε στη ζωή μου να τα ανατρέψω όλα εκ βάθρων και να αρχίσω εκ νέου από τα πρώτα θεμέλια, αν επιθυμούσα να εδραιώσω κάτι στέρεο και μόνιμο στο πεδίο των επιστημών” (σ. 59). Πώς θα σχολίαζε το αίτημα του Ντεκάρτ κάποιος φιλόσοφος που υιοθετεί την αντίληψη της γνώσης την οποία εκφράζουν, με διαφορετικούς τρόπους ο Νόυρατ (απόσπασμα 4) και οι Κουάιν και Ούλιαν (απόσπασμα 5);

3. Να αναλύσετε τις απόψεις του Σέλαρς (απόσπασμα 6) προσπαθώντας να δείξετε την απόπειρά του να απομακρυνθεί και από την απαίτηση της σταθερής θεμελίωσης κάποιου οικοδομήματος πεποιθήσε

 

 

 

πεποιθήσεων, αλλά και από τους περιορισμούς ενός συνεκτικού δικτύου κλεισμένου στον εαυτό του και ξεκομμένου από τον κόσμο. Πώς οι μεταφορικές εικόνες της χελώνας και του ελέφαντα, από τη μια, και του φιδιού που τρώει την ουρά του, από την άλλη, δείχνουν τις δυσκολίες, αντίστοιχα, του θεμελιωτισμού και του συνεκτικισμού;

4. Γιατί στο υποθετικό παράδειγμα του Γκόλντμαν (απόσπασμα 7), δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτός που πιστεύει -σωστά- ότι υπάρχει ένα φίδι κάτω από το τραπέζι δεν το γνωρίζει; Γιατί δεν είναι αξιόπιστος ο μηχανισμός με τον οποίο σχημάτισε την πεποίθησή του και έτσι ο νους του δεν μπορεί να ανιχνεύσει, όπως θα ‘πρεπε, την αλήθεια;

5. Υποθέστε ότι η τηλεόραση μεταδίδει τον τελικό του κυπέλλου στο ποδόσφαιρο και ένας φίλος σάς ρωτάει από το τηλέφωνο ποιο είναι το αποτέλεσμα. Εκείνη τη στιγμή η ομάδα Α κερδίζει τη Β με σκορ 1-0 και εσείς ανοίγετε τη συσκευή για να του απαντήσετε. Κατά σύμπτωση εκείνη τη στιγμή η τηλεόραση έχει διακόψει την απευθείας μετάδοση του αγώνα και αναμεταδίδει την επιτυχία του τέρματος της ομάδας Α από βιντεοσκόπηση του τελικού της περασμένης χρονιάς, όπου κατά σύμπτωση η ομάδα Α και πάλι είχε κερδίσει τη Β με 1-0. Πιστεύετε ότι η ομάδα Α κερδίζει με 1-0, η πεποίθησή σας είναι αληθής και αιτιολογημένη, εφόσον η συσκευή σας δουλεύει καλά και είναι εύλογο να κοιτάξετε στην οθόνη για να πληροφορηθείτε το αποτέλεσμα. Πού είναι το πρόβλημα στον ισχυρισμό σας ότι γνωρίζετε πως η ομάδα Α κερδίζει τη Β με 1-0; Προσπαθήστε να φανταστείτε και άλλα τέτοια υποθετικά παραδείγματα αστοχίας των γνωστικών μας ισχυρισμών και αναλύστε τις σχετικές περιπτώσεις αιτιολόγησης πεποιθήσεων.

   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


  pic314
Γαλιλαίος (Πορτρέτο ζωγραφισμένο από τον J. Sustermans)
pic313
Πλάτων
 
την κατάλληλη νοητική άσκηση και μέσα από τη μελέτη των μαθηματικών, η ψυχή μπορεί να γνωρίσει τη βαθύτερη πνευματική

1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός)

Σύμφωνα με τουςορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.
Παρ’ όλο που το πρόβλημα της προέλευσης της γνώσης και οι βασικές αντίθετες τοποθετήσεις δεν αναλύθηκαν εκτενώς πριν από τη νεότερη εποχή, στην αρχαιότητα σημαντικός εκπρόσωπος της ορθολογιστικής προσέγγισης μπορεί να θεωρηθεί ο Πλάτων. Για τον Πλάτωνα η ανθρώπινη γνώση βασίζεται κατ’ αρχάς στην ανάμνηση των ιδεών που έχει αντικρίσει η αθάνατη ψυχή προτού ενσαρκωθεί στο σώμα. Με
πραγματικότητα των ιδεών, οι οποίες υπάρχουν αιώνια, ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλασή τους.
Πρώτος μεγάλος ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι αναμφισβήτητα ο Ντεκάρτ, στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη εξετάζοντας το ερώτημα για τη δυνατότητα της γνώσης και το ζήτημα της αιτιολόγησης των πεποιθήσεων. Όπως είδαμε, για τον Ντεκάρτ η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης οφείλει να στηριχτεί στις πεποιθήσεις εκείνες που ο ορθός λόγος έχει θωρακίσει τόσο ισχυρά, ώστε τίποτα απολύτως να μην μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεών μας και να επιλέξουμε, στο τέλος της διαδικασίας, αυτές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


για τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε.
Ο Ντεκάρτ επικαλείται τα κριτήρια της σαφήνειας και την ευκρίνειας, χαρακτηριστικά που συνοδεύουν πάντα τις αληθείς ιδέες μας και τις καθιστούν εναργείς. Οι βασικές μας ιδέες, οι οποίες αποτελούν παραστάσεις των ουσιωδών χαρακτηριστικών των υλικών και των πνευματικών όντων, έχουν εμφυτευθεί στον νου μας από τον Θεό. Τις έμφυτες αυτές ιδέες τις συλλαμβάνουμε ενορατικά και άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κάποια συλλογιστική διαδικασία. Ακόμη και το “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” δε χρειάζεται το συμπερασματικό “άρα”, εφόσον προβάλλει στον νου μας με άμεση βεβαιότητα και δεν αποτελεί συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Ντεκάρτ επιχειρεί να αξιοποιήσει την απόλυτη (αλλά πολύ
περιορισμένη) αυτή βεβαιότητα και πάνω της να οικοδομήσει τη γνώση του πραγματικού κόσμου μελετάται και ερμηνεύεται από τους φιλοσόφους μέχρι σήμερα. Μιλώντας παραπάνω για τον μεθοδολογικό του σκεπτικισμό επισημάναμε την αδυναμία του να αποδείξει με τη δύναμη του ορθού λόγου και μόνο την ύπαρξη πνευματικών και υλικών όντων πέρα από την ύπαρξη του δικού του νου τη στιγμή που σκέφτεται. Το βέβαιο είναι ότι “εντόπισε” το πρόβλημα της σύνδεσης των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα στο πρόβλημα της σχέσης των θεμελιωδών πεποιθήσεων, που στηρίζονται με ασφάλεια στον ορθό λόγο, με τις υπόλοιπες πεποιθήσεις, που φαίνεται να στηρίζονται στην εμπειρική πραγματικότητα.
Άλλοι ορθολογιστές, που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θεώρηση του Ντεκάρτ και οπωσδήποτε να αποφύγουν τις παγίδες
pic315
Η ανάπτυξη του ορθολογισμού στη Γαλλία βρήκε μια εφαρμογή στην αρχιτεκτονική, όπως π.χ. στα ανάκτορα των Βερσαλιών. (ένα δείγμα της σύνδεσης φιλοσοφίας και ζωής).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


δες στις οποίες τον οδήγησε η υπερβολική μεθοδολογική του αμφιβολία, είναι ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα (17ος αιώνας) και ο Γερμανός Γκότφριντ Λάιμπνιτς (17ος-18ος αιώνας). Οι φιλόσοφοι αυτοί, μέσα από αξιωματικές παραδοχές και αποδείξεις εμπνεόμενες από τα μαθηματικά και τη γεωμετρία, ανέπτυξαν περίπλοκα μεταφυσικά συστήματα. Σύμφωνα μ’αυτούς, ο νους μας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της δομής της πραγματικότητας στηριζόμενος στη χρησιμοποίηση έμφυτων ιδεών και λογικών αρχών. Ο σημαντικότερος ίσως ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι ο Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ότι ο ορθός λόγος τού επέτρεπε να κατανοήσει πλήρως και να προβλέψει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.

2. Εμπειρισμός
Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως ή και αποκλειστικά από τις αισθήσεις. Η αφετηρία της συνίσταται στην καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη, των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει. Η καταχώριση αυτή, όταν πραγματοποιείται, είναι στιγμή δημιουργίας στοιχειωδών πεποιθήσεων ή ιδεών, απλών δηλαδή παραστάσεων αυτών των δεδομένων. Ανεξάρτητα από την αντίληψη για το τι αποτελεί

στοιχειώδες δεδομένο, η αντίστοιχη στοιχειώδης πεποίθηση που το καταχωρίζει ή το αποτυπώνει στον νου είναι η ζητούμενη θεμελιώδης και πρωταρχική γνώση. Η στοιχειώδης πεποίθηση θεωρείται ότι εμποτίζεται με γνώση από τη δυνατότητα αυτής της άμεσης επαφής με την πραγματικότητα κατά τη στιγμή της καταγραφής αισθητηριακών εντυπώσεων.
Εμπειριστικές απόψεις έχουν υποστηρίξει διάφοροι αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος. Για παράδειγμα, αν και ο Αριστοτέλης τονίζει τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας, πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο.
Βέβαια, η συστηματική ανάπτυξη του εμπειρισμού, όπως και του ορθολογισμού, παρατηρείται κατά τους νεότερους χρόνους. Οι νεότεροι (κυρίως Βρετανοί) εμπειριστές, με πρώτο, τον Φράνσις Μπέϊκον (16ο-17ο αιώνας) αντιπαρατίθενται στους ορθολογιστές και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των αισθήσεων κατά την απόκτηση της γνώσης. Όπως και οι ορθολογιστές από την εποχή του Ντεκάρτ, επισημαίνουν την ύπαρξη ιδεών στον νου μας που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε την πραγματικότητα, ισχυρίζονται εντούτοις πως οι ιδέες αυτές δεν είναι έμφυτες, αλλά διαμορφώνονται στη βάση των εντυπώσεων που μας παρέχουν οι αισθήσεις.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του

pic316

Φράνσις Μπέϊκον (Βάκων).

pic317

Τζον Λοκ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


εξωτερικού -ως προς τον νου- κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως “αντικείμενα” και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ. Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. Ο νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας “άγραφος χάρτης” (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
“Συνεπέστερος” εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο Ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). Ο Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Ο Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. Η παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: “το να υπάρχει κάτι συνίσταται
pic318 Οι πέντε αισθήσεις, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση και αφή έχουν ως θέμα ελκύσει τόσο τους φιλοσόφους όσο και τους καλλιτέχνες. Ενώ ο Ντεκάρτ και ο Λοκ υποστήριζαν την υποκειμενικότητα των αισθήσεων, καλλιτέχνες, όπως ο De Vou σε αυτόν τον πίνακα, επέμεναν να δίνουν έμφαση στις σωματικές και συμπεριφορικές εκδηλώσεις της αισθητηριακής αντίληψης, όπου θα στρεφόταν αργότερα η φιλοσοφική εξέταση. στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό” ( “esse est percipere aut percipi”). Mε άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλαεξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας.
Η επιχειρηματολογίατου Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην κατάδειξη ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια “ύλη”, της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Ο Χιουμ (18ος αιώνας), στον οποίο αναφερθήκαμε στην πρώτη ενότητα, περιγράφοντας τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες του, ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές.
Θεώρησε ότι η αποτύπωση στον νου αισθητηριακών εντυπώσεων είναι αυτάρκης, όσον αφορά τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δε χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις “εσωτερικές γνώσεις” των λειτουργιών του νου. Ο Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη
γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. Η προσήλωσή του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειές της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα.
Πράγματι, όπως είδαμε στην πρώτη ενότητα, ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητά μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση,επειδή
συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν πραγματική λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


3. Η ανάγκη μιας συνθετικής προσέγγισης (Καντ)


Η κριτική διδασκαλία του Ιμάνουελ Καντ (18ος αιώνας) επιδίωξε να γεφυρώσει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό. Όπως είδαμε, οι “λύσεις” των μεγάλων αυτών σχολών όσον αφορά το πρόβλημα της σύνδεσης του νου του ανθρώπινου υποκειμένου με τον αντικειμενικό κόσμο, το βασικό δηλαδή αίτημα γνώσης, υπήρξαν μονομερείς: ο εμπειρισμός εστιάζει τη θεώρησή του στο θεμελιώδες γεγονός της “εισροής” γνώσης μέσω των αισθήσεων, ενώ ο ορθολογισμός στον αναγκαίο ρόλο των ορθολογικών μηχανισμών του νου. Ο Καντ διερεύνησε με επιτυχία κάτι που ίσως θα έπρεπε να είναι προφανές, αλλά ασφαλώς ήταν δύσκολο να περιγραφεί επαρκώς, δηλαδή τη συνεργασία των αισθήσεων με τον ορθό λόγο.
Η ευρύτερη αντιληπτική ικανότητα του νου στηρίζεται σαφώς στις λειτουργίες και των αισθήσεων και του λόγου, όπως εξάλλου πρέπει να έγινε κατανοητό και από τη διερεύνηση του ορισμού της γνώσης· το πρόβλημα ήταν εξαρχής ότι δεν αρκούσε μια παθητική αιτιολόγηση, μια απλή συσσώρευση στοιχείων για να μετατρέψει μια πεποίθηση σε γνώση. Ούτε όμως και ο ορθός λόγος μπορούσε εύκολα, για χάρη του νου, να υπερβεί μόνος του την “εσωστρέφειά” του, να συνδέσει τις “δικές του” βεβαιότητες με τις αλήθειες του εμπειρικού κόσμου, την αυθεντική πηγή της γνώσης. Ο Καντ τόλμησε να επαναπροσδιορίσει πολλές από τις εν χρήσει έννοιες, ώστε να ερμηνεύσει επαρκώς την προφανή αυτή συνεργασία.
Ο εννοιολογικός επαναπροσδιορισμός του Καντ ξεκινά με τη συγκρότηση της

εμπειρίας. Η εμπειρία προσφέρει το “υλικό” το οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων, αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες παραστάσεις. Επομένως η εμπειρική αντιληπτική διάσταση του νου δεν είναι πλέον παθητική, επεξεργάζεται ενεργητικά το υλικό που παραλαμβάνει, το οποίο μορφοποιεί με στοιχεία που διαθέτει ο νους από πριν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενείς μορφές της εποπτείας· αποτελούν ανεξάρτητους από την εμπειρία τρόπους λειτουργίας της αντιληπτικής μας ικανότητας, καθώς και απαραίτητες προϋποθέσεις της. Δεν μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τον χώρο και τον χρόνο εμπειρικά, εφόσον αποτελούν προϋποθέσεις της εμπειρικής αντίληψης - ο χώρος και ο χρόνος είναι αρχές, δεν προκύπτουν από αφαίρεση ή σύνθεση, αφού έχουμε πρώτα συγκρίνει επιμέρους “διαστήματα” και “διάρκειες”.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου, “παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο “φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθεαυτά. Αντίθετα με ό,τι πίστευαν οι παλαιότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, ο ορθός λόγος δε μας παρέχει a priori θεωρητική γνώση για τα πράγματα καθεαυτά, για τη βαθύτερη υφή του κόσμου, για την ύπαρξη του Θεού ή την αθανασία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


της ψυχής. Αυτός ο περιορισμός είναι προφανώς και το τίμημα για την εξασφάλιση της συνεργασίας εμπειρίας και ορθού λόγου, ο οποίος παρέχει βέβαιη γνώση μόνο για τη δομή του κόσμου των φαινομένων. Για τον Καντ η φιλοσοφική αναζήτηση δεν μπορεί να είναι υπερβατική, δηλαδή να προχωρεί με τη βοήθεια του λόγου πέρα από τα όρια της δυνατής ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά μόνο υπερβατολογική, δηλαδή να διερευνά τις αναγκαίες συνθήκες αυτής της εμπειρίας. Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης. Οι
pic320 Ιμμάνουηλ ΚΑΝΤ
γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία.
Η καντιανή αυτή προσέγγιση, παρά τις επιμέρους δυσκολίες της και τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτελεί την αφετηρία για κάθε νεότερη προσπάθεια συνθετικής αντιμετώπισης γνωσιολογικών προβλημάτων. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη διάφοροι εκπρόσωποι λιγότερο ή περισσότερο καθαρών ορθολογιστικών και εμπειριστικών θεωρήσεων, κυρίως στον χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και σε εκείνον της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών αντίστοιχα. Ωστόσο, κανείς δεν υποτιμά τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το καντιανό φιλοσοφικό εγχείρημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣH


ΚΕΙΜΕΝΑ

1. “ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν για πάντα η αλήθεια για τα όντα βρίσκεται μέσα στην ψυχή μας και, εφόσον η ψυχή είναι αθάνατη, δεν πρέπει να ευελπιστείς ότι και αυτό που τώρα τυχαίνει να μην το γνωρίζεις είναι δυνατόν να προσπαθήσεις να το αναζητήσεις και να το θυμηθείς;” (Πλάτων, Μένων, 86a)

2. “Τη γενική γνώση την πετυχαίνουμε ξεκινώντας από την εμπειρία. […] Είναι αδύνατον να εξετάσει κανείς τα γενικά χωρίς επαγωγή. […] Είναι αδύνατον να ακολουθήσουν επαγωγική πορεία όσοι δε διαθέτουν αισθήσεις”. (Αριστοτέλης, Φυσικά, VII, 3 247b20, Αναλυτικά Ύστερα, 81b20)

3. “Ας πάρουμε παραδείγματος χάριν αυτό το κερί. […] Ενώ μιλώ, το μετακινώ προς τη φωτιά: τα υπολείμματα γεύσης εξαλείφονται, η οσμή εξανεμίζεται, το χρώμα μεταβάλλεται, το σχήμα χάνεται, το μέγεθος αυξάνει, γίνεται ρευστό, θερμαίνεται, μετά βίας, μπορεί να αγγιχτεί και, αν το χτυπήσουμε τώρα, δεν εκπέμπει κανέναν ήχο. […] Το ίδιο το κερί δεν ήταν η ηδύτητα του μελιού, το άρωμα των λουλουδιών, η λευκότητα, το σχήμα ή ο ήχος, αλλά ένα σώμα που προ ολίγου μου φανερωνόταν υπό εκείνους τους τρόπους και τώρα μου φανερώνεται υπό άλλους. […] Ας προσέξουμε και, παραμερίζοντας όσα δεν ανήκουν στο κερί, ας δούμε τι απομένει: τίποτα άλλο από κάτι εκτατό, εύκαμπτο και ευμετάβολο.[…] Τι είναι όμως αυτό το κερί που δε γί-

νεται αντιληπτό παρά με το πνεύμα; Είναι το ίδιο που βλέπω, που αγγίζω, που φαντάζομαι, εντέλει το ίδιο που έκρινα εξαρχής. Ας σημειωθεί όμως ότι η αντίληψή του δεν είναι ένα ενέργημα της όρασης, της αφής ή της φαντασίας, και ούτε ήταν ποτέ, παρότι έτσι φάνηκε προηγουμένως, αλλά μόνο μια εποπτεία του πνεύματος, η οποία μπορεί να είναι ατελής και συγκεχυμένη, όπως ήταν προηγουμένως, ή σαφής και διακριτή, όπως είναι τώρα, αναλόγως του αν παρατηρώ περισσότερο ή λιγότερο εκείνα που το συνθέτουν”
(Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ευάγγελος Βανταράκης, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ. 79-81)

4. “Αλλά […] το συμπέρασμα που εξάγουν απ’ την καθολική συμφωνία […] είναι μια συλλογιστική απόδειξη που στηρίζεται σε μια αποδεικτική αρχή, που δεν υπάρχει καθόλου, γιατί δεν υπάρχει πραγματικά καμιά αρχή πάνω στην οποία όλοι οι άνθρωποι να συμφωνούν γενικά. Και για να αρχίσω με τις θεωρητικές έννοιες, να δύο απ’ τις περίφημες αρχές στις οποίες δίνουν κατά προτίμηση την ιδιότητα των έμφυτων αρχών: καθετί που είναι, είναι, και είναι αδύνατον ένα πράγμα να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα. Αυτές οι προτάσεις θεωρήθηκαν σίγουρα σαν αξιώματα καθολικώς δεκτά, αλλά χρειάζεται προσπάθεια για να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια γενική συμφωνία πάνω σ’ αυτές τις δύο προτάσεις, γιατί υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου γένους που δεν του είναι ακόμα γνωστές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣH


Γιατί πρώτον είναι σαφές ότι τα παιδιά και οι ηλίθιοι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτές τις αρχές και ότι δεν τις σκέπτονται με κανέναν τρόπο. Αυτό είναι αρκετό για να ανατρέψει το επιχείρημα της καθολικής συμφωνίας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι έμφυτες αλήθειες πρέπει να παράγονται αναγκαία. Γιατί το να λέμε ότι υπάρχουν αλήθειες εντυπωμένες μέσα στην ψυχή, η οποία ωστόσο δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, αυτό μου φαίνεται πραγματική αντίφαση, επειδή η εντυπωτική ενέργεια δεν μπορεί παρά μόνο να συντελέσει στο να αντιληφθούμε ορισμένες αλήθειες. Αν λοιπόν αυτές οι ισχυρές εντυπώσεις είχαν γίνει πάνω στην ψυχή των παιδιών και των ηλιθίων, πρέπει αναγκαστικά τα παιδιά και οι ηλίθιοι να καταλαβαίνουν αυτές τις εντυπώσεις, να γνωρίζουν τις αλήθειες τις χαραγμένες στο πνεύμα τους και να δίνουν γι’ αυτές τη συγκατάθεσή τους. Αλλά αυτό δε συμβαίνει. Κι έτσι, αφού δεν υπάρχουν απ’ τη φύση εντυπωμένες έννοιες στην ψυχή, πώς αυτές μπορούν να είναι έμφυτες;”
(John Locke, Αn Essay Concerning Human Understanding, [Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση], Clarendon Press, Οξφόρδη 1975, βιβλίο Ι, κεφ. ΙΙ, σ. 49- 50)

5. “Ότι κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία, γιατί με τι άλλο θα μπορούσε να αφυπνιστεί η γνωστική μας δύναμη για να ασκήσει το έργο της, αν όχι με αντικείμενα που ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και που πότε προκαλούν από μόνα τους τη γέννηση παραστάσεων και πότε βάζουν τη νοητική μας ενέργεια σε κίνηση να τις συγκρίνει, να τις συνδέσει ή να τις χωρίσει και έτσι να κατεργαστεί το

άμορφο υλικό των κατ’ αίσθηση εντυπώσεων για τον σχηματισμό μιας γνώσης των αντικειμένων που ονομάζεται εμπειρία. Έτσι, από την άποψη του χρόνου, δεν έχουμε καμιά γνώση μέσα μας που να προηγείται από την εμπειρία, όλες αρχίζουν με αυτήν. […] Αλλά και αν ακόμα κάθε γνώση μας πρωταρχίζει με την εμπειρία, αυτό δε σημαίνει ότι καθεμιά πηγάζει από την εμπειρία. Γιατί θα ήταν δυνατόν ακόμα και η εμπειρική γνώση μας η ίδια να αποτελεί ένα σύνθετο κατασκεύασμα από αυτό που προσλαμβάνουμε μέσω εντυπώσεων και από εκείνο που η ίδια η γνωστική μας δύναμη (ερεθιζόμενη μονάχα από τις κατ’ αίσθηση εντυπώσεις) αντλεί από τον εαυτό της. […]
Oνομάζω υπερβατολογική κάθε γνώση που γενικά δεν ασχολείται τόσο με τα αντικείμενα όσο με τον δικό μας μονάχα τρόπο γνώσεως αντικειμένων, εφόσον αυτός πρόκειται να είναι a priori δυνατός. […] Από τα πράγματα νοούμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε σ’ αυτά”.
(Ιμ. Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, μτφρ. Αναστάσιος Γιανναράς, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1977, Β1-2, Α11/Β25, ΒΧVIII))

     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
  1. Να εξηγήσετε πώς το φανταστικό “νοητικό πείραμα” του Ντεκάρτ του επιτρέπει να υποστηρίξει τον ορθολογισμό του, δείχνοντας την αναξιοπιστία των αισθήσεων κατά την προσπάθεια γνώσης της ουσίας των πραγμάτων (απόσπασμα 3).  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


2. Να συζητήσετε το επιχείρημα του Λοκ για την ανυπαρξία αρχών έμφυτων στον νου (απόσπασμα 4). Θα ήταν αδύνατον, κατά τη γνώμη σας, να υπάρχουν έμφυτες λογικές αρχές που να μην είναι συνειδητές στον νου όλων των ανθρώπων;

3. Αναλύστε τη διαφορά των εννοιών “αρχή” και “πηγή” της γνώσης. Γιατί κατά τον Καντ η υπερβατολογική αναζήτηση των a priori συνθηκών της γνώσης μας μπορεί να μας δώσει σημαντικά αποτελέσματα; (απόσπασμα 5)

4. Να αναζητήσετε θεμελιωτιστικά στοιχεία στη σκέψη των κυριότερων κλασικών ορθολογιστών και εμπειριστών φιλοσόφων.

 

Μεταφυσικά ερωτήματα σχετικά με τα αντικείμενα της γνώσης

Η ανάλυση που προηγήθηκε φανερώνει τη δυσχέρεια της επίλυσης των γνωσιολογικών προβλημάτων, αλλά και τη σχέση αυτών των προβλημάτων με τα γενικότερα φιλοσοφικά ερωτήματα. Στην προσπάθειά τους να αποφανθούν για τη δυνατότητα της γνώσης και να αντιμετωπίσουν λιγότερο ή περισσότερο ακραίες σκεπτικιστικές αμφιβολίες, οι φιλόσοφοι παίρνουν θέση σε

μια σειρά από μεταφυσικά ζητήματα που αφορούν το υποκείμενο και τα αντικείμενα της γνώσης, αλλά και τη σχέση τους.
Σε ορισμένα από τα ζητήματα αυτά θα επανέρθουμε από μια άλλη σκοπιά στη συνέχεια αυτού του βιβλίου (κεφάλαιο 5). Εδώ θα περιοριστούμε σε λίγες πρώτες επισημάνσεις, που δείχνουν καθαρά τη σύνδεση του γνωσιολογικού και του μεταφυσικού προβληματισμού. Με άλλα λόγια, θα δούμε εν συντομία το πώς οι συζητήσεις σχετικά με τη δυνατότητα και την προέλευση ή την πηγή της γνώσης οδηγούν σε ορισμένες αντιλήψεις για τα αντικείμενα της γνώσης, για τα πραγματικά όντα που τελικά μπορούμε να γνωρίσουμε.
Είδαμε ότι η ριζική, μεθοδολογική αμφιβολία του Ντεκάρτ, μέσω της οποίας πίστευε ότι θα μπορούσε να θεμελιώσει τη γνώση, παραμερίζοντας τελικά κάθε μορφή σκεπτικισμού, τον “παγίδευσε” στη βέβαιη, στιγμιαία γνώση του υποκειμένου που σκέφτεται. Ο Ντεκάρτ, χωρίς να το θέλει, άνοιξε έτσι τον δρόμο στη θεώρηση που αποκαλούμε υποκειμενικό ιδεαλισμό και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή, τον σολιψισμό. Σύμφωνα με τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, δεν υπάρχουν εξωτερικά προς τον ανθρώπινο νου υλικά αντικείμενα ή, με άλλα λόγια, η ύπαρξη και η υφή της πραγματικότητας εξαρτώνται από τον νου των υποκειμένων που τη γνωρίζουν. Κατά τον σολιψισμό, υπάρχει μόνο ένα ον, το υποκείμενο που σκέφτεται, και όλος ο κόσμος υφίσταται ουσιαστικά μέσα στη σκέψη του. Βέβαια ο ίδιος ο Ντεκάρτ δεν έπαψε να είναι ρεαλιστής, δηλαδή να πιστεύει ότι υπάρχει, ανεξάρτητα από τον νου, ένα πλήθος υλικών και πνευματικών όντων, των οποίων εγγυάται ο Θεός τη γνώση της ύπαρξης και των βασικών ιδιοτήτων τους. Το ερώτημα είναι τι γίνεται αν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


δεχτεί κανείς τις αρχικές του υποθέσεις και το επιχείρημα cogito ergo sum, αλλά δεν πειστεί από τη συνέχεια της επιχειρηματολογίας του. Οι άλλοι ορθολογιστές, όπως παρατηρήσαμε, αποφεύγουν τις σκεπτικιστικές αμφισβητήσεις και έτσι δε διστάζουν να κατασκευάσουν με αξιωματικό τρόπο εντυπωσιακά συστήματα, όπως ο Σπινόζα που ταυτίζει τον φυσικό κόσμο με τον Θεό ή ο Λάιμπνιτς που περιγράφει την πραγματικότητα ως ένα σύνολο μονάδων, μικροσκοπικών ατομικών οντοτήτων, προικισμένων με νόηση.
Δυστυχώς και η προσέγγιση των νεότερων εμπειριστών φαίνεται να οδηγεί σε τοποθετήσεις που αντιβαίνουν στις φυσικότερες παραδοχές των απλών ανθρώπων. Αν δεχτούμε, όπως ο Λοκ, ότι γνωρίζουμε τον κόσμο μέσα από ένα “πέπλο” ιδεώνπαραστάσεων, που συνθέτουμε στη βάση αισθητηριακών εντυπώσεων, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε μήπως οι ιδέες που διαμορφώνουμε δεν αντιστοιχούν ακριβώς στα πράγματα που βρίσκονται “έξω” από μας, “πίσω” από αυτό το πέπλο. Μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να εγκαταλείψουμε τον ρεαλισμό, που ίσως δεχόμαστε κάπως αυθαίρετα, και να υιοθετήσουμε την άποψη του Μπέρκλεϋ ότι τα αντικείμενα της γνώσης είναι καθαρά άυλα και πνευματικά, αφού δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα στον νου μας ή στον νου του Θεού. Η μεταφυσική τοποθέτηση του Μπέρκλεϋ αποτελεί μια μορφή υποκειμενικού ιδεαλισμού, που ο ίδιος αποκαλούσε αϋλοκρατία. Ίσως πάλι ο ακραίος εμπειρισμός μάς αναγκάσει να ακολουθήσουμε τον Χιουμ. Όπως είδαμε, ο εμπειρισμός έκανε τον Χιουμ σκεπτικιστή όσον αφορά τη σύλληψη κάθε ουσιώδους αντικειμένου της γνώσης και τον υποχρέωσε να επικαλεστεί τη δύναμη της φυσικής συνήθειας, η
οποία μας επιτρέπει να ζούμε χωρίς να ανησυχούμε για το τι κρύβεται στον κόσμο που μας περιβάλλει.
Ο Καντ, τέλος,υπερηφανευόταν για τη δική του γνωσιολογική θεώρηση, επειδή πίστευε ότι αποτελεί τη μόνη αληθινά κριτική στάση που αποφεύγει και τον δογματισμό και τον σκεπτικισμό όλων των προγενέστερων φιλοσόφων, ορθολογιστών και εμπειριστών. Όπως διαπιστώσαμε όμως, η προσέγγισή του τον υποχρέωσε να δεχτεί πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα όπως είναι καθεαυτά, αλλά μόνο όπως μας φαίνονται μέσα από τις αισθήσεις και από τον νου μας. Εφόσον λοιπόν ο Καντ αναγνωρίζει πως τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τον νου του ανθρώπινου υποκειμένου, μπορεί να θεωρηθεί ρεαλιστής, ωστόσο, στον βαθμό που υποστηρίζει ότι το υλικό που παρέχεται στις αισθήσεις διαμορφώνεται ως σύνολο φαινομένων από τα “καλούπια” του νου (τις μορφές της εποπτείας και τις κατηγορίες), μπορεί να χαρακτηριστεί και ιδεαλιστής. Η ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου είναι ανεξάρτητη από μας, αλλά η μορφή του εξαρτάται από μας. Έτσι, ο Καντ προτείνει, εκτός από τον συνδυασμό ορθολογισμού και εμπειρισμού, και μια ενδιαφέρουσα σύνθεση ρεαλισμού και ιδεαλισμού, την οποία έχει αποκαλέσει υπερβατολογικό ιδεαλισμό. Ο ιδεαλισμός αυτός, κατά τον Καντ, πρέπει να υιοθετηθεί, εφόσον ισχύουν a priori οι αναγκαίες προϋποθέσεις της γνώσης, που διαμορφώνουν τη δομή του κόσμου των φαινομένων. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει δύσκολο να καταλάβουμε πώς ακριβώς πρέπει να ερμηνεύσουμε την περίπλοκη, μεικτή και συμβιβαστική θεωρία του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣH


ΚΕΙΜΕΝΑ

1. “Οι αισθητές ιδιότητες είναι πραγματικές. Θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς πως αυτό που λέγεται εδώ αναιρεί, έστω και λίγο, την πραγματικότητα των αντικειμένων. Είναι παραδεκτό, σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές, ότι η έκταση, η κίνηση και με έναν λόγο όλες οι αισθητές ιδιότητες έχουν ανάγκη ενός υποστηρίγματος, μιας και δεν είναι ικανές να σταθούν μόνες τους. Αλλά τα αντικείμενα που γίνονται αντιληπτά με την αίσθηση θεωρούνται πως δεν αποτελούν παρά μόνο συνδυασμούς αυτών των ιδιοτήτων και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να υφίστανται μόνα τους. Ως εδώ όλοι είναι σύμφωνοι. Έτσι, όταν αρνούμαστε στα πράγματα που γίνονται αντιληπτά μέσα από την αίσθηση μιαν ύπαρξη ανεξάρτητη από κάποια ουσία ή από ένα υποστήριγμα, μέσα στο οποίο μπορούν να υπάρχουν, δεν απομακρυνόμαστε καθόλου από την καθιερωμένη αντίληψη για την πραγματικότητα, και έτσι δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν για καμία καινοτομία από την άποψη αυτή. Όλη η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τη δική μας άποψη, τα μη σκεπτόμενα όντα που αντιλαμβανόμαστε μέσα από την αίσθηση δεν έχουν ύπαρξη ξέχωρη από την ενέργεια με την οποία γίνονται αντιληπτά και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μέσα σε καμία άλλη ουσία, εκτός από αυτές τις μη εκτεταμένες και αδιαίρετες ουσίες ή πνεύματα που ενεργούν και σκέπτονται και αντιλαμβάνονται τα όντα αυτά. Ενώ, από την άλλη μεριά, οι φιλόσοφοι υποστηρίζουν, όπως και οι κοινοί άνθρωποι, ότι οι αισθητές ιδιότητες υπάρχουν μέσα σε μια αδρανή, εκτεταμένη ουσία που δεν αντιλαμβάνεται και την ονομάζουν ύλη^ σ’ αυτήν αποδίδουν μια φυσική υπόσταση, έξω

από την ενέργεια με την οποία την αντιλαμβάνεται οποιαδήποτε νόηση, ακόμη και η αιώνια νόηση του Δημιουργού, μέσα στην οποία υποθέτουν πως υπάρχουν μόνο ιδέες σωματικής ουσίας που δημιούργησε ο Ίδιος, εάν βέβαια θέλουν καθόλου να παραδεχθούν πως πραγματικά τις δημιούργησε”.
(George Berkeley, Πραγματεία πάνω στις αρχές της ανθρώπινης γνώσης, μτφρ. Δ. Σφενδόνη, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σ. 145-146)

2. “O ιδεαλισμός συνίσταται στον ισχυρισμό πως δεν υπάρχουν άλλα όντα εκτός από τα σκεπτόμενα. Τα υπόλοιπα πράγματα που πιστεύουμε ότι αντιλαμβανόμαστε στην εποπτεία θα ήταν μόνο παραστάσεις μέσα στον νου των σκεπτομένων όντων, οι οποίες δεν έχουν κανένα αντίστοιχο αντικείμενο που βρίσκεται έξω από αυτά. Εγώ αντίθετα λέω: τα πράγματα μας δίνονται σαν αντικείμενα των αισθήσεών μας, τα οποία βρίσκονται έξω από μας. Μόνο που γι’ αυτά δεν ξέρουμε τίποτε για το τι είναι αυτά τα ίδια, παρά γνωρίζουμε μονάχα τα φαινόμενά τους, δηλαδή τις παραστάσεις που αυτά παράγουν μέσα μας, επιδρώντας πάνω στις αισθήσεις μας. Συνεπώς παραδέχομαι ότι υπάρχουν έξω από εμάς σώματα, δηλαδή πράγματα, τα οποία, μολονότι μας είναι εντελώς άγνωστα ως προς το τι είναι καθεαυτά, εντούτοις τα ξέρουμε μέσω των παραστάσεων, τις οποίες μας παρέχει η επίδρασή τους πάνω στην αισθητήρια ικανότητά μας, και τους δίνουμε το όνομα “σώμα”, λέξη που σημαίνει το φαινόμενο εκείνου του άγνωστού μας, αλλά όχι λιγότερο πραγματικού αντικειμένου. Μπορεί αυτό να ονομαστεί ιδεαλισμός; Eίναι ακριβώς το αντίθετό του”.
(Ι. Kant, Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική, μτφρ. Γ. Τζαβάρας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1982, §13)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣH


     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
 

1. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, “δεν είσαι λευκός, επειδή εμείς νομίζουμε ότι στ’ αλήθεια είσαι λευκός, αλλά αντίθετα, επειδή εσύ είσαι λευκός, εμείς που το λέμε αυτό λέμε την αλήθεια”. Γιατί η άποψη αυτή σχετικά με το πώς χρησιμοποιούμε την έννοια της αλήθειας φαίνεται να στηρίζει τον ρεαλισμό;

 

2. Με ποια σημασία χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ζωή τους όρους “ιδεαλισμός” και “ρεαλισμός”;

3. Να εξετάσετε πώς ο συνεπής εμπειρισμός του Μπέρκλεϋ και του Χιουμ φαίνεται να υπονομεύει τον ρεαλισμό και να οδηγεί αντίστοιχα στον ιδεαλισμό και στον σκεπτικισμό.

 

- Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με προβλήματα τα οποία αφορούν κυρίως τη δυνατότητα, τον ορισμό, την πηγή και τα είδη της γνώσης.

- Ο σκεπτικισμός εμφανίζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας ως στάση αμφισβήτησης ή σοβαρής αμφιβολίας για τη δυνατότητα της γνώσης.

- Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν αναπτυχθεί διάφορες μορφές σκεπτικισμού. Ανάμεσα στις κυριότερες και ισχυρότερες περιλαμβάνονται: α) ο αρχαιοελληνικός σκεπτικισμός των Πυρρωνείων, ο οποίος, καταδεικνύοντας την ισοσθένεια αντίθετων θέσεων και προτείνοντας την “εποχή”, την αποφυγή δηλαδή της συγκατάθεσης, αποσκοπεί στην αταραξία της ψυχής^ β) η υπερβολική μεθοδολογική αμφιβολία του Ντεκάρτ, ο οποίος αποβλέπει στην ανακάλυψη ακλόνητων πεποιθήσεων, αλλά τελικά μας παγιδεύει στη ριζική αμφιβολία για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου ^ γ) ο σκεπτικισμός του Χιουμ για την ύπαρξη υλικών αντικειμένων, αιτιακών σχέσεων που τα συνδέουν και ενιαίας ψυχής του υποκειμένου, καθώς και για τη δυνατότητα ασφαλών επαγωγικών γενικεύσεων και προβλέψεων από το παρατηρημένο παρελθόν στο άγνωστο μέλλον.

- Ανάμεσα στις διάφορες στρατηγικές αντιμετώπισης του σκεπτικισμού ικανοποιητικότερη φαίνεται εκείνη που συνδυάζει την πραγματιστική εγκατάλειψη υπερβολικών αξιώσεων βεβαιότητας με τον περιορισμό στην αναζήτηση “χρήσιμης” γνώσης σε συγκεκριμένο πάντα γλωσσικό και πρακτικό πλαίσιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


- Οι φιλόσοφοι εστιάζουν συνήθως την προσοχή τους στη θεωρητική και ειδικότερα στην προτασιακή και όχι στην πρακτική γνώση.

- Η προσπάθεια ορισμού της γνώσης φανερώνει την ανεπάρκεια της επικρατέστερης αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η γνώση είναι αληθής αιτιολογημένη πεποίθηση, καθώς και τη δυσκολία αποφυγής της συμπτωματικής σύλληψης αληθών πεποιθήσεων.

- Οι κυριότερες θεωρίες αιτιολόγησης των πεποιθήσεων περιλαμβάνουν τον θεμελιωτισμό (αναζήτηση βασικών πεποιθήσεων για την ασφαλή θεμελίωση όλων των άλλων), τον συνεκτικισμό (έμφαση στη συνολική συνοχή ενός δικτύου πεποιθήσεων) και τη θεωρία αξιοπιστίας (ανάδειξη αξιόπιστων διαδικασιών και μηχανισμών για τη διαμόρφωση, ως επί το πλείστον, αληθών πεποιθήσεων).

- Η σύγχρονη γνωσιολογία επιδιώκει συνεργασία με διάφορες επιστήμες όπως η βιολογία, η νευροφυσιολογία και η ψυχολογία.

- Οι βασικές αντίπαλες “σχολές” για την προέλευση της γνώσης μας για τον κόσμο είναι ο ορθολογισμός (ρασιοναλισμός) και ο εμπειρισμός, που υποστηρίζουν, ο μεν πρώτος ότι πηγή της γνώσης είναι ο ορθός λόγος και οι νοητικές μας λειτουργίες, ο δε δεύτερος ότι πηγή της γνώσης είναι η εμπειρία και οι αισθήσεις μέσω των οποίων μας παρέχεται η γνώση. Η γνωσιολογία του Καντ αποτελεί το πρώτο μεγαλόπνοο εγχείρημα σύνθεσης ορθολογισμού και εμπειρισμού, αλλά με τίμημα τον περιορισμό της δυνατότητας γνώσης του κόσμου, θεωρούμενου ως συνόλου φαινομένων και όχι πραγμάτων καθεαυτά.

- Οι διαφορετικές τοποθετήσεις στον χώρο της γνωσιολογίας προσδιορίζουν συχνά και την υιοθέτηση μεταφυσικών θέσεων σχετικά με την υφή των αντικειμένων της γνώσης, όπως του υποκειμενικού ιδεαλισμού του Μπέρκλεϋ και του υπερβατολογικού ιδεαλισμού του Καντ.