Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Εικόνα

 

ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ Η ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (1830-1880)

Όταν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα η ποίηση φτάνει σε θαυμάσια επιτεύγματα με το Σολωμό, στην ηπειρωτική Ελλάδα το πρώτο νεοελληνικό κράτος αγωνίζεται να συγκροτηθεί διοικητικά, οικονομικά και πνευματικά. Στην πρώτη του πρωτεύουσα, το Ναύπλιο, και από το 1833 στην Αθήνα, δημιουργείται μια έντονη λογοτεχνική κίνηση, στην οποία παίζουν το σημαντικότερο ρόλο οι Έλληνες λόγιοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα από την Κων/λη και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, γνωστοί ως Φαναριώτες. Αυτοί αποτέλεσαν τον πυρήνα της Αθηναϊκής Σχολής, που είναι η πρώτη λογοτεχνική σχολή του απελευθερωμένου Ελληνισμού και καλύπτει την πρώτη πεντηκονταετία, από το 1830 ως το 1880.

Οι Φαναριώτες είχαν γαλλική παιδεία και εισάγουν στην ελληνική λογοτεχνία τη λόγια γλώσσα (καθαρεύουσα) και το ρομαντισμό, που αυτή την εποχή επικρατεί στη Γαλλία (Λαμαρτίνος, Ουγκό, Βινύ, Μυσέ κ.ά.), αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο ρομαντισμός ήταν ένα ευρύτερο πνευματικό φαινόμενο που κυριάρχησε στην Ευρώπη το 19ο αι. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τη στροφή προς την αδέσμευτη φαντασία και το συναίσθημα, καθώς και από την επιστροφή στη φύση και στο παρελθόν. Στο χώρο της λογοτεχνίας ο ρομαντισμός χαρακτηρίζεται επίσης από την ελευθερία στη μορφή, σε αντίθεση προς τον κλασικισμό, που διέπεται από αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες και ισορροπία λόγου και αισθήματος.

Στην Ελλάδα ο ρομαντισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς η μίζερη πραγματικότητα του μικρού κρατιδίου (μόλις έφθανε ως την Όθρη) με τα οξύτατα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, ευνοούσε τη φυγή στους χώρους της φαντασίας ή δημιουργούσε καταθλιπτικές ψυχικές καταστάσεις.

Ο ελληνικός ρομαντισμός της Αθηναϊκής Σχολής διαμορφώνει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • α) στροφή προς το ένδοξο παρελθόν (το αρχαίο και το πρόσφατο),
  • β) χρήση της καθαρεύουσας,
  • γ) μελαγχολική διάθεση που φτάνει ως την απαισιοδοξία και την έμμονη ιδέα του θανάτου,
  • δ) χαλαρή έκφραση που μερικές φορές φτάνει ως την προχειρολογία,
  • ε) ύφος πομπώδες.

Ο ρομαντισμός εισβάλλει στην Αθηναϊκή Σχολή με τον Οδοιπόρο (1831), ένα πολύστιχο δραματικό ποίημα του Παναγιώτη Σούτσου (1806-1868) που, παρά τις απιθανότητες και τις υπερβολές του, μερικές φορές παρουσιάζει κάποιες ποιητικές αρετές. Η γλώσσα του ακόμη βρίσκεται κοντά στην ομιλούμενη. Στα κατοπινά του έργα ο Παναγ. Σούτσος εξαρχαΐζει όλο και πιο πολύ τη γλώσσα του, ενώ η ποίησή του γίνεται ακόμα πιο ψυχρή. Παράλληλα εμφανίζεται και ο αδελφός του Αλέξανδρος Σούτσος (Ο περιπλανώμενος, Τουρκομάχος Ελλάς)· η ποίησή του συχνά αναφέρεται στην πολιτική επικαιρότητα και παίρνει σατιρικό ή πατριωτικό χαρακτήρα. Οι Σούτσοι ήταν Φαναριώτες. Φαναριώτης και συγγενής τους ήταν και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, αξιόλογη προσωπικότητα με ποικίλη δράση, πολιτική, επιστημονική και λογοτεχνική. Ξεκινάει κι αυτός από το ρομαντισμό και τη δημοτική (Δήμος και Ελένη), αλλά στρέφεται προς την αρχαΐζουσα και το νεοκλασικισμό και γράφει ποιήματα που διακρίνονται για την κομψότητα του ύφους. Το πιο χαρακτηριστικό του ποίημα είναι ο Διονύσου πλους:

Η έκτασις του αχανούς
Αιγαίου εκοιμάτο
κι έβλεπες δύο ουρανούς,
ο εις ην άνω κυανούς, 
γλαυκός ο άλλος κάτω.

 

Αι διαλείπουσαι πνοαί
του έαρος εφύσων
αμφίβολοι και αραιαί·
μακράν δ' εφαίνοντ' ως σκιαί
αι κορυφαί των νήσων...

 

...Εις δε την πρώραν απαλώς
εις δέρματα πανθήρων
νέος κατέκειτο καλός,
εις τον βραχίον' αμελώς
το σώμα υπεγείρων...

Σύγχρονος με τους παραπάνω είναι ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858) που γράφει άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική, όπου κατορθώνει να δώσει μερικά χαριτωμένα και μελωδικά ποιήματα:

Ξυπνώ και μου είπαν έφυγεν η κόρη που αγαπούσα,
και κατεβαίνω στο γιαλό
τη θάλασσα παρακαλώ
την πικροκυματούσα...
                             (Η αναχώρησίς της)

ή

Χαρά της πρώτης μου ζωής, φεγγάρι αγαπημένο
συ δεν πονείς, εγώ πονώ·
γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;
                             (Εις το φεγγάρι)

Νεότεροι είναι οι ποιητές Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886), Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1879) και Δημοσθένης Βαλαβάνης (1829-1854). Οι δυο τελευταίοι είναι αξιολογότεροι. Ο πρόωρα χαμένος Δημοσθ. Βαλαβάνης μάλιστα, παρά τον πένθιμο χαρακτήρα που έχουν τα ποιήματά του (όπως και του Καρασούτσα), παρουσιάζεται συγκρατημένος σε σύγκριση με τις υπερβολές των άλλων ρομαντικών:

Εις σύρτιν όπου στρώνεται ανύποπτος γαλήνη
το εύθρυπτον ακάτιον του βίου μου προσπλέει,
χειρ άγνωστος την τρόπιδα προς ταύτην διευθύνει
και πεπραγμένη θύελλα ως ζέφυρός μου πνέει...
                                                                                   (Εκείνη)

Ο ρομαντισμός φτάνει στις ακραίες υπερβολές του με τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο (1843-1873) και τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη (1844-1874). Τα θέματα του πένθους και του θανάτου κυριαρχούν στην ποίησή τους:

Μόνος, καθώς αυτό το φως εις το νεκροταφείον,
φωτίζον πόθων μνήματα και πτώματα ονείρων,
αγνώστου πόνου έρμαιον διέρχομαι τον βίον
τα ράκη σύρων της ζωής, το παρελθόν μου σύρων.
                                   (ΔΗΜ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ο φανός του
                                                 κοιμητηρίου Αθηνών
)

ή

Όταν προβάλλ' εις το βουνόν η συμπαθής Σελήνη
και, ως λυχνία εις ειρκτήν, παρήγορον φως χύνη
ποθώ λαμπρά ερείπια και σκιαυγείς έρημους
μονήρης να αφήνωμαι εις ρεμβασμούς πένθιμους.
Τι είμαι δεν γνωρίζω
και ως εις σκότη άλυτα σκιά κι εγώ γυρίζω.
                                    (ΣΠ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Εικόνες)

Τελευταίος εκπρόσωπος του ρομαντισμού, που έχει πια παρακμάσει και δεν μπορεί να δώσει τίποτε αξιόλογο, είναι ο Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895). Παρά τη φήμη που κέρδισε για ένα διάστημα, η ποίησή του, που χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, στόμφο και έλλειψη πειθούς, γίνεται στόχος σάτιρας και παρωδίας από τους νέους ποιητές που εμφανίζονται γύρω στο 1880 και ανανεώνουν τη λογοτεχνία δημιουργώντας τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή.

Ενώ η ποίηση κινήθηκε αυστηρά μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού και παρουσίασε πλήθος από έργα, δε βλέπουμε να συμβαίνει το ίδιο και με την πεζογραφία. Αν εξαιρέσουμε τα ιστορικά μυθιστορήματα, που το περιεχόμενο τους ταίριαζε στο ρομαντικό κλίμα (Αυθέντης του Μορέως 1850, του Α.Ρ. Ραγκαβή· Ηρωΐδα της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1852, του Στέφανου Ξένου· Κατσαντώνης, 1860, Τελευταία ημέρα του Αλή Πασά, 1862, του Κωνσταντίνου Ράμφου), τα έργα που ξεχωρίζουν από την άλλη πεζογραφική παραγωγή της εποχής δεν παρουσιάζουν ρομαντικά γνωρίσματα. Έτσι το νεανικό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη Πάπισσα Ιωάννα (1866), παρά το ιστορικό του πλαίσιο, κινείται μέσα στο πνεύμα του ορθολογισμού και της ειρωνείας, ενώ ο Θάνος Βλέκας (1855) του Παύλου Καλλιγά, που αντλεί το θέμα του όχι από το παρελθόν αλλά από την πραγματικότητα της εποχής του συγγραφέα, απορρίπτει κάθε ρομαντικό στολίδι και δίνει εικόνες ρεαλιστικές που εκφράζονται με ειρωνεία και σαρκασμό. Όμως και τα έργα αυτά είναι γραμμένα σε γλώσσα αρχαΐζουσα.

Μακριά από το κλίμα του ρομαντισμού κινείται και η θεατρική παραγωγή της εποχής, που είναι πολύ ισχνή. Το πιο πετυχημένο θεατρικό έργο είναι η κωμωδία Βαβυλωνία (1836) του Δημήτριου Βυζάντιου, που μαζί με το Χάση του Γουζέλη και το Βασιλικότου Μάτεση αποτελούν ίσως τα μόνα γνήσια έργα της παλιότερης αυτής περιόδου. Αλλα έργα μεταγενέστερα, γραμμένα στην καθαρεύουσα, είναι η Μαρία Δοξαπατρή (1857), οι Κυψελίδαι (1860), η Μερόπη (1865) και η Φαύστα (1893) του Δημ. Βερναρδάκη.

Θέατρο (1833-1897) [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού] Εποχές και Συγγραφείς. Εμμανουήλ Ροΐδης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 

Άγγελος Γιαλλινάς (1857-1939), Το Θησείο και η Ακρόπολη, (π. 1895)

Άγγελος Γιαλλινάς (1857-1939), Το Θησείο και η Ακρόπολη, (π. 1895)
Εθνική Πινακοθήκη