Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Ιωάννης Βηλαράς

Από τους κορυφαίους του νεοελληνικού διαφωτισμού ο Βηλαράς ασχολήθηκε, εκτός από την ποίηση, και με τη γλώσσα. Οι απόψεις του γι' αυτήν αναπτύσσονται στο βιβλίο του Ρομέηκη γλόσα και σε μια σειρά επιστολές, όπως είναι και η παρακάτω που την απευθύνει στον Αθανάσιο Ψαλίδα, σημαντικό Γιαννιώτη λόγιο, υπέρμαχο επίσης της δημοτικής γλώσσας.

[Επιστολή στον Αθανάσιο Ψαλίδα]

Σοφολογιότατε:

Και πως γελούν το ξέρω και πως μας κατηγορούν οι γραμματισμένοι και σοφοί των σκολειών μας. Όμως εμένα, να σου ειπώ την αλήθεια, ολίγο με μέλει, ή το σωστότερο δε με μέλει ολότελα. Ας φωνάζουν όσο θέλουν και όσο μπορούν. Εγώ δεν ξέρω παρά τη γλώσσα μου και σ' αυτήν αγαπώ να ξηγώ τες ιδέες μου, γιατί μ' αυτή μπορώ να τες συγκοινωνήσω και στους ομογλώσσους μου και να με καταλαβαίνουν κι αυτοί τι τους λαλώ. Δε στοχάζομαι ευγένεια της γλώσσας το -ιον και -ιος, μόν' στοχάζομαι ευγενική τη γλώσσα οπού παρασταίνει και ξηγάει τες ιδέες του ανθρώπου συντομότερα, φανερότερα και νοστιμότερα για τη γλυκή αρμονία του ρυθμού της. Όσοι λεν πως η Ελληνική γλώσσα είχε όλες τες χάρες οπού μπορούν να στολίσουν μια γλώσσα καλλιεργημένη, λεν την αλήθεια. Γιατί μ' όλον οπού αυτή δε σώζεται πλια παρά καθώς μια εκατοχρονίτισσα γριά ζαρωμένη κι άδεια από όλες τες χάρες και θέλγητρα, οπού την εστόλιζαν νια, μένουν όμως ακόμα σημάδια, για να συμπεράνει κανείς τι πλάσμα εστάθη. Μα όσοι φλυαρούν πως η Γραικική γλώσσα όσο σιμώνει στην Ελληνική, τόσο καλύτερη γίνεται, μου φαίνεται το ίδιο σαν να επιμελιόνταν μια νια φυσικά όμορφη και χαριτωμένη να διορθώνει και να σιάζει το πρόσωπό της σαν της γριάς, για να μοιάσει στην ομορφιά οπού εκείνη είχε στα νιάτα της και πλιο δεν την έχει. Στοχασμός παράξενος και άξιος για τα μυαλά των γραμματισμένων! Η γλώσσα μας είναι φυσικά όμορφη, γιατί είναι θυγατέρα εκεινής, οπού απόχτησε αγαπητικούς όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, μα είναι ακόμα στα σπάργανα, δε μπορεί να δείξει για τώρα ούτε το ανάστημα, ούτε τες χάρες ή τα χρώματα, οπού θα την στολίσουν, αφού φτάσει σε νόμιμην ηλικία. Ας γνοιαστούμε λοιπόν να την αναθρέψουμε με όλες τες δύναμές μας και χωρίς να της λείψει τίποτες από όσα της κάνουν χρεία ν' αυξήσει. Ας αγρυπνούμε όμως στα κινήματα και πανουργίες των Μακαρονιστάδων, γιατί δεν έχουν άλλο στο νου τους, από φτόνο τους, παρά να την πνίξουν με τα πολλά συγγράμματα και μεταγλώττισές τους. Μα περσότερο απ' όλα να τη φυλάξομε από το θανατηφόρο φαρμάκι του ύφους τους.

Αυτοί οι αερόμυαλοι προκομμένοι κατηγορούν τη μητρική τους γλώσσα, γιατί την έχασαν, και επαινούν μια γλώσσα οπού δεν την ξέρουν. Έχασαν τη φυσική τους γλώσσα ευθύς οπού αρχίνησαν στα σκολειά να παπαγαλίζουν το Λάσκαρη και να ξερομασούν το Γαζή. Δεν ξέρουν τη γλώσσα οπού αγωνίζονται να ορθώσουν, γιατί δε μπορούν ποτέ να τη μιλήσουν καθώς τη γράφουν, ούτε θα τη γράψουν ποτέ καθώς τη φαντάζονται. Τι είναι λοιπόν αυτή η διάλεχτο, οπού τόσο μας εκθειάζουν και μας εχάλασαν τόσο τ' αυτιά με την τραχιά και άνοστη προφορά της; Σωστός κι ακέριος τραγέλαφος! Είναι μια γλώσσα οπού την ονομάζουν αυτοί ελληνικότερη από την κοινή, μια οπού δε θα την εκαταλάβαιναν οι Έλληνες, αν εματάρχονταν στον κόσμο, οπού δεν την καταλαβαίνουν οι τωρινοί Έλληνες κι οπού αυτοί οι ίδιοι λεν την καταλαβαίνουν, μα δεν μπορούν να τη μιλήσουν, παρά τη γράφουν. Εξαίρετα! Αφήστε λοιπόν τ' αλέτρι οι γεωργοί, το καράβι οι ναύτες και τα κοπάδια σας οι βοσκοί κι ελάτε στα σκολειά να μάθετε τα κορακιστικά των παπυρόγνωμων μακαρονιστάδων, αν επιθυμάτε να ωφεληθείτε περσότερο στες τέχνες και δουλειές σας, γιατί στη γλώσσα οπού μιλείτε εσείς αυτοί δεν μπορούν να σας διδάξουν. Αφήστε την τέχνη σας και την επιστήμη σας και τρεχάτε στα σκολειά μας όσοι αγαπάτε να μάθετε σ' είκοσι χρόνους πώς πρέπει να μιλείτε, για να φαίνεστε προκομμένοι, μα όχι και να είστε. Κι όσα δε μας εδίδαξαν οι Όμηροι, Πλάτωνες, Δημοσθένηδες, Αρχιμήδηδες, Θουκυδίδηδες, Ξενοφώντηδες, Πρωτογένηδες και λοιποί, ξοδέψτε σ' άλλα μέρη εκείνο οπού δεν έχετε, για να τα μάθετε σε μια γλώσσα, οπού ή μοναχοί σας θα την καταλαβαίνετε, ή και πολλά ολίγοι συμπατριώτες σας θα σας απεικάζουν. Αυτά μας συμβουλεύουν με προθυμία μεγάλη και κάθε μέρα μας ξεκουφαίνουν οι πολυμαθέστατοι μακαρονιστάδες. Αμ' ο Δημοσθένης, παρακαλώ να μου ειπείτε, όταν ομιλούσε των Αθηναίων, τον καταλάβαιναν αυτοί ή τους εξηγούσε κανένας άλλος όσα τους έλεγε; Τάχα άλλα είπε τότε και άλλα μας άφησε γραμμένα; Ο Ξενοφώντας στην Αναχώρησή του με τες δέκα χιλιάδες σε τι γλώσσα τους εμιλούσε, σ' εκείνην οπού διηγέται τα όσα είπε κι έκαμε μαζί τους, ή μην είχε κι αυτός διερμηνευτάδες, για να τους ξηγούν όσα τους επαράγγελνε κι όσα χρειάζονταν να τους διορίσει μέσα στες μάχες; Ή τάχα μ' άλλη γλώσσα τότε τους εμιλούσε και μ' άλλην εσύγγραψε τα συγγράμματά του;

Καλά, φίλε, μου λεν οι μακαρονιστάδες χαμογελώντας, σ' αυτά έχεις δίκιο, μα εκείνοι ήξεραν όλοι τα Ελληνικά και τους εκαταλάβαιναν. Πολλά καλά, αφεντάδες μου, μα δεν ημπορούμε κι εμείς χωρίς την Ελληνική γλώσσα να καταλαβαινόμεστε με τη γλώσσα του καιρού μας; Όχι, μου αποκρένονται· γιατί, αν δεν ξέρομε τα Ελληνικά, δεν είναι τρόπος να μιλήσομε για επιστήμες και τέχνες και χωρίς αυτή τη γλώσσα καμιά ιδέα φιλοσοφική δεν μπορεί να ξηγηθεί καθώς πρέπει. Σωστός λογαριασμός! Όλα λοιπόν τα έθνη, οπού δεν έμαθαν τα Ελληνικά, ή δεν τα ξέρουν, ούτε επιστήμες και τέχνες μπορούν να έχουν, ούτε ξέρουν να φιλοσοφήσουν. Χαρά στην προκοπή σας! Έτζι είναι, έχετε όλα τα δίκια. Ωστόσο μου φαίνεται πως, αν η θυγατέρα δανειστεί φόρεμα ή άλλο στολίδι από τη μητέρα της, ούτε εντροπή είναι, ούτε ασυνήθιστο πράμα (τούτα τα γράφω της σοφολογιότης σου), μα στοχάζομαι και πρέπιο κι αναγκαίο το φόρεμα αυτό να το δοκιμάσει πρώτα αν της έρχεται καλά κι έτζι να το φορέσει και να βγει στον κόσμο. Γιατί, αν δεν της έρχεται καλά και της είναι ή πλατύ ή μακρύ ή έχει κανένα άλλο σφάλμα και το ντυθεί χωρίς να το διορθώσει και να το κάμει του κορμιού της, όσοι την ιδούν θα την περιγελάσουν. Το ίδιο και το στολίδι, αν της μοιάζει, να το βάλει, ειδεμή να το ρίξει. Γιατί, αν το βάλει χωρίς να της πιάνει, την ασκημαίνει περσότερο κι αντίς να παινεθεί, κατηγοριέται. Τώρα, αν η γλώσσα μας δανειστεί από τη μάνα της την Ελληνική όσες λέξεις δεν έχει και της χρειάζονται, ούτε κατηγορημένο είναι, ούτε ντροπερό πράμα. Πρέπει όμως, μου φαίνεται, όσες λέξες δανειζόμεστε από την Ελληνική να τες τορνεύομε και να τες σιάζομε κατά τον ιδιωτισμό της γλώσσας μας, δίνοντάς τους την προφορά και τον τόνο οπού είναι συνηθισμένα κι οπού τ' αυτί μπορεί να δεχτεί με λιγότερη δυσκολία.

Η Ελληνική γλώσσα είναι βρύση αστείρευτη σ' όσα της έμειναν. Μα όσα δε μπορούμε να βρούμε σ' αυτή, ή αν τα βρούμε δεν είναι πλιο για εμάς, αναγκαζόμεστε ή να τα δανειστούμε από ξένες γλώσσες ή να τα φκιάσομε καινούρια. Δυο πράματα, λογιάζω, πρέπει να παρατηρούμε με προσοχή μεγάλη σ' αυτήν την υπόθεση· το ένα για τες ξένες λέξες οπού ανταμώνομε με τη γλώσσα μας, και είναι να τες προσαρμόζομε όσο δυνατό στες κατάληξες οπού συνηθίζομε· επειδή αλλιώς τα ανώμαλα πηγαίνουν στο άπειρο και η γλώσσα χάνει πολύ από τη φυσική της νοστιμάδα και χάρη, και να τες προσαρμόζομε ακόμα στην προφορά, οπού μπορούν να μας δώσουν τα γράμματά μας. Γιατί αλλιώς θα γεμίσομε το αλφάβητό μας από γράμματα περίσσια και τη γλώσσα μας από φωνές ασύμφωνες με τη φυσική της γλυκάδα. Το άλλο είναι για τες λέξες οπού κάμει χρεία να φτιάσομε, να φυλαγόμεστε πάντοτε από τη διπλή κι αμφίβολη σημασία, οπού μπορούν να δεχτούν, και να επιμελιόμεστε, οπού δίνοντάς τους ή διαφορετικό γύρισμα, ή βγάζοντάς τες από άλλες συνηθισμένες, να είναι ευκολοσυμπέραστες. Γιατί αλλιώς θα γράφομε πάλε και θα μιλούμε τα κορακίστικα των μακαρονιστάδων...

Προφασίζονται πως η γλώσσα μας δεν είναι πλούσια, μα για να τη γνωρίσομε τέτοια, πρέπει, μου φαίνεται, να τη σπουδάζομε πρόθυμα και να τη μελετούμε με καρδιά και με θάρρος, όχι να την καταφρονούμε ονομάζοντάς τη βάρβαρη κι ανεπιτήδεια, για να χρησιμέψει σε κείνα που θέλομε να τη μεταχειριστούμε. Η γλώσσα μας είναι πλουσιότατη, φτάνει να θελήσομε να γνωρίσομε τα πλούτη της. Εμείς από μια λέξη μπορούμε να φτιάσομε πολλές άλλες ή με τη σύνθεση ή με μια διαφορετική κατάληξη ή με μια πρόθεση και να γένονται εύκολες στον καθένα. Αυτός ο πλούτος είναι μικρός; Μα η Ελληνική είχε περσότερη δύναμη σ' αυτό. Μα είπαμε δα για τα Ελληνικά, τώρα δεν έχουν πέραση. Φτάνει! Η τωρεσνή έχει άλλη δύναμη, οπού η Ελληνική δεν την είχε. Ας πάρομε μια λέξη για περιέργεια να ιδούμε πόσα σημαινόμενα μπορούμε να της δώκομε. Ποδάρι, ποδαράκι, ποδαρόπουλο, πόδι, ποδόπουλο, πόδαρος, ποδάρα, ποδαρούκλα, ποδαρώνα, ποδαρούσα, καλοπόδαρος, πλατυπόδαρος, ασκημοπόδαρος, ορθοπόδαρος, στραβοπόδαρος, στεγνοπόδαρος, στενοπόδαρος, χοντροπόδαρος, λιανοπόδαρος, ποδαράς, μακρυπόδαρος, κοντοπόδαρος. Όλα αυτά και πλήθος άλλα, οπού αφήνω για συντομία, σε ποια άλλη γλώσσα τα βρίσκομε ή και μερικά στην ίδια την Ελληνική; Μα επροείπα, χρειάζεται να μελετήσομε τη γλώσσα μας, για να τη γνωρίσομε από σιμότερα.

 


σοφολογιότατος: σοφότατος και λογιότατος: προσφώνηση των διανοουμένων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αργότερα η λέξη χρησιμοποιήθηκε ειρωνικά, για να χαρακτηρίσει τους σχολαστικούς οπαδούς της υπερκαθαρεύουσας.
συγκοινωνώ: εδώ: επικοινωνώ.
Ελληνική (γλώσσα): η αρχαία ελληνική.
Γραικική (γλώσσα): η νεοελληνική κοινή (δημοτική).
χρεία: ανάγκη.
μακαρονιστής: αυτός που χρησιμοποιεί στο λόγο του μακροσκελείς φράσεις, εδώ ειρωνικά γι' αυτούς που θέλουν να αλλοιώσουν την κοινή γλώσσα.
μεταγλώττισες: μεταφράσεις.
ευθύς οπού: μόλις, όταν.
Λάσκαρης, Γαζής: εννοεί τη Γραμματική του Λάσκαρη και το Λεξικό του Γαζή.
Έλληνες: εδώ οι αρχαίοι Έλληνες.
εματάρχονταν: ξανάρχονταν.
κορακιστικά: κακόηχη και ακατανόητη γλώσσα που μοιάζει με τη φωνή του κόρακα ή η συνθηματική γλώσσα των παιδιών.
παπυρόγνωμος: αυτός που διαμορφώνει τη γνώμη του από τη μελέτη των αρχαίων παπύρων, αναχρονιστικός.
απεικάζω: καταλαβαίνω.
Αναχώρηση: η γνωστή Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα.
στοχάζομαι πρέπιο: θεωρώ κατάλληλο.
μοιάζω: ταιριάζω.
κατά τον ιδιωτισμό της γλώσσας: σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γλώσσας.
τωρεσ(ι)νή: τωρινή, σύγχρονη.
τα σημαινόμενα: οι σημασίες.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποια είναι η βασική θέση και ο σκοπός του συγγραφέα στην επιστολή;
  2. Να υπογραμμίσετε τα επιχειρήματα των αντιπάλων της μητρικής γλώσσας και τα αντεπιχειρήματα του συγγραφέα.
  3. Με βάση την κατάταξη των επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων να δείξετε το οργανωτικό σχέδιο που ακολούθησε ο συγγραφέας στην επιστολή του. Προσπαθήστε να το δώσετε σε μορφή σχεδιαγράμματος.
  4. Με ποιους τρόπους κατορθώνει ο συγγραφέας να εκφράσει πιο πειστικά και πιο παραστατικά τα επιμέρους επιχειρήματα του;

Ι. Βηλαράς, «Ο λογιώτατος ταξιδιώτης» (απόσπασμα)  Ι. Βηλαράς, «Ο Λογιώτατος ή ο Κολοκυθούλης» (απόσπασμα)