|
Κάμε ένα έλεος, Κυρά. Με την ψυχή στο στόμα
στα χέρια σου πρωτόπεσα κι άλλους δεν ξέρω ανθρώπους
που κατοικούν τη χώρα αυτή και χαίρονται τον τόπο.
Έλα την πόλη δείξε μου και δώσ' μου ένα αποφόρι*,
μαζί σου αν έφερες εδώ τα ρούχα να τυλίξεις.
Κι ας σου χαρίσουν οι θεοί όσα ζητά η καρδιά σου,
άντρα και σπίτι, και γλυκιά μέσα του αγάπη ας κλείσουν.
Κι η ασπροχέρα η Ναυσικά τ' απάντησε έτσι κι είπε:
«Ξένε, δε φαίνεσαι άκριτος μήτε άνθρωπος τυχόντας*.
Στον κόσμο ο Δίας μόνος του μοιράζει τ' αγαθά του,
σε βασιλιάδες και φτωχούς, καθώς το θέλει εκείνος.
Αυτά και σένα σου 'δωσε και πρέπει να υπομένεις.
Και τώρα της πατρίδας μου σαν πάτησες το χώμα,
δε θα σου λείψει φόρεμα μήτε άλλο απ' όσα πρέπει
να λάβει ξένος δύστυχος που θα μας συναντήσει.
Και θα σου δείξω πρόθυμα την πόλη και θα μάθεις
και του λαού της τ' όνομα. Τη χώρα αυτή οι Φαιάκοι
την έχουν κι είμαι κόρη εγώ του ξακουσμένου Αλκίνου,
που θάρρος και ζωή απ' αυτόν κρατιέται των Φαιάκων»
Είπε και τις σγουρομάλλες φωνάζει παρακόρες:
«Σταθείτε- γιατί φύγατε, κορίτσια, που είδατε άντρα;
Μήπως και φοβηθήκατε κανείς οχτρός πως είναι;
Δε βρίσκεται ούτε θα βρεθεί το παλικάρι τ' άξιο,
που θα 'ρθει εδώ τον πόλεμο να φέρει στους Φαιάκους,
γιατί οι αθάνατοι θεοί μας προστατεύουν όλοι
κι αλάργα μες στο πέλαγο τ' αφροπερικλεισμένο
καθόμαστε παράμεροι, μήτε μας σμίγουν άλλοι.
Μα αυτός ο δύστυχος εδώ ναυαγισμένος ήρθε
και πρέπει να τον σώσουμε. Γιατί τους στέλνει ο Δίας
φτωχούς και ξένους. Πρόσχαρο το λίγο που θα δώσεις.
Μα ελάτε, κόρες, δώστε του φαΐ, πιοτό του ξένου
και στο ποτάμι λούστε τον, σε απάνεμο ένα μέρος».
Είπε κι οι κόρες στάθηκαν κι έσπρωχνε η μια την άλλη,
και σ' ένα απόσκιο οδήγησαν το θεϊκό Δυσσέα,
καθώς τους είπε η Ναυσικά, του Αλκίνου η θυγατέρα.
Κοντά του ρούχα του 'βαλαν, χιτώνα και χλαμύδα,
του 'δωσαν και ροΐ* χρυσό με λάδι υγρό γεμάτο,
και τον καλούσαν να λουστεί στου ποταμού το ρέμα.
μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης |