Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
ΕικόναΕικόνα

Π6
8. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΛΙΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

1. ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ονομαστική

Γενική

Αιτιατική

Κλητική

Ονομαστική

Γενική

Αιτιατική

Κλητική

ΑΡΘΡΑ

Αρσενικό

ο

του

το(ν)

-

οι

των

τους

-

Θηλυκό

η

της

τη(ν)

-

οι

των

τις

-

Ουδέτερο

το

του

το

-

τα

των

τα

-

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

Αρσενικά

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ο1 αρσ. σε –ας ισοσύλλ.

ο αγώνας

του αγώνα

τον αγώνα

αγώνα

οι αγώνες

των αγώνων

τους αγώνες

αγώνες

Ο2 αρσ. σε –ας ισοσύλλ.

ο ταμίας

του ταμία

τον ταμία

ταμία

οι ταμίες

των ταμιών

τους ταμίες

ταμίες

Ο3 αρσ. σε –ας ισοσύλλ.

ο πίνακας

του πίνακα

τον πίνακα

πίνακα

οι πίνακες

των πινάκων

τους πίνακες

πίνακες

Ο4 αρσ. σε –άς ανισοσύλλ.

ο ψαράς

του ψαρά

τον ψαρά

ψαρά

οι ψαράδες

των ψαράδων

τους ψαράδες

ψαράδες

Ο5 αρσ. σε –ης ισοσύλλ.

ο ναύτης

του ναύτη

το(ν) ναύτη

ναύτη

οι ναύτες

των ναυτών

τους ναύτες

ναύτες

Ο6 αρσ. σε –ής ισοσύλλ.

ο νικητής

του νικητή

το(ν) νικητή

νικητή

οι νικητές

των νικητών

τους νικητές

νικητές

Ο7 αρσ. σε –τής με διπλό πληθ.

ο βουτηχτής

του βουτηχτή

το(ν) βουτηχτή

βουτηχτή

οι βουτηχτές
βουτηχτάδες

των βουτηχτών
βουτηχτάδων

τους βουτηχτές
βουτηχτάδες

βουτηχτές
βουτηχτάδες

Ο8 αρσ. σε –ής ανισοσύλλ.

ο καφετζής

του καφετζή

τον καφετζή

καφετζή

οι καφετζήδες

των καφετζήδων

τους καφετζήδες

καφετζήδες

Ο9 αρσ. σε –ης ανισοσύλλ.

ο μανάβης

του μανάβη

το(ν) μανάβη

μανάβη

οι μανάβηδες

των μανάβηδων

τους μανάβηδες

μανάβηδες

Ο10 αρσ. σε –ης ανισοσύλλ.

ο φούρναρης

του φούρναρη

το(ν) φούρναρη

φούρναρη

οι φουρνάρηδες

των φουρνάρηδων

τους φουρνάρηδες

φουρνάρηδες

Ο11 αρσ. σε –ές ανισσύλλ.

ο καφές

του καφέ

τον καφέ

καφέ

οι καφέδες

των καφέδων

τους καφέδες

καφέδες

Ο12 αρσ. σε –ούς ανισσύλλ.

ο παππούς

του παππού

τον παππού

παππού

οι παππούδες

των παππούδων

τους παππούδες

παππούδες

Ο13 αρσ. σε –ός ισοσύλλ.

ο ουρανός

του ουρανού

τον ουρανό

ουρανέ

οι ουρανοί

των ουρανών

τους ουρανούς

ουρανοί

Ο14 αρσ. σε –ος ισοσύλλ.

ο δρόμος

του δρόμου

το δρόμο

δρόμε

οι δρόμοι

των δρόμων

τους δρόμους

δρόμοι

Ο15 αρσ. σε –ος ισοσύλλ.

ο αντίλαλος

του αντίλαλου

τον αντίλαλο

αντίλαλε

οι αντίλαλοι

των αντίλαλων

τους αντίλαλους

αντίλαλοι

Ο16 αρσ. σε –ος ισοσύλλ.

ο άγγελος

του αγγέλου

τον άγγελο

άγγελε

οι άγγελοι

των αγγέλων

τους αγγέλους

άγγελοι

Ο17 αρσ. σε –έας ιδιόκλιτα

ο δεκανέας

του δεκανέα

το δεκανέα

δεκανέα

οι δεκανείς

των δεκανέων

τους δεκανείς

δεκανείς

Θηλυκά

Ο18 θηλ. σε –ά ισοσύλλ.

η καρδιά

της καρδιάς

την καρδιά

καρδιά

οι καρδιές

των καρδιών

τις καρδιές

καρδιές

Ο19 θηλ. σε –α ισοσύλλ.

η ώρα

της ώρας

την ώρα

ώρα

οι ώρες

των ωρών

τις ώρες

ώρες

Ο20 θηλ. σε –α ισοσύλλ.

η θάλασσα

της θάλασσας

τη θάλασσα

θάλασσα

οι θάλασσες

των θαλασσών

τις θάλασσες

θάλασσες

Ο21 θηλ. σε –α ισοσύλλ.

η ελπίδα

της ελπίδας

την ελπίδα

ελπίδα

οι ελπίδες

των ελπίδων

τις ελπίδες

ελπίδες

Ο22 θηλ. σε –α ισοσύλλ.

η σάλπιγγα

της σάλπιγγας

τη σάλπιγγα

σάλπιγγα

οι σάλπιγγες

των σαλπίγγων

τις σάλπιγγες

σάλπιγγες

Ο23 θηλ. σε –ά ισοσύλλ.

η γιαγιά

της γιαγιάς

τη γιαγιά

γιαγιά

οι γιαγιάδες

των γιαγιάδων

τις γιαγιάδες

γιαγιάδες

Ο24 θηλ. σε –ή ισοσύλλ.

η ψυχή

της ψυχής

την ψυχή

ψυχή

οι ψυχές

των ψυχών

τις ψυχές

ψυχές

Ο25 θηλ. σε –η ισοσύλλ.

η ανάγκη

της ανάγκης

την ανάγκη

ανάγκη

οι ανάγκες

των αναγκών

τις ανάγκες

ανάγκες

Ο26 θηλ. σε –η ισοσύλλ.

η ζάχαρη

της ζάχαρης

τη ζάχαρη

ζάχαρη

οι ζάχαρες

-

τις ζάχαρες

ζάχαρες

Ο27 θηλ. σε –η αρχαιόκλ.

η πράξη

της πράξης
πράξεως

την πράξη

πράξη

οι πράξεις

των πράξεων

τις πράξεις

πράξεις

Ο28 θηλ. σε –η αρχαιόκλ.

η δύναμη

της δύναμης
δυνάμεως

τη δύναμη

δύναμη

οι δυνάμεις

των δυνάμεων

τις δυνάμεις

δυνάμεις

Ο29 θηλ. σε –ος αρχαιόκλ.

η διάμετρος

της διαμέτρου

τη διάμετρο

(διάμετρο)

οι διάμετροι
(διάμετρες)

των διαμέτρων

τις διαμέτρους
(διάμετρες)

διάμετροι

Ο30 θηλ. σε –ού ανισοσύλλ.

η αλεπού

της αλεπούς

την αλεπού

αλεπού

οι αλεπούδες

των αλεπούδων

τις αλεπούδες

αλεπούδες

Ουδέτερα

Ο31 Ουδ. σε –ό ισοσύλλ.

το βουνό

του βουνού

το βουνό

βουνό

τα βουνά

των βουνών

τα βουνά

βουνά

Ο32 Ουδ. σε –ο ισοσύλλ.

το μήλο

του μήλου

το μήλο

μήλο

τα μήλα

των μήλων

τα μήλα

μήλα

Ο33 Ουδ. σε –ο ισοσύλλ.

το σίδερο

του σίδερου

το σίδερο

σίδερο

τα σίδερα

των σίδερων

τα σίδερα

σίδερα

Ο34 Ουδ. σε –ο ισοσύλλ.

το θέατρο

του θεάτρου

το θέατρο

θέατρο

τα θέατρα

των θεάτρων

τα θέατρα

θέατρα

Ο35 Ουδ. σε –ί ισοσύλλ.

το παιδί

του παιδιού

το παιδί

παιδί

τα παιδιά

των παιδιών

τα παιδιά

παιδιά

Ο36 Ουδ. σε –ι ισοσύλλ.

το τραγούδι

του τραγουδιού

το τραγούδι

τραγούδι

τα τραγούδια

των τραγουδιών

τα τραγούδια

τραγούδια

Ο37 Ουδ. σε –ος ισοσύλλ.

το μέρος

του μέρους

το μέρος

μέρος

τα μέρη

των μερών

τα μέρη

μέρη

Ο38 Ουδ. σε –ος ισοσύλλ.

το έδαφος

του εδάφους

το έδαφος

έδαφος

τα εδάφη

των εδαφών

τα εδάφη

εδάφη

Ο39 Ουδ. σε –μα ανισοσύλλ.

το κύμα

του κύματος

το κύμα

κύμα

τα κύματα

των κυμάτων

τα κύματα

κύματα

Ο40 Ουδ. σε –μα ανισοσύλλ.

το όνομα

του ονόματος

το όνομα

όνομα

τα ονόματα

των ονομάτων

τα ονόματα

ονόματα

Ο41 ουδ. σε –ιμο ανισοσύλλ.

το γράψιμο

του γραψίματος

το γράψιμο

γράψιμο

τα γραψίματα

των γραψιμάτων

τα γραψίματα

γραψίματα

Ο42 Ουδ. σε –ας ανισοσύλλ.

το κρέας

του κρέατος

το κρέας

κρέας

τα κρέατα

των κρεάτων

τα κρέατα

κρέατα

Ο43 Ουδ. σε –ως ανισοσύλλ.

το φως

του φωτός

το φως

φως

τα φώτα

των φώτων

τα φώτα

φώτα

Ο44 Ουδ. σε –ον ιδιόκλιτα

το ον

του όντος

το ον

ον

τα όντα

των όντων

τα όντα

όντα

Ο45 Ουδ. σε –ον ιδιόκλιτα

το μέλλον

του μέλλοντος

το μέλλον

μέλλον

τα μέλλοντα

των μελλόντων

τα μέλλοντα

μέλλοντα

Ο46 Ουδ. σε –αν ιδιόκλιτα

το παν

του παντός

το παν

παν

τα πάντα

των πάντων

τα πάντα

πάντα

Ο47 Ουδ. σε –έν ιδιόκλιτα

το μηδέν

του μηδενός

το μηδέν

μηδέν

Ο48 Ουδ. σε –εν ιδιόκλιτα

το φωνήεν

του φωνήεντος

το φωνήεν

φωνήεν

τα φωνήεντα

των φωνηέντων

τα φωνήεντα

φωνήεντα

Ο49 Ουδ. σε ιδιόκλιτα

το οξύ

του οξέος

το οξύ

οξύ

τα οξέα

των οξέων

τα οξέα

οξέα

Ο50 Ουδ. σε ιδιόκλιτα

το δόρυ

του δόρατος

το δόρυ

δόρυ

τα δόρατα

των δοράτων

τα δόρατα

δόρατα

ΕΠΙΘΕΤΑ

E1 Eπίθ. σε –ός, -ή, -ό

ο καλός
η καλή
το καλό

του καλού
της καλής
του καλού

τον καλό
την καλή
το καλό

καλέ
καλή
καλό

οι καλοί
οι καλές
τα καλά

των καλών
των καλών
των καλών

τους καλούς
τις καλές
τα καλά

καλοί
καλές
καλά

E2 Επίθ. σε –ος, -η, -ο

ο όμορφος
η όμορφη
το όμορφο

του όμορφου
της όμορφης
του όμορφου

τον όμορφο
την όμορφη
το όμορφο

όμορφε
όμορφη
όμορφο

οι όμορφοι
οι όμορφες
τα όμορφα

των όμορφων
των όμορφων
των όμορφων

τους όμορφους
τις όμορφες
τα όμορφα

όμορφοι
όμορφες
όμορφα

E3 Επίθ. σε –ος, -α, -ο

ο ωραίος
η ωραία
το ωραίο

του ωραίου
της ωραίας
του ωραίου

τον ωραίο
την ωραία
το ωραίο

ωραίε
ωραία
ωραίο

οι ωραίοι
οι ωραίες
τα ωραία

των ωραίων
των ωραίων
των ωραίων

τους ωραίους
τις ωραίες
τα ωραία

ωραίοι
ωραίες
ωραία

E4 Επίθ. σε –ος, -ια, -ο

ο πλούσιος
η πλούσια
το πλούσιο

του πλούσιου
της πλούσιας
του πλούσιου

τον πλούσιο
την πλούσια
το πλούσιο

πλούσιε
πλούσια
πλούσιο

οι πλούσιοι
οι πλούσιες
τα πλούσια

των πλούσιων
των πλούσιων
των πλούσιων

τους πλούσιους
τις πλούσιες
τα πλούσια

πλούσιοι
πλούσιες
πλούσια

E5 Επίθ. σε –ός, ιά, -ό

ο γλυκός
η γλυκιά
το γλυκό

του γλυκού
της γλυκιάς
του γλυκού

το γλυκό
τη γλυκιά
το γλυκό

γλυκέ
γλυκιά
γλυκό

οι γλυκοί
οι γλυκιές
τα γλυκά

των γλυκών
των γλυκών
των γλυκών

τους γλυκούς
τις γλυκιές
τα γλυκά

γλυκοί
γλυκιές
γλυκά

E6 Επίθ. σε –ύς, ιά, -ύ

ο βαθύς
η βαθιά
το βαθύ

του βαθιού
της βαθιάς
του βαθιού

το βαθύ
τη βαθιά
το βαθύ

βαθύ
βαθιά
βαθύ

οι βαθιοί
οι βαθιές
τα βαθιά

των βαθιών
των βαθιών
των βαθιών

τους βαθιούς
τις βαθιές
τα βαθιά

βαθιοί
βαθιές
βαθιά

E7 Επίθ. σε –ής, -ιά,

ο σταχτής
η σταχτιά
το σταχτί

του σταχτιού
της σταχτιάς
του σταχτιού

το σταχτή
τη σταχτιά
το σταχτί

σταχτή
σταχτιά
σταχτί

οι σταχτιοί
οι σταχτιές
τα σταχτιά

των σταχτιών
των σταχτιών
των σταχτιών

τους σταχτιούς
τις σταχτιές
τα σταχτιά

σταχτιοί
σταχτιές
σταχτιά

E8 Επίθ. σε –ης, -α, -ικο

ο ζηλιάρης
η ζηλιάρα
το ζηλιάρικο

του ζηλιάρη
της ζηλιάρας
του ζηλιάρικου

το ζηλιάρη
τη ζηλιάρα
το ζηλιάρικο

ζηλιάρη
ζηλιάρα
ζηλιάρικο

οι ζηλιάρηδες
οι ζηλιάρες
τα ζηλιάρικα

των ζηλιάρηδων
------
των ζηλιάρικων

τους ζηλιάρηδες
τις ζηλιάρες
τα ζηλιάρικα

ζηλιάρηδες
ζηλιάρες
ζηλιάρικα

E9 Επίθ. σε –ής, -ής, -ές

ο συνεχής
η συνεχής
το συνεχές

του συνεχούς
της συνεχούς
του συνεχούς

το συνεχή
τη συνεχή
το συνεχές

συνεχή(ς)
συνεχής
συνεχές

οι συνεχείς
οι συνεχείς
τα συνεχή

των συνεχών
των συνεχών
των συνεχών

τους συνεχείς
τις συνεχείς
τα συνεχή

συνεχείς
συνεχείς
συνεχή

E10 Επίθ. σε –ος, -ος & -η, -ο

ο διάδικος

η διάδικος
διάδικη
το διάδικο

του διαδίκου
     διάδικου
της διαδίκου
     διάδικης
του διαδίκου
     διάδικου

το διάδικο

τη διάδικο
     διάδικη
το διάδικο

διάδικε

διάδικε
διάδικη
διάδικο

οι διάδικοι

οι διάδικοι
οι διάδικες
τα διάδικα

των διαδίκων
     διάδικων
των διαδίκων

των διαδίκων
     διάδικων

τους διαδίκους
     διάδικους
τις διαδίκους
     διάδικες
τα διάδικα

διάδικοι

διάδικοι
διάδικες
διάδικα

Επίθετο πολύς, πολλή, πολύ

ο πολύς
η πολλή
το πολύ


της πολλής

τον πολύ
την πολλή
το πολύ

οι πολλοί
οι πολλές
τα πολλά

των πολλών
των πολλών
των πολλών

τους πολλούς
τις πολλές
τα πολλά

(πολλοί)
(πολλές)
(πολλά)

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ

ένας
μία
ένα

ενός
μίας, μιας
ενός

ένα(ν)
μία, μια
ένα

τρεις
τρεις
τρία

τριών
τριών
τριών

τρεις
τρεις
τρία

τέσσερις
τέσσερις
τέσσερα

τεσσάρων
τεσσάρων
τεσσάρων

τέσσερις
τέσσερις
τέσσερα

ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

εγώ

εμένα, μου

εμένα, με

εμείς εμάς, μας εμάς, μας

εσύ

εσένα, σου

εσένα, σε

εσύ

εσείς

εσάς, σας

εσάς, σας

εσείς

αυτός, τος

αυτού, του

αυτόν, τον

αυτοί, τοι

αυτών, των

αυτούς, τους

αυτή, τη

αυτής, της

αυτή(ν), τη(ν)

αυτές, τες

αυτών, των

αυτές, τες, τις

αυτό, το

αυτού, του

αυτό, το

αυτά, τα

αυτών, των

αυτά, τα

ΡΗΜΑΤΑ

είμαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

είμαι

είσαι

είναι

είμαστε

είστε

είναι

μτχ.

όντας

πρτ.

οριστ.

ήμουν

ήσουν

ήταν

ήμαστε & ήμασταν

ήσαστε & ήσασταν

ήταν

μέλλ.

οριστ.

θα είμαι

θα είσαι

θα είναι

α είμαστε

θα είστε & θα είσαστε

θα είναι

έχω

ενεστ.

ορ. / υπ.

έχω

έχεις

έχει

έχουμε

έχετε

έχουν

μτχ.

έχοντας

πρτ.

οριστ.

είχα

είχες

είχε

είχαμε

είχατε

είχαν

μέλλ.

οριστ.

θα έχω

θα έχεις

θα έχει

θα έχουμε

θα έχετε

θα έχουν

Ρ1 δένω

ενεστ.

ορ. / υπ.

δένω

δένεις

δένει

δένουμε

δένετε

δένουν

προστ.

δένε

δένετε

μτχ.

δένοντας

πρτ.

οριστ.

έδενα

έδενες

έδενε

δέναμε

δένατε

έδεναν

αόρ.

οριστ.

έδεσα

έδεσες

έδεσε

δέσαμε

δέσατε

έδεσαν

υποτ.

δέσω

δέσεις

δέσει

δέσουμε

δέσετε

δέσουν

προστ.

δέσε

δέστε

εξακολ. μέλλ.

θα δένω

θα δένεις

θα δένει

θα δένουμε

θα δένετε

θα δένουν

συνοπτ. μέλλ.

θα δέσω

θα δέσεις

θα δέσει

θα δέσουμε

θα δέσετε

θα δέσουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω δέσει (ή έχω δεμένο)

έχεις δέσει

έχει δέσει

έχουμε δέσει

έχετε δέσει

έχουν δέσει

υπερσ.

είχα δέσει (ή είχα δεμένο)

είχες δέσει

είχε δέσει

είχαμε δέσει

είχατε δέσει

είχαν δέσει

μέλλ. συντελ.

θα έχω δέσει (ή θα έχω δεμένο)

θα έχεις δέσει

θα έχει δέσει

θα έχουμε δέσει

θα έχετε δέσει

θα έχουν δέσει

δένομαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

δένομαι

δένεσαι

δένεται

δενόμαστε

δένεστε

δένονται

προστ.

(δένου)

(δένεστε)

πρτ.

οριστ.

δενόμουν

δενόσουν

δενόταν

δενόμασταν

δενόσασταν, -αστε

δένονταν

αόρ.

οριστ.

δέθηκα

δέθηκες

δέθηκε

δεθήκαμε

δεθήκατε

δέθηκαν

υποτ.

δεθώ

δεθείς

δεθεί

δεθούμε

δεθείτε

δεθούν

προστ.

δέσου

δεθείτε

εξακολουθ. μέλλ.

θα δένομαι

θα δένεσαι

θα δένεται

θα δενόμαστε

θα δένεστε

θα δένονται

συνοπτ. μέλλ.

θα δεθώ

θα δεθείς

θα δεθεί

θα δεθούμε

θα δεθείτε

θα δεθούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω δεθεί (ή είμαι δεμένος)

έχεις δεθεί

έχει δεθεί

έχουμε δεθεί

έχετε δεθεί

έχουν δεθεί

μτχ.

δεμένος, -η, -ο

υπερσ.

είχα δεθεί (ή ήμουν δεμένος)

είχες δεθεί

είχε δεθεί

είχαμε δεθεί

είχατε δεθεί

είχαν δεθεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω δεθεί (ή θα είμαι δεμένος)

θα έχεις δεθεί

θα έχει δεθεί

θα έχουμε δεθεί

θα έχετε δεθεί

θα έχουν δεθεί

Ρ2 κρύβω

ενεστ.

ορ. / υπ.

κρύβω

κρύβεις

κρύβει

κρύβουμε

κρύβετε

κρύβουν

προστ.

κρύβε

κρύβετε

μτχ.

κρύβοντας

πρτ.

οριστ.

έκρυβα

έκρυβες

έκρυβε

κρύβαμε

κρύβατε

έκρυβαν

αόρ.

οριστ.

έκρυψα

έκρυψες

έκρυψε

κρύψαμε

κρύψατε

έκρυψαν

υποτ.

κρύψω

κρύψεις

κρύψει

κρύψουμε

κρύψετε

κρύψουν

προστ.

κρύψε

κρύψτε

εξακολ. μέλλ.

θα κρύβω

θα κρύβεις

θα κρύβει

θα κρύβουμε

θα κρύβετε

θα κρύβουν

συνοπτ. μέλλ.

θα κρύψω

θα κρύψεις

θα κρύψει

θα κρύψουμε

θα κρύψετε

θα κρύψουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω κρύψει (ή έχω κρυμμένο)

έχεις κρύψει

έχει κρύψει

έχουμε κρύψει

έχετε κρύψει

έχουν κρύψει

υπερ.

είχα κρύψει (ή είχα κρυμμένο)

είχες κρύψει

είχε κρύψει

είχαμε κρύψει

είχατε κρύψει

είχαν κρύψει

μέλλ. συντελ.

θα έχω κρύψει (ή θα έχω κρυμμένο)

θα έχεις κρύψει

θα έχει κρύψει

θα έχουμε κρύψει

θα έχετε κρύψει

θα έχουν κρύψει

κρύβομαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

κρύβομαι

κρύβεσαι

κρύβεται

κρυβόμαστε

κρύβεστε

κρύβονται

προστ.

(κρύβου)

(κρύβεστε)

πρτ.

οριστ.

κρυβόμουν

κρυβόσουν

κρυβόταν

κρυβόμασταν, -αστε

κρυβόσασταν, -αστε

κρύβονταν

αόρ.

οριστ.

κρύφτηκα

κρύφτηκες

κρύφτηκε

κρυφτήκαμε

κρυφτήκατε

κρύφτηκαν

υποτ.

κρυφτώ

κρυφτείς

κρυφτεί

κρυφτούμε

κρυφτείτε

κρυφτούν

προστ.

κρύψου

κρυφτείτε

εξακολ. μέλλ.

θα κρύβομαι

θα κρύβεσαι

θα κρύβεται

θα κρυβόμαστε

θα κρύβεστε

θα κρύβονται

συνοπτ. μέλλ.

θα κρυφτώ

θα κρυφτείς

θα κρυφτεί

θα κρυφτούμε

θα κρυφτείτε

θα κρυφτούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω κρυφτεί (ή είμαι κρυμμένος)

έχεις κρυφτεί

έχει κρυφτεί

έχουμε κρυφτεί

έχετε κρυφτεί

έχουν κρυφτεί

μτχ.

κρυμμένος, -η, -ο

υπερσ.

είχα κρυφτεί (ή ήμουν κρυμμένος)

είχες κρυφτεί

είχε κρυφτεί

είχαμε κρυφτεί

είχατε κρυφτεί

είχαν κρυφτεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω κρυφτεί (θα είμαι κρυμμένος)

θα έχεις κρυφτεί

θα έχει κρυφτεί

θα έχουμε κρυφτεί

θα έχετε κρυφτεί

θα έχουν κρυφτεί

Ρ3 πλέκω

ενεστ.

ορ. / υπ.

πλέκω

πλέκεις

πλέκει

πλέκουμε

πλέκετε

πλέκουν

προστ.

πλέκε

πλέκετε

μτχ.

πλέκοντας

πρτ.

οριστ.

έπλεκα

έπλεκες

έπλεκε

πλέκαμε

πλέκατε

έπλεκαν

αόρ.

οριστ.

έπλεξα

έπλεξες

έπλεξε

πλέξαμε

πλέξατε

έπλεξαν

υποτ.

πλέξω

πλέξεις

πλέξει

πλέξουμε

πλέξετε

πλέξουν

προστ.

πλέξε

πλέξτε

εξακολ. μέλλ.

θα πλέκω

θα πλέκεις

θα πλέκει

θα πλέκουμε

θα πλέκετε

θα πλέκουν

συνοπτ. μέλλ.

θα πλέξω

θα πλέξεις

θα πλέξει

θα πλέξουμε

θα πλέξετε

θα πλέξουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω πλέξει (ή έχω πλεγμένο)

έχεις πλέξει

έχει πλέξει

έχουμε πλέξει

έχετε πλέξει

έχουν πλέξει

υπερσ.

είχα πλέξει (ή είχα πλεγμένο)

είχες πλέξει

είχε πλέξει

είχαμε πλέξει

είχατε πλέξει

είχαν πλέξει

μέλλ. συντελ.

θα έχω πλέξει (ή θα έχω πλεγμένο)

θα έχεις πλέξει

θα έχει πλέξει

θα έχουμε πλέξει

θα έχετε πλέξει

θα έχουν πλέξει

πλέκομαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

πλέκομαι

πλέκεσαι

πλέκεται

πλεκόμαστε

πλέκεστε

πλέκονται

προστ.

(πλέκου)

(πλέκεστε)

πρτ.

οριστ.

πλεκόμουν

πλεκόσουν

πλεκόταν

πλεκόμασταν

πλεκόσασταν

πλέκονταν

αόρ.

οριστ.

πλέχτηκα

πλέχτηκες

πλέχτηκε

πλεχτήκαμε

πλεχτήκατε

πλέχτηκαν

υποτ.

πλεχτώ

πλεχτείς

πλεχτεί

πλεχτούμε

πλεχτείτε

πλεχτούν

προστ.

πλέξου

πλεχτείτε

εξακολ. μέλλ.

θα πλέκομαι

θα πλέκεσαι

θα πλέκεται

θα πλεκόμαστε

θα πλέκεστε

θα πλέκονται

συνοπτ. μέλλ.

θα πλεχτώ

θα πλεχτείς

θα πλεχτεί

θα πλεχτούμε

θα πλεχτείτε

θα πλεχτούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω πλεχτεί (ή είμαι πλεγμένος)

έχεις πλεχτεί

έχει πλεχτεί

έχουμε πλεχτεί

έχετε πλεχτεί

έχουν πλεχτεί

μτχ.

πλεγμένος, -η, -ο

υπερσ.

είχα πλεχτεί (ή ήμουν πλεγμένος)

είχες πλεχτεί

είχε πλεχτεί

είχαμε πλεχτεί

είχατε πλεχτεί

είχαν πλεχτεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω πλεχτεί (ή θα είμαι πλεγμένος)

θα έχεις πλεχτεί

θα έχει πλεχτεί

θα έχουμε πλεχτεί

θα έχετε πλεχτεί

θα έχουν πλεχτεί

P4 δροσίζω

ενεστ.

ορ. / υπ.

δροσίζω

δροσίζεις

δροσίζει

δροσίζουμε

δροσίζετε

δροσίζουν

προστ.

δρόσιζε

δροσίζετε

μτχ.

δροσίζοντας

πρτ.

οριστ.

δρόσιζα

δρόσιζες

δρόσιζε

δροσίζαμε

δροσίζατε

δρόσιζαν

αόρ.

οριστ.

δρόσισα

δρόσισες

δρόσισε

δροσίσαμε

δροσίσατε

δρόσισαν

υποτ.

δροσίσω

δροσίσεις

δροσίσει

δροσίσουμε

δροσίσετε

δροσίσουν

προστ.

δρόσισε

δροσίστε

εξακολ. μέλλ.

θα δροσίζω

θα δροσίζεις

θα δροσίζει

θα δροσίζουμε

θα δροσίζετε

θα δροσίζουν

συνοπτ. μέλλ.

θα δροσίσω

θα δροσίσεις

θα δροσίσει

θα δροσίσουμε

θα δροσίσετε

θα δροσίσουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω δροσίσει (ή έχω δροσισμένο)

έχεις δροσίσει

έχει δροσίσει

έχουμε δροσίσει

έχετε δροσίσει

έχουν δροσίσει

υπερσ.

είχα δροσίσει (ή είχα δροσισμένο)

είχες δροσίσει

είχε δροσίσει

είχαμε δροσίσει

είχατε δροσίσει

είχαν δροσίσει

μέλλ. συντελ.

θα έχω δροσίσει (θα έχω δροσισμένο)

θα έχεις δροσίσει

θα έχει δροσίσει

θα έχουμε δροσίσει

θα έχετε δροσίσει

θα έχουν δροσίσει

δροσίζομαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

δροσίζομαι

δροσίζεσαι

δροσίζεται

δροσιζόμαστε

δροσίζεστε

δροσίζονται

προστ.

(δροσίζου)

(δροσίζεστε)

πρτ.

οριστ.

δροσιζόμουν

δροσιζόσουν

δροσιζόταν

δροσιζόμασταν, -αστε

δροσιζόσασταν, -αστε

δροσίζονταν

αόρ.

οριστ.

δροσίστηκα

δροσίστηκες

δροσίστηκε

δροσιστήκαμε

δροσιστήκατε

δροσίστηκαν

υποτ.

δροσιστώ

δροσιστείς

δροσιστεί

δροσιστούμε

δροσιστείτε

δροσιστούν

προστ.

δροσίσου

δροσιστείτε

εξακολ. μέλλ.

θα δροσίζομαι

θα δροσίζεσαι

θα δροσίζεται

θα δροσιζόμαστε

θα δροσίζεστε

θα δροσίζονται

συνοπτ. μέλλ.

θα δροσιστώ

θα δροσιστείς

θα δροσιστεί

θα δροσιστούμε

θα δροσιστείτε

θα δροσιστούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω δροσιστεί (ή είμαι δροσισμένος)

έχεις δροσιστεί

έχει δροσιστεί

έχουμε δροσιστεί

έχετε δροσιστεί

έχουν δροσιστεί

μτχ.

δροσισμένος, - η , -ο

υπερσ.

είχα δροσιστεί (ή ήμουν δροσισμένος)

είχες δροσιστεί

είχε δροσιστεί

είχαμε δροσιστεί

είχατε δροσιστεί

είχαν δροσιστεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω δροσιστεί (ή θα είμαι δροσισμένος)

θα έχεις δροσιστεί

θα έχει δροσιστεί

θα έχουμε δροσιστεί

θα έχετε δροσιστεί

θα έχουν δροσιστεί

Ρ5 αγαπώ

ενεστ.

ορ. / υπ.

αγαπώ

αγαπάς

αγαπά

αγαπάμε

αγαπάτε

αγαπούν, -άν(ε)

προστ.

αγάπα

αγαπάτε

μτχ.

αγαπώντας

πρτ.

οριστ.

αγαπούσα

αγαπούσες

αγαπούσε

αγαπούσαμε

αγαπούσατε

αγαπούσαν

αόρ.

οριστ.

αγάπησα

αγάπησες

αγάπησε

αγαπήσαμε

αγαπήσατε

αγάπησαν

υποτ.

αγαπήσω

αγαπήσεις

αγαπήσει

αγαπήσουμε

αγαπήσετε

αγαπήσουν

προστ.

αγάπησε

αγαπήστε

εξακολ. μέλλ.

θα αγαπώ

θα αγαπάς

θα αγαπά

θα αγαπάμε

θα απαγάτε

θα αγαπούν, -άν(ε)

συνοπτ. μέλλ.

θα αγαπήσω

θα αγαπήσεις

θα αγαπήσει

θα αγαπήσουμε

θα αγαπήσετε

θα αγαπήσουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω αγαπήσει (ή έχω αγαπημένο)

έχεις αγαπήσει

έχει αγαπήσει

έχουμε αγαπήσει

έχετε αγαπήσει

έχουν αγαπήσει

υπερσ.

είχα αγαπήσει (ή είχα αγαπημένο)

είχες αγαπήσει

είχε αγαπήσει

είχαμε αγαπήσει

είχατε αγαπήσει

είχαν αγαπήσει

μέλλ. συντελ.

θα έχω αγαπήσει (ή θα έχω αγαπημένο)

θα έχεις αγαπήσει

θα έχει αγαπήσει

θα έχουμε αγαπήσει

θα έχετε αγαπήσει

θα έχουν αγαπήσει

αγαπιέμαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

αγαπιέμαι

αγαπιέσαι

αγαπιέται

αγαπιόμαστε

αγαπιέστε

αγαπιούνται

προστ.

πρτ.

οριστ.

αγαπιόμουν

αγαπιόσουν

αγαπιόταν

αγαπιόμασταν

αγαπιόσασταν

αγαπιόνταν

αόρ.

οριστ.

αγαπήθηκα

αγαπήθηκες

αγαπήθηκε

αγαπηθήκαμε

αγαπηθήκατε

αγαπήθηκαν

υποτ.

αγαπηθώ

αγαπηθείς

αγαπηθεί

αγαπηθούμε

αγαπηθείτε

αγαπηθούν

προστ.

αγαπήσου

αγαπηθείτε

εξακολ. μέλλ.

θα αγαπιέμαι

θα αγαπιέσαι

θα αγαπιέται

θα αγαπιόμαστε

θα αγαπιέστε

θα αγαπιούνται

συνοπτ. μέλλ.

θα αγαπηθώ

θα αγαπηθείς

θα αγαπηθεί

θα αγαπηθούμε

θα αγαπηθείτε

θα αγαπηθούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω αγαπηθεί (ή είμαι αγαπημένος)

έχεις αγαπηθεί

έχει αγαπηθεί

έχουμε αγαπηθεί

έχετε αγαπηθεί

έχουν αγαπηθεί

μτχ.

αγαπημένος, -η, -ο

υπερσ.

είχα αγαπηθεί (ή ήμουν αγαπημένος)

είχες αγαπηθεί

είχε αγαπηθεί

είχαμε αγαπηθεί

είχατε αγαπηθεί

είχαν αγαπηθεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω αγαπηθεί (ή θα είμαι αγαπημένος)

θα έχεις αγαπηθεί

θα έχει αγαπηθεί

θα έχουμε αγαπηθεί

θα έχετε αγαπηθεί

θα έχουν αγαπηθεί

Ρ6 αδικώ

ενεστ.

ορ. / υπ.

αδικώ

αδικείς

αδικεί

αδικούμε

αδικείτε

αδικούν

προστ.

αδικείτε

μτχ.

αδικώντας

πρτ.

οριστ.

αδικούσα

αδικούσες

αδικούσε

αδικούσαμε

αδικούσατε

αδικούσαν

αόρ.

οριστ.

αδίκησα

αδίκησες

αδίκησε

αδικήσαμε

αδικήσατε

αδίκησαν

υποτ.

αδικήσω

αδικήσεις

αδικήσει

αδικήσουμε

αδικήσετε

αδικήσουν

προστ.

αδίκησε

αδικήστε

εξακολ. μέλλ.

θα αδικώ

θα αδικείς

θα αδικεί

θα αδικούμε

θα αδικείτε

θα αδικούν

συνοπτ. μέλλ.

θα αδικήσω

θα αδικήσεις

θα αδικήσει

θα αδικήσουμε

θα αδικήσετε

θα αδικήσουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω αδικήσει (ή έχω αδικημένο)

έχεις αδικήσει

έχει αδικήσει

έχουμε αδικήσει

έχετε αδικήσει

έχουν αδικήσει

υπερσ.

είχα αδικήσει (ή είχα αδικημένο)

είχες αδικήσει

είχε αδικήσει

είχαμε αδικήσει

είχατε αδικήσει

είχαν αδικήσει

μέλλ. συντελ.

θα έχω αδικήσει (ή θα έχω αδικημένο)

θα έχεις αδικήσει

θα έχει αδικήσει

θα έχουμε αδικήσει

θα έχετε αδικήσει

θα έχουν αδικήσει

αδικούμαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

αδικούμαι

αδικείσαι

αδικείται

αδικούμαστε

αδικείστε

αδικούνται

προστ.

πρτ.

οριστ.

αδικούμουν

αδικούνταν

αδικούμαστε

αδικείστε

αδικούνταν

αόρ.

οριστ.

αδικήθηκα

αδικήθηκες

αδικήθηκε

αδικηθήκαμε

αδικηθήκατε

αδικήθηκαν

υποτ.

αδικηθώ

αδικηθείς

αδικηθεί

αδικηθούμε

αδικηθείτε

αδικηθούν

προστ.

αδικήσου

αδικηθείτε

εξακολ. μέλλ.

θα αδικούμαι

θα αδικείσαι

θα αδικείται

θα αδικούμαστε

θα αδικείστε

θα αδικούνται

συνοπτ. μέλλ.

θα αδικηθώ

θα αδικηθείς

θα αδικηθεί

θα αδικηθούμε

θα αδικηθείτε

θα αδικηθούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω αδικηθεί (ή είμαι αδικημένος)

έχεις αδικηθεί

έχει αδικηθεί

έχουμε αδικηθεί

έχετε αδικηθεί

έχουν αδικηθεί

μτχ.

αδικημένος, -η, -ο

υπερσ.

είχα αδικηθεί (ή ήμουν αδικημένος)

είχες αδικηθεί

είχε αδικηθεί

είχαμε αδικηθεί

είχατε αδικηθεί

είχαν αδικηθεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω αδικηθεί (ή θα είμαι αδικημένος)

θα έχεις αδικηθεί

θα έχει αδικηθεί

θα έχουμε αδικηθεί

θα έχετε αδικηθεί

θα έχουν αδικηθεί

Ρ7 στερώ

ενεστ.

ορ. / υπ.

στερώ

στερείς

στερεί

στερούμε

στερείτε

στερούν

προστ.

(στερεί)

(στερείτε)

μτχ.

στερώντας

πρτ.

οριστ.

στερούσα

στερούσες

στερούσε

στερούσαμε

στερούσατε

στερούσαν

αόρ.

οριστ.

στέρησα

στέρησες

στέρησε

στερήσαμε

στερήσατε

στέρησαν

υποτ.

στερήσω

στερήσεις

στερήσει

στερήσουμε

στερήσετε

στερήσουν

προστ.

στέρησε

στερήστε

εξακολ. μέλλ.

θα στερώ

θα στερείς

θα στερεί

θα στερούμε

θα στερείτε

θα στερούν

συνοπτ. μέλλ.

θα στερήσω

θα στερήσεις

θα στερήσει

θα στερήσουμε

θα στερήσετε

θα στερήσουν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω στερήσει (ή έχω στερημένο)

έχεις στερήσει

έχει στερήσει

έχουμε στερήσει

έχετε στερήσει

έχουν στερήσει

υπερσ.

είχα στερήσει (ή είχα στερημένο)

είχες στερήσει

είχε στερήσει

είχαμε στερήσει

είχατε στερήσει

είχαν στερήσει

μέλλ. συντελ.

θα έχω στερήσει (ή θα έχω στερημένο)

θα έχεις στερήσει

θα έχει στερήσει

θα έχουμε στερήσει

θα έχετε στερήσει

θα έχουν στερήσει

στερούμαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

στερούμαι

στερείσαι

στερείται

στερούμαστε

στερείστε

στερούνται

πρτ.

οριστ.

στερούμουν

στερούσουν

στερούνταν

στερούμασταν, -αστε

στερούσασταν, -αστε

στερούνταν

αόρ.

οριστ.

στερήθηκα

στερήθηκες

στερήθηκε

στερηθήκαμε

στερηθήκατε

στερήθηκαν

υποτ.

στερηθώ

στερηθείς

στερηθεί

στερηθούμε

στερηθείτε

στερηθούν

προστ.

στερήσου

στερηθείτε

εξακολ. μέλλ.

θα στερούμαι

θα στερείσαι

θα στερείται

θα στερούμαστε

θα στερείστε

θα στερούνται

συνοπτ. μέλλ.

θα στερηθώ

θα στερηθείς

θα στερηθεί

θα στερηθούμε

θα στερηθείτε

θα στερηθούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω στερηθεί (ή είμαι στερημένος)

έχεις στερηθεί

έχει στερηθεί

έχουμε στερηθεί

έχετε στερηθεί

έχουν στερηθεί

μτχ.

στερημένος, -η, -ο

υπερσ.

είχα στερηθεί (ή ήμουν στερημένος)

είχες στερηθεί

είχε στερηθεί

είχαμε στερηθεί

είχατε στερηθεί

είχαν στερηθεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω στερηθεί (ή είμαι στερημένος)

θα έχεις στερηθεί

θα έχει στερηθεί

θα έχουμε στερηθεί

θα έχετε στερηθεί

θα έχουν στερηθεί

Ρ8 θυμούμαι

ενεστ.

ορ. / υπ.

θυμούμαι & θυμάμαι

θυμάσαι

θυμάται

θυμόμαστε & θυμούμαστε

θυμάστε

θυμούνται

πρτ.

οριστ.

θυμόμουν

θυμόσουν

θυμόταν

θυμόμασταν

θυμόσασταν

θυμόνταν & θυμούνταν

αόρ.

οριστ.

θυμήθηκα

θυμήθηκες

θυμήθηκε

θυμηθήκαμε

θυμηθήκατε

θυμήθηκαν

υποτ.

θυμηθώ

θυμηθείς

θυμηθεί

θυμηθούμε

θυμηθείτε

θυμηθούν

προστ.

θυμήσου

θυμηθείτε

εξακολ. μέλλ.

θα θυμάμαι

θα θυμάσαι

θα θυμάται

θα θυμόμαστε

θα θυμάστε

θα θυμούνται

συνοπτ. μέλλ.

θα θυμηθώ

θα θυμηθείς

θα θυμηθεί

θα θυμηθούμε

θα θυμηθείτε

θα θυμηθούν

πρκ.

ορ. / υπ.

έχω θυμηθεί

έχεις θυμηθεί

έχει θυμηθεί

έχουμε θυμηθεί

έχετε θυμηθεί

έχουν θυμηθεί

υπερσ.

είχα θυμηθεί

είχες θυμηθεί

είχε θυμηθεί

είχαμε θυμηθεί

είχατε θυμηθεί

είχαν θυμηθεί

μέλλ. συντελ.

θα έχω θυμηθεί

θα έχεις θυμηθεί

θα έχει θυμηθεί

θα έχουμε θυμηθεί

θα έχετε θυμηθεί

θα έχουν θυμηθεί