Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Α άλφα

άβουλος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)

(ά-βου-λος)
[αρχ. βουλος < ἀ στερ. + βουλὴ (= γνώµη, σκέψη)]

αυτός που δεν έχει δική του θέληση, αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία:Στις δύσκολες στιγμές είναι συνήθως άβουλος, δεν παίρνει αποφάσεις. Συνών.: διστακτικός
Οικογ. Λέξ.: άβουλα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: χαρακτήρας, πλάσμα, πλήθος

αγανακτώ και αγαναχτώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. α-γα-να-κτώ, αόρ. αγανάκτησα, παθ. μτχ. αγανακτισμένος)
[αρχ. ἀγανακτῶ]

1. (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι:
Οι επιβάτες αγανάκτησαν από τη μεγάλη καθυστέρηση του αεροπλάνου.
2. (μτβ.) εκνευρίζω, εξοργίζω:
Μας αγανάκτησε με την αδικαιολόγητη επιμονή του.
Συνών: δυσφορώ, εξοργίζομαι, δυσανασχετώ (1)
Οικογ. Λέξ.: αγανάκτηση

αγγελία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(αγ-γε-λί-α)
[λόγ. < αρχ. ἀγγελία <ἂγγελος]

γραπτή ή προφορική είδηση, μήνυμα, πληροφορία: Διάβασα με χαρά την αγγελία του γάμου σου. Συνών.: γνωστοποίηση, ανακοίνωση
Σύνθ.: αγγελιοφόρος, εξαγγελία, παραγγελία, προαναγγελία, εισαγγελία
Οικογ. Λέξ: άγγελος, άγγελμα, αγγελτήριο
Προσδιορ.: έκτακτη, επίσημη, μικρή, χαρμόσυνη

αγέλη (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(α-γέ-λη)
[λόγ. < αρχ. γέλη <ἄγω (= οδηγώ)]

1. κοπάδια από ζώα, που ζουν ή βόσκουν μαζί: Το χειμώνα οι αγέλες των λύκων βρίσκουν πιο δύσκολα την τροφή τους.
2. (μτφ.) πλήθος ανθρώπων που παρασύρεται εύκολα: Μερικές φορές το πλήθος συμπεριφέρεται σαν αγέλη.
Συνών: μπουλούκι, μάζα (2)

αγενής, -ής, -ές

(Επίθετο, Ε9, έμψυχα)

(α-γε-νής, γεν. -ούς και -ή, -ούς και -ή, -ούς και -ή, πληθ. -είς, -είς, -ή)
[αρχ. ἀγενὴς < ἀ στερ. + γένος]

αυτός που δεν έχει τρόπους καλής συμπεριφοράς: Επειδή είναι αγενής, δεν κάνει εύκολα φίλους. Αντίθ.: ευγενικός
Συνών: αδιάκριτος, αναιδής
Οικογ.Λέξ.: αγενώς (επίρρ.), αγένεια

αγνοώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. α-γνο-ώ, αόρ. αγνόησα, παθ. αόρ. αγνοήθηκα, παθ. μτχ. αγνοημένος)
[αρχ. ἀγνοῶ< ἀ στερ. + γιγνώσκω]

1. (μτβ.) δεν ξέρω, δε γνωρίζω:
Αγνοεί την ιστορία του τόπου του. Αγνοώ ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του διπλανού διαμερίσματος.Αγνοούν ότι κατάγονται από την ίδια περιοχή.
2. (μτβ.) αδιαφορώ, δε δίνω σημασία, περιφρονώ κάποιον ή κάτι: Μας είδε χτες στην πλατεία, αλλά μας αγνόησε εντελώς.
Αντίθ: γνωρίζω, είμαι ενήμερος (1)
Οικογ. Λέξ.: άγνοια
Φράσεις: Αγνοείται η τύχη του (= δεν υπάρχουν γι’ αυτόν πληροφορίες)

άγνωστος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ά-γνω-στος)
[αρχ. ἂγνωστος < ἀ στερ. + γνωστὸς]

αυτός που δεν τον ξέρουμε, που δεν τον έχουμε ξαναδεί:
Ρωτούσε πληροφορίες για κάποιον άνθρωπο, που ήταν άγνωστος στο χωριό μας.
Αντίθ.: γνωστός
Συνών.: ανεξακρίβωτος, ανεπιβεβαίωτος
Προσδιοριζ.: περιβάλλον, αίτια (τα), παράγοντας, πτυχή, προέλευση, πηγή
Φράσεις: Ἂγνωστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Ὑψίστου (= όταν κάτι εξαρτάται από απροσδιόριστους παράγοντες)
Άγνωστο κείμενο (= αδίδακτο κείμενο)

αγορά (η)

(Ουσιαστικό, Ο18)

(α-γο-ρά)
[αρχ. ἀγορὰ< ἀγείρω (= συναθροίζω)]

1. η απόκτηση αγαθών με χρήματα:Η αγορά των επίπλων του σπιτιού μας έγινε με δόσεις.
2. καθορισμένος χώρος και τόπος στον οποίο γίνονται αγοραπωλησίες:Όλη η οικογένεια επισκέφτηκε τη λαϊκή αγορά της πόλης.
Αντίθ.: πώληση (1)
Συνών.: προμήθεια (1), παζάρι (2)
Σύνθ.: λαχαναγορά, ψαραγορά, κτηματαγορά, αγορανομία, αγοραπωλησία
Οικογ. Λέξ.: αγοράζω, αγοραστής,αγοραστός, αγορεύω, αγόρευση
Προσδιορ.: φτηνή, ακριβή, χρηματιστηριακή (1, 2), λαχειοφόρος (1), λαϊκή (2)
Φράσεις: Μαύρη αγορά (= για παράνομη πώληση)

αγορεύω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. α-γο-ρεύ-ω, αόρ. αγόρευσα)
[λόγ. < αρχ. ἀγορεύω < ἀγορὰ]

(αμτβ.) μιλώ σε δημόσια συγκέντρωση, βγάζω λόγο: Ο δικηγόρος αγόρευε για δύο ολόκληρες ώρες στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Σύνθ.: απαγορεύω, αναγορεύω, υπαγορεύω
Οικογ. Λέξ.: αγορά, αγορητής, αγόρευση

αγροίκος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε3, έμψυχα)

(αγ-ροί-κος)
[αρχ. ἀγροῖκος < ἀγρὸς + οἶκος]

αυτός που συμπεριφέρεται με άσχημο τρόπο, ο άξεστος, ο ακαλλιέργητος: Είναι αγροίκος και προσβάλλει συνεχώς τους άλλους.

Συνών.: τραχύς

αγρός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(α-γρός)
[αρχ. ἀγρὸς]

χωράφι, καλλιεργήσιμη γη: Στη Θεσσαλία καλλιεργούν απέραντους αγρούς με σιτηρά. Συνών.: κτήμα
Σύνθ.: αγροφύλακας, αγρόκτημα, αγροτεμάχιο, αγρανάπαυση (= σκόπιμη διακοπή της καλλιέργειας ενός αγρού)
Οικογ. Λέξ.: αγρότης, αγροτιά, αγροτικός

άγχος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(άγ-χος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[λόγ. ἂγχος < ἂγχω (= πνίγω)]

αγωνία, ανησυχία, ανασφάλεια:
Είχα πολύ μεγάλο άγχος για τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων.
Οικογ. Λέξ.: αγχώνω, αγχώδης, αγχωτικός
Προσδιορ.: ψυχοφθόρο, καθημερινό, έντονο

αγωγή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-γω-γή)
[λόγ. < αρχ. ἀγωγὴ < ἂγω (= οδηγώ)]

1. η καθοδήγηση των μικροτέρων από τους μεγαλυτέρους, η ανατροφή, η εκπαίδευση: Η αγωγή και η μόρφωση των νέων αποτελούν υποχρέωση κάθε πολιτείας.
2. προσφυγή σε δικαστήρια για δικαιώματα που έχουν παραβιαστεί:Κατέθεσε αγωγή στο δικαστήριο για τα ενοίκια που του χρωστούσαν.
Συνών.: διαπαιδαγώγηση, παιδεία (1)
Σύνθ.: καταγωγή, παραγωγή, αναγωγή, προαγωγή, διαγωγή, συναγωγή, προσαγωγή
Προσδιορ.: κοινωνική, κυκλοφοριακή, ηθική, θρησκευτική, ειδική, αισθητική, σεξουαλική (1)

αγωγός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(α-γω-γός)
[λόγ. < αρχ. ἀγωγὸς < ἂγω (= οδηγώ)]

1. σωλήνας ή αυλάκι μέσα από τον οποίο μεταφέρεται ή διοχετεύεται κάτι:Το φυσικό αέριο μεταφέρεται με αγωγό.
2. (φυσ.) υλικό που έχει ή δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει θερμική ή ηλεκτρική ενέργεια: Το ξύλο είναι κακός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού.
Σύνθ.: πετρελαιαγωγός, υδαταγωγός
Προσδιορ.: εναέριος, υπόγειος (1), καλός, κακός, ηλεκτρικός (2)

άδεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(ά-δει-α)
[αρχ. ἂδεια < ἀδεὴς <ἀ στερ. + δέος (= φόβος)]

1.η συγκατάθεση που δίνεται σε κάποιον να κάνει κάτι: Για να πάω στη διήμερη εκδρομή της τάξης μου, παίρνω πρώτα άδεια από τους γονείς μου.
2. έγγραφο που δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να κάνει κάτι: Έβγαλε άδεια για την ανέγερση πρώτης κατοικίας.
3. το δικαίωμα που έχει κάποιος να απουσιάσει από την εργασία του για ένα χρονικό διάστημα:Κράτησε την άδειά του για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Προσδιορ.: αναρρωτική, κανονική, εκπαιδευτική (3), προφορική, εικοσιτετράωρη (1, 3)

αδέξιος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε4, έμψυχα και άψυχα)

(α-δέ-ξι-ος)
[λόγ. < ελνστ. ἀ-δέξιος <ἀ στερ. + δεξιὸς (= ικανός)]

αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει κάτι σωστά, προσεκτικά και επιτυχημένα:Ο οδηγός φάνηκε αδέξιος, χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου σε μια απότομη στροφή του δρόμου. Αντίθ.: επιδέξιος, επιτήδειος
Προσδιοριζ.: οδηγός, τεχνίτης, χειρισμοί (οι), ενέργεια
Οικογ. Λέξ.: αδέξια (επίρρ.), αδεξιότητα

αδημονώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. α-δη-μο-νώ, πρτ.αδημονούσα, μτχ. ενεργ. ενεστ. αδημονώντας)
[αρχ. ἀδηµονῶ< ἀδήµων (= ανήσυχος)]

(μτβ.) περιμένω με αγωνία και ανησυχία, ανυπομονώ: Αδημονούσε να ξαναδεί και να φιλήσει το χώμα της πατρίδας, ύστερα από τριάντα χρόνια που βρισκόταν στην ξενιτιά. Συνών.: ανησυχώ, λαχταρώ
Οικογ. Λέξ.: αδημονία

αδιάβλητος, -η -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-διά-βλη-τος)
[λόγ. < αρχ. ἀδιάβλητος <ἀ στερ. + διαβλητὸς < διαβάλλω (= συκοφαντώ)]

αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη τιμιότητας και αμεροληψίας : Πρόκειται για έναν έντιμο και αδιάβλητο δικαστή.

Αντίθ.: διαβλητός
Συνών.: άμεμπτος, άψογος
Προσδιοριζ.: διαδικασίες (οι), διαγωνισμός, χαρακτήρας, εκλογές (οι)

αδιάκοπος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-διά-κο-πος)
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάκοπος <ἀ στερ. + διακόπτω]

που συμβαίνει συνέχεια, ασταμάτητος: Για να επιτύχεις το σκοπό σου, πρέπει να καταβάλεις αδιάκοπες προσπάθειες. Οικογ. Λέξ.: αδιάκοπα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: αγώνας, προσπάθεια, επιμονή, βροχή

αδιαλλαξία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-διαλ-λα-ξί-α, γεν. -ας, πληθ. – )
[λόγ. ἀδιαλλαξία <ἀ στερ. + διαλλάσσοµαι (= συµφιλιώνοµαι)]

η απροθυμία για οποιαδήποτε συνεννόηση και συμβιβασμό: Στις συνομιλίες των δύο πλευρών κυριάρχησαν η αδιαλλαξία και η άρνηση. Αντίθ.: διαλλακτικότητα, μετριοπάθεια
Συνών.: ισχυρογνωμοσύνη
Οικογ. Λέξ.: αδιάλλακτος, αδιάλλακτα (επίρρ.)
Προσδιορ.:ανεξήγητη, προκλητική

αδιάσειστος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-διά-σει-στος)
[λόγ.<ελνστ. ἀδιάσειστος < ἀ στερ. + διασείω (= κλονίζω)]

ακλόνητος, ατράνταχτος:Ο κατηγορούμενος υποστήριξε την αθωότητά του με αδιάσειστα επιχειρήματα. Συνών.: ακράδαντος
Οικογ. Λέξ.: αδιάσειστα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: απόδειξη, τεκμήριο, μαρτυρία, στοιχείο

αδίστακτος και αδίσταχτος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)

(α-δί-στα-κτος)
[λόγ. < ελνστ. ἀδίστακτος < ἀ στερ. + διστάζω]

αυτός που δεν έχει ενδοιασμούς και ηθικούς φραγμούς: Είναι αδίστα κτος μπροστά στην ικανοποίηση των προσωπικών φιλοδοξιών του. Αντίθ.: διστακτικός
Οικογ. Λέξ.: αδίστακτα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: δολοφόνος, απατεώνας, εκμεταλλευτής

αδράνεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-δρά-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ.ἀδράνεια <ἀ στερ. + δρανὴς < δραίνω < δρῶ]

1. έλλειψη δραστηριοποίησης, απραξία, νωθρότητα: Η αδράνεια της άμυνας οδήγησε στην ήττα της ομάδας ποδοσφαίρου.
2. (φυσ.) η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να διατηρούν την κατάσταση κίνησης ή ηρεμίας στην οποία βρίσκονται: Το λεωφορείο συνέχισε για λίγα μέτρα την κίνησή του λόγω της αδράνειας, παρά το φρενάρισμα του οδηγού.
Αντίθ.: δράση, δραστηριότητα, ενεργητικότητα (1)
Συνών.: ακινησία, στασιμότητα (1)
Οικογ. Λέξ.: αδρανώ, αδρανής, αδρανώς (επίρρ.), αδρανοποίηση
Προσδιορ.: εγκληματική, ανεξήγητη, ασυγχώρητη, αδικαιολόγητη, πλήρης, απόλυτη, χαρακτηριστική (1)

αειθαλής, -ής, -ές

(Επίθετο, Ε9, έμψυχα και άψυχα)

(α-ει-θα-λής, γεν.-ούς, -ούς, -ούς, πληθ. -είς, -είς, -ή)
[λόγ. ἀειθαλὴς < ἀεὶ (= πάντα) + θάλλω (= ανθίζω, ακµάζω)]

1. που έχει φύλλα χειμώνα και καλοκαίρι: ►Η ελιά είναι αειθαλές δέντρο.
2. (μτφ.) αυτός που έχει ζωντάνια, ο ακμαίος: ►
Παρά την προχωρημένη ηλικία του παρέμεινε αειθαλής και αγέραστος.
Αντίθ: φυλλοβόλος (1)
Συνών.: θαλερός, σφριγηλός, ακατάβλητος (2)
Προσδιοριζ.: φυτό, θάμνος, δέντρο (1)

αέρας και αγέρας (ο)

(Ουσιαστικό, Ο1)

(α-έ-ρας, γεν. -α, πληθ. -ηδες)
[µεσν. ἀέρας < αρχ. ἀὴρ]

1. το μείγμα των αερίων που περιβάλλει τη γη: ►Ο ατμοσφαιρικός αέρας περιέχει κυρίως άζωτο και οξυγόνο.
2. ο άνεμος: ►
Σηκώθηκε δυνατός αέρας και ξερίζωσε τα δέντρα.
3. (μτφ.) άνεση, ικανότητα, ευχέρεια: ►
Ανέβηκε στην έδρα με τον αέρα ενός ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του.
Σύνθ.: αερολιμένας, αεροσυνοδός, αεράμυνα, αεροπειρατεία, αεροφωτογραφία
Οικογ. Λέξ.: αέρινος, αεράτος, αέριος, αερίζω, αεράκι
Προσδιορ.: θαλασσινός, δροσερός, παγερός, μολυσμένος, πεπιεσμένος (1, 2)
Φράσεις:Λόγια του αέρα (= για λόγια που δεν έχουν αξία)
Του πήρε τον αέρα (= τον κάνει ό,τι θέλει)
Πιάνει πουλιά στον αέρα (= είναι πανέξυπνος)
Πήραν τα μυαλά του αέρα (= αποθρασύνθηκε)

αήττητος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-ήτ-τη-τος)
[λόγ. < αρχ. ἀήττητος <ἀ στερ. + ἡττῶµαι (= νικιέµαι)]

αυτός που δε νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί από κάποιον: Ο αθλητής της πυγμαχίας εμφανίστηκε αήττητος στο αγώνισμά του.

Αντίθ.: ηττημένος, νικημένος
Συνών.: ακαταμάχητος, ανίκητος
Οικογ.Λέξ.: αήττητα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: ομάδα, αθλητής, στρατός, στόλος

άθλος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(ά-θλος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[λόγ. < αρχ. ἆθλος]

σπουδαίο κατόρθωμα, κοπιαστική προσπάθεια, αγώνας: Η επίδοση του αθλητή της σφαίρας αποτελεί πραγματικό άθλο. Οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή είναι γνωστοί από τη μυθολογία. Σύνθ.: αθλοπαιδιά, αθλοθέτης (= αυτός που ορίζει το βραβείο), πένταθλο, δέκαθλο
Οικογ. Λέξ.: αθλούμαι, άθλημα, αθλητής, αθλητικός, άθληση
Προσδιορ.: οικονομικός, επιστημονικός

αθώος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε3, έμψυχα και άψυχα)

(α-θώ-ος)
[αρχ. ἀθῶος]

1. αυτός που θεωρείται ή αποδεικνύεται ότι τελικά δεν έκανε αυτό για το οποίο κατηγορείται: Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι από το δικαστήριο.
2. αυτός που δεν έχει πονηριά, ο αγνός: Ήταν ένα αθώο παιδί, γι’ αυτό παρασύρθηκε από τις κακές παρέες.
3. ακίνδυνος: Το κάπνισμα ποτέ δεν είναι αθώο, γιατί βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Αντίθ.: ένοχος (1)
Συνών: απονήρευτος, άκακος (2), αβλαβής (3)
Οικογ. Λέξ.: αθώα (επίρρ.), αθωώνω, αθώωση, αθωότητα, αθωωτικός

αίγλη (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(αί-γλη, γεν. -ης, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. αἲγλη]

φήμη, δόξα, λάμψη: Η παρουσία πολλών επισήμων έδωσε ξεχωριστή αίγλη στην εκδήλωση.

Συνών.: γόητρο, ακτινοβολία, μεγαλοπρέπεια
Οικογ. Λέξ.: Αγλαΐα
Προσδιορ.: αιώνια, ξεχωριστή, εξαιρετική

αίμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο39)

(αί-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν.-άτων)
[αρχ. αἷµα]

1. το κόκκινο ζωτικό υγρό που κυκλοφορεί στα αγγεία του σώματος των ανθρώπων και των ζώων:Κόπηκε στο χέρι του και έτρεξε πολύ αίμα. 2. η συγγένεια: Ο Κώστας και εγώ είμαστε από το ίδιο αίμα. Συνών: σόι, καταγωγή (2)
Σύνθ.: αιματοχυσία, αιμορραγία, αιματοκρίτης, αιμοδότης, αναιμία
Οικογ. Λέξ.: αιμάτωμα, αιματηρός, αιματηρά (επίρρ.)
Προσδιορ.: παγωμένο (1)
Φράσεις:Μου κόπηκε το αίμα (= τρομοκρατήθηκα)
Θα πάρω το αίμα μου πίσω (= θα εκδικηθώ)
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι (= εκνευρίστηκα)
Έφτυσα αίμα (= κουράστηκα πολύ)
Παροιμ.:M.Το αίμα νερό δε γίνεται, κι αν γίνεται δεν πίνεται.

αίνιγμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(αί-νιγ-μα, γεν.-ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων)
[λόγ. < αρχ. αἲνιγµα < αἰνίσσοµαι (= µιλώ αινιγµατικά)]

1. φράση σκόπιμα ασαφής, με νόημα που δεν κατανοείται και πρέπει κανείς να το μαντέψει:Το αίνιγμα «Ψηλός ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει» είναι γνωστό σε πολλούς.
2. καθετί που είναι δυσκολοερμήνευτο, αβέβαιο και μυστηριώδες: Η εξαφάνιση αυτού του ανθρώπου εξακολουθεί να παραμένει ένα αίνιγμα.
Συνών: μυστήριο, γρίφος (2)
Οικογ. Λέξ.: αινιγματικά (επίρρ.), αινιγματικός, αινιγματώδης
Προσδιορ.: διφορούμενο (1), ανεξήγητο, ακατανόητο (1, 2)

αίρεση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(αί-ρε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις)
[αρχ.αἳρεσις< αἱροῦµαι (= εκλέγω, προτιµώ)]

θρησκευτική διδασκαλία που διαφοροποιείται από το καθιερωμένο και επίσημο δόγμα:
Κατά καιρούς εμφανίστηκαν διάφορες αιρέσεις, που απασχόλησαν τη χριστιανική εκκλησία.
Σύνθ.: προαίρεση, καθαίρεση, εξαίρεση, διαίρεση, αφαίρεση
Προσδιορ.: καταδικαστέα

αισθάνομαι

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. αι-σθά-νο- μαι, παθ. αόρ. αισθάν-θηκα, μτχ. παθ. ενεστ.αισθανόμενος)
[αρχ. αἰσθάνοµαι]

1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω: Αισθάνθηκα έντονα το κρύο περπατώντας στο χιόνι.
2. (μτβ.) καταλαβαίνω την κατάσταση κάποιου, συναισθάνομαι:Αισθάνεται τις συνέπειες των πράξεών του.
3. (μτβ.) έχω προαίσθημα για κάτι:
Αισθάνομαι ότι όλα θα πάνε καλά.
Συνών.: διαισθάνομαι (3)
Οικογ. Λέξ.: αίσθημα, αισθηματίας, αισθηματικός, αισθητός, αισθητήριο, αισθητικός, αισθητική
Φράσεις.:Αισθάνομαι στο πετσί μου (= νιώθω έντονα)

αίτηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(αί-τη-ση, γεν.-ήσεως, -ης, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[αρχ. αἲτησις < αἰτῶ(= ζητώ)]

γραπτή κυρίως αναφορά σε δημόσια ή άλλη υπηρεσία με την οποία ζητούμε κάτι: Υπέβαλε αίτηση στο Δήμο, για να του χορηγήσουν πιστοποιητικό γεννήσεως. Σύνθ.: απαίτηση, παραίτηση
Προσδιορ.: ενυπόγραφη, πρωτοκολλημένη

αιφνιδιάζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. αι-φνι-δι-ά- ζω, αόρ. αιφνιδίασα, παθ. αόρ. αιφνιδιάστηκα, παθ. μτχ. αιφνιδιασμένος)
[µεσν. αἰφνιδιάζω]

(μτβ.) κάνω ή λέω κάτι που ξαφνιάζει τους άλλους, κάτι που δεν το περιμένουν: Ο ομιλητής με αυτά που είπε αιφνιδίασε το ακροατήριό του. Συνών: εκπλήσσω
Οικογ. Λέξ.: αιφνίδιος, αιφνιδιασμός, αιφνιδιαστικός, αιφνιδιαστικά (επίρρ.)

αιώνας (ο)

(Ουσιαστικό, Ο1)

(αι-ώ-νας)
[λόγ. < αρχ. αἰὼν]

1. χρονικό διάστημα εκατό χρόνων:
Τα ελαιόδεντρα ζουν περισσότερο από έναν αιώνα.
2. μεγάλο χρονικό διάστημα:Είχαμε έναν αιώνα να συναντηθούμε.
Συνών: εκατονταετία
Σύνθ.: αιωνόβιος, μεσαίωνας
Οικογ. Λέξ.: αιώνιος, αιώνια (επίρρ.), αιωνιότητα
Προσδιορ.: χρυσός, ένδοξος, λαμπρός, κλασικός

ακούσιος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε4, έμψυχα και άψυχα)

(α-κού-σι-ος)
[λόγ. < αρχ. ἀκούσιος <ἀ στερ. + ἑκούσιος]

αυτός που γίνεται χωρίς τη θέληση κάποιου:Υπήρξε ακούσιος μάρτυρας της συνομιλίας τους. Αντίθ.: εκούσιος, θελημένος, εσκεμμένος
Συνών.: αθέλητος
Οικογ.Λέξ.: ακούσια (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: ενέργεια, συμμετοχή, κίνηση

ακράδαντος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-κρά-δα-ντος)
[λόγ. < ελνστ. ἀκράδαντος <ἀ στερ. + κραδαίνω (= σείω)]

που παραμένει σταθερός, που δεν κλονίζεται: Οι αποδείξεις για την αθωότητά του είναι ακράδαντες. Αντίθ.: αμφίβολος
Συνών.: ακλόνητος, ατράνταχτος, αδιάσειστος
Οικογ. Λέξ.: κραδασμός, ακράδαντα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: πίστη

ακριβός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(α-κρι-βός)

Προσοχή!

ακριβά (επίρρ.) ( =πάρα πολύ)
►ακριβώς (επίρρ.) (= με ακρίβεια )

[µεσν. ἀκριβὸς < αρχ. ἀκριβὴς]

1. που έχει υψηλή τιμή, που κοστίζει πολύ: Αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο.
2. (μτφ.) πολυαγαπημένος, προσφιλής: Ακριβή μου Ελένη!
Αντίθ.: φτηνός, οικονομικός (1)
Συνών.: λατρευτός, φίλτατος (2)
Σύνθ.: πανάκριβος
Οικογ. Λέξ.: ακριβά (επίρρ.), ακρίβεια, ακριβαίνω
Παροιμ.: Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι

ακρόαση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-κρό-α-ση, γεν.-ης, -άσεως, πληθ. -άσεις, γεν. -άσεων)
[αρχ. ἀκρόασις < ἀκροῶµαι]

1. το να ακούει κανείς με προσοχή:
Η ακρόαση της ραδιοφωνικής εκπομπής είχε μεγάλη επιτυχία.
2. το να γίνεται κανείς δεκτός από επίσημα πρόσωπα, για να εκθέσει σ’ αυτά τα αιτήματά του: Ο υπουργός δέχτηκε σε ακρόαση τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
3. (ιατρ.) η εξέταση αρρώστου με το αυτί ή το ακουστικό: Από την ακρόαση του αρρώστου φάνηκε ότι αυτός ήταν καλά στην υγεία του.
Οικογ. Λέξ.: ακροώμαι, ακροατής, ακροαστικά
Προσδιορ.: δημόσια (1, 2), επίσημη (2)
Φράσεις:Ούτε φωνή ούτε ακρόαση (= για κάποιον που δεν έδωσε σημεία ζωής)

ακτίνα, αχτίνα και αχτίδα (η)

(Ουσιαστικό,Ο21)

(α-κτί-να)
[λόγ. < ελνστ. ἀκτῖνα < αρχ. ἀκτὶς]

1. η φωτεινή γραμμή που εκπέμπεται από τον ήλιο ή άλλο λαμπερό σώμα:Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν στο δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο.
2. (μαθημ.) το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει το κέντρο του κύκλου με την περιφέρεια:
Η ακτίνα του κύκλου είναι το μισό της διαμέτρου.
Συνών.: ημιδιάμετρος (2)
Σύνθ.: ακτινολόγος, ακτινογράφηση
Οικογ. Λέξ.: ακτινωτός, ακτινίδιο
Προσδιορ.: εκτυφλωτική, πολύχρωμη, υπέρυθρες (οι) (1)

αλαζονεία(η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-λα-ζο-νεί-α γεν. -ας, πληθ. – )
[λόγ. < αρχ. ἀλαζονεία < ἀλαζονεύοµαι]

η υπέρμετρη περηφάνια και περιφρόνηση προς τους άλλους: Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται συνήθως από αλαζονεία και εγωισμό. Αντίθ.: μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, σεμνότητα
Συνών.: υπεροψία, κομπασμός, έπαρση
Προσδιορ.: παθολογική, αφάνταστη, υπερβολική

αλήθεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-λή-θει-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. - )
[αρχ. ἀλήθεια < ἀληθὴς < ἀ στερ.+ λῆθος (= λησµονιά)]

1. καθετί που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά συμβαίνει ή υπάρχει: Η αλήθεια είναι ότι εφέτος είχαμε βαρύ χειμώνα.
2. κάτι που είναι αποδεδειγμένο και δε δέχεται αμφισβήτηση: Ορισμένες επιστημονικές αλήθειες είναι γνωστές από τα αρχαία χρόνια.
3. (ως επίρρ.) πράγματι:
Είναι, στ' αλήθεια, ένας εξαίρετος επιστήμονας.
Αντίθ.: ψέμα, ψεύδος, ψευτιά (1)
Συνών.: πραγματικότητα (1), γεγονός (2), πραγματικά (3)
Σύνθ.: αναλήθεια, φιλαλήθεια
Οικογ. Λέξ.: αληθής, αληθινός, αληθεύω
Προσδιορ.: αναμφισβήτητη, απόλυτη, επιστημονική (1, 2)

αλληλεγγύη (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(αλ-λη-λεγ-γύ-η, γεν. -ης, πληθ. – )
[µτγν. ἀλληλεγγύη]

αμοιβαία αλληλοβοήθεια ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα:Οι μαθητές συγκέντρωσαν τρόφιμα, δείχνοντας την αλληλεγγύη τους στα παιδιά της Αφρικής.

Συνών.: συμπαράσταση, αλληλοϋποστήριξη
Προσδιορ.: κοινωνική, επαγγελματική

αλλοδαπός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(αλ-λο-δα-πός)
[λόγ. < αρχ. ἀλλοδαπὸς]

αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα:Στην Ελλάδα ζουν τα τελευταία χρόνια πολλοί αλλοδαποί. Αντίθ.: ημεδαπός
Προσδιοριζ.: εργάτης, τουρίστας, φοιτητής
Φράσεις:Ζει στην αλλοδαπή (= ζει στο εξωτερικό)

αλλοίωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(αλ-λοί-ω-ση, γεν.-ης, πληθ. -ώσεις, γεν. -ώσεων)
[λόγ. < αρχ.ἀλλοίωσις < ἀλλοιῶ < ἀλλοῖος]

1. αλλαγή ή μεταβολή προς το χειρότερο: Η αλλοίωση που εμφανίζει η εικόνα της τηλεόρασης οφείλεται σε βλάβη του πομπού.
2. νόθευση, παραποίηση:Η αλλοίωση του εγγράφου δε γίνεται πάντοτε εύκολα αντιληπτή.
3. αποσύνθεση, σήψη: Η αλλοίωση στα κρέατα του ψυγείου ήταν προχωρημένη.

Συνών.: μετατροπή (1), παραχάραξη, πλαστογράφηση (2), σάπισμα (3)

αλτρουισμός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(αλ-τρου-ι-σμός, γεν. -ού, πληθ. – )
[µτγν. αλτρουισµός< γαλλ. altruisme < λατ. alter (= άλλος)]

αγάπη και φροντίδα προς τους άλλους, χωρίς να υπάρχει προσωπικό όφελος:
Δείχνει πάντοτε αισθήματα φιλίας και αλτρουισμού προς όλους τους συμπατριώτες του.
Συνών.: φιλαλληλία
Οικογ. Λέξ.: αλτρουιστής, αλτρουιστικός, αλτρουιστικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: έμφυτος, φυσικός

άλωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(ά-λω-ση, γεν. -ης,-ώσεως, πληθ. -ώσεις, γεν. -ώσεων)
[λόγ. < αρχ. ἃλωσις < ἁλίσκοµαι (= κυριεύοµαι)]

1. η κατάληψη οχυρωμένης θέσης, ιδίως πόλης, με βίαια μέσα: Η άλωση του κάστρου έγινε ύστερα από πολύμηνη πολιορκία.
2. (κεφ.) η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους: Η Άλωση της Πόλης έγινε το 1453.
Συνών.: κατάκτηση, κυρίευση, εκπόρθηση

αμάθεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-μά-θει-α, γεν.-ας, πληθ. – )
[αρχ.ἀµαθία < ἀµαθὴς]

η έλλειψη γνώσεων: ►Η αμάθειά του τον οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές.

Αντίθ.: γνώση, πολυμάθεια
Συνών.: άγνοια, αγραμματοσύνη

αμελώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. α-με-λώ, αόρ. αμέλησα, παθ. αόρ.αμελήθηκα, παθ. μτχ.αμελημένος)
[αρχ. ἀµελῶ< ἀµελὴς]

(μτβ.) δε φροντίζω να κάνω κάτι, παραμελώ, αδιαφορώ:
Τον τελευταίο καιρό αμελεί τις υποχρεώσεις του.Μην αμελήσεις να μου στείλεις το βιβλίο που σου ζήτησα.
Αντίθ.: φροντίζω, νοιάζομαι, μεριμνώ
Συνών.: παραβλέπω
Σύνθ.: παραμελώ
Οικογ. Λέξ.: αμελής, αμελώς (επίρρ.), αμέλεια, αμελητέος

άμιλλα (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(ά-μιλ-λα, γεν. -ας, πληθ. – )
[λόγ. < αρχ. ἃµιλλα]

ο συναγωνισμός ανάμεσα σε πρόσωπα για διάκριση και υπεροχή, χωρίς ανταγωνισμό και αντιπαλότητα: Η ευγενής άμιλλα μεταξύ των μαθητών οδηγεί σε καλύτερες επιδόσεις. Σύνθ.: εφάμιλλος, απαράμιλλος
Προσδιορ.: ευγενής, διαρκής

αμοιβή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-μοι-βή)
Προσοχή! αμείβω αλλά αμοιβή!
[αρχ. ἀµοιβὴ< ἀµείβω]

1. τα χρήματα που παίρνει κάποιος για τη δουλειά που κάνει: Η αμοιβή ενός υπαλλήλου εξαρτάται και από τα χρόνια υπηρεσίας του.
2. βραβείο, έπαινος ή διάκριση που δίνεται σε κάποιον: Το χειροκρότημα του κοινού είναι η μεγαλύτερη αμοιβή για κάθε καλλιτέχνη.
Συνών.: μισθός, πληρωμή (1), επιβράβευση, ανταμοιβή (2)
Σύνθ.: ανταμοιβή
Οικογ. Λέξ.: αμείβω, αμοιβαίος, αμοιβαία (επίρρ.), αμοιβαιότητα
Προσδιορ.: γενναία, νόμιμη (1), ηθική, συμβολική (2), υλική (1, 2)

άμυνα (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(ά- μυ-να, γεν. -ας, -ύνης, πληθ. – )
[αρχ. ἂµυνα < ἀµύνω (= υπερασπίζω)]

1. απόκρουση επίθεσης ή άλλου κινδύνου:
Η ηρωική άμυνα των στρατιωτών εμπόδισε την εισβολή των εχθρών στη χώρα.
2. όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται, για να αντιμετωπιστεί ένας κίνδυνος: Τα εμβόλια είναι η καλύτερη άμυνα κατά διαφόρων ασθενειών.
Αντίθ.: επίθεση, έφοδος (1)
Συνών.: αντίσταση, υπεράσπιση, προάσπιση (1)
Σύνθ.: αεράμυνα, αυτοάμυνα
Οικογ. Λέξ.: αμύνομαι, αμυντικός, αμυντικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: αντιαεροπορική, εθνική, σθεναρή (1), νόμιμη, παθητική (1, 2)

αμφιβάλλω

(Ρήμα)

(ενεστ. αμ-φι-βάλ-λω, αόρ. αμφέβαλα)
[αρχ. ἀµφιβάλλω < ἀµφὶ + βάλλω (= ρίχνω γύρω)]

(αμτβ., μτβ.) δεν είμαι βέβαιος για κάτι, έχω επιφυλάξεις: Αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σου.Αμφιβάλλω αν θα βρεθεί αγοραστής για το αυτοκίνητό σου. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η προσφορά του στην επιστήμη υπήρξε μεγάλη. Συνών.: διστάζω, αμφιταλαντεύομαι
Οικογ. Λέξ.: αμφίβολος, αμφιβολία

αμφισβητώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. αμ-φι-σβη-τώ, αόρ. αμφισβήτησα, παθ. αόρ. αμφισβητήθηκα, παθ. μτχ. αμφισβητημένος)
[αρχ. ἀµφισβητῶ]

(μτβ.) φέρνω αντιρρήσεις, δε δέχομαι κάτι ως αληθινό ή ορθό: Ποτέ δεν αμφισβήτησα την εξυπνάδα και την ωριμότητά σου. Μερικοί αμφισβήτησαν ότι η ομάδα μας νίκησε δίκαια. Αντίθ.: παραδέχομαι, αποδέχομαι
Συνών.: αμφιβάλλω
Οικογ. Λέξ.: αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος, αμφισβητίας

αναβολή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-να-βο-λή)
[αρχ. ἀναβολὴ < ἀναβάλλω]

η μετάθεση μιας πράξης για το μέλλον: Ο διαιτητής αποφάσισε την αναβολή του αγώνα εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών.

Οικογ. Λέξ.: αναβάλλω, αναβλητικός, αναβλητικότητα
Προσδιορ.: απαράδεκτη, δικαιολογημένη, μεγάλη, μικρή, τελευταία

αναγκάζω

(Ρήμα, Ρ4)

(α-να-γκά-ζω, αόρ. ανάγκασα, παθ. αόρ. αναγκάστηκα, παθ. μτχ. αναγκασμένος)
[αρχ. ἀναγκάζω < ἀνάγκη]

(μτβ.) υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι που δε θέλει, επιβάλλω κάτι με τη βία:Η φτώχεια ανάγκασε πολλούς να φύγουν από τα χωριά και να μεταναστεύσουν στις πόλεις.Ανάγκασε τον αντίπαλο να παραδοθεί. Συνών.: εξαναγκάζω, πιέζω, καταπιέζω
Σύνθ.: εξαναγκάζω, καταναγκάζω
Οικογ. Λέξ.: ανάγκη, αναγκαίος, αναγκαιότητα, αναγκασμός, αναγκαστικός, αναγκαστικά (επίρρ.)

αναγνωρίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(α-να-γνω-ρί-ζω, αόρ. αναγνώρισα, παθ. αόρ. αναγνωρίστηκα, παθ. μτχ. αναγνωρισμένος)
[λόγ. < αρχ. ἀναγνωρίζω]

1. (μτβ.) θυμάμαι κάποιον ή κάτι που γνώρισα στο παρελθόν: Άλλαξες τόσο πολύ που με δυσκολία σε αναγνώρισα.
2. (μτβ.) παραδέχομαι κάτι ως αληθινό και έγκυρο, ομολογώ: Αναγνώρισε αμέσως ότι είχε κάνει λάθος.
Χωρίς δισταγμό αναγνώρισε ποιο ήταν το σωστό.
3. (μτβ.) δείχνω την εκτίμησή μου προς κάποιον ή κάτι: Η πολιτεία αναγνώρισε την προσφορά του στην πατρίδα.
Συνών.: αποδέχομαι (2), εκτιμώ, επιβραβεύω (3)
Οικογ. Λέξ.: αναγνώριση, αναγνωριστικός, αναγνωριστικά (επίρρ.), αναγνωρίσιμος
Φράσεις: Δε σε αναγνωρίζω! (= για να δείξουμε έκπληξη ή δυσαρέσκεια σε κάποιον)

ανάδοχος (ο, η)

(Ουσιαστικό, Ο16)

(α-νά-δο-χος)
[µτγν. ἀνάδοχος < αρχ. ἀναδέχοµαι]

1. αυτός που αναλαμβάνει την ευθύνη να εκτελέσει ένα έργο: Ανάδοχος του αεροδρομίου είναι μία ξένη εταιρεία.
2. αυτός που δίνει το όνομα στο μωρό, ο νονός: Ο ιερέας ρώτησε τον ανάδοχο για το όνομα του μωρού.
Συνών.: εργολάβος, κατασκευαστής (1)
Προσδιορ.: αρχικός, κύριος, αξιόπιστος (1), υποψήφιος (1, 2)

αναδρομή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-να-δρο-μή)
[µτγν. ἀναδροµὴ < ἀνὰ + δροµὴ ]

επιστροφή στα περασμένα, στα προηγούμενα: Το βιβλίο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004 περιέχει μια σύντομη αναδρομή στις προηγούμενες Ολυμπιάδες. Συνών.: επαναφορά
Οικογ. Λέξ.: αναδρομικός, αναδρομικά (επίρρ.), αναδρομικότητα
Προσδιορ.: ευχάριστη, ιστορική,σύντομη, νοσταλγική

αναζήτηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-να-ζή-τη-ση, γεν.-ης, -ήσεως, πληθ.-ήσεις)
[λόγ. < αρχ. ἀναζήτησις < ἀναζητῶ]

επίμονη προσπάθεια για να βρεθεί κάποιος ή κάτι, έρευνα: Η αναζήτηση στέγης απασχολεί κάθε χρόνο χιλιάδες φοιτητές. Συνών.: διερεύνηση
Οικογ. Λέξ.: αναζητώ
Προσδιορ.: άμεση, επίμονη, επίπονη, επιστημονική, συστηματική, πνευματικές (οι), καλλιτεχνικές (οι)

αναίδεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-ναί-δει-α,γεν.-ας, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. ἀναίδεια < ἀναιδὴς < ἀν στερ. + αἰδὼς (= ντροπή)]

έλλειψη ντροπής ή διακριτικότητας, θρασύτητα:Η αναίδειά του ξεπέρασε κάθε όριο. Αντίθ.: σεμνότητα
Συνών.: αδιαντροπιά, αυθάδεια
Οικογ. Λέξ.: αναιδής, αναιδώς (επίρρ.)
Προσδιορ.: πρωτοφανής, απίστευτη, αχαρακτήριστη, μεγάλη

ανακαίνιση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-να-καί-νι-ση, γεν.-ης, -ίσεως, πληθ.–ίσεις, γεν. -ίσεων)
[µτγν. ἀνακαίνισις < ἀνακαινίζω <ἀνὰ + καινὸς (= καινούργιος)]

δίνω καινούργια μορφή σ' ένα παλιό κτίριο ή χώρο μέσα από διάφορες επισκευές, βελτιώσεις, επιδιορθώσεις: Οδηγηθήκαμε σε πλήρη ανακαίνιση του σπιτιού μας. Συνών.: ανανέωση, αναμόρφωση
Οικογ. Λέξ.: ανακαινίζω, ανακαινιστής, ανακαινιστικός
Προσδιορ.: γενική, μερική, ολική, τέλεια

ανακαλύπτω

(Ρήμα, Ρ2)

(α-να-κα-λύ-πτω, αόρ.ανακάλυψα, παθ. αόρ. ανακαλύφθηκα)
[λόγ. < αρχ. ἀνακαλύπτω < ἀνὰ + καλύπτω]

1. (μτβ.) βρίσκω πρώτος και κάνω γνωστό κάτι που ήταν άγνωστο ως τώρα:
Ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική το 1492.
2. (μτβ.) φανερώνω, αποκαλύπτω: ►Η αστυνομία ανακάλυψε ποιος έκλεψε το αυτοκίνητο. Ανακάλυψε ότι τελικά ήταν άλλος ο ένοχος της κλοπής.
Αντίθ.: κρύβω, σκεπάζω (2)
Οικογ. Λέξ.: ανακάλυψη

ανακαλώ

(Ρήμα, Ρ6)

(α-να-κα-λώ, αόρ. ανακάλεσα, παθ. αόρ.ανακλήθηκα, παθ.μτχ. ανακλημένος)
[αρχ. ἀνακαλῶ< ἀνὰ + καλῶ]

1. (μτβ.) καλώ κάποιον να επιστρέψει: Η κυβέρνηση ανακάλεσε τον πρεσβευτή για διαβουλεύσεις.
2. (μτβ.) ακυρώνω, καταργώ, παίρνω κάτι πίσω:Ο κατηγορούμενος ανακάλεσε την πρώτη κατάθεσή του.
Συνών.: επαναφέρω (1), απoσύρω, αναιρώ (2)
Οικογ. Λέξ.: ανάκληση
Φράσεις: ►Ανακαλώ στην τάξη (= επαναφέρω στην τάξη)
►Ανακαλώ στη μνήμη (= ξαναθυμάμαι)

ανακοίνωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-να-κοί-νω-ση, γεν.-ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[αρχ. ἀνακοίνωσις < ἀνακοινῶ]

1. γνωστοποίηση μιας είδησης, αναγγελία: Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών θα αρχίσει αργά το βράδυ.
2. παρουσίαση πορισμάτων επιστημονικής έρευνας: Στο τελευταίο ιατρικό συνέδριο έγιναν σημαντικές επιστημονικές ανακοινώσεις για το διαβήτη.
Συνών. δημοσίευση (1)
Οικογ. Λέξ.: ανακοινώνω, ανακοινώσιμος, ανακοινωθέν (το)
Προσδιορ.: αποκαλυπτική, αυστηρή, επίσημη, λακωνική, έκτακτη, επείγουσα (1), γραπτή, προφορική (1, 2)

ανακούφιση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-να-κού-φι-ση, γεν.-ης, πληθ. - )
[αρχ. ἀνακούφισις < ἀνὰ + κουφίζω < κοῦφος (= ελαφρός)]

ελάφρυνση ή απαλλαγή από σωματικό πόνο ή ψυχικό βάρος: Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση από τα καλά αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων.

Συνών.: ξαλάφρωμα
Οικογ. Λέξ.: ανακουφίζω, ανακουφιστικός
Προσδιορ.: βαθιά, μεγάλη, προσωρινή, πραγματική, ψυχική

ανάκριση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-νά-κρι-ση, γεν.-ης, -ίσεως, πληθ.-ίσεις)
[αρχ. ἀνάκρισις < ἀνακρίνω]

λεπτομερειακή εξέταση, για να εξακριβωθεί η αλήθεια:
Ο δράστης ομολόγησε τη ληστεία που διέπραξε ύστερα από πολύωρη ανάκριση.
Σύνθ.: προανάκριση
Οικογ. Λέξ.: ανακρίνω, ανακριτής,ανακρίτρια, ανακριτικός
Προσδιορ.: συστηματική, νόμιμη, παράνομη, πολύωρη, εξονυχιστική

ανακύκλωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α - ν α - κ ύ - κ λ ω - σ η , γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[µτγν. ἀνακύκλωσις]

επεξεργασία άχρηστου υλικού ώστε να γίνει δυνατή η επαναχρησιμοποίησή του:
Η ανακύκλωση του χαρτιού βοηθάει σημαντικά στην προστασία του δάσους.
Οικογ. Λέξ.: ανακυκλώνω, ανακυκλώσιμος

αναλφαβητισμός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

( α - ν α λ - φ α - β η - τ ι - σμός, γεν. -ού, πληθ. –)
[µτγν.ἀναλφαβητισµὸς < αντιδάν. γαλλ. analphabétisme]

το να μην ξέρει κάποιος να διαβάζει και να γράφει:
Ο αναλφαβητισμός είναι ένα από τα βασικά προβλήματα των χωρών της Αφρικής.
Οικογ. Λέξ.: αναλφάβητος
Προσδιορ.: λειτουργικός

αναμονή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-να-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. – )
[µτγν. ἀναµονὴ < αρχ. ἀναµένω]

το να περιμένει κανείς κάποιον ή κάτι: Η αναμονή στη στάση του λεωφορείου ήταν ολιγόλεπτη. Οικογ. Λέξ.: αναμένω
Προσδιορ.: ανώφελη, εκνευριστική, κουραστική, πολύωρη
Φράσεις: Λίστα αναμονής (= κατάλογος ατόμων για μια θέση σε αεροπορική πτήση)

αναμφισβήτητος -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-ναμ-φι-σβή-τη-τος)
[αρχ. ἀναµφισβήτητος < ἀν στερ. + ἀµφισβητῶ]

αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει αντίρρηση ή αμφιβολία, ο βέβαιος:Είναι ένας επιστήμονας με αναμφισβήτητο κύρος. Αντίθ.: αμφισβητούμενος, αμφίβολος
Συνών.: αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος
Οικογ. Λέξ.: αναμφισβήτητα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: αξία, γεγονός

ανάπαυση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-νά-παυ-ση, γεν.-ης, -αύσεως, πληθ.-)
[αρχ. ἀνάπαυσις < ἀναπαύω]

1. διακοπή από σωματική ή πνευματική εργασία, ξεκούραση: Μου χρειάζεται ανάπαυση για μερικές ημέρες.
2. παράγγελμα στη γυμναστική για προσωρινή χαλάρωση: ►Ανάπαυση!
Αντίθ.: προσοχή (2)
Συνών.: ανάπαυλα
Σύνθ.: αγρανάπαυση, ημιανάπαυση
Οικογ. Λέξ.: αναπαύομαι, αναπαυτικός, αναπαυτικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: αιώνια, απαραίτητη, μεσημεριανή (1)

ανάρρωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-νάρ-ρω-ση, γεν.-ης, -ώσεως, πληθ.-ώσεις, γεν. -ώσεων)
[µτγν. ἀνάρρωσις < ἀναῤῥώνυµι]

η διαδικασία αποκατάστασης της υγείας ενός αρρώστου: Η καλή ψυχολογία βοήθησε στη γρήγορη ανάρρωσή του. Οικογ. Λέξ.: αναρρώνω, αναρρωτικός, αναρρωτήριο
Προσδιορ.: ταχεία, γρήγορη, δύσκολη

ανασκαφή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-να-σκα-φή, γεν. -ής, πληθ. -ές)
[µτγν. ἀνασκαφὴ < αρχ. ἀνασκάπτω]

προσεκτικό σκάψιμο στη γη, με σκοπό την ανεύρεση και μελέτη αρχαίων αντικειμένων: Οι συστηματικές ανασκαφές στη Βεργίνα οδήγησαν στον τάφο του Φιλίππου. Οικογ. Λέξ.: ανασκάπτω, ανασκαφικός
Προσδιορ.: αρχαιολογική, αποκαλυπτική, συστηματική, πολύχρονη, επίπονη

ανάσταση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-νά-στα-ση, γεν.-ης, -άσεως, πληθ. -άσεις, γεν. -άσεων)
[αρχ. ἀνάστασις < ἀνίστηµι (= σηκώνω)]

1. επαναφορά ενός νεκρού στη ζωή: Το Σάββατο, πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, γιορτάζουμε την ανάσταση του Λαζάρου.
2. η γιορτή της Ανάστασης του Χριστού, το Πάσχα: Η Ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο γεγονός της χριστιανοσύνης.
Σύνθ.: νεκρανάσταση
Οικογ. Λέξ.: ανασταίνω, αναστάσιμος
Προσδιορ.: αληθινή, μέλλουσα (1)
Φράσεις: Ανάστα ο Κύριος (= για μεγάλη αναστάτωση και φασαρία)

ανατρέπω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. α-να-τρέ-πω, αόρ. ανέτρεψα, παθ. αόρ. ανατράπηκα)
[αρχ. ἀνατρέπω]

1. (μτβ.) ρίχνω κάποιον ή κάτι από τη θέση του, αναποδογυρίζω, γκρεμίζω:
Τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που ανέτρεψαν τις βάρκες των ψαράδων.
2. (μτβ.) αποδεικνύω ότι κάτι είναι λάθος ή ψέμα: Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα με τον τροχονόμο, μας είπε διάφορα αστεία και έτσι ανέτρεψε την εικόνα που είχαμε ότι ήταν πάντα σοβαρός και αμίλητος.
Συνών.: αναστρέφω (1), αναιρώ, ακυρώνω (2)
Οικογ. Λέξ.: ανατροπή, ανατρεπτικός, ανατρέψιμος

ανατροφή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-να-τρο-φή, γεν. -ής, πληθ. – )
[λόγ. < ελνστ. ἀνατροφὴ < αρχ. ἀνατρέφω]

1. φροντίδα για τη σωματική και την πνευματική ανάπτυξη ενός ανηλίκου:
Διέθεσαν πολύ χρόνο για την ανατροφή του παιδιού τους.
2. η κατάλληλη διαπαιδαγώγηση: Είναι ένας άνθρωπος με πολύ καλή ανατροφή.
Συνών.: μεγάλωμα (1), διάπλαση (2)
Οικογ. Λέξ.: ανατρέφω
Προσδιορ.: καλή, κακή, φιλελεύθερη, κοινωνική, οικογενειακή (1, 2)

άναυδος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)

(ά-ναυ-δος)
[αρχ. ἂναυδος < ἀν στερ. + αὐδὴ (= φωνή)]

αυτός που έχασε προσωρινά τη φωνή του από έκπληξη, θαυμασμό, συγκίνηση ή φόβο: Το πλήθος παρακολουθούσε άναυδο την επιχείρηση διάσωσης των τραυματιών. Συνών.: άφωνος, άλαλος

ανδρεία και αντρεία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(αν-δρεί-α, γεν.-ας, πληθ. – )
[αρχ. ἀνδρεία < ἀνδρεῖος < ἀνὴρ]

παλικαριά, γενναιότητα:Στον πόλεμο του 1940 οι Έλληνες ξεχώρισαν για την αντρεία που έδειξαν. Αντίθ.: ανανδρία, δειλία, λιποψυχία
Συνών.: γενναιοψυχία
Οικογ. Λέξ.: ανδρείος, αντρειωμένος, αντρειοσύνη

ανεκτικός -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)

(α-νε-κτι-κός)
[µτγν. ἀνεκτικὸς < ἀνέχοµαι]

αυτός που δείχνει ανοχή και υπομονή: Ο διαιτητής του αγώνα ήταν ανεκτικός στο σκληρό παιχνίδι των ποδοσφαιριστών. Συνών.: διαλλακτικός, επιεικής
Οικογ. Λέξ.: ανέχομαι, ανοχή, ανεκτός, ανεκτικότητα

ανέκφραστος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-νέκ-φρα-στος)
[µτγν. ἀνέκφραστος < ἀν στερ. + ἐκφράζω < ἐκ + φράζω (= λέγω)]

1. αυτός που δεν εκφράζει, που δεν εκδηλώνει κανένα συναίσθημα: Ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε ανέκφραστος τις καταθέσεις των μαρτύρων.
2. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια:Η συγκίνηση που ένιωσε για την επιτυχία του παιδιού της ήταν ανέκφραστη.
Συνών.: ανείπωτος (1)
Οικογ. Λέξ.: ανέκφραστα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: βλέμμα, πρόσωπο (1)

άνεργος , -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)

(ά-νερ-γος)
[αρχ. ἂνεργος < ἀν στερ. + ἒργον]

αυτός που δεν έχει ή δε βρίσκει δουλειά:Οι άνεργοι πτυχιούχοι αυξάνονται ανησυχητικά. Αντίθ.: εργαζόμενος
Οικογ. Λέξ.: ανεργία
Προσδιοριζ.: νέος, οικογενειάρχης, γυναίκα

ανέφικτος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-νέ-φι-κτος)
[µτγν. ἀνέφικτος < ἀν στερ. + ἐφικτὸς]

που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί: Η κατάκτηση της σελήνης έμοιαζε με ανέφικτο επίτευγμα πριν από λίγες δεκαετίες. Αντίθ.: εφικτός, κατορθωτός
Συνών.: ακατόρθωτος, απραγματοποίητος

ανέχεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-νέ-χει-α, γεν.-ας, πληθ. – )
[λόγ. ἀνέχεια < ἀν στερ. + ἒχω]

έλλειψη των απαραίτητων αγαθών για να ζήσει κάποιος, η φτώχεια:Έζησε μια ζωή μέσα στη στέρηση και την ανέχεια. Συνών.: φτώχεια, ένδεια
Προσδιορ.: γενική, απόλυτη, μεγάλη

ανησυχία (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-νη-συ-χί-α)
[µεσν. ἀνησυχία < ἀνήσυχος < ἀν στερ. + ἣσυχος]

1. έλλειψη ηρεμίας, αναστάτωση, ψυχική ταραχή, αγωνία: Τα λόγια του προκάλεσαν ζωηρή ανησυχία στο πλήθος.
2. (συνήθ. στον πληθ.) έφεση για έρευνα, αναζήτηση:Έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Αντίθ.: ησυχία, ηρεμία, γαλήνη (1)
Συνών.: αναταραχή (1), ενδιαφέροντα (2)
Προσδιορ.: απερίγραπτη, ανεξήγητη (1), καλλιτεχνική, πνευματική (2)

άνθος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(άν-θος, γεν. -ους, πληθ. -η, γεν. -έων)
[λόγ. < αρχ. ἂνθος]

το μέρος του φυτού στο οποίο παράγεται ο καρπός, το λουλούδι: Τα άνθη της λεμονιάς μυρίζουν όμορφα. Συνών.: ανθός
Σύνθ.: ανθοπώλης, ανθοφορώ, ανθοστόλιστος, ανθόσπαρτος
Προσδιορ.: ευωδιαστό, μυρωδάτο, εξωτικό
Φράσεις: Στο άνθος της ηλικίας (= στη νεότητά του)

ανιστόρητος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-νι-στό-ρη-τος)
[µτγν. ἀνιστόρητος < ἀν στερ. + ἱστορῶ (= διηγούµαι)]

1. αυτός που δεν ξέρει ιστορία: ►Είναι τόσο ανιστόρητος, που δεν ξέρει πότε έγινε η ελληνική επανάσταση.
2. που δεν μπορεί να εξιστορηθεί: Είναι ανιστόρητα τα βάσανα που πέρασε.
Οικογ. Λέξ.: ανιστορώ, ανιστόρητα (επίρρ.)

ανοικοδόμηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(ά-νοι-κο-δό-μη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. –ή-σεων)
[αρχ. ἀνοικοδόµησις < ἀνοικοδοµῶ < ἀνὰ + οἰκοδοµῶ]

1. το χτίσιμο από την αρχή:
Η ανοικοδόμηση της εκκλησίας ύστερα από το σεισμό ήταν αναγκαία.
2. (μτφ.) ανόρθωση, ανασυγκρότηση: Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, οι κυβερνήσεις φρόντισαν για την ανοικοδόμηση των χωρών τους.
Αντίθ.: κατεδάφιση, γκρέμισμα (1)
Συνών.: ανακατασκευή, αναστήλωση (1), αποκατάσταση (2)
Οικογ. Λέξ.: ανοικοδομώ, ανοικοδομητικός

ανόρθωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-νόρ-θω-ση, γεν.-ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις, γεν. -ώσεων)
[µτγν. ἀνόρθωσις < ἀνορθῶ < ἀνὰ + ὀρθῶ]

η επαναφορά σε προηγούμενη καλή κατάσταση, αναστήλωση: Πραγματοποιήθηκε η ανόρθωση του ερειπωμένου ναού. Σύνθ.: επανόρθωση, παλινόρθωση

ανοσία (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-νο-σί-α γεν. -ας, πληθ. – )
[µτγν. ἀνοσία < ἀ στερ. + νόσος]

η ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίζει τα μικρόβια:Τα εμβόλια εξασφαλίζουν ανοσία από διάφορες αρρώστιες. Σύνθ.: ανοσοποιώ, ανοσοποιητικός

ανταμοιβή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-ντα-μοι-βή)
[λόγ. < ελνστ. ἀνταµοιβὴ < ἀνταµείβω]

ό,τι προσφέρεται ή γίνεται για ανταπόδοση ή πληρωμή:
Η επιτυχία του στο Πανεπιστήμιο ήταν η καλύτερη ανταμοιβή των κόπων του.
Συνών.: επιβράβευση
Προσδιορ.: τιμητική, ανάλογη, νόμιμη, γενναία

αντανάκλαση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-ντα-νά-κλα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις, γεν. -άσεων)
[µτγν. ἀντανάκλασις < ἀντανακλῶ]

1. το φαινόμενο κατά το οποίο επιστρέφουν το φως και ο ήχος, όταν πέφτουν πάνω σε μια επιφάνεια: Η αντανάκλαση του φωτός είναι φαινόμενο που εξετάζει η Φυσική.
2. (μτφ.) αντίκτυπος, έμμεση ενέργεια: Η επιτυχία της ομάδας μας είχε αντανάκλαση σε όλη την τοπική κοινωνία.
Συνών.: ανάκλαση
Οικογ. Λέξ.:αντανακλαστικός, αντανακλαστικά (επίρρ.)

ανταπόκριση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-ντα-πό-κρι-ση, γεν. -ης, -ίσεως, πληθ. -ίσεις, γεν. -ίσεων)
[µτγν. ἀνταπόκρισις < ἀνταποκρίνοµαι]

1. θετική αντίδραση σε κάποιο κάλεσμα: Οι εκκλήσεις των «Γιατρών χωρίς σύνορα» βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση.
2. ειδήσεις που στέλνει απεσταλμένος δημοσιογράφος: Στην εφημερίδα υπήρχε μια ανταπόκριση από το Πεκίνο.
Συνών.: ρεπορτάζ (2)
Οικογ. Λέξ.: ανταποκρίνομαι, ανταποκριτής
Προσδιορ.: τηλεφωνική, αμερόληπτη, εμπιστευτική (2)

αντέχω

(Ρήμα)

(ενεστ. α-ντέ-χω, αόρ. άντεξα, μτχ. ενεργ. ενεστ. αντέχοντας)
[αρχ. ἀντέχω < ἀντὶ + ἒχω]

1.(μτβ.) έχω δύναμη:Αντέχει να αντιμετωπίσει το βαρύ χειμώνα.
2. (μτβ.) αντιμετωπίζω με υπομονή: Αντέχει τις ιδιοτροπίες του γείτονά του.
3. (μτβ.) αντιστέκομαι σε κάτι: Τα φράγμα δεν άντεξε την πίεση του νερού και κατέρρευσε.
Συνών.: υπομένω (2)
Οικογ. Λέξ.: αντοχή, ανθεκτικός, ανθεκτικότητα

αντήχηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-ντή-χη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων )
[µτγν. ἀντήχησις < ἀντηχῶ]

η επανάληψη ενός ήχου από την αντανάκλαση σε κάποια επιφάνεια: Η αντήχηση της φωνής του ακούστηκε δυνατά στην άδεια αίθουσα. Συνών.: αντίλαλος, ηχώ
Οικογ. Λέξ.: αντηχώ, αντηχητικά (επίρρ.)

αντίδραση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-ντί-δρα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις, γεν. -άσεων)
[µτγν.ἀντίδρασις < ἀντιδρῶ < ἀντὶ +δρῶ]

1. ενέργεια που γίνεται, για να εξουδετερωθεί κάποια άλλη: Η αντίδραση του οργανισμού στα διάφορα μικρόβια είναι συνεχής.
2. (φυσ.) η ίση και αντίθετη δύναμη που αναπτύσσει ένα σώμα, όταν δέχεται την επίδραση μιας άλλης δύναμης: Η κίνηση των πυραύλων γίνεται με αντίδραση, δηλ. με εκτίναξη αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση.
3. (χημ.) φαινόμενο που προκαλείται από την επίδραση μιας ουσίας πάνω σε άλλη: Η ένωση οξυγόνου και υδρογόνου προκαλεί αντίδραση από την οποία δημιουργείται το νερό.
Οικογ. Λέξ.: αντιδραστήρας, αντιδραστήριο, αντιδραστικός, αντιδραστικότητα

αντίθεση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-ντί-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις, γεν. -έσεων)
[αρχ. ἀντίθεσις < ἀντιτίθηµι < ἀντὶ +τίθηµι]

1. η διαφορά που προκύπτει από την τοποθέτηση ενός πράγματος απέναντι στο άλλο: Υπάρχει έντονη αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο χρώματα.
2. διαφωνία: Υπάρχει μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στις δύο απόψεις που διατυπώθηκαν.

Συνών.: αντιπαράθεση (1), ασυμφωνία (2)
Προσδιορ.: απόλυτη, χαρακτηριστική, πολιτική, κοινωνική (2)

αντιπαθώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. α-ντι-πα-θώ, αόρ. αντιπάθησα)
[µτγν. ἀντιπαθῶ < ἀντὶ + παθεῖν < πάσχω]

(μτβ.) αισθάνομαι απέχθεια για κάποιον ή για κάτι: Αντιπαθώ εκείνους που λένε ψέματα. Αντίθ.: συμπαθώ
Συνών.: απεχθάνομαι, αποστρέφομαι
Οικογ. Λέξ.: αντιπαθής, αντιπάθεια, αντιπαθητικός, αντιπαθητικά (επίρρ.)

αντίστροφος,-η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-ντί-στρο-φος)
[αρχ. ἀντίστροφος< ἀντιστρέφω < ἀντὶ + στρέφω]

που έχει αντίθετη διεύθυνση ή φορά από την κανονική ή την προηγούμενη:Το πλοίο υποχρεώθηκε να ακολουθήσει αντίστροφη πορεία και να επιστρέψει στο λιμάνι. Συνών.: αντίθετος, ανάποδος, αντεστραμμένος
Προσδιοριζ.: μέτρηση, κίνηση, κλάσματα (τα)
Φράσεις: Αντίστροφη μέτρηση (= η μέτρηση προς τα πίσω)
►Αντίστροφοι αριθμοί (= οι αριθμοί που έχουν γινόμενο τη μονάδα)

αντωνυμία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-ντω-νυ-μί-α, γεν.-ας, πληθ. -ες, γεν. -ιών)
[µτγν. ἀντωνυµία< ἀντὶ + ὂνυµα (=όνοµα)]

κλιτή λέξη που τη χρησιμοποιούμε στη θέση ονόματος, ουσιαστικού ή επιθέτου: Τις δεικτικές αντωνυμίες τις χρησιμοποιούμε, όταν δείχνουμε κάτι.

ανύπαρκτος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-νύ-παρ-κτος)
[µτγν. ἀνύπαρκτος< ἀν στερ. + ὑπαρκτὸς < ὑπάρχω]

που δεν υφίσταται, ο φανταστικός: Αναζητούσε το φίλο του σε μια ανύπαρκτη οδό. Αντίθ.: υπαρκτός, πραγματικός
Συνών.: ανυπόστατος
Οικογ. Λέξ.: ανύπαρκτα (επίρρ.), ανυπαρξία

άνωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(ά-νω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. – )
[λόγ. ἂνωσις < ἂνω+ ὠθῶ]

(φυσ.) η ώθηση που δέχεται προς τα επάνω κάθε σώμα που βυθίζεται σε υγρό ή αέριο: Ο νόμος της άνωσης των σωμάτων ανακαλύφθηκε από τον Αρχιμήδη.

αξία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-ξί-α)
[αρχ. ἀξία < ἂξιος]

1. ο υπολογισμός σε χρήματα ενός πράγματος, η τιμή : Η αξία της ακίνητης περιουσίας του ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια.
2. η χρησιμότητα, η σπουδαιότητα ενός ατόμου ή ενός αντικειμένου: Το έργο του έχει μεγάλη καλλιτεχνική αξία.
3. (πληθ.) για κάτι που αναγνωρίζεται ως αληθινό, ωραίο και καλό και το οποίο προσπαθούμε να πετύχουμε στη ζωή μας: Η ελευθερία και η δικαιοσύνη είναι σταθερές κοινωνικές αξίες.
Συνών.: κόστος (1), ιδανικά (3)
Σύνθ.: υπεραξία
Οικογ. Λέξ.: αξίζω, άξιος, άξια (επίρρ.), αξιοσύνη, αξίωση
Προσδιορ.: αγοραστική, ονομαστική (1), ανυπολόγιστη, υλική (1, 2), επιστημονική, καλλιτεχνική, ιστορική, πνευματική (2, 3), ανεκτίμητη (1, 2, 3)

αξιοπιστία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-ξι-ο-πι-στί-α, γεν.-ας, πληθ. – )
[λόγ. < ελνστ. ἀξιοπιστία < ἀξιόπιστος< ἂξιος + πίστις]

το να εμπνέει κάποιος εμπιστοσύνη: Η αξιοπιστία του μάρτυρα ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί. Αντίθ.: αναξιοπιστία
Σύνθ.: αναξιοπιστία
Οικογ. Λέξ.: αξιόπιστος, αξιόπιστα (επίρρ.)

αξιοπρέπεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-ξι-ο-πρέ-πει-α, γεν. -ας, πληθ. – )
[µεσν. ἀξιοπρέπεια < ἀξιοπρεπὴς]

ο σεβασμός, η ευγένεια στους τρόπους, η σοβαρότητα: Συμπεριφέρθηκε με αξιοπρέπεια, παρά την προσβολή που του έγινε. Αντίθ.: μικροπρέπεια
Συνών.: ευπρέπεια, κοσμιότητα

αξίωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-ξί-ω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ.-ώσεις, γεν. -ώσεων)
[αρχ. ἀξίωσις < ἀξιῶ ]

απαίτηση που πηγάζει από κάποιο δικαίωμα:Επειδή είμαι καθημερινός πελάτης σου, έχω την αξίωση να με προσέχεις περισσότερο. Σύνθ.: απαξίωση
Προσδιορ.: υπερβολική, αδικαιολόγητη, παράλογη, αβάσιμη
Φράσεις: Έργο αξιώσεων (= αξιόλογο)

άοκνος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ά-οκ-νος)
[αρχ. ἂοκνος <ἀ στερ. + ὂκνος (= δισταγµός, φόβος)]

ακούραστος: Οι μαθητές κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για την επιτυχία της σχολικής γιορτής. Αντίθ.: οκνηρός, νωθρός
Συνών.: ακαταπόνητος
Οικογ. Λέξ.: άοκνα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: προσπάθεια

αόριστος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-ό-ρι-στος)
[λόγ. < αρχ. ἀόρι-στος <ἀ στερ. + ὁρίζω]

1. που δεν είναι συγκεκριμένος, καθορισμένος, ο ασαφής, ο αβέβαιος:Έδωσε αόριστες υποσχέσεις για το χρόνο ολοκλήρωσης του έργου.
2. ιστορικός χρόνος του ρήματος, που φανερώνει ότι κάτι έγινε στο παρελθόν με συντομία: Ο αόριστος του ρήματος διαβάζω είναι «διάβασα».
Συνών.: ακαθόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής (1)
Σύνθ: αοριστολογώ, αοριστολογία
Αντίθ.: καθορισμένος
Οικογ.Λέξ.: αόριστα (επίρρ.), αοριστία
Προσδιοριζ.: υποσχέσεις (οι) (1)

απαγγέλλω και –λνω

(Ρήμα)

(ενεστ. α-παγ-γέλ-λω, αόρ. απάγγειλα, απήγγειλα, παθ. αόρ. απαγγέλθηκα)
[αρχ. ἀπαγγέλλω< ἀπὸ + ἀγγέλλω < ἂγγελος]

(μτβ.) εκφωνώ με τέχνη πεζό κείμενο ή ποίημα:Οι μαθητές απάγγειλαν ποιήματα στη σχολική γιορτή για την 25η Μαρτίου. Οικογ. Λέξ.: απαγγελία, απαγγελτικός
Φράσεις:Απαγγέλλω κατηγορία (= διατυπώνω κατηγορία)

απάθεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-πά-θει-α, γεν. -ας, πληθ. – )
[αρχ. ἀπάθεια < ἀπαθὴς < ἀ στερ. + πάθος]

αναισθησία, αδιαφορία:
Ήταν εντυπωσιακή η απάθειά του μπροστά στο δράμα που ζούσε ο γείτονάς του.
Οικογ. Λέξ.: απαθής

απαισιοδοξία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-παι-σι-ο-δο-ξί-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[λόγ. ἀπαισιοδοξία< ἀπ στερ. + αἰσιόδοξος < µεταφρ. δάν. γαλλ. pessimiste]

το να τα βλέπει κανείς όλα από την άσχημη πλευρά, χωρίς ελπίδα: Υπάρχει μεγάλη απαισιοδοξία για το αποτέλεσμα του ποδοσφαιρικού αγώνα της Κυριακής. Αντίθ.: αισιοδοξία
Συνών: πεσιμισμός
Οικογ. Λέξ.: απαισιοδοξώ, απαισιόδοξος
Προσδιορ.: αδικαιολόγητη, ανεξήγητη, μεγάλη

απαιτώ

(Ρήμα, Ρ6)

(ενεστ. α-παι-τώ, αόρ. απαίτησα, παθ. αόρ.απαιτήθηκα, παθ.μτχ. ενεστ. απαιτούμενος)
[λόγ. < αρχ. ἀπαιτῶ < ἀπὸ + αἰτῶ]

(μτβ.) ζητώ επίμονα κάτι, αξιώνω να μου δώσουν αυτό που μου ανήκει:Οι εργαζόμενοι απαιτούν να ενισχυθούν τα εισοδήματά τους. Το κράτος απαιτεί την εφαρμογή των νόμων. Οικογ. Λέξ.: απαίτηση, απαιτητικός

απαλλάσσω

(Ρήμα, Ρ3)

(ενεστ. α-παλ-λάσ-σω, αόρ. απάλλαξα, παθ. αόρ. απαλλάχτηκα, παθ. μτχ. απαλλαγμένος)
[λόγ. < αρχ. ἀπαλλάσσω < ἀπὸ+ ἀλλάσσω]

1. (μτβ.) απομακρύνω κάτι δυσάρεστο από κάποιον: Η συστηματική μελέτη τον απάλλαξε από το άγχος των εξετάσεων.
2. (μτβ.) αθωώνω: Το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες.
Συνών.: απελευθερώνω (1)
Οικογ. Λέξ.: απαλλαγή, απαλλακτικός

απασχόληση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πα-σχό-λη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[µτγν. ἀπασχόλησις < µεταφρ. δάν. αγγλ. employment]

1. δραστηριότητα με ορισμένο θέμα και σκοπό:Οι κατασκηνώσεις είναι μια ευχάριστη καλοκαιρινή απασχόληση.
2. η εργασία, το επάγγελμα:
Μετά τις σπουδές έρχεται το πρόβλημα της απασχόλησης.
Σύνθ.: υποαπασχόληση
Οικογ. Λέξ.: απασχολώ
Προσδιορ.: ευχάριστη, μόνιμη, προσωρινή (1, 2), πλήρης (2)

απείθεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-πεί-θει-α, γεν.-ας, πληθ. – )
[λόγ. < αρχ. ἀπείθεια < ἀπειθὴς <ἀ στερ. + πείθω]

η άρνηση υπακοής σε κανόνες ή εντολές: Η απείθεια σε απόφαση δικαστηρίου τιμωρείται από το νόμο με πρόστιμο ή φυλάκιση. Συνών.: απειθαρχία, ανυπακοή
Οικογ. Λέξ.: απειθής
Προσδιορ.: αξιόποινη, πρωτοφανής

απεικόνιση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πει-κό-νι-ση, γεν.-ης, -ίσεως, πληθ. -ίσεις )
[µεσν. ἀπεικόνισις< ἀπὸ + εἰκονίζω]

πιστή περιγραφή ενός γεγονότος ή ενός πράγματος:
Το διήγημά του είναι μια πιστή απεικόνιση της αγροτικής ζωής.
Συνών.: αναπαράσταση
Οικογ. Λέξ.: απεικονίζω
Προσδιορ.: πραγματική, πιστή, συνολική

άπειρος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ά-πει-ρος)
[αρχ. ἂπειρος <ἀ στερ. + πέρας (=τέλος)]

1. απέραντος, ατέλειωτος:Του χρωστάω άπειρη ευγνωμοσύνη.
2. αυτός που είναι πολύ μεγάλος και δεν μπορεί να μετρηθεί:Μαζεύτηκε άπειρο πλήθος, για να ακούσει την ομιλία του.
3. αυτός που δεν έχει πείρα:
Είναι ακόμα άπειρος στη δουλειά του και γι' αυτό χρειάζεται τη βοήθειά σας.
Αντίθ.: πεπερασμένος (1), μετρήσιμος (2)
Συνών.: απεριόριστος (1), αναρίθμητος, αμέτρητος, ανυπολόγιστος (2)
Σύνθ.: απειροελάχιστος, απειράριθμος
Οικογ. Λέξ.: άπειρα (επίρρ.), απείρως (επίρρ.)
Αντίθ.: έμπειρος, πεπειραμένος (3)
Συνών.: αμάθητος (3)
Σύνθ.: απειροπόλεμος (3)
Οικογ. Λέξ.: άπειρα (επίρρ.), απειρία (3)

απελευθερώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. α-πε-λευ-θε-ρώ-νω, αόρ. απελευθέρωσα, παθ. αόρ. απελευθερώθηκα, παθ. μτχ. απελευθερωμένος)
[λόγ. ἀπελευθερώνω <ἀπελευθερῶ < ἀπὸ + ἐλεύθερος]

1. (μτβ.) δίνω σε κάποιον την ελευθερία του, ξεσκλαβώνω: Το 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη.
2. (μτβ.) (μτφ.) γλιτώνω κάποιον από κάτι κακό: ►Προσπαθούσε να απελευθερωθεί από το φόβο των εξετάσεων.
Αντίθ.: σκλαβώνω, υποδουλώνω, φυλακίζω (1)
Οικογ. Λέξ.: απελευθέρωση, απελευθερωτής, απελευθερωτικός
Φράσεις: Απελευθέρωση των τιμών (= ο πωλητής βάζει όποια τιμή θέλει)

απεργία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-περ-γί-α, γεν.-ας, πληθ. -ες, γεν.-ών)
[µτγν. ἀπεργία < ἀπεργὸς < ἀπὸ + ἒργον]

οργανωμένη αποχή εργαζομένων από τη δουλειά τους, για να διαμαρτυρηθούν ή να ζητήσουν την ικανοποίηση αιτημάτων:Οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία με κύριο αίτημα να μη γίνουν απολύσεις. Σύνθ.: απεργοσπάστης
Οικογ. Λέξ.: απεργώ, απεργός, απεργιακός
Προσδιορ.: γενική, παράνομη, εικοσιτετράωρη, λευκή, πανελλαδική, πανεργατική, προειδοποιητική

απιστία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(α-πι-στί-α)
[λόγ. < αρχ. ἀπιστία< ἀ στερ. + πίστη]

το να μην πιστεύει κανείς σε κάποιον ή σε κάτι:Η απιστία του Θωμά στην Ανάσταση του Κυρίου αναφέρεται στα Ευαγγέλια. Αντίθ.: πίστη
Οικογ. Λέξ.: άπιστος, απιστώ, άπιστα (επίρρ.)
Προσδιορ.: ασυγχώρητη, συζυγική, εμπορική
Φράσεις: Απιστία υπαλλήλου (= αδίκημα υπαλλήλου που με πρόθεση ζημιώνει το δημόσιο)

άπληστος -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)

(ά-πλη-στος)
[αρχ. ἂπληστος]

αυτός που ζητάει παραπάνω απ' όσα έχει ή χρειάζεται, ο πλεονέκτης:Είναι ένας άπληστος άνθρωπος, που ενδιαφέρεται μόνο για τα υλικά πλούτη. Αντίθ.: ολιγαρκής
Συνών.: ακόρεστος
Οικογ. Λέξ.: άπληστα (επίρρ.), απληστία
Προσδιοριζ.: άνθρωπος

άπνοια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(ά-πνοι-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[µτγν. ἂπνοια < ἂπνους]

η απουσία ανέμου:
Επικρατούσε τόσο μεγάλη άπνοια, που δεν κουνιόταν ούτε φύλλο.
Συνών.: νηνεμία, γαλήνη, μπουνάτσα

απόβαση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πό-βα-ση, γεν.-ης, -άσεως, πληθ.-άσεις)
[λόγ. < αρχ. ἀπόβασις < ἀποβαίνω]

έξοδος στρατιωτικών δυνάμεων από τα πλοία στην ξηρά με σκοπό την κατάληψη μιας περιοχής: Η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία έγινε το 1944. Οικογ. Λέξ.: αποβιβάζομαι, αποβίβαση, αποβατικός
Προσδιορ.: γρήγορη, εικονική, επικίνδυνη, εχθρική, μαζική, συμμαχική

απογοητεύω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. α-πο-γο-η-τεύ-ω αόρ. απογοήτευσα, παθ. αόρ. απογοητεύτηκα, παθ. μτχ. απογοητευμένος)
[λόγ. ἀπογοητεύω< γαλλ. desenschanter]

(μτβ.) κάνω κάποιον να χάσει την ελπίδα, αποθαρρύνω, απελπίζω: Με απογοήτευσε η εξέλιξη της υπόθεσης. Συνών.: αποκαρδιώνω
Οικογ. Λέξ.: απογοήτευση, απογοητευτικός, απογοητευτικά (επίρρ.)

απόδειξη (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πό-δει-ξη, γεν.-ης, -είξεως, πληθ. -είξεις, γεν. -είξεων)
[αρχ. ἀπόδειξις < ἀποδείκνυµι]

1. κάθε στοιχείο που βεβαιώνει ότι κάτι είναι αληθινό ή υπαρκτό: Δε βρέθηκαν αποδείξεις για την ενοχή του.
2. γραπτή βεβαίωση που πιστοποιεί παραλαβή ή παράδοση πραγμάτων, χρημάτων κ.λπ.: Πλήρωσα το λογαριασμό του νερού και κράτησα την απόδειξη.
Συνών.: πειστήριο (1), αποδεικτικό στοιχείο (2)
Οικογ. Λέξ.: αποδεικνύω, αποδεικτικός
Προσδιορ.: αδιάσειστη, ισχυρή, μοναδική, ουσιαστική, πειστική (1), ενυπόγραφη, εξοφλητική (2)

αποδημητικός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)

(α-πο-δη-μη-τι-κός)
[λόγ. < αρχ. ἀποδηµητικὸς < ἀποδηµῶ]

αυτός που ταξιδεύει σε άλλους τόπους: Τα χελιδόνια είναι αποδημητικά πουλιά που πηγαίνουν σε θερμές χώρες, για να περάσουν το χειμώνα. Συνών: διαβατάρικος, ταξιδιάρικος
Οικογ. Λέξ.: απόδημος, αποδημώ, αποδημία, αποδήμηση
Προσδιοριζ: πουλί, πτηνό

αποκάλυψη (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πο-κά-λυ-ψη, γεν.-ης, -ύψεως, πληθ.-ύψεις)
[λόγ.< ελνστ. ἀποκάλυψις < ἀποκαλύπτω]

η φανέρωση και η γνωστοποίηση άγνωστων ή κρυφών στοιχείων: Οι μάρτυρες έκαναν συγκλονιστικές αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της δίκης.

Αντίθ.: απόκρυψη
Συνών.: φανέρωμα
Οικογ. Λέξ.: αποκαλύπτω, αποκαλυπτικός, αποκαλυπτικά (επίρρ.), αποκαλυπτήριος
Προσδιορ.: εντυπωσιακή, σπουδαία, συγκλονιστική

αποκτώ και αποχτώ,

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. α-πο-κτώ, αόρ. απέκτησα – απόκτησα, παθ. αόρ. αποκτήθηκα, παθ. μτχ. αποκτημένος)
[µεσν. ἀποκτῶ < ἀπὸ + κτῶ (= κατέχω)]

(μτβ.) κάνω κάτι δικό μου, κερδίζω:Με τη μελέτη αποκτάς συνεχώς νέες γνώσεις. Οικογ. Λέξ.: απόκτηση, απόκτημα

απολύμανση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πο-λύ-μαν-ση, γεν. -ης, -άνσεως, πληθ. -άνσεις)
[λόγ. ἀπολύµανσις< ἀπολυµαίνοµαι < µεταφρ. δάν. γαλλ. désinfection]

καθαρισμός με ειδικά φάρμακα για την εξόντωση μικροβίων: Στην αρχή της σχολικής χρονιάς έγινε απολύμανση των αιθουσών του σχολείου. Οικογ. Λέξ.: απολυμαίνω, απολυμαντής, απολυμαντικός
Προσδιορ.: γενική, προληπτική, τακτική

απομνημόνευση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πο-μνη-μό-νευ-ση, γεν. -ης, -εύ-σεως, πληθ. –εύσεις, γεν. -εύσεων)
[αρχ. ἀποµνηµόνευσις]

το να μαθαίνει κανείς κάτι απέξω: Έχει μεγάλη ικανότητα στην απομνημόνευση αριθμών και χρονολογιών. Συνών.: αποστήθιση, παπαγαλία
Οικογ. Λέξ.: απομνημονεύω, απομνημονεύματα (τα)

απόρρητος ,-η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(α-πόρ-ρη-τος)
[λόγ. < αρχ. ἀπόῤῥητος <ἀπ στερ. +ῥητὸς < λέγω]

που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, που πρέπει να κρατηθεί μυστικός:Το έγγραφο που έστειλε ο υπουργός ήταν απόρρητο και γι' αυτό δεν έμαθε κανείς το περιεχόμενό του. Συνών: κρυφός, απόκρυφος
Προσδιοριζ: έγγραφο, επιστολή, διαταγή
Φράσεις:Ο εξ απορρήτων (= ο μυστικοσύμβουλος)
Τραπεζικό απόρρητο(= η υποχρέωση των τραπεζών να κρατούν μυστικά τα στοιχεία των πελατών)

απορρίπτω

(Ρήμα)

(ενεστ. α-πορ-ρί-πτω, αόρ. απέρριψα, παθ. αόρ. απορρίφθηκα)
[αρχ. ἀποῤῥίπτω < ἀπὸ + ῥίπτω]

1. (μτβ.) δε δέχομαι, αποδοκιμάζω:
Ο διευθυντής του σχολείου απέρριψε το αίτημα των μαθητών για εκδρομή.
2. (μτβ.) δεν κρίνω κάποιον άξιο για εισαγωγή, προαγωγή, απόλυση κ.λπ.:Ο καθηγητής απέρριψε τους αδιάβαστους μαθητές.
Οικογ. Λέξ.: απόρριψη, απορριπτικός, απορριπτέος, απορρίμματα (τα)

αποσύνθεση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-πο-σύν-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις)
[λόγ. ἀποσύνθεσις< ἀπὸ + σύνθεσις]

1. (χημ.) αλλοίωση οργανικής ουσίας που συνοδεύεται από σήψη:
Τα ψάρια βρέθηκαν ξεχασμένα σ' ένα κιβώτιο σε κατάσταση αποσύνθεσης.
2. (μτφ.) παράλυση της πειθαρχίας σ' ένα οργανωμένο σύνολο:Ύστερα από το πρώτο τέρμα που δέχτηκε η ποδοσφαιρική ομάδα μας, άρχισε η σταδιακή αποσύνθεσή της.
Συνών.: αποδιοργάνωση, διάλυση (2)
Οικογ. Λέξ.: αποσυνθέτω
Προσδιορ.: αργή, βαθμιαία, σταδιακή, προχωρημένη (1, 2), χημική (1), κοινωνική (2)

αποτέλεσμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(α-πο-τέ-λε-σμα, γεν. -ατος, πληθ.-ατα)
[λόγ. < αρχ. ἀποτέλεσµα < ἀποτελῶ (= ολοκληρώνω)]

1. η κατάληξη μιας πράξης ή ενός γεγονότος: Οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι κάτοικοι του χωριού οδήγησαν τελικά σε θετικά αποτελέσματα.
2. η τελική κρίση και απόφαση σε μια διαδικασία εξέτασης: Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο.

Συνών.: έκβαση (1)
Οικογ. Λέξ.: αποτελώ, αποτελεσματικός, αποτελεσματικά (επίρρ.), αποτελεσματικότητα
Προσδιορ.: αντίθετο, βέβαιο (1, 2), αναμενόμενο, θετικό, ποθούμενο (1, 2)

απρόσιτος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-πρό-σι-τος)
[µτγν. ἀπρόσιτος < ἀ στερ. + προσιτὸς]

αυτός που δεν μπορεί να τον πλησιάσει κάποιος:Η κορυφή του Ολύμπου είναι απρόσιτη για τους πολλούς. Αντίθ.: προσιτός, προσπελάσιμος
Συνών.: απλησίαστος, απροσπέλαστος, δυσπρόσιτος
Προσδιοριζ.: κορυφή, τιμές (οι)

απτόητος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)

(α-πτό-η-τος)
[λόγ. <ελνστ. ἀπτόητος < ἀ στερ. + πτοῶ (= αποθαρ-ρύνω)]

αυτός που δε φοβάται και δεν υποχωρεί μπροστά στα εμπόδια: Συνέχισε απτόητος τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή. Συνών.: άφοβος, ατρόμητος
Οικογ. Λέξ.: απτόητα (επίρρ.)

αρετή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-ρε-τή)
[αρχ. ἀρετὴ ]

1. ηθική ανωτερότητα, σεβασμός στους ηθικούς κανόνες: Σε ολόκληρη τη ζωή του τον διέκριναν η αρετή και η ευγένεια.
2. το προτέρημα, το προσόν: Η πιο σημαντική αρετή του είναι η ειλικρίνειά του.
Συνών.: ηθικότητα (1)
Σύνθ.: πανάρετος
Προσδιορ.: σπουδαία, σπάνια, πολεμική, πολιτική (1, 2), κοινωνική, χριστιανική (1)

άρθρο (το)

(Ουσιαστικό, Ο32)

(άρ-θρο)
[αρχ. ἂρθρον]

1. (γραμμ.) το κλιτό μέρος του λόγου που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα:Η γλώσσα μας έχει το οριστικό και το αόριστο άρθρο.
2. δημοσίευμα στο οποίο αναπτύσσεται κάποιο θέμα: Το κύριο άρθρο της εφημερίδας αναφέρεται στην εκπαίδευση.
3. κάθε διάταξη νόμου ή καταστατικού: Υπάρχουν ειδικά άρθρα του νόμου που αναφέρονται στη μετανάστευση.
Σύνθ.: αρθρογράφος, αρθρογραφώ, αρθρογραφία, έναρθρος, άναρθρος
Οικογ. Λέξ.: αρθρώνω, άρθρωση
Προσδιορ.: ενυπόγραφο, ανώνυμο, συκοφαντικό, πρωτοσέλιδο

αρμόδιος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε4, έμψυχα)

(αρ-μό-δι-ος)
[λόγ. < αρχ. ἁρµόδιος < ἁρµόζω]

αυτός που είναι υπεύθυνος για ένα θέμα, ο κατάλληλος: Στην εφορία εξυπηρετηθήκαμε αμέσως από τον αρμόδιο υπάλληλο. Συνών: ειδικός
Σύνθ.: αναρμόδιος
Οικογ. Λέξ.: αρμόδια - αρμοδίως (επίρρ.), αρμοδιότητα
Προσδιοριζ.: υπάλληλος, άνθρωπος, δικαστήριο, υπηρεσία

αρμονία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(αρ-μο-νί-α)
[αρχ. ἁρµονία < ἃρµων]

1. σωστή αναλογία, ταίριασμα :Τα σπίτια του χωριού βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία με το φυσικό τοπίο.
2. (μτφ.) ομόνοια, σύμπνοια: Στις αποφάσεις που έπαιρναν επικρατούσαν αρμονία και ομοφωνία.
Αντίθ.: ασυμμετρία (1), δυσαρμονία (1, 2)
Συνών.: συμμετρία (1), συμφωνία (2)
Σύνθ.: δυσαρμονία
Οικογ. Λέξ.: αρμονικός, αρμονικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: θαυμαστή, μουσική (1), κοινωνική, πλήρης (1, 2)

άρτιος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε4, έμψυχα και άψυχα)

(άρ-τι-ος)
[αρχ. ἂρτιος < ἂρτι]

1. πλήρης, ακέραιος: Οι μαθητές οργάνωσαν μία άρτια εκδήλωση για το περιβάλλον.
2. ζυγός αριθμός, πολλαπλάσιο του δύο: Το δέκα είναι άρτιος αριθμός.
Αντίθ.: ελλιπής, λειψός (1), περιττός, μονός (2)
Συνών.: τέλειος (1)
Σύνθ.: αρτιμελής, αρτιμέλεια
Οικογ. Λέξ.: αρτιότητα
Προσδιοριζ.: αριθμός (2), υποψηφιότητα, εμφάνιση, προετοιμασία (1)

αρχή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(αρ-χή)
[αρχ. ἀρχὴ (= έναρ-ξη) < ἂρχω]

1. το πρώτο χρονικό ή τοπικό σημείο, απ' όπου ξεκινάει κάποιος ή κάτι:Μένουμε στην αρχή της οδού Καβάφη.
2. (πληθ.) οι ιδέες και απόψεις ενός ατόμου για τη ζωή, οι αξίες του: Ο Σωκράτης προτίμησε να πεθάνει παρά να προδώσει τις αρχές του.
3. θεμελιώδης, βασικός κανόνας ή νόμος μιας συγκεκριμένης επιστήμης:Η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων διδάσκεται στη Φυσική.
4. η κρατική εξουσία και οι εκπρόσωποί της: Στην εκδήλωση παρέστησαν οι πολιτικές αρχές της πόλης.
Αντίθ.: τέλος, τέρμα (1)
Συνών.: αφετηρία (1)
Σύνθ.: απαρχή, αρχηγέτης, αρχαιρεσία
Οικογ. Λέξ.: αρχίζω, αρχικός, αρχικά (επίρρ.), αρχάριος, αρχείο, άρχοντας
Προσδιορ.: αιώνια (2), επιστημονική (3), αρμόδια, αστυνομική, δημοτική, δικαστική, δημόσια (4)
Φράσεις: ►Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (= το πρώτο βήμα έχει μεγάλη σημασία)
Οι διωκτικές αρχές (= η αστυνομία)
Παροιμ.: ►Κάθε αρχή και δύσκολη

αρωγή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-ρω-γή)
[λόγ. < αρχ. ἀρωγὴ < ἀρήγω (= βοηθώ, συντρέχω)]

βοήθεια, συνδρομή: Η αρωγή του κράτους προς τους σεισμοπαθείς ήταν σημαντική. Οικογ. Λέξ.: αρωγός
Προσδιορ.: αμοιβαία, διεθνής, κρατική, φιλική

ασθένεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(α-σθέ-νει-α, γεν.-ας, πληθ. -ες, γεν. -ειών)
[αρχ. σθένεια < ἀσθενὴς < ἀ στερ. + σθένος (= δύναµη)]

η αρρώστια, η νόσος: Η ανεμοβλογιά είναι μεταδοτική ασθένεια. Συνών.: πάθηση
Προσδιορ.: ανίατη, βαριά, άγνωστη
Φράσεις: Διπλωματική ασθένεια (= ανύπαρκτη ασθένεια που χρησιμοποιείται ως πρόφαση)

άσκηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(ά-σκη-ση, γεν.-ης, -ήσεως πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[λόγ. < αρχ. ἂσκησις < ἀσκῶ ]

1. το να γυμνάζει κάποιος το σώμα ή το πνεύμα: Το σκάκι αποτελεί σπουδαία πνευματική άσκηση.
2. πρακτική εφαρμογή σε κάτι που διδάχτηκε θεωρητικά: Σήμερα κάναμε δύο ασκήσεις ορθογραφίας.
Συνών.: εκγύμναση, προπόνηση (1), εξάσκηση (1, 2)
Σύνθ.: εξάσκηση, προάσκηση
Οικογ. Λέξ.: ασκώ, ασκητής, ασκητεύω, ασκητικός, ασκητισμός
Προσδιορ.: στρατιωτική, σωματική (1), γραμματική, πνευματική (2), εξαντλητική (1, 2)
Φράσεις:Άσκηση εκλογικού δικαιώματος (= το δικαίωμα να ψηφίζει κάποιος)
Άσκηση ποινικής δίωξης (= δικαστικές ενέργειες εναντίον κάποιου που έχει διαπράξει αδίκημα)

αστέρι (το)

(Ουσιαστικό, Ο36)

(α-στέ-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια)
[µεσν. < µτγν. ἀστέριον, υποκορ.του αρχ. ἀστὴρ]

1. κάθε ουράνιο σώμα εκτός από τη σελήνη που φέγγει τη νύχτα: Τα αστέρια τρεμοσβήνουν στον ουρανό.
2. (μτφ.) άνθρωπος με εξαιρετικές ικανότητες και επιτυχημένη επαγγελματική ζωή: Είναι ένα μεγάλο αστέρι του κινηματογράφου.
Συνών.: διασημότητα, πρωταγωνιστής (2)
Σύνθ.: αστεροειδής, αστεροσκοπείο
Οικογ. Λέξ.: αστερίας, αστερίσκος, αστερισμός
Προσδιορ.:φωτεινό (1), λαμπρό (1, 2), διάσημο (2)
Φράσεις: Αστέρι της Αυγής (= Αυγερινός)
Έχει αστέρι (= όλα του πηγαίνουν καλά)

αστραπή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-στρα-πή)
[αρχ. ἀστραπὴ < ἀστεροπὴ < ἀστὴρ+ ὀπὴ (= τρύπα)]

(φυσ.) έντονη και στιγμιαία λάμψη, που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο σύννεφα ή ανάμεσα σ' ένα σύννεφο και το έδαφος: Έβρεχε πολύ δυνατά και οι αστραπές έσχιζαν συνέχεια τον ουρανό. Οικογ. Λέξ.: αστράφτω, αστραπιαίος, αστραπιαία (επίρρ.)
Φράσεις:Σαν αστραπή (= πολύ γρήγορα)
Παροιμ.:Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται

ασύλληπτος,-η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(α-σύλ-λη-πτος)
[µτγν. ἀσύλληπτος< ἀ στερ. + συλλαµβάνω]

1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πιαστεί:Ο δράστης παραμένει ασύλληπτος παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας.
2. (μτφ.) που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος, επειδή ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρια:Η απόσταση ανάμεσα στους γαλαξίες του σύμπαντος είναι ασύλληπτη για τους πολλούς ανθρώπους.
Συνών.: άπιαστος (1), ακατάληπτος, ακατανόητος (2)
Οικογ. Λέξ.: ασύλληπτα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: ιδέα, εικόνα (2)

άσωτος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ά-σω-τος)
[αρχ. ἂσωτος < ἀ στερ. + σώζω]

αυτός που ξοδεύει τα υπάρχοντά του ασυλλόγιστα και κάνει άτακτη ζωή: Ζει μια άσωτη ζωή, σπαταλώντας την περιουσία του. Αντίθ.: εγκρατής
Συνών.: αχαλίνωτος
Οικογ. Λέξ.: άσωτα (επίρρ.), ασωτία
Προσδιοριζ.: ζωή, υιός
Φράσεις:Άσωτος υιός (= το ευαγγελικό πρόσωπο που ξόδεψε τα υπάρχοντά του)

άτομο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(ά-το-μο, γεν. -όμου, πληθ. -α)
[αρχ. ἂτοµον < ἀ στερ. + τόµος < τέµνω (= κόβω)]

1. κάθε άνθρωπος χωριστά: Στον κινηματογράφο υπάρχουν θέσεις για πενήντα άτομα.
2. (φυσ.) το μικρότερο σωματίδιο της ύλης, το οποίο μπορεί να συμμετέχει στο σχηματισμό πολυπλοκότερων χημικών ουσιών:Το νερό είναι η χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου.
Αντίθ.: ομάδα, σύνολο (1)
Συνών: πρόσωπο (1), στοιχείο, μόριο (2)
Οικογ. Λέξ.: ατομικός, ατομικά (επίρρ.), ατομικότητα, ατομισμός, ατομιστής
Προσδιορ.: διακεκριμένο, συμπαθητικό, φανταστικό, κοινωνικό (1)

άτρωτος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα )

(ά-τρω-τος)
[αρχ. ἂτρωτος < ἀ στερ. + τρωτὸς < τιτρώσκω (= πληγώνω)]

αυτός που δεν τραυματίστηκε ή δεν είναι δυνατόν να τραυματιστεί:
Ο Αχιλλέας ήταν άτρωτος από τα βέλη των εχθρών.
Αντίθ.: τρωτός
Οικογ.Λέξ.: άτρωτα (επίρρ.)

αυγό (το)

(Ουσιαστικό, Ο31)

(αυ-γό)
[αρχ. ὠὸν (= αυγό)]

αυτό που γεννούν τα πουλιά, τα ψάρια και τα ερπετά και αποτελείται από τον κρόκο, το ασπράδι και το τσόφλι:Το Πάσχα βάφουμε κόκκινα αυγά.

Σύνθ.: αυγοθήκη, αυγολέμονο, αυγοτάραχο
Φράσεις: Χάνω τα αυγά και τα καλάθια (= χάνω τα πάντα)
Αυγά σου καθαρίζουν; (= για κάποιον που γελάει χωρίς λόγο)
Το αυγό του Κολόμβου (=για κάτι που ενώ φαίνεται δύσκολο έχει απλή λύση)
Ακόμα δε βγήκε απ' τ'αυγό (= για ανήλικο άτομο που κάνει πως τα ξέρει όλα)
Παροιμ.: Αυγό κι αν πάρεις απ' αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα

αυτί (το)

(Ουσιαστικό, Ο35)

(αυ-τί)
[αρχ. οὖς]

το αισθητήριο όργανο της ακοής και της ισορροπίας: Μέσα στην ησυχία της νύχτας τα αυτιά μου έπιαναν όλους τους ήχους της εξοχής. Φράσεις:Γελούν και τ' αυτιά του (= είναι χαρούμενος)
Και οι τοίχοι έχουν αυτιά (= προειδοποίηση για να μιλάει κάποιος χαμηλόφωνα)
Δεν πιστεύω στ' αυτιά μου (= για κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο)
Κατέβασε τ'αυτιά (= ντράπηκε)
Παροιμ.:Άκουγε με τ'αυτιά σου και βλέπε με τα μάτια σου

αυτοθυσία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(αυ-το-θυ-σί-α, γεν.-ας, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[λόγ. αὐτοθυσία< αὐτὸς + θυσία <θύω (= θυσιάζω)]

η θυσία του εαυτού μας ή του συμφέροντός μας για χάρη κάποιου άλλου:Η αυτοθυσία των αγωνιστών του Πολυτεχνείου για την ελευθερία είναι αξιοθαύμαστη. Οικογ. Λέξ.: αυτοθυσιάζομαι

αφαίρεση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-φαί-ρε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ.-έσεις, γεν. -έσεων)
[λόγ. < αρχ. ἀφαί-ρεσις < ἀπὸ + αἱρῶ(= κυριεύω)]

1. το να παίρνει κανείς ένα μέρος από ένα σύνολο: Η αφαίρεση κάποιων κεφαλαίων από την εξεταστέα ύλη γίνεται συνήθως στο τέλος της σχολικής χρονιάς.
2. (μαθημ.) πράξη της αριθμητικής, με την οποία βρίσκουμε τη διαφορά ανάμεσα σε δύο αριθμούς, δύο ποσά κ.λπ.:Δεν έκανε σωστά την αφαίρεση και γι'αυτό βρήκε λανθασμένο αποτέλεσμα.
3. (γραμμ.) το γραμματικό φαινόμενο κατά το οποίο χάνεται το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης, όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε φωνήεν:Μου έδωσε – μου 'δωσε.
Αντίθ.: πρόσθεση, άθροιση (2)
Συνών.: βγάλσιμο (1), διαφορά (2)
Σύνθ.: προσθαφαίρεση
Οικογ. Λέξ.: αφαιρώ, αφαιρέτης, αφαιρετέος, αφαιρετικός
Προσδιορ.: νόμιμη, παράνομη, παράλογη, αδικαιολόγητη, βίαιη (1)

αφομοίωση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(α-φο-μοί-ω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[λόγ. < ελνστ. ἀφοµοίωσις < ἀφοµοιῶ]

1. (βιολ.) η λειτουργία κατά την οποία ένας ζωντανός οργανισμός μετασχηματίζει σε δικά του συστατικά τις θρεπτικές ουσίες που προσλαμβάνει: Η αφομοίωση των τροφών από τον οργανισμό γίνεται με τη διαδικασία της πέψης.
2. (μτφ.) πλήρης κατανόηση μιας γνώσης: Η επανάληψη του μαθήματος διευκολύνει την αφομοίωσή του.

Συνών.: πέψη, χώνεμα (1)
Οικογ. Λέξ.:αφομοιώνω, αφομοιωτικός, αφομοιώσιμος
Προσδιορ.: βαθμιαία, γρήγορη, τέλεια, μερική (1, 2)

αφορμή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(α-φορ-μή)
[αρχ. ἀφορµὴ< ἀφορµῶ ]

πρόφαση, δικαιολογία, λόγος:Έψαχνε αφορμή, για να αλλάξει επάγγελμα.

Συνών.: πρόσχημα
Προσδιορ.: ασήμαντη, πραγματική, σοβαρή

Εικόνα