Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Εικόνα


6. Ο τονισμός
των λέξεων;

Α. Πού τονίζουμε τις λέξεις

Ο τόνος σηµειώνεται:

  1. Πάνω στο φωνήεν που ακούγεται πιο πολύ: εσύ, πάνω.

  2. Μπροστά και πάνω στο κεφαλαίο φωνήεν που τονίζεται: Έλληνας, Όµηρος, Άρτα.

  3. Πάνω στο φωνήεν της διφθόγγου που προφέρεται δυνατότερα: νεράιδα.

  4. Πάνω στο δεύτερο φωνήεν του δίψηφου φωνήεντος και του συνδυασµού αυ και ευ: σακούλι, είµαστε, αύριο, εύχοµαι.

  5. Σε κάθε λέξη µπορεί να τονιστεί µόνο µία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές: αγαπώ, τιµόνι, τρίγωνο.

Β. Πότε τονίζουμε τις λέξεις

  1. Τόνο παίρνει κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές: γράµµα, άνθρωπος.

  2. Οι µονοσύλλαβες λέξεις δεν παίρνουν τόνο.

  3. Θεωρούνται µονοσύλλαβοι και µένουν χωρίς τόνο οι συνιζηµένοι τύποι (δύο φωνήεντα που προφέρονται σε µια συλλαβή), π.χ. µια, δυο, για, γεια, πια, ποιος, γιος, νιος, πιω.
    Προσοχή στη διαφορά: µία-µια, δύο-δυο, ο βίος-το βιος.

  4. Παίρνει τόνο ο διαζευκτικός σύνδεσµος ή (για να ξεχωρίζει από το άρθρο η): Ή η Άννα ή η Μαρία.

  5. Παίρνουν τόνο τα ερωτηµατικά πού και πώς: Πού ήσουν; Δε µας είπες πώς τα πέρασες.

  6. Παίρνουν τόνο τα πού και πώς στις παρακάτω περιπτώσεις: πού να σου τα λέω, από πού κι ως πού, πού και πού, αραιά και πού, πώς και πώς.

  7. Παίρνουν τόνο και οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυµιών (µου, σου, του, την, της, τον, το, µας, σας, τους, τα), όταν στην ανάγνωση υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές λέξεις: ο πατέρας µού είπε ( = ο πατέρας είπε σ’ εµένα), ενώ ο πατέρας µου είπε ( ο δικός µου πατέρας είπε), η δασκάλα µάς τα έδωσε (η δασκάλα τα έδωσε σ’ εµάς), ενώ η δασκάλα µας τα έδωσε (η δική µας δασκάλα τα έδωσε).
    Όταν, όµως, δεν υπάρχει περίπτωση να µπερδευτούν οι προσωπικές αντωνυµίες µε τα οµόηχά τους εγκλιτικά, τότε δεν παίρνουν τόνο: Ο δάσκαλος που θα µας στείλουν.

  8. Ο τόνος του εγκλιτικού που ακούγεται στη λήγουσα των προπαροξύτονων λέξεων σηµειώνεται: ο πρόεδρός µας. Το ίδιο γίνεται και στο πρώτο από τα δύο εγκλιτικά, όταν προηγείται παροξύτονη προστακτική: δώσε µού το.

  9. Όταν µια λέξη παθαίνει έκθλιψη ή αποκοπή και γίνεται µονοσύλλαβη, κρατάει τον τόνο: µήτε αυτός - µήτ’ αυτός, δείξε το - δείξ’ το.

  10. Ένας τύπος του ρήµατος που έµεινε άτονος µετά από αφαίρεση, δεν ανεβάζει τον τόνο στην προηγούµενη λέξη: θα έλεγε - θα 'λεγε, µου έριξε - µου 'ριξε, αλλά θά 'ρθω και θα 'ρθω.

Εικόνα