Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  μαγαζάτορας   μωρό

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Μμ

eikona321

 

 

μαγαζάτορας [ο] ουσιαστικό (μαγαζάτορες) velos μαγαζί

 

 

μαγαζί [το] ουσιαστικό (μαγαζιά)

check1 Το μαγαζί είναι ένα κλειστό μέρος όπου μπορείς ν' αγοράσεις διάφορα εμπορεύματα.  pen1 Το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη είναι ένα μίνι μάρκετ.  

circle1 κατάστημα  romvos O κύριος Δημήτρης είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, δηλαδή ο μαγαζάτορας.  music μα-γα-ζί

 

 

μαγεία [η] ουσιαστικό (μαγείες) velos μάγος

 

 

μάγειρας [ο], μαγείρισσα [η] ουσιαστικό (μάγειρες, μαγείρισσες) velos μαγειρεύω

 

 

μαγείρεμα [το] ουσιαστικό (μαγειρέματα) velos μαγειρεύω

 

 

μαγειρεύω, μαγειρεύομαι ρήμα (μαγείρεψα, θα μαγειρέψω) 

eikona322

check1 Όταν μαγειρεύεις, φτιάχνεις φαγητό.

pen1 Κάθε Κυριακή η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει κρέας ή ψάρι.   
check2 Λέμε ότι μαγειρεύεις κάτι πίσω από την πλάτη των άλλων, όταν ετοιμάζεις κάτι στα κρυφά.  romvos Η δουλειά του μάγειρα και της μαγείρισσας είναι να μαγειρεύουν, ν' ασχολούνται με το μαγείρεμα.  music μα-γει-ρεύ-ω

 

 

μαγεύω ρήμα (μάγεψα, θα μαγέψω)

check1 Όταν μαγεύεις κάποιον, του κάνεις μάγια, δηλαδή πράγματα απίστευτα και απίθανα να συμβούν.  pen1 Η Κίρκη μάγεψε τους συντρόφους του Oδυσσέα και τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια.  
check2 Η Αθηνά μάγεψε όλους τους συμμαθητές της με τις υπέροχες ζωγραφιές της. Τους γοήτευσε και τους εντυπωσίασε.  romvos μάγια, μάγος, μάγισσα  music μα-γεύ-ω

 

 

μάγια [τα] ουσιαστικό velos μαγεύω

 

 

μαγικός, μαγική, μαγικό επίθετο (μαγικοί, μαγικές, μαγικά) velos μάγος

 

 

μαγιό [το] ουσιαστικό  

eikona323

check1 Μαγιό λέμε το ρούχο που φοράμε όταν πάμε να κολυμπήσουμε. Το γυναικείο μαγιό είναι μπικίνι ή ολόσωμο.  music μα-γιό
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

μαγιονέζα [η] ουσιαστικό (μαγιονέζες) 

check1 Η μαγιονέζα είναι μία πηχτή και κρύα σάλτσα που φτιάχνεται με κρόκο αυγών και λάδι. Τη σερβίρουμε μαζί με κρέας ή ψάρι ή τη βάζουμε στις σαλάτες.  

music μα-γιο-νέ-ζα

 

 

μάγκας [ο] ουσιαστικό (μάγκες)  

check1 Μάγκα λέμε αυτόν που συμπεριφέρεται σαν να είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του ή που δείχνει συνέχεια τη δύναμή του. Όταν κάποιος κάνει το μάγκα, συμπεριφέρεται προκλητικά κι επιθετικά.  

check2 Μάγκα λέμε κι αυτόν που είναι πολύ ικανός σε ό,τι κάνει.

pen1 «Αν είσαι μάγκας, λύσε αυτή τη δύσκολη άσκηση!» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα.  romvos Μαγκιά λέμε αυτό που κάνει ή λέει ο μάγκας.  music μά-γκας

 

 

μαγκούρα [η] ουσιαστικό (μαγκούρες)  

eikona324

check1 Η μαγκούρα είναι ένα μεγάλο χοντρό ξύλινο μπαστούνι.  

pen1 O κύριος Μιχάλης φοβέριζε με τη μαγκούρα του το σκύλο που είχε στριμώξει τα κουταβάκια στη γωνία.  

music μα-γκού-ρα

 

 

 

μαγνήτης [ο] ουσιαστικό (μαγνήτες)  

eikona325

check1 O μαγνήτης είναι ένα μέταλλο που τραβάει τα σιδερένια αντικείμενα. Τα μαγνητίζει.  

check2 Όταν κάποιος σε τραβάει σαν το μαγνήτη, σε γοητεύει.  

romvos μαγνητίζω  music μα-γνή-της

 

 

μαγνητίζω, μαγνητίζομαι ρήμα (μαγνήτισα, θα μαγνητίσω) velos μαγνήτης

 

 

μάγος [ο], μάγισσα [η] ουσιαστικό (μάγοι, μάγισσες)  

check1 O μάγος και η μάγισσα είναι ήρωες των παραμυθιών που ξέρουν να κάνουν μάγια. Τους αρέσει να εξαφανίζουν πρόσωπα ή να τα μεταμορφώνουν σε κάτι άλλο.  

check2 Μάγος είναι και ο ταχυδακτυλουργός που κάνει κόλπα μπροστά σε θεατές.

pen1 O μάγος έβγαλε από το μανίκι του ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.

romvos «Είναι μαγικό αυτό που έκανε» είπε η Αθηνά που τον έβλεπε. «Είναι μαγεία. Ξέρει να κάνει πολλά μαγικά  music μά-γος  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

μάγουλο [το] ουσιαστικό (μάγουλα) 

check1 Τα μάγουλα είναι οι δύο πλευρές του προσώπου σου που βρίσκονται ανάμεσα στα μάτια, τ' αυτιά και τη μύτη σου.  music μά-γου-λο  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μαδώ και μαδάω ρήμα (μάδησα, θα μαδήσω)

eikona326

check1 Όταν μαδάς ένα πουλί, βγάζεις τα πούπουλά του.  
check2 Όταν μαδάς ένα λουλούδι, βγάζεις τα πέταλά του ή τα φύλλα ένα ένα.  romvos μάδημα 

music μα-δώ

 

O πρίγκιπας μαδάει τη μαργαρίτα
για να δει αν η Χιονάτη τον αγαπάει.

 

 

μαέστρος [ο] ουσιαστικό (μαέστροι)  

check1 O μαέστρος είναι αυτός που διευθύνει την ορχήστρα. O μαέστρος της ορχήστρας δίνει οδηγίες στους μουσικούς κουνώντας τα χέρια του.  music μα-έ-στρος

 

 

μάζα [η] ουσιαστικό (μάζες)  

check1 Η μάζα είναι μία μεγάλη ποσότητα από κάτι.

pen1 Όταν οι πυροσβέστες άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού που καιγόταν, ξεπήδησε απότομα μία τεράστια μάζα φωτιάς. 

check2 Η μάζα είναι κι ένα μείγμα από διάφορα υλικά χωρίς σχήμα.  pen1 «Για να φτιάξεις κέικ» είπε η κυρία Μαργαρίτα «πρέπει να χτυπήσεις το βούτυρο με τη ζάχαρη μέχρι να γίνουν μία μάζα».  music μά-ζα

 

 

μαζεύω, μαζεύομαι ρήμα (μάζεψα, θα μαζέψω)

check1 Όταν μαζεύεις τα ρούχα σου από το σκοινί, τα παίρνεις και τα βάζεις όλα μαζί σε μία λεκάνη.

check2 Όταν μαζεύεις ένα σκυλάκι από το δρόμο, του προσφέρεις μέρος
για να μείνει. Όταν μαζεύεις μία πέτρα, την παίρνεις από κάτω.

eikona327

check2 «Μάζεψε τα μαλλιά σου, Αθηνά, να μη σου πέφτουν στα μάτια και σ' εμποδίζουν» είπε ο Κώστας.

check2 Όταν οι φίλοι μαζεύονται σ' ένα σπίτι, συναντιούνται εκεί.  

romvos μάζεμα  music μα-ζεύ-ω

Η Χιονάτη μάζεψε λουλούδια
για να φτιάξει ένα στεφάνι.

 

 

μαθαίνω, μαθαίνομαι ρήμα (έμαθα, θα μάθω) 

check1 Όταν μαθαίνεις κάτι, παίρνεις μία πληροφορία.

pen1 Η Αθηνά έμαθε ότι η Ροζαλία βρέθηκε επιτέλους και χάρηκε πολύ.  
check2 Όταν μαθαίνεις κολύμπι, αποκτάς γνώσεις για το πώς κολυμπούν στη θάλασσα.

check2 «Κώστα, θα μου μάθεις ποδόσφαιρο;» είπε η Αθηνά. Θα μου δείξεις πώς παίζεται;  circle1 διδάσκω  romvos Όταν έχεις μάθημα αγγλικών, ένας δάσκαλος σου μαθαίνει αγγλικά. Όταν είσαι μαθημένος σε κάτι, είσαι συνηθισμένος σ' αυτό. Όταν είσαι μαθητής ή μαθήτρια, μαθαίνεις να κάνεις κάτι.  music μα-θαί-νω

 

 

μάθημα [το] ουσιαστικό (μαθήματα) velos μαθαίνω

 

 

μαθηματικά [τα] ουσιαστικό 

check1 Τα μαθηματικά είναι το μάθημα που μιλάει για τους αριθμούς, τα σχήματα και τις πράξεις.  romvos O μαθηματικός είναι ο δάσκαλος που διδάσκει μαθηματικά. 

music μα-θη-μα-τι-κά
Δες αριθμητική

 

 

μαϊμού [η] ουσιαστικό (μαϊμούδες)  

check1 Η μαϊμού είναι ένα τριχωτό ζώο με μακριά ουρά. Ζει στις ζεστές χώρες και πηδάει από δέντρο σε δέντρο.  music μαϊ-μού
Δες κλουβί

 

 

μαϊντανός [ο] ουσιαστικό (μαϊντανοί) 

eikona328

check1 O μαϊντανός είναι ένα φυτό με δυνατό άρωμα που το χρησιμοποιούμε στη μαγειρική.

check2 Λέμε ότι κάποιος είναι μαϊντανός, όταν ανακατεύεται παντού.  music μαϊ-ντα-νός

 

 

μακαρόνι [το] ουσιαστικό (μακαρόνια) 

check1 Τα μακαρόνια είναι συνήθως μακριά και λεπτά ζυμαρικά.  

romvos Η μακαρονάδα είναι το φαγητό που φτιάχνεις από μακαρόνια.  music μα-κα-ρό-νι

 

 

μακιγιάζ [το] ουσιαστικό 

check1 Το μακιγιάζ είναι το βάψιμο του προσώπου με ρουζ, κραγιόν κι άλλα καλλυντικά. pen1 Η κυρία Μαργαρίτα πρόσεξε πολύ το μακιγιάζ της, επειδή ήθελε να δείχνει όμορφη στο πάρτι.  music μα-κι-γιάζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μακραίνω ρήμα (μάκρυνα, θα μακρύνω)  

check1 Όταν μακραίνεις κάτι, το κάνεις πιο μακρύ.  pen1 «Η φούστα σου είναι κοντή και πρέπει να τη μακρύνεις λιγάκι» είπε η θεία Έλλη στην Αλίκη.

check2 Όταν τα μαλλιά σου μακραίνουν, γίνονται πιο μακριά.  circle2 κονταίνω  

romvos μακριά, μακρινός, μακρύς  music μα-κραί-νω

 

 

μακριά επίρρημα  

check1 Όταν κάτι είναι μακριά, είναι σε μεγάλη απόσταση από σένα.  

pen1 O θείος Τάκης μένει μακριά από τον Κώστα και την Αθηνά. Μένει στην Κρήτη.

circle2 κοντά  romvos Καθετί που βρίσκεται μακριά, είναι μακρινό.  music μα-κρι-ά

 

 

μακρινός, μακρινή, μακρινό επίθετο (μακρινοί, μακρινές, μακρινά) velos μακριά

 

 

μακρύς, μακριά, μακρύ επίθετο (μακριοί, μακριές, μακριά)

check1 Όταν κάτι είναι μακρύ, η απόσταση από την αρχή μέχρι και το τέλος του είναι μεγάλη.  pen1 Τα μαλλιά της Αλίκης είναι πολύ μακριά και φτάνουν μέχρι τη μέση της.

circle2 κοντός  
check2 Ένα μακρύ ταξίδι, είναι ένα ταξίδι που κρατάει πολύ.  

romvos μακρόστενος  music μα-κρι-νός

 

 

μαλακός, μαλακιά/μαλακή, μαλακό επίθετο (μαλακοί, μαλακιές, μαλακά)

check1 Όταν κάτι είναι μαλακό, μπορούμε να το πλάσουμε ή να το λυγίσουμε εύκολα.

pen1 Στην Αθηνά αρέσει η πλαστελίνη, γιατί είναι μαλακή και της δίνει ό,τι σχήμα θέλει.  circle2 σκληρός  
check2 Όταν το ψωμί είναι μαλακό, μπορούμε να το κόψουμε και να το φάμε εύκολα.

circle2 ξερός  
check2 Όταν ένα ύφασμα είναι μαλακό, είναι απαλό.  romvos Η φρυγανιά μαλακώνει, όταν τη βουτάς στο γάλα, γίνεται δηλαδή πιο μαλακιά. Η κρέμα μαλακώνει τα χέρια, δηλαδή τα κάνει μαλακά.  music μα-λα-κός

 

 

μαλλί [το] ουσιαστικό (μαλλιά)

check1 Το μαλλί είναι το μαλακό τρίχωμα που έχουν τα πρόβατα. Με το μαλλί φτιάχνουμε μάλλινα υφάσματα και πλεχτά.  
check2 Μαλλιά είναι οι τρίχες που έχεις στο κεφάλι σου.  romvos Το μαλλί της γριάς είναι γλυκό από καμένη ζάχαρη. Όταν κάποιος είναι μαλλιαρός, έχει πολύ μαλλί. Μία μάλλινη μπλούζα είναι μία μπλούζα φτιαγμένη από μαλλί. Όταν μαλλιοτραβιέσαι με κάποιον, μαλώνετε πολύ.  music μαλ-λί  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μαλλιά [τα] ουσιαστικό velos μαλλί

 

 

μαλλιοτραβιέμαι ρήμα (μαλλιοτραβήχτηκα, θα μαλλιοτραβηχτώ) velos μαλλί

 

 

μαλώνω ρήμα (μάλωσα, θα μαλώσω) 

check1 Όταν μαλώνεις με κάποιον, καβγαδίζεις μαζί του.

pen1 Η Ροζαλία μαλώνει συχνά με το σκύλο του κυρίου Μιχάλη.  
check2 Όταν μαλώνεις κάποιον, του μιλάς αυστηρά για να διορθώσει το λάθος που έκανε.  pen1 Η δασκάλα μάλωσε την Αθηνά, επειδή μιλούσε συνεχώς και δεν πρόσεχε στο μάθημα.  music μα-λώ-νω

 

 

μαμά [η] ουσιαστικό (μαμάδες)  

check1 Η μαμά σου είναι η γυναίκα που σε γέννησε.

pen1 Η μαμά της Αθηνάς είναι η κυρία Μαργαρίτα. Η μαμά και ο μπαμπάς σου είναι οι γονείς σου.  circle1 μάνα, μητέρα  music μα-μά

 

 

μάνα [η] ουσιαστικό (μάνες, μανάδες) velos μαμά

 

 

μανάβης [ο], μανάβισσα [η] ουσιαστικό (μανάβηδες, μανάβισσες) 

eikona329

check1 O μανάβης πουλάει φρούτα και λαχανικά.

romvos Το μανάβικο είναι το μαγαζί του μανάβη  

music μα-νά-βης

 

 

 

 

μανάβικο [το] ουσιαστικό (μανάβικα) velos μανάβης

 

 

μανίκι [το] ουσιαστικό (μανίκια) 

check1 Το μανίκι ενός ρούχου καλύπτει το χέρι ή μέρος του χεριού.  

romvos Μία κοντομάνικη μπλούζα είναι μία μπλούζα με κοντά μανίκια.  music μα-νί-κι

 

 

μανιτάρι [το] ουσιαστικό (μανιτάρια)

eikona330

check1 Το μανιτάρι είναι ένα φυτό που μοιάζει με μικρή ομπρέλα και φυτρώνει ανάμεσα στα χόρτα.  music μα-νι-τά-ρι

 

 

 

μαντάρα [η] ουσιαστικό 

check1 Όταν τα κάνεις μαντάρα, τα φέρνεις όλα άνω κάτω.  

pen1 Η Ροζαλία κλείστηκε για δύο μέρες στο σπίτι και τα έκανε όλα μαντάρα. 

music μα-ντά-ρα

 

 

μανταρίνι [το] ουσιαστικό (μανταρίνια)

eikona331

check1 Το μανταρίνι είναι φρούτο που μοιάζει με μικρό πορτοκάλι.
Η φλούδα του είναι πιο μαλακή απ' αυτή του πορτοκαλιού.

romvos Το δέντρο που κάνει μανταρίνια, είναι η μανταρινιά.  
music μα-ντα-ρί-νι

 

 

μαντεύω ρήμα (μάντεψα, θα μαντέψω)

check1 Όταν μαντεύεις κάτι, ξέρεις τι είναι χωρίς να έχεις όλες τις πληροφορίες που χρειάζεσαι. Όταν μαντεύεις το μέλλον, ξέρεις τι θα γίνει αργότερα.  pen1 O Κώστας κάθε Χριστούγεννα μαντεύει τι δώρο θα του κάνουν ο κύριος Γιάννης και η κυρία Μαργαρίτα.  romvos Το αρχαίο μαντείο των Δελφών μάντευε τι θα γίνει στο μέλλον. Ένας μάντης μαντεύει το μέλλον.  music μα-ντεύ-ω

 

 

μάντης [ο], μάντισσα [η] ουσιαστικό (μάντες, μάντισσες) velos μαντεύω

 

 

μαντίλα [η] ουσιαστικό (μαντίλες) 

eikona332

check1 Η μαντίλα είναι ένα μαντίλι για να καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι και το λαιμό τους. pen1 «Oι γιαγιάδες στα χωριά φορούν μαντίλα στο κεφάλι τους» λέει ο θείος Αλέκος.  romvos μαντίλι  

music μα-ντί-λα

 

 

μαντίλι [το] ουσιαστικό (μαντίλια)  

check1 Το μαντίλι είναι ένα συνήθως μικρό τετράγωνο κομμάτι ύφασμα που το χρησιμοποιούμε για να σκουπίζουμε το πρόσωπό μας ή τη μύτη μας.

check2 Μαντίλι λέμε κι ένα συνήθως τετράγωνο λεπτό κομμάτι ύφασμα που το φοράνε οι γυναίκες στο λαιμό.  romvos μαντίλα  music μα-ντί-λι

 

 

μάντρα [η] ουσιαστικό (μάντρες)

check1 Η μάντρα είναι ένα ανοιχτό μέρος με φράχτη ή τοίχο γύρω γύρω. Εκεί μπορείς να δεις και ν' αγοράσεις διάφορα πράγματα.  pen1 O κύριος Δημήτρης αγόρασε το αυτοκίνητό του από μία μάντρα αυτοκινήτων.  romvos μαντρότοιχος  music μά-ντρα

 

 

μαντρί [το] ουσιαστικό (μαντριά)

check1 Το μαντρί είναι ένας κλειστός χώρος με φράχτη όπου κοιμούνται τα πρόβατα ή τα κατσίκια.  circle1 στάνη  romvos μάντρα  music μα-ντρί

 

 

μαξιλάρι [το] ουσιαστικό (μαξιλάρια)

check1 Στο μαξιλάρι ακουμπάς το κεφάλι σου όταν κοιμάσαι.

pen1 Το μαξιλάρι της Αθηνάς είναι μαλακό και γεμισμένο με πούπουλα.

romvos Η μαξιλαροθήκη είναι η θήκη όπου μπαίνει το μαξιλάρι.  music μα-ξι-λά-ρι

 

 

μαραγκός [ο] ουσιαστικό (μαραγκοί)

check1 O μαραγκός φτιάχνει έπιπλα και άλλα ξύλινα αντικείμενα.  

pen1 O μπαρμπα-Τζεπέτο ήταν μαραγκός κι έφτιαξε τον Πινόκιο από ξύλο.

circle1 ξυλουργός  music μα-ρα-γκός

 

 

μαραίνω, μαραίνομαι ρήμα (μάρανα, θα μαράνω) 

check1 Όταν ένα φυτό μαραίνεται, χάνει το χρώμα και τη ζωντάνια του.

check2 Η παγωνιά μαραίνει τα λουλούδια.

check2 Λες «Αυτό με μάρανε» για κάτι που δε σου είναι απαραίτητο.  

romvos Όταν είσαι μαραμένος, είσαι στενοχωρημένος.  music μα-ραί-νω

 

 

μαργαρίτα [η] ουσιαστικό (μαργαρίτες) 

check1 Η μαργαρίτα είναι ένα λουλούδι με άσπρα πέταλα και κίτρινο στο κέντρο. 

music μαρ-γα-ρί-τα  Δες μαδώ

 

 

μαργαριτάρι [το] ουσιαστικό (μαργαριτάρια)

eikona333

check1 Το μαργαριτάρι είναι στρογγυλό και το βρίσκουμε μέσα σε κάποια όστρακα.  romvos Με το μαργαριτάρι φτιάχνουμε μαργαριταρένια κοσμήματα.  music μαρ-γα-ρι-τά-ρι

 

 

μαριονέτα [η] ουσιαστικό (μαριονέτες)  

eikona334

check1 Η μαριονέτα είναι μία ξύλινη κούκλα που την κουνάς μ' ένα σκοινί.  

music μα-ριο-νέ-τα

 

 

 

 

μάρκα [η] ουσιαστικό (μάρκες) 

check1 Η μάρκα είναι το όνομα μίας εταιρείας που έχει κάποια προϊόντα.  

pen1 Η Μερσεντές είναι μία ακριβή μάρκα αυτοκινήτων.  
check2 Όταν κάποιος αγοράζει μάρκες, αγοράζει ακριβά ρούχα από γνωστούς σχεδιαστές.  music μάρ-κα

 

 

μάρμαρο [το] ουσιαστικό (μάρμαρα) 

check1 Το μάρμαρο είναι ένα άσπρο πέτρωμα. Από αυτό φτιάχνουμε σπίτια και αγάλματα.  pen1 O Παρθενώνας είναι φτιαγμένος από μάρμαρο.  
check2 Λέμε ότι μένεις μάρμαρο, όταν μένεις ακίνητος, όπως ένα άγαλμα. 

romvos Όταν κάτι είναι μαρμάρινο, είναι φτιαγμένο από μάρμαρο.  music μάρ-μα-ρο

 

 

μαρμελάδα [η] ουσιαστικό (μαρμελάδες)

check1 Η μαρμελάδα είναι λιωμένα φρούτα, βρασμένα με ζάχαρη.  pen1 Κάθε πρωί ο Κώστας τρώει μία φέτα με βούτυρο και μαρμελάδα ροδάκινο.  music μαρ-με-λά-δα

 

 

μαρούλι [το] ουσιαστικό (μαρούλια) 

eikona335

check1 Το μαρούλι είναι ένα λαχανικό με πράσινα φύλλα. Με το μαρούλι φτιάχνεις σαλάτες.  pen1 «Τα λαγουδάκια τρώνε μαρούλι.

romvos Η μαρουλοσαλάτα είναι μία σαλάτα με μαρούλι.  music μα-ρού-λι

 

 

μάρτυρας [ο], [η] ουσιαστικό (μάρτυρες) velos μαρτυρώ

 

 

μαρτυριάρης, μαρτυριάρα, μαρτυριάρικο επίθετο (μαρτυριάρηδες, μαρτυριάρες, μαρτυριάρικα) velos μαρτυρώ

 

 

μαρτύριο [το] ουσιαστικό (μαρτύρια) velos μαρτυρώ

 

 

μαρτυρώ και μαρτυράω ρήμα (μαρτύρησα, θα μαρτυρήσω) 

check1 Όταν μαρτυράς ένα μυστικό, το φανερώνεις.  pen1 Η Αθηνά δεν κρατάει μυστικό. Τα μαρτυράει όλα στον Κώστα. Είναι μαρτυριάρα  
check2 Όταν μαρτυράς, βασανίζεσαι και ταλαιπωρείσαι πολύ.  pen1 Η βαλίτσα ήταν πολύ βαριά και η κυρία Μαργαρίτα μαρτύρησε να τη σηκώσει. Ήταν μαρτύριο γι' αυτήν.

romvos O μάρτυρας σ' ένα δικαστήριο δίνει πληροφορίες για μία δίκη. μαρτυριάρης, μαρτύριο  music μαρ-τυ-ρώ

 

 

μάσκα [η] ουσιαστικό (μάσκες)

eikona336

check1 Με τη μάσκα καλύπτεις το πρόσωπό σου για να μη σε γνωρίζουν. Η μάσκα έχει τρύπες στα μάτια για να βλέπεις. Μάσκα φορούν και οι γιατροί, όταν κάνουν εγχειρίσεις για να προστατεύονται από τα μικρόβια.  
check2 Η μάσκα μαλλιών είναι μία κρέμα που μαλακώνει τα μαλλιά. 

romvos Μασκαράς είναι αυτός που φοράει μάσκα και ντύνεται καρναβάλι. Όταν μασκαρεύεσαι ή όταν πας σ' ένα μασκέ πάρτι, φοράς μάσκα και ντύνεσαι καρναβάλι.  music μά-σκα

 

 

μασκαράς [ο] ουσιαστικό (μασκαράδες) velos μάσκα

 

 

μασκαρεύομαι ρήμα (μασκαρεύτηκα, θα μασκαρευτώ) velos μάσκα

 

 

μασκότ [η] ουσιαστικό 

check1 μασκότ των Oλυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004 ήταν ο Φοίβος και η Αθηνά. Ήταν τα σύμβολα των αγώνων.  music μα-σκότ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μασουλώ και μασουλάω, μασουλιέμαι ρήμα (μασούλησα, θα μασουλήσω)

check1 Όταν μασουλάς κάτι, το μασάς αργά και για πολλή ώρα με κλειστό το στόμα σου.   pen1 Εδώ και μισή ώρα η Αθηνά μασουλάει πατατάκια μπροστά στην τηλεόραση.  romvos μασούλημα  music μα-σου-λώ

 

 

μαστίγιο [το] ουσιαστικό (μαστίγια)

eikona337

check1 Το μαστίγιο είναι ένα δερμάτινο λουρί. Μ' αυτό χτυπούν τα ζώα ή τους ανθρώπους.  pen1 θηριοδαμαστές χτυπούν τα λιοντάρια στο τσίρκο με το μαστίγιο.

romvos Όταν κάποιος μαστιγώνει ένα ζώο, το χτυπάει με το μαστίγιο. 

music μα-στί-γι-ο

 

 

μαστιγώνω, μαστιγώνομαι ρήμα (μαστίγωσα, θα μαστιγώσω) velos μαστίγιο

 

 

μαστίχα [η] ουσιαστικό (μαστίχες)

check1 Η μαστίχα έχει ωραίο άρωμα και γεύση, και τη μασάς χωρίς να την καταπίνεις.

pen1 Η Αθηνά μασάει μαστίχα μετά το φαγητό για να καθαρίζουν τα δόντια της.

circle1 τσίχλα  music μα-στί-χα

 

 

μάστορας [ο], μαστόρισσα η ουσιαστικό (μάστορες, μαστόρισσες) 

check1 O μάστορας είναι ένας τεχνίτης. O υδραυλικός και ο ξυλουργός είναι μάστορες.

check2 Μάστορα λέμε και το χτίστη.  

romvos Όταν μαστορεύεις, κατασκευάζεις ή επιδιορθώνεις κάτι.  music μά-στο-ρας

 

 

μαστορεύω, μαστορεύομαι ρήμα (μαστόρεψα, θα μαστορέψω)  velos μάστορας

 

 

μασχάλη [η] ουσιαστικό (μασχάλες) 

check1 Η μασχάλη ενώνει τη μέσα μεριά του χεριού με το υπόλοιπο σώμα σου. 

music μα-σχά-λη  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μασώ και μασάω, μασιέμαι ρήμα (μάσησα, θα μασήσω)

check1 Όταν μασάς κάτι που τρώγεται, το δαγκώνεις και το κάνεις με τα δόντια σου κομματάκια για να το καταπιείς.
check2 Όταν μασάς τσίχλα, τη δαγκώνεις συνέχεια με τα δόντια σου χωρίς να την καταπίνεις.  romvos μάσημα  music μα-σώ

 

 

μάτι [το] ουσιαστικό (μάτια)   

check1 Με τα μάτια σου βλέπεις.   
check2 Στο μάτι της κουζίνας ακουμπάς τις κατσαρόλες για να μαγειρέψεις.

check2 Τηγανίζεις αυγά μάτια χωρίςν' ανακατέψεις το ασπράδι με τον κρόκο

check2 Λέμε ότι έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα, όταν προσέχεις πολύ. Ακόμη λέμε ότι κοιτάς κάποιον με μισό μάτι, όταν δεν τον συμπαθείς.  romvos Όταν κοιτάς κάποιον ή κάτι με τα μάτια σου, του ρίχνεις μία ματιά. Όταν ματιάζεις κάποιον, τον κοιτάζεις με ζήλια ή με κακία.  music μά-τι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

ματιά [η] ουσιαστικό (ματιές) velos μάτι

 

 

ματιάζω ρήμα (μάτιασα, θα ματιάσω) velos μάτι

 

 

ματς [το] ουσιαστικό 

check1 Το ματς είναι ένας αγώνας ποδοσφαίρου ανάμεσα σε δύο ομάδες.

pen1 O Κώστας και ο Νίκος παρακολούθησαν στην τηλεόραση το ματς Άρης-ΠΑOΚ.

music ματς
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ματσάκι [το] ουσιαστικό (ματσάκια)

check1 Το ματσάκι είναι ένα σύνολο από ίδια πράγματα, δεμένα μαζί.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε από τη λαϊκή ένα ματσάκι κρεμμυδάκια.  

music μα-τσά-κι

 

 

ματώνω ρήμα (μάτωσα, θα ματώσω)

check1 Όταν ένα μέρος του σώματός σου ματώνει, τρέχει απ' αυτό αίμα.  pen1 Η Αθηνά έτρεχε με το ποδήλατο κι έπεσε κάτω. Η μύτη της μάτωσε κι έγινε κόκκινη. 

check2 Η Ροζαλία γρατσούνισε τον Κώστα και του μάτωσε το χέρι. Το έκανε να τρέχει αίμα.  music μα-τώ-νω

 

 

μαυρίζω ρήμα (μαύρισα, θα μαυρίσω) velos μαύρος

 

 

μαύρισμα [το] ουσιαστικό (μαυρίσματα) velos μαύρος

 

 

μαύρος, μαύρη, μαύρο επίθετο (μαύροι, μαύρες, μαύρα)  

check1 Όταν κάτι είναι μαύρο, έχει το σκοτεινό χρώμα της νύχτας.   
check2 Όταν κάποιος είναι μαύρος, έχει μαύρο δέρμα. 

check2 Λέμε ότι τα χέρια μας είναι μαύρα, όταν είναι βρόμικα. Ακόμη λέμε ότι κάποιος γίνεται μαύρος από τον ήλιο, όταν παίρνει χρώμα το καλοκαίρι.  circle2 άσπρος  romvos Όταν μαυρίζεις, γίνεσαι μαύρος από τον ήλιο.  circle2 ασπρίζω  romvos Το μαύρισμα είναι το χρώμα που παίρνεις από τον ήλιο. Το μαύρο είναι το σκοτεινό χρώμα της νύχτας.

circle2 άσπρο, λευκό  music μαύ-ρος  pen2 'τα χρώματα'

 

 

μαχαίρι [το] ουσιαστικό (μαχαίρια)  

check1 Το μαχαίρι είναι ένα εργαλείο με κοφτερή λεπίδα για να κόβεις πράγματα.

pen1 O κύριος Γιάννης πήρε το μαχαίρι για να κόψει ψωμί.  

check2 Λέμε ότι όταν πιέζεις κάποιον, του βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό. Ακόμη όταν είσαι μαλωμένος με κάποιον, λέμε ότι είσαστε στα μαχαίρια μεταξύ σας.  

romvos Τα μαχαιροπίρουνα είναι τα μαχαίρια, τα κουτάλια και τα πιρούνια που χρησιμοποιείς στο τραπέζι για να φας.  music μα-χαί-ρι  pen2 'η κουζίνα'

 

 

μαχαιροπίρουνα, τα ουσιαστικό velos μαχαίρι

 

 

μάχη [η] ουσιαστικό (μάχες) 

check1 Η μάχη είναι μία μεγάλη σύγκρουση δύο στρατών, ότανγ ίνεται πόλεμος. 

check2 Μάχη λέμε και τον αγώνα ανάμεσα σε δύο άτομα ή σε δύο ομάδες για το ποιος θα νικήσει.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά έδωσαν μάχη για το ποιος θα φάει το γλυκό.  

music μά-χη

 

 

μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο επίθετο (μεγάλοι, μεγάλες, μεγάλα)

check1 Όταν κάτι είναι μεγάλο, το μέγεθός του είναι πάνω από το κανονικό.

pen1 Η τσάντα της Αθηνάς είναι μεγάλη και χωράει πολλά βιβλία.

check2 Όταν κάποιος είναι μεγάλος στην ηλικία, έχει περισσότερα χρόνια από σένα.

check2 (σαν ουσιαστικό) «Oι μεγάλοι μάς συμβουλεύουν για το καλό μας» είπε ο Νίκος στην Ελένη.

check2 Όταν ένας πολιτισμός είναι μεγάλος, είναι πολύ σπουδαίος.  circle2 μικρός

romvos Όταν κάποιος είναι μεγαλύτερος από σένα, είναι πιο μεγάλος.  circle2 μικρότερος

Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι πιο μεγάλος.  circle2 μικραίνω  music με-γά-λος  pen2 'αντίθετα'

 

 

μεγαλώνω ρήμα (μεγάλωσα, θα μεγαλώσω) velos μεγάλος

 

 

μέγεθος [το] ουσιαστικό (μεγέθη) 

check1 Το μέγεθος μάς δείχνει πόσο μικρό ή μεγάλο είναι κάτι.  

pen1 Το πιατάκι του καφέ έχει πιο μικρό μέγεθος από ένα πιάτο σούπας.   
check2 Στα ρούχα ή τα παπούτσια το μέγεθος είναι το νούμερο που φοράς.

pen1 «Τι μέγεθος ρούχα φοράει ο θείος Αλέκος;» ρώτησε η Αθηνά.  

circle1 νούμερο  music μέ-γε-θος

 

 

μέδουσα [η] ουσιαστικό (μέδουσες)

check1 Η μέδουσα είναι ένα ζώο της θάλασσας που το σώμα της μοιάζει με ομπρέλα. Αν σ' ακουμπήσει μία μέδουσα, το δέρμα σου κοκκινίζει και νιώθεις φαγούρα.

circle1 τσούχτρα  music μέ-δου-σα  pen2 'η θάλασσα'

 

 

μεζές [ο] ουσιαστικό (μεζέδες)

check1μεζέδες είναι μικρά κομματάκια φαγητού με δυνατή, πικάντικη γεύση.  

pen1 O κύριος Γιάννης ετοίμασε μεζέδες για ούζο και κάλεσε τους φίλους του να φάνε μαζί.  music με-ζές

 

 

μεζούρα [η] ουσιαστικό (μεζούρες) 

eikona338

check1 Η μεζούρα είναι μία ταινία με αριθμούς για να μετράς το μήκος.  

pen1 Η μοδίστρα πήρε τα μέτρα της κυρίας Μαργαρίτας με τη μεζούρα για να της ράψει μία φούστα.

check2 Η μεζούρα είναι κι ένα μικρό δοχείο για να μετράς τα υγρά και τα στερεά.

pen1 Για να φτιάξει φύλλο πίτας, η κυρία Μαργαρίτα ανακάτεψε έξι μεζούρες αλεύρι με λίγο νερό και λίγο λάδι.  music με-ζού-ρα

 

 

μέθοδος [η] ουσιαστικό (μέθοδοι) 

check1 Η μέθοδος είναι ένας τρόπος για να κάνεις κάτι.

pen1 «Η καλύτερη μέθοδος για ν' αδυνατίσεις είναι να τρως λίγο και συχνά» είπε ο γιατρός στο θείο Αλέκο.  music μέ-θο-δος

 

 

μεθυσμένος, μεθυσμένη, μεθυσμένο μετοχή (μεθυσμένοι, μεθυσμένες, μεθυσμένα) velos μεθώ

 

 

μεθώ και μεθάω ρήμα (μέθυσα, θα μεθύσω) 

check1 Όταν μεθάς, ζαλίζεσαι από το πολύ κρασί. 
check2 Όταν μεθάς από χαρά, είσαι πολύ χαρούμενος.

romvos Όταν είσαι μεθυσμένος, έχεις μεθύσει από το πολύ κρασί.  music με-θώ

 

 

μείγμα [το] ουσιαστικό (μείγματα) 

check1 Όταν φτιάχνεις ένα μείγμα, βάζεις πολλά πράγματα μαζί και τ' ανακατεύεις.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ήθελε να φτιάξει κέικ. Ανακάτεψε λοιπόν αυγά, ζάχαρη, βούτυρο κι αλεύρι κι έριξε το μείγμα σ' ένα ταψί.  music μείγ-μα

 

 

μειονέκτημα [το] ουσιαστικό (μειονεκτήματα)  

check1 Όταν κάτι έχει μειονεκτήματα, έχει ελαττώματα ή του λείπει κάτι.  

pen1 Το πιο μεγάλο μειονέκτημα του κυρίου Μιχάλη είναι ότι θυμώνει εύκολα.

circle2 πλεονέκτημα   music μει-ο-νέ-κτη-μα

 

 

μειώνω ρήμα (μείωσα, θα μειώσω) 

check1 Όταν μειώνεις κάτι, το κάνεις πιο λίγο ή πιο μικρό.  pen1 «Αν θέλεις ν' αδυνατίσεις, πρέπει να μειώσεις το φαγητό» είπε ο γιατρός στο θείο Αλέκο.

circle1 μικραίνω, λιγοστεύω   circle2 αυξάνω   
check2 Όταν μειώνεις κάποιον, τον προσβάλλεις και τον υποτιμάς.

pen1 O Κώστας μείωσε την Αθηνά, όταν της είπε πως δε ζωγραφίζει τόσο ωραία όσο η θεία Κατερίνα.  music μει-ώ-νω

 

 

μελαγχολικός, μελαγχολική, μελαγχολικό επίθετο (μελαγχολικοί, μελαγχολικές, μελαγχολικά)  

check1 Όταν είσαι μελαγχολικός, νιώθεις θλίψη για κάτι.

pen1 Σήμερα η Αθηνά είναι μελαγχολική, επειδή αύριο θα κλείσουν τα σχολεία και θα χάσει τους συμμαθητές της.  circle1 στενοχωρημένος  circle2 χαρούμενος 

check2 Όταν κάτι είναι μελαγχολικό, σου προκαλεί θλίψη.  pen1 Όταν βρέχει, ο καιρός είναι μελαγχολικός.  music με-λαγ-χο-λι-κός

 

 

μελάνι [το] ουσιαστικό (μελάνια) 

check1 Το μελάνι είναι το μαύρο υγρό που βγάζει η σουπιά και το χταπόδι για να θολώνει το νερό.

check2 Μελάνι είναι και το σκούρο υγρό που βάζουμε στα στιλό ή στους εκτυπωτές για να γράφουμε.  music με-λά-νι

 

 

μελαχρινός, μελαχρινή, μελαχρινό επίθετο (μελαχρινοί, μελαχρινές, μελαχρινά)

check1 Όταν κάποιος είναι μελαχρινός, έχει μαύρα μαλλιά και σκούρο δέρμα.  

music με-λα-χρι-νός

 

 

μελετώ και μελετάω ρήμα (μελέτησα, θα μελετήσω) 

check1 Όταν μελετάς κάτι, το διαβάζεις προσεκτικά και προσπαθείς να το καταλάβεις ή να το μάθεις.  pen1 Η Αλίκη μελετά τα μαθήματά της δύο ώρες τη μέρα.  music με-λε-τώ

 

 

μέλι [το] ουσιαστικό  

check1 Το μέλι είναι το παχύ και πολύ γλυκό υγρό που φτιάχνουν οι μέλισσες στην κυψέλη.  pen1 Η Αθηνά τρώει το πρωί μία φέτα με βούτυρο και μέλι.

check2 Λέμε ότι τα περνάς μέλι γάλα με κάποιον, όταν τα περνάτε πολύ καλά. Όταν λέμε ότι τα λόγια σου είναι μέλι, εννοούμε ότι είναι πολύ γλυκά και ευχάριστα.

romvos O μήνας του μέλιτος είναι το ταξίδι που κάνει ένα παντρεμένο ζευγάρι μετά το γάμο του.  music μέ-λι

 

 

μέλισσα [η] ουσιαστικό (μέλισσες)  

eikona339

check1 Η μέλισσα είναι ένα έντομο που φτιάχνει μέλι και κερί. Oι μέλισσες φτιάχνουν το μέλι τους μέσα στην κυψέλη. 

music μέ-λισ-σα

 

 

μελιτζάνα [η] ουσιαστικό (μελιτζάνες)

check1 Η μελιτζάνα είναι ένα μοβ μακρουλό λαχανικό που τρώγεται μαγειρεμένο.

eikona340

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα μαγείρεψε παπουτσάκια, δηλαδή μελιτζάνες γεμιστές με κιμά και κρεμμύδι.

check2 Κοροϊδευτικά λέμε ότι μία μεγάλη μύτη μοιάζει με μελιτζάνα.  music με-λι-τζά-να

 

 

μέλλον [το] ουσιαστικό  

check1 Το μέλλον είναι ο χρόνος που θα έρθει.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα λέει ότι στο μέλλον θα κάνει περισσότερα ταξίδια απ' ό,τι τώρα.  circle2 παρελθόν  music μέλ-λον

 

 

- Είμαι πολύ γλυκό. Ποιο είμαι; ……………….....................………………

 

 

μέλος [το] ουσιαστικό (μέλη)

check1 Μέλος μίας ομάδας είναι κάποιος που ανήκει ή συμμετέχει σ' αυτή.

pen1 O κύριος Δημήτρης είναι μέλος του συλλόγου «Oι φίλοι των ζώων».  
check2 Μέλη λέμε και τα μέρη του σώματος των ανθρώπων και των ζώων. music μέ-λος

 

 

μεμβράνη [η] ουσιαστικό (μεμβράνες)

check1 Τα δάχτυλα της πάπιας είναι ενωμένα μ' ένα λεπτό δέρμα, τη μεμβράνη

check2 Με μεμβράνη τυλίγουμε μερικά τρόφιμα.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα τύλιξε το σάντουιτς του Κώστα στη μεμβράνη για να το πάρει στο σχολείο.  music μεμ-βρά-νη

 

 

μενού [το] ουσιαστικό  

check1 Το μενού είναι ο κατάλογος με τα φαγητά που έχει ένα εστιατόριο.

check2 Μενού είναι και το σύνολο των φαγητών που περιέχει ένα γεύμα.  

pen1 «Το μενού για σήμερα το μεσημέρι έχει ψητό ψάρι, σαλάτα και παγωτό» είπε η κυρία Μαργαρίτα στα παιδιά.  music με-νού
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μέντα [η] ουσιαστικό (μέντες)

check1 Η μέντα είναι ένα φυτό με αρωματικά φύλλα. Με γεύση μέντας φτιάχνουμε μαστίχες, καραμέλες και ποτά.  music μέ-ντα

 

 

μένω ρήμα (έμεινα, θα μείνω)

check1 Όταν μένεις κάπου, κατοικείς εκεί για πάντα ή για λίγο.  

pen1 Η Αθηνά και ο Κώστας μένουν μόνιμα στην Αθήνα. O θείος Τάκης πάλι ταξιδεύει πολύ και μένει συχνά σε ξενοδοχεία.

check2 Τα μαγαζιά μένουν κλειστά τις Κυριακές στην Ελλάδα.

check2 Όταν ένας λεκές μένει στο ρούχο, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το πλύσιμο.

circle2 φεύγω  

check2 Όταν χαλάει το αυτοκίνητο, μένουμε στη μέση του δρόμου, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε.  music μέ-νω

 

 

μέρα και ημέρα [η] ουσιαστικό (μέρες, ημέρες)

check1 Κάθε πρωί ξεκινά μία καινούρια ημέρα. Μία ημέρα έχει 24 ώρες. Oι ημέρες της εβδομάδας είναι: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. 

check2 Μέρα είναι όταν ο ήλιος είναι στον ουρανό, προτού δηλαδή νυχτώσει.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα δούλευε όλη μέρα και το βράδυ πήγε να βοηθήσει τη θεία Κατερίνα για τη γιορτή του θείου Σταμάτη.

music μέ-ρα   pen2 'εποχές-οι μήνες-οι μέρες', 'η διάρκεια της μέρας'

 

 

μεράκι [το] ουσιαστικό (μεράκια)

check1 Το μεράκι είναι η πολύ μεγάλη επιθυμία σου για κάτι.  

pen1 O Κώστας το έχει μεράκι να ταξιδέψει στο εξωτερικό. 

check2 Μεράκι είναι και η αγάπη ή η φροντίδα σου για κάτι που σου αρέσει.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα έχει μεγάλο μεράκι για τα λουλούδια της.  music με-ρά-κι

 

 

μεριά [η] ουσιαστικό (μεριές) 

check1 Η μεριά είναι η πλευρά ενός πράγματος.  pen1 Η μπλούζα του Νίκου είχε ξηλωθεί και ήταν από τη μία μεριά κοντή και από την άλλη μακριά.

check2 «Από ποια μεριά φυσάει ζεστός αέρας;» ρώτησε ο θείος Τάκης.  circle1 κατεύθυνση

check2 Λες «Σε καλή μεριά!» σε κάποιον που μόλις έχει πάρει χρήματα.  music με-ριά

 

 

μερίδα [η] ουσιαστικό (μερίδες)

check1 Η μερίδα είναι μία ποσότητα φαγητού.  pen1 Μετά την προπόνηση στο ποδόσφαιρο ο Κώστας πεινάει πολύ και τρώει δύο μερίδες φαγητό.  music με-ρί-δα

 

 

μέρος [το] ουσιαστικό (μέρη)

check1 Το μέρος είναι ένα σημείο ή ένας τόπος.

pen1 Σε ποιο μέρος της Αθήνας μένει η Αθηνά;  

check2 Μέρος είναι και η χώρα ή η περιοχή.  pen1 «Από ποιο μέρος είσαι;» ρώτησε η Αθηνά τον Ίγκλι. «Από την Αλβανία» απάντησε εκείνος.

check2 Το μέρος είναι και το τμήμα από ένα σύνολο.  

pen1 O Κώστας έκοψε το ψωμί σε δύο ίσα μέρη music μέ-ρος

 

 

μέσα επίρρημα 

eikona341

check1 Τα ψάρια ήταν μέσα στη γυάλα και η Ροζαλία τα κοίταζε.

music μέ-σα

 

 

 

μεσαίος, μεσαία, μεσαίο επίθετο (μεσαίοι, μεσαίες, μεσαία)

check1 «Πάτησε το μεσαίο από τα τρία κουμπιά για ν' ανοίξει το ντιβιντί» είπε ο κύριος Γιάννης στην κυρία Μαργαρίτα. Πάτησε το κουμπί που βρίσκεται στη μέση.

check2 O Κώστας φοράει το μεσαίο μέγεθος στις μπλούζες, ενώ η Αθηνά το μικρό. O Κώστας φοράει ένα μέτριο μέγεθος στις μπλούζες, ούτε μεγάλο ούτε μικρό.  

romvos μέση, μέσο  music με-σαί-ος

 

 

μεσάνυχτα [τα] ουσιαστικό  

check1 Όταν έχουμε μεσάνυχτα, η ώρα είναι δώδεκα τη νύχτα.  

romvos νύχτα, μέση  music με-σά-νυ-χτα

 

 

μέση [η] ουσιαστικό  

check1 Η μέση είναι το στενό σημείο που ενώνει το πάνω με το κάτω μέρος του σώματός σου.  pen1 Η ζώνη κρατάει το παντελόνι ή τη φούστα στη μέση σου.

check2 Όταν κόβεις κάτι στη μέση, το κόβεις σε δύο ίσα μέρη.

check2 Όταν κάτι γίνεται στη μέση του χρόνου, γίνεται στα μισά του, περίπου τον Ιούνιο.

check2 Όταν αφήνεις κάτι στη μέση, δεν το τελειώνεις.  romvos μεσαίος, μέσο  

music μέ-ση  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μεσημέρι [το] ουσιαστικό (μεσημέρια) 

check1 Στις δώδεκα η ώρα έχουμε μεσημέρι, δηλαδή μέση της μέρας. Το μεσημέρι είναι μετά το πρωί και πριν το απόγευμα.  romvos O μεσημεριανός ύπνος είναι ο ύπνος του μεσημεριού. Το μεσημεριανό είναι το γεύμα που τρώμε το μεσημέρι.

music με-ση-μέ-ρι  pen2 'τη διάρκεια της ημέρας'

 

 

μέσο [το] ουσιαστικό (μέσα)    

check1 Η κυρία Μαργαρίτα πληρώνεται στα μέσα του μήνα, δηλαδή στις δεκαπέντε του κάθε μήνα.   
check2 Χρησιμοποιείς ένα μέσο για να πετύχεις το σκοπό σου.   pen1 «Η ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη είναι τα καλύτερα μέσα για ν' αποκτήσεις φίλους» είπε η δασκάλα.   
check2 Το λεωφορείο, το αυτοκίνητο και το τρένο είναι μεταφορικά μέσα.  

romvos μεσαίος, μέση  music μέ-σο

 

 

μέσω επίρρημα  

check1 O θείος Τάκης πέταξε από Αθήνα για Λονδίνο μέσω Ρώμης. Για να πάει στο Λονδίνο, πέρασε πρώτα από τη Ρώμη.  music μέ-σω

 

 

μεταδίδω, μεταδίδομαι ρήμα (μετέδωσα, θα μεταδώσω)

check1 Όταν η τηλεόραση μεταδίδει ένα μήνυμα ή μία είδηση, τα ανακοινώνει.  
check2 Όταν μία αρρώστια μεταδίδεται, περνάει εύκολα από άτομο σε άτομο. Όταν μία φωτιά μεταδίδεται, προχωράει από ένα μέρος σ' ένα άλλο.  romvos Όταν κάτι μεταδίδεται, γίνεται η μετάδοσή του.  music με-τα-δί-δω

 

 

μετακίνηση [η] ουσιαστικό (μετακινήσεις) velos μετακινώ

 

 

μετακινώ, μετακινούμαι ρήμα (μετακίνησα, θα μετακινήσω)

check1 Όταν μετακινείς κάτι, το βάζεις σε άλλη θέση.  pen1 O Κώστας μετακίνησε τον καναπέ για να πάρει το μπαλάκι που ήταν από κάτω.  

check2 Όταν μετακινείσαι, αλλάζεις θέση και πηγαίνεις από ένα σημείο σ' ένα άλλο.

pen1 Η Αλίκη μετακινήθηκε στο πρώτο θρανίο για να βλέπει καλύτερα στον πίνακα.

romvos Όταν μετακινείς κάτι, κάνεις μία μετακίνηση. κινώ  music με-τα-κι-νώ

 

 

- Μέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη νύχτα. Τι είμαι; ………………...........

 

 

μετακομίζω ρήμα (μετακόμισα, θα μετακομίσω)

check1 Όταν μετακομίζεις, αλλάζεις σπίτι και μεταφέρεσαι από ένα σπίτι σ' ένα άλλο. Όταν μετακομίζεις, μπορεί ν'αλλάζεις και πόλη ή χώρα.  pen1 Η οικογένεια του Ίγκλι μετακόμισε από την Αλβανία στην Ελλάδα.  romvos Όταν μετακομίζεις, κάνεις μετακόμιση.  music με-τα-κο-μί-ζω

 

 

μετακόμιση [η] ουσιαστικό (μετακομίσεις) velos μετακομίζω

 

 

μετάλλιο [το] ουσιαστικό (μετάλλια)

eikona342

check1 Το μετάλλιο είναι το μεταλλικό στρόγγυλο βραβείο που παίρνουν οι αθλητές όταν νικούν. Τα μετάλλια μπορεί να είναι χρυσά, αργυρά και χάλκινα.  pen1 Η Ελλάδα κέρδισε πολλά μετάλλια στους Oλυμπιακούς αγώνες του 2004.  romvos μέταλλο 

music με-τάλ-λι-ο

 

 

μέταλλο [το] ουσιαστικό (μέταλλα)  

check1 Το μέταλλο είναι ένα σκληρό και συνήθως λαμπερό υλικό, όπως το σίδερο και το ατσάλι. Με τα μέταλλα φτιάχνουμε συνήθως εργαλεία, αυτοκίνητα και μηχανές. Με τα πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός και το ασήμι, φτιάχνουμε κοσμήματα. 

romvos μεταλλικός, μετάλλιο  music μέ-ταλ-λο

 

 

μεταμορφώνω, μεταμορφώνομαι ρήμα (μεταμόρφωσα, θα μεταμορφώσω)

check1 Όταν μεταμορφώνεις κάποιον, του αλλάζεις την εξωτερική εμφάνιση, τον κάνεις εντελώς διαφορετικό.  pen1 Η Κίρκη μεταμόρφωσε τους συντρόφους του Oδυσσέα σε γουρούνια.  romvos O Oδυσσέας έμεινε έκπληκτος μ'αυτή τη μεταμόρφωση. μορφή  

music με-τα-μορ-φώ-νω

 

 

μεταμόρφωση [η] ουσιαστικό (μεταμορφώσεις) velos μεταμορφώνω

 

 

μεταμφιέζομαι ρήμα (μεταμφιέστηκα, θα μεταμφιεστώ)

check1 Όταν μεταμφιέζεσαι, αλλάζεις το ντύσιμό σου για να μη σε αναγνωρίζουν.

pen1 Στις Απόκριες η Αθηνά μεταμφιέστηκε πειρατής και κανένας δεν κατάλαβε ποια ήταν.  circle1 μασκαρεύομαι  romvos Όταν μεταμφιέζεσαι, κάνεις μία μεταμφίεση.

music με-ταμ-φι-έ-ζο-μαι

 

 

μεταμφίεση [η] ουσιαστικό (μεταμφιέσεις) velos μεταμφιέζομαι

 

 

μετανάστης [ο], μετανάστρια [η] ουσιαστικό (μετανάστες, μετανάστριες)

check1 Μετανάστης είναι κάποιος που φεύγει από την πατρίδα του για να βρει δουλειά σ' άλλη χώρα.  pen1 Oι γονείς του Ίγκλι είναι μετανάστες στην Ελλάδα από την Αλβανία.  romvos μεταναστεύω  music με-τα-νά-στης

 

 

μετανιώνω ρήμα (μετάνιωσα, θα μετανιώσω)

check1 Όταν μετανιώνεις για κάτι, λυπάσαι που το έκανες.  pen1 Η Ελένη μετάνιωσε που μίλησε άσχημα στην Αθηνά και της ζήτησε συγνώμη. 
check2 Όταν το μετανιώνεις, αλλάζεις γνώμη.

pen1 O Ίγκλι το μετάνιωσε και σκέφτεται να μην πάει στην εκδρομή.  music με-τα-νιώ-νω

 

 

μετάξι [το] ουσιαστικό (μετάξια) 

check1 Το μετάξι είναι ένα απαλό ύφασμα από κλωστή που φτιάχνουν οι κάμπιες που λέγονται μεταξοσκώληκες.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα φοράει στο λαιμό της ένα μαντίλι από μετάξι.

check2 Όταν κάτι είναι πολύ απαλό, λέμε πως είναι σαν μετάξι.  
romvos Όταν κάτι είναι μεταξένιο, μοιάζει με μετάξι. Όταν κάτι είναι μεταξωτό, είναι φτιαγμένο από μετάξι.  music με-τά-ξι

 

 

μεταξύ επίρρημα  

check1 Η τάξη της Αθηνάς πήγε στο δημαρχείο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου διαλείμματος, δηλαδή μετά το πρώτο και πριν από το δεύτερο.
check2 O Κώστας και ο Νίκος είναι φίλοι. Μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη φιλία.  

circle1 ανάμεσα  music με-τα-ξύ

 

 

μεταχειρίζομαι ρήμα (μεταχειρίστηκα, θα μεταχειριστώ)

check1 O πατέρας του Νίκου είναι μηχανικός. Στη δουλειά του μεταχειρίζεται πολλά μηχανήματα. Χρησιμοποιεί πολλά μηχανήματα.  

check2 «Δεν πρέπει να μεταχειριζόμαστε άσχημα τα ζώα» είπε η δασκάλα. Δεν πρέπει να τους φερόμαστε άσχημα,να έχουμε κακή συμπεριφορά.  romvos Όταν κάτι είναι μεταχειρισμένο, έχει χρησιμοποιηθεί και δεν είναι πια καινούριο.  

music με-τα-χει-ρί-ζο-μαι

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

μεταφέρω, μεταφέρομαι ρήμα (μετέφερα, θα μεταφέρω) 

check1 Όταν μεταφέρεις κάτι, το μετακινείς και το πας κάπου που δεν είναι πολύ κοντά. pen1 O Ίγκλι και οι γονείς του νοίκιασαν ένα φορτηγό για να μεταφέρουν τα έπιπλά τους στο νέο σπίτι. Τα έπιπλα μεταφέρθηκαν από το παλιό στο νέο σπίτι μέσα σε μία μέρα.  circle1 κουβαλώ  

romvos Όταν μεταφέρεις κάτι, κάνεις μία μεταφορά music με-τα-φέ-ρω

 

 

μεταφορά [η] ουσιαστικό (μεταφορές) velos μεταφέρω

 

 

μεταφράζω, μεταφράζομαι ρήμα (μετάφρασα, θα μεταφράσω)

check1 Όταν μεταφράζεις ένα κείμενο, μεταφέρεις τις λέξεις του κειμένου από μία γλώσσα σε μία άλλη.  pen1 «Δεν ξέρω καλά αγγλικά, μήπως μπορείς να μου μεταφράσεις αυτή τη διαφήμιση;» είπε η Αθηνά στην Αλίκη.  romvos «Μπορείς να μου δώσεις μία μετάφραση του κειμένου;» ρώτησε η Αθηνά.  music με-τα-φρά-ζω

 

 

μετάφραση [η] ουσιαστικό (μεταφράσεις) velos μεταφράζω

 

 

μέτριος, μέτρια, μέτριο επίθετο (μέτριοι,μέτριες, μέτρια)

check1 Όταν κάποιος ή κάτι είναι μέτριο, έχει μεσαίο ύψος, βάρος ή μέγεθος.  
check2 Ένας μέτριος καφές, δεν είναι ούτε πικρός ούτε γλυκός.  
check2 Ένας μέτριος μαθητής, δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός.  romvos μέτρο  music μέ-τρι-ος

 

 

μετρό [το] ουσιαστικό  

check1 Το μετρό είναι ένα τρένο που τρέχει σε τούνελ κάτω από τη γη.  music με-τρό
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μέτρο [το] ουσιαστικό (μέτρα) 

check1 Το μέτρο είναι η μονάδα για να μετράμε τις επιφάνειες.   

pen1 «Το τραπέζι της κουζίνας μας είναι ένα μέτρο» είπε ο Κώστας.   
check2 Μέτρο λέμε και το όργανο για να μετράμε τις επιφάνειες.   pen1 O κύριος Γιάννης είναι αρχιτέκτονας και χρησιμοποιεί το μέτρο για να φτιάξει τα σχέδιά του.   
check2 Όταν παίρνεις μέτρα από κάτι, το μετράς. pen1 Η κυρία Μαργαρίτα πήρε τα μέτρα του καναπέ για ν' αγοράσει ένα κάλυμμα.  music μέ-τρο

 

 

μετρώ και μετράω, μετριέμαι ρήμα (μέτρησα, θα μετρήσω) 

check1 Όταν μετράς πράγματα ή πρόσωπα, χρησιμοποιείς αριθμούς για να υπολογίσεις πόσα είναι.  pen1 Η Αθηνά μέτρησε τους συμμαθητές της και τους έβγαλε 25.

circle1 λογαριάζω  
check2 Όταν ξέρεις να μετράς, ξέρεις να λες τους αριθμούς με τη σειρά.  

pen1 Η Αθηνά ξέρει να μετράει ως το 1000!

romvos Το μέτρημα είναι αυτό που κάνεις όταν μετράς.  music με-τρώ

 

 

μέτωπο [το] ουσιαστικό (μέτωπα)

check1 Το μέτωπό σου είναι το πάνω μέρος του προσώπου σου ανάμεσα στα μαλλιά και τα φρύδια. 
check2 Το μέτωπο του πολέμου είναι η πρώτη γραμμή που γίνονται οι μάχες. 

music μέ-τω-πο  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μήκος [το] ουσιαστικό (μήκη)

check1 Όταν ξέρουμε το μήκος ενός πράγματος, ξέρουμε πόσο μακρύ είναι.

pen1 Για να βρει το μήκος του τραπεζιού, ο κύριος Γιάννης υπολόγισε με το μέτρο την απόσταση από τη μία πλευρά στην άλλη.  circle2 πλάτος  music μή-κος

 

 

μήλο [το] ουσιαστικό (μήλα)

check1 Το μήλο είναι ένα στρογγυλό φρούτο που έχει σπόρους στο εσωτερικό του. Υπάρχουν κόκκινα, κίτρινα και πράσινα μήλα.

eikona343

pen1 Η κακιά βασίλισσα έδωσε στη Χιονάτη ένα δηλητηριασμένο μήλο.

check2 Όταν παίζεις τα μήλα, είσαι ανάμεσα σε δύο φίλους σου και για να κερδίσεις πρέπει να πιάσεις τη μπάλα που πετάει ο ένας στον άλλο.  

romvos Το δέντρο που κάνει μήλα είναι η μηλιά.  music μή-λο

 

 

- Η κακιά μάγισσα μ' έδωσε στηΧιονάτη. Τι είμαι; ……………….....................………………

 

 

μήνας [ο] ουσιαστικό (μήνες)

check1 O μήνας είναι μία περίοδος του χρόνου που έχει 28, 29, 30 ή 31μέρες. Κάθε χρόνος έχει 12 μήνες.  music μή-νας  pen2 'οι εποχές- οι μήνες- οι μέρες'

 

 

μήνυμα [το] ουσιαστικό (μηνύματα) 

check1 Το μήνυμα είναι μία πληροφορία που δίνεις σε κάποιον ή παίρνεις από κάποιον που είναι μακριά. Το ηλεκτρονικό μήνυμα είναι ένα μήνυμα που στέλνεις ή που δέχεσαι στο κομπιούτερ. Το γραπτό μήνυμα το στέλνεις ή το δέχεσαι στο κινητό σου τηλέφωνο.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα δε βρήκε τον κύριο Γιάννη και του άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή.  

check2 Το μήνυμα του παραμυθιού «Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι» είναι ότι η αγάπη νικάει τα πάντα.  music μή-νυ-μα

 

 

μητέρα [η] ουσιαστικό (μητέρες)  

check1 Η μητέρα σου είναι η γυναίκα που σε γέννησε και σε μεγαλώνει. Μητέρα λέμε και τη γυναίκα που έχει υιοθετήσει ένα παιδί.  pen1 Η μητέρα του Κώστα είναι η κυρία Μαργαρίτα.  circle1 μαμά, μάνα  romvos Η μητρική αγάπη είναι η αγάπη της μητέρας.  

music μη-τέ-ρα  pen2 'η οικογένεια'

 

 

μητριά [η] ουσιαστικό (μητριές)

check1 Η μητριά σου δεν είναι η πραγματική σου μητέρα αλλά έχει παντρευτεί το μπαμπά σου.  pen1 Η κακιά βασίλισσα είναι η μητριά της Χιονάτης.  music μη-τρι-ά

 

 

μηχανή [η] ουσιαστικό (μηχανές)

check1 Η μηχανή είναι ένα εργαλείο ή μία συσκευή που κάνει μία δουλειά αυτόματα ή μας βοηθά να την κάνουμε πιο εύκολα.  pen1 Όταν ο θείος Τάκης πηγαίνει ταξίδι, παίρνει μαζί του τη φωτογραφική μηχανή και βγάζει φωτογραφίες.  
check2 Η μηχανή του αυτοκινήτου είναι εκείνη που το κάνει να κινείται και βρίσκεται συνήθως στο μπροστινό του μέρος.  romvos O μηχανικός είναι κάποιος που δουλεύει με μηχανές ή τις διορθώνει όταν χαλάσουν. Όταν κάτι είναι μηχανικό, λειτουργεί με μηχανή. Μηχανάκι ή μηχανή λέμε και τη μοτοσικλέτα.  music μη-χα-νή

 

 

μηχάνημα [το] ουσιαστικό (μηχανήματα)

check1 Το μηχάνημα είναι μία μηχανή με πολλά μέρη που κάνει μία συγκεκριμένη δουλειά.  pen1 O θείος Αλέκος έχει αγροτικά μηχανήματα για να κάνει τις δουλειές του.  romvos O μηχανισμός είναι όλα τα κομμάτια που αποτελούν ένα μηχάνημα και συνδυάζονται για να λειτουργήσει. Ένα ρολόι-ξυπνητήρι έχει περίπλοκο μηχανισμό.

music μη-χά-νη-μα

 

 

μηχανικός [ο], [η] ουσιαστικό (μηχανικοί) velos μηχάνημα

 

 

μικραίνω ρήμα (μίκρυνα, θα μικρύνω) velos μικρός

 

 

μικρόβιο [το] ουσιαστικό (μικρόβια)

check1 Το μικρόβιο είναι ένας πολύ μικρός ζωντανός οργανισμός που προκαλεί αρρώστιες.  romvos μικρός, μικροσκόπιο  music μι-κρό-βι-ο

 

 

μικρός, μικρή, μικρό επίθετο (μικροί, μικρές, μικρά)

check1 Όταν κάτι είναι μικρό, το μέγεθός του είναι κάτω από το κανονικό.  

pen1 Το ποντίκι είναι μικρό ζώο ενώ ο ελέφαντας μεγάλο.  
check2 Όταν κάποιος είναι μικρός, είναι νέος στην ηλικία.

pen1 Η Αθηνά είναι ακόμη μικρή αλλά όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει ζωγράφος.  
check2 Ένας μικρός μισθός, είναι λίγος. Μία μικρή πόλη έχει λίγους κατοίκους.

check2 Το γ είναι ένα μικρό γράμμα ενώ το Γ κεφαλαίο. 

check2 (σαν ουσιαστικό) Ένα μικρό που κλαίει είναι ένα μωρό.  circle2 μεγάλος

romvos Όταν κάτι μικραίνει, γίνεται πιο μικρό.  circle2 μεγαλώνω  music μι-κρός  pen2 'αντίθετα'

 

 

μικροσκόπιο [το] ουσιαστικό (μικροσκόπια)

eikona344

check1 Με το μικροσκόπιο μπορείς να βλέπεις πολύ μικρά πράγματα που δε φαίνονται μόνο με τα μάτια σου. 

romvos μικρός, μικρόβιο  music μι-κρο-σκό-πι-ο

 

 

 

μικρόφωνο [το] ουσιαστικό (μικρόφωνα)

check1 Όταν μιλάς στο μικρόφωνο, η φωνή σου ακούγεται πιο δυνατά. Με το μικρόφωνο μπορείς να γράψεις τη φωνή σου σε μία κασέτα ή σ' ένα σιντί.

pen1 Oι τραγουδιστές τραγουδούν κρατώντας ένα μικρόφωνο.  music μι-κρό-φω-νο

 

 

μιλώ και μιλάω, μιλιέμαι ρήμα (μίλησα, θα μιλήσω)    

check1 Όταν μιλάς, προφέρεις λέξεις και λες κάτι.  pen1 «Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, θέλω να μιλήσω κι εγώ!» είπε στον κύριο Μιχάλη η θεία του.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα μιλάει δύο ξένες γλώσσες: γαλλικά και αγγλικά.  
check2 Όταν μιλάς με τους φίλους σου για κάτι, κουβεντιάζεις.  

pen1 O Κώστας και ο Νίκος μιλούν κάθε μέρα για το ποδόσφαιρο.  
check2 Όταν δε μιλιέσαι, δε θέλεις να σου μιλάει κανείς.  music μι-λώ

 

 

μίμος [ο], [η] ουσιαστικό (μίμοι) velos μιμούμαι

 

 

μιμούμαι ρήμα (μιμήθηκα, θα μιμηθώ)

check1 Όταν μιμείσαι κάποιον, μιλάς όπως μιλάει αυτός ή κάνεις ό,τι κάνει αυτός. .

pen1 Του Κώστα του αρέσει να μιμείται τις κινήσεις που κάνει η Ροζαλία. Κουλουριάζεται και πηδάει σαν γάτα.  romvos O μίμος είναι ένας ηθοποιός που μιμείται εύκολα τους άλλους.  music μι-μού-μαι

 

 

μισθός [ο] ουσιαστικό (μισθοί)

check1 O μισθός είναι τα χρήματα που παίρνει κάποιος όταν κάνει μία δουλειά.

music μι-σθός

 

 

μισό [το] ουσιαστικό (μισά) velos μισός, μισή, μισό

 

 

μισός, μισή, μισό επίθετο (μισοί, μισές, μισά)

check1 Όταν κάτι είναι μισό, είναι το ένα από δύο ίσα μέρη.

pen1 Μισό κιλό κρέας είναι 500 γραμμάρια.  circle2 ολόκληρος, όλος
check2 Λέμε ότι έχεις μείνει μισός, όταν έχεις αδυνατίσει πολύ.   
check2 Λέμε ότι η δουλειά έχει μείνει μισή, όταν δεν έχει τελειώσει.   
check2 Όταν είναι τρεις και μισή, ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού δείχνει το 6 και ο μικρός το 3.  romvos Το μισό του δέκα είναι το πέντε.  music μι-σός

 

 

μίσος [το] ουσιαστικό (μίση) velos μισώ

 

 

μισώ ρήμα (μίσησα, θα μισήσω)

check1 Όταν μισείς κάποιον, τρέφεις για εκείνον άσχημα συναισθήματα. Δεν τον αγαπάς καθόλου και θέλεις να του κάνεις κακό.

pen1 Η κακιά βασίλισσα μισούσε τη Χιονάτη και ήθελε να της κάνει κακό.  
check2 Όταν μισείς κάτι, δε σου αρέσει καθόλου.  pen1 Η Αθηνά μισεί τις φακές.  circle2 αγαπώ

romvos Όταν μισείς κάποιον,νιώθεις μίσος.  music μι-σώ

 

 

μνημείο [το] ουσιαστικό (μνημεία) velos μνήμη

 

 

μνήμη [η] ουσιαστικό (μνήμες)

check1 Η μνήμη σου είναι η ικανότητα που έχεις να θυμάσαι.

pen1 Η Αθηνά έχει γερή μνήμη και δεν ξεχνάει τίποτα.  

check2 Στη μνήμη του υπολογιστή αποθηκεύονται οι πληροφορίες.  romvos Το μνημείο μπορεί είναι ένα άγαλμα που έγινε στη μνήμη κάποιου σημαντικού ανθρώπου ή κάποιου μεγάλου γεγονότος.  music μνή-μη

 

 

μοβ επίθετο (μοβ)  

check1 Μοβ είναι το χρώμα που παίρνουμε, όταν ανακατεύουμε το κόκκινο και το μπλε. pen1 Oι βιολέτες και οι πασχαλιές είναι λουλούδια που έχουν μοβ χρώμα.

music μοβ  pen2 'τα χρώματα'
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μόδα [η] ουσιαστικό (μόδες) 

check1 Η μόδα είναι το στιλ ντυσίματος και κουρέματος που ακολουθούν πολλοί άνθρωποι σε κάθε εποχή. Όταν κάτι είναι στη μόδα, το φοράνε όλοι. Όταν κάτι γίνεται μόδα, το κάνουν όλοι.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ακολουθεί πάντα τη μόδα και ντύνεται μοντέρνα.  romvos Φοράει πάντα μοντέρνα ρούχα.  music μό-δα

 

 

μοδίστρα [η] ουσιαστικό (μοδίστρες)

check1 Η μοδίστρα είναι μία γυναίκα που η δουλειά της είναι να ράβει ρούχα.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα δεν αγοράζει έτοιμα ρούχα αλλά ράβει τα ρούχα της στη μαμά του Ίγκλι που είναι πολύ καλή μοδίστρα.  circle1 ράφτρα  music μο-δί-στρα

 

 

μοιάζω ρήμα (έμοιασα, θα μοιάσω) 

eikona345

check1 Όταν κάτι μοιάζει με κάτι άλλο, είναι περίπου σαν κι εκείνο.  

pen1 Η πάπια είναι ένα ζώο που μοιάζει με τη χήνα.  

romvos όμοιος  music μοιά-ζω

 

 

Τα δίδυμα αδέλφια μοιάζουν μεταξύ τους.

 

 

μοίρα [η] ουσιαστικό (μοίρες) 

check1 Η μοίρα είναι η τύχη που θα έχεις στη ζωή σου, το γραφτό σου.  

pen1 Oι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους.  music μοί-ρα

 

 

μοιράζω, μοιράζομαι ρήμα (μοίρασα, θα μοιράσω) 

check1 Όταν μοιράζεις κάτι, το χωρίζεις σε ίσα μέρη.  

pen1 Την Πρωτοχρονιά αφού έφαγαν όλοι ο θείος Σταμάτης μοίρασε τα χαρτιά της τράπουλας στους μεγάλους. Με το μοίρασμα της τράπουλας άρχισε το παιχνίδι.  
check2 Όταν μοιράζεις κάτι σε κάποιους,τους το δίνεις φροντίζοντας να φτάσει για όλους. pen1 Η θεία Κατερίνα μοίρασε στα παιδιά καραμέλες και παιχνίδια. Ήταν δίκαιη στη μοιρασιά.  romvos μοιρασιά, μοίρασμα  music μοι-ρά-ζω

 

 

μοκέτα [η] ουσιαστικό (μοκέτες) 

check1 Η μοκέτα είναι ένα χαλί που καλύπτει όλο το πάτωμα.  

pen1 Το δωμάτιο του Κώστα είναι στρωμένο με γαλάζια μοκέτα.  music μο-κέ-τα

 

 

μολύβι [το] ουσιαστικό (μολύβια)  

eikona346

check1 Με το μολύβι μπορείς να γράψεις ή να ζωγραφίσεις. Τα μολύβια μπορεί να είναι γκρι, μαύρα ή χρωματιστά.  

music μο-λύ-βι

 

 

μονάδα [η] ουσιαστικό (μονάδες)

check1 Μονάδα λέμε τον αριθμό 1.

romvos μοναδικός, μόνος  music μο-νά-δα

 

 

μοναδικός, μοναδική, μοναδικό επίθετο (μοναδικοί, μοναδικές, μοναδικά)

check1 Όταν κάποιος είναι μοναδικός, είναι ένας και μόνος του, δεν υπάρχει άλλος.

pen1 O Νίκος είναι το ένα και μοναδικό παιδί των γονιών του. 

romvos μονάδα, μοναχός, μόνος  music μο-να-δι-κός

 

 

μοναξιά [η] ουσιαστικό (μοναξιές) velos μόνος

 

 

μοναστήρι [το] ουσιαστικό (μοναστήρια) velos μόνος

 

 

μοναχός, μοναχή, μοναχό και μονάχος, μονάχη, μονάχο επίθετο (μοναχοί/μονάχοι, μοναχές/μονάχες, μοναχά/μονάχα) velos μόνος

 

 

μοναχός [ο], μοναχή [η] ουσιαστικό (μοναχοί, μοναχές) 

check1 Μοναχό λέμε τον καλόγερο και μοναχή την καλόγρια. 

romvos μόνος  music μο-να-χός

 

 

μόνιμος, μόνιμη, μόνιμο επίθετο (μόνιμοι, μόνιμες, μόνιμα)

check1 Όταν κάτι είναι μόνιμο, κρατάει για πάντα.

pen1 Η μόνιμη κατοικία της κυρίας Μαργαρίτας είναι στην Αθήνα. 

circle2 προσωρινός  music μό-νι-μος

 

 

μονοπάτι [το] ουσιαστικό (μονοπάτια) 

check1 Το μονοπάτι είναι ένα στενό δρομάκι για να περπατάνε οι άνθρωποι. Τ' αυτοκίνητα δεν μπορούν να περάσουν από ένα μονοπάτι.  music μο-νο-πά-τι

 

 

μονός, μονή, μονό επίθετο (μονοί, μονές, μονά)

check1 Το 1, το 3 και το 5 είναι μονοί αριθμοί. Το 2, το 4 και το 6 είναι ζυγοί. Ποιους άλλους μονούς και ζυγούς αριθμούς ξέρεις;  circle1 περιττός  circle2 ζυγός  
check2 Όταν κάτι είναι μονό, είναι για ένα άτομο.  pen1 Η Αθηνά κοιμάται σε μονό κρεβάτι, ενώ οι γονείς της σε διπλό.  circle2 διπλός  music μο-νός

 

 

μόνος, μόνη, μόνο επίθετο (μόνοι, μόνες, μόνα)

check1 Όταν είσαι μόνος, δεν είναι κανείς μαζί σου.  

pen1 Όταν βροντάει, η Αθηνά φοβάται να κοιμηθεί μόνη της.  circle1 μοναχός  
check2 Όταν κάνεις κάτι μόνος σου, το κάνεις χωρίς τη βοήθεια κανενός.  

pen1 Η Αλίκη ξέρει να φτιάχνει μόνη της τυρόπιτα. μονάχος  
check2 Η μόνη φροντίδα του κυρίου Δημήτρη είναι να βρεθεί ο κλέφτης του μαγαζιού του.  circle1 μοναδικός  romvos μονάδα  music μό-νος

 

 

μοντέλο [το] ουσιαστικό (μοντέλα)  

check1 Όταν κάποιος είναι μοντέλο, παρουσιάζει καινούρια ρούχα σε επιδείξεις μόδας, δηλαδή μπροστά σε πολύ κόσμο. Μοντέλο είναι και κάποιος που στέκεται ακίνητος για να τον ζωγραφίσει ένας καλλιτέχνης.  

pen1 Η Αθηνά κάνει το μοντέλο και η θεία Κατερίνα τη ζωγραφίζει.  
check2 Μοντέλο λέμε και έναν τύπο προϊόντος που κυκλοφορεί στην αγορά.  

pen1 «Τα τελευταία μοντέλα των γαλλικών αυτοκινήτων είναι ακριβά» είπε ο κύριος Γιάννης στο θείο Τάκη.  music μο-ντέ-λο

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

μοντέρνος, μοντέρνα, μοντέρνο επίθετο (μοντέρνοι, μοντέρνες, μοντέρνα)

check1 Όταν ένα ρούχο είναι μοντέρνο, είναι μέσα στη μόδα.

pen1 O κύριος Γιάννης ντύνεται με μοντέρνα αλλά και άνετα ρούχα.  circle2 ντεμοντέ  
check2 Όταν είσαι μοντέρνος, ακολουθείς τη μόδα ή έχεις σύγχρονες απόψεις.

circle2 ντεμοντέ, παλιομοδίτικος  music μο-ντέρ-νος

 

 

μορφή [η] ουσιαστικό (μορφές) 

check1 Η μορφή σου είναι η εξωτερική σου εμφάνιση, το πώς φαίνεσαι.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε ζάχαρη σε μορφή κύβων.  circle1 σχήμα Βγαίνοντας από το μαγαζί είδε τον κύριο Μιχάλη να φωνάζει θυμωμένος. Η μορφή του ήταν τρομαχτική.  circle1 όψη  music μορ-φή

 

 

μορφώνω, μορφώνομαι ρήμα (μόρφωσα, θα μορφώσω)

check1 Όταν μορφώνεις κάποιον, του προσφέρεις γνώσεις και τον εκπαιδεύεις σε κάτι.   pen1 «Στο σχολείο πηγαίνεις για να μορφωθείς και να γίνεις σωστός άνθρωπος» είπε στον Ίγκλι ο πατέρας του.  romvos «Θέλω να γίνεις μορφωμένος άνθρωπος και ν'αποκτήσεις σωστή μόρφωση» είπε πάλι.  music μορ-φώ-νω

 

 

μοσχάρι [το] ουσιαστικό (μοσχάρια)

eikona347

check1 Το μοσχάρι είναι το μικρό της αγελάδας και του βοδιού.  
check2 Μοσχάρι
λέμε και το κρέας του μοσχαριού.  

music μο-σχά-ρι

 

 

μοσχοβολώ και μοσχοβολάω ρήμα (μοσχοβόλησα, θα μοσχοβολήσω) 

check1 Όταν κάτι μοσχοβολάει, μυρίζει πολύ όμορφα.

pen1 Τα τριαντάφυλλα του κυρίου Μιχάλη μοσχοβολούν σ'όλη τη γειτονιά.

music μο-σχο-βο-λώ
-Λέμε και μοσκοβολώ.

 

 

μοτοσικλέτα [η] ουσιαστικό (μοτοσικλέτες)

eikona348

check1 Η μοτοσικλέτα μοιάζει με βαρύ, μεγάλο ποδήλατο που έχει μηχανή.  circle1 μηχανή 

music μο-το-σι-κλέ-τα  pen2 'η πόλη'

 

 

μουγγαίνω, μουγγαίνομαι ρήμα (μούγγανα, θα μουγγάνω) velos μουγγός

 

 

μουγγαμάρα [η] ουσιαστικό (μουγγαμάρες) velos μουγγός

 

 

μουγγός, μουγγή, μουγγό επίθετο (μουγγοί, μουγγές, μουγγά)  

check1 Όταν είσαι μουγγός, δεν μπορείς να μιλήσεις.  
check2 Όταν κάθεσαι μουγγός, κάθεσαι σιωπηλός.  circle1 βουβός 

romvos Μουγγαίνεσαι. Παθαίνεις μουγγαμάρα.  music μουγ-γός

 

 

μουγκρητό [το] ουσιαστικό (μουγκρητά) velos μουγκρίζω

 

 

μουγκρίζω ρήμα (μούγκρισα, θα μουγκρίσω)

check1 Όταν ένα ζώο μουγκρίζει, βγάζει για λίγη ώρα έναν άγριο ήχο. Βγάζει μουγκρητά.  pen1 «Oι αγελάδες του γείτονα μουγκρίζουν, όταν θέλουν να φάνε» λέει ο θείος Αλέκος.  

check2 Όταν μουγκρίζεις από τον πόνο, βγάζεις μία σιγανή, βαριά φωνή, επειδή πονάς. romvos O Κώστας άκουσε ένα μούγκρισμα. Ήταν ο σκύλος του κυρίου Μιχάλη. μουγκρητό  music μου-γκρί-ζω

 

 

μουλάρι [το] ουσιαστικό (μουλάρια)   

check1 Το μουλάρι είναι το ζώο που γεννιέται από ένα άλογο κι έναγ αϊδούρι.   
check2 Λέμε ότι κάποιος είναι μουλάρι, όταν είναι αναίσθητος.  music μου-λά-ρι

 

 

μούμια [η] ουσιαστικό (μούμιες)

eikona349

check1 Η μούμια είναι ένα πτώμα που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διατηρούσαν με ιατρικές μεθόδους.  pen1 «Στις πυραμίδες της Αιγύπτου υπήρχαν αρκετές μούμιες» είπε ο θείος Τάκης στην Αθηνά.  music μού-μια

 

 

 

 

μουντζούρα [η] ουσιαστικό (μουντζούρες) 

eikona350

check1 Η μουντζούρα είναι ένας σκούρος λεκές, συνήθως από μπογιά ή μελάνι. 

romvos Όταν μουντζουρώνεις κάτι το λερώνεις με μουντζούρες.  music μου-ντζού-ρα
-Λέμε και μουτζούρα

Το μωρό μουντζουρώνει ένα χαρτί.
Το γέμισε μουντζούρες.

 

 

μουντζουρώνω, μουντζουρώνομαι ρήμα (μουτζούρωσα, θα μουτζουρώσω) velos μουντζούρα

 

 

μουντός, μουντή, μουντό επίθετο (μουντοί, μουντές, μουντά)

check1 Ένα μουντό χρώμα δεν είναι ούτε λαμπερό ούτε φωτεινό.

pen1 Η μπλούζα της κυρίας Μαργαρίτας ξέβαψε στο πλύσιμο κι έχει τώρα ένα μουντό γκρι χρώμα.  music μου-ντός

 

 

μουρμούρα [η] ουσιαστικό (μουρμούρες) velos μουρμουρίζω

 

 

μουρμουρίζω και μουρμουράω ρήμα (μουρμούρισα, θα μουρμουρίσω)

check1 Όταν μουρμουρίζεις, ψιθυρίζεις, δηλαδή λες κάτι σιγανά για να μη σ'ακούσουν. pen1 Η Αθηνά και η Ελένη μουρμούριζαν για να μην τις ακούσει ο Νίκος. «Σταματήστε το μουρμούρισμα, κορίτσια!» είπε.  
check2 Όταν μουρμουρίζεις για κάτι, παραπονιέσαι.  pen1 O κύριος Μιχάλης άρχισε πάλι να μουρμουρίζει, επειδή τα παιδιά έκοψαν λουλούδια από τον κήπο του.

romvos Ήταν όλο μουρμούρα. μουρμούρισμα  music μουρ-μου-ρί-ζω

 

 

μουσείο [το] ουσιαστικό (μουσεία)

check1 Στο μουσείο μπορείς να δεις έργα τέχνης και αντικείμενα παλαιότερων εποχών.

music μου-σεί-ο

 

 

μούσι [το] ουσιαστικό (μούσια)

check1 Το μούσι είναι οι τρίχες που φυτρώνουν στο πιγούνι ενός άντρα. 

pen1 «O μπαρμπα-Στρουμφ έχει άσπρο μούσι.  circle1 γένι  music μού-σι

 

 

- Ποια άλλα μουσικά όργανα ξέρεις;

 

 

- Πολλά χρώματα έχουν τηκατάληξη –ί: θαλασσί, μελιτζανί,σταχτί. Βρες κι άλλα.

 

 

μουσική [η] ουσιαστικό (μουσικές)

check1 Όταν κάποιος τραγουδάει ή παίζει κιθάρα, πιάνο ή βιολί, ακούγεται μουσική. Είναι ο ευχάριστος ήχος που ακούς.  romvos Το βιολί και το πιάνο είναι μουσικά όργανα. Η δουλειά του μουσικού είναι να παίζει ένα μουσικό όργανο ή να διδάσκει μουσική.

music μου-σι-κή   pen2 'τα μουσικά όργανα'

 

 

μουσικό όργανο [το] ουσιαστικό (μουσικά όργανα) velos μουσική

 

 

μουσικός [ο], [η] ουσιαστικό (μουσικοί) velos μουσική

 

 

μουσκεύω, μουσκεύομαι ρήμα (μούσκεψα, θα μουσκέψω)

check1 Όταν μουσκεύεσαι, βρέχεσαι πολύ.

pen1 O Κώστας έπαιζε μπάσκετ πολλή ώρα και μουσκεύτηκε στον ιδρώτα. 
check2 Όταν μουσκεύεις τα ρούχα, τα βουτάς στο νερό.  circle1 βρέχω  music μου-σκεύ-ω

 

 

μουσούδα [η] ουσιαστικό (μουσούδες)

check1 Η μουσούδα ενός ζώου είναι το στόμα και η μύτη του.

pen1 Η Ροζαλία έβαλε τη μουσούδα της μέσα στο μπολ με το γάλα.  music μου-σού-δα

 

 

μουστάκι [το] ουσιαστικό (μουστάκια)  

eikona351

check1 Το μουστάκι είναι οι τρίχες που φυτρώνουν πάνω από τα χείλια των αντρών.

check2 Κάθε φορά που τρώει, η Ροζαλία γεμίζει τα μουστάκια της με φαγητό.  music μου-στά-κι

 

τα μουσικά όργανα

 

eikona352

 

μουστάρδα [η] ουσιαστικό (μουστάρδες)

check1 Η μουστάρδα είναι μία κρύα, κίτρινη σάλτσα με δυνατή, πικάντικη γεύση που σερβίρεται συνήθως με το κρέας.  romvos Το μουσταρδί είναι το χρώμα της μουστάρδας.   music μου-στάρ-δα  pen2 'το πάρτι'

 

 

μούτρο [το] ουσιαστικό (μούτρα)

check1 Τα μούτρα σου είναι το πρόσωπό σου.  
check2 Λέμε ότι κρατάς μούτρα σε κάποιον, όταν θυμώνεις μαζί του. Επίσης λέμε ότι πέφτεις με τα μούτρα σε κάτι, όταν ασχολείσαι πολύ μ' αυτό. Λέμε ακόμη ότι σπας τα μούτρα κάποιου, όταν τον δέρνεις. Όταν λέμε ότι κάνεις κάτι σαν τα μούτρα σου, εννοούμε ότι το καταστρέφεις.  romvos Μουτράκι λες χαϊδευτικά τα μούτρα σου.  

music μού-τρο

 

 

μούχλα [η] ουσιαστικό (μούχλες) 

check1 Όταν τα τρόφιμα πιάνουν μούχλα, χαλάνε και παίρνουν ένα σκούρο πράσινο χρώμα.  romvos Όταν κάτι πιάνει μούχλα, έχει μουχλιάσει.  music μού-χλα

 

 

μουχλιάζω ρήμα (μούχλιασα, θα μουχλιάσω) velos μούχλα

 

 

μπαγιάτικος, μπαγιάτικη, μπαγιάτικο επίθετο (μπαγιάτικοι, μπαγιάτικες, μπαγιάτικα)

check1 Όταν τα τρόφιμα είναι μπαγιάτικα, χάνουν τη γεύση και τη φρεσκάδα τους, γιατί έχουν παλιώσει.  circle2 φρέσκος  music μπα-γιά-τι-κος

 

 

- Είμαι το αντίθετο του φρέσκος. Τι είμαι;

 

 

μπάζα [τα] ουσιαστικό  

check1 Τα μπάζα είναι τ' άχρηστα υλικά που μένουν από το γκρέμισμα μίας οικοδομής.

music μπά-ζα

 

 

μπάζω ρήμα (έμπασα, θα μπάσω)  

check1 Όταν μία πόρτα ή ένα παράθυρο μπάζει, αφήνει το κρύο ή τον αέρα να περάσει. Όταν μία βάρκα μπάζει νερά, έχει τρυπήσει και το νερό μπαίνει μέσα της.  
check2 Όταν ένα παντελόνι έχει μπάσει, έχει μικρύνει στο πλύσιμο.  

circle1 μπαίνω  music μπά-ζω

 

 

μπαίνω ρήμα (μπήκα, θα μπω)

check1 Όταν μπαίνεις κάπου, είσαι έξω και πηγαίνεις μέσα σε κλειστό χώρο.  

pen1 Η Ροζαλία μπήκε στο δωμάτιο της Αθηνάς από το παράθυρο.  circle2 βγαίνω  
check2 Όταν ένα αγκάθι μπαίνει στο πόδι σου, χώνεται σ' αυτό.  circle2 βγαίνω  
check2 Όταν μπαίνεις στο παιχνίδι, συμμετέχεις σ' αυτό.  circle2 βγαίνω  
check2 Όταν τα ρούχα μπαίνουν στο πλύσιμο, στενεύουν.  circle1 μπάζω  music μπαί-νω

 

 

μπακάλης [ο], μπακάλισσα [η] ουσιαστικό (μπακάληδες, μπακάλισσες)

eikona353

check1 O μπακάλης πουλάει τρόφιμα και είδη καθημερινής ανάγκης.  circle1 παντοπώλης 

romvos Το μπακάλικο είναι το μαγαζί του μπακάλη.

circle1 παντοπωλείο  music μπα-κά-λης

 

 

 

μπακάλικο [το] ουσιαστικό (μπακάλικα) velos μπακάλης

 

 

μπάλα [η] ουσιαστικό (μπάλες) 

check1 Η μπάλα είναι η στρογγυλή σφαίρα που χτυπάς, κλοτσάς ή ρίχνεις, όταν κάνεις ένα σπορ. Με μπάλα παίζεται το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και το βόλεϊ.

eikona354

check2 Μπάλα λέμε και το ποδόσφαιρο.   
check2 Έχουμε και τις χιονόμπαλες από χιόνι.

romvos Το μπαλάκι είναι μία μικρή μπάλα.  music μπά-λα

 

 

μπαλαρίνα [η] ουσιαστικό (μπαλαρίνες) velos μπαλέτο

 

 

μπαλέτο [το] ουσιαστικό (μπαλέτα)  

check1 Το μπαλέτο είναι ένας χορός που οι χορευτές τον χορεύουν πατώντας στις μύτες των ποδιών τους. Μπαλέτο λέμε και το σύνολο των χορευτών που χορεύουν αυτόν το χορό μπροστά στο κοινό.  pen1 Η Ελένη πηγαίνει σε σχολή μπαλέτου και θέλει να γίνει μπαλαρίνα. Σήμερα είδε στην τηλεόραση τα μπαλέτα Μπολσόι.  music μπα-λέ-το

 

 

μπαλκόνι [το] ουσιαστικό (μπαλκόνια)  

eikona355

check1 Στις πολυκατοικίες, όλα τα διαμερίσματα που βρίσκονται ψηλάσε κάποιον όροφο έχουν μπροστά ή πίσω ένα ή περισσότερα μπαλκόνια με κάγκελα. Εκεί καθόμαστε όταν ο καιρός είναι καλός.  circle1 βεράντα  music μπαλ-κό-νι

 

 

 

μπαλόνι [το] ουσιαστικό (μπαλόνια)  

check1 Τα μπαλόνια είναι λαστιχένια και χρωματιστά και τα φουσκώνεις με αέρα. Με τα μπαλόνια παίζουμε ή στολίζουμε το σπίτι, όταν έχουμε γιορτή.

music μπα-λό-νι  pen2 'το πάρτι'

 

 

μπαλώνω ρήμα (μπάλωσα, θα μπαλώσω) 

check1 Όταν μπαλώνεις ένα τρύπιο παντελόνι, το ράβεις.  
check2 Όταν τα μπαλώνεις, προσπαθείς να καλύψεις ένα λάθος σου. 
romvos «Μιχάλη, όλη την ώρα ασχολούμαι με το μπάλωμα! Oι κάλτσες σου είναι γεμάτες μπαλώματα!» είπε η θεία του.  music μπα-λώ-νω

 

 

μπάμια [η] ουσιαστικό (μπάμιες) 

eikona356

check1 Η μπάμια είναι ένα μικρό, πράσινο και χνουδωτό λαχανικό που τρώγεται μαγειρεμένο.Oι μπάμιες βγάζουν ένα παχύ υγρό που μοιάζει με μύξα.  music μπά-μια

 

 

μπαμπάς [ο] ουσιαστικό (μπαμπάδες)  

check1μπαμπάς σου είναι ο ένας από τους γονείς σου. Είναι ο άντρας της μαμάς σου. pen1 O μπαμπάς του Κώστα είναι ο κύριος Γιάννης.  circle1 πατέρας  
check2 O μπαμπάς είναι κι ένα γλυκό με ψημένη ζύμη, σιρόπι και σαντιγί.  music μπα-μπάς

 

 

- Ποια παιχνίδια παίζουμε με μπαλάκι;

 

 

μπαμπούλας [ο] ουσιαστικό (μπαμπούλες)

check1 O μπαμπούλας είναι ένα φανταστικό πλάσμα που τρομάζει τα παιδιά. Λέμε πως ένας άνθρωπος είναι μπαμπούλας ή κάνει τον μπαμπούλα, όταν μας φοβίζει.  

pen1 O κύριος Μιχάλης είναι ο μπαμπούλας της γειτονιάς .Όλα τα παιδιά τον φοβούνται.  music μπα-μπού-λας

 

 

μπανάνα [η] ουσιαστικό (μπανάνες)

eikona357

check1 Η μπανάνα είναι ένα μακρύ,κίτρινο φρούτο που φυτρώνει σε ζεστές χώρες.  romvos Το δέντρο που κάνει μπανάνες είναι η μπανανιά.  music μπα-νά-να

 

 

μπανιέρα [η] ουσιαστικό (μπανιέρες) velos μπάνιο

 

 

μπάνιο [το] ουσιαστικό (μπάνια)

check1 Μπάνιο λέμε το δωμάτιο του σπιτιού που έχει τη μπανιέρα, το νιπτήρα και την τουαλέτα. 
check2 Όταν κάνεις μπάνιο, πλένεις το σώμα σου. 
check2 Μπάνιο είναι και το κολύμπι στη θάλασσα.

romvos Όταν είσαι στο μπάνιο, πλένεσαι στη μπανιέρα.  music μπά-νιο  pen2 'το μπάνιο'

 

 

μπάντα [η] ουσιαστικό (μπάντες)

check1 Η μπάντα είναι μία ομάδα ανθρώπων που παίζουν μαζί μουσική.  

pen1 Η Αθηνά πήγε στην πλατεία ν'ακούσει τη μπάντα του δήμου με τη μαμά της.

circle1 ορχήστρα  music μπά-ντα

 

 

μπαούλο [το] ουσιαστικό (μπαούλα) 

eikona358

check1 Στο μπαούλο φυλάς πολύτιμα αντικείμενα.

circle1 κιβώτιο  music μπα-ού-λο

 

 

μπαρ [το] ουσιαστικό (μπαρ)

check1 Το μπαρ είναι ένα μαγαζί που σερβίρει ποτά.  
check2 Μπαρ λέμε κι ένα έπιπλο που το έχουμε για να βάζουμε τα ποτά του σπιτιού.

music μπαρ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπάρμπας [ο] ουσιαστικό (μπαρμπάδες)

check1 Στα χωριά το θείο το φωνάζουν μπάρμπα.  circle1 θείος 
check2 Μπάρμπα λέμε κι έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας.  music μπάρ-μπας

 

 

μπαρμπούνι [το] ουσιαστικό (μπαρμπούνια)

check1 Το μπαρμπούνι είναι ένα νόστιμο κόκκινο ψάρι με μουστάκια.  

music μπαρ-μπού-νι

 

 

μπάσκετ [το] ουσιαστικό 

check1 Το μπάσκετ είναι ένα άθλημα που παίζεται με δύο αντίπαλες ομάδες. Κάθε ομάδα προσπαθεί να βάλει τη μπάλα στο καλάθι της άλλης περισσότερες φορές για να κερδίσει.  circle1 καλαθοσφαίριση 
romvos Μπασκετμπολίστα λέμε τον αθλητή που παίζει μπάσκετ.  music μπά-σκετ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

το μπάνιο

eikona359

 

μπαστούνι [το] ουσιαστικό (μπαστούνια)

eikona360

check1 Το μπαστούνι είναι το ξύλινο ραβδί που κρατούν οι ηλικιωμένοι και οι τυφλοί για να περπατούν.  

music μπα-στού-νι

 

 

 

 

μπαταρία [η] ουσιαστικό (μπαταρίες)  

check1 Η μπαταρία κάνει ένα ραδιόφωνο να λειτουργήσει χωρίς να είναι στην πρίζα, επειδή αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια. Μπαταρία έχουν και τα ρολόγια και τα αυτοκίνητα.  music μπα-τα-ρί-α

 

 

μπάχαλο [το] ουσιαστικό 

check1 Όταν τα κάνεις μπάχαλο, τα μπερδεύεις, τα κάνεις όλα άνω κάτω.  music μπά-χα-λο

 

 

μπαχαρικό [το] ουσιαστικό (μπαχαρικά)

check1 Το μπαχαρικό βγαίνει από φυτά, έχει έντονη μυρωδιά και νοστιμεύει τα φαγητά και τα γλυκά. Το πιπέρι και η κανέλα είναι μπαχαρικάcircle1 μυρωδικά  music μπα-χα-ρι-κό

 

 

μπεζ επίθετο 

check1 Το μπεζ χρώμα είναι ένα πολύ ανοιχτό καφέ χρώμα. Η άμμος έχει μπεζ χρώμα.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπέικον [το] ουσιαστικό  

eikona361

check1 Το μπέικον είναι αλατισμένο χοιρινό κρέας με αρκετό λίπος. Είναι αλλαντικό και το αγοράζεις σε φέτες.  music μπέι-κον

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπεκρής [ο], μπεκρού [η] ουσιαστικό (μπεκρήδες, μπεκρούδες)

check1 Μπεκρής είναι κάποιος που πίνει και μεθάει συχνά. Oι μπεκρήδες έχουν κόκκινη μύτη από το ποτό και παραπατούν στο δρόμο.  music μπε-κρής

 

 

μπελάς [ο] ουσιαστικό (μπελάδες)

check1 O μπελάς είναι μία κατάσταση δύσκολη, άσχημη ή επικίνδυνη για σένα.

pen1 O Ίγκλι έσπασε κατά λάθος το τζάμι του κυρίου Μιχάλη και δεν ήξερε τι να κάνει. «Θα μπω σε μεγάλους μπελάδες» σκέφτηκε.  music μπε-λάς

 

 

μπέμπης [ο], μπέμπα [η] ουσιαστικό (μπέμπηδες, μπέμπες) 

check1 Μπέμπη ή μπέμπα λέμε ένα μωρό που έχει γεννηθεί πριν από λίγο καιρό.

pen1 O μπέμπης της θείας Κατερίνας θα βαφτιστεί σε λίγους μήνες. Θα τον πουν Δημήτρη.  music μπέ-μπα

 

 

μπέρτα [η] ουσιαστικό (μπέρτες) 

check1 O Νίκος ντύθηκε Ζορό τις Απόκριες και φόρεσε μία μαύρη μπέρτα.

music μπέρ-τα

 

 

μπερδεύω, μπερδεύομαι ρήμα (μπέρδεψα, θα μπερδέψω)

check1 Όταν μπερδεύεις κάτι, το μπλέκεις ή αλλάζεις τη σειρά του.  

pen1 «Μη μπερδεύεις τα ρούχα μου!»είπε στον Κώστα η Αθηνά προσπαθώντας να ξεμπερδέψει τα μαλλιά της με τη χτένα.

check2 «Πρόσεξε μη μπερδευτείς στο χαλίκαι πέσεις!» είπε στο Νίκο η Ελένη.

circle1 σκαλώνω, μπλέκομαι

eikona362

check2 O Κώστας μπερδεύει τις πράξεις στην αριθμητική. Oι πράξεις αυτές τον μπερδεύουν συνέχεια. Δεν μπορεί να τις ξεχωρίσει,δεν τις καταλαβαίνει καλά και μπερδεύεται συνέχεια.  romvos Όταν κάτι σε μπερδεύει, σου δημιουργεί μπέρδεμα.  music μπερ-δεύ-ω

Η Ροζαλία μπερδεύτηκε στο κουβάρι

 

 

μπετόν [το] ουσιαστικό  

check1 Το μπετόν είναι ένα μείγμα από τσιμέντο, νερό, άμμο και χαλίκια.  

pen1 Στις πόλεις τα κτίρια είναι φτιαγμένα από μπετόν και γυαλί.  music μπε-τόν
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπιζού [το] ουσιαστικό 

check1 Τα μπιζού είναι τα γυναικεία κοσμήματα.  music μπι-ζού
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπικίνι [το] ουσιαστικό (μπικίνια)

check1 Το μπικίνι είναι ένα γυναικείο μαγιό με δύο κομμάτια, ένα για το πάνω μέρος του σώματος κι ένα για το κάτω.  music μπι-κί-νι

 

 

μπιμπερό [το] ουσιαστικό

eikona363

check1 Το μπιμπερό είναι ένα μπουκάλι με πιπίλα και το έχουμε για να πίνει το μωρό το γάλα του.  music μπι-μπε-ρό
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπίρα [η] ουσιαστικό (μπίρες)

check1 Η μπίρα είναι ένα ποτό με άσπρο αφρό που γίνεται από κριθάρι και πίνεται παγωμένο.  music μπί-ρα
Δες αφρός

 

 

μπισκότο [το] ουσιαστικό (μπισκότα) 

eikona364

check1 Το μπισκότο είναι ένα κομμάτι γλυκού ζυμαριού ψημένο στο φούρνο.  pen1 Στην Ελένη αρέσουν τα γεμιστά μπισκότα.  

music μπι-σκό-το

 

 

μπιφτέκι [το] ουσιαστικό (μπιφτέκια)

check1 Το μπιφτέκι είναι ένα στρογγυλό κομμάτι κιμά, ζυμωμένο με μπαχαρικά και ψημένο στο φούρνο.  music μπι-φτέ-κι

 

 

μπιχλιμπίδι [το] ουσιαστικό (μπιχλιμπίδια) 

check1 Το μπιχλιμπίδι είναι ένα μικρό στολίδι μικρής αξίας.

pen1 Η Αλίκη φοράει πλαστικά βραχιόλια, δαχτυλίδια κι άλλα μπιχλιμπίδια. 

music μπι-χλι-μπί-δι

 

 

μπλάνκο [το] ουσιαστικό  

check1 Το μπλάνκο είναι ένα άσπρο παχύ υγρό για να σβήνεις τα λάθη στο τετράδιό σου.

circle1 σβηστικό  music μπλάν-κο
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπλε επίθετο 

check1 Μπλε είναι το σκούρο γαλάζιο χρώμα.  music μπλε
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπλέκω, μπλέκομαι ρήμα (έμπλεξα, θα μπλέξω)

check1 Όταν μπλέκεις κάτι με κάτι άλλο, τα μπερδεύεις ή τα ενώνεις.   

pen1 Η θεία Έλλη δεν μπλέκει τ' άσπρα με τα χρωματιστά ρούχα στο πλυντήριο.   
check2 Όταν μπλέκεις με κάποιον, κάνεις παρέα με αυτόν.  pen1 «Πρέπει να προσέχεις μη μπλέξεις με κακές παρέες!» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα.   
check2 O κύριος Δημήτρης δεν είχε ποτέ μπλεχτεί με την αστυνομία αλλά από τότε που μπήκαν κλέφτες στο μαγαζί του συνεργάζεται μαζί της. Δεν είχε ασχοληθεί με την αστυνομία.  romvos «Τι μπλέξιμο κι αυτό!» λέει.  music μπλέ-κω

 

 

μπλοκάρω ρήμα (μπλόκαρα, θα μπλοκάρω)

check1 Όταν τ' αυτοκίνητα μπλοκάρουν τους δρόμους, τους κλείνουν κι έτσι εμποδίζουν την κυκλοφορία.  pen1 Στο έργο τα περιπολικά της αστυνομίας μπλόκαραν τους δρόμους για να πιάσουν τους κλέφτες.  
check2 Όταν κάτι μπλοκάρει, μένει ακίνητο και δεν ανοίγει.  pen1 Το παράθυρο είχε μπλοκάρει και η κυρία Μαργαρίτα έπρεπε να βάλει πολλή δύναμη για να το ανοίξει.

romvos μπλοκάρισμα  music μπλο-κά-ρω

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

μπλούζα [η] ουσιαστικό (μπλούζες)

check1 Η μπλούζα είναι ένα ρούχο για το πάνω μέρος του σώματός σου.Υπάρχουν μπλούζες μακρυμάνικες, κοντομάνικες ή αμάνικες με τιράντες ή χωρίς τιράντες.   romvos μπλουζάκι  music μπλού-ζα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

μπογιά [η] ουσιαστικό (μπογιές)

check1 Η μπογιά είναι ένα χρωματιστό υγρό που το χρησιμοποιείς για να βάφεις τους τοίχους.

eikona365

check2 Μπογιές είναι και τα χρωματιστά μολύβια που έχεις για να ζωγραφίζεις.  romvos Μπογιατζής είναι αυτός που η δουλειά του είναι να βάφει τοίχους. Όταν βάφεις κάτι με μπογιά, το μπογιατίζεις. 

music μπο-γιά

 

 

μπογιατίζω, μπογιατίζομαι ρήμα (μπογιάτισα, θα μπογιατίσω) velos μπογιά

 

 

μπόι [το] ουσιαστικό  

check1 Το μπόι σου είναι το ύψος σου.  

pen1 O θείος Τάκης είναι Κρητικός και έχει σχεδόν δύο μέτρα μπόι.  music μπόι
-Δε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπολ [το] ουσιαστικό 

check1 Το μπολ είναι ένα μικρό στρογγυλό δοχείο χωρίς χερούλι. Είναι φτιαγμένο από γυαλί ή πλαστικό. Στο μπολ σερβίρουμε παγωτό ή γλυκό ή ανακατεύουμε υλικά, όταν μαγειρεύουμε.  romvos μπολάκι  music μπολ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπόλικος, μπόλικη, μπόλικο επίθετο (μπόλικοι, μπόλικες, μπόλικα)

check1 Όταν κάτι είναι μπόλικο, είναι πολύ. Ήταν επτά το πρωί.  pen1 O Κώστας έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του για να ξυπνήσει.  music μπό-λι-κος

 

 

μπόρα [η] ουσιαστικό (μπόρες)

check1 Η μπόρα είναι μία δυνατή και ξαφνική βροχή που κρατάει για λίγο. 

music μπό-ρα

 

 

μπορώ ρήμα (μπόρεσα, θα μπορέσω)   

check1 O Κώστας μπορεί να παίζει ποδόσφαιρο για τέσσερις ώρες συνέχεια χωρίς να κουράζεται. Έχει τη δύναμη να το κάνει, είναι ικανός να το κάνει.

check2 Η Ελένη δεν μπορεί το Νίκο και τα πειράγματά του. Δεν αντέχει.   

check2 «Μπορούμε να παίξουμε έξω;» ρώτησε ο Κώστας τη μητέρα του. Μας επιτρέπεις να πάμε έξω; 

check2 «Αύριο θα βρέξει;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. «Μπορεί» απάντησε ο κύριος Γιάννης. Είναι πιθανό να βρέξει.  circle1 ίσως  music μπο-ρώ

 

 

μπότα [η] ουσιαστικό (μπότες)

check1 Η μπότα είναι ένα κλειστό παπούτσι. Είναι ψηλό μέχρι το γόνατο.

music μπό-τα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

μποτιλιάρισμα [το] ουσιαστικό (μποτιλιαρίσματα)

check1 Όταν έχει μποτιλιάρισμα στους δρόμους, τ' αυτοκίνητα είναι τόσο πολλά που δεν μπορούν να προχωρήσουν ή προχωρούν πολύ αργά.  music μπο-τι-λιά-ρι-σμα

 

 

μπουγάδα [η] ουσιαστικό (μπουγάδες)

check1 Η μπουγάδα είναι το πλύσιμο των ρούχων με το χέρι.  

pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη προτιμά να βάζει μπουγάδα κάθε Σάββατο.  
check2 Μπουγάδα λέμε και τα πλυμένα και απλωμένα ρούχα.  music μπου-γά-δα

 

 

μπουκάλι [το] ουσιαστικό (μπουκάλια) 

check1 Το μπουκάλι είναι ένα γυάλινο ή πλαστικό δοχείο για να βάζεις υγρά.  

pen1 Η θεία Κατερίνα αγόρασε πολλά μπουκάλια κρασί για τη γιορτή του θείου Σταμάτη.  music μπου-κά-λι  pen2 'το πάρτι'

 

 

μπουκέτο [το] ουσιαστικό (μπουκέτα)

eikona366

check1 Το μπουκέτο είναι πολλά και μικρά λουλούδια δεμένα μαζί. 

circle1 ανθοδέσμη  music μπου-κέ-το

 

 

μπουκιά [η] ουσιαστικό (μπουκιές) 

check1 Η μπουκιά είναι το φαγητό που μπορείς να βάλεις στο στόμα σου. 

music μπου-κιά

 

 

μπούκλα [η] ουσιαστικό (μπούκλες)

check1 Η μπούκλα είναι μία τούφα από σγουρά μαλλιά.  music μπού-κλα

 

 

μπουκώνω, μπουκώνομαι ρήμα (μπούκωσα, θα μπουκώσω)

check1 Όταν μπουκώνεις κάποιον, του γεμίζεις το στόμα καθώς τον ταΐζεις.   
check2 Όταν μπουκώνεις, χορταίνεις και δεν μπορείς να φας άλλο.   
check2 Όταν μπουκώνει η μύτη σου, έχεις συνάχι και δεν μπορείς ν' αναπνεύσεις.

music μπου-κώ-νω

 

 

μπουλντόζα [η] ουσιαστικό (μπουλντόζες)

eikona367

check1 Η μπουλντόζα είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που το έχουμε για να μετακινούμε χώματα ή βαριά πράγματα ή για να γκρεμίζουμε κτίρια.  music μπουλ-ντό-ζα

 

 

μπουμπούκι [το] ουσιαστικό (μπουμπούκια)

check1 Το μπουμπούκι είναι ένα λουλούδι που τα πέταλά του δεν έχουν ακόμη ανοίξει.  music μπου-μπού-κι

 

 

μπουμπούνας [ο] ουσιαστικό (μπουμπούνες)

check1 Μπουμπούνα λέμε χαϊδευτικά το βλάκα.  music μπου-μπού-νας

 

 

μπουμπουνητό [το] ουσιαστικό (μπουμπουνητά) velos μπουμπουνίζει

 

 

μπουμπουνίζει ρήμα (μπουμπούνισε, θα μπουμπουνίσει)

check1 Όταν πέφτουν αστραπές ή κεραυνοί, μπουμπουνίζει, δηλαδή ακούγεται ένας δυνατός ήχος.  circle1 βροντάει  romvos Όταν μπουμπουνίζει, ακούγονται μπουμπουνητά.

circle1 βροντή  music μπου-μπου-νί-ζει
-Συναντάμε το ρήμα μόνο στο τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού.

 

 

μπουνιά [η] ουσιαστικό (μπουνιές)

check1 Όταν δίνεις μπουνιά σε κάποιον, σφίγγεις τα δάχτυλα του χεριού σου και τον χτυπάς δυνατά.  circle1 γροθιά  music μπου-νιά

 

 

μπουντρούμι [το] ουσιαστικό (μπουντρούμια) 

check1 Το μπουντρούμι είναι ένα υπόγειο κελί σε μία φυλακή. Μπουντρούμι λέμε κι ένα υπόγειο σκοτεινό σπίτι.  music μπου-ντρού-μι

 

 

μπούρδα [η] ουσιαστικό (μπούρδες)

check1 Η μπούρδα είναι μία βλακεία ή ένα ψέμα που λες σε κάποιον.  pen1 Η Ελένη και η Αθηνά λένε πως οι ιστορίες του Νίκου είναι μπούρδες.  music μπούρ-δα

 

 

μπουρίνι [το] ουσιαστικό (μπουρίνια)

check1 Το μπουρίνι είναι μία ξαφνική καταιγίδα.  circle1 θύελλα  
check2 Λέμε ότι κάποιος είναι στα μπουρίνια του, όταν τον έχει πιάσει ένας ξαφνικός θυμός.  music μπου-ρί-νι

 

 

μπουρμπουλήθρα [η] ουσιαστικό (μπουρμπουλήθρες)

check1 Η μπουρμπουλήθρα είναι μία μικρή μπάλα από αέρα. Μπουρμπουλήθρες έχει η σαπουνάδα.  circle1 σαπουνόφουσκα  music μπουρ-μπου-λή-θρα

 

 

μπουσουλώ και μπουσουλάω ρήμα (μπουσούλησα, θα μπουσουλήσω)

check1 Όταν μπουσουλάς, περπατάς στα τέσσερα ακουμπώντας στα γόνατα και στα χέρια σου.  pen1 Το μωρό της θείας Κατερίνας μπουσουλάει για να φτάσει τη μαμά του. circle1 αρκουδίζω  music μπου-σου-λώ

 

 

μπούτι [το] ουσιαστικό (μπούτια) 

check1 Το μπούτι είναι το πάνω μέρος του ποδιού σου που αρχίζει από τη λεκάνη και τελειώνει στο γόνατο. Μπούτι είναι και το πάνω μέρος του ποδιού των ζώων.  

pen1 O Κώστας τρώει το μπούτι από το κοτόπουλο, ενώ η Αθηνά προτιμά το στήθος.

music μπού-τι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μπουφάν [το] ουσιαστικό  

check1 Το μπουφάν είναι ένα κοντό και χοντρό ρούχο με μακριά μανίκια, γιακά και φερμουάρ. Το φοράς πάνω από άλλα ρούχα για να σε προστατεύει από το κρύο.  

pen1 Το χειμώνα η Αλίκη φοράει ένα αδιάβροχο μπουφάν με γούνα στο γιακά.

music μπου-φάν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

μπουφές [ο] ουσιαστικό (μπουφέδες)

check1 O μπουφές είναι ένα τραπέζι με διάφορα φαγητά, ποτά και γλυκά. Από τον μπουφέ σερβίρονται οι καλεσμένοι σε μία γιορτή.  
check2 Μπουφές είναι και το κυλικείο στα τρένα και τα πλοία.  
check2 Μπουφέ λέμε κι ένα μεγάλο ξύλινο έπιπλο που το χρησιμοποιούμε για να βάζουμε πιάτα, κατσαρόλες, πετσέτες ή άλλα πράγματα.  music μπου-φές

 

 

μπούφος [ο] ουσιαστικό (μπούφοι)

check1 O μπούφος είναι ένα πουλί που δεν κοιμάται τη νύχτα και μοιάζει με την κουκουβάγια.  
check2 Μπούφο λέμε και το βλάκα.  music μπού-φος

 

 

μπράτσο [το] ουσιαστικό (μπράτσα)

check1 Το μπράτσο σου είναι το μέρος του χεριού σου από τον ώμο μέχρι και τον αγκώνα.  pen1 O κύριος Γιάννης σήκωσε τα μανίκια της μπλούζας του μέχρι τα μπράτσα του.  
check2 Στο μπράτσο της πολυθρόνας μπορείς ν' ακουμπήσεις το χέρι σου. 

romvos Τα μπρατσάκια είναι φουσκωτά σωσίβια που φορούν τα παιδιά στα μπράτσα τους.

music μπρά-τσο  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μπριζόλα [η] ουσιαστικό (μπριζόλες)

eikona368

check1 Η μπριζόλα είναι μία λεπτή φέτα κρέατος που τρώγεται ψητή ή τηγανητή. Η μπριζόλα μπορεί να είναι μοσχαρίσια, χοιρινή ή αρνίσια.  music μπρι-ζό-λα

 

 

μπρίκι [το] ουσιαστικό (μπρίκια)

check1 Στο μπρίκι βράζουμε νερό, γάλα ή καφέ. Είναι ένα πολύ μικρό κατσαρολάκι μ' ένα μακρύ χερούλι.  music μπρί-κι

 

 

μπροστά επίρρημα  

check1 Όταν κάτι βρίσκεται μπροστά ή μπροστά σου, είναι πριν από σένα στη θέση ή τη σειρά.  pen1 Η Αθηνά κάθεται μπροστά από τον Κώστα και δίπλα στην Ελένη.  
check2 Όταν βάζω μπροστά κάτι, το ξεκινώ ή το κάνω να δουλεύει.  pen1 O κύριος Γιάννης έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκίνησε για τη δουλειά.  circle1 εμπρός  circle2 πίσω 

romvos μπροστινός  music μπρο-στά

 

 

μπρούμυτα επίρρημα  

check1 Όταν κάποιος κοιμάται μπρούμυτα, κοιμάται με το πρόσωπο, το στήθος και την κοιλιά προς τα κάτω.  circle2 ανάσκελα  music μπρού-μυ-τα
Δες ανάσκελα

 

 

μυαλό [το] ουσιαστικό (μυαλά)  

check1 Το μυαλό είναι μέσα στο κεφάλι σου και ελέγχει όλο το σώμα σου. Με το μυαλό σκέφτεσαι, θυμάσαι κι αισθάνεσαι.  circle1 εγκέφαλος

check2 Λέμε ότι στύβεις το μυαλό σου, όταν προσπαθείς πολύ να θυμηθείς κάτι. Όταν λέμε ότι τα μυαλά σου παίρνουν αέρα, εννοούμε ότι ξεμυαλίζεσαι. Λέμε ότι κάποιος είναι μυαλό, όταν είναι πολύ έξυπνος.  music μυα-λό

 

 

μύγα [η] ουσιαστικό (μύγες)

eikona369

check1 Η μύγα είναι ένα μαύρο έντομο με δύο φτερά και έξι πόδια. 

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα σκέπασε το φαγητό, γιατί μέσα στο σπίτι υπήρχαν μύγες.  romvos Η χρυσόμυγα έχει χρυσοπράσινο χρώμα. 

music μύ-γα  pen2 'τα έντομα'

 

 

μύθος [ο] ουσιαστικό (μύθοι)

check1 O μύθος είναι μία φανταστική ιστορία με ήρωες θεούς, ζώα και φυτά που μας διδάσκει να είμαστε καλοί.

check2 Μύθος είναι και κάτι που δεν είναι αληθινό αλλά ψεύτικο.  pen1 Oι πληροφορίες του Νίκου στα κορίτσια αποδείχτηκαν μύθος, αφού καμιά από αυτές δεν ήταν αληθινή.  circle1 παραμύθι  romvos Μυθικούς ήρωες λέμε τους ήρωες των μύθων και μυθολογία όλους τους μύθους ενός λαού.  music μύ-θος

 

 

-Στην Αθηνά αρέσουν οι μύθοι του Αισώπου. Εσύ ποιoν μύθο του Αισώπου γνωρίζεις;

 

 

μύλος [ο] ουσιαστικό (μύλοι) 

check1 O μύλος είναι ένα μηχάνημα για ν' αλέθεις το σιτάρι. Μύλος είναι και το μηχάνημα για ν' αλέθουμε τον καφέ και το πιπέρι ή να λιώνουμε τα φρούτα και τα λαχανικά. 

check2 Μύλος είναι και το κτίριο όπου αλέθουμε το σιτάρι. Oι παλιοί μύλοι που δούλευαν με τη βοήθεια του νερού λέγονταν νερόμυλοι, ενώ εκείνοι που δούλευαν με τον αέρα ανεμόμυλοι.  music μύ-λος

 

 

μύξα [η] ουσιαστικό (μύξες)   

check1 Η μύξα είναι το υγρό που βγαίνει,όταν φυσάς τη μύτη σου ή όταν είσαι κρυωμένος.  music μύ-ξα

 

 

μυρίζω, μυρίζομαι ρήμα (μύρισα, θα μυρίσω)

check1 Η κυρία Μαργαρίτα μύριζε τα λουλούδια που έκοψε από τον κήπο του κυρίου Μιχάλη. Τα είχε συνέχεια κάτω από τη μύτη της. Η μυρωδιά τους ήταν τόσο γλυκιά που δεν ήθελε να σταματήσει να την αναπνέει.

check2 Όταν κάτι μυρίζει, βγάζει μία όμορφη ή άσχημη μυρωδιά.  pen1 Όταν η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει, το φαγητό της μυρίζει σ'όλη τη γειτονιά. Αν όμως μείνει έξω από το ψυγείο πολλές μέρες, τότε το φαγητό χαλάει και μυρίζει άσχημα.

eikona370

check2 Όταν μυρίζεσαι κάτι, καταλαβαίνεις κάτι με τη μύτη σου ή με το μυαλό σου.  pen1 O σκύλος του κυρίου Μιχάλη μυρίστηκε τη Ροζαλία.  romvos Το μυρωδικό είναι μία αρωματική ουσία που νοστιμεύει το φαγητό. 

circle1 μπαχαρικό μυρωδιά  circle1 άρωμα  music μυ-ρί-ζω

 

 

μυρμήγκι [το] ουσιαστικό (μυρμήγκια)

check1 Το μυρμήγκι είναι ένα πολύ μικρό μαύρο έντομο που ζει σε φωλιές μέσα στο χώμα. Τα μυρμήγκια είναι πολύ εργατικά έντομα. 
check2 Λέμε ότι κάποιος δουλεύει σαν μυρμήγκι, όταν είναι πολύ εργατικός. 

music μυρ-μή-γκι  pen2 'τα έντομα'

 

 

μυρωδιά [η] ουσιαστικό (μυρωδιές) velos μυρίζω

 

 

μυρωδικό [το] ουσιαστικό (μυρωδικά) velos μυρίζω

 

 

μυστήριο [το] ουσιαστικό (μυστήρια) 

check1 Το μυστήριο είναι κάτι άγνωστο ή παράξενο.

pen1 O Νίκος λέει ιστορίες μυστηρίου με φαντάσματα για να τρομάζει τα κορίτσια.

romvos μυστικός, μυστικό  music μυ-στή-ρι-ο

 

 

μυστικό [το] ουσιαστικό (μυστικά) velos μυστικός

 

 

μυστικός, μυστική, μυστικό επίθετο (μυστικοί, μυστικές, μυστικά)

check1 Όταν κάτι είναι μυστικό, είναι κρυφό και δεν πρέπει να το μάθει κανείς.

pen1 Στον πύργο της κακιάς βασίλισσας υπήρχε ένα μυστικό δωμάτιο που δεν το ήξερε κανείς.  circle1 κρυφός  circle2 φανερός  romvos Ένα μυστικό είναι μία πληροφορία που την κρατάς κρυφή και δεν την ξέρει κανείς άλλος.  music μυ-στι-κός

 

 

μύτη [η] ουσιαστικό (μύτες)

check1 Η μύτη μας βρίσκεται στο πρόσωπό μας. Με τη μύτη αναπνέουμε τον αέρα και μυρίζουμε τις μυρωδιές.  
check2 Με τη μύτη του μολυβιού σου μπορείς να γράψεις. Η μύτη του παπουτσιού σου είναι μπροστά στα δάχτυλα των ποδιών σου.  
check2 Όταν περπατάς στις μύτες των ποδιών σου, περπατάς στα μπροστινά σου δάχτυλα για να μην κάνεις θόρυβο.  
check2 Λέμε ότι χώνεις τη μύτη σου παντού, όταν θέλεις ν' ασχολείσαι με όλα. Ακόμη λέμε ότι ένα φαγητό σου σπάει τη μύτη, όταν μυρίζει πολύ ωραία.  

music μύ-τη  pen2 'το σώμα μας'

 

 

μυωπία [η] ουσιαστικό (μυωπίες)

check1 Όταν έχεις μυωπία, δε βλέπεις μακριά και φοράς γυαλιά.  

pen1 O Νίκος φοράει γυαλιά μυωπίας για να βλέπει καλά στον πίνακα.  music μυ-ω-πί-α

 

 

μωρό [το] ουσιαστικό (μωρά)

check1 Το μωρό είναι ένα νεογέννητο παιδί μέχρι και δύο χρονών.  

pen1 Το μωρό της θείας Κατερίνας είναι οκτώ μηνών. circle1 βρέφος  

music μω-ρό  pen2 'η οικογένεια'