Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  δαγκάνα   δώρο

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Δδ

eikona068

 

 

δαγκάνα [η] ουσιαστικό (δαγκάνες) velos αστακός, κάβουρας

 

 

δαγκώνω, δαγκώνομαι ρήμα (δάγκωσα, θα δαγκώσω)
check1 Όταν δαγκώνεις κάτι που τρώγεται, το πιάνεις δυνατά με τα δόντια και το κόβεις.

check2 Όταν ένα ζώο σε δαγκώνει, σε πληγώνει με τα δόντια του.

check2 Όταν δαγκώνεις το μολύβι ή το στιλό σου, το κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου και το σφίγγεις χωρίς όμως να το κόβεις.

eikona111

romvos Το δάγκωμα του σκύλου είναι η πληγή που μας κάνει ο σκύλος, όταν μας δαγκώσει δυνατά με τα δόντια του.   music δα-γκώ-νω

 

 

O σκύλος δάγκωσε το κόκαλο.

 

 

δάκρυ [το] ουσιαστικό (δάκρυα)
check1 Τα δάκρυα είναι σταγόνες που τρέχουν από τα μάτια σου κάθε φορά που κλαις.

romvos Όταν δακρύζεις, είσαι λυπημένος και από τα μάτια σου τρέχουν δάκρυα.

music δά-κρυ

 

 

δακρύζω ρήμα (δάκρυσα, θα δακρύσω) velos δάκρυ

 

 

δανείζω, δανείζομαι ρήμα (δάνεισα, θα δανείσω)
check1 Όταν δανείζεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις κάτι δικό σου με την υπόσχεση να σου το δώσει πίσω ύστερα από λίγο καιρό.  

pen1 O Νίκος δάνεισε το στιλό του στον Κώστα, επειδή εκείνος ξέχασε το δικό του.
check2 Όταν δανείζεσαι κάτι από κάποιον, παίρνεις κάτι και υπόσχεσαι να το επιστρέψεις.  romvos Όταν κάτι είναι δανεικό, δεν είναι δικό σου αλλά το έχεις πάρει από κάποιον άλλο και θα του το επιστρέψεις ύστερα από λίγο. Αν ζεις με δανεικά, παίρνεις χρήματα από άλλους με την υπόσχεση ότι θα τα επιστρέψεις.  music δα-νεί-ζω

 

 

δαντέλα [η] ουσιαστικό (δαντέλες)

eikona112

check1 Η δαντέλα είναι ένα λεπτό όμορφο πλεχτό με τρύπες, φτιαγμένο από κλωστές μεταξιού ή βαμβακιού. Δαντέλα είναι και το λεπτό κεντημένο ύφασμα που έχουν οι νυχτικιές, οι μπλούζες, οι φούστες, τα φορέματα και τα πουκάμισα.  music δα-ντέ-λα

 

 

δάπεδο [το] ουσιαστικό (δάπεδα)
check1 Όταν περπατάς στο δάπεδο, περπατάς στο πάτωμα.  pen1 Η Αθηνά έστρωσε ένα χρωματιστό χαλί στο δάπεδο του δωματίου της.  music  δά-πε-δο

 

 

δάσκαλος [ο], δασκάλα [η] ουσιαστικό (δάσκαλοι, δασκάλες)
check1 Ένας δάσκαλος βοηθά τους ανθρώπους να μάθουν κάτι ή τους δείχνει πώς να κάνουν κάτι.  pen1 Η Αλίκη πηγαίνει σε δάσκαλο χορού για να μάθει να χορεύει.

check2 Η δασκάλα μαθαίνει στα παιδιά του δημοτικού σχολείου πώς να διαβάζουν και να γράφουν.  music δά-σκα-λος  pen2 'στο σχολείο'

 

 

δάσος [το] ουσιαστικό (δάση)

eikona113

check1 Το δάσος είναι ένα μεγάλο μέρος με πολλά δέντρα που μεγαλώνουν μαζί το ένα κοντά στο άλλο.  music δά-σος

 

 

δάχτυλο και δάκτυλο [το] ουσιαστικό (δάχτυλα)
check1 Tα χέρια και τα πόδια μας καταλήγoυν σε πέντε δάχτυλα. 

music δά-χτυ-λο  pen2 'το σώμα μας'

 

 

δαχτυλίδι [το] ουσιαστικό (δαχτυλίδια)
check1 Το δαχτυλίδι μοιάζει με ασημένιο ή χρυσό κύκλο και το φοράμε στο δάχτυλο.

music δα-χτυ-λί-δι  Δες κόσμημα

 

 

δειλία [η] ουσιαστικό velos δειλός

 

 

δειλός, δειλή, δειλό επίθετο (δειλοί, δειλές, δειλά)
check1 Αν είσαι δειλός, αποφεύγεις κάτι δύσκολο, επικίνδυνο ή κουραστικό, επειδή φοβάσαι.  pen1 O Κώστας είναι δειλός και φοβάται να πάει στον οδοντίατρο.

circle2 θαρραλέος, γενναίος  romvos Όταν ανοίγεις δειλά την πόρτα, διστάζεις προτού την ανοίξεις. Όταν κάποιος είναι δειλός, όλα τα κάνει με δειλία.  music δει-λός

 

 

δείπνο [το] ουσιαστικό (δείπνα)
check1 Το δείπνο είναι το τελευταίο γεύμα της μέρας. music δεί-πνο

 

 

δείχνω, δείχνομαι ρήμα (έδειξα, θα δείξω)
check1 Όταν δείχνεις κάπου, σηκώνεις το δάχτυλό σου προς τα εκεί που θέλεις να δουν οι άλλοι.  

pen1 O Κώστας έδειξε με το δάχτυλό του ένα σπίτι που είχε καεί στη γειτονιά του.

check2 Όταν δείχνεις κάτι σε κάποιον, τον αφήνεις να το δει.  pen1 O Κώστας ήταν πολύ χαρούμενος με το καινούριο του ρολόι κι όλο το έδειχνε στην Αθηνά.

check2 Όταν δείχνεις σε κάποιον πώς να κάνει κάτι, το κάνεις εσύ για σε δει και να το μάθει κι εκείνος.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα έδειξε στην Αθηνά πώς να μαγειρεύει μακαρόνια.  romvos δείκτες του ρολογιού δείχνουν την ώρα.  music δεί-χνω

 

 

δελφίνι [το] ουσιαστικό (δελφίνια)
check1 Τα δελφίνια είναι μεγάλα, έξυπνα και ήμερα ζώα της θάλασσας με μυτερή μουσούδα και σώμα ψαριού.
check2 Όταν κάποιος κολυμπάει σαν δελφίνι, είναι πολύ καλός κολυμβητής.

check2 Το ιπτάμενο δελφίνι είναι ένα πολύ γρήγορο πλοίο.  music δελ-φί-νι  pen2 'η θάλασσα'

 

 

δέμα [το] ουσιαστικό (δέματα)
check1 Όταν φτιάχνεις ένα δέμα, τυλίγεις κάτι μέσα σ' ένα χαρτί και το δένεις.

pen1 O ταχυδρόμος κρατούσε τρία μεγάλα δέματα για την Αθηνά. Της τα είχε στείλει η Αλίκη από την Κρήτη.  music δέ-μα

 

 

δέντρο [το] ουσιαστικό (δέντρα)

eikona114

check1 Το δέντρο είναι ένα ψηλό φυτό με ξύλινο κορμό, κλαδιά και φύλλα.
check2 Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα αληθινό ή ψεύτικο έλατο που το στολίζουμε τα Χριστούγεννα με πολύχρωμες μπάλες και φωτάκια.

music δέ-ντρο

 

 

δένω, δένομαι ρήμα (έδεσα, θα δέσω)
check1 Όταν δένεις κάτι, περνάς γύρω του σκοινί και κάνεις κόμπο ή φιόγκο.  

pen1 O Κώστας έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του.
check2Όταν δένεις κάποιον, περνάς σκοινί γύρω του και το τραβάς σφιχτά.
check2 Όταν δένεις ένα τραύμα, το φροντίζεις και περνάς γύρω του επίδεσμο.

romvos δέσιμο  music δέ-νω

 

 

δεξιός, δεξιά, δεξιό και δεξής, δεξιά, δεξί επίθετο (δεξιοί, δεξιές, δεξιά)
check1 Δεξιός είναι αυτός που βρίσκεται αντίθετα από το μέρος της καρδιάς.

pen1 Η Κοκκινοσκουφίτσα κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα καλάθι.  circle2 αριστερός

romvos Όταν κάτι βρίσκεται δεξιά, βρίσκεται στη δεξιά πλευρά.  circle2 αριστερά  music δε-ξι-ός

 

 

δέρμα [το] ουσιαστικό (δέρματα)
check1 Το δέρμα είναι αυτό που καλύπτει όλο το σώμα των ανθρώπων και των ζώων. Είναι το εξωτερικό μέρος του σώματός τους.

pen1 Oι Κινέζοι έχουν κίτρινο δέρμα, ενώ οι Ινδιάνοι κόκκινο.

check2 Από το δέρμα των ζώων φτιάχνουμε ρούχα, παπούτσια και τσάντες.  circle1 πετσί

romvos Όταν κάτι είναι δερμάτινο, είναι φτιαγμένο από το δέρμα ενός ζώου. Δερμάτινα είναι τα μπουφάν, τα παπούτσια, οι ζώνες, τα γάντια και οι τσάντες.  music δέρ-μα

 

 

δέρνω, δέρνομαι ρήμα (έδειρα, θα δείρω)
check1 Όταν δέρνω κάποιον, τον χτυπάω ξανά και ξανά για να πονέσει. 

pen1 Κάποιος έδειρε το σκύλο του κυρίου Μιχάλη, επειδή γάβγιζε πολύ. O κύριος Μιχάλης ήταν πολύ θυμωμένος.  circle1 χτυπάω  music δέρ-νω

 

 

δεσποινίδα και δεσποινίς [η] ουσιαστικό (δεσποινίδες)
check1 Η δεσποινίδα είναι μία νέα κοπέλα που δεν έχει παντρευτεί ακόμη. 

pen1 Η Αλίκη είναι μία μικρή δεσποινίδα.  music δε-σποι-νί-δα

 

 

δέχομαι ρήμα (δέχτηκα, θα δεχτώ)
check1 Όταν δέχεσαι κάτι, παίρνεις κάτι που σου δίνουν.

pen1 O θείος Σταμάτης δέχτηκε πολλά δώρα στη γιορτή του.

check2 Όταν δέχεσαι να κάνεις κάτι, συμφωνείς ή λες ναι.  pen1 Η Χιονάτη δέχτηκε την πρόταση γάμου που της έκανε ο πρίγκιπας.  circle2 αρνούμαι  music δέ-χο-μαι

 

 

δηλητηριάζω, δηλητηριάζομαι ρήμα (δηλητηρίασα, θα δηλητηριάσω)

velos δηλητήριο

 

 

δηλητήριο [το] ουσιαστικό (δηλητήριο)
check1 Το δηλητήριο είναι κάτι επικίνδυνο που αν το καταπιούμε, μας κάνει κακό ή μας σκοτώνει.  pen1 Το φίδι και η αράχνη ρίχνουν το δηλητήριό τους, όταν σε τσιμπήσουν. Το μανιτάρι είναι ένα φυτό που μπορεί να έχει δηλητήριο.

circle1 φαρμάκι  romvos Η κακιά βασίλισσα δηλητηρίασε τη Χιονάτη μ' ένα μήλο.  

circle1 φαρμακώνω  music δη-λη-τή-ρι-ο

 

 

δήμαρχος [ο], [η] ουσιαστικό (δήμαρχοι)
check1 O δήμαρχος είναι κάποιος που τον ψηφίζουμε για να φροντίζει για την καθαριότητα, την ασφάλεια και τις ανάγκες μίας πόλης.

romvos δήμος, δημοτικός  music δή-μαρ-χος
–Λέμε και η δημαρχίνα.

 

 

δημητριακό [το] ουσιαστικό (δημητριακά)
check1 Τα δημητριακά είναι φυτά όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, η βρόμη, το κριθάρι και η σίκαλη. Δίνουν σπόρους που τους τρώνε και οι άνθρωποι και τα ζώα.

check2 Δημητριακά είναι και τα λεπτά κομματάκια από σιτάρι που τρως για πρωινό μαζί με γάλα.  circle1 κορν φλέικς  music δη-μη-τρι-α-κά

 

 

δημιουργώ ρήμα (δημιούργησα, θα δημιουργήσω)
check1 Όταν δημιουργείς κάτι, φτιάχνεις κάτι που πριν δεν υπήρχε.

pen1 Η θεία Κατερίνα δημιούργησε έναν πολύ όμορφο πίνακα.

romvos Όταν δημιουργείς κάτι, είσαι ο δημιουργός του.  music δη-μι-ουρ-γώ

 

 

δημοκρατία [η] ουσιαστικό (δημοκρατίες)
check1 Όταν σε μία χώρα έχουμε δημοκρατία, ο λαός ψηφίζει αυτούς που θέλει να τον κυβερνήσουν και ο καθένας λέει ελεύθερα τη γνώμη του.  

romvos δήμος  music δη-μο-κρα-τί-α

 

 

δήμος [ο] ουσιαστικό (δήμοι)
check1 O δήμος φροντίζει για όλα τα πράγματα σε μία πόλη ή σ' ένα χωριό. Σ' ένα δήμο ο δήμαρχος παίρνει αποφάσεις μαζί με άλλους ανθρώπους.  pen1 O δήμος Αθηναίων αποφάσισε να στολίσει την πόλη με πολύχρωμα λαμπάκια για τα Χριστούγεννα.

romvos δημοτικός, δήμαρχος  music δή-μος

 

 

δημοσιογράφος [ο], [η] ουσιαστικό (δημοσιογράφοι)
check1 O δημοσιογράφος είναι κάποιος που γράφει άρθρα σε μία εφημερίδα ή που δίνει πληροφορίες στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο.  romvos δήμος, γράφω  

music δη-μο-σι-ο-γρά-φος

 

 

δημόσιος, δημόσια, δημόσιο επίθετο (δημόσιοι, δημόσιες, δημόσια)
check1 Όταν κάτι είναι δημόσιο, μπορούν να το χρησιμοποιήσουν όλοι.  pen1 Στη γειτονιά της Αθηνάς υπάρχει μία δημόσια βιβλιοθήκη για όλους τους Αθηναίους.

check2 Όταν ένα σχολείο είναι δημόσιο, ανήκει στο κράτος.  circle2 ιδιωτικός  

romvos δήμος, δημοσιότητα  music δη-μό-σι-ος

 

 

δημοσιότητα [η] ουσιαστικό
check1 Όταν έχεις μεγάλη δημοσιότητα, είσαι πολύ γνωστός.

romvos δημόσιος  music δη-μο-σι-ό-τη-τα

 

 

δημοτικό και δημοτικό σχολείο [το] ουσιαστικό (δημοτικά)
check1 Όταν πηγαίνεις στο δημοτικό, πηγαίνεις στο σχολείο για παιδιά από έξι μέχρι και δώδεκα χρονών. Το δημοτικό είναι μετά το νηπιαγωγείο και πριν από το γυμνάσιο. romvos δήμος, δημοτικός  music δη-μο-τι-κό

 

 

H διάρκεια της μέρας

 

eikona115

 

 

διαβάζω, διαβάζομαι ρήμα (διάβασα, θα διαβάσω)
check1 Όταν διαβάζεις κάτι που είναι γραμμένο, φτιάχνεις με τα γράμματα λέξεις και με τις λέξεις προτάσεις, κι έτσι καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. 

eikona116

pen1 O Κώστας διαβάζει το παραμύθι «Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι».

check2 Όταν διαβάζεις τα μαθήματά σου, μελετάς τα βιβλία του σχολείου.  romvos διάβασμα

music δια-βά-ζω

 

 

διάβαση [η] ουσιαστικό (διαβάσεις)
check1 Η διάβαση είναι μέρος απ' όπου μπορεί να περάσει κάποιος.  pen1 Η Αθηνά και ο Κώστας πέρασαν από τη διάβαση των πεζών και συνέχισαν βιαστικοί. Αργότερα βρήκαν μία υπόγεια διάβαση και πέρασαν απέναντι.  romvos διαβατήριο  

music δι-ά-βα-ση  pen2 'η πόλη'

 

 

διαβατήριο [το] ουσιαστικό (διαβατήρια)
check1 Το διαβατήριο είναι ένα μικρό βιβλιαράκι που έχει επάνω μία φωτογραφία σου. Το δείχνεις στο αεροδρόμιο κάθε φορά που θέλεις να ταξιδέψεις σε κάποιες χώρες του εξωτερικού.  pen1 O θείος Τάκης πήγε ταξίδι στην Αίγυπτο και πήρε μαζί το διαβατήριό του.  music δι-α-βα-τή-ρι-ο

 

 

διαβάτης [ο] ουσιαστικό (διαβάτες)
check1 O διαβάτης είναι κάποιος που περνάει από το δρόμο.  circle1 περαστικός

music δια-βά-της

 

 

διάβολος [ο] ουσιαστικό (διάβολοι, διαβόλοι)
check1 O Θεός είναι καλός, ενώ ο διάβολος κακός. O Θεός είναι στον παράδεισο, ενώ ο διάβολος στην κόλαση.  circle1 σατανάς  circle2 Θεός

check2 Λέμε ότι κάποιος είναι σκέτος διάβολος, όταν είναι πολύ ζωηρός και ζαβολιάρης.

romvos διαβολάκι, διαολάκι  music διά-βο-λος
-Λέμε και διάολος.

 

 

διαγωνίζομαι ρήμα (διαγωνίστηκα, θα διαγωνιστώ) velos διαγωνισμός

 

 

διαγώνισμα [το] ουσιαστικό (διαγωνίσματα)
check1 Όταν έχεις διαγώνισμα στο σχολείο, έχεις γραπτές εξετάσεις. 

romvos διαγωνισμός, διαγωνίζομαι  music δι-α-γώ-νι-σμα

 

 

διαγωνισμός [ο] ουσιαστικό (διαγωνισμοί)
check1 O διαγωνισμός είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους για να βγει πρώτος ο καλύτερος.  pen1 Η Αθηνά πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό ζωγραφικής του σχολείου της. romvos Διαγωνίστηκε με τους συμμαθητές της στη ζωγραφική. διαγώνισμα  music δι-α-γω-νι-σμός

 

 

διαδηλώνω ρήμα (διαδήλωσα, θα διαδηλώσω) velos διαδήλωση

 

 

διαδήλωση [η] ουσιαστικό (διαδηλώσεις)

eikona117

check1 Όταν γίνεται μία διαδήλωση, πολλοί άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους ή τις πλατείες για να δείξουν ότι είναι θυμωμένοι με κάτι ή για να ζητήσουν κάτι. Στις διαδηλώσεις οι άνθρωποι κρατούν πανό και φωνάζουν όλοι μαζί. 

pen1 Η θεία Κατερίνα πήγε σε μία διαδήλωση για την ειρήνη. 

romvos Είδε πολλούς διαδηλωτές που διαδήλωναν για την ειρήνη.

music δι-α-δή-λω-ση

 

 

διαδηλωτής [ο], διαδηλώτρια [η] ουσιαστικό (διαδηλωτές, διαδηλώτριες) velos διαδήλωση

 

 

διαδίκτυο [το] ουσιαστικό  
check1 Το διαδίκτυο είναι ένας τρόπος για να επικοινωνούν οι άνθρωποι σ' όλο τον κόσμο με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μέσα από το διαδίκτυο βρίσκουμε πληροφορίες και στέλνουμε μηνύματα ο ένας στον άλλο.

circle1 ίντερνετ και ιντερνέτ  music δι-α-δί-κτυ-ο

 

 

- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να  βρεις τη λέξη δρόμος. Ποιος είμαι;  …………........

 

 

διάδρομος [ο] ουσιαστικό (διάδρομοι)

eikona118

check1 O διάδρομος σ' ένα σπίτι ή ένα κτίριο είναι ένας μακρύς και στενός χώρος που οδηγεί στα δωμάτια.

check2 O διάδρομος στο λεωφορείο είναι ένα στενό δρομάκι ανάμεσα στα καθίσματα για να μπορεί να περνάει ο κόσμος.

check2 O διάδρομος σ' ένα αεροδρόμιο είναι ένας μεγάλος χώρος για να προσγειώνονται τα αεροπλάνα.  music δι-ά-δρο-μος

 

 

διαζύγιο [το] ουσιαστικό (διαζύγια) 
check1 Όταν ένας άντρας και μία γυναίκα παίρνουν διαζύγιο, σταματούν να είναι πια παντρεμένοι. Για να βγει ένα διαζύγιο, πρέπει να το αποφασίσει το δικαστήριο.

pen1 O μπαμπάς κι η μαμά του Νίκου έχουν πάρει διαζύγιο.  circle2 γάμος

music δι-α-ζύ-γι-ο

 

 

διαίρεση [η] ουσιαστικό (διαιρέσεις) velos διαιρώ

 

 

διαιρώ, διαιρούμαι ρήμα (διαίρεσα, θα διαιρέσω)
check1 Όταν διαιρώ έναν αριθμό μ' έναν άλλο, μετρώ πόσες φορές χωράει ο δεύτερος αριθμός στον πρώτο. Κάνω διαίρεση.  pen1 «Αν διαιρέσουμε το οκτώ με το δύο, παίρνουμε τέσσερα» είπε η δασκάλα.  circle2 πολλαπλασιάζω

check2 O χρόνος διαιρείται σε δώδεκα μήνες. Χωρίζεται σε δώδεκα μήνες. 

romvos διαίρεση  music δι-αι-ρώ

 

 

δίαιτα [η] ουσιαστικό (δίαιτες)
check1 Όταν κάνεις δίαιτα, τρως λιγότερο για να χάσεις κιλά.  pen1 O θείος Αλέκος κάνει δίαιτα για ν' αδυνατίσει και τρώει μόνο φρούτα και λαχανικά.  music δί-αι-τα

 

 

διαιτητής [ο] ουσιαστικό (διαιτητές)

eikona119

check1 O διαιτητής παρακολουθεί αν οι παίκτες σ' ένα παιχνίδι παίζουν δίκαια κι ακολουθούν τους κανόνες.  pen1 O διαιτητής του ποδοσφαιρικού αγώνα έβγαλε το Νίκο έξω με κόκκινη κάρτα, γιατί είχε χτυπήσει το συμμαθητή του.  music δι-αι-τη-τής

 

 

 

διακοπές [οι] ουσιαστικό
check1 Στις διακοπές δε δουλεύουμε ούτε πάμε στο σχολείο αλλά ξεκουραζόμαστε. Το καλοκαίρι πηγαίνουμε συνήθως διακοπές στη θάλασσα, ενώ το χειμώνα στο βουνό.

music δι-α-κο-πές

 

 

διακόπτης [ο] ουσιαστικό (διακόπτες)
check1 Όταν ανοίγεις ένα διακόπτη, πατάς ένα κουμπί για να κάνεις μία μηχανή να δουλέψει ή ένα φωτάκι ν'ανάψει.

eikona120

pen1 «Αθηνά, άνοιξε το διακόπτη! Δε βλέπουμε τίποτα και θα σκοντάψουμε» φώναξε ο Κώστας στην Αθηνά που έπαιζε με τα φώτα.

romvos διακόπτω  music δι-α-κό-πτης

 

 

διακόπτω, διακόπτομαι ρήμα (διέκοψα,θα διακόψω)
check1 Ένα μεγάλο φορτηγό αναποδογύρισε κι έχει διακόψει την κυκλοφορία στο δρόμο. Σταμάτησε για λίγο την κυκλοφορία.

check2 Όταν διακόπτεις κάποιον, δεν τον αφήνεις να μιλήσει, αλλά τον σταματάς συνέχεια. romvos Όταν γίνεται διακοπή νερού ή διακοπή ρεύματος στο σπίτι μας, δεν έχουμε νερό ή ρεύμα, επειδή υπάρχει κάποια βλάβη.  music δι-α-κό-πτω

 

 

διαλέγω, διαλέγομαι ρήμα (διάλεξα, θα διαλέξω)
check1 Όταν διαλέγεις κάτι, συγκρίνεις πολλά πράγματα κι αποφασίζεις ότι ένα από αυτά σου αρέσει περισσότερο.  pen1 O Κώστας κοίταξε όλα τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου και διάλεξε μία πάστα.  music δια-λέ-γω

 

 

διάλειμμα [το] ουσιαστικό (διαλείμματα)
check2 Όταν κάνεις διάλειμμα, σταματάς για λίγο τη δουλειά σου για να ξεκουραστείς.

pen1 Μόλις χτυπήσει το κουδούνι, σταματάει το διάλειμμα κι αρχίζει το μάθημα.

music διά-λειμ-μα

 

 

διαλύω, διαλύομαι ρήμα (διέλυσα, θα διαλύσω)
check1 Όταν διαλύεις κάτι, το καταστρέφεις.

pen1 Η Αθηνά έριξε κάτω τη φωτογραφική μηχανή και τη διέλυσε.
check2 Όταν διαλύεις κάτι μέσα σε νερό ή σε γάλα, το ανακατεύεις μέχρι να λιώσει.

pen1 «Για να φτιάξεις αυτό το γλυκό, διαλύεις τη ζάχαρη μέσα στο γάλα και ρίχνεις δύο αυγά» είπε η κυρία Μαργαρίτα στη θεία Έλλη.  music δι-α-λύ-ω

 

 

διαμάντι [το] ουσιαστικό (διαμάντια)
check1 Το διαμάντι είναι μία σκληρή πολύτιμη πέτρα που μοιάζει με κρύσταλλο. Με την πέτρα αυτή φτιάχνουμε πολύ ακριβά κοσμήματα. 

eikona121

pen1 Η θεία Κατερίνα έχει ένα αστραφτερό κολιέ από διαμάντια.
check2 Όταν κάποιος είναι διαμάντι, είναι πολύ καλός κι έξυπνος άνθρωπος.  music δια-μά-ντι

 

 

 

διαμαρτύρομαι ρήμα (διαμαρτυρήθηκα, θα διαμαρτυρηθώ)
check1 Όταν διαμαρτύρεσαι για κάτι, λες ότι δε συμφωνείς με κάτι ή παραπονιέσαι για κάτι.  pen1 O Κώστας διαμαρτύρεται πάντα για το πρωινό ξύπνημα.  romvos Όταν κάνω μία διαμαρτυρία, λέω σ' όλους ότι δε συμφωνώ με κάτι. Η θεία Κατερίνα πήγε σε μία διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο.  music δι-α-μαρ-τύ-ρο-μαι

 

 

διαμέρισμα [το] ουσιαστικό (διαμερίσματα)
check1 Το διαμέρισμα είναι ένα σπίτι με δύο ή περισσότερα δωμάτια που βρίσκεται στον όροφο ή στο ισόγειο μίας πολυκατοικίας. Σε διαμερίσματα μένουν και ζουν οι άνθρωποι στις πόλεις.  music δι-α-μέ-ρι-σμα

 

 

διάρκεια [η] ουσιαστικό (διάρκειες)
check1 Η διάρκεια ενός ταξιδιού είναι ο χρόνος από τη στιγμή που αρχίζει μέχρι και τη στιγμή που τελειώνει. Όταν κάτι έχει μεγάλη διάρκεια, κρατάει πολλή ώρα. Αντίθετα όταν κάτι έχει μικρή διάρκεια, κρατάει λίγο και τελειώνει γρήγορα.

pen1 Η διάρκεια της ταινίας ήταν μεγάλη. Κράτησε τρεις ώρες.  music δι-άρ-κει-α

 

 

διαρκώ ρήμα (διήρκεσα, θα διαρκέσω)
check1 Όταν κάτι διαρκεί, συνεχίζει να γίνεται.

pen1 «O αγώνας διαρκεί δύο ώρες» είπε ο Κώστας.  romvos Η Αθηνά διαρκώς ξεχνάει το σάντουιτς στο σπίτι. Συνέχεια το ξεχνάει.  music δι-αρ-κώ

 

 

διάσημος, διάσημη, διάσημο επίθετο (διάσημοι, διάσημες, διάσημα)
check1 Όταν είσαι διάσημος, σε ξέρουν πολλοί άνθρωποι.  pen1 Η Αθηνά λέει πως η Ροζαλία είναι διάσημη στη γειτονιά. Όλοι την ξέρουν.  circle1 γνωστός  music δι-ά-ση-μος

 

 

διασκεδάζω ρήμα (διασκέδασα, θα διασκεδάσω)
check1 Όταν διασκεδάζεις με κάτι, περνάς ωραία, επειδή κάνεις κάτι που σου αρέσει.

pen1 Η Αθηνά διασκεδάζει όταν ακούει τις ιστορίες του θείου Αλέκου.

eikona122

check2 Όταν διασκεδάζεις κάποιον, τον κάνεις να περνάει ωραία. pen1 O θείος Αλέκος διασκεδάζει την Αθηνά με τις ιστορίες του.  romvos Oι ιστορίες του θείου είναι διασκέδαση για την Αθηνά. Της δίνουν κέφι και χαρά. «Τι διασκεδαστικές που είναι! Περνάω τόσο ωραία! Τι διασκεδαστικός που είναι αυτός ο θείος. Με κάνει να γελάω» σκέφτεται.  music δι-α-σκε-δά-ζω

 

 

διασκέδαση [η] ουσιαστικό (διασκεδάσεις) velos διασκεδάζω

 

 

διασταύρωση [η] ουσιαστικό (διασταυρώσεις)
check1 Η διασταύρωση είναι το μέρος όπου συναντιούνται δύο ή περισσότεροι δρόμοι.

pen1 Το σπίτι της Ελένης βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Θράκης και Ηπείρου. 

music δι-α-σταύ-ρω-ση

 

 

διάστημα [το] ουσιαστικό (διαστήματα)
check1 Το διάστημα είναι το μέρος που βρίσκεται έξω από την ατμόσφαιρα της γης. Στο διάστημα υπάρχουν τ' αστέρια και οι πλανήτες.

check2 Όταν κάτι κρατάει για μεγάλο διάστημα, κρατάει πολύ ενώ όταν κάτι κρατάει για μικρό διάστημα, κρατάει λίγο.

eikona123

pen1 Η βροχή κράτησε για ένα διάστημα μισής ώρας περίπου. Ήταν όμως αρκετό για να γίνει ο Κώστας και ο Νίκος μούσκεμα. 

romvos Το διαστημόπλοιο είναι μία μηχανή που μπορεί να ταξιδέψει στο διάστημα.

music δι-ά-στη-μα

 

 

διασχίζω, διασχίζομαι ρήμα (διέσχισα, θα διασχίσω)
check1 Όταν διασχίζεις ένα δρόμο, περνάς από τη μία πλευρά του στην άλλη.

check2 Όταν ένα ποτάμι διασχίζει μία πόλη, περνάει μέσα απ' αυτήν την πόλη από τη μία ως την άλλη άκρη της.  music δι-α-σχί-ζω

 

 

διασώζω, διασώζομαι ρήμα (διέσωσα, θα διασώσω)
check1 Όταν διασώζεις κάποιον, τον σώζεις από μεγάλο κίνδυνο ή από θάνατο.

pen1 Χθες παραλίγο να πατήσει τη Ροζαλία ένα φορτηγό. Για καλή της τύχη τη διέσωσε ο κύριος Δημήτρης.  circle1 γλιτώνω  romvos Η διάσωση της Ροζαλίας έγινε χθες.

music δι-α-σώ-ζω

 

 

διάσωση [η] ουσιαστικό (διασώσεις) velos διασώζω

 

 

διαταγή [η] ουσιαστικό (διαταγές) velos διατάζω

 

 

διατάζω, διατάζομαι ρήμα (διέταξα, θα διατάξω)
check1 Όταν διατάζεις κάποιον, του δίνεις εντολή να κάνει κάτι.  pen1 Η κακιά βασίλισσα διέταξε τη Χιονάτη να φύγει.  romvos Όταν δίνεις σε κάποιον διαταγή, του λες πως πρέπει να κάνει κάτι. Όταν είσαι στις διαταγές κάποιου, κάνεις ό,τι σου λέει.

circle1 εντολή  music δι-α-τά-ζω

 

 

διατηρώ, διατηρούμαι ρήμα (διατήρησα,θα διατηρήσω)
check1 Όταν διατηρείς κάτι, το κρατάς σε καλή κατάσταση.

pen1 Η Αλίκη διατηρεί τη σιλουέτα της με το τρέξιμο. romvos διατήρηση  music δι-α-τη-ρώ

 

 

διάφανος, διάφανη, διάφανο επίθετο (διάφανοι, διάφανες, διάφανα)
check1 Όταν κάτι είναι διάφανο, μπορούμε να δούμε μέσα απ' αυτό.  

pen1 Τα τζάμια από τα παράθυρα είναι διάφανα.  circle2 αδιάφανος, θαμπός, θολός  

music δι-ά-φα-νος

 

 

Ποιος έσωσε τη Pοζαλία από τις ρόδες του φορτηγού; Ψάξε στις λέξεις διασώζω, σώζω

 

 

διαφέρω ρήμα (διέταξα, θα διατάξω)
check1 Όταν δύο πράγματα ή δύο άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους, δε μοιάζουν καθόλου.  pen1 Η κασετίνα της Αθηνάς διαφέρει από εκείνη της Ελένης: η μία είναι ξύλινη και καφέ και η άλλη πλαστική και κόκκινη.  circle2 μοιάζω

romvos Oι δύο κασετίνες έχουν διαφορά.  circle2 ομοιότητα  Είναι διαφορετικές. 

circle1 αλλιώτικος  circle2 ίδιος, όμοιος  music δι-α-φέ-ρω

 

 

διαφημίζω, διαφημίζομαι ρήμα (διαφήμισα, θα διαφημίσω) velos διαφήμιση

 

 

διαφήμιση [η] ουσιαστικό (διαφημίσεις)
check1 Η διαφήμιση είναι μία εικόνα που βλέπουμε σ' ένα χαρτί ή στην τηλεόραση κι έχει σκοπό να κάνει κάτι γνωστό και να θέλει ο κόσμος να το αγοράσει.

pen1 Η Αθηνά είδε στην τηλεόραση μία διαφήμιση σχολικών τσαντών. Της άρεσε πολύ και ζήτησε από την κυρία Μαργαρίτα να της την αγοράσει.

check2 Όταν κάνεις διαφήμιση κάποιου πράγματος, το κάνεις γνωστό για να το αγοράσει ο κόσμος. Το διαφημίζεις.  romvos Η τηλεόραση διαφήμιζε σχολικές τσάντες. 

music δι-α-φή-μι-ση

 

 

διαφορά [η] ουσιαστικό (διαφορές) velos διαφέρω

 

 

διαφορετικά επίρρημα 
check1 Όταν λέμε διαφορετικά, εξηγούμε τι θα γίνει, αν δεν κάνουμε κάτι.

pen1 «Πρέπει να κάνεις γρήγορα, διαφορετικά θ' αργήσεις στο σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα.  circle1 αλλιώς, αλλιώτικα  

romvos διαφορά, διαφορετικός, διαφέρω  music δι-α-φο-ρε-τι-κά

 

 

διαφορετικός, διαφορετική, διαφορετικό επίθετο (διαφορετικοί, διαφορετικές, διαφορετικά) velos διαφέρω

 

 

διαφωνία [η] ουσιαστικό (διαφωνίες)
check1 Όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι έχουν διαφωνία, δεν έχουν την ίδια γνώμη για κάτι.  pen1 Μετά τη διαφωνία τους για το ποιος θα γίνει αρχηγός στο παιχνίδι ο Κώστας και ο Νίκος ξανάγιναν φίλοι.  circle2 συμφωνία  romvos O Κώστας και ο Νίκος διαφώνησαν για το ποιος θα γίνει αρχηγός στο παιχνίδι.  circle2 συμφωνώ

music δι-α-φω-νί-α

 

 

διαφωνώ ρήμα (διαφώνησα, θα διαφωνήσω) velos διαφωνία

 

 

δίδυμος, δίδυμη, δίδυμο επίθετο (δίδυμοι, δίδυμες, δίδυμα)
check1 Όταν κάποιος είναι δίδυμος, γεννήθηκε από την ίδια μητέρα την ίδια μέρα με τον αδερφό ή την αδερφή του, και μοιάζουν πολύ.

check2 (σαν ουσιαστικό) Δίδυμα λέμε τα παιδιά που γεννήθηκαν από την ίδια μητέρα την ίδια στιγμή.  music δί-δυ-μος

Δες μοιάζω

 

 

διεύθυνση [η] ουσιαστικό (διευθύνσεις) 
check1 Η διεύθυνση είναι η οδός και ο αριθμός του σπιτιού μας στην πόλη που ζούμε.

pen1 Η διεύθυνση του Νίκου είναι Κηφισίας 43, Αθήνα.  music δι-εύ-θυν-ση

 

 

διευθυντής [ο], διευθύντρια [η] ουσιαστικό (διευθυντές, διευθύντριες)

eikona124

check1 O διευθυντής είναι κάποιος που φροντίζει για όλα και παίρνει αποφάσεις σ' ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, μία εταιρεία, μία τράπεζα, μία εφημερίδα ή μία ορχήστρα.

pen1 O διευθυντής της εφημερίδας αποφάσισε να δώσει αύξηση στην κυρία Μαργαρίτα.  circle1 υπεύθυνος

romvos O διευθυντής ενός σχολείου το διευθύνει. 

music δι-ευ-θυ-ντής

 

 

διευθύνω ρήμα (διεύθυνα, θα διευθύνω) velos διευθυντής

 

 

διήγηση [η] ουσιαστικό (διηγήσεις) velos διηγούμαι

 

 

διηγούμαι και διηγιέμαι ρήμα (διηγήθηκα, θα διηγηθώ)
check1 Όταν διηγείσαι μία ιστορία, περιγράφεις με λόγια σε κάποιον κάτι που έχει γίνει.

pen1 O Νίκος διηγήθηκε στην Αθηνά και στην Ελένη μία αστεία ιστορία.

romvos Τα κορίτσια γέλασαν με τη διήγηση του Νίκου.  music δι-η-γού-μαι

 

 

δικάζω, δικάζομαι ρήμα (δίκασα, θα δικάσω) velos δικαστήριο

 

 

δικαιολογώ, δικαιολογούμαι ρήμα (δικαιολόγησα, θα δικαιολογήσω)
check1 Όταν δικαιολογείς κάποιον, ξέρεις  για ποιο λόγο έκανε ένα λάθος και καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.  pen1 Η δασκάλα δικαιολόγησε το Νίκο που άργησε λίγο, επειδή ήξερε ότι τα λεωφορεία έχουν απεργία.

check2 Όταν δικαιολογείσαι για ένα λάθος ή για κάτι κακό που έκανες, εξηγείς πως δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς.  pen1 O Κώστας δικαιολογήθηκε στην κυρία Μαργαρίτα για τη ζημιά που έκανε.  romvos O Νίκος άργησε στο σχολείο το πρωί και η δικαιολογία του ήταν ότι έχασε το λεωφορείο.  music δι-και-ο-λο-γώ

 

 

δίκαιος, δίκαιη, δίκαιο επίθετο (δίκαιοι,δίκαιες, δίκαια)
check1 Όταν ένας δάσκαλος είναι δίκαιος, βάζει σ' όλους τους μαθητές το βαθμό που πραγματικά αξίζoυν κι όχι μεγαλύτερο ή μικρότερο.  circle2 άδικος  

pen1 Η δασκάλα της Αθηνάς είναι πολύ δίκαιη. Όσα παιδιά διάβασαν πολύ πήραν Α, ενώ όσα παιδιά διάβασαν λιγότερο πήραν Β.  romvos Πάντα φέρεται με δικαιοσύνη και δεν κάνει αδικίες.  circle2 αδικία  Ξέρει επίσης να ξεχωρίζει ποιος έχει δίκιο. 

music δί-και-ος

 

 

δικαιοσύνη [η] ουσιαστικό velos δίκαιος

 

 

δικαστήριο [το] ουσιαστικό (δικαστήρια)

eikona125

check1 Το δικαστήριο είναι ένα κτίριο όπου κάποιοι αποφασίζουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο με τη βοήθεια των νόμων. Το δικαστήριο είναι και το σύνολο των ανθρώπων που φροντίζουν να υπάρχει δικαιοσύνη σε μία πόλη ή ένα κράτος.

pen1 Το δικαστήριο αποφάσισε πως οι κλέφτες του μαγαζιού του κυρίου Δημήτρη πρέπει να φυλακιστούν. 

romvos Στα δικαστήρια δικάζουν οι δικαστές, όταν γίνονται δίκες.   

music δι-κα-στή-ρι-ο

 

 

δικαστής [ο], [η] ουσιαστικό (δικαστές) velos δικαστήριο
–Λέμε και η δικαστίνα.

 

 

δίκη [η] ουσιαστικό (δίκες) velos δικαστήριο

 

 

δικηγόρος [ο], [η] ουσιαστικό (δικηγόροι)
check1 Ένας δικηγόρος ξέρει τους νόμους και υπερασπίζεται τους ανθρώπους στις δίκες που γίνονται στα δικαστήρια. pen1 O δικηγόρος του κυρίου Δημήτρη κατηγόρησε τους κλέφτες για παράνομη συμπεριφορά.  romvos δίκη, δικαστήριο  music δι-κη-γό-ρος
-Λέμε και η δικηγορίνα.

 

 

δίκιο [το] ουσιαστικό velos δίκαιος

 

 

δίνω, δίνομαι ρήμα (έδωσα, θα δώσω)
check1 O Κώστας έδωσε στην Αθηνά ένα δώρο. Έβαλε το δώρο στο χέρι της Αθηνάς. Της το χάρισε.

eikona126

check2 Η Αθηνά έδωσε τη διεύθυνσή της στην Αλίκη. Είπε ή έγραψε τη διεύθυνσή της στην Αλίκη.

check2 Λες σε κάποιο φίλο σου ότι σου τη δίνει, όταν σε κάνει να νευριάζεις.

check2 Όταν δίνω μία απάντηση, απαντώ.  circle2 παίρνω  

romvos δώρο, δόση  music δί-νω

 

-Προσοχή στην ορθογραφία: θα δώσω, έδωσα, δώρο αλλά δόθηκα, δόση. Πότε λέμεότι κάποιος δίνει ξύλο σε κάποιον άλλο; Ψάξε την απάντηση στο Ξ, στη λέξη ξύλο.

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

διόδια [τα] ουσιαστικό
check1 Όταν ταξιδεύουμε με το αυτοκίνητο σε μεγάλους δρόμους, πρέπει να σταματήσουμε στα διόδια. Εκεί πληρώνουμε χρήματα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.  music δι-ό-δι-α

 

 

διορθώνω, διορθώνομαι ρήμα (διόρθωσα, θα διορθώσω)
check1 Όταν διορθώνεις κάτι, το φτιάχνεις ή το κάνεις καλύτερο. 

pen1 O κύριος Μιχάλης διόρθωσε τη χαλασμένη βρύση, γιατί η θεία του παραπονιόταν πως έσταζε όλο το βράδυ.

check2 Όταν ο δάσκαλος διορθώνει ένα διαγώνισμα, βρίσκει τα λάθη και τα αλλάζει με τις σωστές απαντήσεις.

check2 Όταν διορθώνεσαι, γίνεσαι καλύτερος σε κάτι.

pen1 O Κώστας διορθώθηκε στην ορθογραφία.  romvos διόρθωση  music δι-ορ-θώ-νω

 

 

διόρθωση [η] ουσιαστικό (διορθώσεις) velos διορθώνω

 

 

διορίζω, διορίζομαι ρήμα (διόρισα, θα διορίσω)
check1 Όταν διορίζεις κάποιον, του δίνεις δουλειά στο δημόσιο.

check2 Όταν διορίζεσαι δάσκαλος, βρίσκεις δουλειά σ' ένα δημόσιο σχολείο. Παίρνεις διορισμόpen1 Ένας φίλος του κυρίου Γιάννη διορίστηκε δάσκαλος στο Βόλο.  

music δι-ο-ρί-ζω

 

 

διορισμός [ο] ουσιαστικό (διορισμοί) velos διορίζω

 

 

δίπλα επίρρημα
check1 Όταν κάτι βρίσκεται δίπλα σου, είναι πολύ κοντά σε σένα.  

pen1 Η Αθηνά κάθεται δίπλα στην Ελένη στην τάξη.

check2 Όταν δύο σπίτια βρίσκονται δίπλα δίπλα, είναι κολλητά το ένα με το άλλο. Όταν δύο άνθρωποι κάθονται δίπλα δίπλα, ο ένας ακουμπάει τον άλλο.

check2 (σαν ουσιαστικό) Oι δίπλα ή οι διπλανοί είναι οι γείτονές μας. 

pen1 δίπλα κάνουν φασαρία τα μεσημέρια και δεν αφήνουν το μωρό της θείας Κατερίνας να κοιμηθεί.  circle1 κοντά, πλάι  circle2 μακριά  music δί-πλα

 

 

διπλανός, διπλανή, διπλανό (διπλανοί, διπλανές, διπλανά) επίθετο velos δίπλα

 

 

διπλάσιος, διπλάσια, διπλάσιο επίθετο (διπλάσιοι, διπλάσιες, διπλάσια)
check1 Όταν κάτι είναι διπλάσιο από κάτι άλλο, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο από εκείνο.  music δι-πλά-σι-ος

 

 

διπλός, διπλή, διπλό επίθετο (διπλοί, διπλές, διπλά)
check1 Όταν κάτι το έχεις διπλό, το έχεις δύο φορές.

pen1 O Κώστας χάρισε στην Αθηνά ένα βιβλίο, γιατί το είχε διπλό.

check2 Oι γονείς της Αθηνάς κοιμούνται σε διπλό κρεβάτι, δηλαδή σε κρεβάτι για δύο άτομα.  circle2 μονός  music δι-πλός

 

 

διπλώνω, διπλώνομαι ρήμα (δίπλωσα, θα διπλώσω)
check1 Όταν διπλώνεις κάτι, παίρνεις τις άκρες του και τις ακουμπάς τη μία πάνω στην άλλη. pen1 O Κώστας δίπλωσε το χαρτί στα τέσσερα κι έφτιαξε ένα χάρτινο καραβάκι.

eikona127

check2 Όταν διπλώνεσαι στα δύο από τον πόνο, πονάς τόσο πολύ, που λυγίζεις το σώμα σου στα δύο.

pen1 Η Αθηνά διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο στην κοιλιά της.  

music δι-πλώ-νω

 

 

δισκέτα [η] ουσιαστικό (δισκέτες) velos δίσκος

 

 

δίσκος [ο] ουσιαστικό (δίσκοι)
check1 Βάζουμε ένα δίσκο στο στερεοφωνικό για ν' ακούσουμε μουσική. Σήμερα οι δίσκοι που χρησιμοποιούμε για ν' ακούμε μουσική λέγονται σιντί.

eikona128

check2 Με το δίσκο σερβίρουμε φαγητά και ποτά.

check2 Στο άθλημα της δισκοβολίας οι αθλητές πετούν μακριά ένα μεταλλικό δίσκο.

romvos Η δισκέτα είναι ένας μικρός δίσκος που τον βάζουμε

eikona129

στον υπολογιστή και αντιγράφουμε σ' αυτόν πληροφορίες για να τις μεταφέρουμε σ' έναν άλλο υπολογιστή. δισκοβολία

music δί-σκος

 

 

τα λουλούδια

 

eikona130

 

 

διστάζω ρήμα (δίστασα, θα διστάσω)
check1 Όταν διστάζεις, περιμένεις λίγο πριν να κάνεις κάτι, επειδή δεν είσαι σίγουρος ή γιατί φοβάσαι.  pen1 O Κώστας δίστασε να μπει στην αυλή του κυρίου Μιχάλη, γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι η μπάλα έπεσε εκεί.  romvos O δισταγμός του δεν κράτησε πολύ.

music δι-στά-ζω

 

 

δίχτυ [το] ουσιαστικό (δίχτυα)
check1 Το δίχτυ είναι ένα πλεκτό ύφασμα με πολλές τρύπες που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να πιάνουν ψάρια.

eikona131

check2 Στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ το δίχτυ κρατάει τη μπάλα, όταν κάποιος βάζει γκολ ή καλάθι. 

pen1 O Κώστας έριξε τη μπάλα στα δίχτυα του τερματοφύλακα. 

music δί-χτυ

 

 

 

δίψα [η] ουσιαστικό velos διψώ

 

 

διψασμένος, διψασμένη, διψασμένο μετοχή (διψασμένοι, διψασμένες, διψασμένα) velos διψώ

 

 

διψώ και διψάω ρήμα (δίψασα, θα διψάσω)
check1 Όταν διψάς, θέλεις να πιεις νερό.

pen1 Η Αθηνά ήπιε πολύ νερό μετά τη γυμναστική, γιατί διψούσε πολύ. 

check2 Όταν διψάς για κάτι, το θέλεις πάρα πολύ.

romvos Η Αθηνά ένιωθε δίψα. Ήταν διψασμένη.  music δι-ψώ

 

 

διώροφος, διώροφη, διώροφο επίθετο (διώροφοι, διώροφες, διώροφα)
check1 Όταν ένα κτίριο είναι διώροφο, έχει δύο πατώματα. Διώροφο μπορεί να είναι κι ένα λεωφορείο. pen1 O Νίκος μένει σε μία διώροφη πολυκατοικία.  romvos όροφος  

music δι-ώ-ρο-φος

 

 

διώχνω, διώχνομαι ρήμα (έδιωξα, θα διώξω)
check1 Όταν διώχνεις κάποιον ή κάτι, το κάνεις να φύγει μακριά. Η Αθηνά ήταν στενοχωρημένη, επειδή έχασε τη Ροζαλία κι έδιωχνε όποιον πήγαινε στο δωμάτιό της.  circle1 απομακρύνω  music διώ-χνω

 

 

δοκιμάζω, δοκιμάζομαι ρήμα (δοκίμασα, θα δοκιμάσω)
check1 Όταν δοκιμάζεις κάτι, το ελέγχεις για να δεις αν δουλεύει σωστά.  

pen1 Η Αθηνά δοκίμασε το καινούριο της ποδήλατο και ήταν ενθουσιασμένη.

check2 Όταν δοκιμάζεις ένα φαγητό, τρως λίγο για να δεις αν είναι ωραίο.

check2 Όταν δοκιμάζεις ρούχα ή παπούτσια, τα φοράς για να δεις αν σου ταιριάζουν.

romvos Όταν κάνεις μία δοκιμή, προσπαθείς να δεις αν μπορείς να καταφέρεις κάτι.

pen1 Μετά τη βόλτα η Αθηνά έκανε μία δοκιμή να πιει το γάλα κλείνοντας τη μύτη της.

music δο-κι-μά-ζω

 

 

δολοφονώ, δολοφονούμαι ρήμα (δολοφόνησα, θα δολοφονήσω)
check1 Όταν κάποιος δολοφονεί κάποιον, τον σκοτώνει με πονηρό τρόπο αφού το έχει αποφασίσει από πριν.  romvos Όταν κάποιος είναι δολοφόνος, έχει σκοτώσει επίτηδες κάποιον άνθρωπο, δηλαδή επειδή το ήθελε.  circle1 φονιάς  music δο-λο-φο-νώ

 

 

δόλωμα [το] ουσιαστικό (δολώματα)
check1 Το δόλωμα είναι το σκουλήκι που ο ψαράς κρεμάει στο αγκίστρι του για να πιάσει ψάρια.  music δό-λω-μα

 

 

δόντι [το] ουσιαστικό (δόντια)

eikona132

check1 Τα δόντια φυτρώνουν μέσα στο στόμα σου, είναι μικρά και άσπρα και σε βοηθούν να δαγκώνεις και να μασάς το φαγητό σου.

check2 Τα δόντια μίας χτένας είναι οι μύτες της που μας βοηθούν να χτενίζουμε τα μαλλιά. 

romvos οδοντόβουρτσα, οδοντογιατρός, οδοντόκρεμα  

music δό-ντι

 

 

δοξάρι [το] ουσιαστικό (δοξάρια) velos βιολί

 

 

δορυφόρος [ο] ουσιαστικό (δορυφόροι)
check1 O δορυφόρος είναι ένα σώμα στον ουρανό που γυρνάει γύρω από έναν πλανήτη. pen1 Η Σελήνη είναι ο δορυφόρος της Γης.

check2 Δορυφόρος είναι και μία μηχανή που τη στέλνουμε στο διάστημα γύρω από τη γη για να μαζέψει πληροφορίες για τον καιρό ή εικόνες για την τηλεόραση και να τις στείλει πίσω στη γη.  pen1 Η Αλίκη παρακολουθεί γαλλική τηλεόραση μέσω δορυφόρου.  music δο-ρυ-φό-ρος

 

 

δόση [η] ουσιαστικό (δόσεις)
check1 Η δόση από ένα φάρμακο είναι η ποσότητα που πρέπει να πάρουμε κάθε φορά.

pen1 «Να το φάρμακό σου! Η δόση είναι τρία κουταλάκια κάθε μέρα» είπε ο γιατρός στον Κώστα.

check2 Όταν αγοράζεις κάτι με δόσεις, συμφωνείς πως θα το ξεπληρώσεις σιγά σιγά δίνοντας λίγα χρήματα κάθε φορά.  music δό-ση

 

 

δουλειά [η] ουσιαστικό (δουλειές) velos δουλεύω

 

 

δουλεύω ρήμα (δούλεψα, θα δουλέψω)
check1 Όταν δουλεύεις κάπου, κάνεις ένα επάγγελμα και παίρνεις χρήματα.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα δουλεύει σε μία εφημερίδα.  circle1 εργάζομαι

check2 Όταν μία συσκευή δουλεύει, λειτουργεί σωστά.

pen1 Στο σπίτι της Αθηνάς, η τηλεόραση είχε χαλάσει και δε δούλευε.

check2 «Δε σε πιστεύω, Νίκο! Λες αλήθεια ή με δουλεύεις;» είπε η Αθηνά πειραγμένη.Με κοροϊδεύεις;  romvos «Η δουλειά του δημοσιογράφου είναι δύσκολη» είπε η κυρία Μαργαρίτα στη θεία Έλλη. «Όταν γυρίζω από τη δουλειά, είμαι αρκετά κουρασμένη. Ξεκουράζομαι λίγο κι αρχίζω να κάνω κι άλλες δουλειές στο σπίτι. Να ψωνίσω, να μαγειρέψω, να καθαρίσω, ξέρεις εσύ» είπε.  circle1 εργασία  music δου-λεύ-ω

 

 

δοχείο [το] ουσιαστικό (δοχεία)
check1 Μέσα σ' ένα δοχείο βάζουμε τρόφιμα για να μπορούμε να τα μεταφέρουμε.

pen1 O θείος Αλέκος έστειλε ένα δοχείο με λάδι από το χωριό.

check2 Το δοχείο απορριμμάτων είναι ο σκουπιδοτενεκές.  music δο-χεί-ο

 

 

δράκος [ο], δράκαινα [η] ουσιαστικό (δράκοι, δράκαινες)
check1 Στα παραμύθια ο δράκος είναι ένα φανταστικό τέρας με φτερά που σκοτώνει βγάζοντας φωτιά από το στόμα του.  music δρά-κος  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

δράμα [το] ουσιαστικό (δράματα)
check1 Όταν ζεις ένα δράμα, σου συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο.  music δρά-μα

 

 

δραχμή [η] ουσιαστικό (δραχμές)

eikona133

check1 Η δραχμή ήταν το νόμισμα της Ελλάδας πριν από το ευρώ.  

pen1 Ένα ευρώ είναι 340.75 δραχμές.  music δραχ-μή

 

 

 

δρομολόγιο [το] ουσιαστικό (δρομολόγια)
check1 Όταν ένα τρένο κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Αθήνα, κάνει την ίδια διαδρομή κάθε μέρα.  pen1 «Το πρώτο δρομολόγιο του τρένου αρχίζει νωρίς το πρωί» είπε ο θείος Αλέκος.  music δρο-μο-λό-γι-ο

 

 

δρόμος [ο] ουσιαστικό (δρόμοι)
check1 O δρόμος είναι μία λωρίδα στο έδαφος που πάνω της τρέχουν τ' αυτοκίνητα, τα λεωφορεία και τα φορτηγά.  circle1 οδός

check2 Όταν κάνεις αγώνα δρόμου, αγωνίζεσαι μαζί με άλλους αθλητές για το ποιος θα βγει πρώτος στο τρέξιμο.  music δρό-μος  pen2 'η πόλη'

 

 

δροσερός, δροσερή, δροσερό επίθετο (δροσεροί, δροσερές, δροσερά) velos δροσιά

 

 

δροσιά [η] ουσιαστικό (δροσιές)
check1 Όταν έχει δροσιά, φυσάει ένα ευχάριστο αεράκι που δεν είναι ούτε ζεστό ούτε πολύ κρύο. romvos Όταν κάτι είναι δροσερό, είναι λίγο κρύο τόσο ώστε να σ' ευχαριστεί.

music δρο-σιά

 

 

δύναμη [η] ουσιαστικό (δυνάμεις)
check1 Όταν έχεις δύναμη, έχεις πολλή ενέργεια και είσαι πολύ γερός. 

pen1 O Κώστας έχει τόση δύναμη που σηκώνει δύο βαλίτσες στο κάθε χέρι. 

romvos  δυνατός, δυναμώνω  music δύ-να-μη

 

 

δυναμώνω ρήμα (δυνάμωσα, θα δυναμώσω)
check1 Όταν δυναμώνεις, γίνεσαι πιο δυνατός.

pen1 Η γυμναστική δυναμώνει το σώμα. Γι' αυτό και η Αλίκη τρέχει κάθε μέρα.

check2 Όταν δυναμώνεις το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, ανοίγεις την ένταση του ήχου.

circle2 χαμηλώνω  romvos δύναμη, δυνατός  music δυ-να-μώ-νω

 

 

δυνατός, δυνατή, δυνατό επίθετο (δυνατοί, δυνατές, δυνατά)
check1 Όταν είσαι δυνατός, είσαι πολύ γερός και μπορείς να σηκώσεις βαριά πράγματα. circle1 γερός  circle2 αδύναμος

check2 Όταν ένας θόρυβος είναι δυνατός, ακούγεται πολύ. Όταν ένας πονοκέφαλος είναι δυνατός, τον αισθάνεσαι πολύ έντονα. Όταν ο αέρας είναι δυνατός, φυσάει γρήγορα και έντονα. 

check2 Όταν κάτι είναι δυνατό, μπορεί να γίνει.  pen1 «Είναι δυνατό να βρεθεί η Ροζαλία;» σκεφτόταν η Αθηνά.  circle1  πιθανό  circle2 αδύνατο  

romvos Όταν σφίγγεις κάτι δυνατά, το σφίγγεις με μεγάλη δύναμη. Όταν μιλάς δυνατά, δίνεις πολλή ένταση στη φωνή σου. δύναμη, δυναμώνω  music δυ-να-τός

 

 

δυσάρεστος, δυσάρεστη, δυσάρεστο επίθετο (δυσάρεστοι, δυσάρεστες, δυσάρεστα)
check1 Όταν κάτι είναι δυσάρεστο, σε στενοχωρεί ή σ' ενοχλεί.  

pen1 Τα νέα ήταν πολύ δυσάρεστα για τον Κώστα. O καιρός χάλασε και η εκδρομή δε μπορούσε να γίνει.  circle2 ευχάριστος  music δυ-σά-ρε-στος

 

 

δύση [η] ουσιαστικό
check1 Όταν έχουμε δύση του ηλίου, ο ήλιος φεύγει στο τέλος της μέρας κι έρχεται η νύχτα.

check2 Η δύση είναι ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.  

romvos Όταν κάτι βρίσκεται ή κινείται προς τη δύση, είναι δυτικό.  music δύ-ση

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

δυσκολεύομαι ρήμα (δυσκολεύτηκα, θα δυσκολευτώ) velos δύσκολος

 

 

δυσκολία [η] ουσιαστικό (δυσκολίες) velos δύσκολος

 

 

δύσκολος, δύσκολη, δύσκολο επίθετο (δύσκολοι, δύσκολες, δύσκολα)
check1 Όταν κάτι είναι δύσκολο, δεν μπορείς να το καταλάβεις ή να το κάνεις χωρίς κόπο.  pen1 O Κώστας στραμπούληξε το πόδι του και του ήταν δύσκολο να περπατήσει.  circle2 εύκολος  romvos O Κώστας δυσκολευόταν στο περπάτημα. Περπατούσε με δυσκολία. O Νίκος είδε ότι ο Κώστας περπατούσε δύσκολα κι ανησύχησε. 

music δύ-σκο-λος

 

 

δυστύχημα [το] ουσιαστικό (δυστυχήματα)
check1 Το δυστύχημα είναι ένα πολύ σοβαρό ατύχημα.  pen1 «Έγινε ένα σοβαρό δυστύχημα στην εθνική οδό και σκοτώθηκαν πέντε άτομα» είπε ο θείος Τάκης.

romvos δυστυχισμένος, δυστυχώς  music δυ-στύ-χη-μα

 

 

δυστυχία [η] ουσιαστικό velos δυστυχισμένος

 

 

δυστυχισμένος, δυστυχισμένη, δυστυχισμένο μετοχή (δυστυχισμένοι,δυστυχισμένες, δυστυχισμένα)
check1 Όταν είσαι δυστυχισμένος, είσαι πολύ λυπημένος, επειδή σου συνέβη κάτι δυσάρεστο.  circle2 ευτυχισμένος, χαρούμενος  

romvos Νιώθεις δυστυχία. δυστύχημα, δυστυχώς  music δυ-στυ-χι-σμέ-νος

 

 

το δωμάτιο

 

eikona134

 

 

 

δυστυχώς επίρρημα 
check1 Όταν λες δυστυχώς, λυπάσαι για κάτι που έγινε ή εύχεσαι να είχες καλύτερη τύχη.  pen1 «Δυστυχώς δεν έγραψα καλά στις εξετάσεις» είπε η Αλίκη.  circle2 ευτυχώς

romvos δυστυχία, δυστύχημα, δυστυχώς  music δυ-στυ-χώς

 

 

δωμάτιο [το] ουσιαστικό (δωμάτια)
check1 Το δωμάτιο είναι ο χώρος σ' ένα σπίτι που έχει τους δικούς του τοίχους, τη δική του πόρτα και το δικό του ταβάνι.  pen1 Το δωμάτιο της Αθηνάς έχει γαλάζιους τοίχους και βλέπει στον κήπο.  music δω-μά-τι-ο  pen2 'το δωμάτιο'

 

 

δωρεάν επίρρημα
check1 Όταν παίρνεις κάτι δωρεάν, δε δίνεις καθόλου χρήματα.  circle1 τζάμπα  music δω-ρε-άν

 

 

δώρο [το] ουσιαστικό (δώρα)

eikona135

check1 Το δώρο είναι κάτι που δίνεις σε κάποιον, επειδή τον αγαπάς ή επειδή γιορτάζει.

pen1 O θείος Σταμάτης άνοιξε τα δώρα που του έφεραν για τα γενέθλιά του. 

romvos «Τι σου δώρισαν;» ρώτησε η θεία Κατερίνα.

circle1 χαρίζω  music δώ-ρο