![Εικόνα](images/imgj0_001.png)
Γλωσσάριο
![Α](images/imgj0_002.jpg)
αγάλλομαι (εν. 12):χαίρομαι πολύ
αγρυπνώ (εν. 11): μένω άυπνος, δεν κοιμάμαι.
αρμονικά (εν. 15): δίχως διαφωνίες ή φασαρίες, αγαπημένα.
άσφαλτος, η (εν. 10): δρόμος στρωμένος μεπίσσα.
αφουγκράζομαι (εν. 10): ακούω με προσοχή.
![Β](images/imgj0_004.jpg)
βυτιοφόρο, το (εν. 9): φορτηγό που μεταφέρει υγρά όπως πετρέλαιο, νερό κτλ.
![Εικόνα](images/imgr1_031.jpg)
![Γ](images/imgj0_005.jpg)
γραμματικός, ο (εν. 12): αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος.
![Δ](images/imgj0_006.jpg)
δείπνο, το (εν. 16): τοβραδινό φαγητό.
δροσοσταλίδα, η (εν. 16):σταγόνα δροσιάς ήβροχής πάνω στα φύλλα.
![Εικόνα](images/imgr1_032.jpg)
![Ε](images/imgj0_007.jpg)
εντύπωση, η (εν. 9):κάτι που σου έμεινεστο μυαλό.
![Ζ](images/imgj0_008.jpg)
-
![Η](images/imgj0_009.jpg)
-
![Θ](images/imgj0_010.jpg)
-.
![Ι](images/imgj0_011.jpg)
-
![Κ](images/imgj0_012.jpg)
καλαμάρι, το (εν. 12): μελανοδοχείο, μικρό βάζο όπου έβαζαν μελάνη για τους κοντυλοφόρους, με τους οποίους έγραφαν στα παλιά χρόνια.
![Εικόνα](images/imgr1_033.jpg)
καλοκάγαθος, -η –ο (εν.12): γεμάτος καλοσύνη.
καλούμπα (ή καλούμα), η (εν. 16): ο σπάγκος του χαρταετού που είναι τυλιγμένος σε ένα κομμάτι ξύλου.
![Εικόνα](images/imgr1_034.jpg)
κτίσις, η (εν. 12): η πλάση.
![Λ](images/imgj0_014.jpg)
-
![Μ](images/imgj0_015.jpg)
μουσταλευριά η (εν. 13): γλύκισμα σαν κρέμα που γίνεται από χυμό σταφυλιών (μούστο) και αλεύρι.
![Ν](images/imgj0_016.jpg)
-
![Ξ](images/imgj0_017.jpg)
–
![Ο](images/imgj0_018.jpg)
-
![Π](images/imgj0_019.jpg)
πνευματικός, -ή –ό (εν. 11): που αναφέρεται στο πνεύμα, στο μυαλό.
πραγματοποιώ (εν. 10): κάνω κάτι πραγματικότητα.
προσκέφαλο, το (εν. 12): το μαξιλάρι πάνω στο οποίο ακουμπούμε το κεφάλι μας, όταν κοιμόμαστε.
![Ρ](images/imgj0_021.jpg)
-
![Σ](images/imgj0_022.jpg)
-
![Τ](images/imgj0_024.jpg)
ταξιθέτρια, η (εν. 10): υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους στο θέατρο, στο σινεμά ή σε άλλο θέαμα.
![Υ](images/imgj0_025.jpg)
υποτροφία, η (εν. 16): χρήματα που δίνει το κράτος ή ένας οργανισμός, για να σπουδάσει κάποιος.
![Φ](images/imgj0_026.jpg)
φαγώνομαι (εν. 15): μαλώνω, καβγαδίζω με κάποιον.
φουντωτός, -ή –ό (εν. 9): φουντωτή ουρά ή φουντωτά μαλλιά = με στρογγυλεμένο σχήμα και πολλές τρίχες, φουντωτό δέντρο = με πολλά φύλλα.
φυσαλίδα, η (εν. 13): φούσκα αέρα μέσα σε κάποιο υγρό, μπουρμπουλήθρα.
![Χ](images/imgj0_027.jpg)
χνάρι, το (εν. 11): πατημασιά.
![Εικόνα](images/imgr1_035.jpg)
![Ψ](images/imgj0_028.jpg)
-
![Ω](images/imgj0_029.jpg)
-