![Εικόνα](images/imgj0_001.png)
Γλωσσάριο
![Α](images/imgj0_002.jpg)
αλέτρι, το (εν. 20): εργαλείο για το όργωµα της γης.
![Εικόνα](images/imgz1_036.jpg)
ανθόνερο, το (εν. 21): υγρό που βγάζουµε από λουλούδια ή αρωµατικά φυτά.
απόκρηµνος, -η -ο (εν. 20): (για τόπο, πλαγιά) που είναι γεµάτος γκρεµούς.
αράδα, η (εν. 18): σειρά, γραµµή.
![Β](images/imgj0_004.jpg)
βιβλιοπαρουσίαση, η (εν. 17): γραπτή ή προφορική παρουσίαση του περιεχοµένου ενός βιβλίου.
βυζασταρούδι, το (εν. 18): µικρό παιδί.
![Γ](images/imgj0_005.jpg)
γουδί, το (εν. 20): σκεύος από ξύλο ή µέταλλο για να λιώνουµε ή να κοπανίζουµε διάφορα υλικά.
![Εικόνα](images/imgz1_037.jpg)
![Δ](images/imgj0_006.jpg)
δαχτυλήθρα, η (εν. 20): µικρή θήκη η οποία προστατεύει το δάχτυλο που σπρώχνει τη βελόνα, όταν ράβουµε.
![Εικόνα](images/imgz1_038.jpg)
δρεπάνι, το (εν. 24): γεωργικό εργαλείο για να κόβουµε χόρτα ή δηµητριακά όπως το σιτάρι.
![Εικόνα](images/imgz1_039.jpg)
![Ε](images/imgj0_007.jpg)
έντυπο, το (εν. 17): καθετί τυπωµένο σε χαρτί.
εξαιρετικός, -ή -ό (εν. 20): πολύ καλός.
![Ζ](images/imgj0_008.jpg)
-
![Η](images/imgj0_009.jpg)
ηµικύκλιο, το (εν. 22): µισός κύκλος.
![Θ](images/imgj0_010.jpg)
θαρρώ (εν. 21): νοµίζω.
θερίζω (εν. 24): κόβω τα δηµητριακά ή τα χόρτα µε το δρεπάνι.
![Ι](images/imgj0_011.jpg)
ίωση, η (εν. 23): αρρώστια που οφείλεται σε ιό.
![Κ](images/imgj0_012.jpg)
καλντερίµι, το (εν. 18): στενός δρόµος στρωµένος µε πέτρες.
καρτερώ (εν. 17): περιµένω, είµαι υποµονετικός.
κέλυφος, το (εν. 20): το εξωτερικό του αυγού, τσόφλι.
![Εικόνα](images/imgz1_040.jpg)
![Λ](images/imgj0_014.jpg)
λιθάρι, το (εν. 18): πέτρα.
λιθόστρωτος, -η -ο (εν. 18): στρωµένος µε πέτρες.
λικνίζοµαι (εν. 23): κουνιέµαι ελαφρά.
λουστρίνι, το (εν. 20): παπούτσι από µαύρο γυαλιστερό δέρµα.
![Μ](images/imgj0_015.jpg)
µαίανδρος, ο (εν. 13): γεωµετρικό σχήµα όπως το ακόλουθο:
![Εικόνα](images/imgz1_041.jpg)
![Ν](images/imgj0_016.jpg)
νόηµα, το (εν. 18): σηµασία.
![Ξ](images/imgj0_017.jpg)
ξεθωριάζω (εν. 19): χάνω τη ζωντάνια των χρωµάτων µου.
ξεφαντώνω (εν. 21): διασκεδάζω πολύ.
![Ο](images/imgj0_018.jpg)
-
![Π](images/imgj0_019.jpg)
πασπαλίζω (εν. 21): ρίχνω ζάχαρη, αλεύρι ή άλλο υλικό σε σκόνη σε ένα γλυκό ή φαγητό.
πεζοπορία, η (εν. 18): πορεία µε τα πόδια.
περιηγούµαι (εν. 19): ταξιδεύω σε ξένο τόπο, τριγυρνώ.
προεξέχω (εν. 22): περισσεύω από τη µία ή την άλλη πλευρά.
![Ρ](images/imgj0_021.jpg)
ροδοπέταλο, το (εν. 23): πέταλο από τριαντάφυλλο.
![Σ](images/imgj0_022.jpg)
σκαρπίνι, το (εν. 20): χαμηλό παπούτσι με κορδόνια.
![Εικόνα](images/imgz1_042.jpg)
σκίνο, το (εν. 18): φυτό με μορφή θάμνου.
σμίγω (εν. 17): συναντιέμαι.
σuναγωνίζομαι (εν. 21): αγωνίζομαι μαζί με κάποιον, παραβγαίνω.
σύριγγα, η (εν. 20): συσκευή για ενέσεις.
![Εικόνα](images/imgz1_043.jpg)
σφάλμα, το (εν. 18): λάθος.
![Τ](images/imgj0_024.jpg)
ταμπουρώνομαι, (εν. 18): κρύβομαι πίσω από κάτι, για να προστατευτώ.
τέμπλο, το (εν. 20): το ψηλό εικονοστάσι που χωρίζει το ιερό από την υπόλοιπη εκκλησία.
τόπι, το (εν. 19): μικρή μπάλα.
τραγανιστός, -ή -ό (εν. 20): σκληρός ή ξεροψημένος.
τσάπα, η (εν. 20): εργαλείο για να σκάβουμε.
![Υ](images/imgj0_025.jpg)
-
![Φ](images/imgj0_026.jpg)
φανταχτερός, -ή -ό (εν. 22): που μας κάνει μεγάλη εντύπωση.
![Χ](images/imgj0_027.jpg)
χαίτη, , η (εν. 22): σειρά από μακριές τρίχες που κρέμονται από τον σβέρκο κάποιων ζώων, όπως το άλογο ή το γαϊδούρι.
![Εικόνα](images/imgz1_044.jpg)
χρονομετρώ (εν. 19): μετρώ το χρόνο που χρειάζεται για κάτι.
![Ψ](images/imgj0_028.jpg)
-
![Ω](images/imgj0_029.jpg)
-