![Εικόνα](images/imgj0_001.png)
Γλωσσάριο
![Α](images/imgj0_002.jpg)
αραδιάζω (εν. 2): διηγούμαι, λέω με τη σειρά.
αυλός, ο (εν. 5): μουσικό όργανο που είναι πνευστό, δηλαδή χρειάζεται να φυσούμε μέσα σε αυτό, για να βγάλει ήχο.
![Εικόνα](images/imgj0_003.jpg)
αψίδα, η (εν.4) : καμάρα
![Β](images/imgj0_004.jpg)
βασικός, -ή -ό (εν.6): σημαντικός.
![Γ](images/imgj0_005.jpg)
γραφικός, -ή -ό (εν.6): με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ξεχωρίζει.
![Δ](images/imgj0_006.jpg)
διακρίνω (εν.3): ξεχωρίζω.
διαφεντεύω (εν.7): φυλάω, υπερασπίζομαι.
![Ε](images/imgj0_007.jpg)
ευεργετικός,-ή -ό (εν.5): ωφέλιμος.
ευλογία, η (εν.5): ευχή.
![Ζ](images/imgj0_008.jpg)
ζαβολιά, η (εν.1): όταν κάποιος δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.
ζαβολιάρης,-α -ικο (εν.1): αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.
![Η](images/imgj0_009.jpg)
-
![Θ](images/imgj0_010.jpg)
θέλημα, το (εν. 4): μικρή δουλειά που κάποιος επιθυμεί να του κάνουμε.
![Ι](images/imgj0_011.jpg)
ιπτάμενος, -η -ο (εν.1): αυτός που πετά, που βρίσκεται στον αέρα.
![Κ](images/imgj0_012.jpg)
κρατήρας, ο (εν.3): μεγάλος κυκλικός λάκκος στην επιφάνεια της Σελήνης.
![Εικόνα](images/imgj0_013.jpg)
![Λ](images/imgj0_014.jpg)
-
![Μ](images/imgj0_015.jpg)
μαντεύω (εν.1): σκέφτομαι και βρίσκω, καταλαβαίνω κάτι κρυφό ή άγνωστο, φαντάζομαι.
![Ν](images/imgj0_016.jpg)
νοτισμένος, -η, -ο (εν.1): που είναι λίγο βρεγμένος και μαλακός.
![Ξ](images/imgj0_017.jpg)
–
![Ο](images/imgj0_018.jpg)
-
![ΠΝ](images/imgj0_019.jpg)
πάπυρος, ο (εν.3): φυτό που φυτρώνει στις όχθες των ποταμών. Στα παλιά χρόνια έγραφαν και ζωγράφιζαν στις φλούδες του κορμού του, που έμοιαζαν με μεγάλα χαρτιά.
![Εικόνα](images/imgj0_020.jpg)
περσινός,-ή -ό (εν.1): της προηγούμενης χρονιάς.
![Ρ](images/imgj0_021.jpg)
ροκανίζω (εν.3): μασώ κάτι σκληρό με θόρυβο.
![Σ](images/imgj0_022.jpg)
σημαιοστολίζω (εν.7): στολίζω με σημαίες.
σίφουνας, ο (εν.4): πολύ δυνατός αέρας, κάτι που τρέχει πολύ γρήγορα και με ορμή.
σκανδαλιάρης, -α –ικο (εν. 8): άτακτος.
συλλογίζομαι (εν.2): σκέφτομαι.
σφεντόνα, η (εν. 7): παιδικό ξύλινο όπλο σε σχήμα διχάλας, πάνω στο οποίο είναι στερεωμένο ένα λάστιχο που κάποιος το τεντώνει και πετά πέτρες μακριά.
![Εικόνα](images/imgj0_023.jpg)
![Τ](images/imgj0_024.jpg)
-
![Υ](images/imgj0_025.jpg)
υπνόσακος, ο (εν.4): σάκος για ύπνο.
![Εικόνα](images/imgj0_030.jpg)
![Φ](images/imgj0_026.jpg)
-
![Χ](images/imgj0_027.jpg)
χωρατό, το (εν.7): αστείο.
![Ψ](images/imgj0_028.jpg)
-
![Ω](images/imgj0_029.jpg)
-