Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  -α    άχυρο

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Αα

eikona003

 

 


check1 Πολλές φορές, για να φτιάξω ένα επίρρημα, παίρνω ένα επίθετο και βάζω στο τέλος του το -α. Δες μερικά παραδείγματα: άσχημος-άσχημα, γρήγορος-γρήγορα, καλός-καλά.
music

- Κάνε κι εσύ το ίδιο με άλλα επίθετα.


 

άβολος, άβολη, άβολο επίθετο (άβολοι, άβολες, άβολα)
check1 Όταν κάτι είναι άβολο, δε νιώθουμε καλά να το χρησιμοποιούμε.
pen1 «Αυτή η καρέκλα είναι μικρή και άβολη για το θείο Αλέκο» είπε ο Κώστας. O θείος έχει μεγάλα πόδια και δε βολεύεται.

circle1 κουραστικός  circle2 βολικός, άνετος

romvos O θείος Αλέκος αισθανόταν άβολα, επειδή δε χωρούσε στην πολυθρόνα.

music ά-βο-λος

 

 

άγαλμα [το] ουσιαστικό (αγάλματα)
check1 Το άγαλμα είναι ένα κομμάτι μάρμαρο, μέταλλο ή άλλο υλικό που το έχουμε κάνει να μοιάζει με άνθρωπο, ζώο ή πράγμα.

eikona004

pen1 «Η Αθήνα έχει πολλά μουσεία» είπε η Αθηνά στο θείο Τάκη. «Άλλα
έχουν αρχαία ελληνικά αγάλματα και άλλα αγάλματα νεότερων καλλιτεχνών».

circle1 γλυπτό

music ά-γαλ-μα

 

 

 

αγανακτώ ρήμα (αγανάκτησα, θα αγανακτήσω)
check1 Όταν αγανακτείς με κάτι, θυμώνεις πολύ, γιατί δεν είναι σωστό.

pen1 Η Αθηνά αγανάκτησε όταν είδε τα παιδιά της γειτονιάς να φέρονται άσχημα στο σκύλο του κυρίου Μιχάλη.

circle1 θυμώνω, εκνευρίζομαι  romvos Ένιωσε αγανάκτηση με τη συμπεριφορά των παιδιών απέναντι στο σκύλο. Ήταν αγανακτισμένη.  music α-γα-να-κτώ

 

 

αγάπη [η] ουσιαστικό (αγάπες) velos αγαπώ

 

 

αγαπώ και αγαπάω, αγαπιέμαι ρήμα (αγάπησα, θα αγαπήσω)
check1 Όταν αγαπάς κάποιον, νιώθεις όμορφα συναισθήματα γι’ αυτόν και σου αρέσει να είσαι μαζί του.

check2 Όταν αγαπάς κάτι, σου αρέσει πάρα πολύ.  pen1 O Κώστας αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο. Του αρέσει να πηγαίνει μαζί με το Νίκο στο γήπεδο.

circle1 μισώ  romvos Όταν αγαπάς κάποιον, νιώθεις αγάπη γι’ αυτόν. Όταν αγαπάς πολύ κάτι, είναι το αγαπημένο σου. Όταν κάποιος είναι αγαπητός, είναι ευχάριστος και τον αγαπούν οι άλλοι άνθρωποι.

music α-γα-πώ

 

 

άγγελος [ο] ουσιαστικό (άγγελοι)
check1άγγελοι φέρνουν τα μηνύματα του Θεού στους ανθρώπους.
pen1 O θείος Αλέκος λέει ότι οι άγγελοι είναι αόρατοι κι έχουν φτερούγες στην πλάτη τους.

check2 Όταν κάποιος είναι άγγελος, είναι πολύ καλός άνθρωπος.

romvos «Κοίτα το μωράκι της θείας Κατερίνας» είπε η Αθηνά.
Το πρόσωπό του είναι αγγελικό. Μοιάζει με πρόσωπο αγγέλου.

eikona005

music άγ-γε-λος

 


 

αγγίζω, αγγίζομαι ρήμα (άγγιξα, θα αγγίξω)
check1 Όταν αγγίζεις κάτι, το ακουμπάς με το χέρι σου απαλά.

pen1 Η θεία Κατερίνα άγγιξε το μάγουλο του Δημητράκη με αγάπη.  

circle1 ακουμπώ, πιάνω   romvos O Δημητράκης χάρηκε με το άγγιγμα της μητέρας του.

music αγ-γί-ζω

 

 

αγγούρι [το] ουσιαστικό (αγγούρια)
check1 Το αγγούρι είναι ένα μακρύ πράσινο λαχανικό. Το τρώμε ωμό και συνήθως το βάζουμε σε σαλάτες.

eikona006

music αγ-γού-ρι

 

 

 

αγελάδα [η] ουσιαστικό (αγελάδες)
check1 Η αγελάδα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στο αγρόκτημα. Το αρμέγουμε και μας δίνει γάλα.

music α-γε-λά-δα  pen2 ‘το αγρόκτημα’

 

 

αγέλη [η] ουσιαστικό (αγέλες)
check1 Η αγέλη είναι πολλά ίδια ζώα που ζουν μαζί.  pen1 O θείος Αλέκος λέει ότι το χειμώνα έξω από το χωριό του οι λύκοι ζουν σε αγέλες.  circle1 κοπάδι
music α-γέ-λη

 

 

άγιος, άγια, άγιο επίθετο (άγιοι, άγιες, άγια)
check1 Όταν κάτι είναι άγιο, έχει να κάνει με το Θεό ή την εκκλησία.

pen1 Τις άγιες μέρες του Πάσχα η θεία του κυρίου Μιχάλη πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία.
check2 (σαν ουσιαστικό) Oι άγιοι και οι αγίες είναι χριστιανοί που έζησαν όλη τους τη ζωή αφιερωμένη στο Θεό.

check2 O κύριος Δημήτρης είναι άγιος άνθρωπος, δεν πειράζει ποτέ κανέναν κι έχει αγνά συναισθήματα.

music ά-γι-ος / ά-γιος
-Πώς προφέρεις τη λέξη άγιος;

 

 

αγκάθι [το] ουσιαστικό (αγκάθια)
check1 Oι τριανταφυλλιές έχουν αγκάθια στα κλαδιά και στον κορμό τους. Είναι σαν μικρές μύτες που τσιμπάνε.

eikona007

romvos Ένα αγκάθινο στεφάνι είναι πλεγμένο με αγκάθια.

music α-γκά-θι

 

 

 

αγκάθινος, αγκάθινη, αγκάθινο επίθετο (αγκάθινοι, αγκάθινες, αγκάθινα) velos αγκάθι

 

 

αγκαλιά [η] ουσιαστικό (αγκαλιές)
check1 Όταν η μητέρα σου σε κρατά στην αγκαλιά της, σε κρατάει με τα δύο της χέρια σφιχτά και ακουμπάς πάνω στο στήθος της.  pen1 Η γιαγιά έσφιξε την Κοκκινοσκουφίτσα στην αγκαλιά της και τη φίλησε.

eikona008

romvos Όταν αγκαλιάζεις κάποιον, τον κρατάς στην αγκαλιά σου,
τον παίρνεις αγκαλιά.

music α-γκα-λιά

 

 

 

 

- Mη μ’ ακουμπάς, γιατί τσιμπάω. Tι είμαι; .....................................................

 

 

αγκαλιάζω ρήμα (αγκάλιασα, θα αγκαλιάσω) velos αγκαλιά

 

 

αγκίστρι [το] ουσιαστικό (αγκίστρια)

eikona010

check1 Oι ψαράδες ψαρεύουν με το αγκίστρι, που είναι ένα μικρό μυτερό κομμάτι σύρμα.

music α-γκί-στρι

 

 

άγκυρα [η] ουσιαστικό (άγκυρες)
check1 Η άγκυρα μοιάζει μ' ένα μεγάλο και βαρύ αγκίστρι που το έχουν δέσει στην άκρη μίας μακριάς αλυσίδας. Όλα τα πλοία έχουν άγκυρα και τη ρίχνουν στο βυθό της θάλασσας για να μένουν σταθερά στο ίδιο μέρος.   
romvos Όταν ένα πλοίο αγκυροβολεί,ρίχνει άγκυρα.

music ά-γκυ-ρα  pen2 'η θάλασσα'

 

 

αγκώνας [ο] ουσιαστικό (αγκώνες)
check1 O αγκώνας είναι το μέρος του χεριού μας που μπορούμε να λυγίσουμε.

music α-γκώ-νας  pen2 'το σώμα μας'

 

 

αγνός, αγνή, αγνό επίθετο (αγνοί, αγνές, αγνά)
check1 Όταν κάτι είναι αγνό, δεν είναι ανακατεμένο με τίποτα άλλο.
pen1 «Στη σαλάτα ρίχνω πάντα αγνό λάδι από την Κρήτη» είπε η θεία Έλλη.  

circle1 καθαρός
check2 O θείος Αλέκος είναι αγνός άνθρωπος κι έχει καλή ψυχή.

circle1 απονήρευτος  circle2 πονηρός  romvos O θείος Αλέκος έχει αγνότητα.  music α-γνός

 

 

άγνωστος, άγνωστη, άγνωστο επίθετο (άγνωστοι, άγνωστες, άγνωστα)
check1 Όταν κάτι είναι άγνωστο, δεν το γνωρίζουμε.

pen1 «Τι σημαίνει η λέξη 'αδέσποτος'; Δεν την ξέρω, μου είναι άγνωστη» είπε ο Ίγκλι στον Κώστα.

circle2 γνωστός  music ά-γνω-στος

 

 

αγορά [η] ουσιαστικό (αγορές)
check1 Η αγορά είναι ένα μέρος με πολλά μαγαζιά.

pen1 «Η Ερμού είναι μία από τις κεντρικές αγορές της Αθήνας» είπε η Αθηνά στο θείο Τάκη.
check2 Όταν κάνεις μία αγορά, δίνεις χρήματα και παίρνεις κάτι που θέλεις.

pen1 «Τι αγορές έκανες σήμερα;» ρώτησε η Αθηνά το θείο Τάκη που γύρισε με δύο τσάντες γεμάτες με ψώνια.  romvos Όταν αγοράζεις κάτι, κάνεις μία αγορά. O αγοραστής είναι αυτός που αγόρασε ή που θέλει ν' αγοράσει κάτι.  music α-γο-ρά

Δες λαϊκός (λαϊκή αγορά)

 

 

αγοράζω ρήμα (αγόρασα, θα αγοράσω) velos αγορά

 

 

αγοραστής [ο], αγοράστρια [η] ουσιαστικό (αγοραστές, αγοράστριες) velos αγορά

 

 

αγόρι [το] ουσιαστικό (αγόρια)
check1 O Κώστας είναι αγόρι. Είναι το αρσενικό παιδί της οικογένειάς του. Όταν μεγαλώσει, θα γίνει άντρας.  music α-γό-ρι

 

 

άγουρος, άγουρη, άγουρο επίθετο (άγουροι, άγουρες, άγουρα) 
check1 Όταν ένα φρούτο είναι άγουρο, δεν έχει ωριμάσει και δεν είναι έτοιμο ακόμη για να το φάμε.  circle1 αγίνωτος  circle2 ώριμος  music ά-γου-ρος

 

 

αγράμματος, αγράμματη, αγράμματο επίθετο (αγράμματοι, αγράμματες, αγράμματα)
check1 Όταν κάποιος είναι αγράμματος, δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει.

romvos γράμμα  music α-γράμ-μα-τος

 

 

άγριος, άγρια, άγριο επίθετο (άγριοι, άγριες, άγρια)
check1 Τα άγρια ζώα ζουν ελεύθερα στη φύση, μακριά από τον άνθρωπο. Τα άγρια φυτά φυτρώνουν και μεγαλώνουν μόνα τους, χωρίς τη φροντίδα των ανθρώπων.

circle2 ήμερος 

check2 Ένας άγριος άνθρωπος φοβίζει τους άλλους και δεν τους αφήνει να τον πλησιάσουν εύκολα.  circle2 ήρεμος, γλυκός  romvos «Τι άγριο πρόσωπο είναι αυτό;» είπε η Χιονάτη, όταν είδε την κακιά βασίλισσα. «Τι αγριάδα που έχει!»  music ά-γρι-ος

 

 

αγρόκτημα [το] ουσιαστικό (αγροκτήματα) velos αγρότης

 

 

αγρότης [ο], αγρότισσα [η] ουσιαστικό (αγρότες, αγρότισσες)
check1 Αγρότης
είναι αυτός που δουλεύει στα χωράφια και τα καλλιεργεί.  circle1 γεωργός

romvos O θείος Αλέκος ζει στην εξοχή, έχει ένα αγρόκτημα και παράγει αγροτικά προϊόντα.  music α-γρό-της  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

αγροτικός, αγροτική, αγροτικό επίθετο (αγροτικοί, αγροτικές, αγροτικά) velos αγρότης

 

 

αγώνας [ο] ουσιαστικό (αγώνες)
check1 Όταν κάποιος δίνει αγώνα ή κάνει αγώνα, προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει. pen1 Η ομάδα του Κώστα έδωσε δύσκολο αγώνα για να γίνει η καλύτερη ομάδα του σχολείου.

check2 Στους αγώνες μπάσκετ, τρεξίματος ή άλλων αθλημάτων κάθε ομάδα ή αθλητής προσπαθεί να νικήσει.  romvos Όταν αγωνίζεσαι, κάνεις αγώνα να πετύχεις κάτι ή θέλεις να νικήσεις σ' έναν αγώνα. Αυτός που αγωνίζεται σκληρά είναι αγωνιστής.

music α-γώ-νας

 

 

αγωνία [η] ουσιαστικό (αγωνίες)
check1 Όταν νιώθεις αγωνία, είσαι ανήσυχος και περιμένεις κάτι που θα γίνει, είτε είναι καλό είτε άσχημο.  pen1 O Κώστας είχε αγωνία για να δει αν θα νικήσει η ομάδα του στο ποδόσφαιρο.  music α-γω-νί-α

 

 

αγωνίζομαι ρήμα (αγωνίστηκα, θα αγωνιστώ) velos αγώνας

 

 

αγώνισμα [το] ουσιαστικό (αγωνίσματα)
check1 Το αγώνισμα είναι ένα άθλημα.

pen1 O θείος Τάκης και οι φίλοι του παρακολούθησαν το αγώνισμα της κολύμβησης στους Oλυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 2004.  music α-γώ-νι-σμα

 

 

αγωνιστής [ο], αγωνίστρια [η] ουσιαστικό (αγωνιστές, αγωνίστριες) velos αγώνας

 

 

αδειάζω ρήμα (άδειασα, θα αδειάσω)
check1 Όταν αδειάζω κάτι, βγάζω από μέσα του ό,τι υπάρχει.

pen1 H Χιονάτη άδειασε το σκουπιδοτενεκέ που ήταν γεμάτος χαρτιά.  

eikona011

circle2 γεμίζω  romvos Το άδειασμα ήταν μέχρι τώρα δουλειά των νάνων. άδειος  music α-δειά-ζω

 

 

 

 

eikona009

 

 

άδειος, άδεια, άδειο επίθετο (άδειοι, άδειες, άδεια)
check1 Όταν κάτι είναι άδειο, δεν έχει τίποτα μέσα του.  

pen1 O Κώστας άνοιξε το κουτί για να πάρει μία σοκολάτα αλλά δε βρήκε τίποτα. Ήταν άδειο.  circle1 κενός  circle2 γεμάτος
check2 Λέμε ότι το κεφάλι κάποιου είναι άδειο, όταν είναι βλάκας ή κουτός.

romvos αδειάζω  music ά-δειος  pen2 'αντίθετα'


 

αδελφός [ο], αδελφή [η] ουσιαστικό (αδελφοί, αδελφές)  
check1 O αδελφός σου είναι το αγόρι που έχει τους ίδιους γονείς με σένα. Η αδελφή σου είναι το κορίτσι που έχει τους ίδιους γονείς με σένα.   
romvos αδελφάκι, αδελφούλης, αδελφούλα  music α-δελ-φός  pen2 'η οικογένεια'
- Λέμε και αδερφός, αδερφή. Στον πληθυντικό λέμε και τα αδέρφια.


 

αδέσποτος, αδέσποτη, αδέσποτο επίθετο (αδέσποτοι, αδέσποτες, αδέσποτα)
check1 Όταν ένα ζώο είναι αδέσποτο, γυρίζει στους δρόμους χωρίς να έχει ιδιοκτήτη για να το φροντίσει.  pen1 O κύριος Μιχάλης βρήκε στην αυλή του τέσσερα αδέσποτα κουταβάκια.  music α-δέ-σπο-τος


 

αδιάβροχος, αδιάβροχη, αδιάβροχο επίθετο (αδιάβροχοι, αδιάβροχες, αδιάβροχα) check1 Όταν κάτι είναι αδιάβροχο, τότε δεν μπορεί να περάσει νερό μέσα του.

pen1 Tο ρολόι του Κώστα είναι αδιάβροχο και το φοράει όταν
μπαίνει στη θάλασσα.

eikona012

check2 (σαν ουσιαστικό) Tο αδιάβροχο είναι αυτό που φοράμε, όταν δε θέλουμε να βρεχόμαστε από τη βροχή.

romvos βρέχω, βροχή  

music α-δι-ά-βρο-χος

 

 

 


 

αδιαθεσία [η] ουσιαστικό (αδιαθεσίες) velos αδιάθετος


 

αδιάθετος, αδιάθετη, αδιάθετο επίθετο (αδιάθετοι, αδιάθετες, αδιάθετα)
check1 Όταν κάποιος είναι αδιάθετος, είναι σαν άρρωστος και δεν αισθάνεται καλά.
romvos Όταν είσαι αδιάθετος, έχεις αδιαθεσία.  music α-δι-ά-θε-τος


 

αδιαφορία [η] ουσιαστικό velos αδιάφορος


 

αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφορο επίθετο (αδιάφοροι, αδιάφορες, αδιάφορα) 
check1 O κύριος Μιχάλης είναι αδιάφορος για τη μόδα κι όλο φοράει κάτι παλιά ρούχα. Δεν ενδιαφέρεται για τη μόδα.  romvos Όταν είσαι αδιάφορος για κάτι, τότε αδιαφορείς γι' αυτό, δείχνεις δηλαδή αδιαφορία. music α-δι-ά-φο-ρος


 

αδιέξοδο [το] ουσιαστικό (αδιέξοδα)
check1 Tο αδιέξοδο είναι ένας δρόμος που είναι κλεισμένος στο τέλος του και δεν μπορείς να περάσεις.

eikona013

pen1 O δρόμος όπου βρίσκεται το σπίτι του κυρίου Μιχάλη οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει ένας ψηλός άσπρος τοίχος.

music α-δι-έ-ξο-δο

 


 

άδικος, άδικη, άδικο επίθετο (άδικοι, άδικες, άδικα)
check1 Η Χιονάτη έκοψε την τούρτα σε οκτώ ίσα κομμάτια. Δεν έδωσε μεγαλύτερο κομμάτι σε κανέναν. Δεν ήθελε να είναι άδικη.  circle2 δίκαιος
romvos Ήταν δίκαιη και δεν έκανε αδικία. Δεν αδίκησε κανέναν.  music ά-δι-κος


 

αδυναμία [η] ουσιαστικό (αδυναμίες) velos αδύναμος


 

αδύναμος, αδύναμη, αδύναμο επίθετο (αδύναμοι, αδύναμες, αδύναμα)
 check1 Η Ροζαλία τριγυρνούσε στους δρόμους και δεν είχε φάει τρεις μέρες. Ένιωθε πολύ αδύναμη.  circle2 δυνατός  romvos Δεν είχε αρκετή δύναμη, είχε αδυναμία. 

music α-δύ-να-μος


 

αδυνατίζω ρήμα (αδυνάτισα, θα αδυνατίσω) velos αδύνατος


 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ


 

αδύνατος, αδύνατη, αδύνατο επίθετο (αδύνατοι, αδύνατες, αδύνατα)
check1 Όταν κάποιος είναι αδύνατος, δε ζυγίζει πολλά κιλά.

pen1 O Κώστας είναι αδύνατος, ενώ ο θείος Αλέκος ψηλός και χοντρός.  

circle1 λεπτός  circle2 παχύς, χοντρός
check2 Η Αθηνά είναι αδύνατη στην αριθμητική. Δεν την καταλαβαίνει εύκολα. Στη γραμματική όμως είναι πολύ καλή.  romvos Όταν χάνεις κιλά και γίνεσαι αδύνατος, αδυνατίζεις.  music α-δύ-να-τος


 

αέρας [ο] ουσιαστικό (αέρηδες)
check1 Tον αέρα τον αναπνέουμε κι έτσι μπορούμε και ζούμε. Δεν έχει μυρωδιά και δεν μπορούμε να τον δούμε.  pen1 «Άνοιξε το παράθυρο για να μπει λίγος καθαρός αέρας» είπε η θεία Κατερίνα στο θείο Σταμάτη.  
check2 Αέρα λέμε και τον άνεμο.  pen1 O αέρας όμως δυνάμωσε και ο θείος Σταμάτης αναγκάστηκε να κλείσει γρήγορα το παράθυρο.  
romvos Όταν αερίζεις ένα δωμάτιο, ανοίγεις πόρτες και παράθυρα για να μπει αέρας.  
music α-έ-ρας  pen2 'ο καιρός'


 

αερίζω ρήμα (αέρισα, θα αερίσω) velos αέρας


 

αέριο [το] ουσιαστικό (αέρια)
check1αέρια δεν είναι ούτε στερεά ούτε υγρά. O αέρας που αναπνέουμε είναι αέριο. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο είναι αέρια. Μερικά αέρια όπως το γκάζι είναι επικίνδυνα για την υγεία μας.  music α-έ-ρι-ο


 

αεροδρόμιο [το] ουσιαστικό (αεροδρόμια) velos αεροπλάνο


 

αεροπλάνο [το] ουσιαστικό (αεροπλάνα)
check1 Με το αεροπλάνο μπορούμε να ταξιδεύουμε πετώντας σ' όλο τον κόσμο.

circle1 αεροσκάφος  romvos Tα αεροπλάνα προσγειώνονται και απογειώνονται στα αεροδρόμια. Tα οδηγούν οι πιλότοι. Μέσα στα αεροπλάνα δουλεύουν οι αεροσυνοδοί που φροντίζουν τους επιβάτες.  music α-ε-ρο-πλά-νο


 

αεροπόρος [ο] ουσιαστικό (αεροπόροι)
check1 O αεροπόρος είναι αυτός που οδηγεί αεροπλάνα.  circle1 πιλότος  

romvos Ένα αεροπορικό ταξίδι, είναι ένα ταξίδι με αεροπλάνο.  music α-ε-ρο-πό-ρος


 

αερόστατο [το] ουσιαστικό (αερόστατα)

eikona014

check1 Tο αερόστατο είναι ένας μεγάλος σάκος γεμάτος με ζεστό αέρα ή με κάποιο άλλο αέριο, ελαφρύτερο από τον αέρα. Tο αερόστατο μπορεί να σηκωθεί ψηλά στον αέρα και να μεταφέρει μερικούς ανθρώπους μέσα σ' ένα μεγάλο καλάθι που υπάρχει δεμένο στο κάτω μέρος του. 

music α-ε-ρό-στα-το


 

αεροσυνοδός [ο], [η]

eikona015

ουσιαστικό (αεροσυνοδοί) velos αεροπλάνο

 

 

 

 


 

αετός [ο] ουσιαστικό (αετοί)
check1 O αετός είναι ένα μεγάλο πουλί με δυνατό ράμφος και μυτερά νύχια. Oι αετοί έχουν τις φωλιές τους στα βουνά.  music α-ε-τός  pen2 'τα ζώα'

Δες χαρταετός


 

αηδία [η] ουσιαστικό (αηδίες)
check1 Όταν νιώθω αηδία για κάτι, νιώθω πολύ άσχημα με κάτι που είναι άσχημο, χαλασμένο ή βρόμικο.

pen1 O Κώστας έφαγε μία χαλασμένη σοκολάτα κι ένιωσε αηδία
check2 Αηδία είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε δυσάρεστα.  pen1 «Tο φαγητό είναι σκέτη αηδία!» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. «Δεν τρώγεται!» συνέχισε.

romvos O Κώστας αηδίασε με αυτό που έφαγε. Tο βρήκε αηδιαστικό.  music αη-δί-α


 

αθάνατος, αθάνατη, αθάνατο επίθετο (αθάνατοι, αθάνατες, αθάνατα)
check1 Όταν κάποιος είναι αθάνατος, τότε ζει για πάντα, αιώνια.

pen1 Κανένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος.  circle2 θνητός  music α-θά-να-τος


 

άθλημα [το] ουσιαστικό (αθλήματα)  
check1 Το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το τρέξιμο και το τένις είναι αθλήματα. 

circle1 σπορ  romvos αθλητής, αθλητισμός  music ά-θλη-μα  pen2 'τα αθλήματα'


 

αθλητής [ο], αθλήτρια [η] ουσιαστικό (αθλητές, αθλήτριες)
check1αθλητές γυμνάζονται συνέχεια για να συμμετέχουν σε αγώνες.  pen1 O Κώστας ονειρεύεται να γίνει μεγάλος αθλητής. Oνειρεύεται να παίξει ποδόσφαιρο στην Εθνική μας ομάδα.  romvos O κύριος Γιάννης διαβάζει αθλητική εφημερίδα κάθε μέρα. Διαβάζει εφημερίδα που ασχολείται με τους αθλητές και τα αθλήματα. αθλητισμός

music α-θλη-τής  pen2 'τα αθλήματα'


 

αθλητισμός [ο] ουσιαστικό 
check1 Η Αλίκη διαβάζει ένα βιβλίο για τον αθλητισμό στην αρχαία Ελλάδα. Δηλαδή για τα αθλήματα στην αρχαία Ελλάδα.
check2 Όταν κάνεις αθλητισμό, κάνεις κάποιο άθλημα.  pen1 O Νίκος και ο Κώστας παίζουν ποδόσφαιρο σε ομάδα. Κάνουν αθλητισμό.  romvos αθλητής, αθλητικός 

music α-θλη-τι-σμός


 

αθώος, αθώα, αθώο επίθετο (αθώοι, αθώες, αθώα)
check1 Όταν κάποιος είναι αθώος, δεν έχει κάνει κάτι κακό.  pen1 «Δεν έσπασα εγώ το παράθυρο. Είμαι αθώος!» είπε ο Κώστας στον κύριο Μιχάλη.  circle2 ένοχος
check2 Ένα αθώο παιδί είναι αγνό, χωρίς κακία. Το ίδιο κι ένα αθώο αστείο ή πείραγμα.

pen1 Η Αθηνά δεν μπορεί να καταλάβει ότι τα πειράγματα του Νίκου είναι αθώα και θυμώνει.  circle1 άκακος  music α-θώ-ος


 

αίθουσα [η] ουσιαστικό (αίθουσες)
check1 Η αίθουσα είναι ένα μεγάλο δωμάτιο που χωράει πολλούς ανθρώπους. Τέτοια δωμάτια είναι οι αίθουσες του σινεμά ή του σχολείου.  music αί-θου-σα


 

αίμα [το] ουσιαστικό (αίματα)
check1 Όταν έχουμε κάποια πληγή, τρέχει αίμα. Είναι το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί παντού μέσα στο σώμα μας.
check2 Λέμε ότι παγώνει το αίμα στις φλέβες σου, όταν φοβάσαι πολύ. Ακόμη λέμε ότι ανάβουν τα αίματα, όταν είσαι έτοιμος για καβγά. Λέμε επίσης ότι ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι σου, όταν θυμώνεις πάρα πολύ.  romvos Όταν κάποιος δίνει λίγο από το αίμα του για κάποιον άρρωστο, είναι αιμοδότης. Όταν ένας άρρωστος χάνει πολύ αίμα, αιμορραγεί.  music αί-μα

 

 

- Πότε λέμε ότι κάποιος είναι αίμα σου; Tι σου είναι;


 

αιμοδότης [ο], αιμοδότρια [η] (αιμοδότες, αιμοδότριες) ουσιαστικό velos αίμα


 

αιμορραγώ ρήμα (αιμορράγησα, θα αιμορραγήσω) velos αίμα


 

αίνιγμα [το] ουσιαστικό (αινίγματα)
check1 Ένα αίνιγμα είναι ένα παιχνίδι με λόγια. Κάνουμε μία ερώτηση και πρέπει να βρούμε, να μαντέψουμε την απάντηση: Ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει, τι είναι; (απάντηση: O καπνός).  music αί-νιγ-μα


 

αισθάνομαι ρήμα (αισθάνθηκα, θα αισθανθώ)
check1 Όταν αισθάνεσαι χαρούμενος, κουρασμένος ή θυμωμένος, τότε έτσι είσαι εκείνη την στιγμή. Μερικές φορές αισθανόμαστε ωραία, άλλες φορές αισθανόμαστε άσχημα.  circle1 νιώθω  
check2 Όταν αισθάνεσαι κάτι, το ακουμπάς ή το μυρίζεις για να δεις πώς είναι.

pen1 O Κώστας ακούμπησε το χέρι του στον πάγο και αισθάνθηκε πόσο κρύος ήταν.

romvos Αίσθημα είναι αυτό που αισθανόμαστε. αίσθηση  music αι-σθά-νο-μαι


 


eikona016

Eδώ παρουσιάσαμε μερικά αθλήματα του στίβου. Προσπάθησε να θυμηθείς και άλλα αθλήματα των Oλυμπιακών Aγώνων.

 

 

αίσθηση [η] ουσιαστικό (αισθήσεις) 
check1αισθήσεις μας είναι η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η αφή και η γεύση και μας επιτρέπουν να βλέπουμε, ν'ακούμε, να μυρίζουμε, ν' αγγίζουμε και να καταλαβαίνουμε αν ένα φαγητό είναι γλυκό, ξινό ή αλμυρό.
check2 Όταν χάνεις τις αισθήσεις σου, λιποθυμάς.  music αί-σθη-ση


 

αιτία [η] ουσιαστικό (αιτίες)
check1 Η Αθηνά δεν ήξερε την αιτία που άργησε ο Κώστας. Δεν ήξερε γιατί άργησε ο Κώστας.  music αι-τί-α


 

αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζομαι ρήμα (αιχμαλώτισα, θα αιχμαλωτίσω)
check1 Όταν αιχμαλωτίζεις κάποιον, τον πιάνεις και δεν τον αφήνεις να φύγει.

pen1 O θείος Αλέκος έλεγε ιστορίες για τον πατέρα του που τον είχαν αιχμαλωτίσει οι Γερμανοί.  romvos Όταν αιχμαλωτίζεις κάποιον, τον πιάνεις αιχμάλωτο.

music αιχ-μα-λω-τί-ζω


 

αιχμάλωτος, αιχμάλωτη, αιχμάλωτο επίθετο (αιχμάλωτοι, αιχμάλωτες, αιχμάλωτα) velos αιχμαλωτίζω


 

αιώνας [ο] ουσιαστικό (αιώνες)
check1 Ένας αιώνας είναι εκατό χρόνια.
check2 Είχε κίνηση στο δρόμο και ο κύριος Γιάννης έκανε έναν αιώνα να φτάσει στο σπίτι. Άργησε πολύ.  music αι-ώ-νας


 

άκαρδος, άκαρδη, άκαρδο επίθετο (άκαρδοι, άκαρδες, άκαρδα)
check1 Λένε πως ο κύριος Μιχάλης είναι άκαρδος άνθρωπος. Πως δεν έχει βοηθήσει κανέναν ποτέ του.  circle1 άσπλαχνος, σκληρός, σκληρόκαρδος  

circle2 συμπονετικός, πονόψυχος  music ά-καρ-δος  Δες καρδιά


 

ακαταλαβίστικος, ακαταλαβίστικη, ακαταλαβίστικο επίθετο (ακαταλαβίστικοι, ακαταλαβίστικες, ακαταλαβίστικα)
check1 O Νίκος λέει επίτηδες ακαταλαβίστικα πράγματα για να μην καταλαβαίνει η Αθηνά και να θυμώνει. Λέει πράγματα που δεν καταλαβαίνει κανείς.
romvos καταλαβαίνω  music α-κα-τα-λα-βί-στι-κος


 

ακατάστατος, ακατάστατη, ακατάστατο επίθετο (ακατάστατοι, ακατάστατες, ακατάστατα)

eikona017

check1 Όταν κάποιος είναι ακατάστατος, δεν τακτοποιεί, δε βάζει
τα πράγματά του στη θέση τους.  circle1 ανοικοκύρευτος
check2 Το δωμάτιο του Κώστα ήταν ακατάστατο μετά το απογευματινό παιχνίδι με τ' αυτοκινητάκια του. Δεν ήταν τακτοποιημένο.  circle1 ατακτοποίητος  circle2 τακτοποιημένος

music α-κα-τά-στα-τος


 

ακινησία [η] ουσιαστικό (ακινησίες) velos ακίνητος


 

ακίνητος, ακίνητη, ακίνητο επίθετο (ακίνητοι, ακίνητες, ακίνητα)
check1 Oι επτά νάνοι βρήκαν τη Χιονάτη ξαπλωμένη και ακίνητη πάνω στο πάτωμα. Δεν κουνιόταν καθόλου.  romvos Βρισκόταν σε ακινησία.  music α-κί-νη-τος


 

ακοή [η] ουσιαστικό velos ακούω


 

ακολουθώ, ακολουθούμαι ρήμα (ακολούθησα, θα ακολουθήσω)
check1 O κύριος Γιάννης ακολουθεί συχνά το λεωφορείο με το αυτοκίνητό του, όταν πηγαίνει στη δουλειά του. Πηγαίνει πίσω από το λεωφορείο.

circle2 προηγούμαι
check2 O χειμώνας ακολουθεί το φθινόπωρο. Έρχεται μετά το φθινόπωρο.
check2 Η Κοκκινοσκουφίτσα ακολούθησε το μονοπάτι και μπήκε στο δάσος. Προχώρησε στο μονοπάτι.

eikona018

check2 Η Αθηνά ακολούθησε τις συμβουλές της γιαγιάς της. Έκανε αυτό που της είπε η γιαγιά της.

music α-κο-λου-θώ

Το αυτοκίνητο ακολουθεί το λεωφορείο.


 

ακουμπώ και ακουμπάω ρήμα (ακούμπησα, θα ακουμπήσω)
check1 Όταν ακουμπάς κάτι, βάζεις το χέρι σου ή κάποιο άλλο μέρος του σώματός σου πάνω του.  pen1 «Μην ακουμπάς την πληγή της Αθηνάς, γιατί πονάει» είπε η Ελένη στην Αλίκη.  circle1 αγγίζω
check2 Η Αλίκη ακούμπησε τη βαλίτσα της στο πάτωμα και πήγε να δει τι είχε πάθει η Αθηνά. Άφησε τη βαλίτσα της για λίγο στο πάτωμα.  circle1 βάζω, αφήνω  music α-κου-μπώ


 

ακουστικό [το] ουσιαστικό (ακουστικά)
check1 Όταν μιλάμε στο τηλέφωνο, βάζουμε στο αυτί μας το ακουστικό.

eikona019

check2 Όταν κάποιος δεν ακούει καλά, φοράει ακουστικό για ν' ακούει καλύτερα.
check2 Όταν κάποιος θέλει ν' ακούει μουσική μόνος του, φοράει ακουστικά για να μην ενοχλεί τους άλλους.

music α-κου-στι-κό


 

ακούω, ακούγομαι ρήμα (άκουσα, θα ακούσω)
check1 Όταν ακούς κάτι, καταλαβαίνεις τους ήχους που φτάνουν στ' αυτιά σου.

pen1 «Άκουσες το σκύλο που γάβγιζε χθες βράδυ;» ρώτησε ο κύριος Μιχάλης τον Κώστα.
check2 Ακούστηκε πως η θεία Κατερίνα θα κάνει έκθεση ζωγραφικής το Μάιο. Είναι αλήθεια; Διαδόθηκε το νέο.  
check2 O Κώστας δεν ακούει κανέναν και κάνει πάντα του κεφαλιού του. Δεν υπακούει.

romvos Όταν δεν ακούς καλά, έχεις πρόβλημα ακοής.  music α-κού-ω


 

άκρη [η] ουσιαστικό (άκρες)
check1 Η άκρη είναι το τελευταίο μέρος ενός πράγματος.

eikona020

pen1 O Κώστας κάθεται στην άκρη του καναπέ.

circle1 άκρο, τέρμα, τέλος

check2 Η Αθηνά έκανε στην άκρη για να περάσει ο κύριος Μιχάλης. Παραμέρισε, πήγε πιο πέρα.
check2 Η Ελένη κάθισε σε μία άκρη κι άρχισε να κλαίει, επειδή τη μάλωσε η μαμά της. Σε μία γωνίτσα.   

music ά-κρη

Το κάδρο είναι στην άκρη του διαδρόμου.

 

 

ακρίβεια [η] ουσιαστικό velos ακριβός


 

ακριβός, ακριβή, ακριβό επίθετο (ακριβοί, ακριβές, ακριβά)
check1 Όταν κάτι είναι ακριβό, πληρώνουμε γι' αυτό πολλά χρήματα.  pen1 «Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι πολύ ακριβά το χειμώνα» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
circle2 φτηνός  romvos Oι τιμές των λαχανικών είναι πολύ υψηλές, υπάρχει μεγάλη ακρίβεια.

music α-κρι-βός


 

ακριβώς επίρρημα
check1 O Κώστας μάς είπε ακριβώς τι έγινε στη χθεσινή εκδρομή. Μας είπε τι έγινε στ' αλήθεια, χωρίς να ξεχάσει ούτε να αλλάξει τίποτα.
check2 Η Αθηνά ήρθε ακριβώς στις επτά. Δεν ήρθε ούτε πιο νωρίς ούτε πιο αργά.

circle2 περίπου  music α-κρι-βώς


 

ακρίδα [η] ουσιαστικό (ακρίδες)
check1 Η ακρίδα είναι ένα έντομο με μεγάλα και δυνατά πίσω πόδια. Η ακρίδα πηδά ψηλά και τρώει τα φύλλα των φυτών.  music α-κρί-δα  pen2 'τα έντομα'


 

ακροατήριο [το] ουσιαστικό (ακροατήρια) velos ακροατής


 

ακροατής [ο], ακροάτρια [η] ουσιαστικό (ακροατές, ακροάτριες)
check1 Ακροατές είναι αυτοί που ακούν μία εκπομπή στο ραδιόφωνο ή που παρακολουθούν ένα θέαμα ή μία ομιλία.  romvos Ακροατήριο λέμε όλους τους ανθρώπους που είναι μαζεμένοι σ' ένα μέρος για να δουν ένα θέαμα ή ν' ακούσουν μία ομιλία.  music α-κρο-α-τής


 

ακροβάτης [ο], ακροβάτισσα [η] ουσιαστικό (ακροβάτες, ακροβάτισσες)

eikona021

check1 Στο τσίρκο οι ακροβάτες κάνουν ακροβατικά, δηλαδή δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας.

music α-κρο-βά-της

Δες τσίρκο

 

 


 

ακροβατικά [τα] ουσιαστικό velos ακροβάτης


 

ακρογιάλι [το] ουσιαστικό (ακρογιάλια) velos ακρογιαλιά


 

ακρογιαλιά [η] ουσιαστικό (ακρογιαλιές)
check1 Η ακρογιαλιά είναι το μέρος της στεριάς δίπλα στη θάλασσα. Η ακρογιαλιά έχει άμμο ή βότσαλα.  circle1 ακροθαλασσιά, ακτή, παραλία 

romvos Η ακρογιαλιά λέγεται και ακρογιάλι.  music α-κρο-για-λιά


 

ακρωτήριο και ακρωτήρι [το] ουσιαστικό (ακρωτήρια) 
check1 Το ακρωτήριο είναι μία στενή λωρίδα στεριάς που μπαίνει βαθιά μέσα στη θάλασσα.  circle1 κάβος  music α-κρω-τή-ρι-ο


 

ακτή [η] ουσιαστικό (ακτές)
check1 Η Αθηνά κολύμπησε μέχρι την ακτή και ξάπλωσε πάνω στην υγρή άμμο. Είναι το μέρος όπου η στεριά βρέχεται από τη θάλασσα.  
circle1 ακροθαλασσιά  music α-κτή


 

ακτίνα [η] ουσιαστικό (ακτίνες)
check1ακτίνες του ήλιου είναι οι φωτεινές γραμμές που βγαίνουν από τον ήλιο.
check2ακτίνες σε μία ρόδα ποδηλάτου είναι οι μεταλλικές γραμμές που ενώνουν το κέντρο της ρόδας με το λάστιχο.
check2ακτίνες Χ περνούν μέσα από στερεά σώματα. Μ' αυτές οι γιατροί εξετάζουν τα κόκαλα ή τα όργανα του σώματός μας.  music α-κτί-να


 

ακτινίδιο [το] ουσιαστικό (ακτινίδια)

eikona022

check1 Το ακτινίδιο είναι ένα φρούτο που από έξω έχει καφέ φλούδα και από μέσα βαθύ πράσινο χρώμα και μαύρα σποράκια.  music α-κτι-νί-δι-ο


 

ακυρώνω, ακυρώνομαι ρήμα (ακύρωσα, θα ακυρώσω)
check1 Όταν ακυρώνεις κάτι που είχες αποφασίσει, τότε δεν το κάνεις.
pen1 O Κώστας ακύρωσε την εκδρομή στο βουνό, επειδή είχε πολύ άσχημο καιρό. Πήγε όμως λίγες μέρες μετά, όταν έφτιαξε ο καιρός.
check2 «Μην ξεχάσεις ν' ακυρώσεις το εισιτήριό σου στο μηχάνημα, μόλις μπεις στο λεωφορείο» είπε στον Ίγκλι η μαμά του.  music α-κυ-ρώ-νω


 

αλάτι [το] ουσιαστικό (αλάτια)
check1 Η Αθηνά δοκίμασε τη σούπα της και είπε ότι δεν είχε πολύ αλάτι. Ήταν ανάλατη. Δοκίμασε και τις πατάτες και βρήκε ότι είχαν πολύ αλάτι. Ήταν πολύ αλμυρές. Το αλάτι το βρίσκουμε στο θαλασσινό νερό και το χρησιμοποιούμε για να γίνουν πιο νόστιμα τα φαγητά μας.  romvos Το αλάτι το έχουμε στο τραπέζι μέσα σε μία αλατιέρα.
music α-λά-τι  Δες αλμυρός


 

αλατιέρα [η] ουσιαστικό (αλατιέρες) velos αλάτι


 

αλέθω, αλέθομαι ρήμα (άλεσα, θα αλέσω)
check1 Όταν αλέθεις καφέ, τότε λιώνεις τους κόκκους του και τον κάνεις σκόνη.

romvos Γίνεται αλεσμένος.  music α-λέ-θω

 

 

αλείφω, αλείφομαι ρήμα (άλειψα, θα αλείψω)
check1 O Κώστας άλειψε το ψωμί του με βούτυρο και μαρμελάδα. Άπλωσε βούτυρο και μαρμελάδα πάνω στο ψωμί.

eikona023

romvos Η Αλίκη έβαλε την αλοιφή που της έδωσε ο γιατρός για τα σπυράκια του προσώπου. 
music α-λεί-φω
–Προσοχή στην ορθογραφία: αλείφω-αλοιφή!

 

 

αλεξίπτωτο [το] ουσιαστικό (αλεξίπτωτα)
check1αλεξιπτωτιστές πηδούν από αεροπλάνα με αλεξίπτωτο. Τα αλεξίπτωτα έχουν μεγάλα πανιά που ανοίγουν σε σχήμα ομπρέλας και πολλά σκοινιά.

music α-λε-ξί-πτω-το

 

 

αλεύρι [το] ουσιαστικό (αλεύρια) 
check1 Το αλεύρι είναι μία λευκή ή κίτρινη σκόνη από σιτάρι ή καλαμπόκι. Με το αλεύρι φτιάχνουμε ψωμί και γλυκά.  music α-λεύ-ρι

 

 

αλήθεια [η] ουσιαστικό (αλήθειες)
check1 O Κώστας είπε ότι έσπασε το βάζο. Είπε την αλήθεια, δεν είπε ψέματα. Είπε τι έγινε πραγματικά.  circle2 ψέμα  romvos αληθινός  music α-λή-θεια

 

 

αληθινός, αληθινή, αληθινό επίθετο (αληθινοί, αληθινές, αληθινά)
check1 «O θείος Αλέκος δε μας είπε κάτι από τη φαντασία του» είπε ο Κώστας. «Μας διηγήθηκε μία αληθινή ιστορία». Μία ιστορία που έγινε στ' αλήθεια, συνέβη πραγματικά.  circle2 ψεύτικος  circle1 πραγματικός  romvos αλήθεια  music α-λη-θι-νός

 

 

αλίμονο επιφώνημα 
check1 Λέμε αλίμονο για να δείξουμε ότι λυπόμαστε για κάτι που έγινε.
pen1 «Αλίμονο, έχασα το βιβλίο μου!» είπε ο Κώστας.
check2 Λέμε αλίμονο σε κάποιον για να δείξουμε ότι θα τιμωρηθεί, αν δεν κάνει αυτό που πρέπει.  pen1 «Αλίμονό σου αν πας αδιάβαστος στο σχολείο» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα.  music α-λί-μο-νο

 

 

αλκοόλ [το] ουσιαστικό velos οινόπνευμα

 

 

αλλάζω ρήμα (άλλαξα, θα αλλάξω)
check1 Όταν αλλάζεις, γίνεσαι διαφορετικός.

pen1 Από τότε που η Αλίκη πήγε στο Γυμνάσιο άλλαξε πολύ: ψήλωσε και αδυνάτισε.
check2 «Περίμενε ν' αλλάξω μπαταρίες στο γουόκμαν κι έρχομαι να πάμε για ποδήλατο!» είπε η Αθηνά στην Ελένη.
Δηλαδή η Αθηνά ήθελε να βάλει άλλες μπαταρίες.
check2 O Νίκος έγινε μούσκεμα από τη βροχή και πήγε στο σπίτι του ν' αλλάξει. Να φορέσει δηλαδή άλλα ρούχα.  romvos Όταν αλλάζω κάτι, κάνω μία αλλαγή.  music αλ-λά-ζω

 

 

αλλαντικό [το] ουσιαστικό (αλλαντικά)
check1 Το σαλάμι, τα λουκάνικα και το ζαμπόν είναι αλλαντικά.  music αλ-λα-ντι-κό

 

 

αλληλογραφώ ρήμα (αλληλογράφησα, θα αλληλογραφήσω)
check1 Όταν αλληλογραφείς με κάποιον, γράφεις και του στέλνεις γράμματα κι εκείνος σου απαντάει επίσης με γράμματα.  pen1 Η Αλίκη αλληλογραφεί συχνά από την Κρήτη με την Αθηνά που ζει στην Αθήνα.  romvos Η Αθηνά έχει συχνή αλληλογραφία με την Αλίκη.  music αλ-λη-λο-γρα-φώ

 

 

αλλιώτικος, αλλιώτικη, αλλιώτικο επίθετο (αλλιώτικοι, αλλιώτικες, αλλιώτικα)  

check1 «Το σπίτι σου είναι πιο μεγάλο και πιο άνετο. Είναι αλλιώτικο από το δικό μου!» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Δεν είναι το ίδιο. Δε μοιάζει. Έχει διαφορές.

circle1 διαφορετικός, άλλος  music αλ-λιώ-τι-κος

 

 

άλλος, άλλη, άλλο αντωνυμία (άλλοι, άλλες, άλλα)
check1 «Θα σας πω ένα άλλο ανέκδοτο» είπε ο Νίκος. Ένα διαφορετικό ανέκδοτο.  

check2 «Θέλεις άλλο κομμάτι γλυκό, Κώστα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. Θέλεις ακόμη ένα κομμάτι;
check2 Η Αθηνά πάντα σκέφτεται πρώτα τους άλλους. Σκέφτεται τους άλλους ανθρώπους.  music άλ-λος

 

 

άλμπουμ [το] ουσιαστικό
check1 Το άλμπουμ είναι ένα βιβλίο με χοντρό χάρτινο εξώφυλλο και λευκές σελίδες για να βάζουμε μέσα φωτογραφίες ή γραμματόσημα.
music άλ-μπουμ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

αλμυρός, αλμυρή, αλμυρό επίθετο (αλμυροί, αλμυρές, αλμυρά)
check1 Όταν κάτι είναι αλμυρό, έχει πολύ αλάτι.

eikona024

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα βάζει πολύ αλάτι στα φαγητά και τα κάνει αλμυρά.  music αλ-μυ-ρός  Δες αλάτι
-Λέμε και αρμυρός.

 

 

 

άλογο [το] ουσιαστικό (άλογα)
check1 Το άλογο είναι ένα μεγάλο ζώο που τρέχει γρήγορα. Όταν φωνάζει, το άλογο χλιμιντρίζει.
circle1 ίππος  romvos Όταν τρέχουμε πάνω σ' ένα άλογο, κάνουμε ιππασία. 
music ά-λο-γο  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

αλοιφή [η] ουσιαστικό (αλοιφές) velos αλείφω

 

 

αλυσίδα [η] ουσιαστικό (αλυσίδες)
check1 O Πινόκιο είναι δεμένος με μία χοντρή αλυσίδα. Η αλυσίδα είναι φτιαγμένη από μεταλλικά δαχτυλίδια, ενωμένα μεταξύ τους σε μία σειρά.

eikona025

Τα δαχτυλίδια αυτά τα λέμε κρίκους.
check2 Η Αθηνά φορά στο λαιμό της ένα μικρό σταυρουδάκι σε ασημένια αλυσίδα.

music α-λυ-σί-δα

 

 

αλφάβητο [το] ουσιαστικό (αλφάβητα)
check1 Το αλφάβητο είναι όλα τα γράμματα που έχουμε για να γράφουμε λέξεις. Το ελληνικό αλφάβητο έχει 24 γράμματα που μπαίνουν πάντα στην ίδια σειρά. Το πρώτο γράμμα είναι το α και το τελευταίο το ω.  romvos Όταν βάζεις τα γράμματα στη σειρά αυτή, τα βάζεις σε αλφαβητική σειρά.  music αλ-φά-βη-το
-Λέμε και η αλφαβήτα.
-Μπορείς να δεις το ελληνικό αλφάβητο στα δεξιά αυτής της σελίδας.

 

 

άμαξα [η] ουσιαστικό (άμαξες)

eikona026

check1 Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας έφυγαν με μία χρυσή άμαξα.

music ά-μα-ξα

 

 

 

αμάξι [το] ουσιαστικό (αμάξια)
check1 Το αμάξι είναι το αυτοκίνητο.  music α-μά-ξι  Δες αυτοκίνητο

 

 

αμαρτία [η] ουσιαστικό (αμαρτίες)
check1 Όταν κάνουμε μία αμαρτία, κάνουμε μία πολύ κακή πράξη.  music α-μαρ-τί-α

 

 

αμέσως επίρρημα
check1 Όταν κάνουμε κάτι αμέσως, το κάνουμε πολύ γρήγορα, χωρίς να περιμένουμε.   pen1 «Έλα στο σπίτι αμέσως! Δε θα σε περιμένω καθόλου!» φώναξε ο Κώστας στην Αθηνά.  music α-μέ-σως

 

 

αμέτρητος, αμέτρητη, αμέτρητο επίθετο (αμέτρητοι, αμέτρητες, αμέτρητα)
check1 Στον ουρανό λάμπουν αμέτρητα αστέρια κάθε βράδυ. Είναι τόσα πολλά που δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε.  circle1 άπειρος  music α-μέ-τρη-τος

 

 

άμμος [η] ουσιαστικό
check1 Η άμμος είναι πολύ πολύ μικρά κομματάκια πέτρας. Μοιάζει με σκόνη και σκεπάζει παραλίες και ερήμους.
check2 Άμμο λέμε και την αμμουδιά.  music άμ-μος

 

 

αμμουδιά [η] ουσιαστικό (αμμουδιές) 
check1 Η αμμουδιά είναι μία παραλία με άμμο.  pen1 Η Αλίκη περπατούσε στην αμμουδιά κι έψαχνε να βρει κοχύλια στην άμμο.  music αμ-μου-διά

 

 

αμπέλι [το] ουσιαστικό (αμπέλια)
check1 Το αμπέλι είναι ένα χωράφι φυτεμένο με πολλά κλήματα.  circle1 αμπελώνας
check2 Το αμπέλι είναι το φυτό που μας δίνει το σταφύλι.  circle1 κλήμα  music α-μπέ-λι

 

 

αμύγδαλο [το] ουσιαστικό (αμύγδαλα)

eikona027

check1 O Κώστας λατρεύει τις σοκολάτες με αμύγδαλα. Είναι οι μικροί καρποί κλεισμένοι μέσα σε τσόφλια που παίρνουμε από τα δέντρα, τις αμυγδαλιές.  romvos αμυγδαλιές ανθίζουν το Φεβρουάριο πριν
από τ' άλλα δέντρα.
  music α-μύ-γδα-λο

 

 

άμυνα [η] ουσιαστικό (άμυνες) velos αμύνομαι

 

 

αμύνομαι ρήμα (αμύνθηκα, θα αμυνθώ) 
check1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο ταμίας αμύνθηκε εναντίον των ληστών, γιατί κινδύνευε η ζωή του. Προσπάθησε να προστατευτεί για να μην του κάνουν κακό.  romvos Όταν αμύνεσαι εναντίον κάποιου, βρίσκεσαι σε άμυνα.  circle2 κάνω επίθεση

music α-μύ-νο-μαι

 

 

ανάβω ρήμα (άναψα, θα ανάψω)
check1 Όταν ανάβω ένα σπίρτο, του βάζω φωτιά.  pen1 O θείος Αλέκος άναψε τα ξύλα στο τζάκι για να ζεσταθεί το σπίτι.

eikona028

check2 Όταν κάτι ανάβει, παίρνει φωτιά και καίγεται.

pen1 Τα ξύλα ήταν ξερά και άναψαν αμέσως.
check2 Όταν ανάβω μία συσκευή, την κάνω να δουλεύει.

pen1 O πατέρας του Κώστα άναψε το θερμοσίφωνα.  romvos Με τον αναπτήρα ανάβουμε ένα τσιγάρο ή βάζουμε φωτιά σε κάτι.

music α-νά-βω

 

 

αναγκάζω, αναγκάζομαι ρήμα (ανάγκασα, θα αναγκάσω)
check1 Όταν αναγκάζεις κάποιον να κάνει κάτι, τον βάζεις να κάνει κάτι χωρίς να το θέλει, επειδή το θέλεις εσύ.  pen1 «Δεν μπορείς ν' αναγκάσεις όλο τον κόσμο να κάνει ησυχία, όταν κοιμάσαι εσύ» είπε στον κύριο Μιχάλη η θεία του.  

circle1 πιέζω, υποχρεώνω  romvos ανάγκη, αναγκαστικός  music α-να-γκά-ζω

 

 

αναγκαστικός, αναγκαστική, αναγκαστικό επίθετο (αναγκαστικοί, αναγκαστικές, αναγκαστικά) velos ανάγκη

 

 

ανάγκη [η] ουσιαστικό (ανάγκες)
check1O Κώστας δεν πήγε στο σχολείο χθες, γιατί ήταν ανάγκη να πάει στο γιατρό για το αυτί του. Χρειάστηκε να πάει στο γιατρό.  romvos αναγκάζω, αναγκαστικός  

music α-νά-γκη

 

 

αναγνωρίζω, αναγνωρίζομαι ρήμα (αναγνώρισα, θα αναγνωρίσω)
check1 Όταν αναγνωρίζεις κάποιον, τον ξέρεις από πριν και τώρα που τον βλέπεις πάλι τον ξαναθυμάσαι.  pen1 Στο έργο που είδε η θεία Κατερίνα ο αστυνομικός αναγνώρισε τον κλέφτη και τον κυνήγησε. Τον είχε ξαναδεί.  circle1 καταλαβαίνω
check2 «Αναγνωρίζω ότι έκανα λάθος» είπε ο κύριος Μιχάλης στον Κώστα. Είναι αλήθεια ότι έκανα λάθος και το λέω.  circle1 παραδέχομαι  

romvos αναγνώριση  music α-να-γνω-ρί-ζω

 

 

αναγνώριση [η] ουσιαστικό (αναγνωρίσεις) velos αναγνωρίζω

 

 

αναίσθητος, αναίσθητη, αναίσθητο επίθετο (αναίσθητοι, αναίσθητες, αναίσθητα)
check1 Όταν κάποιος είναι αναίσθητος, μοιάζει σαν να κοιμάται και δεν μπορεί να δει, ν' ακούσει ή να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του. 
pen1 Στο έργο που είδε η θεία Κατερίνα ο αστυνομικός έριξε μία μπουνιά στον κλέφτη και τον έριξε κάτω αναίσθητο.  
check2 Όταν κάποιος είναι αναίσθητος, δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους.  

circle1 αδιάφορος  circle2 ευαίσθητος  music α-ναί-σθη-τος

 

 

ανακαλύπτω, ανακαλύπτομαι ρήμα (ανακάλυψα, θα ανακαλύψω)
check1 Όταν ανακαλύπτεις κάτι, βρίσκεις κάτι που ήταν κρυμμένο ή μαθαίνεις κάτι που δε γνώριζες πριν.  

pen1 Η Αθηνά ανακάλυψε τα σοκολατάκια που είχε κρύψει η μαμά της και τα έφαγε. Αργότερα η μαμά της ανακάλυψε ότι τα σοκολατάκια είχαν εξαφανιστεί.

romvos Όταν ανακαλύπτω κάτι, κάνω μία ανακάλυψη.  music α-να-κα-λύ-πτω

 

 

ανακάλυψη [η] ουσιαστικό (ανακαλύψεις) velos ανακαλύπτω

 

 

ανακατεύω και ανακατώνω, ανακατεύομαι, ανακατώνομαι ρήμα (ανακάτεψα, θα ανακατέψω)
check1 Όταν ανακατεύεις δύο ή περισσότερα πράγματα, τα βάζεις μαζί, ώστε να γίνουν ένα πράγμα. 

 pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ανακάτεψε νερό και αλεύρι για να φτιάξει ζυμάρι.

eikona029

check2 Όταν ανακατεύεις τα πράγματά σου, χαλάς τη σειρά τους και τη θέση τους.

pen1 O Κώστας ανακάτεψε τα ρούχα στο συρτάρι του και δεν μπορούσε να βρει τις κάλτσες του.  
check2 «Δεν είναι σωστό να ανακατεύεσαι στη ζωή των άλλων»
είπε στον κύριο Μιχάλη η θεία του.
  music α-να-κα-τεύ-ω

 

 

- Μέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη καλύπτω. Τι κάνω;

 

 

ανακοινώνω, ανακοινώνομαι ρήμα (ανακοίνωσα, θα ανακοινώσω)
check1 Όταν ανακοινώνεις κάτι, το λες στους άλλους ανθρώπους είτε προφορικά είτε γραπτά.  pen1 O Κώστας ανακοίνωσε στους γονείς του ότι δε θα γίνει η εκδρομή που ετοίμαζε με τους φίλους του.  romvos Ύστερα από την ανακοίνωση αυτή, κλείστηκε στο δωμάτιό του.  music α-να-κοι-νώ-νω

 

 

ανακοίνωση [η] ουσιαστικό (ανακοινώσεις) velos ανακοινώνω

 

 

ανάμεσα επίρρημα  
check1 Όταν είσαι ανάμεσα σε δύο πράγματα, είσαι στο μέρος που είναι στη μέση και τα χωρίζει.

pen1 O θείος Αλέκος βγήκε φωτογραφία ανάμεσα στον
Κώστα και την Αθηνά.

eikona030

check2 Η τάξη της Αθηνάς πήγε στο δημαρχείο ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο διάλειμμα, δηλαδή μετά το πρώτο και πριν από το δεύτερο. 

circle1 μεταξύ  music α-νά-με-σα

 

Η Αθηνά κάθεται ανάμεσα στα δύο αγόρια.

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

ανανάς [ο] ουσιαστικό (ανανάδες)

eikona031

check1 O ανανάς είναι ένα μεγάλο γλυκό φρούτο που μοιάζει με μεγάλο κουκουνάρι και φυτρώνει σε ζεστά μέρη. Έχει σκληρή καφετιά φλούδα και είναι κίτρινο από μέσα.  

music α-να-νάς

 

 

αναπαυτικός, αναπαυτική, αναπαυτικό επίθετο (αναπαυτικοί, αναπαυτικές, αναπαυτικά)  
check1 O κύριος Γιάννης βρίσκει τον καναπέ αναπαυτικό. Τον ξεκουράζει και νιώθει καλά.  circle1 άνετος  music α-να-παυ-τι-κός

 

 

ανάπηρος, ανάπηρη, ανάπηρο επίθετο (ανάπηροι, ανάπηρες, ανάπηρα)
check1 Όταν κάποιος δεν έχει χέρια ή πόδια ή είναι τυφλός, είναι ανάπηρος.

romvos Όταν είσαι ανάπηρος, έχεις αναπηρία.  music α-νά-πη-ρος

 

 

αναπνέω ρήμα (ανάπνευσα, θα αναπνεύσω)
check1 Όταν αναπνέεις, παίρνεις αέρα στους πνεύμονές σου από τη μύτη ή και το στόμα και τον βγάζεις ξανά έξω.

pen1 Μόλις ο Κώστας και ο Νίκος ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, ανάπνευσαν καθαρό αέρα.  circle1 ανασαίνω  romvos Όταν νιώθεις την αναπνοή κάποιου, νιώθεις ότι αναπνέει.  music α-να-πνέ-ω

 

 

αναπνοή [η] ουσιαστικό (αναπνοές) velos αναπνέω

 

 

αναποδιά [η] ουσιαστικό (αναποδιές)
check1 Η αναποδιά είναι κάτι άσχημο ή δυσάρεστο που συμβαίνει ξαφνικά σε κάποιον.

pen1 O κύριος Δημήτρης στενοχωρήθηκε πολύ με την αναποδιά που του έτυχε. Μπήκαν κλέφτες στο μαγαζί του.
check2 Η δασκάλα δεν αντέχει άλλο τις αναποδιές του Νίκου.
Δεν αντέχει την κακή του συμπεριφορά.  romvos ανάποδος, αναποδογυρίζω  music α-να-πο-διά

 

 

αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζομαι ρήμα (αναποδογύρισα, θα αναποδογυρίσω)
check1 O κύριος Γιάννης αναποδογύρισε το μπουκάλι για ν' αδειάσει όλο το νερό που είχε μέσα. Το γύρισε ανάποδα.  romvos ανάποδος, αναποδιά  music α-να-πο-δο-γυ-ρί-ζω

 

 

ανάποδος, ανάποδη, ανάποδο επίθετο (ανάποδοι, ανάποδες, ανάποδα)
check1 O Κώστας φόρεσε το πουλόβερ του από την ανάποδη πλευρά. Από την αντίθετη πλευρά.  
check2 «Αυτός ο μήνας ήταν ανάποδος για μένα» είπε ο κύριος Δημήτρης.
Είχε πολλά προβλήματα.  

eikona032

check2 O κύριος Μιχάλης είναι ανάποδος άνθρωπος. Όλα τον ενοχλούν και δεν έχει καλούς τρόπους.  romvos O Κώστας φόρεσε το πουλόβερ του από την ανάποδη πλευρά. Το φόρεσε ανάποδα. αναποδογυρίζω, αναποδιά  

music α-νά-πο-δος

 

 

αναποφάσιστος, αναποφάσιστη, αναποφάσιστο επίθετο (αναποφάσιστοι, αναποφάσιστες, αναποφάσιστα)
check1 Όταν είσαι αναποφάσιστος, δεν έχεις αποφασίσει ακόμη για κάτι ή σου είναι δύσκολο να πάρεις μία απόφαση.  pen1 O καιρός ήταν τόσο κακός που ο Ίγκλι ήταν αναποφάσιστος για το αν θα πήγαινε εκδρομή. Τελικά δεν πήγε ούτε ο Κώστας.

circle2 αποφασισμένος, αποφασιστικός  

music α-να-πο-φά-σι-στος

 

 

αναπτήρας [ο] ουσιαστικό (αναπτήρες) velos ανάβω

 

 

αναρωτιέμαι ρήμα (αναρωτήθηκα, θα αναρωτηθώ)
check1 Όταν αναρωτιέσαι για κάτι, έχεις απορία και θα ήθελες να ξέρεις περισσότερα γι' αυτό.  pen1 Η Αθηνά και ο Κώστας αναρωτήθηκαν γιατί άργησε τόσο να γυρίσει η Ροζαλία.  music α-να-ρω-τιέ-μαι

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

ανάσα [η] ουσιαστικό (ανάσες)
check1 Η ανάσα είναι η αναπνοή σου.
check2 Όταν δουλεύεις χωρίς ανάσα, δουλεύεις συνεχώς.
check2 Η Αθηνά ήπιε το γάλα της με μιαν ανάσα. Το ήπιε χωρίς διακοπή.  

romvos Όταν ανασαίνεις, αναπνέεις.  music α-νά-σα

 

 

ανασαίνω ρήμα (ανάσανα, θα ανασάνω) velos ανάσα

 

 

ανάσκελα επίρρημα 

eikona033

check1 Όταν είσαι ανάσκελα, είσαι ξαπλωμένος με την πλάτη προς τα κάτω και το πρόσωπο προς τα πάνω.  

circle1 μπρούμυτα  music α-νά-σκε-λα

 

 

 

O Κώστας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα.

 

 

αναστατώνω, αναστατώνομαι ρήμα (αναστάτωσα, θα αναστατώσω)
check1 Όταν αναστατώνεις κάτι, το κάνεις άνω κάτω.

pen1 Η Αθηνά αναστάτωσε όλη τη γειτονιά ψάχνοντας να βρει τη Ροζαλία.
check2 Όταν αναστατώνεσαι, νιώθεις αγωνία, ανησυχία ή άλλα έντονα συναισθήματα.

pen1 Η Αθηνά αναστατώθηκε με την εξαφάνιση της Ροζαλίας.

romvos Ήταν αναστατωμένη όλο το βράδυ. Η αναστάτωσή της ήταν μεγάλη. 

music α-να-στα-τώ-νω

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

αναστενάζω ρήμα (αναστέναξα, θα αναστενάξω)
check1 Όταν αναστενάζεις, αναπνέεις βαθιά, γιατί είσαι λυπημένος ή κουρασμένος.

pen1 O Κώστας αναστέναξε λυπημένος, γιατί έπρεπεν' αφήσει το ποδόσφαιρο και να γυρίσει στο σπίτι.  romvos Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και ξεκίνησε για το σπίτι.   

music α-να-στε-νά-ζω

 

 

ανάστημα [το] ουσιαστικό (αναστήματα)
check1 Το ανάστημα είναι το ύψος που έχει κάθε άνθρωπος. 

pen1  Oι μαθητές μπαίνουν στις γραμμές τους ανάλογα με το ανάστημά τους.  

circle1 ύψος, μπόι  music α-νά-στη-μα

 

 

ανατολή [η] ουσιαστικό
check1 Η ανατολή είναι το σημείο στον ουρανό απ' όπου βγαίνει ο ήλιος το πρωί. Είναι ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.  circle2 δύση
check2 Η ανατολή είναι η εμφάνιση του ήλιου κάθε πρωί. 

pen1 O Κώστας και η Αθηνά ξύπνησαν πολύ πρωί για να δουν την ανατολή του
ήλιου από την ταράτσα.
 

circle1 αυγή, χάραμα  circle2 δύση, ηλιοβασίλεμα 

romvos ανατολικός  music α-να-το-λή

 

 

ανατριχιάζω ρήμα (ανατρίχιασα, θα ανατριχιάσω)
check1 Όταν ανατριχιάζεις, τότε σηκώνονται οι τρίχες σου από φόβο, από κρύο ή από συγκίνηση.  pen1 Η Αθηνά σκέφτηκε ότι η Ροζαλία μπορεί να είχε πάθει κάτι κακό και ανατρίχιασε από το φόβο της.  

romvos Όταν ανατριχιάζεις, νιώθεις ανατριχίλα.  music α-να-τρι-χιά-ζω

 

 

αναφιλητό [το] ουσιαστικό (αναφιλητά)
check1 Η Αθηνά έκλαιγε με αναφιλητά, όταν έμαθε ότι χάθηκε η Ροζαλία. Έκλαιγε δυνατά με αναστεναγμούς.  music α-να-φι-λη-τό

 

 

αναψυκτικό [το] ουσιαστικό (αναψυκτικά)
check1 Oι χυμοί φρούτων, η πορτοκαλάδα και η λεμονάδα είναι αναψυκτικά. Τα αναψυκτικά πίνονται κρύα.  music α-να-ψυ-κτι-κό  pen2 'το πάρτι'

 

 

ανεβάζω ρήμα (ανέβασα, θα ανεβάσω)
check1 Όταν ανεβάζεις κάτι, το πας από ένα μέρος που είναι χαμηλά σ' ένα άλλο μέρος που είναι ψηλά.   

pen1 Oι εργάτες ανέβασαν τα έπιπλα από το ισόγειο στον τρίτο όροφο του σπιτιού.

circle2 κατεβάζω  music α-νε-βά-ζω

 

 

ανεβαίνω ρήμα (ανέβηκα, θα ανεβώ)
check1 Όταν ανεβαίνεις, πηγαίνεις από ένα μέρος που είναι χαμηλά σ' ένα άλλο μέρος που είναι ψηλά.  pen1 Στην εκδρομή ο Κώστας και οι φίλοι του ήθελαν να ανεβούν στην κορυφή του βουνού.  circle2  κατεβαίνω  music α-νε-βαί-νω

 

 

ανέκδοτο [το] ουσιαστικό (ανέκδοτα)
check1 Το ανέκδοτο είναι μία πολύ μικρή ιστορία που μας κάνει να γελάμε.  

music α-νέκ-δο-το

 

 

άνεμος [ο] ουσιαστικό (άνεμοι)
check1 O άνεμος είναι αέρας που κινείται γρήγορα πάνω στη γη.

pen1 O δυνατός άνεμος σήκωσε μεγάλα κύματα στη θάλασσα.

circle1 αέρας  music ά-νε-μος

 

 

άνεργος, άνεργη, άνεργο επίθετο (άνεργοι, άνεργες, άνεργα)
check1 O πατέρας του Νίκου είναι άνεργος δύο μήνες. Δε βρίσκει δουλειά πουθενά.

music ά-νερ-γος

 

 

άνετος, άνετη, άνετο επίθετο (άνετοι, άνετες, άνετα)
check1 Όταν κάτι είναι άνετο, είναι ξεκούραστο ή έχει πολύ χώρο. 

pen1 O Κώστας και η οικογένειά του έχουν ένα άνετο σπίτι με πολλά δωμάτια.

circle1 βολικός, ευρύχωρος  music ά-νε-τος

 

 

ανήκω ρήμα (ανήκα, θα ανήκω) 
check1 Όταν κάτι σου ανήκει, είναι δικό σου.  pen1 Η Ροζαλία ανήκει στην Αθηνά.
check2 Όταν ανήκεις σε μία ομάδα, τότε είσαι ένα από τα μέλη της. 

pen1  Η σαύρα ανήκει στα ερπετά.  

music α-νή-κω

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

- Με ακούς και γελάς. Τι είμαι;  …………………....................……………

 

 

ανησυχία [η] ουσιαστικό (ανησυχίες) velos ανήσυχος

 

 

ανήσυχος, ανήσυχη, ανήσυχο επίθετο (ανήσυχοι, ανήσυχες, ανήσυχα) 
check1 Όταν κάποιος είναι ανήσυχος, δεν είναι ήρεμος.

pen1 O Κώστας είχε ανήσυχο ύπνο, γιατί τον ενοχλούσε το δόντι του όλο το βράδυ.  

circle1 ταραγμένος, ανάστατος, αναστατωμένος  circle2 ήσυχος, ήρεμος  

romvos Όταν κάποιος είναι ανήσυχος,νιώθει ανησυχία. ανησυχώ  music α-νή-συ-χος

 

 

ανησυχώ ρήμα (ανησύχησα, θα ανησυχήσω)
check1 Όταν ανησυχείς, είσαι ανήσυχος, αισθάνεσαι αναστάτωση και αγωνία για κάτι που μπορεί να συμβεί.  pen1 Η Αθηνά ανησυχεί, γιατί η Ροζαλία δε γύρισε ακόμη.

circle1 αγωνιώ, αναστατώνομαι  circle2 ησυχάζω, ηρεμώ

romvos ανήσυχος, ανησυχία, ανησυχώ  music α-νη-συ-χώ

 

 

ανηφόρα [η] ουσιαστικό (ανηφόρες)

eikona034

check1 Η ανηφόρα είναι δρόμος που πάει προς τα πάνω.  

circle2 κατηφόρα, κατηφοριά, κατήφορος  

music α-νη-φό-ρα
-Λέμε και ο ανήφορος και η ανηφοριά.

 

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι,χοροπηδώ

 

 

ανθίζω ρήμα (άνθισα, θα ανθίσω)
check1 Όταν ένα δέντρο ανθίζει, βγάζει λουλούδια στα κλαδιά του.  

pen1 «Την άνοιξη να πάμε στο θείο Αλέκο, όταν ανθίζουν τα δέντρα» είπε η Αθηνά. «Είναι τόσο ωραία ανθισμένα  romvos άνθισμα  music αν-θί-ζω

 

 

ανθοδοχείο [το] ουσιαστικό (ανθοδοχεία)

eikona035

Scheck1 Στο ανθοδοχείο βάζουμε λουλούδια και λίγο νερό για να στολίσουμε το δωμάτιό μας.  

circle1 βάζο  

music αν-θο-δο-χεί-ο

 

 

 

 

ανθοπωλείο [το] ουσιαστικό (ανθοπωλεία)
check1 Στο ανθοπωλείο, ο ανθοπώλης πουλάει λουλούδια.  music αν-θο-πω-λεί-ο

 

 

άνθος [το] ουσιαστικό (άνθη) velos λουλούδι

 

 

άνθρωπος [ο] ουσιαστικό (άνθρωποι) 
check1 Oι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι άνθρωποι

romvos ανθρώπινος  music άν-θρω-πος

 

 

ανίκανος, ανίκανη, ανίκανο επίθετο (ανίκανοι, ανίκανες, ανίκανα)
check1 Όταν κάποιος είναι ανίκανος να κάνει κάτι, δεν μπορεί να το κάνει καθόλου ή δεν μπορεί να το κάνει σωστά.  pen1 Η Αλίκη ήταν τόσο κουρασμένη που ήταν ανίκανη να κάνει έστω κι ένα βήμα παραπάνω.  circle2 ικανός, επιδέξιος  music α-νί-κα-νος

 

 

ανίκητος, ανίκητη, ανίκητο επίθετο (ανίκητοι, ανίκητες, ανίκητα)
check1 Όταν κάποιος είναι ανίκητος, δεν τον έχουν νικήσει ή δεν μπορούν να τον νικήσουν.  circle1 αήττητος  circle2 νικημένος, ηττημένος  music α-νί-κη-τος

 

 

ανιψιός [ο], ανιψιά [η] ουσιαστικό (ανιψιοί, ανιψιές)
check1 O ανιψιός και η ανιψιά είναι τα παιδιά του αδερφού ή της αδερφής μας. Ανιψιός και ανιψιά είναι και τα παιδιά του ξαδέλφου ή της ξαδέλφης μας.  music α-νι-ψιός
- Στον πληθυντικό λέμε και τα ανίψια.

 

 

ανόητος, ανόητη, ανόητο επίθετο (ανόητοι, ανόητες, ανόητα)
check1 Όταν κάποιος είναι ανόητος, κάνει ή λέει κάτι χωρίς να σκεφτεί. Δεν είναι έξυπνος.  pen1 «Τι ανόητος που είναι ο Νίκος» σκέφτηκε η Αθηνά. «Κυνηγάει τη Ροζαλία που δεν τον πείραξε ποτέ σε τίποτα».  circle1 κουτός, χαζός  circle2 έξυπνος  

romvos Όταν κάποιος είναι ανόητος, κάνει ανοησίες.  music α-νό-η-τος

 

 

άνοιγμα [το] ουσιαστικό (ανοίγματα) velos ανοίγω

 

 

ανοιγοκλείνω ρήμα (ανοιγόκλεισα, θα ανοιγοκλείσω)
check1 Όταν ανοιγοκλείνω κάτι, το ανοίγω και το κλείνω πολλές φορές. 

pen1 O Κώστας ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές, μέχρι να συνηθίσει το φως που έμπαινε στο δωμάτιο.  music α-νοι-γο-κλεί-νω

 

 

ανοίγω, ανοίγομαι ρήμα (άνοιξα, θα ανοίξω)
check1 Ανοίγεις
την πόρτα για να μπεις ή να βγεις.

eikona036

check2 Όταν ανοίγεις ένα μπουκάλι, βγάζεις το καπάκι του.
check2 Τα μαγαζιά ανοίγουν στις εννιά το πρωί. Η πόρτα τους ανοίγει στις εννιά.
check2 Όταν ανοίγεις το καλοριφέρ, το κάνεις να δουλεύει.

circle2 κλείνω  romvos άνοιγμα, ανοιχτήρι, ανοιχτός  

music α-νοί-γω

 

 

 

άνοιξη [η] ουσιαστικό 
check1 Η άνοιξη είναι μία από τις τέσσερις εποχές του χρόνου, έρχεται μετά το χειμώνα και πριν από το καλοκαίρι.  romvos Η Αθηνά έφερε στην τάξη ανοιξιάτικα φρούτα από το κτήμα του θείου Αλέκου.  music ά-νοι-ξη  pen2 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'

 

 

ανοιχτήρι [το] ουσιαστικό (ανοιχτήρια)

check1 Το ανοιχτήρι είναι ένα μικρό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για ν' ανοίγουμε μπουκάλια ή κουτιά.  romvos ανοίγω, άνοιγμα

eikona037

music α-νοι-χτή-ρι

 

 

ανοιχτός, ανοιχτή, ανοιχτό επίθετο (ανοιχτοί, ανοιχτές, ανοιχτά)
check1 Όταν η πόρτα ή το παράθυρο είναι ανοιχτά, τα έχεις ανοίξει.  circle2 κλειστός

check2 O δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά, δεν είχε καθόλου αυτοκίνητα και ο κύριος Γιάννης έφτασε γρήγορα στο σπίτι.

eikona038

check2 Το χρώμα του ουρανού είναι ανοιχτό γαλάζιο, ενώ το χρώμα της θάλασσας είναι σκούρο γαλάζιο.  

circle2 σκούρος  romvos ανοίγω, άνοιγμα,ανοιχτά  music α-νοι-χτός

ανοιχτό-κλειστό

 

 

άνοστος, άνοστη, άνοστο επίθετο (άνοστοι, άνοστες, άνοστα)
Όταν ένα φαγητό είναι άνοστο, δεν έχει καλή γεύση και δε μας αρέσει.

circle1 άγευστος  circle2 νόστιμος, γευστικός

music ά-νο-στος

 

 

ανταλλαγή [η] ουσιαστικό (ανταλλαγές)
check1 Όταν κάνεις μία ανταλλαγή, δίνεις κάτι που έχεις και παίρνεις κάτι άλλο.

pen1 O Κώστας και ο Νίκος έκαναν μία ανταλλαγή.  circle1 αλλαγή  

romvos Αντάλλαξαν τα μολύβια τους δίνοντας ο ένας το μολύβι του στον άλλο.

music α-νταλ-λα-γή

 

 

ανταλλάσσω ρήμα (αντάλλαξα, θα ανταλλάξω) velos ανταλλαγή

 

 

- Μέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη ήλιος. Τι είμαι; ……………….....................………………

 

 

άντε και άιντε επιφώνημα
check1 «Άντε, τελειώνετε το γράψιμο για να κάνουμε διάλειμμα» είπε η δασκάλα.

music ά-ντε

 

 

αντέχω ρήμα (άντεξα, θα αντέξω)
check1 Όταν αντέχεις κάτι, έχεις τη δύναμη που χρειάζεται για να το αντιμετωπίσεις.

pen1 O Κώστας έκλεισε τ' αυτιά του, γιατί δεν άντεχε άλλο τις φωνές του κ. Μιχάλη.

romvos Όταν αντέχεις, έχεις αντοχή.  music α-ντέ-χω

 

 

αντηλιακό [το] ουσιαστικό (αντηλιακά)
check1 Το αντηλιακό είναι μία κρέμα που βάζουμε στο σώμα μας για να προστατευτούμε από τον ήλιο.  music α-ντη-λι-α-κό

 

 

αντιβιοτικό [το] ουσιαστικό (αντιβιοτικά)
check1 Το αντιβιοτικό είναι ένα φάρμακο που μας δίνει ο γιατρός, όταν είμαστε άρρωστοι. Το αντιβιοτικό εμποδίζει τα μικρόβια να γίνουν πολλά στον οργανισμό μας.  music α-ντι-βι-ο-τι-κό

 

 

αντιγράφω, αντιγράφομαι ρήμα (αντέγραψα, θα αντιγράψω) 
check1 Η δασκάλα έγραψε μία πρόταση στον πίνακα και ο Κώστας την αντέγραψε

eikona039

γρήγορα στο τετράδιό του. Έγραψε την ίδια πρόταση στο τετράδιό του.

check2 O Ίγκλι δεν ήθελε ν' αντιγράψει από τη διπλανή του. Δεν ήθελε να γράψει αυτό που διάβασε στο τετράδιό της αλλά ήθελε να βρει την απάντηση μόνος του.  romvos Όταν αντιγράφεις, φτιάχνεις αντίγραφα, κάνεις αντιγραφή. 

music α-ντι-γρά-φω

 

 

αντίθετος, αντίθετη, αντίθετο επίθετο (αντίθετοι, αντίθετες, αντίθετα)

check1 Όταν δύο λέξεις είναι αντίθετες, είναι τελείως διαφορετικές, έχουν τελείως διαφορετική σημασία. Τις λέξεις αυτές τις λέμε και αντίθετα.

pen1 Oι λέξεις «καλός» και «κακός» είναι αντίθετες.
check2 Όταν κάτι είναι αντίθετο, έχει τελείως διαφορετική κατεύθυνση.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα οδηγούσε απρόσεκτα και βγήκε κατά λάθος στην αντίθετη λωρίδα του δρόμου.  circle1  ανάποδος
check2 «Είμαι αντίθετος με την ιδέα της εκδρομής μ' αυτόν τον καιρό» είπε ο Ίγκλι. Δε συμφωνώ με την ιδέα της εκδρομής.  music α-ντί-θε-τος  pen2 'αντίθετα'

 

 

αντικείμενο [το] ουσιαστικό (αντικείμενα)

check1 Αντικείμενο είναι κάθε πράγμα γύρω μας που μπορούμε να δούμε και να πιάσουμε.  pen1 «Το σφουγγάρι, η κιμωλία και ο πίνακας είναι μερικά από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα στην τάξη μας» είπε η δασκάλα. 

music  α-ντι-κεί-με-νο

 

 

αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζομαι ρήμα (αντιμετώπισα, θα αντιμετωπίσω)

check1 Όταν μία ομάδα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ αντιμετωπίζει μία άλλη, τότε αγωνίζεται εναντίον της και προσπαθεί να τη νικήσει.
check2 Όταν αντιμετωπίζω κάτι δύσκολο, προσπαθώ να το ξεπεράσω και να κάνω τα πράγματα καλύτερα για μένα.  pen1 O κύριος Δημήτρης αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με το μαγαζί του.  romvos αντιμετώπιση  music α-ντι-με-τω-πί-ζω

 

 

αντίο επιφώνημα 
check1 Λέμε αντίο, όταν φεύγουμε από κάπου και θέλουμε ν' αποχαιρετήσουμε τους ανθρώπους.  circle1 γεια  music α-ντί-ο

 

 

αντιπαθητικός, αντιπαθητική, αντιπαθητικό επίθετο (αντιπαθητικοί, αντιπαθητικές, αντιπαθητικά)
check1 Όταν κάποιος είναι αντιπαθητικός, τότε κανείς δε θέλει να κάνει παρέα μαζί του. pen1 O κύριος Μιχάλης είναι αντιπαθητικός. Δεν έχει πολλούς φίλους.

circle2 συμπαθητικός  music α-ντι-πα-θη-τι-κός

 

 

αντίπαλος, αντίπαλη, αντίπαλο επίθετο (αντίπαλοι, αντίπαλες, αντίπαλα)
check1 O Νίκος και ο Ίγκλι θα παίζουν σε αντίπαλες ομάδες στον αυριανό αγώνα ποδοσφαίρου. Θ' αγωνιστούν ο ένας ενάντια στον άλλο για τη νίκη.

check2 (σαν ουσιαστικό) Θα είναι αντίπαλοι.  music α-ντί-πα-λος

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα,σέβομαι

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

 

eikona040

 

 

αντίχειρας [ο] ουσιαστικό (αντίχειρες)
check1 O αντίχειρας είναι το πιο κοντό και το πιο παχύ δάχτυλο στην άκρη του χεριού σου.  music α-ντί-χει-ρας

 

 

αντοχή [η] ουσιαστικό (αντοχές) velos αντέχω

 

 

άντρας [ο] ουσιαστικό (άντρες)
check1 Όταν τ' αγόρια μεγαλώσουν, γίνονται άντρες. O άντρας σε μία οικογένεια είναι ο πατέρας.

check2 O άντρας της κυρίας Μαργαρίτας είναι ο κύριος Γιάννης, δηλαδή είναι ο σύζυγός της.  romvos O κύριος Γιάννης αγόρασε ένα αντρικό παντελόνι και η κυρία Μαργαρίτα ένα γυναικείο.  music ά-ντρας

 

 

αντρικός, αντρική, αντρικό επίθετο (αντρικοί, αντρικές, αντρικά) velos άντρας

 

 

ανυπάκουος, ανυπάκουη, ανυπάκουο επίθετο (ανυπάκουοι, ανυπάκουες,ανυπάκουα)

check1 Όταν ένα παιδί είναι ανυπάκουο, δεν κάνει αυτό που του λένε οι γονείς ή οι δάσκαλοί του.  pen1 O Νίκος είναι ανυπάκουος μαθητής και γι' αυτό δέχεται συχνά τιμωρίες.  circle1  απείθαρχος  circle2 υπάκουος, πειθαρχικός  music α-νυ-πά-κου-ος

 

 

ανυπομονησία [η] ουσιαστικό velos ανυπομονώ

 

 

ανυπόμονος, ανυπόμονη, ανυπόμονο επίθετο (ανυπόμονοι, ανυπόμονες, ανυπόμονα) velos ανυπομονώ

 

 

ανυπομονώ ρήμα 

check1 Όταν ανυπομονείς, δεν μπορείς να περιμένεις να γίνει κάτι, βιάζεσαι. 

pen1  Η Αθηνά ανυπομονεί να έρθει το καλοκαίρι και να κλείσουν τα σχολεία.  

circle1 λαχταρώ  romvos Όταν ανυπομονείς, είσαι ανυπόμονος, έχεις ανυπομονησία.

music α-νυ-πο-μο-νώ

 

 

ανυπόφορος, ανυπόφορη,ανυπόφορο επίθετο (ανυπόφοροι, ανυπόφορες, ανυπόφορα)

check1 Όταν κάτι είναι ανυπόφορο, είναι τόσο ενοχλητικό που δεν το αντέχουμε άλλο πια.  pen1 Στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη είχε σήμερα ανυπόφορη ζέστη, κι έτσι εκείνος άνοιξε όλα τα παράθυρα.  circle1 αφόρητος  circle2 υποφερτός  romvos  υποφέρω

music α-νυ-πό-φο-ρος

 

 

ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλο επίθετο (ανώμαλοι, ανώμαλες, ανώμαλα)

eikona041

check1 Όταν ο δρόμος είναι ανώμαλος, έχει λακκούβες και δεν είναι επίπεδος.  

circle2 ομαλός  music α-νώ-μα-λος

 

 

ανώτερος, ανώτερη, ανώτερο επίθετο (ανώτεροι, ανώτερες, ανώτερα)

check1 Το κεφάλι βρίσκεται στο ανώτερο τμήμα του σώματος. Στο πιο ψηλό σημείο του σώματος.

check2 O κύριος Μιχάλης πιστεύει ότι κανένας δεν είναι ανώτερος απ' αυτόν. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει κανένας καλύτερος απ' αυτόν.

check2 O διευθυντής έχει ανώτερη θέση από τους δασκάλους. Έχει θέση με μεγαλύτερη δύναμη.  circle2 κατώτερος  romvos (σαν ουσιαστικό) Όλοι τον σέβονται, όπως πρέπει να σεβόμαστε όλους τους ανωτέρους.  music α-νώ-τε-ρος

 

 

αξέχαστος, αξέχαστη, αξέχαστο επίθετο (αξέχαστοι, αξέχαστες αξέχαστα)

check1 Όταν κάτι είναι αξέχαστο, δεν μπορεί κανείς να το ξεχάσει.  

pen1 «Στο χωριό του θείου Αλέκου πέρασα αξέχαστα Χριστούγεννα» είπε ο Κώστας.

romvos ξεχνώ  music α-ξέ-χα-στος

 

 

αξία [η] ουσιαστικό (αξίες)

check1 Ποια είναι η αξία αυτού του αυτοκινήτου; Πόσα χρήματα πρέπει να δώσουμε για να το αποκτήσουμε; Πόσο κοστίζει;  circle1 τιμή

check2 Όταν κάποιος έχει αξία, έχει πολλές ικανότητες.  

pen1  O Κώστας πήρε άριστα με την αξία του.  romvos αξίζω  music α-ξί-α

 

 

αξίζω ρήμα (άξιζα, θα αξίζω)

check1  «Πόσο ν' αξίζει άραγε αυτό το σπίτι δίπλα στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη;» σκέφτηκε η κυρία Μαργαρίτα. Πόσα λεφτά να κάνει;  circle1 κοστίζω

check2 Όταν κάποιος αξίζει κάτι, έχει κάνει κάτι για ν' αποδείξει ότι μπορεί ή πρέπει να το έχει.  pen1  O Κώστας αξίζει τους καλούς βαθμούς που πήρε στο σχολείο, γιατί φέτος διάβασε πολύ.  music α-ξί-ζω

 

 

- Δεν μπορείς να με δεις. Τι είμαι; ………………….................……….....................……

 

 

άξιος, άξια, άξιο επίθετο (άξιοι, άξιες, άξια)

check1 Όταν κάποιος είναι άξιος, έχει την ικανότητα να κάνει κάτι πολύ καλά.  

pen1  Η κυρία Μαργαρίτα είναι άξια μαγείρισσα.

circle1 ικανός  circle2 ανάξιος  music ά-ξι-ος

 

 

αόρατος, αόρατη, αόρατο επίθετο (αόρατοι, αόρατες, αόρατα)

check1 Όταν κάποιος είναι αόρατος, κανείς δεν μπορεί να τον δει. 

pen1  «Τα μικρόβια είναι αόρατα χωρίς μικροσκόπιο» είπε ο γιατρός στον Κώστα.

circle2 ορατός  music  α-ό-ρα-τος

 

 

απαγορεύω, απαγορεύομαι ρήμα (απαγόρευσα, θα απαγορεύσω)

check1 Όταν απαγορεύω κάτι, δε δίνω την άδειά μου να γίνει.
pen1 «Απαγορεύεται να καπνίζει κανείς μέσα στον κινηματογράφο, γιατί είναι δημόσιος χώρος. Η απαγόρευση είναι αυστηρή» είπε στον άντρα της η θεία Κατερίνα.  romvos Το κάπνισμα είναι απαγορευμένο εδώ μέσα. Κοίτα, υπάρχει και απαγορευτικό σήμα. απαγόρευση  circle2 επιτρέπω  music α-πα-γο-ρεύ-ω

 

 

απαίσιος, απαίσια, απαίσιο επίθετο (απαίσιοι, απαίσιες, απαίσια)

check1 Η μητριά της Χιονάτης είναι απαίσια: φρόντισε με κάθε τρόπο να κάνει κακό στη Χιονάτη. Δεν είναι όμως μόνο κακιά. Έχει και απαίσιο πρόσωπο. Δηλαδή πολύ άσχημο.  music α-παί-σι-ος

 

 

απαίτηση [η] ουσιαστικό (απαιτήσεις) velos απαιτώ

 

 

απαιτώ ρήμα (απαίτησα, θα απαιτήσω)

check1 Όταν απαιτώ, ζητώ με πολύ έντονο τρόπο να γίνει κάτι που θέλω.  

pen1 O κύριος Γιάννης απαιτεί από τα παιδιά του να διαβάζουν όλα τα μαθήματα πριν αρχίσουν να παίζουν. romvos Έχει την απαίτηση να διαβάζουν όλα τα μαθήματα.

music α-παι-τώ

 

 

απαλός, απαλή, απαλό επίθετο (απαλοί,απαλές, απαλά)

check1 Όταν κάτι είναι απαλό, είναι μαλακό και ευχάριστο. 

pen1 «Το μωρό της θείας Κατερίνας έχει πολύ απαλό δέρμα» είπε η Αθηνά.

circle2 σκληρός  romvos Όταν κάνουμε κάτι απαλά, το κάνουμε με μαλακό και απαλό τρόπο, προσεκτικά.  pen1 O θείος Σταμάτης πήρε απαλά το μωρό στην αγκαλιά του.

music α-πα-λός

 

 

απάντηση [η] ουσιαστικό (απαντήσεις)

check1 Η απάντηση είναι αυτό που λέμε, όταν μας ρωτούν κάτι.

pen1 «Κώστα, ο Νίκος σε ρώτησε αν θα πάτε εκδρομή. Τι απάντηση του έδωσες;» είπε η Αθηνά.  circle2 ερώτηση  romvos Όταν απαντάς, μιλάς σε κάποιον που σε ρωτάει κάτι.

music  α-πά-ντη-ση

 

 

απαντώ και απαντάω, απαντιέμαι ρήμα (απάντησα, θα απαντήσω) velos απάντηση

 

 

απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο επίθετο (απαραίτητοι, απαραίτητες, απαραίτητα) 

check1 Όταν κάτι είναι απαραίτητο, το έχεις ανάγκη και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

pen1 «Πάμε να μου ζωγραφίσεις κάτι, Αθηνά» είπε η θεία Κατερίνα. «Έχεις τις απαραίτητες μπογιές μαζί σου;»  circle1 αναγκαίος   

romvos (σαν ουσιαστικό) «Ναι, θεία, έχω όλα τα απαραίτητα» είπε η Αθηνά. 

music  α-πα-ραί-τη-τος

 

 

απασχολημένος, απασχολημένη, απασχολημένο μετοχή (απασχολημένοι, απασχολημένες, απασχολημένα)

check1 Όταν κάποιος είναι απασχολημένος, έχει πολλή δουλειά και δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Δεν θέλει να τον απασχολούν.  music  α-πα-σχο-λη-μέ-νος

 

 

απασχολώ, απασχολούμαι ρήμα (απασχόλησα, θα απασχολήσω) velos απασχολημένος

 

 

απείθαρχος, απείθαρχη, απείθαρχο επίθετο (απείθαρχοι, απείθαρχες,απείθαρχα)

check1 Όταν κάποιος είναι απείθαρχος, δεν ακολουθεί τους κανόνες που υπάρχουν.

pen1 O Κώστας είναι απείθαρχος μαθητής και συχνά τιμωρείται.

circle2 πειθαρχημένος, υπάκουος  music α-πεί-θαρ-χος

 

 

απειλή [η] ουσιαστικό (απειλές) velos απειλώ

 

 

απειλώ, απειλούμαι ρήμα (απείλησα, θα απειλήσω)

check1 Όταν απειλείς κάποιον, λες ότι θα του κάνεις κάτι άσχημο και δυσάρεστο.

pen1 O κύριος Μιχάλης απείλησε ότι θα δείρει όποιο παιδί μπει στην αυλή του. 

romvos O κύριος Μιχάλης ήταν όλο απειλές. «Αλίμονό σας αν σας πιάσω να μπαίνετε στην αυλή μου!» είπε στα παιδιά.  music α-πει-λώ

 

 

απελπίζομαι ρήμα (απελπίστηκα, θα απελπιστώ)

check1 Όταν απελπίζομαι, χάνω την ελπίδα ότι θα γίνει κάτι που περίμενα να γίνει.

pen1 Η Αθηνά απελπίστηκε με την εξαφάνιση της Ροζαλίας κι έβαλε τα κλάματα. 

romvos Την έπιασε απελπισία.  music  α-πελ-πί-ζο-μαι

 

 

απελπισία [η] ουσιαστικό velos απελπίζομαι

 

 

απέναντι επίρρημα 

check1 Το σπίτι του κυρίου Μιχάλη βρίσκεται απέναντι από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη. Βρίσκεται μπροστά από το μαγαζί, από την άλλη πλευρά του δρόμου. Τα δύο κτίρια είναι αντικριστά.  circle1 αντίκρυ  music  α-πέ-να-ντι

 

 

απέραντος, απέραντη, απέραντο επίθετο (απέραντοι, απέραντες, απέραντα)

check1 Όταν κάτι είναι απέραντο, είναι πάρα πολύ μεγάλο και μοιάζει να μην έχει τέλος.  pen1 Η Αθηνά ήταν μέσα στο πλοίο και ταξίδευε για να πάει στην Κρήτη. Από το παράθυρο κοίταζε τη θάλασσα. Της φαινόταν απέραντη.  music α-πέ-ρα-ντος

 

 

απεργία [η] ουσιαστικό (απεργίες)

check1 Όταν οι εργαζόμενοι κάνουν απεργία, σταματούν να δουλεύουν και ζητούν περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας.  pen1 Χθες στο σχολείο του Κώστα οι δάσκαλοι είχαν απεργία και τα σχολεία έμειναν κλειστά. 

romvos Oι δάσκαλοι απεργούσαν.  music  α-περ-γί-α

 

 

απεργώ ρήμα (απέργησα, θα απεργήσω) velos απεργία

 

 

απίθανος, απίθανη, απίθανο επίθετο (απίθανοι, απίθανες, απίθανα)

check1 Όταν κάτι είναι απίθανο, είναι δύσκολο να συμβεί.  pen1 «Είναι απίθανο να πάμε εκδρομή σήμερα» είπε ο Κώστας. «O καιρός είναι πολύ άσχημος».  music α-πί-θα-νος

 

 

απίστευτος, απίστευτη, απίστευτο επίθετο (απίστευτοι, απίστευτες, απίστευτα)

check1 Όταν κάτι είναι απίστευτο, δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι συμβαίνει.

pen1 «Δεν το πιστεύω ότι χάλασε ο καιρός» είπε ο Κώστας. «Είναι απίστευτη αυτή η αλλαγή του καιρού. Μόλις χθες είχε ήλιο».  romvos πιστεύω  music α-πί-στευ-τος

 

 

απλός, απλή, απλό επίθετο (απλοί, απλές, απλά)

check1 «Αθηνά, θα σου κάνω μία απλή ερώτηση» είπε η δασκάλα. Μία ερώτηση που δεν είναι δύσκολη, που δε χρειάζεται να προσπαθήσεις πολύ για να την απαντήσεις.

circle2 δύσκολος, σύνθετος, πολύπλοκος
check2 Τα φορέματα της θείας Κατερίνας είναι απλά. Δεν έχουν πολλά χρώματα και σχέδια.  romvos «Για ν' ανοίξεις το κομπιούτερ, πατάς απλά αυτό το κουμπί» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του.  music α-πλός

 

 

άπλυτος, άπλυτη, άπλυτο επίθετο (άπλυτοι, άπλυτες, άπλυτα)

check1 Όταν κάτι είναι άπλυτο, δεν έχει πλυθεί, είναι βρόμικο.  pen1 «Κώστα, τι άπλυτα χέρια είναι αυτά! Πήγαινε να τα πλύνεις γρήγορα!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.

circle2 πλυμένος, καθαρός  romvos πλένω  music ά-πλυ-τος

 

 

απλώνω, απλώνομαι ρήμα (άπλωσα, θα απλώσω)

check1 Όταν απλώνω κάτι, το ανοίγω, το ξεδιπλώνω για να φαίνεται ολόκληρο. 

eikona042

pen1  Μετά το φαγητό η κυρία Μαργαρίτα άρχισε ν' απλώνει τα ρούχα στο μπαλκόνι. 

check2 Μόλις μπήκε μέσα, είδε τον Κώστα να έχει τα πόδια του πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. «Κώστα, μην απλώνεις τα πόδια σου στο τραπέζι!» φώναξε. 

circle2 μαζεύω  romvos άπλωμα  music α-πλώ-νω

 

 

απογειώνω, απογειώνομαι ρήμα (απογείωσα, θα απογειώσω)

check1 Όταν απογειώνω το αεροπλάνο, το κάνω να σηκωθεί στον αέρα και να πετάξει.

eikona043

pen1 O θείος Τάκης άργησε να γυρίσει σπίτι από το ταξίδι του στο Παρίσι, επειδή ο καιρός ήταν κακός και το αεροπλάνο απογειώθηκε με καθυστέρηση.

circle2 προσγειώνω  music α-πο-γει-ώ-νω

 

 

απόγευμα [το] ουσιαστικό (απογεύματα)

check1 Το απόγευμα είναι μετά το μεσημέρι και πριν από το βράδυ.  

romvos O κύριος Γιάννης διαβάζει τις απογευματινές εφημερίδες κάθε μέρα.

music α-πό-γευ-μα  pen2 'η διάρκεια της ημέρας'

 

 

απογοήτευση [η] ουσιαστικό (απογοητεύσεις) velos απογοητεύω

 

 

απογοητεύω, απογοητεύομαι ρήμα (απογοήτευσα, θα απογοητεύσω)

check1 Όταν απογοητεύεις κάποιον, τον στενοχωρείς, γιατί δεν κάνεις κάτι τόσο καλά όσο εκείνος πιστεύει ότι μπορείς. Όταν απογοητεύεσαι, στενοχωριέσαι, επειδή κάτι δεν έγινε όπως ήθελες ή πίστευες ότι μπορούσε να γίνει. Νιώθεις απογοήτευση.

pen1 O Ίγκλι απογοητεύτηκε που έβρεχε και δεν μπορούσε να πάει για ποδόσφαιρο. 

romvos Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη.  music  α-πο-γο-η-τεύ-ω

 

 

απόδειξη [η] ουσιαστικό (αποδείξεις)

check1 Η απόδειξη είναι το χαρτί που μας δίνουν, όταν πληρώνουμε χρήματα.  

pen1 O θείος Τάκης πήρε απόδειξη για τα παπούτσια που αγόρασε.  music  α-πό-δει-ξη

 

 

αποθηκεύω, αποθηκεύομαι ρήμα (αποθήκευσα, θα αποθηκεύσω) velos αποθήκη

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

αποθήκη [η] ουσιαστικό (αποθήκες)

check1 Η αποθήκη είναι ένα μέρος όπου μπορούμε να βάλουμε κάποια πράγματα, μέχρι να τα χρησιμοποιήσουμε.  romvos Όταν αποθηκεύεις κάτι, δεν το χρησιμοποιείς αλλά το φυλάς κάπου μέχρι να το χρειαστείς ξανά.  music  α-πο-θή-κη

 

 

αποκάτω επίρρημα velos κάτω

 

 

αποκλείω, αποκλείομαι ρήμα (απέκλεισα, θα αποκλείσω)

check1 Όταν αποκλείεις έναν δρόμο, τον κλείνεις, εμποδίζεις άλλους ανθρώπους να περάσουν απ' αυτόν.

check2 O διπλανός του Κώστα αποκλείστηκε από την ομάδα του σχολείου, επειδή τραυματίστηκε. Δεν μπόρεσε να πάρει μέρος.

check2 Όταν λες «Αποκλείεται!», εννοείς πως κάτι δε θα γίνει με κανέναν τρόπο.

pen1 «Αποκλείεται να βρεθεί η Ροζαλία!» φώναξε απογοητευμένη η Αθηνά.

music α-πο-κλεί-ω

 

 

αποκοιμιέμαι ρήμα (αποκοιμήθηκα, θα αποκοιμηθώ)

check1 Όταν αποκοιμιέσαι, σε παίρνει ο ύπνος.

eikona044

pen1 O Κώστας ήταν τόσο κουρασμένος από το ποδόσφαιρο που αποκοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση.  romvos κοιμάμαι  

music α-πο-κοι-μιέ-μαι

 

 

αποκοιμίζω, αποκοιμίζομαι ρήμα (αποκοίμισα, θα αποκοιμίσω)

check1 Όταν κάτι σε αποκοιμίζει, σε κάνει να νυστάζεις και να θέλεις να κοιμηθείς.

pen1 «Η τηλεόραση με αποκοίμισε. Πάω για ύπνο» είπε ο Κώστας.  romvos κοιμίζω 

music  α-πο-κοι-μί-ζω

 

 

Αποκριά [η] ουσιαστικό (Αποκριές)

check1 Η Αποκριά ή οι Αποκριές είναι οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρή Δευτέρα. Τις μέρες αυτές συνηθίζουμε να μασκαρευόμαστε.  pen1 «Τις Αποκριές έχει καρναβάλι στην Πάτρα. Θα πάμε μαμά;» ρώτησε η Αθηνά.  music Α-πο-κριά
-Λέμε και Απόκρια.

 

 

αποκτώ και αποκτάω, αποκτιέμαι ρήμα (απέκτησα, θα αποκτήσω)

check1 Όταν αποκτάς κάτι, το κάνεις δικό σου.  pen1 O Ίγκλι ονειρεύεται να γίνει τραγουδιστής ή ποδοσφαιριστής για ν' αποκτήσει πολλά χρήματα. 

music α-πο-κτώ

 

 

απολύω, απολύομαι ρήμα (απέλυσα, θα απολύσω)

check1 Όταν απολύεις κάποιον, τον σταματάς από τη δουλειά του.  

pen1 Η εταιρεία που είναι δίπλα στο γραφείο του Γιάννη απέλυσε πέντε υπαλλήλους.

circle2 προσλαμβάνω  music α-πο-λύ-ω

 

 

απομακρύνω, απομακρύνομαι ρήμα (απομάκρυνα, θα απομακρύνω)

check1 Όταν απομακρύνεις κάτι, το παίρνεις από εκεί που είναι και το πας κάπου αλλού πιο μακριά. Όταν απομακρύνεσαι από κάπου, φεύγεις από εκεί και πας πιο μακριά. pen1 O κύριος Μιχάλης απομάκρυνε τα σκυλάκια μακριά από την αυλή του. Τα έβγαλε έξω απ' αυτήν και τ' άφησε στην άκρη του δρόμου.  romvos μακριά  music  α-πο-μα-κρύ-νω

 

 

απορροφητήρας [ο] ουσιαστικό (απορροφητήρες)

check1 O απορροφητήρας είναι το μηχάνημα που έχουμε πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα για να ρουφά και να βγάζει έξω από το σπίτι τους ατμούς και τις μυρωδιές, όταν μαγειρεύουμε.  music α-πορ-ρο-φη-τή-ρας

 

 

απορώ ρήμα (απόρησα, θα απορήσω)

check1 Όταν απορείς για κάτι, δενμπορείς να το εξηγήσεις. Έχεις απορία.

pen1 «Απορώ πώς έπεσε τόσο πολύ χιόνι μέσα σε λίγη ώρα» είπε ο Κώστας.

romvos απορία  music  α-πο-ρώ

 

 

αποσμητικό [το] ουσιαστικό (αποσμητικά)

check1 Το αποσμητικό σπρέι διώχνει τις άσχημες μυρωδιές.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα χρησιμοποιεί αποσμητικό χώρου με άρωμα λουλουδιών για να διώχνει τις μυρωδιές που μένουν στο σπίτι μετά το μαγείρεμα.  music α-πο-σμη-τι-κό

 

 

απόσταση [η] ουσιαστικό (αποστάσεις)

check1 Η απόσταση μεταξύ δύο πραγμάτων είναι ο χώρος που υπάρχει ανάμεσά τους.   pen1 O Κώστας και ο κύριος Μιχάλης είναι γείτονες. Η απόσταση ανάμεσα στα σπίτια τους είναι πολύ μικρή.  music α-πό-στα-ση

 

 

αποστολέας [ο], [η] ουσιαστικό (αποστολείς)

check1 O αποστολέας είναι αυτός που στέλνει ένα γράμμα ή ένα δέμα σε κάποιον, συνήθως με το ταχυδρομείο.  circle2 παραλήπτης  romvos στέλνω  music α-πο-στο-λέ-ας

 

 

αποτέλεσμα [το] ουσιαστικό (αποτελέσματα)

check1 Το αποτέλεσμα, καλό ή κακό, είναι αυτό που γίνεται, επειδή κάτι άλλο έγινε πιο πριν.  pen1 Η Αθηνά έτρεχε στη βροχή να βρει τη Ροζαλία. Το αποτέλεσμα ήταν να βραχεί και ν' αρρωστήσει.
check2 Το αποτέλεσμα ενός αγώνα δείχνει ποιος νίκησε και ποιος έχασε.  

pen1 -Ποιο ήταν το αποτέλεσμα χθες στο ποδόσφαιρο, Κώστα; -Χάσαμε 2-0, μπαμπά. circle1 κατάληξη  romvos «Με το σιρόπι που μου δώσατε μου κόπηκε αμέσως ο βήχας!» είπε η Αθηνά στο γιατρό. «Είναι πολύ αποτελεσματικό».  music α-πο-τέ-λε-σμα

 

 

απότομος, απότομη, απότομο επίθετο (απότομοι, απότομες, απότομα)

check1 Όταν ένα μέρος είναι απότομο, είναι πολύ ανηφορικό ή κατηφορικό και το ανεβαίνουμε ή το κατεβαίνουμε με μεγάλη δυσκολία.

pen1 «Προσοχή! Είναι επικίνδυνο να τρέχετε εδώ, ο δρόμος είναι πολύ απότομος!» είπε ο κύριος Δημήτρης στον Κώστα και το Νίκο.  circle2 επίπεδος 

check2 Όταν κάτι είναι απότομο, γίνεται ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένουμε.  

pen1 Ύστερα από την απότομη αλλαγή του καιρού, ο Κώστας και ο Νίκος αποφάσισαν να μην πάνε εκδρομή. O καιρός άλλαξε απότομα.  circle1 ξαφνικός

check2 Όταν κάποιος είναι απότομος, μιλάει άγρια και δεν έχει ευγενικούς τρόπους.

pen1 Τα παιδιά φοβούνται τον κύριο Μιχάλη, γιατί είναι πολύ απότομος άνθρωπος. Μιλάει τόσο απότομα!  circle1 άγριος  circle2 γλυκός, ευγενικός

romvos απότομα  music α-πό-το-μος

 

 

αποτύπωμα [το] ουσιαστικό (αποτυπώματα)

check1 Ένα αποτύπωμα είναι το σημάδι που αφήνει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.

check2 Δακτυλικό αποτύπωμα είναι το σημάδι που αφήνει το δάχτυλό μας.

eikona045

pen1 Oι αστυνομικοί είπαν στον κύριο Δημήτρη ότι θα βρουν τους κλέφτες από τα δακτυλικά τους αποτυπώματα.  circle1 ίχνος  music α-πο-τύ-πω-μα

 

Τα αποτυπώματα της Ροζαλίας.

 

 

αποτυχία [η] ουσιαστικό (αποτυχίες)

check1 Όταν κάτι που προσπαθείς να κάνεις, δεν καταφέρνεις να το κάνεις καθόλου ή όπως το ήθελες, τότε είναι αποτυχία.  pen1 Παρά την προσπάθεια που έκανε η Αθηνά πήρε κακό βαθμό στην ορθογραφία. Η αποτυχία της τη στενοχώρησε πολύ.

circle2 επιτυχία  music α-πο-τυ-χί-α

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

απουσία [η] ουσιαστικό (απουσίες)

check1 Όταν κάνεις μία απουσία, δεν είσαι εκεί που πρέπει να είσαι ή που είσαι συνήθως.  pen1 «O Νίκος κάνει πολλές απουσίες στο σχολείο τελευταία. Μήπως είναι άρρωστος;» ρώτησε η δασκάλα τον Κώστα.  circle2 παρουσία  romvos Όταν απουσιάζεις, δεν είσαι εκεί που πρέπει να είσαι ή που είσαι συνήθως.  circle1 λείπω  music α-που-σί-α

 

 

απουσιάζω ρήμα (απουσίασα, θα απουσιάσω) velos απουσία

 

 

απόφαση [η] ουσιαστικό (αποφάσεις)

check1 Όταν παίρνεις μία απόφαση, διαλέγεις ανάμεσα σε διάφορα πράγματα αυτό που θέλεις πιο πολύ.  pen1 Η Αθηνά πήρε την απόφαση να γίνει ζωγράφος σαν τη θεία της και να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του μπαμπά της.

check2 Όταν παίρνεις κάτι απόφαση, δέχεσαι πως δεν μπορεί ν' αλλάξει.    

pen1 Η Αθηνά το είχε πάρει απόφαση ότι χάθηκε η Ροζαλία και δεν έψαχνε πια να την βρει.  romvos Όταν αποφασίζεις να κάνεις κάτι, έχεις σκεφτεί καλά από πριν και ξέρεις γιατί θα το κάνεις.  music  α-πό-φα-ση

 

 

αποφασίζω ρήμα (αποφάσισα, θα αποφασίσω) velos απόφαση

 

 

αποφεύγω ρήμα (απέφυγα, θα αποφύγω)

check1 Όταν αποφεύγεις κάποιον ή κάτι, προσπαθείς να είσαι μακριά του, να μην πλησιάζεις, γιατί σ' ενοχλεί ή σου κάνει κακό.

check2 Όταν αποφεύγεις έναν κίνδυνο, κάνεις κάτι για να του ξεφύγεις. 

pen1  Την τελευταία στιγμή ο Νίκος απέφυγε τη μπάλα που πέρασε πάνω από το κεφάλι του.  circle1 γλιτώνω  music α-πο-φεύ-γω

 

 

αποχαιρετώ και αποχαιρετίζω, αποχαιρετιέμαι/αποχαιρετίζομαι ρήμα (αποχαιρέτησα, θα αποχαιρετήσω)

check1 Όταν αποχαιρετάς κάποιον, τον χαιρετάς τη στιγμή που χωρίζετε.  

pen1 Όταν τέλειωσε η γιορτή, όλοι οι καλεσμένοι της κυρίας Μαργαρίτας αποχαιρετίστηκαν ευχαριστημένοι.  music  α-πο-χαι-ρε-τώ

 

 

αποχωρίζομαι ρήμα (αποχωρίστηκα, θα αποχωριστώ)

check1 Όταν αποχωρίζεσαι κάποιον ή κάτι, φεύγεις μακριά του, τον αφήνεις μόνο του.

pen1 Η Αθηνά λατρεύει τη Ροζαλία και δε θέλει να την αποχωρίζεται ποτέ. 

music  α-πο-χω-ρί-ζο-μαι

 

 

απόψε επίρρημα 

check1 Όταν λες απόψε, εννοείς σήμερα το βράδυ.  romvos αποψινός  music α-πό-ψε

 

 

απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτο επίθετο (απρόσεκτοι, απρόσεκτες,απρόσεκτα)

check1 Όταν κάποιος είναι απρόσεκτος, δε συγκεντρώνεται σ' αυτό που κάνει και γι' αυτό δεν το κάνει καλά.  pen1 «Αθηνά, είσαι απρόσεκτη σήμερα και κάνεις ζημιές. Πρόσεξε λίγο, σε παρακαλώ!» είπε ο κύριος Γιάννης. 

circle1 αφηρημένος  circle2 προσεκτικός  

romvos Όταν κάτι γίνεται απρόσεκτα, γίνεται χωρίς προσοχή.  

circle1 αφηρημένα  circle2 προσεκτικά

romvos Όταν κάνεις κάτι από απροσεξία, κάνεις κάτι κακό ή κάτι λάθος, χωρίς να το θέλεις, επειδή δεν είσαι προσεκτικός.  circle1 αφηρημάδα  circle2 προσοχή

music α-πρό-σε-κτος
– Λέμε και ο απρόσεχτος.

 

 

απροσεξία [η] ουσιαστικό (απροσεξίες) velos απρόσεκτος

 

 

αράζω ρήμα (άραξα, θα αράξω)

check1 Όταν μία βάρκα ή ένα πλοίο αράζει κάπου, σταματάει το ταξίδι του και ρίχνει άγκυρα κοντά στη στεριά.

check2 Όταν αράζεις κάπου ή την αράζεις, ξαπλώνεις κάπου ή απλά ξεκουράζεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα άλλο.  music α-ρά-ζω

 

 

αραιός, αραιή, αραιό επίθετο (αραιοί,αραιές, αραιά)

check1 O κύριος Μιχάλης έχει αραιά μαλλιά. Δηλαδή έχει στο κεφάλι του λίγες τρίχες που βρίσκονται μακριά η μία από την άλλη. Ανάμεσά τους φαίνεται το κεφάλι του.

eikona046

circle2 πυκνός

check2 Όταν μία σάλτσα είναι αραιή, είναι σαν νερό και θέλει λίγο αλεύρι για να γίνει πιο πηχτή.  circle2 πυκνός, πηχτός

music α-ραι-ός

 

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

 

αρακάς [ο] ουσιαστικό 

check1 O αρακάς είναι φυτό με μικρούς πράσινους στρογγυλούς καρπούς που τρώγονται.

eikona047

O αρακάς είναι όσπριο, όπως οι φακές και τα φασόλια.

circle1 μπιζέλι

music α-ρα-κάς

 

 

αράχνη [η] ουσιαστικό (αράχνες)

check1 Η αράχνη είναι ένα έντομο χωρίς φτερά, με μικρό σώμα, οκτώ μακριά και λεπτά πόδια κι όπου βρεθεί πλέκει τον ιστό της, που είναι ένα πολύ ψιλό δίχτυ σαν δαντέλα. O ιστός είναι παγίδα γι' άλλα έντομα που μπλέκονται σ' αυτόν, κι έτσι η αράχνη μπορεί να τα φάει με την ησυχία της.  

music α-ρά-χνη  pen2 'τα έντομα'

 

 

αργά επίρρημα

check1 Όταν κάτι γίνεται αργά, παίρνει πολύ χρόνο για να γίνει, δε γίνεται γρήγορα.

pen1 Η Αθηνά τώρα μαθαίνει ποδήλατο, γι' αυτό δεν τρέχει, πηγαίνει αργά.

circle1 σιγά  circle2 γρήγορα, βιαστικά

check2 Όταν είναι αργά, έχει περάσει πολλή ώρα και δεν υπάρχει πια χρόνος για κάτι.

pen1 Δε θα παίξετε άλλο παιδιά, είναι αργά πια. Γρήγορα για ύπνο!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 νωρίς  romvos αργός, αργώ  music αρ-γά

 

 

αργία [η] ουσιαστικό (αργίες)

check1 Αργία είναι η ημέρα ή οι ημέρες που δε δουλεύουμε και δεν πηγαίνουμε στο σχολείο, γιατί γιορτάζουμε κάποια γιορτή.  music αρ-γί-α

 

 

αργοπορημένος, αργοπορημένη, αργοπορημένο επίθετο (αργοπορημένοι,αργοπορημένες, αργοπορημένα) velos αργώ

 

 

αργός, αργή, αργό επίθετο (αργοί, αργές, αργά)

check1 Όταν κάποιος είναι αργός, του χρειάζεται πολύς χρόνος για να κάνει κάτι, δεν μπορεί να το κάνει γρήγορα.  circle2 γρήγορος  romvos αργά, αργώ 

music  αρ-γός  pen2 'αντίθετα'

 

 

αργώ ρήμα (άργησα, θα αργήσω)

check1 Όταν αργείς να κάνεις κάτι, δεν το κάνεις την ώρα που πρέπει, αλλά πιο αργά.

pen1 Άργησε να γυρίσει από το ποδόσφαιρο ο Κώστας, και οι γονείς του ανησύχησαν. «Μην αργήσεις ξανά έτσι!» του είπαν.  circle1 καθυστερώ  circle2 βιάζομαι

romvos Όταν κάποιος είναι αργοπορημένος, φτάνει κάπου ύστερα από την ώρα που θα έπρεπε να είναι εκεί. αργός  music αρ-γώ

 

 

αρέσω ρήμα (άρεσα, θα αρέσω)

check1 Όταν σου αρέσει κάποιο πράγμα ή σου αρέσει να κάνεις κάτι, σ'ευχαριστεί πολύ, σε κάνει να χαίρεσαι.  pen1 Του Κώστα του αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο, ενώ της Αθηνάς της αρέσει να ζωγραφίζει.  music α-ρέ-σω
– Προσοχή! Το ρήμα χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γ' πρόσωπο!

 

 

άρθρο [το] ουσιαστικό (άρθρα)

check1 Άρθρα είναι τα κείμενα που διαβάζουμε σ' εφημερίδες και περιοδικά.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα γράφει άρθρα για μία γνωστή εφημερίδα.  music άρ-θρο

 

 

αριθμητική [η] ουσιαστικό 

check1 Στο μάθημα της αριθμητικής μαθαίνουμε να μετράμε, να προσθέτουμε, ν' αφαιρούμε, να πολλαπλασιάζουμε και να διαιρούμε αριθμούς.  romvos αριθμός 

music α-ριθ-μη-τι-κή

 

 

αριθμός [ο] ουσιαστικό (αριθμοί)

check1 Πες μου έναν αριθμό από το 1 έως το 5. Αν θέλεις να βρεις την απάντηση, πήγαινε στην επόμενη σελίδα για να μάθεις κι άλλα πολλά για τους αριθμούς.

check2 O αριθμός τηλεφώνου είναι ο αριθμός που παίρνουμε για να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον.  romvos αριθμητική  music α-ριθ-μός  pen2 'οι αριθμοί'

 

 

αριστερός, αριστερή, αριστερό επίθετο (αριστεροί, αριστερές, αριστερά)

check1 Λένε πως το αριστερό χέρι είναι της καρδιάς, γιατί βρίσκεται από την πλευρά που είναι η καρδιά.  circle2 δεξιός  romvos Στην Ελλάδα το τιμόνι του αυτοκινήτου βρίσκεται πάντα αριστερά, ενώ στην Αγγλία το έχουν δεξιά.  music α-ρι-στε-ρός

 

 

αρκετός, αρκετή, αρκετό επίθετο (αρκετοί, αρκετές, αρκετά)
check1 Όταν κάτι είναι αρκετό, μας φτάνει, χωρίς να είναι ούτε πολύ ούτε λίγο.

pen1 «Κώστα, σήμερα δεν είχατε σχολείο και είχες αρκετό χρόνο για ποδόσφαιρο» είπε ο κύριος Γιάννης.  romvos «Έπαιξες αρκετά Κώστα, φτάνει για σήμερα»!

music αρ-κε-τός

 

 

αρκούδα [η] ουσιαστικό (αρκούδες) 
check1 Η αρκούδα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στα δάση και τα βουνά. Έχει καφέ, γκρι ή άσπρο τρίχωμα, μακριά μουσούδα και μεγάλα νύχια. 

romvos Πολλά παιδιά έχουν ένα μεγάλο αρκούδο για να παίζουν και να κοιμούνται μαζί του. Μοιάζει με αληθινή αρκούδα αλλά είναι παιχνίδι. Άλλα παιδιά έχουν αρκουδάκια, δηλαδή μικρά γούνινα παιχνιδάκια που μοιάζουν με αρκούδες. 

music αρ-κού-δα  pen2 'τα ζώα'

 

 

αρκούδος [ο] ουσιαστικό (αρκούδοι) velos αρκούδα

 

 

αρμέγω, αρμέγομαι ρήμα (άρμεξα, θα αρμέξω)

check1 Όταν αρμέγεις μία κατσίκα ή μία αγελάδα, παίρνεις το γάλα τους για να το πιεις ή να φτιάξεις τυρί, βούτυρο ή γιαούρτι.  music αρ-μέ-γω

 

 

άρνηση [η] ουσιαστικό (αρνήσεις) velos αρνούμαι

 

 

αρνί [το] ουσιαστικό (αρνιά) 

eikona048

check1 Αρνί λέμε το μικρό πρόβατο.

check2 Αρνί είναι το κρέας του πρόβατου.

check2 Αρνί λέμε και κάποιον που είναι αθώος και άκακος.  

romvos Το αρνάκι είναι το μικρό του αρνιού.  music αρ-νί

 

 

 

Oι αριθμοί

 

Mε τους αριθμούς μετράμε:

 

 

0 μηδέν

1 ένας/μία/ένα

2 δύο

3 τρεις/τρία

4 τέσσερις/τέσσερα

5 πέντε

6 έξι

7 επτά/εφτά

8 οκτώ/οχτώ

9 εννιά/εννέα

10 δέκα

11 έντεκα

12 δώδεκα

13 δεκατρία/δεκατρείς

14 δεκατέσσερα/δεκατέσσερις

15 δεκαπέντε

16 δεκαέξι/δεκάξι

17 δεκαεπτά/δεκαεφτά

18 δεκαοκτώ/δεκαοχτώ

19 δεκαεννιά/δεκαεννέα

20 είκοσι

100 εκατό

101 εκατόν ένα

200 διακόσιοι/διακόσιες/διακόσια

300 τριακόσια

400 τετρακόσια

500 πεντακόσια

600 εξακόσια

700 επτακόσια

800 οκτακόσια

900 εννιακόσια

1000 χίλιοι/χίλιες/χίλια

2000 δύο χιλιάδες

1.000.000 ένα εκατομμύριο

 


Πρόσεξες ότι οι αριθμοί από το 11 ως το 19 γράφονται σε μία λέξη;

 

 

Στο παραμύθι ήταν 1 λύκος και 3 γουρουνάκια:

 

eikona049

 

Πόσα λουλούδια ποτίζει το γουρουνάκι;

 

 


Στο παραμύθι οι νάνοι είναι 7. Eδώ πόσοι είναι; Mέτρησέ τους.

Eίναι περισσότεροι;

 

eikona050

 

 

Oι νάνοι μπήκαν στη σειρά. Πόσοι είναι τώρα;

Tι κρατάει ο πρώτος; Ποιος είναι όγδοος στη σειρά μετά τους νάνους;

 

eikona051

 

πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, 
έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατος, δέκατος

 

 

ενδέκατος, δωδέκατος, δέκατος τρίτος, δέκατος τέταρτος, 
δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος, δέκατος έβδομος,
δέκατος όγδοος, δέκατος ένατος, εικοστός, εικοστός πρώτος,
τριακοστός, τεσσαρακοστός, πεντηκοστός, εξηκοστός,
εβδομηκοστός, ογδοηκοστός, ενενηκοστός, εκατοστός

 


αρνούμαι και αρνιέμαι ρήμα (αρνήθηκα, θα αρνηθώ)
check1 Όταν αρνείσαι κάτι, δεν το δέχεσαι, λες όχι. 

pen1 O Κώστας αρνήθηκε το δεύτερο γλυκό, γιατί πονούσε η κοιλιά του. 

circle2 δέχομαι  music αρ-νού-μαι

 

 

αρπάζω, αρπάζομαι ρήμα (άρπαξα, θα αρπάξω)
check1 Όταν αρπάζεις κάτι, το πιάνεις γρήγορα για να μη σου φύγει.  

pen1  Η Ελένη άρπαξε το τελευταίο κομμάτι γλυκό, πριν της το πάρει κάποιος άλλος.

circle1 γραπώνω  circle2 αφήνω   
check2 Λέμε ότι αρπάζεις μία αρρώστια, όταν την κολλάς από κάποιον άλλον. Όταν λέμε ότι κάποιος τις αρπάζει, εννοούμε ότι τρώει ξύλο από κάποιον.  music  αρ-πά-ζω
-Πότε λέμε ότι κάτι αρπάζει φωτιά;

 

 

αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζομαι ρήμα (αρραβώνιασα, θα αρραβωνιάσω) 
check1 Όταν οι γονείς αρραβωνιάζουν κάποιο παιδί τους, κάνουν μία γιορτή όπου η κόρη ή ο γιος δίνουν υπόσχεση σε κάποιον ότι θα τον παντρευτούν. Όταν αρραβωνιάζεσαι κάποιον, του δίνεις την υπόσχεση μπροστά σ' όλους πως θα τον παντρευτείς.  pen1 Όταν αρραβωνιάστηκαν η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης, κάλεσαν όλη την οικογένεια.  romvos Μετά τον αρραβώνα της η θεία Κατερίνα έλεγε σε όλους πως ο θείος Σταμάτης είναι ο αρραβωνιαστικός της.  music αρ-ρα-βω-νιά-ζω

 

 

αρραβωνιαστικός [ο], αρραβωνιαστικιά [η] ουσιαστικό (αρραβωνιαστικοί, αρραβωνιαστικιές) velos αρραβωνιάζω

 

 

αρρωσταίνω ρήμα (αρρώστησα, θα αρρωστήσω) velos άρρωστος

 

 

αρρώστια [η] ουσιαστικό (αρρώστιες) velos άρρωστος

 

 

άρρωστος, άρρωστη, άρρωστο επίθετο (άρρωστοι, άρρωστες, άρρωστα)

check1 Όταν κάποιος είναι άρρωστος, νιώθει πολύ άσχημα, είναι αδύναμος και καμιά φορά πονάει και χρειάζεται γιατρό.

eikona052

pen1 O Κώστας είναι άρρωστος με γρίπη κι ο γιατρός του απαγόρευσε να βγει έξω σήμερα και αύριο.

romvos O Κώστας αρρώστησε, έχει πυρετό και πονάει ο λαιμός του. «Μην ανησυχείς, Αθηνά. Η αρρώστια του είναι ελαφριά και θα περάσει γρήγορα» είπε ο γιατρός. 

circle1 ασθένεια  music άρ-ρω-στος

 

 

αρσενικός, αρσενική, αρσενικό επίθετο (αρσενικοί, αρσενικές, αρσενικά) velos αγόρι, θηλυκός

 

 

αρχαίος, αρχαία, αρχαίο επίθετο (αρχαίοι, αρχαίες, αρχαία)
check1 Αρχαίος είναι αυτός που υπήρχε τα πολύ παλιά χρόνια. 

pen1 αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σε δώδεκα θεούς.

check2 (σαν ουσιαστικό) «Την Πέμπτη θα πάμε όλη η τάξη στην Oλυμπία να δούμε τ' αρχαία» είπε η Αθηνά. Τα ερείπια από τα αρχαία χρόνια.

check2 Το αγαπημένο μάθημα της Αλίκης στο γυμνάσιο είναι τ' αρχαία. Το μάθημα που διδάσκει τον αρχαίο πολιτισμό και την αρχαία γλώσσα.  music αρ-χαί-ος

 

 

αρχή [η] ουσιαστικό (αρχές)
check1 Η αρχή είναι εκεί που ξεκινάει κάτι.
pen1 O Νίκος έχασε την αρχή του έργου στην τηλεόραση, γιατί έπαιζε με τη Ροζαλία. Και να φανταστείς ότι στην αρχή η Ροζαλία φοβόταν το Νίκο και δεν τον άφηνε να τη χαϊδέψει.  circle2 τέρμα, τέλος

check2 Στις αρχές Σεπτεμβρίου ανοίγουν τα σχολεία. Όταν αρχίζει ο μήνας Σεπτέμβριος.

romvos αρχίζω  music αρ-χή

 

 

αρχηγός [ο], [η] ουσιαστικό (αρχηγοί) 
check1 O αρχηγός δίνει οδηγίες σε μία ομάδα ανθρώπων και φροντίζει έτσι ώστε τα μέλη της να ζουν και να δουλεύουν καλά μαζί.  music  αρ-χη-γός

 

 

αρχίζω ρήμα (άρχισα, θα αρχίσω) 
check1 Όταν αρχίζεις κάτι, το κάνεις για πρώτη φορά και συνεχίζεις να το κάνεις για κάποιο καιρό ή κάποιες ώρες.

pen1 O Κώστας άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο, όταν ήταν τεσσάρων χρονών.

check2 Όταν κάτι αρχίζει, γίνεται εκείνη τη στιγμή κάτι καινούριο και συνεχίζεται, μέχρι να σταματήσει.  pen1 Το σχολείο αρχίζει το Σεπτέμβριο και σταματάει τον Ιούνιο.

check2 Τα παραμύθια αρχίζουν με τη φράση «μια φορά κι έναν καιρό...»

circle1 ξεκινώ  circle2 σταματώ, τελειώνω  romvos αρχή  music αρ-χί-ζω

 

 

αρχιτέκτονας [ο], αρχιτεκτόνισσα [η] ουσιαστικό (αρχιτέκτονες, αρχιτεκτόνισσες) 

check1 O αρχιτέκτονας είναι αυτός που κάνει τα σχέδια των κτιρίων που χτίζονται.

music αρ-χι-τέ-κτο-νας

 

 

άρωμα [το] ουσιαστικό (αρώματα) 
check1 Το άρωμα είναι μία ευχάριστη μυρωδιά όπως αυτή των λουλουδιών. 

circle1 μυρωδιά 

check2 Το άρωμα είναι ένα υγρό με έντονη μυρωδιά που το βάζουμε πάνω στο σώμα μας για να μυρίζουμε ωραία.  romvos αρωματικός  music ά-ρω-μα

 

 

ασανσέρ [το] ουσιαστικό

eikona053

check1 Μέσα σε μία πολυκατοικία παίρνουμε το ασανσέρ για ν' ανέβουμε ή να κατέβουμε πολλούς ορόφους πιο γρήγορα και πιο ξεκούραστα απ' ό,τι με τις σκάλες. Το ασανσέρ δουλεύει με ηλεκτρισμό.  

music α-σαν-σέρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

 

ασβέστης [ο] ουσιαστικό (ασβέστες) 
check1 O ασβέστης είναι άσπρη σκόνη που όταν την ανακατέψουμε με νερό μοιάζει με λάσπη. Tον χρησιμοποιούμε στις οικοδομές.  music α-σβέ-στης

 

 

ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο επίθετο (ασήμαντοι, ασήμαντες, ασήμαντα)
check1 Όταν κάποιος είναι ασήμαντος, τίποτα δεν τον ξεχωρίζει από τους άλλους.

pen1 Πολλοί νόμιζαν ότι η Βούλα Πατουλίδου ήταν ασήμαντη αθλήτρια, μέχρι που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Oλυμπιακούς αγώνες.

check2 Όταν κάτι είναι ασήμαντο, δεν υπάρχει λόγος να μας απασχολεί. 

pen1 «Ελάτε, κύριε Μιχάλη, η ζημιά είναι ασήμαντη. Ένα σπασμένο τζάμι είναι μόνο, δεν έπαθε κανείς τίποτα» είπε η κυρία Μαργαρίτα. 

circle1 μικρός  circle2 σημαντικός, μεγάλος,σπουδαίος  romvos σημασία 

music α-σή-μα-ντος

 

 

ασήμι [το] ουσιαστικό
check1 Το ασήμι είναι ένα μέταλλο που το χρησιμοποιούμε για να φτιάχνουμε κοσμήματα, όπως βραχιόλια ή δαχτυλίδια και διάφορα αντικείμενα, όπως μαχαιροπίρουνα ή βάζα. Το χρώμα του είναι σαν λευκό. 

romvos Όταν κάτι είναι ασημένιο είναι φτιαγμένο από ασήμι.  music α-σή-μι

 

 

ασθενής [ο], [η] ουσιαστικό (ασθενείς)
check1 O ασθενής είναι αυτός που πάει στο γιατρό, γιατί δεν αισθάνεται καλά στην υγεία του.  circle1 άρρωστος  romvos Το ασθενοφόρο είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που μεταφέρει τους ασθενείς στο νοσοκομείο. ασθένεια  music α-σθε-νής  pen2 'στο νοσκοκομείο'

 

 

ασθενοφόρο [το] ουσιαστικό (ασθενοφόρα) velos ασθενής

 

 

άσκηση [η] ουσιαστικό (ασκήσεις) 
check1ασκήσεις γυμναστικής είναι οι κινήσεις που κάνουμε για να γυμνάσουμε το σώμα μας.  

check2 Στο σχολείο μάς βάζουν ασκήσεις για να καταλάβουμε καλά το μάθημα και για να δείξουμε ότι το μάθαμε.  music ά-σκη-ση

 

 

ασπίδα [η] ουσιαστικό (ασπίδες) 

eikona054

check1 Τ' αρχαία χρόνια στις μάχες οι στρατιώτες κρατούσαν ασπίδα για να προστατεύονται από τα χτυπήματα των εχθρών τους. Η ασπίδα ήταν μία σκληρή πλάκα που κρατούσε ο στρατιώτης με το ένα χέρι μπροστά στο στήθος του, ενώ στο άλλο είχε το σπαθί.

music α-σπί-δα

 

 

 

ασπρίζω ρήμα (άσπρισα, θα ασπρίσω) velos άσπρος

 

 

άσπρος, άσπρη, άσπρο επίθετο (άσπροι, άσπρες, άσπρα)
check1 Όταν κάτι είναι άσπρο, το χρώμα του είναι σαν το γάλα.  circle1 λευκός  circle2 μαύρος

romvos Το αυτοκίνητο του κυρίου Γιάννη άσπρισε από το χιόνι. Έγινε άσπρο.

circle2 μαυρίζω  music ά-σπρος  pen2 'τα χρώματα'

 

 

αστακός [ο] ουσιαστικό (αστακοί)
check1 O αστακός ζει στη θάλασσα, έχει τέσσερα ζευγάρια πόδια και δύο μεγάλες δαγκάνες μπροστά για να πιάνει την τροφή του. Τον ψαρεύουμε για το κρέας του που είναι νόστιμο αλλά και πολύ ακριβό.

music α-στα-κός  pen2 'η θάλασσα'

 

 

αστείος, αστεία, αστείο επίθετο (αστείοι, αστείες, αστεία)
check1 Όταν κάτι είναι αστείο ή όταν κάποιος είναι αστείος, μας διασκεδάζει και μας κάνει να γελάμε.  circle1 διασκεδαστικός  circle2 σοβαρός  romvos (σαν ουσιαστικό) Ένα αστείο είναι μία ιστορία που λέμε ή κάτι που κάνουμε και μας κάνει να γελάμε.  music α-στεί-ος

 

 

αστέρι [το] ουσιαστικό (αστέρια)

eikona055

check1 Τα αστέρια λάμπουν στον ουρανό τη νύχτα.

check2 Αστέρια λέμε μερικές φορές και τους διάσημους ηθοποιούς ή τραγουδιστές.

romvos αστερίας, αστροναύτης  music α-στέ-ρι
– Λέμε και το άστρο.

 

 

αστερίας [ο] ουσιαστικό (αστερίες)
check1 O αστερίας είναι ένα ζώο της θάλασσας που μοιάζει με αστέρι, γιατί έχει πέντε πόδια γύρω από το σώμα του. Μερικές φορές το κύμα βγάζει αστερίες στην παραλία που ξεραίνονται στον ήλιο.  romvos αστέρι  

music α-στε-ρί-ας  pen2 'η θάλασσα'

 

 

αστράγαλος [ο] ουσιαστικό (αστράγαλοι)
check1 O αστράγαλος βρίσκεται πάνω από τη φτέρνα και κάτω από τη γάμπα σου.

music α-στρά-γα-λος  pen2 'το σώμα μας'

 

 

αστραπή [η] ουσιαστικό (αστραπές)
check1 Όταν πέφτουν αστραπές, είναι σαν να σκίζεται ο ουρανός από μία δυνατή λάμψη, μετά ακούγεται βροντή κι αρχίζει η καταιγίδα.

eikona056

check2 O Ίγκλι έτρεξε γρήγορα σαν αστραπή κι έφτασε αμέσως στο σχολείο. Έτρεξε πολύ γρήγορα.

check2 «Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται» λέμε όταν δεν έχουμε λόγο να φοβόμαστε για ό,τι κάναμε. romvos αστράφτω  

music α-στρα-πή

 

 

αστράφτει ρήμα (άστραψε, θα αστράψει)
check1 Όταν πέφτει αστραπή, λέμε ότι αστράφτει.  pen1 «Αστράφτει και βροντάει, γρήγορα σπίτι, γιατί θα βρέξει!» είπε ο θείος Αλέκος στην Αθηνά.

romvos αστραπή  music α-στρά-φτει

-Προσοχή! Το ρήμα χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενικού.

 

 

αστροναύτης [ο], [η] ουσιαστικό (αστροναύτες)

eikona057

check1 O αστροναύτης είναι αυτός που ταξιδεύει μέσα σε διαστημόπλοιο.

pen1 Το όνειρο του Νίκου είναι να γίνει αστροναύτης και να φτάσει μέχρι το φεγγάρι.  

romvos αστέρι, άστρο, ναύτης 

music α-στρο-ναύ-της

 

 

αστυνομία [η] ουσιαστικό 
check1 Η δουλειά της αστυνομίας είναι να φροντίζει έτσι ώστε να ζει ο κόσμος με ασφάλεια και να σέβονται οι πολίτες τους νόμους. Στην αστυνομία δουλεύουν οι αστυνομικοί.  pen1 Η αστυνομία ψάχνει να βρει τους κλέφτες που μπήκαν στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη.  romvos αστυνομικός  music  α-στυ-νο-μί-α

 

 

αστυνομικός [ο], αστυνομικίνα [η] ουσιαστικό (αστυνομικοί, αστυνομικίνες)
check1 O αστυνομικός είναι αυτός που δουλεύει για την αστυνομία.

eikona058

romvos (σαν επίθετο) Στην αστυνομική μας ταυτότητα είναι η φωτογραφία μας και όλα μας τα στοιχεία, δηλαδή το όνομα, η διεύθυνση και η ηλικία μας. 

music  α-στυ-νο-μι-κός

 

 

 

 

 

ασυνήθιστος, ασυνήθιστη, ασυνήθιστο επίθετο (ασυνήθιστοι, ασυνήθιστες, ασυνήθιστα)
check1 Όταν κάτι είναι ασυνήθιστο, δεν είναι συνηθισμένο, είναι διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε.  pen1 Ξαφνικά ακούστηκε ένας ασυνήθιστος θόρυβος από την κουζίνα και ο Κώστας έτρεξε να δει τι συμβαίνει.

circle1 περίεργος, διαφορετικός, σπάνιος  circle2 συνηθισμένος  romvos συνήθεια  

music α-συ-νή-θι-στος

 

 

ασφάλεια [η] ουσιαστικό
check1 Όταν υπάρχει ασφάλεια, αισθανόμαστε προστατευμένοι από κάθε κίνδυνο.

pen1 Από τότε που ο κύριος Δημήτρης έβαλε κάγκελα στα παράθυρα του μαγαζιού του, αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια. 

circle1 σιγουριά, προστασία  circle2 κίνδυνος, ανασφάλεια 

music α-σφά-λει-α

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

άσφαλτος [η] ουσιαστικό (άσφαλτοι)
check1 Με άσφαλτο στρώνουμε ένα δρόμο από χώμα, κι έτσι τα αυτοκίνητα τρέχουν πιο γρήγορα και δε γεμίζουν σκόνη. Όταν γίνεται αυτό, ο νέος δρόμος λέγεται κι αυτός άσφαλτος.  pen1 Η Αθηνά χαίρεται να τρέχει στην άσφαλτο με το ποδήλατο.  

music ά-σφαλ-τος

 

 

άσχημος, άσχημη, άσχημο επίθετο (άσχημοι, άσχημες, άσχημα)
check1 Όταν κάτι είναι άσχημο, δε μας αρέσει να το κοιτάζουμε.  pen1 Η κακιά βασίλισσα ήταν άσχημη και ζήλευε τη Χιονάτη, που ήταν όμορφη.  circle2 όμορφος, ωραίος

check2 Όταν κάτι είναι άσχημο, μας κάνει να νιώθουμε δυσάρεστα. 

pen1 Η Αθηνά είδε ένα άσχημο όνειρο και ξύπνησε.  circle1 δυσάρεστος  circle2 ωραίος

romvos άσχημα  music ά-σχη-μος

 

 

ασχολία [η] ουσιαστικό (ασχολίες)
check1 Όταν έχεις μία ασχολία, αφιερώνεις το χρόνο σου σε κάτι.  

pen1 Όταν η Αθηνά είναι στο σπίτι, ασχολείται συνέχεια με κάτι. Διαβάζει, παίζει κουκλοθέατρο ή ακούει μουσική. Λέει πως έχει ένα σωρό ασχολίες.

romvos Όταν έχεις μία ασχολία, ασχολείσαι με κάτι.  music α-σχο-λί-α

 

 

ασχολούμαι ρήμα (ασχολήθηκα, θα ασχοληθώ) velos ασχολία

 

 

άτακτος, άτακτη, άτακτο επίθετο (άτακτοι, άτακτες, άτακτα)
check1 Όταν ένα παιδί είναι άτακτο, ενοχλεί τους άλλους με τη φασαρία του ή με άλλα πράματα που δε θα έπρεπε να κάνει.

circle1 ανυπάκουος  circle2 φρόνιμος, ήσυχος, υπάκουος  

romvos Όταν ένα παιδί είναι άτακτο, κάνει αταξίες.  music ά-τα-κτος

 

 

ατέλειωτος, ατέλειωτη, ατέλειωτο επίθετο (ατέλειωτοι, ατέλειωτες, ατέλειωτα)

check1 Κάτι που είναι ατέλειωτο, κρατάει πολλή ώρα, κι έτσι είναι σαν να μην τελειώνει ποτέ.  pen1 Η Αλίκη ήταν τόσο κουρασμένη, που ο δρόμος για το σπίτι τής φάνηκε ατέλειωτος.  circle1 μακρύς, μεγάλος  circle2 σύντομος, μικρός

romvos τελειώνω  music α-τέ-λειω-τος
-Λέμε και ατελείωτος.

 

 

ατελιέ [το] ουσιαστικό
check1 Το ατελιέ είναι ο χώρος που δουλεύει ένας ζωγράφος ή ένας γλύπτης.

circle1 εργαστήριο  music α-τε-λιέ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ατμός [ο] ουσιαστικό (ατμοί) 

eikona060

check1 Όταν βράζει το νερό, λιγοστεύει σιγά σιγά, γίνεται ατμός και φεύγει πάνω από την κατσαρόλα. O ατμός είναι ζεστός και μοιάζει με σύννεφο. Αν προσπαθήσουμε να τον πιάσουμε, αφήνει στο χέρι μας νερό. 

circle1 αχνός  music α-τμός

 

 

 

ατμόσφαιρα [η] ουσιαστικό
check1 Η ατμόσφαιρα είναι το στρώμα αέρα που υπάρχει γύρω από τη γη και άλλους πλανήτες.  music α-τμό-σφαι-ρα

 

 

άτομο [το] ουσιαστικό (άτομα)
check1 Έξω από το σινεμά υπήρχαν πολλά άτομα που περίμεναν να πάρουν το εισιτήριό τους. Ήταν μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι.  music ά-το-μο

 

 

ατύχημα [το] ουσιαστικό (ατυχήματα)

eikona059

check1 Όταν μας συμβαίνει ένα ατύχημα, γίνεται κάτι πολύ άσχημο χωρίς να το περιμένουμε.  romvos τύχη, τυχερός, άτυχος  

music α-τύ-χη-μα


 

 

 

O κύριος Γιάννης έπαθε ένα μικρό ατύχημα:
μία γλάστρα έπεσε στο κεφάλι του.

 

 

άτυχος, άτυχη, άτυχο επίθετο (άτυχοι,άτυχες, άτυχα)
check1 Όταν κάποιος είναι άτυχος, δεν έχει τύχη, δεν έρχονται τα πράγματα όπως τα θέλει. Αν είναι πολύ άτυχος, τίποτα δεν του πάει καλά.
pen1 O Κώστας ήταν πολύ άτυχος χθες. Έπεσε και χτύπησε το πόδι του στο ποδόσφαιρο.  circle2 τυχερός  romvos Η ατυχία του Κώστα δεν περιγράφεται.

music ά-τυ-χος

 

 

αυγή [η] ουσιαστικό
check1 Το καλοκαίρι ο θείος Αλέκος σηκώνεται την αυγή για να κάνει τις πρώτες του δουλειές πριν πιάσει ζέστη.
Σηκώνεται πολύ νωρίς το πρωί. 

music αυ-γή

 

 

αυγό [το] ουσιαστικό (αυγά)
check1 Αυγό γεννάει η κότα. Το τρώμε βραστό, τηγανητό ή ομελέτα. Αυγά γεννούν και όλα τα πουλιά, τα ερπετά, τα ψάρια και τα έντομα. Μέσα στο αυγό μεγαλώνει το μικρό τους, μέχρι να το σπάσει και να βγει.

eikona061

romvos Στις σούπες και τα ντολμαδάκια βάζουμε αυγολέμονο για να νοστιμέψουν.  music αυ-γό
-Γράφουμε και αβγό.

 

 

αυθόρμητος, αυθόρμητη, αυθόρμητο επίθετο (αυθόρμητοι, αυθόρμητες, αυθόρμητα)
check1 Όταν είσαι αυθόρμητος, κάνεις κάτι με προθυμία χωρίς πολλή σκέψη, γιατί έτσι το αισθάνεσαι. Αυτό που κάνεις, γίνεται αυθόρμητα.  

pen1 «Ποιο παιδάκι θα μου δώσει ένα γλυκό φιλί;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης μπαίνοντας στο σπίτι. «Εγώ, εγώ, εγώ!» φώναξε αυθόρμητα η Αθηνά.  

music αυ-θόρ-μη-τος

 

 

αυλάκι [το] ουσιαστικό (αυλάκια)
check1 Το αυλάκι είναι ένα στενό, ρηχό και μακρύ άνοιγμα στην επιφάνεια της γης.

pen1 O Κώστας και η Αθηνά έκαναν ένα αυλάκι γύρω από το κάστρο που έφτιαξαν στην άμμο.  music αυ-λά-κι

 

 

αυλή [η] ουσιαστικό (αυλές)

eikona062

check1 Η αυλή είναι ο ανοιχτός χώρος έξω από ένα σπίτι ή άλλο κτίριο. O χώρος αυτός έχει συνήθως φράχτη γύρω γύρω κι είναι στολισμένος με λουλούδια και δέντρα.

romvos προαύλιο  music αυ-λή

Η αυλή του κυρίου Μιχάλη.

 

 

αυξάνω, αυξάνομαι ρήμα (αύξησα, θα αυξήσω)
check1 Όταν αυξάνεις κάτι, το κάνεις πιο μεγάλο.  pen1 Με την καινούρια χρονιά οι γονείς του Κώστα αύξησαν το χαρτζιλίκι του κατά 50 λεπτά.  circle1  μεγαλώνω  circle2 ελαττώνω

romvos O Κώστας είπε ότι η αύξηση ήταν μικρή.  music αυ-ξά-νω

 

 

αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό επίθετο (αυστηροί, αυστηρές, αυστηρά)
check1 Όταν κάποιος είναι αυστηρός, είναι πολύ σκληρός με τους άλλους και δε συγχωρεί τα λάθη.  pen1  O κύριος Μιχάλης είναι αυστηρός με τα παιδιά και τους βάζει συνέχεια τις φωνές.  romvos αυστηρά  music αυ-στη-ρός

 

 

αυτί [το] ουσιαστικό (αυτιά)
check1 Τα αυτιά μας είναι δύο, ένα από κάθε μεριά του κεφαλιού μας και μας χρησιμεύουν για ν' ακούμε.
check2 O Κώστας δεν πιστεύει στ' αυτιά του, δηλαδή αυτό που ακούει του φαίνεται απίστευτο.  music αυ-τί  'το σώμα μας'

 

 

αυτόγραφο [το] ουσιαστικό (αυτόγραφα) 
check1 Το αυτόγραφο είναι η υπογραφή ή τα λόγια που γράφει με το ίδιο του το χέρι ένας διάσημος άνθρωπος, όταν κάποιος που τον θαυμάζει του ζητάει μία αφιέρωση. pen1 Μετά τη συναυλία, η Αλίκη έδειχνε σε όλους το αυτόγραφο του αγαπημένου της τραγουδιστή.  music αυ-τό-γρα-φο

 

 

αυτοκίνητο [το] ουσιαστικό (αυτοκίνητα)

eikona063

check1 Το αυτοκίνητο έχει τέσσερις ρόδες, πόρτες για να μπαίνουμε μέσα, χώρο για τα πράγματά μας στο πίσω μέρος κι ένα τιμόνι για να το οδηγούμε. Με το αυτοκίνητο πάμε όπου θέλουμε. Για να προχωρήσει το αυτοκίνητο, καίει βενζίνη.

circle1 αμάξι  romvos αυτοκινητάκι  music αυ-το-κί-νη-το

 

 

αυτοκινητόδρομος [ο] ουσιαστικό (αυτοκινητόδρομοι)
check1 O αυτοκινητόδρομος είναι ένας μεγάλος δρόμος με πολλές λωρίδες για να πηγαίνουν πολλά αυτοκίνητα γρήγορα από τη μία πόλη στην άλλη.  

romvos αυτοκίνητο, δρόμος  music αυ-το-κι-νη-τό-δρο-μος

 

 

αυτοκόλλητο [το] ουσιαστικό (αυτοκόλλητα)

eikona064

check1 Το αυτοκόλλητο είναι μία εικόνα που κολλάει από μόνη της, γιατί έχει κόλλα από τη μία της πλευρά.

romvos κολλάω, κόλλα  music αυ-το-κόλ-λη-το

 

 

 

αυτοκράτορας [ο], αυτοκρατόρισσα [η] ουσιαστικό (αυτοκράτορες, αυτοκρατόρισσες)
check1 Αυτοκράτορας
είναι ο βασιλιάς που εξουσιάζει πολλές χώρες. 

music αυ-το-κρά-το-ρας 

 

 

αυτόματος, αυτόματη, αυτόματο επίθετο (αυτόματοι, αυτόματες, αυτόματα)
check1 Όταν κάτι είναι αυτόματο, λειτουργεί από μόνο του χωρίς να κάνουμε κάτι εμείς γι' αυτό. Λειτουργεί αυτόματα.  

pen1 Όταν ο κύριος Δημήτρης λείπει από το μαγαζί του, έχει αυτόματο τηλεφωνητή για ν' απαντάει στα τηλεφωνήματα.  romvos αυτόματα  

music αυ-τό-μα-τος

 

 

αφαίρεση [η] ουσιαστικό (αφαιρέσεις) velos αφαιρώ

 

 

αφαιρώ, αφαιρούμαι ρήμα (αφαίρεσα,θα αφαιρέσω)
check1 Όταν αφαιρείς έναν αριθμό από έναν άλλο, αυτό που μένει είναι ένας μικρότερος αριθμός. Κάνεις αφαίρεση.  pen1 Η Αθηνά αφαίρεσε τα δύο από τα πέντε αυτοκόλλητα που είχε και τα έδωσε στην Ελένη. Έτσι της έμειναν τρία.
check2 Όταν αφαιρείσαι, το μυαλό σου ταξιδεύει μακριά και δεν προσέχεις τι γίνεται γύρω σου.  romvos αφαίρεση  music α-φαι-ρώ

 

 

αφέντης [ο], αφέντρα [η] ουσιαστικό (αφέντες)
check1 Αφέντης είναι αυτός που δίνει διαταγές και αποφασίζει για όλους τους άλλους.

circle1 άρχοντας  circle2 σκλάβος, υπηρέτης  music α-φέ-ντης

 

 

αφετηρία [η] ουσιαστικό (αφετηρίες) 
check1 Η αφετηρία ενός λεωφορείου είναι εκεί απ' όπου ξεκινάει το λεωφορείο πριν κάνει την πρώτη στάση.
check2 Oι αθλητές ενός αγώνα δρόμου τρέχουν από την αφετηρία μέχρι το τέρμα.  

circle2 τέρμα  music α-φε-τη-ρί-α

 

 

αφήνω ρήμα (άφησα, θα αφήσω)
check1 Όταν αφήνεις κάτι, δεν το κρατάς πια, δεν το παίρνεις μαζί σου.

pen1 O Κώστας άφησε την τσάντα του στο δωμάτιό του και πήγε στην κουζίνα να φάει.  circle1 παρατώ  circle2 κρατώ, παίρνω
check2 Όταν αφήνεις κάποιον να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζεις, του το επιτρέπεις.

pen1 O κύριος Γιάννης άφησε τον Κώστα να πάει εκδρομή με τους φίλους του.

circle1 επιτρέπω  circle2 εμποδίζω, απαγορεύω  music α-φή-νω

 

 

αφηρημένος, αφηρημένη, αφηρημένο επίθετο (αφηρημένοι, αφηρημένες, αφηρημένα)
check1 Όταν κάποιος είναι αφηρημένος, δεν προσέχει, το μυαλό του είναι αλλού και όχι σ' αυτό που κάνει.  pen1 Η Αθηνά περπατούσε αφηρημένη και δεν είδε την μπάλα που ερχόταν προς το μέρος της. 

circle1 απρόσεκτος  circle2 συγκεντρωμένος, προσεκτικός

romvos αφαιρώ  music α-φη-ρη-μέ-νος

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

άφιξη [η] ουσιαστικό (αφίξεις)
check1 Η ξαφνική άφιξη του θείου Τάκη από την Κρήτη ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον Κώστα. Το ότι ήρθε ξαφνικά ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον Κώστα.

circle1 ερχομός  circle2 αναχώρηση

music ά-φι-ξη

 

 

αφίσα [η] ουσιαστικό (αφίσες)

check1 Η αφίσα είναι ένα μεγάλο χαρτί κολλημένο στον τοίχο που δείχνει, ανακοινώνει ή διαφημίζει κάτι.
check2 Βάζουμε αφίσες στο δωμάτιό μας για να το ομορφύνουμε.  

pen1 O Κώστας έχει βάλει μία αφίσα στον τοίχο με τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή.  music α-φί-σα

Δες κολλώ

 

 

αφρίζω ρήμα (άφρισα, θα αφρίσω)
check1 Όταν κάτι αφρίζει, κάνει αφρούς, δηλαδή πολλές φουσκάλες μαζεμένες.  

pen1 Η Αθηνά τρελαίνεται να πλένεται με σαπούνια που αφρίζουν πολύ. 
check2 O κύριος Μιχάλης άφρισε από το κακό του, όταν βρήκε σκουπίδια μπροστά στο σπίτι του. Θύμωσε πολύ.  romvos αφρός, αφρόλουτρο  music α-φρί-ζω

 

 

αφρόλουτρο [το] ουσιαστικό (αφρόλουτρα)
check1 Όταν κάνεις αφρόλουτρο, περνάς αρκετή ώρα στη μπανιέρα μέσα στο ζεστό νερό και τους αφρούς από το σαπούνι.
check2 Το αφρόλουτρο είναι το υγρό σαπούνι που βάζεις στο νερό της μπανιέρας. Μυρίζει ωραία και κάνει πλούσιο αφρό.  romvos αφρός, αφρίζω  music α-φρό-λου-τρο

 

 

αφρός [ο] ουσιαστικό (αφροί)

eikona065

check1 Όταν πλένεσαι με σαπούνι και νερό, το σαπούνι κάνει αφρό, πολλές μικρές άσπρες φουσκάλες που μένουν στην επιφάνεια του νερού. Αφρό κάνουν η θάλασσα και η μπίρα. 

romvos αφρίζω,αφρόλουτρο  music α-φρός

 

 

αχ επιφώνημα
check1 Λέμε αχ, όταν αισθανόμαστε πόνο, χαρά, λύπη ή επιθυμία. 

pen1 «Αχ, τα καημένα τα σκυλάκια,πεινάνε!» σκέφτηκε η θεία του κυρίου Μιχάλη.

music αχ

 

 

αχάριστος, αχάριστη, αχάριστο επίθετο (αχάριστοι, αχάριστες, αχάριστα)
check1 Όταν κάποιος είναι αχάριστος, ξεχνάει το καλό που του έκαναν.  

music α-χά-ρι-στος

 

 

αχλάδι [το] ουσιαστικό (αχλάδια)

eikona066

check1 Το αχλάδι είναι ένα πράσινο φθινοπωρινό φρούτο. Είναι στρογγυλό στο κάτω μέρος και γίνεται πιο μακρύ και πιο στενό προς το κοτσάνι.

romvos Το δέντρο που κάνει τ' αχλάδια, είναι η αχλαδιά.  music α-χλά-δι

 

 

άχνα [η] ουσιαστικό 
check1 Η άχνα είναι ο πολύ μικρός θόρυβος που κάνει κανείς, όταν αναπνέει. Τη λέξη άχνα τη χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος κάνει πολλή ησυχία ή δε λέει απολύτως τίποτα.  pen1 O Πιτσικόκος είδε τη Ροζαλία να πλησιάζει και από το φόβο του δεν έβγαλε άχνα όλη την ημέρα.  romvos αχνός  music ά-χνα

 

 

αχνός [ο] ουσιαστικό (αχνοί)
check1 O αχνός είναι ο ατμός που σχηματίζεται, όταν κάτι είναι πολύ ζεστό.

pen1 O Νίκος άνοιξε το φούρνο της κυρίας Μαργαρίτας και τα γυαλιά του γέμισαν αχνούς.  circle1 ατμός  romvos άχνα  music α-χνός

 

 

άχρηστος, άχρηστη, άχρηστο επίθετο (άχρηστοι, άχρηστες, άχρηστα)
check1 Όταν κάτι είναι άχρηστο, το πετάμε ή το δίνουμε σε κάποιον άλλον, γιατί δεν το χρησιμοποιούμε πια ή γιατί δε χρησιμεύει σε τίποτα.  circle2 χρήσιμος

romvos χρησιμοποιώ, χρησιμεύω  music ά-χρη-στος

 

 

άχρωμος, άχρωμη, άχρωμο επίθετο (άχρωμοι, άχρωμες, άχρωμα)
check1 Όταν κάτι δεν έχει χρώμα ή μοιάζει σαν να μην έχει χρώμα, λέμε πως είναι άχρωμo. Τα τζάμια, το νερό, οι ατμοί είναι άχρωμα.
check2 Όταν κάποιος είναι άχρωμος, έχει χλωμιάσει.  circle1 χλωμός  

romvos χρώμα, χρωματιστός, χρωματίζω  music ά-χρω-μος

 

 

άχυρο [το] ουσιαστικό (άχυρα)  

eikona067

check1 Τα άχυρα είναι τα ξερά κοτσάνια δημητριακών, όπως του σιταριού και το κριθαριού. Είναι ξερά χόρτα που καίγονται πολύ εύκολα. Τα τρώνε κάποια ζώα όπως η αγελάδα και το άλογο.  

music ά-χυ-ρο

 

 

- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να  βρεις τη λέξη λάδι.
Τι είμαι; …………………………………………………………………………………………………………