Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β΄ Γενικού Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Νίκος - Γαβριήλ Πεντζίκης

Αρχείον

(Φάκελος οκτώ: Ορφάνια, παιχνίδια και παραμυθία εκκλησιαστική)

ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟΝ ο Πεντζίκης καταγράφει περιστατικά από την καθημερινή ζωή μέσα σε μια θρησκευτική ατμόσφαιρα, όπου συγχέονται τα όρια ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, τους αμαρτωλούς και τους αγίους. Όλα αυτά τα περιστατικά εντάσσονται μέσα στον αγαπημένο χώρο του συγγραφέα, τη Θεσσαλονίκη, ή έχουν τουλάχιστο κάποια σχέση με αυτή.

Αφήγηση για μια μάνα που ορφάνεψε, χάνοντας προ ετών το σύζυγο...

 

Κάθεται δίπλα στο φθαρμένο μπαούλο των αναμνήσεων και σκέπτεται. Ήπιε τον καφέ και το μισό ποτήρι του νερού. Μαζί με τη λεμονόκουπα που έστιψε, σταλάζοντας λίγο χυμό στο υγρό που την ξεδίψασε, τοποθετημένα στο μικρό δισκάκι, αφήκε τα τρία πράγματα της ξεκούρασης από τον καθημερινό μόχθο, απάνω στο ξεκλείδωτο παλιό σεντούκι, δίπλα στο καμωμένο από τον κάλυκα του βλήματος που της στέρησε τον σύντροφο, ανθοδοχείο με αμάραντα ξηρανθή.

Όλα αυτά τα αντικείμενα μετατοπίζονται την ώρα που το παιδί επιστρέφει από το σκολειό. Τότε το σκέπασμα του μπαούλου ανοίγει και η μάνα, έχοντας το παιδί πάνω στα γόνατα, αρχινά να του λέει ιστορίες διάφορες, που αποτελούν έναν διαφορετικό τρόπο αγωγής, από την σχολική παιδεία. Καταρχήν ένα φιλάκι για το καλωσόρισμα. Οι ερωτήσεις για το πώς τα πήγε με το δάσκαλο. Μετά η πρώτη αφορμή χαδιών, μ' ένα παιχνιδάκι ερωταποκρίσεων: — «Πήγες στο κυνήγι;» — «Σκότωσες λαγό;» — «Τι τον έκαμες;» — «Πού τον έβανες;». Εν συνεχεία η προσπάθεια να ανοιχτεί το ερμάρι*, των δύο σφιχτά κλεισμένων παλαμών του παιδιού, ώστε να βρούνε μέσα την επαλήθευση των λεγομένων. Το λαγό καλομαγειρεμένο, στιφάδο. Σπάνει το πρώτο κλειδί: «τσακ». Τοιμάζει ο χαλκιάς ένα δεύτερο. Μ' αυτό ανοίγει η ντουλάπα, αλλά δε βρίσκουν μέσα τίποτα. Το παιχνίδι συνεχίζεται με σειρά αλλεπάλληλων ερωτήσεων περί του τι έγινε ο μεγαλύτερος λαγός. Απάντηση πρώτη: — «Τον έφαγε η γάτα». Μετά ότι την γάτα, που ήταν πάνω στα κεραμίδια, την πήρε το ποτάμι προκαλώντας βλάβες σ' όλο το σπίτι. Όσον αφορά την αγελάδα που ρούφηξε το ποτάμι, παρέχεται εν συνεχεία η πληροφορία ότι την έσφαξε ο χασάπης και ότι ο χασάπης πέθανε και βγάλανε το ξόδι* του, από της Καλαμαριάς την πόρτα. Λέγοντας τα στερνά αυτά λόγια, η μάνα γαργαλάει το μικρό παιδί στο λαιμάκο του, λέγοντας: «Πράσα μ' γένεια και μουστάκια» και το παιδί αναταράζεται ολόκληρο, καταλήγοντας από τα ζηλότυπα γελάκια στα δάκρυα.

Η θετική γνώση, που αποκομίζει μετά απ' όλα αυτά το μικρό παιδί, είναι ένα θάρρος ανεξάντλητο, αντίκρυ στις εξελίξεις της ζωής, όποιες κι αν είναι, χαρούμενες, δυσάρεστες ή τραγικές, μια και όλες περατούνται σ' ένα χάδι τρυφερό της μάνας. Θα άξιζε κανένας, σκέφτεται μέσα του το παιδί, να ζήσει, εκατομμύρια φορές πεθαίνοντας, προκειμένου να αισθανθεί το ενθουσιαστικό γαργαλητό του χαδέματος.

Σαφέστερος γίνεται ο κοσμολογικός προσανατολισμός του παιδιού, ακούγοντας τη μάνα να του επαναλαμβάνει, ατέλειωτες φορές, τραγουδιστά το «Ντίλι-ντίλι-ντίλι», με τις σταθερά επαναλαμβανόμενες έννοιες του καντηλιού που φωτά, και της κόρης που συνεχίζει να κεντά, παρ' όλες τις ποικίλες επιπτώσεις της καθ' ημέραν ζωής. Το παιδί διδάσκεται ότι ο κόσμος είναι κάτι ευρύτερο από το μικρό του κορμί, που τ' αγαπά, το φροντίζει και γλυκά το φιλάει η μάνα. Προκειμένου ν' αντιπροσωπεύσει ως παρουσία ολόκληρο τον κόσμο, σκέφτεται ότι πρέπει να ταυτιστεί, με τις ρυθμικά επαναλαμβανόμενες, μετά από κάθε επεισόδιο και φάση της ζωής, που περιγράφει το παιδικό τραγούδι, μορφές του καντηλιού και της κόρης. Ποια είναι η θαυμαστή αυτή κόρη που όλα συμβαίνουν, δίχως καθόλου να διαταράσσουν το ρυθμό του κεντήματός της; Είδε πολλές φορές τα βράδια τη μάνα του να κεντά. Μήπως τάχα είν' αυτή η κόρη; Ένα πρωί, λοιπόν, τη ρωτά: «Μάνα, δε θα' θελες τάχα, που ο πατέρας μάς άφηκε, πηγαίνοντας κάτω απ' τα χώματα ν' αναπαυθεί και να κοιμηθεί, να σε πάρω εγώ γυναίκα μου, να πάψεις να κλαις και να 'σαι συλλογισμένη;». Όταν η μάνα του δεν αποκρίθηκε τίποτε, το παιδί άρχισε να συλλογιέται μήπως τάχα η κόρη ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα, που στο τέλος του παραμυθιού, κατατροπώνει το λύκο, που ήθελε να καταπιεί όλα τ' αγαπημένα της πρόσωπα; Παρακαλάει, λοιπόν, τη μάνα του να του κάμει δώρο ένα δαχτυλίδι, για να μπορεί να λέει, σε όσους δε θα το ξέρουν και θα το ρωτούν, ότι είναι παντρεμένος οριστικά με το μικρό κορίτσι του παραμυθιού.

Η μάνα πηγαίνει ταχτικά το παιδί της στην εκκλησία, όπου η καρδιά του ολάκερη γεμίζει θαυμασμό για τα καντήλια που ανάβουν. Φωτίζουν οι φλογίτσες, που αναλώνουν το λάδι μέσα στα γυάλινα δοχεία, τα Άγια Πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν τη ζωή, στον τόπο όπου βρίσκεται τώρα ο πατέρας του. Κοντά σ' αυτά το πρόσωπο μιας κόρης, που είναι ταυτόχρονα μάνα σαν τη δική του. Καταλαβαίνει το χρέος του, πέρα απ' όσα ατομικά φαντάζεται, ότι πρέπει διπλά ν' αγαπά τη μορφή εκείνη. Την πρώτη κιόλας φορά, που η χήρα μάνα τον σήκωσε για να μπορέσει ν' ασπαστεί την εικόνα της Παναγίας, αφήκε απάνω στο εικόνισμα διπλά φιλιά αγάπης.

Επιστρέφοντας σπίτι διδάσκεται παίζοντας τα περί εξ ενός και μιας αρχής προελεύσεως της πολυμορφίας και πολυπροσωπίας του κόσμου, επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ατέλειωτη και αύξουσα σειρά φράσεων, που καταπολεμούν κάθε γλωσσοδέτη και κόμπιασμα, καταπώς άκουσε τη μάνα του να λέει: «Ο Γκέκας, ο γιος του Γκέκα, ο γιος του γιου του Γκέκα, ο γιος του γιου του γιου του Γκέκα» και ούτω καθ' εξής, συνέχεια μέχρι που νύχτωσε και πήγε να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.

Είχε πια μέσα του καταλάβει για καλά τη βιβλική ευχή του Δημιουργού όλων των κτισμάτων «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», όταν πήγε στην Εκκλησία να κοινωνήσει, για να τον βοηθήσει ο Θεός να μεγαλώσει, να παντρευτεί την Πεντάμορφη, γεμίζοντας όλο τον κόσμο με παιδιά. Πρόθυμα άνοιξε το στοματάκι του το παιδί, να δεχτεί την Αγία Κοινωνία, που του πρόσφερε με το κουταλάκι ο Παπάς, επιλέγοντας: «Σώμα και αίμα Χριστού».

Σπίτι του το παιδί επιστρέφοντας, σκέφτεται να ποτίσει τις γλάστρες με τα φτωχά λουλουδάκια που περιποιείται· έχοντας λοιπόν καταλάβει ποια είναι η δύναμη που συνέχει τους πάντας, παρέχοντας στον καθένα και το καθετί, τη δυνατότητα της αυξήσεως, ρίχνοντας το νερό στα φυτά, με τη σοβαρότητα που έχουν τα μικρά στα παιχνίδια τους, πιστεύοντας ότι, με όσα κάνουν, ερμηνεύουν σωστά τη ζωή, επαναλαμβάνει το του Ιερέως: «Σώμα και αίμα Χριστού».

Το ακούει το παιδί η μάνα και βάνει τα κλάματα, προσπαθώντας μέσα της να διακρίνει τις αφορμές, που την έφεραν αντιμέτωπη σε τόσες και τόσες δοκιμασίες. Πολύ αργότερα, μιαν άλλη μέρα, γύρισε από το σχολείο το μικρό παιδί κλαμένο. Δεν ήξερε ν' απαντήσει πού ακριβώς βρίσκεται το Γαλαξίδι και ο δάσκαλος το τιμώρησε.

Η μητέρα ευθύς έσπευσε ν' ανοίξει έναν εικονογραφημένο άτλαντα της Ελλάδος, δείχνοντας στο παιδί της τη διαμόρφωση των βορείων ακτών του Κορινθιακού κόλπου. Ο Νομός Κορινθίας από κάτω μεριά ήταν βαμμένος μ' ένα πράσινο σαν τα φύλλα του αμπελιού. Δυτικότερα η Επαρχία Αιγιαλείας και ολόκληρος ο Νομός Αχαΐας είχε το χρώμα από τις ώριμες κρεμασμένες στα δέντρα αμπουρνέλες. Αντίκρυ ο Νομός Αιτωλοακαρνανίας έμοιαζε με ελαφρά βαμμένο καφέ σανίδι. Ο Νομός Φωκίδος με πρωτεύουσα την Άμφισσα, στο χρώμα του σπόρου από το ώριμο ρόδι. Είδε το παιδί τη θέση που αγνοούσε, στ' άνοιγμα του Κόλπου της Ιτέας ή Κρισσαίου Κόλπου, με τους Δελφούς ψηλά, στην άκρη ενός κάμπου γεμάτου ελιές. Το δάχτυλο του παιδιού, ταξίδευε πάνω στο γαλάζιο του θαλερού Κορινθιακού, αποθαυμάζοντας τα σχήματα από τις τριγύρω στεριές, ενώ συλλαβιστά διάβαζε τα ονόματα των τοπωνυμίων και των βουνών. Ρωτάει καταρχήν γιατί το Γαλαξίδι, που εξαιτίας του τον κατσάδιασε ο δάσκαλος, το είπανε έτσι παράξενα. Η μάνα μη ξέροντας σωστά το γιατί, απάντησε αυτοσχεδιάζοντας μια ιστορία ικανή να διασκεδάσει το πονεμένο της παιδί.

«Μια φορά, είπε, ένας ντόπιος Σαλονικιός, απ' αυτούς που σπάνια παραπονιούνται για οτιδήποτε τους συμβαίνει, γιατί η αγάπη του Θεού και του Πολιούχου του τόπου της καταγωγής των, τους έχει μάθει τα πάντα να δέχονται και να υπομένουν, βρέθηκε στο Γαλαξίδι, που ξακούστηκε έναν καιρό πολύ σαν λιμάνι ναυτικό με πλήθος καράβια.

«Μεθαύριο Κυριακή, βγαίνοντας από την Εκκλησία θα σε πάρω από το χεράκι, να δεις την οδό, που πήρε όνομα από τους μεγάλους Λιτοχωρινούς Καραβοκύρηδες, που εγκαταστάθηκαν μετά στη Θεσσαλονίκη. Έτσι θα καταλάβεις καλύτερα και όλα όσα αφορούν τον τόπο των άλλων Γαλαξιδιωτών Καραβοκυραίων».

Βρέθηκε λοιπόν ο Σαλονικιός στο Γαλαξίδι, μετά που τα τρικούβερτα ιστιοφόρα του χάθηκαν. Ένα πρωί, ξυπνώντας, πήγε να πιει ένα γάλα σ' ένα γαλακτοζαχαροπλαστείο σιμά στην παραλία. Πίνει μια πρώτη γουλιά και μια δεύτερη και καταλαβαίνει ότι το γάλα δεν ήταν καλό, ούτε νωπό, ούτε φρέσκο, αλλά ξινισμένο. Μιλά στο γκαρσόνι που τον είχε σερβίρει και εκείνο τον παραπέμπει στο αφεντικό του, τον καταστηματάρχη. Ο καταστηματάρχης στέλνει τον καλό μας άνθρωπο, που δεν αγαπούσε τις αντεγκλήσεις, ξέροντας πως, αν φούντωνε η κουβέντα, ο μαγαζάτορας θα τον διαβολόστελνε, προκειμένου λοιπόν να πάει ν' ανταμώσει το διάβολο, προτίμησε να πάει να βρει τον μεταπράτη*, που μ' ένα τρίκυκλο έφερνε στο κατάστημα τα δοχεία με το γάλα. Μετά πήγε στο χονδρέμπορα, που συγκέντρωνε τα γάλατα όλης της περιοχής.

— «Τι ωραία που είναι όσα μου διηγιέσαι, μαμά», λέει το παιδί, φιλώντας στο πηγούνι τη μάνα του, που του ανταποδίδει αμέσως το φιλί, με τόκο και επιτόκιο στο διπλάσιο.

— «Μετά τον χονδρέμπορα, τι έκανε, μάνα, ο καλός ο Σαλονικιός;»

— «Πήγε σ' όλους τους κτηνοτρόφους, όπου κάθε τσέλιγκας, ξέχωρα, βρισκόταν εγκαταστημένος με τα κοπάδια, τα ζωντανά. Δες στο χάρτη πού πέφτουν τα βουνά τα Τρίκορφα. Ανέβηκε τις πλαγιές τους, πέρασε από την Αγία Ευθυμία, τους Πενταγιούς, τη Βουνιχώρα και όλα τ' άλλα τα χωριά γυρεύοντας την αιτία, που το γάλα που γεύτηκε ήταν ξινό. Σα να μην έφτανε όλος αυτός ο κόπος, πήρε τους δρόμους προς τα λιβάδια και τις βοσκιές, γυρεύοντας έναν έναν τους πιστικούς που σαλάγαγαν τα γιδοπρόβατα, σύμφωνα με την υπόδειξη του κάθε τσέλιγκα. Στο μεταξύ πέρασαν χρόνια και καιροί, ώστε είχε μάθει πια να συνεννοείται με τα ζώα, στα οποία τσομπάνηδες τον παρέπεμψαν να πληροφορηθεί.

— «Τι του είπαν τα ζώα, μια και ήξερε μαζί τους να μιλά;»

— «Τον έστειλαν να ρωτήσει τα χορτάρια και τα λουλούδια».

— «Ήξερε και μ' αυτά να κουβεντιάζει;»

— «Βέβαια. Κατάλαβε ότι του 'λεγαν να πάει να ρωτήσει τα σύννεφα, που άλλοτε ρίχνουν νερό ποτίζοντας την πλάση και άλλοτε όχι».

— «Έφτασε τόσο ψηλά μάνα;»

— «Ακόμα πιο πολύ, παιδάκι μου. Ρώτησε ένα προς ένα όλα τ' άστρα που λάμπουν στον ουρανό, διδάσκοντας καθημερινά τη δόξα του Θεού.

— «Τι έγινε μετά, μητέρα;»

— «Βρέθηκε πάλι εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει, κάνοντας το Σταυρό του και λέγοντας «Δόξα σοι ο Θεός». Εξαιτίας λοιπόν απ' αυτή την ευχή του Σαλονικιού, για να μάθει ο κόσμος και να ξέρει, ονομάσανε και το παλιό ναυτικό λιμάνι Γαλαξίδι.

Ν.Γ. Πεντζίκης, «Μήτηρ και τέκνο», (τέμπερα, 1989)


ερμάρι: ντουλάπα.
ξόδι: κηδεία.
μεταπράτης: μεταπωλητής, μεσάζοντας, έμπορας.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

εικόνα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να βρείτε τα στοιχεία του κειμένου που έχουν λαϊκή προέλευση.
  2. Η μάνα προσφέρει στο παιδί «ένα διαφορετικό είδος αγωγής από τη σχολική». Πού βρίσκεται η διαφορά;
  3. Πώς γίνεται η θρησκευτική αγωγή του παιδιού;
  4. Με ποιο τρόπο εισάγει η μητέρα το παιδί στη γεωγραφική γνώση;
  5. Πώς συσχετίζει ο συγγραφέας το Γαλαξίδι με το Λιτόχωρο και τη Σαλονίκη;