Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β΄ Γενικού Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

ΘΕΑΤΡΟ

Το τίμημα της λευτεριάς

ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ Το τίμημα της λευτεριάς (Κατσαντώνης) γράφτηκε, το 1958 και αντλεί την υπόθεσή του από την ιστορία: Αναφέρεται στη σύλληψη του Κατσαντώνη. Ο ξακουστός κλέφτης της Ρούμελης με ισχυρό ένοπλο σώμα και με ορμητήριο τα Άγραφα, το Βάλτο και το Ξηρόμερο έλεγχε ολόκληρη την περιοχή ως την Ήπειρο και είχε γίνει ο φόβος των Τούρκων και του Αλή Πασά. Τον συνέλαβαν το 1807, ενώ ήταν άρρωστος από ευλογιά, στη σπηλιά τον Μοναστηριού των Αγράφων, και τον εκτέλεσαν με φριχτό τρόπο στα Γιάννενα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρουσιάζουμε την πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης.

Στο σεράι του Αλή Πασά

Αίθουσα στο σεράι του Αλή Πασά, στα Γιάννενα. Μπαίνουν οργανοπαίχτες που παίζουν ανατολίτικο σκοπό. Ακολουθούν: ο Αλή Πασάς, γέρος, έτσι που τον έχει ζωγραφίσει ο L. Dupré· η Κυρά Βασιλική με εθνική φορεσιά· ο Βελή Γκέκας* κι ο Γιουσούφ Αράπης με σαλβάρια*, αρματωμένοι (ο πρώτος είναι ένας πελώριος Τουρκαλβανός, ο δεύτερος είναι Αφρικανός)· ο Μάνθος Οικονόμου*, σοφολογιότατος με ρεντιγκότα*· ο Θανάσης Βάγιας* με φουστανέλα.

Ο Αλή Πασάς στρώνεται σ' ένα ντιβάνι, η Κυρά Βασιλική κάθεται, οι άλλοι μένουν όρθιοι.

 

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Να σταματήσει αυτή η μουσική! Να μην ακούω τέτοιες κλάψες!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [στους μουσικούς]. Χορέψτε, ωρέ! Χορέψτε, να κάνει χάζι ο Πασάς!

[Οι μουσικοί παίζουν ένα ζωηρό σκοπό και μερικοί απ' αυτούς χορεύουν.
Ο Αλή Πασάς παρακολουθεί το χορό με αδιαφορία, ενώ οι έμπιστοί του
συνοδεύουν χτυπώντας τις παλάμες.]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Φτάνει! Φτάνει! Βαρέθηκα πια και τις μουσικές σας και τους χορούς σας!

[Οι μουσικοί στέκονται με αμηχανία]

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [στους μουσικούς]. Τι αποσβολωθήκατε, ωρέ! Γκρεμιστείτε από δω! Δεν τ' ακούσατε που ο Πασάς σάς βαρέθηκε;

[Οι μουσικοί φεύγουν φοβισμένοι]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Βαρύ φορτίο η εξουσία, ωρέ κοπέλια μου! Πιο βαρύ κι από τη γυναίκα ωρέ! [Χαϊδεύει το χέρι της Κυρα-Bασιλικής]

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Αναντιρρήτως Εκλαμπρότατε.

ΒΑΓΙΑΣ: Έτσι είναι.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Σωστά. Πολύ σωστά.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Είμαι πολύ βασανισμένος άνθρωπος εγώ, ωρέ τσιράκια* μου!

ΒΑΓΙΑΣ: Το τι τραβάς ολημερίς κι ολονυχτίς για το καλό αυτού τόπου, Πασά μου, μονάχα εμείς εδώ οι έμπιστοί σου το κατέχουμε.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κοπιάζετε υπερανθρώπως, Εκλαμπρότατε. Ταλαιπωρείτε το υποκείμενό σας εις τον βωμόν του δημοσίου συμφέροντος.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ο κόπος, κυρ Μάνθο, είναι το λιγότερο. Εκείνο που με τρώει εμένα, είναι η αχαριστία της ανθρωπότητας.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Σωστά. Άτιμος κόσμος!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [στο Μάνθο Οικονόμου]. Τι να λένε, άραγες, για ανθρώπους σαν κι ελόγου μου, εκείνα τα αρχαία κιτάπια* που διαβάζεις όλη νύχτα;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Λέγουν: «Θαρσείν χρη*». Λέγουν: «Αιέν αριστεύειν*». Λέγουν «Μουσικήν ποίει και εργάζου*».

[Παρουσιάζονται δειλά στην πόρτα οι μουσικοί και αρχίζουνε να παίζουν]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Πάλι αυτοί; Πετάξτε τους όξω!

[Εξαφανίζονται οι μουσικοί. Ο Βελή Γκέκας βγαίνει από πίσω τους.
Ακούγεται θόρυβος από ξυλοκόπημα. Επιστρέφειο Βελή Γκέκας
διορθώνοντας το ζωνάρι του].

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Αθώοι άνθρωποι Πασά μου. Σε είδανε σεκλετισμένο* και νομίσανε πως θα σε παρηγορήσουνε.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [του πετά ένα πουγγί] Να, δώσε τους γρόσια!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [πετά το πουγγί απ' το παράθυρο, φωνάζοντας] Να, ωρέ, πάρτε γρόσια! Ξεκουμπιστείτε τώρα! Άιντε να χαθείτε!

[Ο Αλή Πασάς γελά χωρίς κέφι. Οι έμπιστοί του γελούν αυτόματα.
Μόλις σταματήσει ο Πασάς, σταματούν όλοι]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Πολύ μαύρος είσαι, ωρέ Γιουσούφ Αράπη.

ΓΙΟΥΣΟΥΦ: Ο Αλλάχ μ' έκανε Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Αχ! μες στη μαυρίλα ξεροψήνομαι. Μες στην όχτρητα και την προδοσία τρώω τη ζωή μου. Γιατί, ωρέ, με πολεμούνε άνθρωποι συντοπίτες μου; Γιατί μου σκοτώνουνε τους τσοχανταραίους* μου; Γιατί μου καταστρέφουνε το βιος μου; Γιατί μου πίνει το αίμα αυτός ο χαΐνης* ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης; Μιλάτε, ωρέ!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Κλέφτης είναι, Πασά μου· πόλεμο κάνει. Τι ήθελες να κάνει;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Γιατί να είναι Κλέφτης, ωρέ;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Ξέρω εγώ γιατί είναι Κλέφτης; Έτσι του σφύριξε. Μάζεψε καμπόσους τσαχπίνηδες* κι έπιασε το βουνό και κάνει τον καπετάνιο.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Μου 'καψε πάλι τις θημωνιές μου, ο αγιογδύτης. Τη θροφή των παλικαριών μου, από το στόμα τους την πήρε. Καταστροφή μεγάλη μου 'καμε. Και για ποιον, ωρέ, τα μαζεύω εγώ τ' αγαθά μου, με το αίμα της καρδιάς μου; Για το λαό δεν τα μαζεύω;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Όταν εγώ κυβερνώ, ποιος κυβερνά;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Ο λαός, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Όταν εγώ πλουτίζω, ποιος πλουτίζει;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Ο λαός, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Για ποιον, ωρέ Βασιλική, χτίζω γέφυρες, δρόμους, λιμάνια, κάστρα; Για ποιον κάνω πολέμους;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Για μας, Πασά μου, για το λαό σου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τέτοιο εμπόριο, σαν το σημερινό, είδανε, ωρέ, αυτά τα μέρη άλλη φορά; Τέτοιες μανιφατούρες*, ποιος τις ονειρεύτηκε πριν από μένα; Φτώχεια βρήκα, πλούτη έφερα. Τσαπατσουλιά και ρεμπελιό βρήκα, τάξη έφερα. Χωριατιά βρήκα, πολιτισμό έφερα, έργα μαστορικά έφερα, γιατροσόφια έφερα, τηλεσκόπια, μικροσκόπια έφερα. Τι θέλει λοιπόν και με κατατρέχει και με ρημάζει ο πεζεβέγκης* αυτός, ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Θέλει, λέει, να φύγουν οι Οθωμανοί και να μείνουνε μοναχοί τους οι Χριστιανοί.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ποιος τους πειράζει, ωρέ, τους Χριστιανούς σαν κάθονται στ' αυγά τους; Ωρέ Μάνθο Οικονόμου, ωρέ Θανάση Βάγια, Χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν είστε, που να σας φάει το μαύρο φίδι;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Φιλία και εμπιστοσύνη δε σας χάρισα; Μινίστρους* μου δε σας έκανα;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ωρέ Κυρά Βασιλική, Ρωμιά δεν είσαι;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Με την ευχή της Παναγιάς, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Σα βασίλισσα δε σ' έχω, ωρέ;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Να 'σαι καλά, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Η γλώσσα που μιλούμε σε τούτο το σεράι, των Ρωμιών η γλώσσα δεν είναι;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Άλλη γλώσσα δεν ακούω εδώ μέσα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [στους άλλους]. Σχολειά ρωμαίικα δεν υποστηρίζω;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Εκκλησιές χριστιανικές δε χτίζω;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τι σας λείπει, ωρέ Ρωμιοί, και μου βγαίνετε στο κλαρί; Σπίτια έχετε καλύτερα από τα δικά μας, γυναίκες όμορφες παντρεύεστε, φαΐ τρώτε, παράδες μαζεύετε, στο γκουβέρνο* σάς παίρνουμε, παπάδες έχετε, δασκάλους έχετε. Γιατί, ωρέ, δεν ησυχάζετε; Γιατί με παιδεύει και μου καίει τις θημωνιές μου ο εντεψίζης* αυτός ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Οι δύστηνοι* ομογενείς μου, Γαληνότατε, ευρήκαν προσφάτως λέξιν δαιμονικήν όπου πολλά ετάραξε τινάς εξ αυτών. Λιμπερτά είναι ο όρος· εις την αρχαίαν γλώσσαν των Ελλήνων, ελευθερία.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τι αξίζει, ωρέ, αυτό το λιμπερτά μπροστά σ' όλα τα καλά που έχετε σαν κάθεστε φρόνιμα;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω και να συγκρίνω. Είμαι υπάλληλος. Δια τον υπάλληλον τίποτε προσφιλέστερον δεν επιτρέπεται να υπάρχει από την υπεράνω αυτού κειμένην εξουσίαν.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τι θα το κάνουν, ωρέ, αυτό το λιμπερτά αν ποτές τους το δώσει ο Σατανάς;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κανείς δεν το εστοχάσθη, Υπέρτατε Βεζίρη. Αυτό όπου τους συμβαίνει είναι έξαρσις, φαντασιοκοπία, βακχεία, παραφροσύνη ίσως ή έρως.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Για μια λέξη, το λοιπόν, για μια παλαβομάρα, μ' αφανίζει αυτός ο μπερμπάντης* ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Άτιμος κόσμος!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ωρέ, για κοιτάτε με στα μάτια!

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΒΑΓΙΑΣ, ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ, ΓΙΟΥΣΟΥΦ: Μάλιστα, Πασά μου!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τι σας έχω όλους εσάς και σας καμαρώνω; Μποστάν κουρκουλούκια* σας έχω, ωρέ; Αμέσως θα μου τονέ φέρετε δεμένο, ειδαλλιώς δε σας βλέπω καλά πολύ καιρό ακόμα. Καταλάβατε, ωρέ;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Φυσικώ τω λόγω, οι εδώ παρόντες στρατηγοί είναι πλέον αρμόδιοι δια το προκείμενον.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Εσύ, ωρέ Βελή Γκέκα, που με τηράς σα χάχας, δική σου δουλειά είναι τούτη. Δερβέναγας* δεν είσαι; Τι καρτεράς και δεν γκρεμίζεσαι να κάνεις το θέλημα του αφέντη σου;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Πασά μου, το κατέχεις καλά πως τρία χρόνια άλλη δουλειά δεν κάνω παρά να κυνηγώ τον Κατσαντώνη σ' όλα τα βουνά της Ρούμελης. Δέκα λαβωματιές έχει το κορμί μου· τις μισές, απ' του Κατσαντώνη το χέρι τις πήρα.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τι κατάφερες, ωρέ, με τις δέκα λαβωματιές σου;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Ό,τι μπορούσε να κάνει άνθρωπος, το 'κανα, μα τον Αλλάχ! Ζωντανός ο Κατσαντώνης δεν πιάνεται. Θεριό είναι. Μονάχα πεθαμένος θα πιαστεί, αν πιαστεί ποτές.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Χαράμι, ωρέ, να σου γίνει το ψωμί που τρως! Θα σε κρεμάσω, ωρέ!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Εγώ την αλήθεια σου μιλώ, κι ό,τι θες κάνε. Κρέμασέ με να ησυχάσω.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Όλους, ωρέ, θα σας κρεμάσω στην αράδα! Τίποτα δεν κατεβάζει η κούτρα σας, ωρέ;

ΒΑΓΙΑΣ: Μου φαίνεται πως υπάρχει κάποιος τρόπος, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τι τρόπος, ωρέ;

ΒΑΓΙΑΣ: Έμαθα ψες πως ο Κατσαντώνης έχει κρύψει τη γυναίκα του και το παιδί του στο χωριό το Κόρθι. [Μιλά στ' αυτί του Αλή Πασά].

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [στο Βελή Γκέκα]. Το 'ξερες αυτό, ωρέ δερβέναγα;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Πρώτη φορά τ' ακούω.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τώρα που σου το 'πανε, ποιο είναι το σχέδιό σου;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Το σχέδιό μου; Και τι με νοιάζει εμένα για γυναίκες και παιδιά;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Αφού δεν το κόβει το κεφάλι σου, θα σου πω εγώ τι σε νοιάζει, ωρέ. Θα πάρεις πενήντα τσοχανταραίους, θα ζώσεις το χωριό και θα μου φέρεις εδώ μάνι μάνι τη γυναίκα και το παιδί. Κι ο Κατσαντώνης, σαν το μάθει, πιλάλα θα τρέξει να προσκυνήσει.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [στοχάζεται]. Δε γίνεται!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Πώς δε γίνεται, ωρέ, αφού εγώ προστάζω;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Εγώ είμαι παλικάρι. Πολεμώ με άντρες. Δεν πολεμώ με γυναικόπαιδα. Ντροπής!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ωρέ, ντροπής δεν είναι ν' αφήνεις τον Κλέφτη να μου βρίζει τα γένια; Φοβάσαι, ωρέ!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Τι είπες;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Φοβάσαι του Κατσαντώνη το γδικιωμό!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Ο Βελή Γκέκας, ωρέ, να φοβηθεί;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ναι, ωρέ! Φουστάνι να βάλεις!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Θα πάω!

ΒΑΓΙΑΣ: Αστεία σ' έβρισε ο Πασάς, Βελή Γκέκα. Δεν το ξέρεις πόσο μας αγαπά;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Θα πάω· μα δεν έπρεπε να γίνει αυτό.

ΒΑΓΙΑΣ: Άιντε στο καλό και μην πικραίνεσαι. Μόνο κοίτα να κινήσεις τα χαράματα, με πολλή προφύλαξη, μην πάρουνε είδηση οι Κλέφτες. Σα γυρίσεις με την Κατσαντώναινα και με το παιδί της, όλα μια χαρά θα βολευτούνε· και του αφέντη μας το θέλημα θα γίνει κι ο τόπος θα ησυχάσει κι η δική σου δύναμη θα μεγαλώσει.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Δεν έπρεπε. Εγώ λαχταρούσα να βρεθώ μόνος με τον Κατσαντώνη στο βουνό, ν' αρπαχτούμε σα θεριά, να τόνε σκοτώσω ή να σκοτωθώ. Τώρα πάω να κάνω ατιμία, Αλή Τεπελενλή, για το χατίρι σου· μα, ώσπου να πεθάνω, βάρος θα την έχω στην ψυχή μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ατιμία που γίνεται για το Δοβλέτι*, αν υπάρχει Θεός τη συχωρνά.

[Φεύγουν ο Αλή Πασάς, ο Θανάσης Βάγιας, ο Βελή Γκέκας,
ο Γιουσούφ Αράπης. Ο Μάνθος Οικονόμου κάνει να
τους ακολουθήσει].

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Παρακαλώ, κύριε Μάνθο· το εγκρίνετε εσείς αυτό;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Το ποιον; Α! αυτό όπου ελέχθη. Εγώ, δέσποινά μου, είμαι υπάλληλος. Καθήκον μου η υπακοή.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Μα το βρίσκετε σωστό, να πιάσουν τη γυναίκα και το παιδί του Κατσαντώνη για να τον αναγκάσουνε να προσκυνήσει;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Εν πάση ειλικρινεία, εις το βάθος του συνειδότος* μου δεν το κρίνω ορθόν. Πλην ανήκω εις τον Βεζίρην.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Το ξέρω πως τον αγαπάτε. Κι εγώ τάχατες δεν τον αγαπώ; Γυναίκα του είμαι. Μα αφού το πιστεύουμε κι οι δυο πως τον βάζουνε και κάνει πράματα που μπορεί να βλάψουν την υπόληψή του, δεν έχουμε χρέος να τον προφυλάξουμε; Για το καλό του σας μιλώ.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κυρία, προς Θεού, τι εννοείς;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Να ειδοποιήσουμε αυτή τη γυναίκα.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κυρία, ώμοσα* όρκον πίστεως. Τοιαύτην ευθύνην δεν ημπορώ να επωμισθώ.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Την ευθύνη την παίρνω απάνω μου. Από σας γυρεύω να με οδηγήσετε.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: [ταραγμένος]. Αλίμονον! Προβλέπω συμφοράς. Άκουσε. Επισήμως δεν γνωρίζω τίποτε· δεν μου είπες, δεν σου είπα τίποτε. Καταλαμβάνεις;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ναι.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δια την υπόληψιν του Βεζίρη, και μόνον δι' αυτήν, εγώ θα σου δώσω μίαν σύστασιν, πλην ό,τι πράξεις θέλω το αγνοήσει παντάπασιν.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ναι, κυρ Μάνθο μου· λέγε λοιπόν.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Θα στείλεις άτομον εις την στάνην του Γερο-Δήμου, εις το βουνόν επάνω από το Κόρθιον τρεις ώρας. Ιδού, θα σου ετοιμάσω γραφήν. [Κάθεται και γράφει]. «Κυρ Δήμο, χαίρε! Ο κομίζων το παρόν χαρτίον είναι υποκείμενον της εμπιστοσύνης μου και ό,τι θέλει σου είπει, να το πράξεις ως εάν το έλεγα εγώ αυτοπροσώπως. Σε ασπάζομαι, Μάνθος» Λάβε, κυρία, και κάμε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Μα ποιον να στείλω; Εγώ μόνο γυναίκες βλέπω στο Σεράι.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Γυναίκα στείλε.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Γυναίκα μόνη στο βουνό;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Φόρεσέ της ένδυμα ανδρικόν. Πας τις θέλει την εκλάβει ως αθώον παιδάριον. Αλλά τι κάθομαι και χρονοτριβώ με συζητήσεις; όλα αυτά ας τα λησμονήσωμεν. Χαίρε!

[Φεύγει. Παρουσιάζεται η Τριανταφυλλιά που κρυφάκουε.]

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Τριανταφυλλιά! τ' άκουσες;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Τ' άκουσα.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Θ' αφήσουμε, καλέ, να γίνει, τέτοιο πράμα;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Να μην αφήσουμε.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ποιάνα να στείλω, Θεέ και Κύριε;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Εμένα!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Εσένα; Θα περάσεις εσύ ποτές για παλικάρι;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Γιατί να μην περάσω; Έχω καβαλικέψει αντρίκεια εγώ· έχω ρίξει με το καριοφίλι εκατό φορές. Μου μαθαίνανε τ' αδέρφια μου στο χωριό και κάνανε χάζι. Ξέρω και να μιλώ σαν άντρας. — [Με χοντρή φωνή]. Τράβα, ωρέ, από μπροστά μου, να μη σε κάνω πατσά!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Και πού θα πας; Τι θα πεις;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Θα κινήσω να βρω το Γερο-Δήμο. Θα του δείξω τη γραφή και θα του πω να με πάει στο λημέρι του Κατσαντώνη. Θα τα εξηγήσω όλα του καπετάνιου, κι αυτός θα τρέξει να πάρει τη γυναίκα του και το παιδί του, πριν φανούνε οι Αρβανιτάδες.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Τον είδες ποτέ σου τον Κατσαντώνη;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Αν τον είδα; Καλέ, μου κόβεται το αίμα που το αναλογίζομαι. Τρεις νύχτες έμεινα άυπνη από την ταραχή μου.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Πού; Πότε; Λέγε, καλέ!

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Πέρσι, στο χωριό μου, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Καβάλα μπήκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας με καμπόσα παλικάρια. Του φέρανε την εικόνα και την προσκύνησε δίχως να πεζέψει, πήρε αντίδωρο, έριξε ένα πουγγί γεμάτο λίρες κι έφυγε αμίλητος.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ήταν όμορφος;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Αρχάγγελος!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: [σιάζει τα μαλλιά της εκνευρισμένη]. Δε μου 'πες πώς σου φαίνεται αυτό το χτένισμα που έκανα σήμερα το πρωί, έτσι με τις μπλεξούδες σα στεφάνι;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Καλέ, είσαι σαν παραμύθι. Μονάχα ένα λουλούδι σου λείπει, να εδώ, επάνω από τ' αυτί.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ένα λουλούδι; Τριανταφυλλιά, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να μάθει ο Κατσαντώνης πως σ' έστειλα εγώ. Δεν μπορείς να παίζεις με την υπόληψή μου. Αν του πεις λέξη για μένα, δράκαινα θα γίνω και θα σε φάω.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Δεν είσαι στα καλά σου, κυρά μου, που θα μαρτυρήσω εγώ εσένα! Κοίτα! Άνοιξε ένα λουλούδι στη μεγάλη γαριφαλιά σου.

[Κόβει ένα λουλούδι από μια γλάστρα ακουμπισμένη σ' ένα παράθυρο].

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Δώσ' το εδώ! [Της παίρνει το λουλούδι και το μπήγει στα μαλλιά της.]. Καλέ Τριανταφυλλιά, δεν είσαι στα καλά σου. Όλως διόλου πια λωλάθηκες. Γίνεσαι αιτία και χάνουμε τον καιρό μας με ζεβζεκιές*, ενώ έπρεπε να είσαι κιόλας στο δρόμο. Γρήγορα μια φουστανέλλα! Μη στέκεσαι ούτε στιγμή! [Η Τριανταφυλλιά φεύγει τρέχοντας]. Ο καημένος ο Βεζίρης! Αν είχα δα κι εγώ παράπονα με τον άντρα μου, κεραυνός έπρεπε να πέσει να με κάψει. Όλο χάδια και καλοπέραση και γλυκομιλήματα και λούσα είναι η ζωή μου. Πως είναι λιγάκι γέρος στα χρόνια, τι σημασία έχει; Πιο καλά βαστιέται αυτός από αρκετούς νέους που έχω γνωρίσει. Κι αν είναι Μουσουλμάνος, είναι τάχα αμαρτία; Ένας Θεός υπάρχει για όλους. Μα πάλι ν' αφήσω να πιάσουνε αυτήν την κακομοίρα τη γυναίκα με το παιδί της —μια γυναίκα Ρωμιά σαν κι εμένα— είναι πράμα σωστό; Όμως είναι τάχα πιο σωστό να προδώσω τον ευεργέτη μου; Καλέ, δεν ξέρω τι να κάνω. Να τον προδώσω; Να μην τον προδώσω; [Τρέχει προς το μέρος από όπου έφυγε η Τριανταφυλλιά]. Τριανταφυλλιά! Έλα πίσω, καλέ, και μου φαίνεται πως άλλαξα ιδέα! Πού είσαι, Τριανταφυλλιά; Πάει, έφυγε. Τι να κάνω; Ό,τι έγινε έγινε. Αχ! δεν μπορώ να σκέφτομαι τόσο πολύ. Κουράστηκε το μυαλό μου. [Φεύγει από την αντίθετη μεριά].

«Του Κατσαντώνη» (δημοτικό τραγούδι)


Βελή Γκέκας: Αλβανός στην υπηρεσία του Αλή. Αρχηγός του σώματος που καταδίωκε τους κλέφτες.
σαλβάρι: βράκα ανατολίτικη.
Μάνθος Οικονόμου: (1770-1820). Ηπειρώτης γραμματέας του Αλή πασά.
ρεντιγκότα: ευρωπαϊκό ένδυμα.
Θανάσης Βάγιας: (1765-1834). Ηπειρώτης αρχηγός της φρουράς του Αλή Πασά.
τσιράκι: ο μαθητευόμενος σε μια τέχνη ή ο βοηθός σε μια δουλειά.
κιτάπι: βιβλίο, κατάστιχο.
θαρσείν χρη: χρειάζεται θάρρος.
Αιέν αριστεύειν: να κάνεις πάντοτε λαμπρές πράξεις, ανδραγαθήματα.
Μουσικήν ποίει και εργάζου: να καλλιεργείς το πνεύμα σου και να εργάζεσαι.
σεκλετισμένος: στενοχωρημένος, βαρύθυμος.
τσοχαντάρης: επίλεκτος σωματοφύλακας.
χαΐνης: σκληρόκαρδος.
τσαχπίνης: ζωηρός και έξυπνος.
μανιφατούρα: βιοτεχνία, εργαστήριο.
πεζεβέγκης: αχρείος.
μινίστρος: υπουργός.
γκουβέρνο ή κουβέρντο (το)· η κυβέρνηση.
εντεψίζης: πρόστυχος.
δύστηνος: δύστυχος.
μπερμπάντης: δόλιος, πονηρός.
μποστάν κουρκουλούκι: σκιάχτρο.
δερβέναγας: αρχηγός των ενόπλων που φρουρούσαν τις διαβάσεις (δερβένια) στα βουνά.
δοβλέτι: κράτος.
συνειδός: η συνείδηση.
ώμοσα: ορκίστηκα (Αόρ. του ρήμ. όμνυμι και όμνύω).
ζεβζεκιές: ελαφρότητες, ανοησίες.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να περιγράψετε σύμφωνα με την εξέλιξη του έργου τους χαρακτήρες: του Αλή Πασά, του Βελή Γκέκα, του Μάνθου Οικονόμου και της κυρα-Βασιλικής.
  2. Πώς συμπεριφέρονται τα πρόσωπα που περιβάλλουν τον Αλή Πασά; Τι φανερώνει αυτή η συμπεριφορά τους;
  3. Ο Αλή Πασάς μιλάει για τα αγαθά που έφερε στον τόπο η εξουσία του και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα. Αν δεχτούμε ότι είναι σωστά όσα λέει σχετικά με τα αγαθά, είναι σωστό και το συμπέρασμά του;
  4. Στο απόσπασμα μόνο μια σύγκρουση χαρακτήρων εκδηλώθηκε για λίγο, αλλά γρήγορα και αυτή αίρεται. Να βρείτε: α) Ποια είναι αυτή β) γιατί αίρεται αμέσως γ) γιατί σ' αυτή τη σκηνή δεν είναι δυνατό να εκδηλωθούν συγκρούσεις.
  5. Να βρείτε σε ποια σημεία του κειμένου προχωρεί η διαδικασία της πλοκής.
  6. Εκτός από το κείμενο που λένε οι ηθοποιοί, ο θεατρικός συγγραφέας γράφει στο έργο και ορισμένες υποδείξεις. Τι είδους υποδείξεις είναι αυτές και ποιοι οφείλουν να λάβουν υπόψη την καθεμιά; (Πριν απαντήσετε να διαβάσετε την εισαγωγή για το θέατρο).

Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ) (1918-1995), Αλή Πασάς κε Κηρά-Βασιληκή ολίγον έξοθι Ιοανήνων

Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ) (1918-1995), Αλή Πασάς κε Κηρά-Βασιληκή ολίγον έξοθι Ιοανήνων