Αυτόπτης μάρτυρας
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ανήκει στη συλλογή Γραφή τυφλού, που γράφτηκε το 1972, όταν ο ποιητής βρισκόταν στην εξορία. Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι ολιγόστιχα και αποτελούν εικόνες, είδωλα, θα μπορούσαμε να πούμε, που βλέπει ο «τυφλός» μέσα από την αλληγορική του αναπηρία, παρά τη γενική καταπίεση και το σκοταδισμό του ανελεύθερου καθεστώτος.
Εγώ τους είδα —λέει— τους δυο διαρρήκτες πίσω απ' τις γρίλιες
να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα· —δε φώναξα διόλου·
είχε φεγγάρι· φαινόνταν καθαρά τ' αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο. Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δε φώναξε.
Έφυγα, απ' το παράθυρο, κάθισα στην καρέκλα, ακούμπησα
το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
που αποκοιμήθηκα πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε. Μέσα στον ύπνο μου
μ' έπιασε πονοκέφαλος απ' το φεγγάρι. Τα χαράματα
μου χτύπησαν την πόρτα. Ήταν οι δυο διαρρήκτες
κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες. Μπήκα στην κουζίνα
να βάλω τα λουλούδια στο νερό. Γυρίζοντας πίσω,
μ' ένα βάζο στο κάθε μου χέρι, δεν τους βρήκα. |
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Στο ποίημα απεικονίζονται ορισμένα πραγματικά και άλλα επινοημένα από τον ποιητή περιστατικά. Να βρείτε ποια είναι αυτά, πώς συσχετίζονται και τι θέλει να υποδηλώσει με αυτά ο ποιητής.
- Προσέξτε τη μετατόπιση της προσοχής του «αυτόπτη μάρτυρα» από το γεγονός της διάρρηξης στις γραφικές λεπτομέρειες: «τα στολίδια του γύψου...», στην εικόνα του παιδιού και στην περιγραφή της ανθοδέσμης και των βάζων. Ποια σημασία αποκτά η μετατόπιση αυτή μέσα στο ποίημα;
|