Μιχαήλ ΜητσάκηςΑρκούδαΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ δημοσιεύτηκε το 1893. Ο Μητσάκης είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τα ζώα που βασανίζονται και συχνά αναφέρεται σε διηγήματά του σ' αυτό το θέμα. Στο διήγημα που ακολουθεί θα πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα η παρατηρητικότητα, η δύναμη της περιγραφής και η διεισδυτικότητα της σκέψης του συγγραφέα σε συνδυασμό με την εκφραστική άνεση και το γλωσσικό πλούτο του, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πεζογραφία του Μητσάκη. — Άιντε ωρέ τώρα να κάνει πώς φυλάει ου τζομπάνος τα πρόβατα... Και η αρκούδα, κατάμαυρη αρκούδα, νέα ακόμη, λίγο μεγαλυτέρ' από μανδρόσκυλον, αλλά κακουχημένη*, ρυπαρά, ως κουρασμένη από αθλίαν ζωήν, με μαδημένον εις πολλά μέρη το δέρμα της, με τσιμπλιασμένους οφθαλμούς, και ψωριασμένη, ορθία επί των πισινών ποδών της, παίρνει πειθήνιος το ξύλον από των χειρών του βλάχου, το περνά, μακρόν, φθάνον ως κάτω, εις την γην, αναμέσον εις τους δύο της ώμους, το κρατεί κατά τον τρόπον τούτον, και στηρίζετ' επ' αυτού, ανακλίνουσα και κάπως πλαγιάζουσα το σώμα, ως ν' αποβλέπη δήθεν προς το βόσκον, πέραν, ποίμνιον· μεθ' ο, το κατεβάζει, και φέρουσ' αυτό κάθετον, ως κλίτσαν, κάμνει βήματα τινά, κινείται, ωσάν να είχεν εμπροστά της στάνην, την οποίαν σαλαγά*... — Χάιντε τώρα να κάνει πώς ντρέπουντι τα κουρίτσια... Και η αρκούδα, βάλλουσα λαρυγγώδη γρυλλισμόν, δίδει το ξύλον και υψώνει το εμπροστινόν δεξί της πόδι, εκ των δύο που επέχουν παρ' αυτή τόπον χειρών*, σκεπάζει δι' αυτού τα όμματα, ημικρύπτουσα το πρόσωπον, ως ντροπαλή παρθένος, νεάνις που συστέλλεται τον κόσμον, χαμηλώνει το κεφάλι, φεύγει τ' αυθάδη βλέμματα... — Χάιντε τώρα να κάνει πώς γυαλίζεται του κουρίτσι για να πάει στου πανηγύρι... Και η αρκούδα προσεγγίζει το ζερβί της πόδι, γουβωμένον, ως καθρέφτην τάχα, εις το ρύγχος της, και προσποιείται πως γυαλίζετ'* εις αυτό, ενώ με τ' άλλο τακτοποιεί τας τρίχας του μετώπου της, χαϊδεύει ελαφρούς αυτάς, φιλάρεσκος... — Μπράβο!... Έλα χάιντε τώρα να φιλήσει και του χέρι... Πλησιάζον δε, συμφώνως με το πρόσταγμα, το τιθασσόν αγρίμιον, δουλοπρεπώς, τρίβει την μούρην του επάνω εις την μαλλιαρήν τραχείαν χέραν του αλήτου*... — Μπράβο, μπράβο!... Χόρεψε τώρα και λιουγάκι, για να ιδούνε οι κυράδες... Και η αρκούδα, σείουσα τον χαλκάν, όστις περιβάλλει τα σαγόνια της, κλαγγάζουσα τον κρίκον, όστις διατρυπών συνέχει το επάνω προς το κάτω χείλος της, κροταλίζουσα την μακράν άλυσον, δι' ης κρατεί αυτήν δεμένην ο αφέντης της, αρχίζει να περιγυρνά τον κύκλον των παιδίων. Ο βλάχος, μακεδών βλάχος, με μικρόν καλπάκι, μόλις στηριζόμενον επί της κορυφής της κεφαλής του, παμμέλαιναν πυκνήν κόμην, ανήμερον*, ακανθώδη γένεια πλαισιώνοντα την ηλιοκαμμένην όψιν του, ψηλός, φουστανελλάς, στεκόμενος εν μέσω, εις το κέντρον, κρούει δια των δακτύλων του το ντέφι που βαστά εις την παλάμην του, και τραγουδεί ανώμαλον και άξεστον και δύσηχον* τραγούδι, με ξενίζοντα σκοπόν, αγνώστους λέξεις, ακατάληπτον την έννοιαν. Κι εκείνη, προς τον δούπον* του, προσπαθεί να αρμόση τα βήματα αυτής, να κινηθή ερρύθμως*, με τα σκέλη απλωτά, εις όρχησιν, διαγράφουσα πέριξ του βλάχου τροχιάν κανονικήν, χονδροειδώς λυγίζουσα το άκομψον κορμί της, και ακκιζομένη* κωμικώς, πηδώσα κάπου κάπου, και μουγκρίζουσα συχνά... * * * Εις την μικρήν πλατείαν, εκεί πέρα, κατά το Βαθρακονήσι, δεν είναι οι θεαταί πολλοί. Τον κύκλον απαρτίζ' εικοσαριά παιδιών, δεκάς περίπου γυναικών προβάλλει εκ των γύρωθεν σπιτιών, και από το μπακάλικον που είν' εις την γωνιάν τρεις-τέσσερες προσβλέπουν, καθισμένοι έξωθεν επάνω εις σκαμνιά. Αλλ' ο αλήτης, προ μικρού εμφανισθείς, από στενού τινός, κατεβαίνοντος το πλευρόν ενός εκ των παρακειμένων λόφων, ερχόμενος μακρόθεν, βαρυνθείς να προχωρήση, αρκεσθείς πιθανώς εις τούτους, ή ελπίζων ίσως να ελκύση κι άλλους βαθμηδόν*, το έστησεν εκεί, καταμεσής, προ μερικών στιγμών, και άρχισε να προσκαλή την ηθοποιόν του την τετράποδα εις πρόχειρον παράστασιν χορού και μιμικής. Εκείνη, επομένη πριν κατόπιν του, βραδυπατούσα εις τα τέσσερα, κοιτάζοντας χαμαί, ωσάν ν' αναζητούσε τίποτ' εις το έδαφος, ωρθώθη αίφνης, εσηκώθηκ' εις τα δύο, ισοσταθμήθη αντιμέτωπος αυτού. Έτρεξαν τα παιδιά, παίζοντα τέως* άτακτα εδώ κι εκεί, ανέβλεψαν αι διαλεγόμεναι γειτόνισσαι, οι πίνοντες εις το τραπέζι του μπακάλικου έστρεψαν το κεφάλι. Και υπό την σκιάν του Υμηττού, ον βάφ' η δείλη με τα ροδινότερά της χρώματα, παρά την όχθην του ξηρού πλησίον ρεύματος, εις την εσχατιάν αυτήν της πόλεως, ο αυτοσχέδιος θεατρώνης εξεγείρει τους ηχούς της συνοικίας με τ' αήθη* του προστάγματα, χάριν του πρωτοτύπου του θεάματος. Και τα προστάγματα αυτά, θέλον — μη θέλον, φιλοτιμείται το αγρίμιον να εκτελή, συμμορφούμενον με της γνωρίμου του φωνής τους τόνους και ταυτίζον τας κινήσεις και τας στάσεις και τα άλλα του διαβήματα, προς την μαντευομένην έννοιάν των. — Χάιντε ωρέ τώρα να κάνει πώς καμαρώνει του νύφη κι ου γαμπρός... Και η αρκούδα, ρίχνει κάτω παρευθύς τα μούτρα της, σταυροθετεί τα χέρια, προσλαμβάν' ήθος ευπρεπές και σοβαρόν, γέρνοντας τον λαιμόν και μισοκλείνοντας τα μάτια... — Χάιντε τώρα να κάνει πώς ζυμώνει του νοικοκυρά να φκιάσει ψωμί να φάνε στου σπίτι... Και η αρκούδ' αρχίζει ν' ανεβοκατεβάζη τις χερούκλες της, μ' ορμήν, ως να τις χών' εις σκάφην μέσα, και ν' ανακινή την πλέουσαν εις το νερό λευκήν πλαδαράν ζύμην... — Άιντε τώρα να χορέψει πάλε καμπόσο... Και η αρκούδα, επαναλαμβάνει τον ορχηστρικόν της γύρον, αρχίζουσα να συστρέφεται, και να κτυπά τα πόδια εις την γην, και να σαλτάρη, και να κορδακίζη*, και να χαριεντίζεται... — Χάι γλήγουρα λιγάκι!... Και τριγκινίζει*, συρομέν' η άλυσος, απότομα, ελκύουσα σκληρώς τον κρίκον των χειλέων της. Η δε αρκούδα, πρόθυμος, υπακούουσα, επιταχύνει τον χορόν της, ενώ ο άνθρωπος βροντά με δύναμιν το ντέφι του...
Θα την συνέλαβεν, αναμφιβόλως, αρκουδόπουλον μικρόν, αρτίτοκον, εις καμμίαν φάραγγα του Πίνδου, της Ροδόπης, νεβρόν* πλήρη αγριότητος και ρώμης, γεμάτον από τον ακάθεκτον χυμόν ζωής θηριώδους γεννημένον αποκάτω από το φύλλωμα καμμιάς γηραιάς οξιάς ή κανενός γιγαντίου γράβου*, μέσα εις των δασών τα μαύρα βάθη, δίπλα εις την φοβεράν βοήν του παραρρέοντος χειμάρρου, νύκτα τινά τρικυμιώδη, υπό την χιονώδη του βορρά πνοήν, και υπό την αμυδράν λάμψιν των αστέρων, μαστιζομένων υπό της καταιγίδος. Θα εκαιροφυλάκτησε βεβαίως, κάποιαν στιγμήν, καθ' ην θα έλειπεν η μάνα, ο πατήρ του, προς αναζήτησιν βοράς*, ανύποπτοι, θα το είχαν αφήσει μόνον, έρημον, εμπιστευμένον εις την αγκαλιάν της μητρός φύσεως, χωμένον εις τον ίσκιον της φωλιάς του, και περιμένον να γυρίσουν. Και από ημερών κατασκοπεύων, ενεδρεύων μετά προσοχής, άμα το ηύρεν έτσι, εκατάλαβε πως ήτον εγκαταλειμμένον και ανυπεράσπιστον· θενά έτρεξεν αμέσως, θα εχώθ' εις την μονιάν* του, θα το ετύλιξε διαμιάς εις το καπότον του, θα το εζάλισε, θα το ετύφλωσε, και θα το άρπαξεν αιφνίδια, σπαράζον, σαστισμένον, ανίκανον ν' αντισταθεί κατά της βδελυράς* δυνάμεως του δόλου, προς της απάτης την τεχνικήν έφοδον. Ή, αφού άφησε κι επέρασαν μήνες τινές από την γέννησίν του, μόλις άρχισε να μεγαλώνει, θα του έστησε παγίδα ίσως, εκεί κάπου, εις την κρύπτην του κοντά, δοκάναν με προβάτου κρέας, κι εξελθόν δια να σκιρτήση εις τα χόρτα, να δοκιμάση την ισχύν των νέων νεύρων του, ελκυσθέν εκ της οσμής, θενά το έπιασε το άμαθον, μάτην εγείρον την ηχώ της λαγκαδιάς με τας εκπλήκτους ωρυγάς* του. Και αφού άπαξ έγινε τοιουτοτρόπως κύριός του, θα το μετέφερεν εις την οικτράν του κατοικίαν, εις την αχυρόπλεκτον καλύβαν του, και θα του έκοψε τα νύχια τ' ανυπόμονα να εμπηχθούν εις σάρκα, θα ξερίζωσε τα δόντια του, άτινα κνίζει* από τώρα αίματος η όρεξις, θα του ετρύπησε τα χείλη, δια να περάση μεταξύ τον κρίκον, θα εδέσμευσε με τον χαλινόν το ρύγχος του, θα ήρμοσε την άλυσον, όπλα φυλακτικά της ανανδρίας του, δειλής προς ασφάλειάν του πονηρίας μηχανεύματα. Και αφού έτσι εσιγούρεψε το άθλιον πετσί του, θεν' απέμεινε ζων έκτοτε μαζί του, θα το εκράτησε καιρόν συγκυλιόμενον όπως αυτός εντός της βρώμας της δυσώδους τρώγλης του, θα του εκόλλησε την λέραν του κορμιού του, θενά του μετέδωκε τις ψείρες του, και θενά ήρχισε δια της πείνας, δια της δίψας, δια του ξύλου, δια του φόβου, δια της βίας, δια της πειθούς και της ανάγκης, τυράννων αυτό, παιδαγωγών αχρείως* εις τοιαύτα παίγνια, προς τέρψιν μέλλουσαν των όχλων. Αφού δε το εγύμνασε καλά καλά, αφού κατέπνιξε βραδέως βαθμηδόν εντός του παν γενναίον ένστικτον, αφού το έκαμε λημών*, απόζον*, οκνηρόν τετράποδον, εκνευρισμένον κατοικίδιον, αφού το εκατάντησε των φαύλων επιθυμιών του όργανον τυφλόν, μέσον ασυνείδητον, χωρίς υπερηφάνειαν, χωρίς θέλησιν, θα το επήρ' από το χαλινάρι, και το σέρνει τώρα δούλον, στην σκλαβιάν ανατραφέν, το γεννημένον να πλανάτ' αδέσμευτον, ελεύθερον ανά των ράχεων τα ύψη, εις ρεμματιές και εις χαράδρας κι εις δρυμούς, ακολουθούν αυτόν ανά τ' ακάθαρτα σοκάκια των πόλεων, ανά τας συνοικίας των χωρίων, ως χειρόηθος* μαϊμού, δια να επίδειξη την θαυματουργόν του ικανότητα. Κι ελεεινόν, ταπεινωμένον, δειμαλέον*, άτονον υπείκον εις τους ραβδισμούς, εις τας στερήσεις και εις την συνήθειαν, αυτό, γυρίζει μετ' αυτού, χορεύει, υποκρίνεται, χειροφιλεί, δέρεται, γρυλλίζει... * * * — Χάιντε τώρα να κάνει πώς φυλάει ου δραγάτης τα σταφύλια που πάνε να κλέψ'νε... Και η αρκούδα, κάθεται του κ... βάζει πάλιν στη ράχη της το ξύλον, διαμπερές*, πλάγιον, ως τουφέκι, ακουμπά τη μια του άκραν χάμω, το χουφτιάζει απ' το άνω, κι απ' το κάτω μέρος, κι αγναντεύει, ως από τσαρδάκαν* υψηλήν, μακράν... — Χάιντε τώρα να κάνει πώς σημαδεύει τους κλέφτες... Και η αρκούδα, φέρνει το τουφέκι της το ξύλινον εμπρός, και το ευθύνει οριζόντιον, το στηρίζει επί των δακτυλίων των ποδών αυτής, επί του γόνατος, παρά την ρίζαν της μασχάλης, κρατούσ' αυτό δια των χειρών, εν στάσει σκοπευτού, ετοίμου να πυροβολήση... — Χάιντε τώρα να κάνει πώς αγαπιέτι του αντρόγυνου... Και η αρκούδα, ωρθωμένη, εξαπλώνει τον βραχίονα, ωσάν να θέλη ν' αγκαλίση, να ζητή να περιβάλη μέσην υποτιθεμένην προ αυτής, ερωτικώς... — Χόρεψε καλά, μωρή... Κι επισειόμενον το ρόπαλον, εξαίφνης, απειλεί αυτήν, ανόρεξον ολίγον δειχνομένην. * * * Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, δια να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρήγορα και χόρεψε θερμά, δια να μη σου αργάσουν* το τομάρι οι ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ' εύθυμα, διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, όπου άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα, διότι θα δεθής σκληρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο κημός* την μύτην σου! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να σε ίδουν οι κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κοιτάζουν απ' τας θύρας, από τα παράθυρα, και μειδιούν με τα παράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα* του, φαιδρά δια το σπάνιον φαινόμενον, κι οπού σε βλέπουν έκπληκτα, και σε περιεργάζονται και σε θαυμάζουν και σ' εμπαίζουν και χοροπηδούν τριγύρω σου κι αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού και πού επιχειρούν ν' αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των! Και αν από τα μάτια τα μικρά σου, κάποτε, τα θαμβωμένα, στιγμιαίον όνειρον αποστασίας διελαύνει, συλλογίσου, ότι υπάρχουν εις τον κόσμον και άλλαι αλυσίδες, και χονδρότεραι! Και αν, ενίοτε, το βλέμμα το καμμύον* σου, μ' έρωτα προσηλούται εις του αντικρύ βουνού τα πλάτη, σκέψου πως πριν να κάμης κι έν' ακόμη βήμα δι' εκεί, περισσότερ' από μίαν θενά είν' αι ράβδοι που θα σου συντρίψουν τα πλευρά! Και αν από τον σκοτισμένον νουν σου, και τ' ασφυκτιώντα στέρνα σου, και την ψυχήν σου την βασανισμένην, πόθος περνά, ανάμνησις, επιθυμία, μάταιον ορμέμφυτον, ω, ενθυμήσου πως δεν έχεις πλέον ούτε νύχια κοπτερά, ούτε οξείς οδόντας, ούτε μυς αδρούς, ούτε αλκήν πνευμόνων, ούτε σφρίγος αίματος! * * * — Χάιντε, τώρα να χαιρετίσει τους αφεντάδες... Και η αρκούδα, υψώνει προς το κούτελον το χέρι, κάμνει το σχήμα, ευσεβάστως, ως στρατιώτης... — Χάιντε, τώρα να κάνει πώς φυλάγουντι οι γυναίκις για να μην τις μαυρίσ' ου ήλιος... Και η αρκούδα, συγκάμπτει τον αγκώνα παρευθύς, καλύπτει δι' αυτού την μούρην της, προσπαθεί ν' αντικρούση ούτω πως το φως, να γλιτώση τας ακτίνας του καυστικού άστρου, ων η φλόγα την φοβίζει... — Χάιντε, τώρα να κάνει πώς κοιμάται ου γέρος με τη γριά... Και η αρκούδα εξαπλώνετ' εις το χώμα, και κυλίετ' επ' αυτού, τείνουσα τους πόδας της, ανάσκελα, με την ράχην καταγής, κινούσα τους οπισινούς μηρούς της εις ασελγή σχήματα. Όταν δ' εγείρεται ορθή, εκ νέου, επί της δοράς* της μελανής της, άσπρη κηλίς πλατεία σκόνης εκτυπούται. Κι έτσι, ο αλήτης, δίδει το ντέφι προς αυτήν, δια να γυρίση επί άγραν πενταρών. Αλλ' οι κυράδες δεν δεικνύουν και μεγάλην προθυμίαν, κάνουν ότι δεν προσέχουν διόλου τον αλλόκοτον επαίτην, αποφεύγουν να του ρίψουν αμοιβήν. Μόνον δε τρεις ή τέσσερες επιτυγχάνει να μαζεύση, τις οποίες παρουσιάζ' εις τον αφέντην της, κι εκείνος εν στιγμή τις χών' εις το ταγάρι του, μεμψίμοιρος. * * * — Μα δεν την χόρεψες καλά..., λέγει δικαιολογουμένη προς αυτόν μία χονδρή. — Δε χόρεψ' καλά, δε λες που δε θες να δώσ'ς!..., αποκρίνετ' ο βλάχος θυμωδώς. Και δυσαρεστημένος, ο αλήτης, έλκει εκ του χαλινού το ζώον του, κινείτ' εις αναχώρησιν. Και μελαγχολικόν, βαρύθυμον, με ύφος ανιών*, τετραποδίζον πάλιν, ακριβώς όπως ένας μολοσσός*, λειψόθριξ*, κολοβός, βαίνει το αρκούδιόν του εξωπίσω του, σκύβον την κεφαλήν, αργά βαδίζον, με την πλατείαν άσπρην του κηλίδα εις τα νώτα, στρογγυλήν, διαγραφομένην στο τομάρι του. Και καθώς βαίνει έτσι, λέγεις πως πράγματ' ίσως συλλογίζεται, ότι εάν δεν ήτον η κατηραμένη αυτή άλυσος και ο κλοιός ο απεχθής και ο φρικτός ο κρίκος, θεν' απετίνασσε με ένα μόνον της σιαγόνος κτύπημα τον μισητόν αλήτην, θα εσκόρπιζε τον συρφετόν των παρεστώτων, και θεν' έφευγ' έκφρον, ωρυόμενον, προς των αγρών την έκτασιν. Αλλ' ο χαλκάς τού σφίγγει πάντα στερεώς τας σιαγόνας, ο κρίκος δυνατά συνέχει το οξύ του ρύγχος κλειδωμένον, και η σιδηρά του άλυσος, τραχεία, το τραβά, και άτολμον, ουτιδανόν, νυστάζον, προστρίβετ' εις τας κνήμας του ανθρώπου, προχωρούν, ενώ των παιδαρίων ο σωρός ηγείται* κι έπεται*, εξαγγέλλων ανά την συνοικίαν του εξευτελισμένου θηρίου την διαπόμπευσιν*...
κακουχημένη: ταλαιπωρημένη από κακουχίες. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|