Θέματα |
για συζήτηση και έκφραση-έκθεση
(σχετικά με το χαρακτηρισμό ατόμου, τις στερεότυπες αντιλήψεις,
το φυλετικό και κοινωνικό ρατσισμό) |
|
Είδαμε ότι πολύ συχνά σε διάφορες περιστάσεις της καθημερινής ζωής είναι ανάγκη να περιγράψουμε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου ή να παρουσιάσουμε κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του (βλ. και Έκφραση - Έκθεση, τ.Α΄, Περιγραφή). Ο χαρακτηρισμός αυτός βέβαια γίνεται πάντα μέσα από μια ορισμένη οπτική γωνία και περιέχει ανάλογα σχόλια για το άτομο στο οποίο αναφέρεται. Έτσι, μερικές φορές, ένας χαρακτηρισμός μπορεί να είναι επιπόλαιος ή να γίνεται με προκατάληψη. |
|
Δοκίμασε να χαρακτηρίσεις
- να γνωστό σου πρόσωπο, στηρίζοντας τις παρατηρήσεις σου σε συγκεκριμένα γεγονότα της ζωής του που αποκαλύπτουν το χαρακτήρα του. (Να υποθέσεις ότι ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται σ' ένα φιλικό γράμμα).
- ένα επώνυμο πρόσωπο που τα ημερολόγια ή τα απομνημονεύματά του σου προκάλεσαν ζωηρό ενδιαφέρον. (Στην περίπτωση αυτή να υποθέσεις ότι ο χαρακτηρισμός σου πρόκειται να δημοσιευτεί στο περιοδικό του σχολείου σου).
|
Πολλές φορές ένας επιπόλαιος χαρακτηρισμός δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις για ένα άτομο και μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για τη ζωή του. Είναι δυνατόν π.χ. να λειτουργήσει σαν “ταμπέλα” και να επηρεάσει τη συμπεριφορά των άλλων απέναντι του, και κυρίως τη συμπεριφορά του ίδιου του χαρακτηριζόμενου. Διάβασε, για παράδειγμα, το κείμενο του Γ. Ιωάννου και συζήτησε τις επιπτώσεις που έχουν τα παρατσούκλια σε ιδιαίτερα ευαίσθητα άτομα.
|
Τα παρατσούκλια
Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο, που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό το τέρας που είχε το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αλήθεια είναι: ότι νέα παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών. Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετάφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο, κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου. Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου;
Πρώτα πρώτα το άλλο, το παλιό μου επίθετο, ήταν ένα αστείο παρατσούκλι. Και δεν ήταν ανάγκη να το πουν οι άλλοι, έπρεπε κάθε τόσο να το δηλώνω μοναχός μου. Μικρόν ορισμένοι με ξεμονάχιαζαν και μ' έβαζαν να το επαναλαμβάνω κάνοντας πως δεν το καλάκουσαν. Πεθαίνανε κάθε φορά στα γέλια. Στο σχολείο πάλι, όσο ανέβαινα τις τάξεις, το πράγμα καταντούσε μαρτύριο. Μόλις άρχιζαν να φωνάζουν κατάλογο, σφίγγονταν η καρδιά μου, ίδρωναν τα χέρια μου και μ' έπιανε τρεμούλα. Στο μεταξύ ο καθηγητής είχε φωνάξει δυο τρεις φορές το επίθετο μου, ώσπου ν' ακούσει το άψυχο παρών που έβγαζα, μέσα σε μια τάξη σκασμένη κιόλας στα γέλια. Κάποτε ένας απαίσιος καθηγητής της μουσικής, μεγάλος σπάρος, διέκοψε τον κατάλογο, με πρόσταξε να σηκωθώ, και μου έκανε στριμμένα: “Γιατί δε φωνάζεις δυνατά ρε μπούφε;” Αυτό ήθελαν κι οι άλλοι, τους πετούσε νέα τροφή. Για μεγάλο διάστημα, εκτός από πολλά άλλα, ήμουν και ο “μπούφος” της τάξεως. Οι κακοηθέστεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το κάνουν γνωστό σ' ολόκληρο το γυμνάσιο. Επεδίωκαν μάλιστα να διηγούνται το περιστατικό, ενώ βρισκόμουν κάπως κοντά στην παρέα τους για να τ 'ακούω κι εγώ και να σκάω [...]. |
|
|
Όταν όμως παίχτηκε κάποτε στο θέατρο μια οπερέτα με τίτλο “Οικογένεια Βατραχιάν” και γέμισαν οι τοίχοι αφίσες, ολόκληρο το σόι μου έπεσε άρρωστο. Κανένας τους δεν ήθελε να βγει στο δρόμο. Εγώ σχεδόν το χάρηκα γιατί επιτέλους τους έβλεπα κι αυτούς να υποφέρουν από τ' όνομά μας. Ευτυχώς όμως που έτυχε να είναι καλοκαίρι γιατί αλλιώς εγώ κυρίως επρόκειτο να τραβήξω τα μαρτύρια των εβραίων στο σχολείο. Και τώρα καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο την οπερέτα αυτή, που είναι πράγματι πολύ αστεία. Καρφί όμως δε μου καίγεται. Ακόμα κι επίτηδες να μας το κάνουν, διόλου δε μ' ενδιαφέρει. Μακάρι να μπορούσαν να την παίζουν μέρα νύχτα για να ευφραίνομαι.
Το ευτύχημα ήταν πως το γυμνάσιο βρίσκονταν σε άλλη περιφέρεια απ' το δημοτικό που είχα βγάλει κι έτσι στα παρατσούκλια του γυμνασίου δεν προστέθηκαν κι εκείνα του δημοτικού. Γιατί εκεί πια ήταν που μου είχαν ζεματίσει την ψυχή. Η δασκάλα μας, μια ανεκδιήγητη γκεργκέφω, μόλις με είδε ζαρωμένον στο θρανίο παρατήρησε: “εσύ παιδί μου, κάνεις σαν σκαντζόχοιρος”. Όλα τα παιδιά γέλασαν κι απ' το πρώτο κιόλας διάλειμμα άρχισαν να μου το φωνάζουν. Η δασκάλα κατευχαριστημένη το επανέλαβε και τη δεύτερη ώρα. Στην αρχή όλοι μου φώναζαν το παρατσούκλι κοροϊδευτικά. Κατόπι, αντί να το ξεχάσουν, το συνήθισαν, και το 'λεγαν χωρίς ιδιαίτερη κακία, σαν ένα οποιοδήποτε όνομα. Εγώ όμως αδύνατο να το συνηθίσω, κάθε μέρα με πλήγωνε πιο βαθιά. Ιδίως, όταν παίζαμε ποδόσφαιρο κι ήθελαν να τους δώσω πάσσα τότε το “Σκαντζόχοιρε, Σκαντζόχοιρε” αντηχούσε σ' όλους τους τόνους.
Άρχισα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα δικά μου παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια, διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα η μια φωλιά να 'χει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά και μεγάλα ευκίνητα πόδια. Λεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ 'τα ξανθά που ήταν πιο αδύναμα, και το 'ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ' ένα συνωστισμό, το 'σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. “Πάει ο σκαντζόχοιρος”, έλεγα πικραμένος [...]. |
Rolling Stones,
οι “γερόλυκοι”
της rock. |
Τα βράδυα, συνήθως την ώρα που τρώγαμε, περνούσαν παρέες παρέες τα παιδιά κάτω απ' το σπίτι και ούρλιαζαν στα σκοτεινά τα διάφορα παρατσούκλια μου. Μέχρι τραγούδια μου είχαν βγάλει. Μόνο εγώ τα άκουγα, οι δικοί μου χαμπάρι δεν είχαν. Μ' έπιανε τότε σφίξιμο στο στομάχι, χλώμιαζα κι αφήνοντας το φαγητό στη μέση έτρεχα να κοιμηθώ ή μάλλον να κρυφτώ κάτω απ' τα στρωσίδια [...].
Ήρθε όμως μέρα, που το κακό στο σχολείο παράγινε. Δίπλα μου στο θρανίο καθόταν ένα παιδί, που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία: Δε θυμάμαι πια τ' όνομά του· θυμάμαι όμως που φορούσε ναυτικά, παιδικά ρούχα της μόδας τότε. Ένα πρωί στο διάλειμμα η δασκάλα με κάλεσε στο γραφείο. Μέσα περίμενε μια άγνωστή μου κλαμένη γυναίκα, που μόλις μπήκα μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Κατόπι μου εξήγησε, πως ο φίλος μου, λίγο προτού ξεψυχήσει, παραμιλούσε κι έλεγε συνεχώς τ' όνομα μου. Πάλι καλά που δεν έλεγε κι αυτός το παρατσούκλι μου –όλα να τα περιμένεις.
Στα σαράντα του, η φρικαλέα εκείνη δασκάλα φρόντισε να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Είχαν στείλει στο σχολείο φακελάκια με κόλυβα και γλυκά παξιμάδια. Ή κυρία μας, αφού φόρεσε τελετουργικά κάτι μαύρα μανικέτια απ' τον καρπό ως τον αγκώνα για να μη λερωθεί, είπε μελιστάλαχτα: “Ο σκαντζόχοιρος θα πάρει από δύο γιατί ήταν φίλος του ”. Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας πικρά. Έπεσα στο σπίτι με πυρετό. Δεν ήθελα να ξαναπάω σχολείο ούτε να βγω έξω. Μάταια προσπαθούσαν να με πείσουν ότι παραπονέθηκαν στη δασκάλα, που φυσικά όχι μόνο τ' αρνήθηκε όλα, μα δήλωσε πως μ' αγαπούσε ιδιαίτερα.
Τις επόμενες μέρες δεν μ ' έστειλαν σχολείο. Η μάνα μου κάθε πρωί μου φορούσε τα καλά μου, μου 'βαζε ένα καπέλο, και μ' έστελνε στο γειτονικό Σέιχ-Σου [...].
Αυτό σαν να με γιάτρεψε κάπως. Την άλλη χρονιά, με γράψανε σ' άλλο σχολείο.
Τώρα πια ούτε οι πιο κακόγλωσσοι και φαρμακεροί φίλοι και συνάδελφοί μου τολμούν να μου βγάλουν παρατσούκλι. Το πράγμα σχεδόν με στεναχωρεί. Φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου η φωνή μου, η μορφή μου, η σκέψη μου, το βάδισμά μου, πήραν επιτέλους να μου ταιριάζουν, ίσως και να διορθώθηκαν, ενώ πρώτα ήταν ίσως πρόωρα και παράταιρα επάνω μου. Με τους περισσότερους όμως απ' αυτούς συμβαίνει τ' αντίθετο. Βέβαια, θα έχει παίξει κάποιο ρόλο και το γεγονός πως έχω γίνει εγώ ο ίδιος άσσος στο να κολλώ παρατσούκλια και κάμποσα που έστειλα συστημένα κάποτε σε ορισμένους απόκοτους και γελοίους τους ζεμάτισαν τόσο, που δεν ξανάβγαλαν άχνα. Κρίμα που δεν ανακάλυψα τη μέθοδο αυτή πιο μπροστά.
Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα τώρα καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ' το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω σ' όλη μου τη ζωή εκείνα τα παρατσούκλια.
(Γ. Ιωάννου, Η Σαρκοφάγος, Πεζογραφήματα,
εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 35-40) |
|
Ένιωσες ποτέ ανεπιθύμητος σε μια ομάδα ή σε μια συντροφιά ανθρώπων, μόνο και μόνο επειδή σε διέκρινε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό; Πώς αντέδρασες; Έφτασες ποτέ σε λανθασμένο συμπέρασμα για κάποιον, επειδή τον έκρινες μόνο από την εμφάνισή του; |
Ποιοι λόγοι μάς οδηγούν σε στερεότυπες αντιλήψεις και πώς μπορούμε να αντισταθούμε σ' αυτές; Να συγκεντρώσετε και άλλα παραδείγματα και να ελέγξετε σε ποιο βαθμό είστε δέσμιοι αυτών των στερεότυπων αντιλήψεων. |
“Τα στερεότυπα είναι σταθερές, ταξινομημένες αντιλήψεις που συνήθως οφείλονται σε ελλιπή πληροφόρηση σχετικά με χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται στα μέλη μιας ομάδας (π.χ. έθνους, επαγγελματικής τάξης, κατοίκων μιας πόλης/χωριού κτλ.). Τα στερεότυπα τα μαθαίνουμε ή τα εσωτερικεύουμε αυθόρμητα, ασυνείδητα από το άμεσο περιβάλλον που ζούμε. Με βάση τις στερεότυπες αυτές αντιλήψεις αξιολογούμε συνήθως πολύ απλά και αβασάνιστα τις άμεσες παραστάσεις και εμπειρίες που έχουμε. Έτσι τείνουμε να έχουμε μία προκαθορισμένη –στερεότυπη γνώμη και κρίση για το ρόλο και τη στάση των μελών άλλων ομάδων και να εξιδανικεύουμε τα πρότυπα, τους τρόπους συμπεριφοράς και ζωής της δικής μας ομάδας, π.χ. λέμε “οι βόρειοι είναι ψυχροί”, “οι γυναίκες έχουν ορισμένους ρόλους διαφορετικούς από εκείνους των ανδρών”. |
|
|
(Αναλυτικό πρόγραμμα για την εφαρμογή του ΣΕΠ
στη Β΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1983, σ. 16)
Κλίμακες...
Κατερίνα Σχοινά |
Σύμφωνα με τα πορίσματα μιας έρευνας, σχετικά με τις στερεότυπες αντιλήψεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία για τα δύο φύλα, η γυναίκα θεωρείται: “περίεργη, σπάταλη, φλύαρη, πεισματάρα, γκρινιάρα... ”, ενώ στον άνδρα αποδίδονται κυρίως θετικές ιδιότητες: “εργατικός, γενναίος, ψύχραιμος, φιλότιμος κτλ.” |
Στην ερώτηση “τι είναι μια σωστή γυναίκα”, το 64% απάντησε “η καλή νοικοκυρά” και ακολουθούν, με ποσοστό 26% χαρακτηρισμοί: “η όμορφη, η κοκέτα”, “η τίμια”, “ηθική”, “σοβαρή”, “αξιοπρεπής ”, “σεμνή ”. Στην ανάλογη ερώτηση για τον άνδρα, τα ποσοστά ήταν: 43% “ο καλός οικογενειάρχης” και 41% “ο ειλικρινής, ο έντιμος, ο λογικός κτλ.”. Άλλες απαντήσεις παρουσίασαν τη μητέρα και την αδελφή ως άτομα “χρήσιμα”, γιατί προσφέρουν υπηρεσίες στην οικογένεια, ενώ τον πατέρα και τον αδελφό ως “στηρίγματα και προστάτες”. |
Έρευνα
Να συζητήσετε τα πορίσματα της παραπάνω έρευνας που πραγματοποιήθηκε πριν από είκοσι χρόνια περίπου. |
Οργανώστε και σεις μια έρευνα για το ίδιο θέμα. Συγκεντρώστε στοιχεία με τη βοήθεια ενός ερωτηματολογίου που θα το υποβάλετε στους κατοίκους της περιοχής σας. Αντλήστε επίσης πληροφορίες για τις αλλαγές που έχουν γίνει στο νομικό καθεστώς, σχετικά με την εξίσωση των δύο φύλων, από ειδικούς επιστήμονες και γυναικείες οργανώσεις. Τα πορίσματα της έρευνάς σας θα δείξουν αν, και σε ποιο βαθμό, έχουν διαφοροποιηθεί οι στερεότυπες αντιλήψεις σχετικά με τους ρόλους των δύο φύλων.
|
|
Τι τρόπο συμπεριφοράς περιμένουν ή δεν περιμένουν, ανάλογα με το φύλο σου, οι άλλοι από σένα, και σε ποιο βαθμό αυτές οι προσδοκίες των άλλων επηρεάζουν τη δική σου στάση;
|
Με βάση τα κείμενα (1) και (2) που σχολιάζουν το ρατσισμό (φυλετικό-κοινωνικό), να συζητήσετε τα θέματα α και β: |
- Αν δέχεστε ότι ο ρατσισμός είναι μια στάση και μια θεωρία πολύ παλιά, να αναφέρετε συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα και να εξετάσετε πώς συνδέεται σε κάθε περίπτωση η εμφάνισή του (ρατσισμού) με τις οικονομικές πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες της εποχής.
- Να αναφέρετε παραδείγματα κοινωνικού ρατσισμού και να αναζητήσετε τις αιτίες που τον προκαλούν σε κάθε περίπτωση. Αναρωτηθείτε για ποιους λόγους είμαστε συνήθως αδρανείς και αδιάφοροι στις περιπτώσεις αυτές, ενώ γνωρίζουμε ότι με τη στάση μας προσβάλλουμε μερικές φορές την ανθρώπινη προσωπικότητα.
|
|
“Δεν θα απομακρύνουμε τον κίνδυνο της ρατσιστικής μόλυνσης, αν δεν αναγνωρίσουμε την αυτονομία και τον πλούτο της διαφορετικότητας εκείνου που στο δρόμο μας φαίνεται ξένος. [...] Σίγουρα, το να σκεφτόμαστε έτσι σημαίνει πως συνειδητοποιούμε ότι υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα αυτών των “ξένων”, υπερασπιζόμαστε καλύτερα και διευρύνουμε τα δικαιώματα των “ιθαγενών”. Και διευρύνουμε την ακτίνα των δικών μας δυνατοτήτων για ανθρώπινη και κοινωνική επικοινωνία”.
(Πιέτρο Ινγκράο) |
ΣΤΑΘΗΣ
|
...ως γνωστόν
Αρχή όλων των διακρίσεων οι γενικές κρίσεις. Όλοι οι “Α” είναι “Β” –να το αξίωμα κάθε ρατσισμού. Δεν Θα ξεχάσω τη φράση που διάβασα σε μια τηλεοπτική κριτική (γραμμένη από άνθρωπο καλλιεργημένο και ευαίσθητο!) που ειρωνευόταν (και καταδίκαζε) έναν ολόκληρο λαό: “Η αθωότης αυτού του πάναγνου, ως γνωστόν, γερμανικού λαού με τα αγνά ήθη και την αγνή παιδική καρδιά”. Όλη η κριτική ήταν σκέτος ρατσισμός! Σίγουρα μη συνειδητός. Ο καθένας μπορεί να παρασυρθεί από ένα –δικαιολογημένο ή όχι– συναίσθημα. Και να φτάσει ξαφνικά στο “ως γνωστόν”.
Ως γνωστόν, όλοι οι Γερμανοί είναι τέρατα, οι Εβραίοι εκμεταλλευτές, οι Αμερικανοί ρατσιστές.
Κάποιος θα πρέπει να μας εξηγήσει πως είμαστε όλοι ίδιοι. Σε κάθε κοινωνία τα φαινόμενα της διάκρισης και της διαίρεσης ενδημούν και οι διαφορές (αν υπάρχουν) είναι στα προβλήματα. Βέβαια εμείς είμαστε υπερήφανοι που δεν έχουμε απαρτχάιντ. Όμως δεν έχουμε και νέγρους... Και οι άλλοι Ευρωπαίοι (Γάλλοι, Ελβετοί, Ολλανδοί) ήταν περήφανοι για την ανεκτικότητα και τον φιλελευθερισμό τους... μέχρι που γέμισαν έγχρωμους και μη, εργάτες και πρόσφυγες. [...].
Κι αν νομίζετε πως η έλλειψη νέγρων μας εμποδίζει να εκδηλώνουμε τον αυθόρμητο ρατσισμό μας, κάνετε πολύ λάθος. Έχουμε άπειρους τρόπους να διαιρούμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Από την καταγωγή τους μέχρι το επάγγελμά τους [...].
Λες και διαλέγει κανείς πάντα, με ποιο τρόπο θα βγάλει το ψωμί του! Και υπάρχουν και χειρότερα. Για σκεφτείτε τον σκουπιδιάρη, τον πεθαμενατζή, τον εκκενωτή βόθρων; Ενώ γιατρός... δικηγόρος... μηχανικός... Όλη η Ελλάδα αγωνίζεται να μπει στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, για να αποφύγει το στίγμα του μουντζούρη και του μάστορα. Αν δεν είναι αυτή διάκριση, ποια είναι; [...].
Λοιπόν ας αφήσουμε τους φαρισαϊσμούς, ας σταματήσουμε να λέμε: “Ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων...” κι ας αναζητήσουμε βαθύτερα μέσα μας τις ρίζες του ρατσισμού –γιατί υπάρχουν, σε όλους μας. Χρειάζεται συνειδητός και συνεχής αγώνας, έντιμη αυτοανάλυση και παραδοχή των ημαρτημένων, για να πολεμήσουμε αποτελεσματικά αυτή τη φοβερή κοινωνική μάστιγα, που δηλητηριάζει όχι μόνο τη ζωή στη Νότιο Αφρική –αλλά και εδώ, σε μας, στην Ελλάδα, κάθε μέρα.
– Θα παντρεύατε την κόρη σας με ένα τσιγγάνο; Σίγουρα! (Μόνο που δεν έχετε κόρη –ε;).
– Δεν νομίζετε πως οι Εβραίοι είναι λιγάκι παραδόπιστοι; Λέτε συχνά ποντιακά ανέκδοτα; Δεν συμφωνείτε πως οι Γερμανοί ρέπουν προς τον ολοκληρωτισμό (Ε, η γερμανική πειθαρχία!). Και οι Τούρκοι, εδώ που τα λέμε, δεν είναι λίγο μπουνταλάδες; Ως γνωστόν δε... οι Άραβες...
Όσο για τους Έλληνες –δεν είναι ένας περήφανος φιλελεύθερος, και ξύπνιος λαός; (Να και ο ανάποδος ρατσισμός!). Ε, λοιπόν, αρχίστε να ξηλώνετε προκαταλήψεις και προλήψεις.
(Νικ. Δήμου,
από τον ημερήσιο Τύπο)
|
|
|