Α19
Νίκολαους Λενάου
ΟΙ ΤΡΕΙΣ
Φεύγουν τρεις καβαλάρηδες από χαμένη μάχη.
Πώς παν αργοπερπάτητοι; Πού παν οι τρεις μονάχοι; |
|
Το αίμα από τρίσβαθες πληγές αστείρευτο αναβρύζει
κι είναι η ροή του ολόθερμη και τ’ άλογα ερεθίζει.
Κι από τις σέλες στάζοντας κι από τα χαλινάρια
σμιχτά μ’ αφρούς και κορνιαχτό το αίμα χαράζει αχνάρια. |
|
Τ’ άλογα αργά, αλαφρά πατούν το χώμα... ειδάλλως το αίμα
θα σφύριζε σα σίφουνας και θα ’τρεχε σα ρέμα. |
|
Παν οι τρεις καβαλάρηδες κοντά κοντά καβάλα
και τα λιγόζωα τα κορμιά στυλώνουν το ένα τ’ άλλα. |
|
Μάτια στα μάτια, σκύφτοντας κοιτάζονται θλιμμένοι
και λέει καθένας με φωνή στα χείλη αποσβησμένη: |
|
— Με καρτερεί η πιο όμορφη νια στο μακρινό χωριό της,
γι’ αυτό πονώ, που χάνομαι μέσ’ στον ανθό της νιότης. |
|
— Εγώ έχω σπίτι, κι έχω αυλή και κήπο καρπισμένο,
μα πριν της ώρας μου έρημος σε ξένη γη πεθαίνω. |
|
— Μόνος μου πόθος και στερνός ο πόθος του άλλου κόσμου·
και τίποτε άλλο, — όμως πικρός και πάλι ο θάνατός μου. |
|
Κι απάνω από την πένθιμην εκείνη συνοδεία
πετούν παραμονεύοντας όρνια μεγάλα τρία,
κι ένα με τ’ άλλο κρώζοντας μοιράζουν το φαΐ των: |
|
— Αυτόν εσύ, κι αυτόν εσύ, κι εγώ θα φάω τον τρίτον. |
|
|
μτφρ. Γεώργιος Δροσίνης
(1859-1952) |

Πάολο Ουτσέλλο
«Η μάχη του Σαν Ρομάνο» (λεπτομέρεια)
ΟΙ ΤΡΕΙΣ
Αφού κι η τελευταία εχάθη μάχη,
τρεις ιππείς επιστρέφουνε μονάχοι. |
|
Από βαθιές πληγές το αίμα ρέει
ζεστό, τ’ άλογο σκύβει να το εισπνέει. |
|
Από τη σέλα το αίμα τ’ αναβάτου,
κι από τους χαλινούς, έφτασε κάτου. |
|
Αγάλι αγάλι τ’ άλογο πηγαίνει,
αλλά το αίμα τρέχει και πληθαίνει. |
|
Οι τρεις ιππείς πηγαίνουν πλάι πλάι,
ο ένας στον άλλο γέρνει κι ακουμπάει. |
|
Στο πρόσωπο βλέπουν ο ένας τον άλλο,
και λένε μ’ αναστεναγμό μεγάλο: |
|
— Από μια κόρη τρυφερά αγαπούμαι,
γι’ αυτό τώρα πεθαίνοντας λυπούμαι. |
|
— Έχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κι η νύχτα έτσι νωρίς θα με σκεπάσει. |
|
— Δεν έχω πάρεξ το Θεό του κόσμου,
μα πόσο με φοβίζει ο θάνατός μου! |
|
Και καθώς με τ’ άλογα προχωρούνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετούνε. |
|
Τους μοιράζονται, κρώζοντας καθένα:
— Δικοί σας οι δυο, κι ο τρίτος εμένα. |
|
|
μτφρ. Κ.Γ. Καρυωτάκης
(1896-1928) |

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 
ΣΧΟΛΙΟ
Παρότι η ποίηση του Λενάου ανήκει χρονολογικά στον όψιμο Ρομαντισμό, η ποιότητα των αισθημάτων της, ιδίως η αίσθηση της φύσης, τη συνδέει περισσότερο με τον Ρομαντισμό της πρώτης περιόδου. Βαθιά μελαγχολική ποίηση, που περιγράφει τη ζωή ως «άσκοπη περιπλάνηση», σπάνια αποτυπώνει αισθήματα χαράς, κι αυτό κυρίως για να υποδηλώσει τη ματαιότητά τους.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μπαλάντα «Οι τρεις» είναι ο πρώτος πίνακας ενός διπτύχου, το έτερο σκέλος του οποίου αποτελεί μια άλλη μπαλάντα του Λενάου «Οι τρεις τσιγγάνοι». Αν στον δεύτερο πίνακα τα τρία πρόσωπα συνθέτουν την εικόνα της ανθρώπινης ευδαιμονίας (ο ένας τσιγγάνος παίζει βιολί, ο άλλος ατενίζει γαλήνιος τον καπνό της πίπας του και ο τρίτος κοιμάται αμέριμνος κάτω από ένα δέντρο), οι τρεις καβαλάρηδες του πρώτου παρουσιάζουν το θέαμα της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο έρωτας, τα υλικά αγαθά και ο μεταφυσικός στοχασμός, που δικαίωναν την ύπαρξή τους στον καιρό της ειρήνης, αποδεικνύονται ανίσχυρη και πρόσκαιρη χαρά, την οποία έρχεται να ανατρέψει οριστικά η τελευταία χαμένη τους μάχη. Οι τρεις καβαλάρηδες φαίνονται να εμφανίζονται εδώ ως κάτι περισσότερο από τρεις απλοί πολεμιστές και να γίνονται σύμβολα του ανθρώπου που αναζητά την ευτυχία· το ίδιο και ο πόλεμος που φαίνεται να συμβολίζει την ισχύ και τη σκληρότητα μιας υπέρτερης δύναμης, πάνω στην οποία συντρίβεται τραγικά αυτή η αναζήτηση.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Πώς περιγράφεται η σχέση της φύσης με τον άνθρωπο στο ποίημα;
- Γιατί οι καβαλάρηδες είναι τρεις και όχι λιγότεροι ή περισσότεροι;
- Ποιαν από τις δύο μεταφράσεις θεωρείτε καλύτερη και γιατί;
NIKOLAUS LENAU (Κσατάντ, Ουγγαρία 1802 – Ομπερντέμπλιγκ, Βιέννη 1850). Γερμανός ποιητής (γερμανοουγγρικής καταγωγής). Εξαιρετικά φιλομαθής, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης φιλοσοφία, έπειτα νομικά και γεωπονία και τέλος ιατρική. Δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Ποιήματα, το 1832. Το ίδιο έτος από ρομαντική διάθεση φυγής ταξίδεψε στην Αμερική, από όπου επέστρεψε απογοητευμένος τον επόμενο χρόνο. Πέρασε τη ζωή του στη Βιέννη και στη Στουτγάρδη χωρίς να μπορέσει να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Μια ψυχική ασθένεια που εκδηλώθηκε το 1844 και η οποία εξελίχθηκε σε καθολική παράλυση τον ταλαιπώρησε ως το τέλος της ζωής του.
Άλλα έργα του: Ποιημάτων Συλλογή (2 τ., 1844), τα θρησκευτικά έπη Σαβοναρόλα (1837), Οι Αλβιγηνοί (1842), το δραματικό Φάουστ – Ένα ποίημα (1836, αναθ. 1840), το επικό Δον Ζουάν (1851), κ.ά. |